ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ[: Ματθ.10.32-33, 37-38 καί Ματθ.19,27-30] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
«ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στίς 22-6-1997] [Β357] Ἔκδοσις Β΄
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ πάντας τοὺς ἁγίους, τοὺς γνησίους φίλους τοῦ Θεοῦ καὶ εὐεργέτας ἀληθινοὺς τῶν πιστῶν. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ὅσο ζοῦσαν, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπολιτεύθησαν κατὰ Θεόν. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι οἱ πρωτότοκοι τοῦ Θεοῦ· ποὺ εἶναι ἀπογεγραμμένοι εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ εἶναι πρωτότοκοι, γιατί θὰ τύχουν ὅλοι τῆς μεγάλης καὶ μοναδικῆς κληρονομίας, ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι θὰ εἶναι εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, λέγονται «πρωτότοκοι».
Καὶ ἐλέχθῃ εἰς τοὺς ἁγίους καὶ εἰς τοὺς μάρτυρας, ὅπως μᾶς καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς τὸ βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως: «ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί». Αὐτὸ τὸ «ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρὸν» εἶναι ὁ χρόνος ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ αὐτοὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, ἕως τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Τὸν ἀποκαλεῖ «χρόνον μικρόν». Καὶ ἀκόμη, ὅταν λέγει: «ἕως πληρώσωσι, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν», ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πρόκειται νὰ ἀποκτανθοῦν ὅπως καὶ αὐτοί», δείχνει ὅτι διαρκῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν προστίθενται ἅγιοι. Ἕως τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας. Ἕως τὸν δεύτερο ἐρχομὸ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ μνήμη των συνεπῶς δὲν ἔχει παρελθοντολογικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ ἐπίκαιρον καὶ δυναμικόν.
Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ διέκριναν τὴν σχετικότητα τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀγαθῶν τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἐπροτίμησαν καὶ ἀγάπησαν περισσότερο τὸν Κτίστην παρὰ τὴν κτίσιν καὶ τὰ ἀγαθὰ ποὺ δίνει ὁ Θεός. Καὶ γι᾿ αὐτή των τὴν ἀγάπη καὶ βαθιὰ πίστη καὶ ἀφοσίωση, ὅπως ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, νὰ μᾶς καταγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον (:ἔλαβον πεῖραν, δοκίμαζαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μάστιγες)· ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν (:λιθοβολήθηκαν), ἐπρίσθησαν (:πριονίστηκαν), ἐπειράσθησαν (:ἔγιναν ἀντικείμενον πολλῶν πειρασμῶν) ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἕν μηλωταῖς (:γύριζαν στὸν κόσμο μὲ προβιὲς) ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν (:τῶν ὁποίων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος (:Ὁ κόσμος δὲν ἦταν οὔτε εἶναι ἄξιος τῶν ἁγίων)».
Καὶ πράγματι, δὲν εἶναι ἄξιος ὁ κόσμος, τῶν ἁγίων. Γιατί ὁ κόσμος εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. «Κόσμος» μὲ τὴν ἔννοια τὴν ἠθική, μὲ τὴν ἔννοια τὴν πνευματική. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος στέκεται ἐχθρικὰ ἀπέναντι εἰς τὸν Θεόν. Ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον, μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ». Ἐννοεῖ μὴν ἀγαπᾶτε ὅλα ἐκεῖνα τὰ σχήματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος. Οὔτε ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον, ἐννοεῖται τὰ καμώματα τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ὄχι βεβαίως τὴν φύσιν, τὴν κτίσιν, ὄχι βεβαίως τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ σχῆμα -θὰ τὸ πῶ διὰ τρίτη φορά- ποὺ στέκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ θὰ στέκεται. Καὶ πάντα θὰ στέκεται, ἕως τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας. Μ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον». Εἶναι καταπληκτικό. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, συσχηματίζεται μὲ τὸν κόσμον.
Κι ἀκόμα, ἐὰν μὲν ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἄξιος τῶν ἁγίων, ὅμως ὁ κόσμος ἔχει ἀμεσότατη ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἡ παρουσία τῶν ἁγίων συνιστᾷ τὸν κόσμον καὶ δίνει νόημα ὑπάρξεως εἰς τὸν κόσμον. Ἄν δὲν ὑπῆρχαν οἱ ἅγιοι, δὲν θὰ εἶχε λόγον ὑπάρξεως ὁ κόσμος. Μᾶς τὸ λένε σαφῶς οἱ Πατέρες καὶ μάλιστα οἱ πρώιμοι Πατέρες. Γιατί πολλὲς φορὲς κι ἐμεῖς τὸ λέμε: «Πῶς μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός; Μὲ τόσην ἁμαρτίαν;». Ἄν ὁ κόσμος ὑπάρχει, εἶναι γιατί ὑπάρχουν οἱ Ἅγιοι. Ναί. Ὅπως ὁ Θεὸς ἠνείχετο τὰ Σόδομα, γιατί ἐκεῖ κατοικοῦσε ὁ Λώτ, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν δίκαιος. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ὁ κόσμος οὐσιαστικά -μόνον ποὺ δὲν τὸ γνωρίζει- ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἁγίους, γιατί οἱ ἅγιοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι συντηροῦν τὴν παρουσία τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὕπαρξιν τῶν ἀνθρώπων. Και ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παρουσία των ζώντων ἁγίων, δηλαδὴ τῶν πιστῶν, ποὺ πολιτεύονται εὐαρέστως στὸν Θεὸ καὶ τὴν μνήμη τῶν ζησάντων ἁγίων καὶ τὸ θαυμαστὸν πρὸς μίμησιν παράδειγμά των, ἔχουν ἀνάγκη, ὅσο κι ἂν ὁ κόσμος γυρίζει τὴν πλάτη εἰς τοὺς ἁγίους, καὶ τὰ σοφά τους καὶ τὰ θαυμαστά τους συγγράμματα εἶναι τὸ ἁλάτι ποὺ συντηρεῖ τὸν κόσμον.
Θαυμαστὴ καὶ σπουδαία καὶ εὐεργετικὴ γιὰ τὸν κόσμον εἶναι καὶ ἡ παρουσία τῶν ἁγίων λειψάνων. Γι᾿ αὐτὰ θὰ μιλήσομε σήμερα, ἀγαπητοί μου. Γιὰ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων. Λείψανον θὰ πεῖ ἀπομεινάρι, κατὰ λέξη, ἀπομεινάρι. Αὐτὸ ποὺ ἀπέμεινε. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ τὸν θάνατον ἑνὸς ἀνθρώπου, οἱ σάρκες λιώνουν εἰς τὸν τάφον. Μένουν τὰ ὀστᾶ. Τὰ ὀστᾶ λέγονται λείψανα, ἀπομεινάρια. Γιὰ νὰ μὴν πῶ κάτι... ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει, «λείψανον» λέγεται. Γι᾿ αὐτὸ λέμε... κι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι μέσα στὸ φέρετρον, λέγεται λείψανον. Λείψανον θὰ πεῖ αὐτὸ ποὺ ἀπόμεινε. Ἀπὸ τὸ λείπω. Αὐτὸ ποὺ ἀπόμεινε. Γιατί; Γιατί δὲν εἶναι πλήρης ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὸ φέρετρό του. Λείπει ἡ ψυχή. Ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅταν οἱ σάρκες θὰ ἔχουν φθαρεῖ, λιώσει, καὶ θὰ ἔχουν μείνει μόνον τὰ ὀστᾶ. Ἔτσι, κατὰ κυριολεξία, ἀναφερόμαστε στὰ ἅγια λείψανα, δηλαδὴ τὰ ὀστᾶ τῶν ἁγίων ποὺ ἔχουν ἀπομείνει καὶ ποὺ βέβαια εὔκολα δὲν φθείρονται αὐτά.
Ἕνας ὁδηγός μας ὀρθόδοξος καὶ ἀπλανής, γιὰ νὰ καταλάβομε τί εἶναι τὰ ἅγια λείψανα, θὰ σταθεῖ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ὁ Θεσσαλονικεύς, μὲ μία θαυμασία προσευχή του πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων. Τὴν ἔχω μπροστά μου τὴν προσευχὴ αὐτὴ καὶ μάλιστα σὲ μετάφραση. Δὲν θὰ ἤθελα νά σᾶς τὴν πῶ, εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ ποὺ θὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ· τὴν παραλείπω. Ἀλλὰ θὰ πάρω μόνο δύο-τρία ἀποσπασματάκια ἀπὸ τὴν προσευχὴν αὐτήν. Μὲ τὴν θεολογικοτάτην αὐτὴν εὐχὴ περὶ τῶν ἁγίων λειψάνων, μποροῦμε νὰ δοῦμε αὐτὲς τίς μερικὲς θέσεις.
Πρῶτον: Εἰς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων βρίσκομε πολλὴ θεολογία. Ναί. Πολλὴ θεολογία. Καὶ ἡ θεολογία αὐτὴ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸ μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ξέρετε ὅτι ὁ λαός μας, ὁ ὀρθόδοξος λαός μας, ἔχει μία τόσην ἄγνοια... ποὺ εἶναι ἀπελπισία. Ὅμως πάρα πολλὰ πράγματα τὰ γνωρίζει ὄχι ἀπὸ γνώση· ἀπὸ διαίσθηση! Φερειπείν, ἂν ποῦμε ὅτι φέραμε ἐδῶ μία εἰκόνα θαυματουργόν, τὸ «Ἄξιον ἐστὶ» τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπὶ παραδείγματι. Ἢ τὰ λείψανα κάποιου ἁγίου. Ξέρετε πόσος κόσμος θὰ μαζευτεῖ; Ἄν ἐρωτήσετε αὐτὸν τὸν κόσμον, γιατί ἦρθαν, δὲν ξέρουνε τί σημαίνει ἅγια λείψανα, οὔτε θαυματουργὸς εἰκών. Εἴτε τῆς Παναγίας εἴτε ἑνὸς ἁγίου, εἴτε ὁτιδήποτε. Ἀγνοεῖ. Ἔτσι, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι περασμένη ὡς αἴσθησις καὶ ὡς συναίσθημα καὶ ὡς διαίσθησις εἰς τὸν λαό μας. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ εἶναι αὐτό. Δὲν εἶναι ἐπαρκές. Πρέπει νὰ ἔχομε καὶ γνώση.
Σήμερα λοιπὸν στὴν ἀγάπη σας, θὰ προσπαθήσομε νὰ ποῦμε κάτι, τί εἶναι τὰ ἅγια λείψανα. Παίρνοντας, ὅπως σᾶς εἶπα, σὰν ὁδηγὸ τὴν προσευχή -ἀποσπασματάκια, ἐννοεῖται- τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα. Καὶ εἴπαμε ὅτι ἔχουν πολλὴ θεολογία, γιατί ἀπὸ ἐκεῖ ἐκπηγάζει τὸ μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Γράφει ὁ Καβάσιλας: «Καὶ μὴ κενώσας τὸν οὐρανὸν τῆς δόξης Σου -ἀποτείνεται εἰς τὸν Χριστὸν ἡ προσευχή, κείμενο εἶναι αὐτό- εἰς τὴν ἡμετέραν ἦλθες ἐσχατιάν (:χωρὶς νὰ ἀδειάσεις ἀπὸ θεότητα, ἦρθες ἐδῶ στὴ Γῆ, εἰς τὴν δική μας ἐσχατιάν. - Ἐσχατιά... Δὲν θὰ ἀναλύσω. Εἶναι μερικὰ πράγματα ποὺ εἶναι πάρα πολὺ χαρακτηριστικὰ) καὶ τὴν πεσοῦσαν ἡμῶν περιβαλλόμενος φύσιν (:καὶ περιεβλήθῃς τὴν δική μας τὴ φύση, ἡ ὁποία εἶναι πεσμένη, τὴν ἀνθρωπίνη φύση) γέγονας ἡμῖν ἀνάστασις καὶ ἀνάπλασις καὶ ἀπολύτρωσις καὶ ζωή (:ἔγινες σέ μᾶς ἡ ἀνάστασις, ἡ ἀνάπλασις, ἡ ἀπολύτρωσις καὶ ἡ ζωὴ) σαρκὶ τὴν σάρκα καθαρίσας (:μὲ τὴν δική Σου σάρκα, τὴν σάρκα μας τὴν καθάρισες) καὶ ψυχῇ τὴν ψυχὴν ἁγιάσας (:καὶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη σου ψυχή -γιατί ὁ Θεὸς Λόγος εἶναι ἄνθρωπος, δηλαδὴ καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα- τὴν ψυχή μας -λέγει- τὴν ἁγίασες) καὶ θανάτῳ τὸν θάνατον καταλύσας (:καὶ μὲ τὸν δικόν Σου θάνατον, τὸν δικό μας τὸν θάνατον τὸν κατέλυσες, τὸν κατήργησες) καὶ ταφῇ καὶ φθορᾷ τὴν ἀφθαρσίαν εἰσενεγκών (:καὶ μὲ τὴν ταφή Σου τὴν ἀφθαρσία μᾶς ἔφερες). Καὶ ὅσοι τὴν ἀπόρρητόν Σου φιλανθρωπίαν ᾐδέσθησαν (ὅσοι -λέει- αὐτὴν τὴν ἀνείπωτη φιλανθρωπία Σου σεβάστηκαν) καὶ τὴν μετὰ Σοῦ κοινωνίαν συνετήρησαν (:καὶ διετήρησαν μαζί Σου τὴν κοινωνίαν), τούτοις ἥρμοσας σεαυτόν (:αὐτούς - λέει- τοὺς ἥρμοσες: ἁρμόζω· «ἥρμοσες»: «ἁρμόζω». Στὸν γάμο παίρνει ὁ ἱερεὺς τὸ χέρι τοῦ γαμπροῦ καὶ τῆς νύφης καὶ τὰ ἑνώνει. Καὶ λέγει εἰς τὸν Θεόν: «Ἅρμοσον αὐτούς». Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ποὺ εἶναι τὸ κύριο σημεῖο τοῦ γάμου, τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ἔχομε μίαν σάρκαν: «Καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκαν μίαν». Ἐδῶ λοιπὸν τὸ ρῆμα «ἅρμοσον αὐτοὺς» σημαίνει, ἀγαπητοί μου, δηλαδὴ τοὺς ἥρμοσες, τοὺς ἁγίους, ὅτι μαζὶ Σου ἑνώθηκαν ὀντολογικά, πραγματικά, ὄχι ἠθικά, ὀντολογικὰ) καὶ τοῖς σώμασιν ἐνεχέθης καὶ ἀνεμίγης (:Ἐσύ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ''ἐνεχέθης καὶ ἀνεμίγης'', μείχτηκες, ἀνακατεύτηκες, ἔγινες ἕνα μὲ τὰ σώματα τῶν ἁγίων Σου)».
Καὶ πράγματι εἴμεθα μέλῃ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Δὲν προσλαμβάνομε τὸν Χριστόν, ὅταν κοινωνοῦμε, ἀλλὰ μᾶς προσλαμβάνει ὁ Χριστός. Καὶ μᾶς καθιστᾶ μέλη, μέλη δικά Του. Ὅπως τὰ μέλη τοῦ σώματός μου, τὰ αὐτιά μου, εἶναι ὀντολογικῶς δεμένα μὲ τὸ σῶμα μου. Δὲν ἔχουνε κάτι ποὺ νὰ ἀρχίσω νὰ ξεβιδώνω τὸ βράδυ τὰ δάχτυλά μου καὶ νὰ τὰ βάζω στὴν ἄκρη. Εἶναι ἡνωμένα μὲ τὸ σῶμα μου. Ἔτσι εἶναι οἱ ἅγιοι, ἡνωμένοι μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ λεγομένη θέωσις τῶν ἁγίων ὅσο ζοῦν. Λέγεται... γιὰ πολλοὺς ἁγίους λέγεται ὅτι καὶ ἀπό τὴν παροῦσα ζωὴ ἔλαμψαν ὡς ὁ ἥλιος. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός: Οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο στὴ Βασιλεία τοῦ Πατρός των. Πῶς; Ὅπως ὁ Χριστὸς μετεμορφώθῃ εἰς τὸ ὄρος Θαβώρ. Ναί. Καὶ ἔτσι αὐτὰ εἶναι προκαταβολικά, εἶναι προπληρωμές. Καὶ τὰ βλέπομε αὐτά σὲ πάρα πολλοὺς ἁγίους, ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ ἀκόμη.
Ἀλλὰ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὰ ἑξῆς: Ὅτι εἴμεθα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ- ὅ,τι σᾶς ἐξήγησα- καὶ εἴμεθα καὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία δύο πράγματα, δύο διαστάσεις, λέγαμε τὴν Πεντηκοστή. Τί; Ἔχει δύο θεμέλια ἡ Ἐκκλησία. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἴμεθα... ἐπιτραπείτω μοι, νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ τὴν λέξη μᾶζα. Γιατί ὅταν λέμε σῶμα, ἐννοοῦμε μᾶζα. Ἔ, μία οὐσία. Καὶ ἀκόμη μία διάστασις. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἡ πνευματολογικὴ διάστασις· ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔρχεται καὶ κάθεται ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦσαν εἰς τὸ Ὑπερῶον καὶ ἔχομε ἐδῶ ὄχι ἀνάδειξη τῆς μάζης, τοῦ σώματος, ἔχομε ἀνάδειξη τῶν προσώπων. Ξέρετε πόσος λόγος γίνεται στὴν ἐποχή μας γιὰ τὸ πρόσωπο, γιὰ τὸ πρόσωπο... Τὸ πρόσωπον ἀναδεικνύεται πραγματικὰ καὶ οὐδέποτε χάνεται, δὲν χάνει τὴν αὐτοτέλειά του, τὴν κυριότητά του, τὴν αὐτοσυνειδησία του ποτέ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ μετὰ θάνατον. Ποτέ. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, λοιπόν, ὡς θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται νὰ διατηρήσει τὰ σώματα.
Θὰ ἔχετε ἀκούσει, ξέρετε, καμιὰ 500αριά, 600αριὰ αἱρέσεις ὑπάρχουν στὴν Ἑλλάδα, οἱ πιὸ πολλὲς εἶναι ἀπὸ τίς ἀνατολικὲς χῶρες. Δημοσιεύονται τελευταῖα, ἔχουνε δύο συνέχειες δημοσιευθεῖ καὶ βλέπετε ἐκεῖ...- Πῶ! Πράγματα, περίεργα...!- ὅτι ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τίς δοξασίες αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, ἔρχεται εἰς ἕνα Νιρβάνα. Νιρβάνα θὰ πεῖ ἀνάπαυσις. Ἔχομε κι ἐμεῖς ἕναν λογοτέχνη, παλιὸ λογοτέχνη, ποὺ εἶχε τὸ ψευδώνυμον Νιρβάνας. Λοιπόν... ἔτσι τὸ Νιρβάνα τί εἶναι; Εἶναι ἀνάπαυσις τῆς ψυχῆς. Γιὰ τὸ σῶμα δὲν γίνεται λόγος. Ἀλλὰ ἀνάπαυσις ἀπρόσωπη. Δὲν ἔχει συνείδηση ἡ ψυχή. Δὲν ἔχει συνείδηση ἡ ψυχή. Μὰ τότε, ὅση εὐτυχία νὰ μοῦ δώσεις, ἐὰν δὲν ἔχω αὐτοσυνειδησία, εἴτε στὴν κόλαση μὲ στείλεις εἴτε εἰς τὸν Παράδεισον μὲ στείλεις, δὲν ἔχει ἀξία. Καμίαν ἀξία. Ἐδῶ διατηροῦμε τὴν αὐτοσυνειδησία μας, διατηροῦμε τὸ πρόσωπό μας. Καὶ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ἀκόμη. Ποιός θὰ ἦταν ὁ Παῦλος, ἐπὶ παραδείγματι; Ἄν ἦταν ἕνας ἄλλος... Φαρισαῖος, τρέχα γύρευε. Τί ἦταν; Ποιός θὰ ἤξερε σήμερα τὸν Παῦλο; Διετήρησε ὅμως τὸ ὄνομά του, τὸ πρόσωπό του, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Γιὰ νὰ δεῖτε δηλαδὴ τί σπουδαῖο πρᾶγμα εἶναι αὐτό.
Ἔτσι λοιπόν, εἴμεθα ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ λέγει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς (:θὰ κατοικήσω εἰς αὐτοὺς) καὶ ἐμπεριπατήσω». Καὶ τὸ καταπληκτικὸ ξέρετε ποιό εἶναι; Εἴμεθα ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποιός; Τί ἀκριβῶς; Ἡ ψυχή μας; Τὸ σῶμα μας; Καὶ τὰ δυό. Καὶ ἡ ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα μας εἴμεθα κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί; Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχὴ καὶ σῶμα μαζί. Ἄν ὁ θάνατος τὰ χωρίζει, θὰ ξαναενωθοῦν πάλι. Πότε; Μὲ τὴν κοινὴν ἀνάστασιν. Ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶναι πάντοτε ἄνθρωπος. Ὅπως μὲ βλέπετε καὶ σᾶς βλέπω. Καὶ θὰ βλέπομε τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Βασιλεία Του μὲ τὰ ἀνθρώπινα μάτια μας καὶ θὰ βλέπομε τὴν ἀνθρωπίνη Του φύσῃ. Ναί. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἄνθρωπος. Αὐτὸ θὰ πεῖ σωτηρία. Ἅγιος ποὺ σώζεται. Καὶ στὴν κόλαση θὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος πλήρη τὴν ὕπαρξή του· μόνο ποὺ θὰ εἶναι στὴν κόλαση... Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος αἰσθάνεται πάρα πολὺ ἄσχημα, ὅταν, λέγει: «Δὲν μὲ νοιάζουν τὰ βασανιστήρια τῆς κολάσεως, ἀλλὰ γιατί θὰ χάσω τὴν θέα ἐκείνου τοῦ γαληνοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ».
Ἀκόμη ἕνα δεύτερο. Ὅ,τι συνέβῃ ἀνάμεσα στὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρωπίνη, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο συμβαίνει καὶ εἰς τοὺς ἁγίους. Ἔχω τὴν περικοπή, ἀλλὰ δέν σας τὴν διαβάζω γιατί ὁ χρόνος δυστυχῶς πέρασε. Τί συνέβῃ; Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐτάφῃ εἰς τὸν τάφον, τί ἐτάφῃ; Τὸ σῶμα Του. Ἡ ἀνθρωπίνη Του ψυχὴ ποῦ πῆγε; Στὸν Ἅδη. Ἐκεῖ ποὺ εἶπε εἰς τὸν λῃστήν: «Θὰ εἶσαι μαζί μου εἰς τὸν Παράδεισον». Ἀλλὰ ἡ θεότητα, ὁ Θεὸς Λόγος, δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἡνωμένος, ὁ Θεὸς Λόγος, καὶ μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἦταν εἰς τὸν τάφον καὶ μὲ τὴν ψυχὴν ποὺ ἦταν εἰς τὸν Ἅδην. Ἔ, λέει τώρα ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἁγίους Σου. Μπορεῖ νὰ πεθάνουν, τὸ σῶμα τους νὰ εἶναι στὸν τάφο καὶ ἡ ψυχή τους εἰς τὸν Παράδεισον, ἀλλὰ εἶναι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιον ἡνωμένο καὶ μὲ τὸ σῶμα ποὺ εἶναι στὸν τάφο καὶ μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ εἶναι στὸν Παράδεισο. Ἀ, ἔτσι, ἔ; Ὥστε λοιπὸν τὰ λείψανα ἑνὸς ἁγίου εἶναι ἡνωμένα μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Γι᾿ αὐτὸ θαυματουργοῦν. Διότι εἶναι - θὰ σᾶς πῶ μιὰ φρασούλα- εἶναι ὁ ὑλικὸς φορέας, τὰ ὀστᾶ, τὰ λείψανα, εἶναι ὁ ὑλικὸς φορέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκούσατε; Ὁ ὑλικὸς φορέας. Ὅπως τὸ Εὐχέλαιον. Τὸ Εὐχέλαιον, λάδι, εἶναι ὁ ὑλικὸς φορέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κ.ὅ.κ. Τὸ μύρον ποὺ ἔχομε καὶ χριζόμεθα ὅταν βαπτιστοῦμε. Ὁ ὑλικὸς φορέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς δίνει τὰ χαρίσματα. Ὥστε γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν θαυματουργοῦν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων. Παρότι λείπει ἡ ψυχή. Παρότι εἶναι γυμνὰ ὀστᾶ. Ὅμως ἔχομε ἐδῶ τοῦτο. Τὰ λείψανα τῶν ἁγίων.
Ἀκόμη λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «Καί μᾶς τὰ ἄφησες ἐδῶ στὴ Γῆ γιὰ παρηγορία δική μας». Γιὰ νὰ παρηγορούμεθα, νὰ προστρέχουμε. Γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος, ἅμα ἀκούσει λείψανα, τρέχει, τρέχει, τρέχει...
Θέλετε ὅμως νὰ προχωρήσω καὶ περισσότερο; Γιατί ὑπάρχουν εἰκόνες ποὺ θαυματουργοῦν; Γιατί νὰ κάνομε τὸν κόπο νὰ πᾶμε στὴν Τῆνο; Πόσες φορές, θὰ ἔλεγε κανείς: «Νά, πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ προσκύνησε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τί; Τὸ ἴδιο δὲν εἶναι;». Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Γιατί; Διότι ἐκεῖνος ποὺ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἤτανε ἅγιος. Καὶ τὸ ἀντικείμενον αὐτὸ ἀπὸ τὰ χέρια του ἁγιάστηκε. Εἶναι κι αὐτό, εἶναι φορέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φορέας τοῦ ἁγιασμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ κρατοῦμε καὶ τὰ ἀντικείμενα τῶν ἁγίων. Τὰ ἀντικείμενα. «Γιατί», λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «ἀκόμα», λέει, «καὶ ἡ σαρκοφάγος, δηλαδὴ τὰ κουτιὰ ποὺ ἔχουνε μέσα ὀστᾶ, κι ἐκεῖνα ἀπορρέουν ἰάσεις, ἁγιασμὸν» κ.λπ. κ.λπ. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο.
Θέλετε νὰ τὸ δεῖτε θεολογικά; Ὅταν ἐκείνη ἡ αἱμορροοῦσα γυναῖκα προσήγγισε τὰ ἱμάτια τοῦ Κυρίου, στὸ Εὐαγγέλιο γραμμένο, στὸ κατὰ Λουκᾶν, εἶπε: «Θὰ πάω νὰ ἀγγίξω τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων Του, δηλαδὴ τὸ κάτω- κάτω τοῦ ἱματίου, καὶ θὰ γίνω καλά». Μόλις ἤγγισε, ἔγινε καλά. Τί ἦταν; Ἦταν ἁπλῶς ἕνα ροῦχο, ἕνας χιτῶνας τὸν ὁποῖον φοροῦσε ὁ Χριστός. Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Ποιός μὲ ἤγγισε; Γιατί Ἐγώ», λέγει, «γνωρίζω ὅτι ἔφυγε ἀπὸ μένα δύναμις». Ἀλλὰ φεύγει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δύναμις καὶ πηγαίνει στὰ ἱμάτια. Ὅπως ἀπὸ τὴν θεότητα φεύγει καὶ πηγαίνει στὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπετε λοιπόν; Τὰ λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου, τοῦτο, ἐκεῖνο, ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι ἁγιασμένα! Γι᾿ αὐτὸ πολλάκις πολλάκις καὶ θαυματουργοῦν.
Ἀκόμη βρίσκομε στὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ κλέβουν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὰ «σιμικίνθια». Ξέρετε, στὴν Ἔφεσο, φερειπείν, ἔμεινε τρία περίπου χρόνια καὶ ὅλη ἡμέρα ἠργάζετο στὸν ἀργαλειό. Ἔ, εἶχε μία μπροστέλα, μία ποδιὰ εἶχε καὶ τὰ μαντήλια ποὺ σκούπιζε τὸν ἱδρῶτα του· «ἐκ τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ», δηλαδὴ ἀπὸ τὸ δέρμα του. Τὰ πετοῦσε στὴν ἄκρη καὶ πήγαινε νὰ κάνει κήρυγμα στοὺς πιστούς, κάθε μέρα. Μάλιστα, 12-1, 12-2, μεσημέρι. Δὲν σᾶς λέω πιὸ πολὺ γιατί. Ἐνοικιάζετο αὐτὴ ἡ αἴθουσα. Καὶ τότε προσεφέρετο. Καὶ πήγαιναν κρυφὰ στὸ σπίτι καὶ τοῦ κλέβαν αὐτά. Γιατί; Ν᾿ ἀκουμπήσουν τὸ μαντήλι ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα, τὴν ποδιὰ ἀπὸ τὴν δουλειὰ ἐπάνω σε ἀρρώστους, σὲ δαιμονισμένους, γιὰ νὰ γίνουν καλά. Λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι «μόνον ἡ σκιὰ τοῦ Πέτρου -ἡ σκιά! -ἐὰν ἔπεφτε», λέει, «ἐπάνω σὲ ἕναν ἄρρωστο - σὲ μία πλατεῖα, ποὺ φέρναν ἀρρώστους- μόνον ἡ σκιά του», λέει, «νὰ ἔπεφτε ἐπάνω εἰς τὸν ἄρρωστον, ὁ ἄρρωστος ἐσηκώνετο ὄρθιος, ὑγιὴς»... Ἐδῶ ἀκριβῶς, ἀγαπητοί μου, ἔχομε κάτι καταπληκτικὰ πράγματα. Γιὰ νὰ καταλάβομε τί εἶναι τὰ λείψανα τῶν ἁγίων. Τί εἶναι...
Ἀγαπητοί, τὰ σώματα τῶν ἁγίων εἶναι ἤδη ἐν δυνάμει καινὴ κτίσις! Γι᾿ αὐτὸ «ὁ ἀψάμενος ὀστέων -λέει ὁ Μέγας Βασίλειος- ὁ ἀψάμενος ὀστέων μάρτυρος, λαμβάνει μετουσίαν ἁγιασμοῦ, διὰ τῆς ἐν τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος». Ναί. Αὐτὸ εἶναι κάτι πού μᾶς τὸ ἔδωσε ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔτσι βλέπομε νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀπόδοσις.
Ὦ, ἅγιοι Πάντες, ἀνώνυμοί τε καὶ γνωστοί, βλαστοὶ Εὐαγγελίου καὶ καρποὶ ἀμάραντοι, πορφύρα τῆς Ἐκκλησίας αἱματόβρεκτος, ἀπαρχαὶ τῆς φύσεως, πρωτότοκοι ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένοι, μιμούμενοι ὑμῶν τὰς ἀρετὰς καὶ ἀγῶνας τοὺς γενναίους, ἀπὸ ψυχῆς συμφώνως ἀνακράζομεν: Δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καὶ οὐρανῷ ὑμᾶς δοξάσαντι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Καραμίτζα
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 720.mp3
____________________________________