ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) -
(Βιβλίο Α΄ - Μέρος 1ο)
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
Στὸν ἄνθρωπο τῆς ζωντανῆς πίστεως, τῆς δυνατῆς ἀγάπης, τῶν χριστιανικῶν ἔργων, τῶν ὑψηλῶν ἀγώνων, τῶν μεγάλων θυσιῶν. Στὸν ἀκατάβλητο μαχητὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἕλληνικοῦ Ἔθνους.
Τὸ ἀφιερώνω στὸν σεβαστό μου πνευματικὸ πατέρα ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, στὴν πρωτεύουσα τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπίσκοπο Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνο Ν. Καντιώτη, ποὺ μ’ ἔδειξε μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα, τὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε δρόμος θυσίας, ἀγώνων καὶ προσφορᾶς.
Ἀνδρονίκη Π.Καπλάνογλου
Κοζάνη τῆ 15.6.2003
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
(σύντομος διάλογος μὲ τὸν π. Αὐγουστῖνο στην ἡλικία τῶν 96 ετῶν)
―Γέροντα, ἂν εἴχατε τώρα μπροστά σας τοὺς Κοζανῖτες, τί θὰ τοὺς λέγατε;
―Νὰ περιγράψουν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες καὶ νὰ φυλάξουν τὴν πίστι τους.
―Πῶς τοὺς χαρακτηρίζετε σὰν ἀνθρώπους;
―Εὐγενεῖς.
―Κατὰ τὰ ἄλλα;
―Εἶνε ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μιὰ ἱστορία ἀπὸ ἕναν κήρυκα τοῦ θείου λόγου, ἀπὸ ἕναν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, στὴν πρωτεύουσα τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας.
Μιὰ ζωντανὴ ἱστορία ἑνὸς μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου καὶ ἐθνικοῦ εὐεργέτου τῆς Κοζάνης, ποὺ ἐκτυλίχθηκε τὰ μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς.
Μιὰ ἱστορία ποὺ δὲν λησμονεῖται ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, στὸ πέρασμα τῶν ἐτῶν. Μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ στέκεται δίπλα στὸ ταπεινὸ ὄργανο τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄγγελος Θεοῦ ἦρθε στὴν πόλι, τὶς πιὸ δύσκολες στιγμὲς τοῦ πολέμου. Τότε, ποὺ ἡ μπότα τῶν Γερμανῶν καταπατοῦσε τὰ Ἑλληνικὰ ἐδάφη, ἀποδεκάτιζε τὸν πληθυσμὸ τῆς Μακεδονικῆς γῆς, κατέκαιε τὰ χωριὰ τῆς Πατρίδος. Τότε, ποὺ ἡ μαύρη ἀγορὰ ὠργίαζε, ἡ πεῖνα, οἱ ἀρρώστιες καὶ ὁ θάνατος ἅπλωναν ἀπειλητικὰ τὰ μαῦρα φτερά τους πάνω ἀπὸ τὴν πόλι τῆς Κοζάνης. Τότε, ποὺ «ὅλα τά ᾿σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά», ὁ π. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης στάθηκε ὄρθιος. Ἔγινε φύλακας ἄγγελος τῆς πόλεως, ἔγινε προστάτης τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων. Ἔγινε στοργικὸς πατέρας τῶν προσφύγων καὶ ὀρφανῶν. Πάλεψε μὲ τοὺς μαυραγορῖτες καὶ τοὺς ἀσπλάχνους πλουσίους. Ἔγινε τὸ ξυπνητήρι τους. Συκοφαντήθηκε καὶ διαβλήθηκε. Ἔφτασε πολλὲς φορὲς μέχρι τὰ Γερμανικὰ ἀποσπάσματα, ἀλλὰ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν ἔσωζε. Ὕψωσε τὴν σημαία τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης. Πάλεψε στῆθος μὲ στῆθος μὲ τὸν κατακτητή. Καὶ νίκησε.
Μιὰ ὁλοζώντανη ἱστορία τοῦ Γέροντος ἐπισκόπου τῆς Φλωρίνης, ποὺ καὶ στὰ 97 του χρόνια μὲ συγκίνησι θυμᾶται τὴν Κοζάνη καὶ τοὺς ἀνθρώπους της.
Μιὰ ζωντανὴ ἱστορία, μιᾶς ὁλοζώντανης μορφῆς, ποὺ ἔπαιζε κορώνα γράμματα τὴν ζωή του, καὶ ὅμως ἔφθασε σὲ βαθὺ γήρας καὶ παραμένει στὴν Στρατευόμενη Ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαλαλῇ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Μιὰ ζωντανὴ ἱστορία, ποὺ τὴν διηγεῖται ὁ διος ὁ π. Αὐγουστῖνος. Τὰ λόγια του, ποὺ παραθέτω στὴν συνέχεια αὐτούσια, εἶνε ἄλλοτε ἀπὸ κηρύγματα τοῦ ἄμβωνος, ποὺ δείχνουν τὴν δύναμι τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε ἀπὸ μαθήματα ἁγιογραφικῶν κύκλων, ἀνδρῶν, ποὺ δείχνουν τις θυσίες τῶν ἐκλεκτῶν του συνεργατῶν, τοὺς ἀφανεῖς ἐκείνους ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, ποὺ σὲ χρόνια δύσκολα στάθηκαν δίπλα του καὶ προσέφεραν τεράστιο κοινωνικὸ ἔργο, καὶ ἄλλοτε σὲ ἱεραποστολικὲς συγκεντρώσεις γυναικῶν, ὅπου διδάσκει τὴν ἐνεργὸ ἀγάπη ἑνὸς λαοῦ, ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔσωσε ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς πείνας πολλὲς ψυχές.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἀπολαμβάνει κανεὶς τὶς διηγήσεις τοῦ Γέροντος, εἶνε στὶς Κατασκηνώσεις τῆς Μητροπόλεώς του. Ἔχοντας γύρω του συγκεντρωμένα ὅλα τὰ στελέχη στὸ κιόσκι, στρώνει πνευματικὴ τράπεζα, μὲ ποικιλία ἐδεσμάτων. Συνοδευόμενος πάντοτε ἀπὸ τὸν π. Ἱερόθεο Κοκονό, τὸν πνευματικὸ πατέρα τῆς Κατασκηνώσεως, δίνει συμβουλὲς πολύτιμες, ἀπαντᾷ σὲ ἀπορίες στελεχῶν, κάνει ὁ ὶδιος ἐρωτήσεις γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ ἀφορμὴ καὶ νὰ ἐλέγξῃ τὶς γνώσεις μας.
Παιδαγωγός θαυμάσιος, ποικίλλει τὴν τροφὴ στὴν πνευματικὴ τράπεζα, μὲ διάφορες ἱστορίες καὶ ἀνέκδοτα, πολὺ διδακτικά. Ἀνοίγει τὸ βιβλίο τῶν ἀναμνήσεών του καὶ διηγεῖται ζωντανὲς ἱστορίες ἀπὸ τὴν περιπετειώδη ζωή του πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς ζωντανῆς ἱστορίας τοῦ π. Αὐγουστίνου, ποὺ φυλάσσεται αὐτούσια σὲ κασέττες καὶ ἔχει σχέσι μὲ τὴν Κοζάνη, θὰ παραθέσω ἀπομαγνητοφωνημένη στὸ πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίο. Ἀντλῶ ἀπὸ ὅλες τὶς πηγές, ὅπου καὶ ἐὰν τὴν βρῶ, γιὰ νὰ κάνω κοινωνοὺς τῆς πνευματικῆς τραπέζης καὶ ἄλλους ποὺ ἐκτιμοῦν τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ θὰ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του θαυμαστὲς διηγήσεις.
Στὴν πνευματικὴ αὐτὴ τράπεζα εἶνε καλεσμένοι ὅλοι, καὶ ἰδιαίτερα ὁ λαὸς τῆς Κοζάνης, ποὺ ἔμεινε δίπλα του σ’ ὅλη τὴν περιπετειώδη ζωή του.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔγινε ποιμενάρχης τῆς Φλώρινας καὶ ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν ποίμνιό του, ὰλλά παρέμεινε καί πνευματικeς πατέρας τῆς Κοζάνης. Μὲ εὐγνωμοσύνη ὁ λαὸς τῆς Κοζάνης ἀναφέρει τὸ ὄνομά του καὶ ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει. Ὅταν κάποτε τοῦ εἶπα πῶς ἐκφράζονται γι’ αὐτὸν οἱ Κοζανῖτες, ἀπήντησε·
―Ἔ! τὸ ξέρω, ὅτι ἡ Κοζάνη μὲ ἀγαπᾷ.
Ἂς δοξάσωμε, λοιπόν, τὸν Θεό, γιὰ τὸν ἐργάτη αὐτὸ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἂς ἀκούσωμε, στὴν συνέχεια, τί ἔχει νὰ μᾶς διηγηθῇ ὁ Γέροντας….
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
==================================================================
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 2ο)
Ἂν σᾶς ποῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι «εὖγε εὖγε», τότε θ᾿ ἀνήκετε σ᾿ ἕνα «κόμμα» ποὺ εἶνε γνωστὸ ὡς «Ο.Φ.Α.». Αὐτὰ εἶνε τὰ ἀρχικὰ γράμματα ἑνὸς «κόμματος», στὸ ὁποῖο ἀνήκουν οἱ περισσότεροι Ἕλληνες.
Ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ἡ ἀνθρώπινη γλῶσσα ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφράσῃ τὰ ὅσα αἰσθάνεται ἡ καρδία.
(Ἅγιος Νικόλαος Κοζάνης 1967)
Συγκινοῦμαι ἰδιαιτέρως ποὺ σᾶς βλέπω, διότι μὲ κάνετε νὰ ἐνθυμηθῶ τὸ παρελθόν μου.
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 3ο)
…Θὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα θαῦμα. Πότε ἔγινε; Ἔγινε στὴν Κοζάνη τὸ 1944, στὰ χρόνια ἐκεῖνα, τὰ φοβερὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τοῦ ἔθνους μας. Κακοὶ τότε καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, συνεργαζόμενοι μὲ τὴ Γερμανικὴ ἐξουσία, ἔπιασαν παρακαλῶ ἑκατὸ καὶ πλέον ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴ φυλακή. Καὶ ἔγινε κλάμα καὶ θρῆνος στὴν πόλι. Γυναῖκες, ἄντρες καὶ παιδιὰ κλαίγανε, γιατὶ ἦταν πλέον βεβαία ἡ ἐκτέλεσί τους.
Ξημέρωσε στcν Kοζάνη, τὴν πόλι τοῦ ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἔχει πολιοῦχο τὸν ἅγιο Nικόλαο. Ξημέρωσε πολὺ λυπηρὰ ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του. Οἱ καμπάνες τοῦ Ἁγίου Νικολάου χτυποῦσαν λυπητερά, σὰ᾿ νὰ ἦταν Mεγάλη Παρασκευή. Ἤμουν τότε, μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ εἶμαι, ἱεροκήρυξ Kοζάνης. Ἀνέβηκα στὸν ἄμβωνα γεμᾶτος δάκρυα καὶ εἶπα· «Σήμερα ὁ ἅγιος Nικόλαος δὲν ἑορτάζει. Πέστε στὰ γόνατα, πέστε στὰ γόνατα μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ παρακαλέστε τὸν ἅγιο νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα…».
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἤκουσαν οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι καὶ ἄνοιξαν τίς φυλακὰς καὶ ἐλευθερώθηκαν οἱ κάτοικοι.
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)