Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΔΕΥΤΕΡΑ 20 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022

Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ὀλύμπου

 
Μέθοδον Μεθόδιος βίου πρὸς βίον,
Μεθεὶς ὁδεύει, οὗ μέθοδος οὐ πέλει.
Εἰκάδι ἀρχιθύτην Μεθόδιον ἄορ κατέπεφνεν.

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μεθόδιος, ὁ ὁποῖος ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὑπῆρξε κατ’ ἀρχὰς μὲν Ἐπίσκοπος τοῦ ἐν Λυκίᾳ Ὀλύμπου, ἔπειτα δὲ Ἐπίσκοπος Τύρου (τῆς Φοινίκης), κατ’ ἄλους δὲ Ἐπίσκοπος Φιλίππων τῆς Μακεδονίας. Τὸ ἀναφερόμενο ὅτι διετέλεσε Ἐπίσκοπος Πατάρων εἶναι ἀναληθές, προελθὸν ἐκ τοῦ περὶ Ἀναστάσεως διαλόγου του, ὁ ὁποῖος ἔλαβε χώρα στὰ Πάταρα.
Διαπρεπὴς ἀρχιερεὺς καὶ πλατωνικὸς φιλόσοφος, διακρινόταν γιὰ τὴν ἐμμονή του στὴν πίστη καὶ τὴν παράδοση καὶ κατατάσσεται στοὺς κορυφαίους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, ἀγωνισθεὶς σφοδρῶς κατὰ τοῦ Ὠριγένους καὶ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ. Κατὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κηρυχθέντα διωγμό, συνελήφθη καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 311 μ.Χ., στὴ «Χαλκίδα τῆς Ἑλλάδος καὶ οὐχὶ τῆς Συρίας», κατὰ νεώτερες ἐπιστημονικὲς ἔρευνες. Κατ’ ἄλλους, ἀσθενῶν, ἐφονεύθη διὰ μαχαίρας ὑπὸ ὑπηρέτου, τὸν ὁποῖο οἱ Ὠριγενιστὲς εἶχαν δώσει σὲ αὐτόν. Ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης στὸν ἑορταστικὸ Κανόνα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου (Ὠδὴ Γ’, τροπ. 1) ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς ἐπὶ τοῦ προκειμένου γιὰ τὸν Μεθόδιο: «Ἐπιπολάζουσαν ἰδών, τὴν Ὠριγένους ἀπάτην, ὡς ὑπάρχων ἄριστος ποιμήν, τῷ θείῳ πυρὶ συντόμῳ ἔφλεξας, πᾶσαν ἐκείνου τὴν ἀχλύν, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλην, ἅψας τῆς σοφίας σου, θεόληπτε». Γιὰ τὸ μαρτυρικό του θάνατο ἐκφράζεται (Ὠδὴ Α’, τροπ. 3) κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο: «Στέφει τοῦ μαρτυρίου, ἱερωσύνης τε μύρῳ, παμμάκαρ κοσμούμενος, δι’ ἀμφοτέρων ἤστραψας, ὅθεν τῆς ἀληθεστάτης, καὶ θεοειδοῦς κληρουχίας τετύχηκας».

Ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Πατάρων ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἑορτάζεται τὴν 20η Ἰουνίου, ὅταν τελεῖται «ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου ἐπισκόπου Πατάρων», πρόκειται δὲ γιὰ τὸν Ἅγιο Μεθόδιο Ὀλύμπου.

Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ὑπῆρξε πλουσιώτατο, τὸ σπουδαιότερο δὲ ἔργο του, τὸ ὁποῖο ἀναδεικνύει καὶ ἀξιόλογο ποιητή, εἶναι τὸ ἀσκητικοῦ καὶ ἠθικοῦ περιεχομένου «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἢ περὶ ἁγνείας».
Ἄλλα ἔργα εἶναι «Περὶ τοῦ αὐτεξουσίου», «Περὶ ἀναστάσεως» ἢ «Ἀγλαοφῶν». Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι: «Περὶ τῶν γενητῶν», «Ἑρμηνευτικαὶ πραγματεῖαι», «Περὶ βίου», «Ἐκ τῶν κατὰ Πορφυρίου» καὶ ἄλλα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν μέθοδον, τῆς εὐσεβείας, ἐθησαύρισας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Ἱεράρχης καὶ Μάρτυς Μεθόδιε· σὺ γὰρ σοφίας τὸν πλοῦτον δρεψάμενος, ἀθλητικῶς τὸ σὸν τάλαντον ηὔξησας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸν κτησάμενος τὴν θείαν γνῶσιν, ἐν ἀθλήσει ἔφανας, μυσταγωγὲ τῶν ὑπὲρ νοῦν, καταφαιδρύνων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις ἐκφάντωρ τοῦ Λόγου Μεθόδιε.

Μεγαλυνάριον.
Εὔσημος κιθάρα καὶ μελουργός, θείων διδαγμάτων, ἀνεδείχθης Ἱερουργέ· ὅθεν καὶ τῷ ξίφει, τμηθείς σου τὸν αὐχένα, ἀπέτεμες τὴν πλάνην, Πάτερ Μεθόδιε.

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας

 
Ἁγίων συμμέτοχος σαφῶς ἐγένου
Ζωὴν βιώσας Νικόλαε ἁγίαν.
Νικολέω θεοῖο φέρτατον κῦδος ᾄσμασιν ὕδω.

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας ἐγεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὸ 1322 ἢ 1323 καὶ τὸ πατρικὸ ἐπώνυμό του ἦταν Χαμαετός. Ἡ ἐπιφανὴς οἰκογένειά του, προερχόμενη πιθανῶς ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ἀνέδειξε πολλὲς ἀξιόλογες προσωπικότητες ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα καὶ ἔπειτα.

Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν αὐτὴ τὴν ἐποχὴ «μητρόπολις τῆς φιλοσοφίας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Νικόλαος στὸ Ἐγκώμιό του στὸν Ἅγιο Δημήτριο, καὶ διακρινόταν γιὰ τὶς ἀξιόλογες σχολές της. Τοῦτο ὅμως δὲν ἀπέτρεψε τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὸ ν’ ἀναχωρήσει, ἔφηβος ἀκόμη, στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ συνέχιση τῶν σπουδῶν του. Στὶς σπουδές του συμπεριέλαβε τὴ ρητορική, τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία.

Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος, λόγῳ νεαρῆς ἡλικίας, δὲν ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος. Τὸ ἑπόμενο ὅμως ἔτος (1342) ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὴ γενέτειρά του, ὅπου εὑρέθηκε σὲ μία διάσπαση χειρότερη ἀπὸ αὐτὴ τῆς πρωτεύουσας. Οἱ ταραχὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν δώσει τὴν ἀφορμὴ τῆς κινητοποιήσεως τῶν δυνάμεων στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα. Στὴ Θεσσαλονίκη οἱ εὐγενεῖς ἐτάχθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, ἐνῶ ὁ λαός, συγκινούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸ δράμα μιᾶς χήρας βασίλισσας καὶ ἑνὸς ἀνήλικου διαδόχου, τῶν ὁποίων κινδυνεύουν τὰ δίκαια, ἐτάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Ἰωάννου Παλαιολόγου. Τὰ αἰσθήματα αὐτὰ τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ νομίμου βασιλέως ἐκμεταλεύθηκαν μερικοὶ φιλόδοξοι δημοκόποι, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν τοὺς Ζηλωτές, γιὰ νὰ τὸν ξεσηκώσουν σὲ ἐπανάσταση.

Ἔτσι, ὅταν ὁ Καντακουζηνὸς ἐζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ ἀναποφάσιστου διοικητοῦ τῆς πόλεως Θεοδώρου Συναδηνοῦ, οἱ Ζηλωτές, μὲ ὑψωμένο τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ, ἐπαναστάτησαν καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν κατέλαβαν τὴν ἐξουσία τὸν Ἰούλιο τοῦ 1342, ἐνῶ ὁ Συναδηνὸς μὲ 1.000 εὐγενεῖς κατέφυγε στὸ Γυναικόκαστρο.

Ἡ ἀπομόνωση τῆς πόλεως ὁδήγησε τὴ μεγάλη πλειονότητα τῶν κατοίκων της νὰ ζητήσει συμβιβασμὸ μὲ τὸν Καντακουζηνὸ καὶ τὸ 1345 στάλθηκε στὸν ἀντιπρόσωπό του στὴ Βέροια ἐπιτροπὴ ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸν Νικόλαο Καβάσιλα καὶ τὸν Γεώργιο Φαρμάκη.

Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Καντακουζηνοῦ, τὸ 1347, ὁ Νικόλαος προσκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν Δημήτριο Κυδώνη, προφανῶς κατ’ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἔκτοτε ἀρχίζει τὸ πολιτικό του στάδιο ποὺ δὲν φαίνεται νὰ κράτησε περισσότερο ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὶς ἰκανότητες τοῦ νέου, ὥστε τὸν κατέστησε μαζὶ μὲ τὸν Κυδώνη κύριο σύμβουλό του.

Ἐξ ἄλλου, ὑπῆρχε ἡ ἀγαθὴ συγκυρία ὅτι ὁ νέος Πατριάρχης Ἰσίδωρος (1347 – 1349) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους διδασκάλους του στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1347, μαζὶ μὲ ἄλλους συνόδευσε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στὸ ταξίδι του πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν ἐνθρόνιση, ἀλλὰ δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Ἔτσι ἀπεχώρησαν μαζὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Καβάσιλας ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι πιθανὸν ὅτι ἀργότερα συνόδευσε τὸν Καντακουζηνὸ κατὰ τὴν ἐκστρατεία του ποὺ ἔθεσε τέρμα στὴν ἀνταρσία τῶν Ζηλωτῶν (1350).

Μετὰ τὸ 1354, ὁ Καβάσιλας ἀσχολήθηκε μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα στὸ πλευρὸ τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου (1353 – 1355, 1364 – 1376). Τὸ 1362, ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου προσπάθησε νὰ θέσει ὑπὸ ἔλεγχο μέρος τῆς περιουσίας του, ποὺ εἶχε ἀπομείνει μετὰ τὶς ἁρπαγὲς τῶν Ζηλωτῶν καὶ τῶν Σέρβων. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, ἐπληροφορήθηκε τὸν πρόσφατο θάνατο τοῦ πατέρα του, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ θείου του Νείλου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ μητέρα του ἔπειτα εἰσῆλθε ως μοναχή στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας.

Δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν ὁ Ὅσιος Νικόλαος εἶχε λάβει ἱερατικὴ χειροτονία, ἂν καὶ οἱ γνώσεις του καὶ ὁ τρόπος ἐκφράσεως στὰ δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρικὴ ἰδιότητα. Φυσικὰ στηρίζεται σὲ σύγχυση ἡ παλαιὰ καὶ νέα ἄποψη ὅτι διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὀφειλόμενη κυρίως στὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ὁ θεῖος του Νεῖλος ἔφερε ὡς κοσμικὸς τὸ ὄνομα Νικόλαος. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ βέβαιο εἶναι ὅτι ἦταν μοναχός, πιθανῶς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰσόδου τῆς μητέρας του στὸ μοναχικὸ βίο, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ δεύτερη ἄνοδο τοῦ Φιλοθέου στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του ἐζοῦσε στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 1392.

Ὁ Γεώργιος Σχολάριος παρατήρησε ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἕνα στολίδι: «κόσμος εἰσὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ». Διακρινόταν δὲ γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τὸ ὁποῖο προβάλλουν, τὴ θέρμη καὶ τὸ βάθος τῆς πίστεως.

Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ φέρει τὸν τίτλο Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ Θεία Λειτουργία γιὰ τὸν Ὅσιο, ὅπως γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἡ θυσία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως θύτης, θύμα, προσδεχόμενος. Ἀπὸ αὐτὸ ξεκινᾶ γιὰ νὰ τονίσει ὄτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βασικὴ ὁδὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ μεταποίηση τοῦ κόσμου.

Στὸ ἔργο Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς προσφέρει μία ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία τοποθετεῖ στὰ πλαίσια τῆς Ἐνανθρωπήσεως, συνεχιζόμενης καὶ ἐπαναλαμβανόμενης στὰ τρία βασικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρῶτο βιβλίο, ἡ πνευματικὴ ζωὴ ὁρίζεται ὡς ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ δηλώνεται ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ δύο παράγοντες, τὸν θεῖο καὶ τὸν ἀνθρώπινο. Ἡ προσφορὰ τοῦ θείου παράγοντος, πραγματοποιούμενη διὰ τῶν τριῶν μυστηρίων ποὺ ἀποτελοῦν ἐπέκταση καὶ πολλαπλασιασμὸ τοῦ ἑνιαίου μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐξετάζεται στὰ τρία ἑπόμενα βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρίσμα, μύρο) καὶ τέταρτο (θεία εὐχαριστία, τράπεζα). Στὸ πέμπτο βιβλίο, ως παράρτημα, ἀναπτύσσεται ὁ συμβολισμὸς τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ καὶ στὸ πρόσθετο τμῆμα του ἐξηγεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς συνεργίας τῶν δύο παραγόντων. Ἡ προσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως ἐξετάζεται στὰ δύο τελευταῖα βιβλία, ἕκτο καὶ ἕβδομο.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας συνέγραψε καὶ ἄλλα φιλοσοφικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ κοινωνικὰ κείμενα, πανηγυρικοὺς λόγους, ἐπιστολὲς καὶ ἐπιγράμματα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διδάσκαλος, καὶ ὑποφήτης σοφός, δογμάτων τῆς πίστεως, καὶ ἀρετῶν ἱερῶν, Νικόλαε Ὅσιε, ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ βίου καὶ λόγου. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τῇ σῇ δόξῃ καυχάται, καὶ πόθῳ ἑορτάζει, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.

Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Λόγῳ ἐνθέῳ ἀνύων τὸν βίον σου, περιφανὴς ἐν σοφίᾳ καὶ χάριτι, καὶ ἐν λόγου δυνάμει γενόμενος, τῆς εὐσεβείας διδάσκαλος πέφηνας· διὸ σὲ ὑμνοῦμεν Νικόλαε.

Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ κόσμου ὑπέρτερος, καίτοι ἐν κοσμῶ τελῶν, ἐδείχθης Νικόλαε, δι᾿ ἐγκρατείας πολλῆς, καὶ γνώμης στεῤῥότητι· ὅθεν σε μετὰ τέλος, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται θεοφόρε, ὡς θεράποντα θεῖον καὶ νῦν σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκέτευε.

Ὁ Οἶκος
Ἀπὸ νεότητος σοφέ, ἀνατεθεὶς Κυρίῳ, τῶν ἐνταλμάτων τοῦ Θεοῦ, ἐν διανοίᾳ καθαρᾷ, ἐβάδισας τὰς τρίβους· καὶ τῆς σοφίας καταλαβὼν τὸ ἄκρον, πολὺς ἐν φρονήσει, καὶ μέγας ἐν γνώσει παντοδαπεῖ ἀνεδείχθης ἐν τῷ κόσμῳ· τῆς γὰρ σαρκὸς νεκρώσας τὸ φρόνημα, τῆς ζωηφόρου ἐνεργείας τοῦ Παρακλήτου τὰς διαδόσεις εἰσεδέξω, καὶ τῆς εὐσεβείας μυσταγωγεὶς τὴν λαμπρότητα, καὶ ἐναρέτου ζωῆς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ τῶν θείων δογμάτων τὸ ἀπαραχάρακτον κῦρος, ὡς ἀληθείας ὑποφήτης θεόσοφος, καὶ τοῦ Χριστοῦ θεράπων γνήσιος· διὸ σὲ ὑμνοῦμεν Νικόλαε.

Μεγαλυνάριον
Λόγῳ καὶ σοφία πνευματικῇ, λαμπρῶς διαπρεπῶν, ὡς τῷ βίῳ διαπρεπής, διδάσκαλος θεῖος, τῆς Ἐκκλησίας ὤφθης, Νικόλαε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Kάλλη παρελθών φθαρτά Kάλλιστ’ ευθύφρον,
Kάλλη βλέπεις νυν, α φθαρήναι ουκ ένι.

Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἐγεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ προγυμνάσθηκε στὸ μοναχικὸ βίο καὶ τὴ θεωρία τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ. Ἐδῶ συναντήθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸ Μετεωρίτη, τὸν ὁποῖο ἐβοήθησε νὰ κτίσει τὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὰ Μετέωρα. Ἐμφορούμενος ἀπὸ πνεῦμα συνέσεως, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης ὁ μοναχὸς Κάλλιστος, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τὸ βίο τοῦ ὁποίου καὶ συνέγραψε.

Ἡ ἐμφύλια διαμάχη ποὺ εἶχε ξεσπάσει στὸ Βυζάντιο μεταξὺ αὐτοκρατόρων προξένησε μεγάλες συμφορὲς σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐρήμωση τόσο τῶν νησιῶν ὅσο καὶ τῶν μικρῶν πόλεων ἐξαιτίας τῶν ληστρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων διόγκωσε τὴν κοινωνικὴ ἐξαθλίωση.

Τὸ 1342, ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους συγκροτεῖ ἐπιτροπὴ εἰρηνεύσεως καὶ συνδιαλλαγῆς, τὴν ὁποία στέλνει στὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νὰ συμφιλιώσει τοῦ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347 – 1354) καὶ Ἰωάννη Παλαιολόγο (1341 – 1391). Ἡγετικὴ φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ ἐνάρετος ἱερομόναχος Κάλλιστος, ποὺ ἐντυπωσίασε, παρὰ τὸ ἀτελέσφορο τῆς εἰρηνευτικῆς προσπάθειας, τοὺς ἀντιμαχόμενους βασιλεῖς. Ἀργότερα ὁ ἱερομόναχος Κάλλιστος διόρίζεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ ἀντιαιρετικοῦ κατὰ τῶν Βογομίλων ἀγώνα, τὴν κακόδοξη διδασκαλία τῶν ὁποίων ἀνέκοψε στὰ πρῶτά της βήματα.

Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰσιδώρου, τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο κόσμησε ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κάλλιστος, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ. Στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 1350 γίνεται ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου Α’, ποὺ ἐπατριάρχευσε ὥς τὸ 1353, ὁπότε, ἀπεκδύθηκε ἑκουσίως τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα καὶ ἔζησε ἀρχικὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ἐζήτησε ἐπίσημα τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ὅμως, θεματοφύλακας τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ νομιμότητος, ἀποποιήθηκε τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετέβη στὴν Τένεδο.

Ἀξιομνημόνευτη πατριαρχικὴ πράξη κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Καλλίστου εἶναι ἡ ἔκδοση σιγιλίου, τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1350, κατὰ τῶν προστρεχόντων στοὺς μάγους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐκφυλιστικὴ πνευματικὴ κατάσταση τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε τὴν ἀρχή της στὴν πνευματικὴ ἔνδεια τοῦ κλήρου.

Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1351 ὁ Ἅγιος, προκειμένου νὰ προστατέψει τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τῶν ἀντιησυχαστῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου καθὼς καὶ τοὺς πρεσβεύοντες τὶς ἴδιες δοξασίες μητροπολίτες Ἐφέσου καὶ Γάνου. Τὸ 1352 δὲν ἐδίστασε νὰ ἀφορίσει τὸ Σερβικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ εἶχε παράνομα συσταθεῖ ἀπὸ τὸ Σέρβο ἡγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου νὰ κρατήσει ἑνωμένη τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.

Μετὰ τὴν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς συγκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἐκήρυξε ἔκπτωτο τὸν Κάλλιστο καὶ ἐξέλεξε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο τὸ Μητροπολίτη Ἡρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353 – 1354).

Ἡ εἴσοδος στὴν πρωτεύουσα, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1354, δυνάμεων φιλικὰ προσκείμενων στὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο, ἐσήμανε οὐσιαστικὰ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ τὴν ἄνοδο, τὸ χειμώνα τοῦ 1355, στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο, γιὰ δεύτερη φορά, τοῦ Ἁγίου Καλλίστου. Κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς δεύτερης πατριαρχείας του ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦν: α) ἡ ἔκδοση συνοδικοῦ τόμου, ποὺ ἀπαγόρευε τὰ συνοικέσια ἀνάμεσα σὲ μικρὰ παιδιά, καὶ β) ἡ μείζονος σημασίας πατριαρχικὴ διδασκαλία πρὸς τοὺς Βουλγάρους ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ποὺ ἐβάπτιζαν κακῶς, μὲ μία μόνο κατάδυση καὶ ραντισμό, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Μύρο ἀντικαθιστοῦσαν μὲ Μύρο ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Βαρβάρου.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου, ἱδρύθηκαν τὰ μοναστήρια Παντοκράτορος καὶ Σίμωνος Πέτρας στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Τὸ τέλος τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ στὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία δὲν ἔφερε καὶ τὴν εἰρήνη στὴν ἐπικράτειά της. Ἡ ἡμισέληνος ὡς δρέπανο θανάτου ἐθέριζε τὰ στάχυα τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ καλλίκαρπα μέρη τοῦ Ἕβρου.Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἦλθαν ὡς σύμμαχοι τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ στὰ Βαλκάνια, ἔφτιαξαν ἰσχυρὰ προγεφυρώματα στὴ Θράκη καὶ μὲ ἕδρα τὸ Διδυμότειχο, τὴν Ἀδριανούπολη καὶ τὴ Φιλιππούπολη κατέστρεφαν τὴν ὕπαιθρο χώρα, ἐφαρμόζοντας συστηματικὰ μέτρα ἐποικισμοῦ. Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἀπαιτοῦσε τὴ συνένωση τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων τῆς Βαλκανικῆς. Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἡγήθηκε μιᾶς αὐτοκρατορικῆς πρεσβείας πρὸς τὴν ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ, μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τὴ συμμαχία τῶν Σερβικῶν καὶ τῶν Βυζαντινῶν δυνάμεων, γιὰ νὰ ἀναχαιτισθεῖ ὁ τουρκικὸς ἐπεκτατισμὸς στὴ Θράκη.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ προσκύνησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔφτασαν στὴν πόλη τῶν Σερρῶν στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου τοῦ 1364, ὅπου τοὺς ὑποδέχθηκε φιλόφρονα ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος Α’ ἀσθένησε ἀπὸ λοιμώδη νόσο καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο του ἀπρόοπτα στὴν πόλη τῶν Σερρῶν.

Ἡ θλιβερὴ εἴδηση τοῦ ἀπρόοπτου τέλους τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου διέτρεξε τὰ ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπιτροπὲς ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μάλιστα τῆς Λαύρας, ἦρθαν στὶς Σέρρες καὶ ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἐλισάβετ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου προκειμένου νὰ τὸ μεταφέρουν στὴ μητρόπολη τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων δὲν ἐκάμφθηκε ἀπὸ τὶς παρακλήσεις τῶν μοναχῶν, λέγοντάς τους πὼς θὰ κρατήσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ ἔχει ἡ ἴδια καὶ ἡ πόλη τῶν Σερρῶν τὴν ἁγία του προστασία.
Ἡ ἡγεμόνας Ἐλισάβετ ἐνταφίασε μὲ μεγαλοπρέπεια τὸν Πατριάρχη στὴ Μητρόπολη τῶν Σερρῶν.
Ἀσφαλεῖς ἐνδείξεις βεβαιώνουν πὼς τὸ μεγαλοπρεπὲς παρεκκλήσι, ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, στεγάζει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.

Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος αʹ. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλίδος ἐδείχθης Πατριάρχης θεόσοφος, καὶ ̔Αγίου ῎Ορους τὸ κλέος, τῶν Σεῤῥαίων θησαύρισμα, τῶν θείων δὲ Χριστοῦ ἡσυχαστῶν ὁ φίλος καὶ συνήγορος ὁμοῦ· διὸ πάντες πάτερ Κάλλιστε ἐν χαρᾷ ὑμνοῦμέν σε κραυγάζοντες· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ ἡμῖν τὰ κάλλιστα.

Κατάθεσις ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου, Θωμᾶ καὶ Λουκᾶ, τοῦ Μάρτυρος Λαζάρου καὶ τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου


Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (913 – 959 μ.Χ.) ἐδηλώθη σὲ αὐτὸν ὅτι σὲ κάποια σημεῖα τῆς Πόλεως κρύπτονται ἐσθῆτες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἔτσι, ἀφοῦ τὶς ἀνέλαβε, τὶς ἀποθησαύρισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Οἱ Ὅσιοι δύο ἐρημίτες ἀσκητές

Aνιπτόσαρκοι και χαμαιεύναι δύω,
Ψυχάς πλύναντες, ύψος ώκησαν πόλου.

Οἱ Ὅσιοι αὐτοὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη στὴν ἔρημο.

Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας


Η Εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, είναι ιστορικά η πρώτη εικόνα της Εκκλησίας, ιστορηθείσα από τον Ευαγγελιστή Λουκά, όπως μαρτυρεί και το σχετικό Μεγαλυνάριο του Παρακλητικού Κανόνος προς την Υπεραγία Θεοτόκο: «Ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μή προσκυνούντων τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, τήν ἱστορηθεῖσαν ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ ἱερωτάτου, τήν Ὁδηγήτριαν». Κατά την συναξαριστική παράδοση ο Ιερός Ευαγγελιστής φιλοτέχνησε την εικόνα ζώσης της Υπεραγίας Θεοτόκου και εκείνη την δέχθηκε μετά μεγάλης χαράς και την ευλόγησε λέγουσα: «Ἡ χάρις τοῦ παρ’ ἐμοῦ τεχθέντος εἴη μετ’ αὐτῆς».

Η Εικόνα αυτή διασωθείσα στην Παλαιστίνη, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β’ του Μικρού, από την Αυτοκράτειρα Ευδοκία, ως δώρο στην αδελφή του Θεοδοσίου Αγία Πουλχερία (βλέπε 17 Φεβρουαρίου) και κατετέθη υπ’ αυτής στην Μονή των Οδηγών, της οποίας ήταν κτιτόρισσα. Η Εικόνα επετέλεσε αναρίθμητα θαύματα (όπως την διάσωση της Κωνσταντινούπολης το 717 μ.Χ., από τους Άραβες) και τελικά καταστράφηκε από τους Οθωμανούς κατά την Άλωση του 1453 μ.Χ.

Αντίγραφο της εικόνας βρίσκεται στη Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους.

Μεγαλυνάριον
Τῆς Ὁδηγητρίας τήν θαυμαστήν, δεῦτε νῦν Εἰκόναν, προσκυνήσωμεν εὐλαβῶς, ἐξ ἧς θεία χάρις προέρχεται ὡς μάννα, τάς τῶν πιστῶν καρδίας, ἀεί ἐκτρέφουσα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μήτηρ ὡς φιλόστοργος τοῖς πιστοῖς, ἔδωκας, Παρθένε, ὡς ἀκένωτον ποταμόν, χάριτος ἐνθέου, τήν θείαν Σου Εἰκόνα, ἥν πίστει προσκυνοῦντες, Σέ μεγαλύνομεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ῥῶσιν νέμει ἄφθονον τῶν ψυχῶν, τάς πληγάς, Παρθένε, θεραπεύει ἡ Σή Εἰκών, τοῖς προσερχομένοις αὐτῆ ἐν εὐλαβείᾳ καί ὕμνοις Σε τιμῶσι, τήν Ὁδηγήτριαν.

Όσιος Αθανάσιος ο θαυματουργός ο Πεντασχoινίτης Κύπρου


Με κάθε δίκαιο επεφύλαξε ο ιστορικός την αγιωνυμία στην ευλογημένη της Κύπρου νήσο, αποκαλώντας την ως «Νήσον των Αγίων», χαρακτηρίζοντάς την ως την κατεξοχήν «αγίαν Νήσον»[1]. Πλήθη Αγίων, Αποστόλων και Μαρτύρων, Ιεραρχών και Οσίων, Δικαίων και Ομολογητών απ’ τους αποστολικούς χρόνους, που δέχθηκε, σαν διψασμένη έλαφος, το θεόδροσο κήρυγμα του Ευαγγελίου, και διαμέσου των αιώνων ως τις μέρες μας, σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της, ανέτειλαν, ως άλλα αμάραντα κρίνα του Παραδείσου, αγιάζοντας και ευωδιάζοντάς την με τα μαρτυρικά τους αίματα, τα ασκητικά τους δάκρυα, τους οσιακούς τους καμάτους.

Ένα τέτοιο πανεύοσμο άνθος, ο Όσιος Αθανάσιος, ευδόκησε ο Κύριος ν’ ανθήση στο παραθαλάσσιο χωριό του Πεντασχοίνου. Ας σημειώσουμε εδώ πως το Πεντάσχοινο[2], που βρίσκεται σήμερα ερειπωμένο περί τα 6 χμ. νότια του χωριού Άγιος Θεόδωρος της επαρχίας Λάρνακας, άκμαζε από τους ρωμαϊκούς ήδη χρόνους, και λειτουργούσε, σύμφωνα με τον Ν.Γ. Κυριαζή, μέχρι και τον 18ο αιώνα, οπότε και εγκαταλείφθηκε[3]. Εδώ λοιπόν γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Όσιος, εδώ και αγίασε, και εδώ τάφηκε, απ’ όπου και πήρε την επωνυμία Πεντασχοινίτης.

Ο Αθανάσιος γεννήθηκε κατά τις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα[4] από όσιο και θεοφιλή πατέρα. Μικρός ακόμη, έμεινε ορφανός από μητέρα, γι’ αυτό και ο πατέρας του παντρεύτηκε ξανά[5]. Από την παιδική του ηλικία ο Αθανάσιος τήρησε άμεμπτα τις εντολές του Θεού, και μάλιστα τη θερμή πίστη και αγάπη προς τον Κύριο και την αληθινή αγάπη προς τον πλησίον, καθώς και τον σεβασμό και την υπακοή προς τους γονείς του. Γι’ αυτό, και μόλις εικοσαετής, είχε ήδη καταστή «σκεύος εκλογής» και δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος.

Ένεκα λοιπόν της μεγάλης του αγάπης προς τους πονεμένους αδελφούς του σκόρπιζε αφθονοπάροχα στους πτωχούς τα αναγκαία για τη συντήρησή τους, αλλά, με την ευλογία του Θεού, τα δοχεία του σιταριού, του λαδιού και του κρασιού του σπιτιού του βρίσκονταν πάντα γεμάτα! Ο Όσιος «τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς» (Σοφ. Σολομ., 4, 13). Γιατί λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια ο Χριστός έλαβε εν ειρήνη την οσία ψυχή του. Δεν παρήλθε όμως πολύς καιρός από την κοίμησή του και, για να τον δοξάση ο Κύριος και στη γη, άρχισε να ενεργή, με τη μεσιτεία του Αθανασίου, ποικίλα θαύματα. Ως πρώτο θαυμαστό σημείο «ο ενδοξαζόμενος εν τοις αγίοις αυτού» Κύριος τέλεσε το εξής:

Κάποιο πλοίο, που ταξίδευε στη θάλασσα κοντά στο Πεντάσχοινο, κινδύνευε από την άγρια θαλασσοταραχή, που ξέσπασε, να βυθισθή. Ήτανε μέρα μεσημέρι. Εμφανίστηκε τότε έξαφνα στους ναύτες ο Όσιος, και διέσωσε με τη χάρη του Θεού το πλοίο, οδηγώντας το με ασφάλεια στο λιμάνι του χωριού του. Τον ερώτησαν τότε οι ναύτες ποιός ήταν, και τους αποκρίθηκε πως ήταν ο « Αθανάσιος ο του Πεντασχοινίου», και αμέσως έγινε αφανής.

Οι ναύτες κατέβηκαν κατόπιν στο χωριό, έχοντας μαζί τους λάδι, για να προσφέρουν στον ναό του Αγίου, που τους είχε σώσει. Κατά θεία Πρόνοια βρήκαν στον δρόμο τον πατέρα του Οσίου, στον οποίο διηγήθηκαν τη θαυμαστή διάσωσή τους, και τον ρώτησαν που βρισκόταν ο ναός του Αγίου Αθανασίου. Ο θεοφιλής εκείνος γέροντας τους διαβεβαίωσε πως τέτοιος ναός δεν υπήρχε εκεί, αλλ’ από την περιγραφή των χαρακτηριστικών του Αγίου, που τους διέσωσε, κατάλαβε πως επρόκειτο για τον γυιό του. Πορεύθηκαν τότε μαζί στον τάφο του, κι εκεί ο άγιος πατέρας του τον ρώτησε: «Παιδί μου, Αθανάσιε, συ έσωσες τους ανθρώπους;» Και ο πάντοτε υπάκουος Αθανάσιος ταπεινά αποκρίθηκε, ω του θαύματος, σαν να ήταν ζωντανός: «Ναι, πατέρα μου. Ο Κύριος με απέστειλε, για να μην πάθουνε τίποτα κακό στον τόπο μας.» Τότε ο ενάρετος πατέρας του λέγει: «Κοιμήσου πάλιν, παιδί μου, μέχρι να σε αναστήση ο Χριστός»! Όπως και έγινε!

Τα λίγα, αλλά σημαντικώτατα αυτά στοιχεία για τον ΄Οσιο Αθανάσιο μας διέσωσε ο επίσης Κύπριος μεγάλος Άγιος, ο Όσιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που καταγόταν από την Αμαθούντα[6]. Ο Όσιος Αναστάσιος άκμασε κατά τον 7ο επίσης αιώνα, και εκοιμήθη κατά τις αρχές του 8ου. Αναδείχθηκε ένας των επιφανέστερων Σιναϊτών Πατέρων, και διακρίθηκε για τον αυστηρό ασκητικό βίο του, τη βαθιά του μόρφωση και το γνήσια ορθόδοξο φρόνημά του. Έγραψε σπουδαία πνευματικά συγγράμματα, σπουδαιότερα των οποίων είναι ο «Οδηγός», οι «Ερωταποκρίσεις» και τα «Ψυχωφελή και στηρικτικά διηγήματα»[7]. Στο τελευταίο αυτό έργο του αναφέρεται στον Όσιο Αθανάσιο, του οποίου προσκύνησε ο ίδιος το λείψανο και άκουσε γι’ αυτόν από τους γέροντες του χωριού. Ως επιπρόσθετο μάρτυρα των γραφομένων του για τον Όσιο Αθανάσιο φέρει τον τότε Μητροπολίτη Δαμασκού (δεν μας διασώζει δυστυχώς το όνομά του), ο οποίος επίσης προσκύνησε τον τάφο του Αθανασίου, και πληροφορήθηκε για τη θαυμαστή ζωή του απ’ τους γεροντότερους κατοίκους του Πεντασχοίνου. Ο Όσιος Αναστάσιος εορτάζει στις 21 Απριλίου.

Αργότερα ανηγέρθη μεγαλοπρεπής ναός πάνω στον τάφο του Οσίου Αθανασίου, ο οποίος κατέστη πανορθόδοξο προσκύνημα για τα συνεχιζόμενα ανά τους αιώνες θαύματά του. Στη θαυματουργική Χάρη του αναφέρεται και ο Λεόντιος Μαχαιράς, όταν έγραφε περί το 1458 μ.Χ.: «Και ο άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος εις τον Αχλίοντα, τοπικός Θαυματουργός. Ομοίως (δηλ. τοπικός άγιος θαυματουργός) ο άγιος Αθανάσιος ο Πεντασκοινίτης, απέ το Πεντάσκοινον, και βρύει ιάματα.»[8] Μέχρι την εποχή του Μαχαιρά πρέπει να υπήρχε και το λείψανο του Οσίου στον ναό του. Ο περίλαμπρος αυτός ναός κατέπεσε από σειρά σεισμικών δονήσεων, που έπληξαν το νησί μας κατά το 1491[9].

Σ’ αυτή τη συνάφεια πρέπει να συμειώσουμε πως στο δάπεδο του νάρθηκα του ναού του Αγίου Αθανασίου υπάρχουν δύο οπές, μία στα βόρεια και μία στα νότια, που αποτελούν εισόδους υπογείων σηράγγων. Και η μεν ευρισκομένη στα νότια φαίνεται ότι ωδηγούσε μέχρι και τη θάλασσα (τοπική παράδοση λέγει πως ωδη-γούσε μέχρι και τις ακτές απέναντι της Κύπρου), η δε στα βόρεια ωδηγούσε προς το χωριό του Αγίου Θεοδώρου. Σήμερα λόγω προσχώσεων έχουν καλυφθή οι είσοδοι στις δύο αυτές σήραγγες. Υπάρχει επίσης στο μέσον του ναού είσοδος σε υπόγειους κτιστούς θαλάμους. Ως προς την πρώτη σήραγγα, με είσοδο στα βόρεια του νάρθηκα, σύμφωνα με τις υπάρχουσες γραπτές περιγραφές[10], αλλά και όπως ενθυμούνται οι παλαιότεροι κάτοικοι του Αγίου Θεοδώρου[11], ο θάλαμος, που συναντούσε ο εισερχόμενος εκεί, πρέπει να είναι ο νεκρικός θάλαμος του Αγίου Αθανασίου.

Τούτο για δύο λόγους: Εκεί υπήρχε (και θα υπάρχη ακόμη) επιτύμβια ενεπίγραφη πλάκα με ελληνική επιγραφή, οι δε τοίχοι έφεραν παραστάσεις αγίων (τοιχογραφίες ή μωσαϊκά). Όλα βεβαίως αναμένουν την αρχαιολογική σκαπάνη να τα φέρη εις φως[12]. Και μάλιστα, αν αξιωθούμε και τέτοιας ευλογίας, ευελπιστούμε και στην εύρεση του ιερού λειψάνου του Οσίου. Σύμφωνα ακόμη με επικυρωμένη πληροφορία[13], κατά τη δεκαετία του 1950 δύο αρχαιοκάπηλοι αφαίρεσαν από ένα από τους υπογείους θαλάμους παλαιά εικόνα του Αγίου Αθανασίου, την οποία φυγάδευσαν και πώλησαν στην Αγγλία.

Εφέτος (2000), με επίνευση πάντως του Αγίου, έχουν αρχίσει συντονισμένες προσπάθειες για αναβίωση της μνήμης του και ανάδειξη του προσκυνήματός του. Με πρωτοβουλία της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου, με τη σταδιακή δραστηριοποίηση των κατοίκων του γειτονικού χωριού Άγιος Θεόδωρος Λάρνακος, στο οποίο ανήκει το προσκύνημα, και την πρόθυμη ανταπόκριση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, προγραμματίζεται ανασκαφή και στερέωση των ερειπίων του ναού του Οσίου Αθανασίου, καθώς και μελέτη για ανέγερση νέου προσκυνηματικού ναού παραπλεύρως του παλαιού. Καλούμαστε όλοι να συνεργήσουμε το κατά δύναμιν στο θεάρεστο τούτο έργο, για να έχουμε έτσι πλούσια την ευλογία του ταπεινού, λησμονημένου, αλλά μεγάλου και ενδόξου Αγίου Αθανασίου του Πεντασχοινίτου.

Τη μεγάλη διάδοση της τιμής του Οσίου Αθανασίου σ’ όλη την Κύπρο μαρτυρεί και η αγιογράφησή του σε όλους σχεδόν τους ναούς του νησιού, από τον 12ο αιώνα τουλάχιστον και εξής[14]. Στις τοιχογραφίες ο Όσιος απεικονίζεται ως διάκονος, πράγμα το οποίο δεν μαρτυρείται από τον Όσιο Αναστάσιο στον κατωτέρω δημοσιευόμενο Βίο του. Ταπεινά φρονούμε πως ο Όσιος πιθανόν να ήταν αναγνώστης ή υποδιάκονος ή να είχε κάποια υπηρεσία στον ναό. Επίσης είναι πιθανόν η παράστασή του να συμβολίζη την αφιέρωσή του στον Θεό και τη διακονία του στον πλησίον. Ας μην ξεχνούμε εξάλλου και τη μικρή ηλικία, κατά την οποία εκοιμήθη ο Άγιος (λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια), που δεν επέτρεπε, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, να ήταν διάκονος[15].

Η αρχική καθαυτό ημέρα μνήμης του Οσίου δεν μας είναι σήμερα γνωστή, αλλά πρόσφατα, με την ευλογία του εγχωρίου Επισκόπου Κιτίου κ.κ. Χρυσοστόμου, και κατόπιν σχετικής εισηγήσεώς του στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Κύπρου, καθιερώθηκε ως ημέρα εορτασμού του η 10η Ιουλίου.

Ενδιαφέρουσες τυγχάνουν και κάποιες παραδόσεις, που διασώθηκαν από γενεά σε γενεά στη μνήμη των κατοίκων του Αγίου Θεοδώρου σχετικά με τον Άγιο Αθανάσιο. Η πρώτη (ανάλογη της οποίας συναντούμε και σε ωρισμένα άλλα χωριά, για άλλους Αγίους της Κύπρου) αναφέρει πως σε παλαιότερους χρόνους, κατά την Δευτέρα του Πάσχα, οπόταν οι κάτοικοι του Αγίου Θεοδώρου λειτουργούσαν στον ναό του Αγίου Αθανασίου, ερχόταν το πρωί μια αίγα, φέρνοντας μαζί της ένα κατσικάκι, ως προσφορά στον Άγιο, το οποίο έσφαζαν οι χωριανοί και έτρωγαν στη χαρά της πανήγυρης. Σώζεται μάλιστα κοντά στον ναό και η πέτρα, στην οποία ερχόταν η αίγα με το κατσίκι της. Μιά χρονιά όμως, πάνω στη μέθη τους, οι πανηγυριστές έσφαξαν και την αίγα, και από τότε σταμάτησε να συμβαίνη το θαυμαστό τούτο γεγονός[16].

Αναφορικά με την καταστροφή του ναού του Αγίου, η τοπική παράδοση, λόγω άγνοιας της μαρτυρουμένης από τις πηγές κατάρρευσης από σεισμό, τη συσχέτισε με την εισβολή στην Κύπρο του Ριχάρδου Λεοντόκαρδου προς εκδίκηση του τυράννου του νησιού Ισαακίου Κομνηνού (χωρίς βέβαια να αναφέρωνται τα ονόματα αυτά στη διήγηση)! Την παράδοση στηρίζουν στην ύπαρξη μέχρι πρό τινος στα ερείπια του ναού μεγάλης σιδερένιας σφαίρας κανονιού (πιθανόν να κτυπήθηκε ο οικισμός ή ο ναός σε κάποια μάχη, ίσως κατά την εισβολή των Τούρκων το 1570).

Αλλά ας δούμε στη συνέχεια τον Βίο του Οσίου Αθανασίου, καθώς τον καταγράφει ο Όσιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά. Το αρχαίο κείμενο, το οποίο συνοδεύει παραπλεύρως απόδοσή του στη νεοελληνική, προέρχεται από τον Κώδικα Vaticanus Graecus 2592, φ. 132r-ν, γραμμένο κατά τον 10ο αιώνα. Αποτελεί, όπως και πιο πάνω είπαμε, τμήμα του έργου, «Αναστασίου ταπεινού και ελαχίστου μοναχού, Διηγήματα ψυχωφελή και στηρικτικά, γενόμενα διαφόροις τόποις» (αυτ., φ. 123ν). Στο κείμενο επιφέραμε μικρές ορθογραφικές διορθώσεις. Ο χωρισμός σε παραγράφους έγινε από εμάς.

Το Πεντάσχοινο είναι χωριό στην Κύπρο, υπάγεται στην επαρχία Αμαθούντας, και βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. Σ’ αυτό το χωριό, πριν από την επιδρομή των Σαρακηνών (σημ. μετ.: πριν από την πρώτη αραβική επιδρομή του 649 μ.Χ., δηλαδή πιθανώς κατά τις αρχές του 7ου αιώνα), ζούσε κάποιος γέροντας, που αναδείχθηκε γνήσιος δούλος του Θεού. Όταν πέθανε η σύζυγός του, έλαβε άλλη σύζυγο. Είχε λοιπόν από την πρώτη γυναίκα κάποιον γυιό, που λεγόταν Αθανάσιος και (κατά τον χρόνο, που μιλούμε) ήταν περίπου είκοσι ετών.

Κάποια μέρα λέγει προς τον πατέρα του παιδιού (σαν να τον κατάγγελλε) η μητρυιά του: « Ο Αθανάσιος όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού και τις προμήθειές μας στις αποθήκες τα έχει σκορπίσει εδώ κι εκεί! (Τι θα απογίνουμε τώρα;)» Αφού τον κάλεσε τότε ο πατέρας του, τον ρώτησε αν αλήθεια έτσι είχαν τα πράγματα. Ο Αθανάσιος αποκρίθηκε στον πατέρα του: «Πίστεψέ με, πατέρα μου, δεν γνωρίζω (να έχω δώσει αλλού από τα πράγματά μας), παρά μόνο στη φιλοξενία, όπως με συμβούλευσες (να κάνω)· γιατί εγώ δεν σκόρπισα πουθενά τίποτα (άσκοπα)· αλλά έλα, πατέρα, και ερεύνησε την αποθήκη του σιταριού και του κρασιού.» Και σαν κατέβηκαν κι οι δυό τους (στην αποθήκη), βρήκαν όλα τα πιθάρια του κρασιού και του λαδιού και τα δοχεία του σιταριού, μετά που είχαν δαπανηθή απ’ τον Αθανάσιο, πάλιν να έχουν ευλογηθή και να είναι όλα γεμάτα.

Μετά από λίγο χρόνο απήλθε προς τον Κύριο (εκοιμήθη) ο Αθανάσιος. (Μετά την κοίμησή του) συνέβηκε να περνά πλοίο απ’ εκείνα τα μέρη, και, επειδή έγινε πολύ μεγάλη θαλασσοταραχή, κινδύνευε να ναυαγήση. Ήτανε μέρα μεσημέρι. Βλέπουνε τότε (ξαφνικά) οι ναύτες κάποιον (άγνωστο) νεαρό, να περιτριγυρίζη και να κυβερνά το πλοίο. Τον ρωτούσανε λοιπόν ποιός είναι κι από που και πότε βρέθηκε μέσα στο πλοίο. Κι αυτός τους αποκρινόταν: «Εγώ είμαι ο Αθανάσιος από το Πεντάσχοινο.» Αφού λοιπόν διέφυγαν τον κίνδυνο και απέπλευσαν κοντά στο χωριό (Πεντάσχοινο), δεν είδαν πια τον νέο. Πήραν τότε ένα ασκί με λάδι, και κατέβηκαν στο χωριό. Και κατ’ οικονομίαν Θεού ή ίσως και από (θεία) πρόγνωση τους συνάντησε ο πατέρας του παιδιού (του Αθανασίου). Τον παρακάλεσαν τότε αυτοί να τους υποδείξη που βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Αυτός όμως αποκρίθηκε, πως δεν υπήρχε εκεί εκκλησία στο όνομα του Αγίου Αθανασίου. Τότε αυτοί του διηγήθηκαν όσα είδαν, καθώς και τα χαρακτηριστικά και τη μορφή του παιδιού. Αυτός τους αποκρίθηκε: «Απ’ όσα λέγετε, ο γυιός μου είναι, που εμφανίστηκε σ’ εσάς.» Κι αφού τους πήρε μαζί του, πήγανε στον τάφο του και τον φωνάζει, σαν να ζούσε, καλώντας τον με τ’ όνομά του: «Αθανάσιε, εσύ πήγες στο πλοίο των ανθρώπων αυτών;» Και αποκρίθηκε (ω του θαύματος!) ο νέος στον πατέρα του λέγοντας: «Ναι, πατέρα· ο Κύριος με απέστειλε σ’ αυτούς, για να μην πάθουνε τίποτα κακό στην ενορία (περιοχή) μας.» Τότε λέγει σ’ αυτόν ο πατέρας του: «Κοιμήσου πάλιν, παιδί μου, μέχρις ότου ο Χριστός να σε αναστήστη.» Όπως και έγινε!

Γι’ αυτά δεν δίνω μόνος εγώ τη μαρτυρία (ότι είναι αληθινά, γράφει ο Όσιος Αναστάσιος), αλλά και ο νυν (=τότε) Μητροπολίτης Δαμασκού, που πριν από οκτώ χρόνια επισκέφθηκε το Πεντάσχοινο[17], και είδε με τα μάτια του τον τάφο (του Οσίου), και άκουσε αυτά από τους γέροντες του χωριού και πίστεψε ότι είναι αληθινά και σε πολλούς πολλές φορές τα διηγήθηκε.

Κι εμείς δεν τα γράψαμε αυτά άσκοπα και μάταια, αλλά για έλεγχο και εντροπή «αυτών που καταπίνουν την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωπα»[18].

Παραπομπές

1. Πρώτος κατωνόμασε έτσι την Κύπρο ο γνωστός Κύπριος χρονογράφος του 15ου αιώνα Λεόντιος Μαχαιράς: «Χρήσι είνε να φουμίσωμεν την αγία νήσσον, και όσον την φουμίσω δεν θέλω πειν ψέματα» (Χρονικόν, § 30, εκδ. R.M.Dawkins, Oxford, 1932, Vol. I. σ. 28). Βλ. και Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Γ΄, Κύπρος η αγία νήσος, Λευκωσία, 19972, σσ. 7-10.

2. A complete Gazetteer of Cyprus, Vol. I, Nicosia, 1987, σ. 973.

3. Ν. Γ. Κυριαζή, Τα χωριά της Κύπρου, Λάρνακα, 1952, σσ. 148-149. Βλ. και, Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, 1, σ. 220· Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, 1, σ. 577 και Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Μελέται και Υπομνήματα, III, Λευκωσία, 1998, σ. 222.

4. Βλ. υποσημ. 17.

5. Στον Βίο του Οσίου, που δημοσιεύουμε κατωτέρω, ο πατέρας του χαρακτηρίζεται ως «πρεσβύτερος», αλλ’ αποκλείεται η ιερατική ιδιότητά του, ένεκα της δευτερογαμίας του, η οποία ανέκαθεν απαγορευόταν αυστηρά από τους Ιερούς Κανόνες για τους κληρικούς. Πρέπει να ερμηνεύσουμε τον όρο ως ηλικιωμένος, σεβάσμιος γέροντας.

6. Την καταγωγή του μαρτυρεί ο ίδιος Όσιος Αναστάσιος. Στον Κώδικα Vatic. Gr 2592, που περιέχει έργα του Οσίου Αναστασίου του Σιναΐτου, φ. 135ν, γράφει: «εν τη εμή πατρίδι Αμαθούντι».

7. Σχετικά με την καταγωγή, την προσωπικότητα και το έργο του Οσίου Αναστασίου του Σιναΐτου έχει πρόσφατα ασχοληθεί ο καθηγητής στη Σβορώννη Bernard Flusin. Την πατρότητα των πιο πάνω έργων, καθώς και την κυπριακή καταγωγή του Οσίου Αναστασίου, τεκμηριώνει ο κ. Flusin στην εξαιρετική του μελέτη, Demons et Sarasins, εν,TravaiaetMemoires, 11 (1991), σσ. 381-409.

8. Χρονικόν, §36, όπ. αν., σσ. 34-36.

9. Την καταστροφική επίδραση της σειράς των σεισμικών αυτών δονήσεων, που έγιναν στις 24/25 Απριλίου και την 1η Μαΐου του 1491, περιγράφουν αρκετοί περιηγητές της εποχής, καθώς και κυπριακά χρονογραφικά σημειώματα (σχετικές αναφορές βλ. Oberhummer, Der Berg des heiligen Kreuzes, Ausland, 1982, σ. 407, και πιο πρόσφατα, Σταυρίδης Θεοχάρης, Ο σεισμός του 1491 στην Κύπρο, Επετηρίδα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXIV, Λευκωσία, 1998, σσ. 125-144). Ειδικώτερα, για την καταστροφή του ναού του Οσίου Αθανασίου στο Πεντάσχοινο έχουμε αναφορά σε σύγχρονο παρασελίδιο σημείωμα του παπά Αθανασίου Φάρη από την Κοφίνου στον Κώδικα Par. Gr. 624, φ. 2ν: «Την εχρονίαν αύτη Χριστού (=1491) εγίνετον σισμός μέγας εις τι (η) μέρα απριλλίου κδ΄, ημέρα κυριακή, ειπία (=η οποία) κυριακή είτον του παραλύτου και εχάλασεν η αγία Σοφία και πολλές εκκλησίες εις τι χώρα·… εχάλασε και η εκκλησία του Πεντήσχην του οσίου πατρός ημών Αθανασίου του Πεντησχηνίτου εκ βάθρου. Διά αθίμησιν έγραψα απριλίου κδ΄ εχρονίας άνοθεν παπάς Αθανάσιος Φάρης από χωρίου Κοφίν(ου)» (Jean Darrouzes, Notes pour servir a I’ histoire de Chypre, εν, Κυπριακαί Σπουδαί, KB΄ [1958], σ. 245). Είναι αξιοσημείωτο ότι αναφέρεται εδώ η ολοσχερής καταστροφή του ναού («εκ βάθρου»), που θα άφησε τον ναό στην κατάσταση, που βρισκόταν πριν το 1974, η οποία, όπως πληροφορηθήκαμε, ήταν καλύτερη από τη σημερινή κατάσταση του ναού.

10. Βλ. σχετικά, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, όπ. αν.

11. Σημειώνουμε εδώ πως, τόσο για τις υπόγειες σήραγγες, όσο και για τις σωζόμε-νες παραδόσεις σχετικά με τον ναό του Αγίου, μας διηγήθηκε ο ογδοντάχρονος κ. Κα-λοζώης από τον Άγιο Θεόδωρο, τον οποίο και θερμά ευχαριστούμε.

12. Είναι προφανές από τις σωζόμενες περιγραφές (εκτός των ως άνω, βλ. και R. Gunnis, Historic Cyprus, London, 1936, σσ. 206-207) ότι ο πρώτος ναός του Οσίου Αθανασίου ανηγέρθη πάνω στον τάφο του, ο οποίος ευρίσκετο στο κοινοτικό κοιμητήριο του οικισμού του Πεντασχοίνου, οι δε εν λόγω σήραγγες αποτελούν ακριβώς λαβυρινθώδεις διαδρόμους με νεκρικούς θαλάμους, όπως συνηθιζόταν να γίνωνται τα κοιμητήρια στην Κύπρο κατά την παλαιοχριστιανική εποχή, μέχρι και τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους (βλ. Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, Αθήναι, 1948, σσ. 36-40 και σ. 60, σημ. 1). Κάτι το ανάλογο ισχύει, σύμφωνα με τις υπάρχουσες περιγραφές, και για τον χώρο, όπου βρισκόταν ο ναός του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεράποντος στη Λάρνακα (περιοχή «Τουραπή»).

13. Ευχαριστούμε θερμά τον καταγόμενο από τον Άγιο Θεόδωρο κ. Γρηγόριο Σταύρου, τόσο γι’ αυτή, όσο και για άλλες πληροφορίες σχετικά με τον ναό του Αγίου Αθανασίου.

14. Βλ. σχετικά, Stylianou Α. and J., The painted Churches of Cyprus, Nicosia, 19972 (revised edition), σσ. 88,147,239,254, 273,405.

15. Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων (Νεοκαισαρείας ια΄, Καρθαγένης κα΄, ΣΤ΄ Οικουμενικής ιδ΄), ο χειροτονούμενος διάκονος πρέπει να είναι τουλάχιστον 25 ετών, ο δε πρεσβύτερος 30 ετών. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στην περίπτωση του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού. Παρόλο που δεν αναφέρεται στον Βίο του ότι ήταν κληρικός, εικονογραφείται από τον 13ο αιώνα κ.ε. ως διάκονος, αν και εκοιμήθη επίσης σε αρκετά νεανική ηλικία, και μάλιστα τυφλός. Στην περίπτωση τούτη το γεγονός αυτό εξηγείται, είτε διότι ως υιός ιερέως είχε κάποια διακονία στον ναό, προτού τυφλωθή, είτε από τη θαυμαστή εμφάνισή του, μετά θάνατον, στον αγιογράφο, που σκεπτόταν πως να τον απεικονίση, με το σχήμα νοταρίου (γραμματέως).

16. Ανάλογο γεγονός συναντούμε στον Βίο του Αγίου Αθηνογένους, Επισκόπου Πηδαχθόης (BHG3 197-197e), που εορτάζει στις 16 Ιουλίου, και μαρτύρησε επί Διοκλητιανού. Ενώ δηλαδή ωδηγούσαν τον Άγιο στην καταδίκη, ευλόγησε ένα ελάφι, που είχε αναθρέψει στη Μονή του, να μην αγρευθή ποτέ από κυνηγό, ούτε το ίδιο, ούτε οι απόγονοί του, αλλά να έρχεται κάθε χρόνο στη μνήμη του, και να φέρνη ένα ελαφάκι για τους πανηγυριστές, πράγμα που γινόταν χάριν του Αγίου προς δόξαν Θεού.

17. Σύμφωνα με διάφορα ιστορικά τεκμήρια, το έργο αυτό ο Όσιος Αναστάσιος έγραψε περί τα έτη 680-690 μ.Χ. Άρα περί τα 670-680 είχε επισκεφθή ο Μητροπολίτης Δαμασκού το Πεντάσχοινο. Αφού λοιπόν, όπως πιο κάτω γράφει, πληροφορήθηκε τα σχετικά με τον Όσιο από τους γέροντες του χωριού, που, όπως φαίνεται, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της ζωής και των θαυμάτων του Οσίου στην παιδική ή νεανική τους ηλικία, επομένως η εποχή ακμής του Οσίου Αθανασίου πρέπει να τοποθετηθή στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., και οπωσδήποτε προ της α΄ αραβικής επιδρομής (649 μ.Χ.), όπως αναφέρεται στον Βίο.

18. Πρβλ. «οδηγοί τυφλοί, οι διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνο-ντες» (Ματθ. 23,24). Είναι φανερό πως ο Όσιος Αναστάσιος γράφει τα σχετικά με τον Όσιο Αθανάσιο, όχι μόνο για να στηρίξη τους πιστούς της εποχής του στις δύσκολες μέρες, που περνούσαν (και μάλιστα τους Κυπρίους, αλλά και όλους, που κατοικούσαν στις παραμεσόγειες περιοχές, ένεκα των επιδρομών των Αράβων, πράγμα που υπήρξε ο βασικός στόχος συγγραφής όλων των Ψυχωφελών Διηγήσεων), αλλά και για να ελέγξη όσους παραμελούσαν τα σημαντικά και μεγάλα καθήκοντά τους (την αγάπη δηλαδή προς τον Θεό και τον πλησίον, που τόσο εξασκούσε ο Όσιος Αθανάσιος), ενώ έδιναν μεγάλη σημασία σε πράγματα μικρά και ασήμαντα. Ίσως πάλιν να αναφέρεται και σε συγκεκριμένη περίπτωση – κατηγορία ανθρώπων της εποχής του (π.χ. αιρετικών, όπως οι Μονοφυσίτες, τους οποίους ιδιαίτερα καταπολέμησε ο Όσιος Αναστάσιος με το συγγραφικό του έργο).

Πηγή: Ακολουθία του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Αθανασίου του Πεντασχοινίτου. Μετά παρακλητικού κανόνος και χαιρετηστηρίων οίκων εν οις προσετέθη και ο ανέκδοτος Βίος του Οσίου Αθανασίου. Συγγραφείς υπό του Οσίου Αναστασίου του Σιναΐτου του Κυπρίου. σελ. 16-17 και 57-68, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου, Λάρνακα 2001.

Πηγή:https://www.pemptousia.gr/2014/07/osios-athanasios-o-pentaschinitis/

Οἱ Ἅγιοι Ἰννᾶς, Πιννᾶς καὶ Ριμμᾶς οἱ Μάρτυρες


Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰννᾶ, Πιννᾶ καὶ Ριμμᾶ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 20η Ἰανουαρίου ὅπου καὶ ἡ μνήμη τους. Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1567 ἡ μνήμη αὐτῶν τιμᾶται καὶ σήμερα.

Ὁ Ἅγιος Σιλβέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ρώμης

 
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σιλβέριος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Διαδέχθηκε τὸ ἔτος 536 μ.Χ. τὸν Πάπα Ἀγαπητὸ ποὺ ἀπέθανε στὴν Κωνσταντινούπολη. Περιέπεσε στὴν ὀργὴ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, διότι ἀρνιόταν νὰ ἀκυρώσει τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀγαπητοῦ γενόμενη καθαίρεση ὡς αἱρετικοῦ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου, προστατευόμενου τῆς Θεοδώρας. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐπείσθη ὁ Βελισσάριος, ποὺ τότε εὑρισκόταν στὴ Ρώμη, στὶς ραδιουργίες τῆς Θεοδώρας καὶ τὴ συκοφαντία τοῦ διακόνου Βιγιλίου ὅτι ὁ Ἅγιος Σιλβέριος ἦταν φίλος τῶν Γότθων, ἐξόρισε τὸν Ἅγιο στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἐγκατέστησε στὸ θρόνο τῆς Ρώμης τὸν Βιγίλιο. Ὁ Ἅγιος ἀνακλήθηκε τῆς ἐξορίας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό, ὁ ὁποῖος ἐπληροφορήθηκε περὶ τῆς πλεκτάνης, ἀλλὰ ὁ Βιγίλιος κατόρθωσε νὰ ἐξορισθεῖ καὶ πάλι ὁ Ἅγιος στὸ νησὶ Παλμαρία ποὺ βρίσκεται ἀνατολικὰ τῆς Κορσικῆς. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἀπέθανε ἀπὸ τὴν πείνα, τὸ 538 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Ναούμ


Ὁ Ὅσιος Ναοὺμ ἦταν μαθητὴς τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, ποὺ διέδωσαν κατὰ τὸ 886 μ.Χ. τὸ Χριστιανισμὸ στοὺς Σλάβους, συνήργησε δὲ καὶ αὐτὸς στὴ διάδοση τῆς πίστεως. Ἵδρυσε τὴ φερώνυμη μονὴ στὴ λίμνη τῆς Λυχνιδοῦ (Ἀχρίδος) καὶ ἐκοιμήθηκε ὁσιακὰ μετὰ ἀπὸ μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.

Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς Ἐπίσκοπος Πολὸκ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἐξελέγη, τὸ 1105, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πολὸκ τῆς Ρωσίας. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1116.

Ὁ Ἅγιος Γκλὲμπ πρίγκιπας τοῦ Βλαδιμήρ


Ὁ Ἅγιος Γκλέμπ, ποὺ ὀνομάσθηκε κατὰ τὴ βάπτισή του Γεώργιος, ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ὁ νεώτερος υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος Ἀνδρέου Μπογκολιούμπσκϊυ († 4 Ἰουλίου) καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, τὴ φιλανθρωπία, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἐκοιμήθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία (19 ἐτῶν), τὸ 1174, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμίρ. Θεωρεῖται θαυματουργὸς καὶ προστάτης τῆς πόλεως τοῦ Βλαδιμίρ.

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γουρία Ἀρχιεπισκόπου Καζάν

 
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Γουρία, Ἀρχιεπισκόπου Καζάν, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 5η Δεκεμβρίου.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων του.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς «Μοντένᾳ» ἐν Ρωσία

 
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, στὴν ὁποία ἡ Παναγία διακρίνεται ὁλόσωμη, ἔχει δύο προσωνύμια: πρῶτον, τῆς Μοντένα, τῆς Ἰταλικῆς πόλεως ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ 1717 ὁ Ρῶσος στρατηγὸς Βόρις Πέτροβιτς Σερεμέτιεφ τὴν πῆρε γιὰ νὰ τὴ μεταφέρει στὴν πατρίδα του, καὶ δεύτερον, τοῦ Κοζίνο, δηλαδὴ τῆς ὁμωνύμου κωμοπόλεως στὰ περίχωρα τῆς Μόσχας, ὅπου φυλάσσεται.

Πηγές:http://www.saint.gr/06/20/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/20/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»