Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 7ο, 8ο, 9ο, 10ο)

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 7ο, 8ο, 9ο,10ο)

 
-Στην φωτογραφία ο κ. Ευθύμιος Καρμαζης σκυμμένος στο αυτοκίνητο, μιλᾶ με τον π Αυγουστινο. Στο ὲκκλησάκι των Νεομαρτύρων Αμυνταίου, το 1974
 
Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ
  
Τὰ πτωχαδακια της Kοζανης

(Ἀπὸ τὸν Κύκλο Ἁγίας Γραφῆς τῶν ἀνδρῶν, στὴν αίθουσα τῆς Μητροπόλεως Φλωρίνης, στὶς 10-3-1976 (Πρὸς Κολασσαεῖς α΄, 8ῇ)

  • Ἐπί τῇ ἐμφανίσει τοῦ προέδρου τοῦ Συλλόγου τῶν «40 Μαρτύρων» Κοζάνης, Εὐθύμιου Καρμαζῆ, ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶπε·
«Ἀργὰ μᾶς ἦρθες κ. Εὐθύμιε, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶσαι ἀπὸ μακριά, σὲ συγχωροῦμε. Ἔλα κάθησε ἐδῶ μπροστά.
 
Nά, καὶ αὐτὸς εἶνε ἀπὸ τὰ πτωχαδάκια, ποὺ σᾶς εἶπα. Κοζανίτης εἶνε. Ἐπίκαιρο εἶνε καὶ αὐτὸ τὸ θέμα, γι’ αὐτὸ σὲ πραγματικότητα θὰ ὁμιλήσω. Θὰ κάνω μιὰ παρένθεσι καὶ θὰ μιλήσω γιὰ τὸν κ. Εὐθύμιο, μιὰ ποὺ εὑρίσκεται ἐδῶ.

TA ΦOBEPA EKEINA XPONIA

ΤΟΥ 1942, 43, 44

Tώρα πᾶνε, περάσαν πολλὰ χρόνια, γέρασα. Κακὸ πρᾶγμα νὰ γερνάῃ κανείς. Πόσα ἔχουν δεῖ τὰ ματάκια μου καὶ πόσους κινδύνους πέρασα!

Ἦταν τὸ 1942,43,44, τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα χρόνια, ποὺ τὰ τρέμει ὁ λογισμός. Δὲν κοιμόμασταν σ’ ἕνα σπίτι, κάθε μέρα ἀλλάζαμε σπίτι καὶ δὲν ξέραμε ἂν θὰ ζήσουμε. Ξημέρωνε καὶ λέγαμε· “Θεέ μου, πότε θὰ βραδιάση· βράδιαζε, καὶ λέγαμε· “Πότε θὰ ξημερώσῃ’’. Ὅσοι ζήσανε ἐκεῖνα τὰ χρόνια, τὰ θυμοῦνται αὐτά. Εἶνε φρικτὰ πράγματα. Ἐκεῖ, στὴν Κοζάνη βρέθηκα τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Πεῖνα, δυστυχία, καταστροφή. Γέμισε ἡ πόλις, τῶν 15.000, ἔγινε 30.000 τότε.

Ὅλα τὰ χωριὰ καιγόταν καὶ ἐρχόταν στὴν πόλη οἱ ἄνθρωποι, ξυπόλητοι, γυμνοί, ἐλεεινοί, τρισάθλιοι. Οἱ πλούσιοι θησαυρίζανε, γλεντοῦσαν καὶ οὐδεμία ἰδέα εἶχαν. Kαὶ ἦταν πλούσια ἡ Κοζάνη, εἶχε πολλὰ λεπτά. Τοὺς ἐπιτέθηκα ἀγρίως, ὄχι μὲ τὴν γλῶσσα ποὺ μιλάω ἐδῶ, ἀλλὰ μὲ καυστικὴ γλῶσσα. Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε μὲ ποιὰ γλῶσσα τοὺς ὡμίλησα. Λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ συνασπιστῆκαν, μικροὶ, μεγάλοι, ἐπιστήμονες, πλούσιοι καὶ μὲ ἐπιτέθηκαν, ἀλλὰ ἐδικαιώθηκα ἐκ τῶν ὑστέρων· διότι αὐτὰ ποὺ τοὺς εἶπα, ἦταν ἀληθινά.

Στὴν πλατεῖα τῆς Kοζάνης

Tὸ πιὸ συγκλονιστικὸ πρᾶγμα ποὺ συνέβη στὴν ζωή μου, ἤτανε τὸ ἐξῆς·
Ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὰ βουνά ὁ καπεταν Μάρκος μὲ τοὺς ἀνθρώπους του καὶ μπῆκε στὴν πόλη ―αὐτὰ δὲν εἶνε παραμύθια ποὺ θὰ σᾶς πῶ― πῆγαν στὴν πλατεῖα τῆς Κοζάνης καὶ ἄρχισαν νὰ σκάβουν. Σκάβανε, σκάβανε καὶ ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς βλέπανε· “Tρελλαθήκαν αὐτοί’’; Mὰ δὲν ἦταν τρελλοί. Ἤξεραν καλὰ ἀπὸ μυστικὰ τῶν ἐργατῶν ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν πλατεῖα τῆς Κοζάνης εἶχαν ἀνοίξει οἱ πλούσιοι τῆς πόλεως ἕναν ὑπόνομο καὶ ἐκεῖ κρύψανε τόνους δέρματα, σκληροδέρματα, ἀπὸ παπούτσια καὶ ἀγγεῖα μὲ λῖρες καὶ αὐτοὶ τὰ βγάλαν ἔξω. Καὶ μετά, τσακωθῆκαν αὐτοὶ μεταξύ των, καὶ πῆγαν νὰ σκοτωθοῦν. Μέχρι τὸ βράδυ, τὰ εἶχαν μοιράσει οἱ συντρόφοι . Παραμύθι σᾶς φαίνεται αὐτό;

Tὸ σωφερέικο μὲ τὸν π. Αὐγουστῖνο

Τότε αὐτοὶ οἱ πλούσοι, μὲ κηρύξαν φοβερὸ καὶ τρομερὸ πόλεμο. Πῶς ἐγλύτωσα, ὁ Θεὸς ξέρει. Ἀλλὰ ἂς τὰ ἀφήσω αὐτά. Ἐκεῖνο ποὺ θέλω νὰ σᾶς πῶ σχετικὰ μὲ τὸ μάθημα, κοντὰ στὸ κήρυγμα τὸ δικό μου ποιοί στάθηκαν; Τὰ πτωχαδάκια,οἱ σωφὲρ βρεθῆκαν καὶ λέγαν μέσα στὴν Kοζάνη· Mὲ τὸν Kαντιώτη ποῖοι πηγαίνουν; Ὅλο τὸ σωφερέικο·* γιατὶ ἡ Κοζάνη εἶνε ἡ πόλις τῶν σωφέρ. Οἱ καλλίτεροι σωφὲρ τῆς Ἑλλάδος εἶνε οἱ Κοζανῖτες. Ἔχουν ἐκεῖ τὸ δρόμο τῆς Καστανιᾶς- ἡ Καστανιὰ καὶ ὁ Σαραντάπορος τοὺς ἐγύμνασε καὶ εἶνε φοβεροὶ ὁδηγοί. Τώρα ὁ Εὐθύμιος εἶνε 75 χρονῶν καὶ ὁδηγάει ἀκόμα, εἶνε ὁ ἀρχαιότερος σωφὲρ τῆς Ἑλλάδος. Tοῦ λέω· κάτσε φρόνημα. Αὐτὸς τίποτε, ὁδηγάει τὸ αὐτοκίνητο ἀκόμα.

Λοιπόν, αὐτοὶ ἤτανε κοντά μου. Καμμιὰ 30-40 ἦταν καὶ μὲ αὐτοὺς καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ξεκίνησα καὶ κάναμε τὸν ἀγῶνα.

Μὲ τὴν βοήθεια αὐτῶν τῶν μικρῶν κάναμε τὰ συσσίτια. Ἒ, κατόπιν κοντὰ σ’ αὐτοὺς ἦρθε καὶ κανένας δάσκαλος ἦρθε καὶ κανένας ἄλλος, ἀλλὰ αὐτοὶ ἤτανε ἡ ῥίζα. Αὐτοὶ φκιάξαν ἕνα Σύλλογο καὶ ἀπὸ 50 πιάτα φτάσανε 8.000 πιάτα. Ὁ κ. Εὐθύμιος ἦταν τότε κοντά μου.

Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 
«Πᾶνος»

 ===================================================================


ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 9ο)


Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ
 
Πρὸ τοῦ Γερμανικοῦ ἀποσπάσματος
 
«Θυμουμαι πάλι στόν ατομικό μου βίο, όταν πρό 50 ετων ήμουν στην Kοζάνη και με την βοήθεια του Θεου οι εκλεκτές κυρίες είχαν διοργανώσει συσσίτιο, που ετρέφοντο 8000 πεινασμένοι ανθρωποι. Ἐκεῖ συνέβη τότε νὰ μὲ συκοφαντήσουν καὶ νὰ μὲ διαβάλουν καὶ ἤμουν ἕτοιμος νὰ καταδικαστῶ εἰς θάνατον. Ποιός μ’ ἐσωσε; Βέβαια ὁ Θεὸς μὲ ἔσωσε, ἀλλὰ μία εὐγενὴς κυρία, ποὺ τὸ ὀνομά της ἐλέγετο Ἀρτεμισία καὶ ὁ ἄνδρας της ἦτο εἰσαγγελέας, ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο, γιὰ τὴν σωτηρία μου. Καὶ ἐνῶ ἐγὼ εὐρισκόμουν ἐκεῖ στὸ δικαστήριο καὶ ἤμουν ἕτοιμος νὰ δικασθῶ καὶ νὰ καταδικασθῶ ἀσφαλῶς εἰς θάνατον, διότι ἐξουσίαζαν οἱ Γερμανοί, αὐτὴ τοῦ ἔστελε σημείωμα, ποὺ ἔγραφε· “Θόδωρε’’, ―ἔτσι τὸν λέγαν “σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ προσέξῃς πολὺ τὴν ὑπόθεσι τοῦ Αὐγουστίνου, γιὰ νὰ μὴν γίνῃς δεύτερος Πόντιος Πιλάτος καὶ καταδικάσης ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εὐεργετεῖ τὴν πόλι’’. Ἂν θέλετε νὰ μάθετε λεπτομερείας μπορεῖτε νὰ τὸ διαβάσετε σὲ ἕνα βιβλίο ὑπέροχο, τὸ ὁποῖο ἔγραψε ὁ ἐκλεκτὸς θεολόγος Παναγιώτης Μύρου, 400 σελίδες εἶνε. Σὰν παραμύθια φαίνονται, ἀλλὰ δὲν εἶνε παραμύθια, εἶνε πραγματικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν στὴν Kοζάνη» (Αποσπ. ομιλίας του π. Αυγουστινου στον Ἱ. Ναό Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 19-4-1995).
Ἄς ἀκούσουμε πῶς διηγεῖται τὸ περιστατικὸ ἡ κόρη τῆς κ. Ἀρτεμισίας, ἡ Αἰκατερίνη Σκρέκα – Δρίζη, ἡ ὁποία μικρούλα τότε, συμμετεῖχε στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ π. Αὐγουστίνου καὶ ἦταν αὐτόπτης μάρτυς τῶν γεγονότων.

«Πολλὰ τὰ γεγονότα τῆς τρομερῆς ἐκείνης ἐποχῆς. 12-13 χρονῶν κοριτσάκι ἐγὼ τότε ζοῦσα μὲ τὸν πατέρα, τὴν μητέρα. Σεβαστοὶ γονεῖς, ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔτρεφαν μεγάλη, πολὺ μεγάλη, συμπάθεια στὸν πατέρα Αὐγουστῖνο. Θὰ τὰ πῶ ἐν ὀλίγοις, γιὰ νὰ μὴ σᾶς κουράσω.

Μέσα στὸ σπίτι μας κυριαρχοῦσε ἡ μορφὴ τοῦ πατρὸς Αὐγουστῖνου.
 
Μιὰ μέρα, μοῦ λέει ὁ πατέρας μου, ἐπειδὴ πάντοτε τὸν ἀγαποῦσα καὶ τὸν θαύμαζα σὰν ῥήτορα ὅταν χειριζόταν τὸν λόγο στὰ δικαστήρια, πάντα είχε νὰ πῇ ἠθικὲς ἀρχές. ―Mοῦ λέει· «Ἂν ἐνδιαφέρεσαι Καίτη ν᾿ ἀκούσῃς ἕνα ὡραῖο κήρυγμα, ἕνα ὡραῖο λόγο μου, κήρυγμα γιὰ τὴν οἰκογένεια, ἔλα μετὰ τὸ σχολεῖο σου στα δικαστήρια». Πραγματικὰ μόλις σχόλασα, τρέχω ἀπὸ τὰ δικαστήρια νὰ ἀκούσω τὸν μπαμπά. Ἐκεῖ ὅμως, μπαίνοντας στὸ γραφεῖο τοῦ κ. Kίτσου τοῦ γραμματέως, πολὺ ἀγαπητοῦ μας φίλου, μοῦ λέει· “Μὴ μπῇς μέσα διότι εἶνε ἡ γκεστάπο μὲ τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο. Ἄστα, μοῦ λέει, πάει ὁ Αὐγουστῖνος’’. “Μὴ μοῦ λές’’, τοῦ λέω, “τί συμβαίνει;’’ “Πρέπει νὰ ᾿νε τὰ τελευταῖα του τώρα’’, μὲ ἀπαντᾷ. Δὲν εἶπα τίποτε ἐκείνη τὴ στιγμή. 
 
Ἔφυγα κλαίγοντας ἀπὸ τὰ δικαστήρια. Τρέχω στὸ σπίτι, στὴ μαμά, ἡ ὁποία ἦταν μία πολὺ ἀσθενὴς γυναίκα, αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ σημειώσω. Ὑπέφερε ἀπὸ χρονία πυώδη νεφρίτιδα καὶ οἱ γιατροὶ τῆς εἶχαν ἀπαγορεύσει νὰ κάνῃ παιδιά. Αὐτὴ ὅμως μὲ τὴ πίστι στὸ Θεὸ ἔκανε ἕξι παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ζοῦμε τὰ τρία. “Mαμά’’, τῆς λέω, “τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο τὸν ἔχουνε γκεσταπίτες στὸ μπαμπά. Αὐτὴ τῆ στιγμῇ δικάζεται, μαζὶ μὲ τὸν φρούραρχο’’. Mου λέει· Mὴν ἀνησυχεῖς παιδί μου. Μὲ εἶδε πάρα πολὺ ἀναστατωμένῃ. Βγάζει μία καρτούλα ἀπὸ τὴν τσάντα της, κάρτ-βιζίτ. Αὐτὴ ἡ ἀσθενικὴ γυναίκα, μὲ 1,40 ὕψος, ἀλλὰ ὅλο δύναμι, ὅλο ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπό της.

“Mὴν ἀνησυχεῖς’’, μοῦ λέει. Παίρνει τὴν καρτούλα της καὶ σημειώνει· «Θεόδωρε, σὲ παρακαλῶ πολύ, νὰ προσέξῃς τὴν ὑπόθεση τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου καὶ νὰ μὴν φερθῇς σᾶν ἄλλος Πόντιος πιλάτος, ἀλλὰ καὶ τὴ θέση σου νὰ χάσῃς καὶ τὴ ζωή σου ἀκόμη γιὰ τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο».

Tρέχω ἀμέσως, φτερὰ στὰ πόδια μου, πηγαίνω στὸ δικαστήριο. Ὁ κ. Κίτσιος νὰ μὲ ἀπαγορεύῃ νὰ μπῶ μέσα. Πῶς ἄνοιξα! Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πόλεμοι καμμιὰ φορὰ λέμε γίνονται μόνο ἀπὸ νέους ἀνθρώπους. Ἀνοίγω τὴν πόρτα, πηγαίνω στὸν πατέρα μου. «Tί συμβαίνει»; μοῦ λέει ὁ μπαμπάς. Νόμισε πῶς ἔπαθε ἡ μητέρα μου κάτι, ἡ ὁποία σᾶς λέω ἦταν πολὺ φιλάσθενη καὶ κρεμόταν ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κυριολεκτικά. Τοῦ λέω· Mπαμπά, αὐτὸ ἡ μαμὰ μοῦ τὸ ᾿δωσε, διάβασέ το, τώρα ἀμέσως». Tὸ διαβάζει, σηκώνεται ὁ φρούραρχος, ζητᾷ τὸ λόγο. Τί συμβαίνει; λέει ὁ διερμηνεύς. 
 
Ἀλλὰ ὁ πατέρας μου, ποὺ ἤξερε τὴ Γαλλικὴ γλῶσσα συνεννοήθηκε ἀπευθίας στὰ γαλλικὰ μὲ τὸν φρούραρχο. Δὲν θέλησε νὰ μιλήσῃ Ἑλληνικὰ μέσου τοῦ διερμηνέως. Ἐγὼ τὸ κατάλαβα αὐτό, ἦταν πανέξυπνος ἄνθρωπος ὁ πατέρας μου καὶ τοῦ τὸ διάβασε. Ἐκεῖνος σηκώνεται, σὲ στάσι προσοχῆς καὶ ἐπαναλαμβάνει στὰ γερμανικὰ τὰ ὅσα εἶχε πεῖ ὁ πατέρας μου καὶ φεύγω ἀπὸ μέσα, ἐγώ. Ἐφυγα ἀμέσως καὶ περίμενα μὲ ἀγωνία. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Ὢ τοῦ θαύματος τῆς προσευχῆς! Γιατὶ μοῦ εἶπε ἡ μανούλα μου· “Ἐσὺ φύγε γρήγορα καὶ ᾿γὼ θὰ προσευχηθῶ γιὰ τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο’’.

Δόξα τῳ Θεῷ Σεβασμιώτατε ποὺ σᾶς ἔχουμε μαζί μας καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ προσεύχεσθε γιὰ τὴ μαμὰ καὶ γιὰ τὸ μπαμπὰ στὴν ἁγία Τράπεζα. Τὸ ἀξίζανε, τὸ ἀξίζανε πραγματικά. Σᾶς εὐχαριστῶ»

Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 
«Πᾶνος»

=====================================================================

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 8ο)

 
Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ

Φοβερὰ χρόνια
 
Ὁ π. Αὐγουστῖνος περιγράφοντας τὶς φοβερὲς ἐκεῖνες μέρες, λέει·
 
«Ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ χρόνια, ποὺ ἐπερίμενα ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ κτυπήσῃ ὁ δήμιος τὴν πόρτα μας, γιὰ νὰ μ᾿ ἐκτελέσῃ καὶ ἄλλαζα κάθε βράδυ σπίτι ―ὁ Θεὸς μνησθείη τῆς ἀγάπης τῆς οἰκογενείας Παφίλη, ποὺ μὲ συμπαραστάθηκε ἀμέριστα. Νὰ τὴν ἀγαπᾶτε ἰδιαιτέρως τὴν οἰκογένεια αὐτή, ἡ ὁποία σὲ χρόνια φοβερὰ καὶ ἀπαίσια μᾶς συμπαραστάθηκε ὡς ἡ Πρίσκυλα, στὸ δράμα τοῦ ἱεροκήρυκος.
 
Λέγαμε τότε· «Πότε νa ξημερώσῃ». Ξημέρωνε καὶ λέγαμε· «Πότε νὰ βραδιάσῃ», γιατί ἐκτελοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους μέσα στὴν πλατεία.
 
Περπατοῦσες στὸν δρόμο καὶ.. μπάμ, κάτω. Δὲν εἴδατε αὐτὰ τὰ φοβερὰ πράγματα καὶ δὲν ζήσατε ἐσεῖς αὐτὲς τὶς φοβερὲς ἡμέρες ποὺ ζήσαμε ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ τὶς ξαναζήσουμε. Καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ ἱερεῖς ἐμαρτύρησαν καὶ ἐσφάγησαν ὡς ἀρνία. Καὶ τώρα εὑρίσκονται ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λένε· «Ἕως πότε Kύριε» – ἔχουν παράπονο – «βραδύνεις καὶ δὲν τιμωρεῖς τοὺς σφαγεῖς καὶ τοὺς δημίους;» Οἱ ὁποῖοι δήμιοι σήμερα εἶνε ἐλεύθεροι. Σφάξαν 100, 200, 300, 400, 500 Ἕλληνας καὶ εἶνε βουλευταὶ καὶ ἀρχηγοὶ κομμάτων καὶ θέλουν ἐκ νέου νὰ κυβερνήσουν τὸν τόπο….
 
(Ἱεραποστολικὴ συγκέντρωση στὴν κατασκήνωση 24-8-1981)
 
Ποιοί κάναν ἀντίστασι;

Θυμοῦμαι ἐκεῖ στὴν Κοζάνη, τὸ ἔχω πεῖ νομίζω καὶ ἄλλοτε, ἐπειδὴ εἶχα ἀναπτύξει κοινωνικὴ δρᾶσι μὲ ἀγαποῦσαν πολὺ οἱ κουμμουνισταί, διότι ὅταν ἀνέβηκαν αὐτοὶ στὸ βουνό, ἐγὼ ἐδέχτηκα 500 παιδιὰ τῶν κουμμουνιστῶν, ποὺ πεινοῦσαν. Ἀνέβηκαν αὐτοὶ στὸ βουνό, ἐξασφάλισαν αὐτοὶ τὸν ἑαυτό τους ―ἐμεῖς κάναμε ἀντίστασι καὶ δὲν κάνανε αὐτοὶ ἀντίστασι. Πῆγαν στὸ βουνὸ αὐτοί, ἐξασφάλισαν τὸν ἑαυτό τους· Tράβα τώρα κάτω ἐσὺ Αὐγουστῖνε, γιὰ νὰ σὲ φωνάζουν κουμμοῦνα, γιατὶ τοὺς ὁμιλοῦσες, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε μία ἐπανάστασι, ἀλλὰ ἐπανάστασι ἐν Xριστῷ. Kοινωνία âν Xριστῷ, ὄχι κοινωνία ἐν διαβόλῳ, αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη διαφορά μας. Μὲ πιάσαν τότε οἱ Γερμανοί καὶ μὲ γλίτωσε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος.

Τὴν προηγουμένη μέρα τῆς συλλήψεώς μου, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο εἶχα διαβάσει μία περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ποὺ ἔλεγε· «Tί εἶμαι μέσα στὴν κοινωνία, ἕνας ἱεροκήρυκας, ἕνας ἱερεύς, μιὰ βρύσι εἶμαι καὶ ὅπως ἡ βρύσι τοὺς ποτίζει ὅλους, ἔτσι καὶ ἐγὼ μιὰ βρύση εἶμαι ποὺ τρέχει. Πεινάει ὁ ἄλλος, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τὸν θρέψω. Ἡ βρύση στὸ βουνὸ τρέχει καὶ πίνουν ὅλοι καὶ ὁ λύκος καὶ τὸ ἀρνάκι καὶ ὁ ἅγιος καὶ ὁ ληστὴς καὶ τὸ περιστέρι καὶ τὸ κοράκι. Ἡ βρύση δὲν κάνει καμμιὰ διάκριση. Καὶ ἐγὼ ὡς ἱερεὺς βρύσι εἶμαι καὶ ποτίζω, δὲν μπορῶ νὰ κάνω καμμιὰ διάκριση.   

Aὐτό, λοιπόν, τὸ εἶπα σὲ ἕναν καθηγητὴ Πανεπιστημίου, ποὺ ἦτανε στὴν Γκε-στά-πο.   

Ἐγώ, τοῦ λέω, δὲν ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ πολιτικά, πεινᾶνε καὶ τοὺς ταΐζω, διψάνε καὶ δίνω νερὸ νὰ πιοῦν, εἶνε ἄρρωστοι καὶ τοὺς περιποιοῦμαι. Εἶμαι μιὰ βρύσι καὶ δὲν κάνω καμμία διάκρισι. Τὸ κουμμουνισμὸ τὸν ἀηδιάζω καὶ τὸν μισῶ, ὄχι γιὰ τὸν λόγο ποὺ τὸν μισεῖτε ἐσεῖς· τὸν μισῶ γιὰ τὴν ἀθεΐα του καὶ τὴν ἀπιστία του. Tὸν ἄνθρωπο τὸν κουμμουνιστὴ τὸν ἀγαπῶ…

Λοιπόν, τὰ μάθανε αὐτοὶ καὶ κατόπιν μὲ καλέσανε ἐπισήμως, ὅλοι αὐτοὶ οἱ πατριάρχαι τῶν πατριαρχείων τοῦ κουμουνισμοῦ, γιὰ νὰ μὲ ἐγγράψουν στὸν κατάλογο τῶν ἐπισήμων κομμουνιστῶν. Ἦταν καὶ ὁ καπετάν Μάρκος μέσα καὶ ἄλλοι»

(Ἡ θαρραλέα ἀπάντησι καὶ ἡ Πατερικὴ θέσι τοῦ ἱεροκήρυκος βρίσκεται στὴ σελ. )
Γιὰ τὴν σύλληψι του αὐτή, ὁ π. Αὐγουστῖνος, σὲ τράπεζα ποὺ ἔγινε στὸ οἰκοτροφεῖο τῶν «40 Μαρτύρων» Κοζάνης, στὶς 24-10-1993, εἰς μνήμη τῶν ἀειμνήστων συνεργατῶν τῆς Ἑστίας, εἶπε·

«Θὰ ἔπρεπε νὰ προσθέσω καὶ ἕνα ὄνομα, τὸ ὁποῖο πολὺ ἐβοήθησε, διότι ἤξερε καλὰ τὴν Γερμανικὴ γλῶσσα καὶ ἐκλήθη ἐκεῖ στὸ δικαστήριο ἀπὸ τὴν Γερμανικὴ ἀστυνομία, τὴν Γκεστάπω καὶ ὡμίλησε εὐθαρσῶς στοὺς Γερμανοὺς καὶ ὀφείλωμεν καὶ εἰς αὐτὸν πολὺν εὐγνωμοσύνην. Αὐτὸς ἦτο ὁ τότε δήμαρχος τῆς Κοζάνης Βασίλειος Ματιάκης, ποὺ ἦτο πολὺ σπουδαῖος. Αὐτὸς μὲ εἰσήγαγε εἰς τὸν διοικητήν καὶ αὐτὸς κατὰ σύμπτωσιν, ὄχι κατὰ σύμπτωσιν, διότι τίποτε δὲν γίνεται κατὰ σύμπτωσιν. Αὐτὸς εἶχε διάλογο μὲ τοὺς Γερμανούς, γιατὶ μὲ καταγγείλανε ὡς κομμουνιστή, ἐπειδὴ ἔγραψα στὸ συσσίτιο 500 παιδιὰ κομμουνιστῶν, ποὺ οἱ γονεῖς των πῆγαν στὰ ὄρη. Ζητοῦσαν νὰ τὰ διαγράψω, γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι δὲν εἶμαι κομμουνιστὴς καὶ ἀγαπῶ τὴν Γερμανία. Ἐγὼ δὲν τὰ διέγραψα, διότι θεωροῦσα καθῆκον μου νὰ τὰ θρέψω, τὸ διάστημα αὐτό. Εκεῖ, λοιπόν, ἔγινε διάλογος μεταξὺ διοικητοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο καθηγητὴς καὶ εἶχε καὶ φρονήματα χριστιανικά. Τοῦ λέω, ἐγὼ δὲν ἀναμειγνύομαι στὰ κόμματα, δὲν ἀναμειγνύομαι στὰς πολιτικὰς διενέξεις καὶ οὔτε στὰς στρατιωτικὰς ἐπιχειρήσεις, ἐγὼ εἶμαι ἁπλῶς ἕνας χριστιανὸς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ σᾶς λέγω τὸ ἑξῆς· Tὸ εἶχα διαβάσῃ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἀπὸ τὸν ἀθάνατο Χρυσόστομο, ποὺ πάντοτε μὲ ἐμπνέει.

Λέγω, τὰ λόγια τοῦ Χρυσοστόμου ποὺ λέει· «Ὅτι εἶμαι μιὰ πηγή. Περνάει ὁ κόρακας, πίνει. Περνάει τὸ περιστέρι, πίνει. Περνάει ὁ ἅγιος, πίνει. Περνάει ὁ κακοῦργος, πίνει· Δὲν κάνει διακρίσεις». Ἔτσι καὶ ἐγώ, εἶμαι ἕνα ῥυάκιο μέσα στὴν πόλι καὶ δὲν κάνω διακρίσεις καὶ προσφέρω ὅ,τι μπορῶ, χωρὶς νὰ ἐξετάζω τὰς πολιτικάς των διαφοράς.Τοῦ ἄρεσε πολὺ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα καὶ συνετέλεσε μαζὶ μὲ τὴν ἐπέμβασι τοῦ ἐκλεκτοῦ ἐκείνου εἰσαγγελέως κ. Σκρέκα καὶ μαζὶ μὲ ὅλας τὰς ἐπεμβάσεις ἐδῶ τοῦ λαοῦ μας καὶ τοῦ διερμηνέως κ. Ματιάκη εἰς τρόπον ὥστε νὰ παραταθῇ ἡ ζωή μας· Ἂν καὶ ἐγώ, ἂς ἐπιτραπῇ νὰ ἐκφραστῶ― ἂν καὶ αὐτό δὲν εἶνε ἔκφρασις κατὰ πάντα εὐλαβής― ἀλλὰ εἶνε παράπονο· Πόσο θὰ ἤμουν εὐτυχὴς ἂν μὲ ἔπαιρνε ὁ Θεὸς τὰς ἡμέρας ἐκείνας, πολὺ εὐτυχὴς θὰ ἤμουν, ἀλλὰ δὲν ἤμουν ἄξιος, νὰ εμαι καὶ ἐγώ, μὲ ἴτοὺς ἐκλεκτοὺς ἐκείνους Ἕλληνας οἱ ὁποῖοι ἐθυσιάστηκαν γιὰ τὸ ἔθνος. Εθε νὰ ζήσῃ πάντοτε μέσα στὴν καρδιά μας ἡ λέξις θρησκεία-Ὀρθοδοξία καὶ μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ζήσῃ ἡ Ἑλλὰς εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν».

Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 
«Πᾶνος»

 =================================================================

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 7ο)


 
Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ

TPAΓIKAI HMEPAI
*Στη φωτογραφία ο π. Αυγουστινος με τον Κωνσταντινο Μπόζιο των 100 ετων, εξω απο την αιθουσα των 40 Μαρτυρων που εκλεψε με πλαστογραφιες ο Δημος Κοζανης. Την κατέστρεψε & την μετέτρεψε σε ΚΑΠΗ, για να εξαφανίση το εργο & την προσφορά του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστίνου Καντιώτου τα χρόνια της Κατοχης. Δεν σεβάστηκαν τίποτε τα αρπακτικά. Πέταξαν & τις φτωχες μαθητριες του οικοτροφείου πάνω απο την αίθουσα. Διαβαστε περισσότερα:
ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΑΦΕΝΤΙΚΑ:
https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=46097
Πλαστογραφίες & απατες:
https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=46333
 

Η Ἑστία τῶν συσσιτίων ἦτο θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἐπετέλεσεν ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων τῆς πόλεως. Ἀλλὰ φεῦ! Ἐναντίον τῆς Ἑστίας ξεσηκώθη θύελλα παθῶν. Θλιβερὰ ἱστορία, ἀνάξια μνημονεύσεως. Τοῦτον μόνον λέγομεν, ὅτι ὁ ἱεροκήρυξ διέτρεξε τὸν ἔσχατον τῶν κινδύνων. Ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας μᾶς καταδίωξαν ἀπηνῶς, μᾶς κατεβίβασαν ἐκ τοῦ ἄμβωνος. Ἀλλ’ ὁ εὐγενὴς λαὸς τῆς πόλεως ἠγέρθη ὡς ἕνας ἄνθρωπος, καὶ ὁ ἱεροκήρυξ ἐπανῆλθε εἰς τὰ καθήκοντά του. Περάσαμε τραγικὰς ἡμέρας. Ἐζήσαμεν τὸ ἀποστολικό· «Kαθ’ ἡμέραν ἀποθνῄσκω» (A΄ Kορ. 15, 31). Tὸ πῶς ἐσώθημεν ἀποτελεῖ θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἀποδίδομεν εἰς τὸν ἅγιον Νικόλαον. 
 
Οὐδέποτε θὰ λησμονήσω μίαν φοβερὰ νύκτα, κατὰ τὴν ὁποία ἐκινδύνευα νὰ συλληφθῶ καὶ νὰ ἐκτελεσθῶ. Ἀλλ’ ἐσώθην, διότι εὐσεβὴς κάτοικος τῆς πόλεως, ἀψηφώντας κάθε κίνδυνο, μὲ εἰδοποίησε νὰ ἐγκαταλείψω τὴν οἰκίαν εἰς τὴν ὁποία διέμενα. Ὁ γενναῖος αὐτὸς ἄνθρωπος ζῇ σήμερον εἰς βαθύτατον γῆρας. Πλησιάζει τὰ 100. Καὶ ἀσφαλῶς εὑρίσκεται κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ ἐν μέσω τοῦ ἐκκλησιάσματος χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος. Tῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ὡς καὶ τόσων ἄλλων ἐκλεκτῶν τέκνων τῆς Kοζάνης, οἱ ὁποῖοι ποικιλοτρόπως μὲ ἐβοήθησαν εἰς τὸ ἔργον, μνησθείη Κύριος ὁ Θεός!»
 
Ὁ Κωσταντῖνος Mπόζιος
σώζει ἀπὸ τὴν σύλληψι τὸν π. Αὐγουστῖνο


Διακόπτοντας προσωρινῶς, τὶς διηγήσεις τοῦ γέροντος, θὰ ἤθελα νὰ μνημονεύσω, τὸν γενναῖο αὐτὸ Κοζανίτη πού, κάτω ἀπὸ τὴν Γερμανικὴ κατοχή, εἰδοποίησε τὸν π. Αὐγουστῖνο, ἐν καιρῷ νυκτός, γιὰ νὰ μὴ συλληφθῇ. Τὸ ὄνομά του! Κωσταντῖνος Mπόζιος.
 
Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μετά ἀπὸ 25 χρόνια νὰ χαρῇ τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ ὡς ἐπίσκοπο.

Ἂν καὶ ἡ ἡλικία του ἦταν περασμένη ἔφτανε μέχρι τὴν Πτολεμαΐδα, γιὰ νὰ ἀκούσῃ τὰ ἑσπερινὰ κηρύγματα τοῦ Γέροντος ποὺ ἔκανε στὴν Ἁγία Τριάδα.
 
Θυμᾶμαι, μετὰ ἀπὸ ἕνα φλογερὸ κήρυγμα τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου, πήγαμε ὅλοι οἱ Κοζανίτες, ὅπως πάντα συνηθίζαμε, σὲ ἕνα οκημα ποὺ νοίκιαζε τότε ἡ Μητρόπολι καὶ χρησιμοποιοῦσε γιὰ ἐπισκοπεῖο. Ἦταν καὶ ὁ μπαρμπα Μπόζιος μαζί μας. Κάθησε ὥσπου νὰ ρθῇ ὁ π. Αὐγουστῖνος στὴν πολυθρόνα τοῦ γραφείου. Μόλις τὸν εἶδε, σηκώθηκε γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ τὴν θέσι. Ὁ π. Αὐγουστῖνος χτυπώντας των ἐλαφρὰ εἰς τοὺς ὤμους, μὲ πολλὴ ἀγάπη, εἶπε· «Kάθησαι, δική σου εἶνε ἡ θέσι». Kαὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ρθῇ στὴν Κοζάνη, ὅταν γίνη 100 χρονῶν, γιὰ νὰ γιορτάσῃ τὴν ἑκατονταετία του. Καὶ πράγματι ἦρθε, μόνον ποὺ ἡ γιορτὴ δὲν ἔγινε στὴν γῆ, ἀλλὰ στοὺς οὐρανούς. Ὁ Κωσταντῖνος Μπόζιος σὲ ἡλικία 100 ἐτῶν ἐκοιμήθη καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος παρευρέθη στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ τὸν προσφώνησε.

Ἄς δοῦμε πῶς ἀφηγεῖται, ὁ γιός τοῦ μπάρμπα Κώτσιου, ὁ διδάσκαλος Ἰωάννης Μπόζιος τὴν αὐτοθυσία τοῦ πατέρα του·

«Nὰ μὲ συγχωρέσῃς ποὺ στὴν περιγραφή μου θὰ σὲ ἀποκαλῶ πάτερ Αὐγουστῖνο, διότι ἔτσι σᾶς γνωρίσαμε καὶ ἔτσι σᾶς ζήσαμε.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος μία Κυριακὴ στὸ κήρυγμά του συνέστησε στοὺς γονεῖς νὰ ἀγοράσουν βιβλία τῆς κόκκινης βιβλιοθήκης γιὰ τὴν μόρφωσι τῶν παιδιῶν. Τὸ νὰ συστήσῃ ὁ π. Αὐγουστῖνος τὰ βιβλία τῆς κόκκινης βιβλιοθήκης ἐθεωρήθη ἱκανόν, ὥστε νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς κομμουνιστής, καὶ ὡς τέτοιος νὰ καταγγελθῇ στοὺς Γερμανούς. Οἱ Γερμανοὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔκλεισαν σὲ μία ἀποθήκη τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος, ὅπου εἶχον τὰ γραφεῖα οἱ ἀνώτεροι Γερμανοὶ διοικηταί.
 
Συνεργᾶται καὶ ὀπαδοὶ τοῦ π. Αὐγουστίνου πῆγαν στὸν διερμηνέα τῶν Γερμανῶν, ποὺ ἦτο ὁ Βασίλειος Ματιάκης, καὶ ζήτησαν νὰ ἐνεργήσῃ, γιὰ νὰ σωθῇ ὁ π. Αὐγουστῖνος. Ὁ Βασίλειος Ματιάκης ἐφημίζετο γιὰ τὴν καλοκαγαθία καὶ φιλοπατρία ὡς διερμηνεὺς τῶν Γερμανῶν. Ἔσωσε δὲ ἀπὸ βέβαιο θάνατο δεκάδες, ἂν μὴ ἑκατοντάδες, Κοζανιτῶν. Γι’ αὐτὸ ἦτο ἀγαπητὸς ἀπὸ ὅλους. Ὁ διερμηνεὺς Ματιάκης ἔπεισε τοὺς Γερμανοὺς ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶνε πατριώτης καὶ πραγματικὸς χριστιανός. Πιστεύει στὸν Χριστὸν καὶ τὴν πίστιν του αὐτὴν ζητᾷ νὰ τὴν μεταδώσῃ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. 
 
Οἱ Γερμανοὶ ἐπείσθησαν καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀφέθη ἐλεύθερος. Ἀλλ’ ἐνῶ γλίτωσε ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, κινδύνευσε ἐξ αἰτίας τῆς ἰδίας κατηγορίας, ὅτι δῆθεν ἦτο κομμουνιστής, ἀπὸ τὴν Ἔνοπλη Ὀργάνωσι τοῦ Μιχάλαγα, τὰ μέλη δῆθεν τῆς ὁποίας ἀπεφάσισαν νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ἐκτελέσουν ὡς κομμουνιστήν. Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔμεινε εἰς οἰκίαν ποὺ εὑρίσκετο πλησίον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἔναντι τῆς οἰκίας τοῦ ἱεροψάλτου Στέργιου Πάπιστα. Ἦτο Μεγάλη Δευτέρα. Ἡ κυκλοφορία ἐπετρέπετο ἀπὸ τὶς ἑπτὰ τὸ πρωΐ μέχρι τὶς ἑννέα τὸ βράδυ. Στὴν ὀργάνωσι τοῦ Μιχάλαγα ὑπηρετοῦσε ὁ γείτονάς μου ὁ Γεώργιος Ἐλευθεριάδης, δάσκαλος. 
 
Ἦτο διευθύνων νοῦς τῆς ὀργανώσεως. Κάθε βράδυ τὸν περίμενα καὶ μάθαινα νέα ἀπὸ τὸν πόλεμο, διότι στὴν ὀργάνωσι εἶχαν ραδιόφωνο καὶ ἄκουγαν Λονδῖνο. Ἐζήτησα νὰ μάθω ἂν ἄκουσε τίποτε γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο. Μὲ βεβαίωσε πὼς ἄκουσε. Μὲ ρωτᾶ· «Πῶς μποροῦμε νὰ τὸν εἰδοποιήσουμε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ σπίτι; Πρόκειται νὰ πᾶνε ἄνδρες τῆς ὀργανώσεως νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ἐκτελέσουν». «Θὰ στείλω τὸν πατέρα μου», εἶπα. Πράγματι. Πηγαίνω στὸ σπίτι μου, ξυπνῶ τὸν πατέρα μου καὶ τοῦ λέγω. «Ὁ πάτερ Αὐγουστῖνος κινδυνεύει. Πήγαινε νὰ τὸν εἰδοποιήσῃς νὰ φύγῃ ἀπ’ τὸ σπίτι καὶ αûριο θὰ τοῦ ἐξηγήσω τί συμβαίνει». 
 
Ὁ πατέρας μου παίρνει τὸ κουτὶ μὲ τὶς ἐνέσεις-ἔκανε τὸν δῆθεν νοσοκόμο-καὶ ἀκολουθώντας τὸ δημόσιο δρόμο πῆγε στὸ σπίτι τοῦ π. Αὐγουστίνου καὶ ἀφοῦ τὸν εἰδοποίησεν ἐπέστρεψεν ἱκανοποιημένος. Mᾶς εἶπε δὲ τὰ ἑξῆς· «Ὅταν πήγαινα αἰσθανόμουνα πὼς κάποιος εἶνε δίπλα μου. Τὸ μυαλό μου πῆγε στὸν ἅγιο Νικόλαο. Αὐτὸς μὲ ἔκανε νὰ βαδίζω μὲ σιγουριά». Ὁ πατέρας μου ἦτο σεβαστὸς γέρων καὶ εἶχε καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ, ἔτσι τὸν χαρακτήρισε ὁ π. Αὐγουστῖνος.
 
Τὴν ἐπομένη ἐπισκέφθηκα τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ τοῦ ἐξέθεσα τὶς διαδόσεις καὶ τοὺς φόβους μας. Εἰς τὴν οἰκίαν του ἦτο ὁ μακαρίτης Στέργιος Tέγος, ὁ Γεώργιος Παφίλης, ἕνας ἐνωματάρχης καὶ ὁ Εὐθύμιος Καρμαζῆς, ἐὰν ἐνθυμοῦμαι καλῶς. Ὁ πάτερ Αὐγουστῖνος μοῦ λέει: «Δὲν ἦρθε κανείς. Ἡ σπιτονοικοκυρά μου, ἡ ὁποία τρόμαξε μὲ τὴν εδησι τοῦ πατέρα σου, ξημέρωσε στὸ παράθυρο. Δὲν εἶδε οὔτε ἄκουσε νὰ πλησιάζῃ ἄνθρωπος. Ἐγὼ ὅμως ἔλαβα τὰ μέτρα μου. Kοιμήθηκα στe σπίτι τοῦ Στέργιου Πάπιστα.. Τοῦ ἀπαντῶ· «Πάτερ Aὐγουστῖνε, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σὲ εἰδοποιήσουμε. Οἱ μέρες εἶνε πονηρὲς καὶ δὲν ξέρουμε ἂν θὰ ξημερώσουμε ζωντανοί».
 
Ἦτο Μεγάλη Τρίτη. Τὴ Μεγάλη Τετάρτη μὲ συναντᾷ ὁ Παναγιώτης Πάπιστας, ὁ γιὸς τοῦ Στέργιου Πάπιστα, συνταξιοῦχος ἐκπαιδευτικὸς καὶ νῦν δεξιὸς ψάλτης τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κοζάνης καὶ μοῦ λέει· «Ἀργὰ χθὲς τὸ βράδυ πῆγαν στὸ σπίτι τοῦ πάτερ Αὐγουστίνου καὶ τὸν ζήτησαν δύο ἔνοπλοι πολῖτες». Kαὶ μὲ τὸν Παναγιώτη Πάπιστα πηγαίνω στὴν Ἑστία, ἀνεβαίνω εἰκοσιπέντε μὲ τριάντα σκαλοπάτια – ἐκεῖ ἦτο τὸ γραφεῖο τοῦ π. Αὐγουστίνου – καὶ μοῦ λέει· «Oἱ πληροφορίες τοῦ κυρίου Ἐλευθεριάδη ἀπεδείχθησαν σωστές». Δὲν μίλησα καὶ ἔφυγα.
 
Πηγαίνω στὰ γραφεῖα τῆς ὀργανώσεως μὲ κίνδυνο νὰ χαρακτηρισθῶ ὡς συνεργάτης τῆς ὀργανώσεως καὶ γνωρίζω στὸν Ἐλευθεριάδη τὰ συμβάντα. Μοῦ λέει· Πήγαινε στὸν πάτερ Αὐγουστῖνο καὶ πές του ὅτι ἔλαβα θέσι γιὰ τὴ σωτηρία του». Ὁ Ἐλευθεριάδης κατώρθωσε νὰ πείσῃ ὅλους τοὺς ὑπευθύνους τῆς ὀργανώσεως νὰ μεταβοῦν στὴν Ἑστία, ὅπου γινόταν ἡ διανομὴ τοῦ συσσιτίου καὶ πρὸ τῆς διανομῆς τοῦ συσσιτίου τὸ κήρυγμα ἀπὸ τὸν π. Αὐγουστῖνο. Στὴν συγκέντρωσι αὐτὴ παρακολούθησαν τὸ κήρυγμα οἱ περισσότεροι ἀξιωματοῦχοι καὶ ἄνδρες τῆς ὀργανώσεως καὶ διαπίστωσαν ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶνε ὄχι μόνο ἕνας μεγάλος πατριώτης ἀλλὰ καὶ ἕνας μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἡ ὀργάνωσι ἀπὸ ἄσπονδος ἐχθρὸς ἔγινε ὑποστηρικτής. Γιὰ δευτέρα φορὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο.
 
Ἐπειδὴ ὁ π. Αὐγουστῖνος μοίραζε συσσίτιο στοὺς τρεῖς χιλιάδες Βουλγάρους αἰχμαλώτους, ποὺ ἐστεγάζοντο στὰ κτίρια τῶν στρατώνων καὶ ὑπέφεραν ἀπὸ πείνα καὶ ἁρρώστιες, οἱ Ἐαμῖτες τὸν χαρακτήρισαν ὡς φασίστα, διότι ἔστελνε καὶ διένεμε συσσίτιο στοὺς φασίστες Βουλγάρους, καὶ θὰ περνοῦσε λαϊκὸ δικαστήριο, ἡ δὲ καταδίκη του θὰ ἦτο θάνατος. Τὴ σύλληψι καὶ τὴ δίκη τοῦ π. Αὐγουστίνου τὴν ἀνέτρεψαν οἱ Κοζανῖτες. Καὶ ἔτσι σώζεται γιὰ τρίτη φορά.
 
Tὰ γεγονότα αὐτὰ τὰ ζήσαμε ἀπὸ κοντὰ καὶ μένουν στὴ μνήμη μας.
 
Σεβασμιώτατε, τὸ χρέος τῆς σωτηρίας σου ἐξεπλήρωσες πρὸς τὸν πατέρα μου, διότι ἦρθες στὴν Κοζάνη καὶ τὸν συνόδευσες μέχρι τὴν τελευταία κατοικία του.
 
Σεβασμιώτατε, ἐμεῖς ὡς ταπεινὰ πνευματικὰ παιδιά σου, εὐχόμεθα ὑγείαν, μακροζωΐαν γιὰ τὸ καλὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀνθρωπότητος».


*(Εἰς πενηντάχρονα ἱερατικῆς διακονίας τοῦ π. Αὐγουστίνου, στὶς 16-6-1985, στὶς Κατασκηνώσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φλωρίνης. Παρουσίᾳ τοῦ π. Αὐγουστίνου, τοῦ ἐπισκόπου Κοζάνης Διονυσίου καὶ πλήθους λαοῦ).
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 
«Πᾶνος»