Ἐγκαίνια τῆς νέας Ἀστυνομικῆς Διευθύνσεως Ἁγίου Ὄρους,
εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάγονται ἐννέα Ἀστυνομικοὶ Σταθμοί (19.5.2023)
Μεταθέτουν τὸν ἀστυνομικὸν ἔλεγχον ἀπὸ τὸν Πολιτικὸν Διοικητὴν εἰς τὸ Ἀρχηγεῖον τῆς ΕΛ.ΑΣ.
ΚΡΙΣΙΜΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΔΙΑ ΤΟ ΠρΔ34/2023 ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
«Ἡ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν βούληση τῆς Ἱ. Κοινότητος δράση
τῶν ἀστυνομικῶν μέσων καταργεῖ θεμελιῶδες δικαίωμα αὐτῆς
καὶ καταστρατηγεῖ τὴν βασικὴ προϋπόθεση ὑπάρξεως
αὐτοῦ τούτου τοῦ αὐτοδιοικήτου».
Ἁγιορειτῶν Κελλιωτῶν Πατέρων
Ὑπὸ τὴν πρόφαση διαρθρωτικῶν ἀλλαγῶν, ἀναφορικὰ πρὸς τὴν κρατικὴ ἀστυνομικὴ παρουσία ἐν Ἁγίῳ Ὄρει (στὸ ἑξῆς, ΑΟ), τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 22/2022 (στὸ ἑξῆς, ΠρΔ22) ἐπέβαλε μία ἄκρως βλαπτικὴ ἐπέμβαση ἐπὶ τῆς ἀκεραιότητος τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου, καθιστώντας τὴν κρατικὴ ἀστυνομικὴ παρουσία εἰς αὐτό, πλήρη Περιφερειακὴ Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση, ἡ ὁποία, ἐξομοιώνεται πλήρως ὡς πρὸς τὴν συγκρότηση, τὴν ἀποστολή, τὶς ὑπηρεσίες καὶ τὶς ἐν γένει ἁρμοδιότητες, μὲ τὶς λοιπὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, μὲ τὶς ὁποῖες καὶ συγκαταριθμεῖται (ἄρθρο 2 παρ.7 τοῦ ΠρΔ22). Ἡ νέα Διεύθυνσις ὑπήχθη στὸν ἑνιαῖο διοικητικὸ μηχανισμὸ ἐλέγχου καὶ ἐποπτείας, ἐξίσου μὲ τῶν λοιπῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων (βλέπε τὸ συναφὲς κεντρικὸ ἄρθρο στὸ φύλλο 2447 τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου τῆς 12.5.2023).
Τὸ ΠρΔ22 ἐπιχειρεῖ νὰ ἀπευθυνθεῖ στὶς “νέες” ἀνάγκες “ἀσφαλείας”, ποὺ προκύπτουν στὸ ΑΟ· ἐδῶ ὀφείλεται μία πρώτη διευκρίνηση ὡς πρὸς τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τῆς ἀσφαλείας: ἐπὶ τῆς συγκεκριμένης ἐννοίας θεμελιώνεται –ὑποτίθεται– ἡ ἔννοια τῆς “προστασίας” τοῦ ΑΟ ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (στὸ ἑξῆς, ΕΚ). Πλήν, ὅλως ἀντιθέτως, ἡ ἀσφάλεια δὲν ὁρίζει τὴν προστασία, ἀλλὰ ἡ προστασία ὁρίζει τὴν ἀσφάλεια. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος (στὸ ἑξῆς, Σ.) ἀναγνωρίζει τὸ αἰωνόβιο (καὶ προϋπάρχον καὶ αὐτοῦ τοῦ ΕΚ) αὐτοδιοίκητο καθεστὼς τοῦ ΑΟ, τὸ ὁποῖο καὶ καλεῖται στὴν νομικὴ βιβλιογραφία “ἰδιότυπο”, λόγῳ τοῦ μὴ διαρρυθμιζόμενου χαρακτήρα του ὑπὸ τοῦ ΕΚ. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου (καὶ ὄχι ἡ “παροχή”, “παραχώρηση” κ.λπ. συναφεῖς ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται –λανθασμένα– στὴν σχετικὴ βιβλιογραφία), ἀποτελεῖ τὴν μόνη ὀρθὴ περιγραφὴ τῆς εἰδικῆς νομικῆς σχέσης ποὺ διαμορφώθηκε μεταξὺ ΑΟ καὶ ΕΚ, καὶ ἐκφράσθηκε συνταγματικὰ στὸ συνταγματικὸ ἄρθρο. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου ἀποτελεῖ νομικὴ ὑποχρέωση τοῦ ΕΚ, καὶ ὀφείλεται στὴν συμμόρφωσή του στὶς διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ ἀναγνώρισε/ὑπέγραψε: Βερολίνου (1878), Λονδίνου (1913), Ἀθηνῶν (1913), Σεβρῶν (1920) καὶ Λωζάννης (1923). Στὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα ἡ ὑπ’ ὄψιν ὑποχρέωση καταγράφεται στὸ ἄρθρο 28 παρ. 1 τοῦ Σ.
1. Οἱ γενικὰ παραδεγμένοι κανόνες τοῦ διεθνοῦς δικαίου, καθὼς καὶ οἱ διεθνεῖς συμβάσεις, ἀπὸ τὴν ἐπικύρωσή τους μὲ νόμο καὶ τὴ θέση τους σὲ ἰσχὺ σύμφωνα μὲ τοὺς ὅρους καθεμιᾶς, ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ ἑλληνικοῦ δικαίου καὶ ὑπερισχύουν ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀντίθετη διάταξη νόμου.
Ἡ ὁποιαδήποτε λοιπὸν προσπάθεια ὑποκατάστασης ἢ ἀντικατάστασης τῆς ὀρθῆς ἐννοίας τῆς προστασίας μὲ ἄλλη, ποὺ φέρει ἄλλο περιεχόμενο, ἀποτελεῖ πράξη ποὺ ἐνέχει δόλο, ὁπότε καὶ δὲν δύναται νὰ υἱοθετηθεῖ.
Στὰ πλεῖστα προβληματικὰ σημεῖα τοῦ ΠρΔ22, ἔρχονται νὰ προστεθοῦν ἐπιπλέον νέα, στὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 34/2023 (στὸ ἑξῆς ΠρΔ34), Συνοπτικὰ θὰ παρουσιάσουμε τὰ κυριότερα ἀπὸ αὐτά:
Ὅπως καὶ στὸ ΠρΔ22, στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ νέου Προεδρικοῦ Διατάγματος, στὸ τμῆμα τῶν προγενεστέρων διατάξεων, ἀπουσιάζει παντελῶς –ὁπωσδήποτε σκόπιμα– κάθε ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Σ. Ἡ ἀναφορὰ στὸ 105 θὰ διασφάλιζε τὴν συμβατότητα τοῦ νέου νομοθετήματος μὲ τὸ αὐτοδιοίκητο καθεστὼς τοῦ ΑΟ, θὰ ἀναγνώριζε δηλαδὴ τοὺς ἰσχύοντες περιορισμοὺς ποὺ θέτει ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (στὸ ἑξῆς, ΚΧΑΟ), καθὼς καὶ τὸ πλαίσιο λειτουργίας τῆς κρατικῆς παρουσίας, ὅπως τὸ διαρρυθμίζει τὸ Νομοθετικὸ Διάταγμα τοῦ 1926 (στὸ ἑξῆς, ΝΔ). Ἡ ἀπουσία ἑπομένως ἀναφορᾶς στὸ 105 τοῦ Σ. (καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στὸν ΚΧΑΟ καὶ τὸ ΝΔ τοῦ 1926), παρέχει τὴν δυνατότητα στὸν Νομοθέτη νὰ ὑπερβεῖ ἢ καὶ σιωπηλὰ νὰ ἀλλοιώσει, ἕως καὶ νὰ καταργήσει στοιχεῖα τοῦ καλῶς ὁρισμένου ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου, ὅπως αὐτὸ ἀναγνωρίστηκε (καὶ ὄχι διαρρυθμίστηκε) ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία.
Τὸ ἄρθρο 1 τοῦ ΠρΔ34 εἰσάγει νέα ὑπηρεσία “μὴ Ἐπανδρωμένων Ἀεροσκαφῶν” τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας:
Στὴν Ὑπηρεσία «Ἐναέρια Μέσα Σωμάτων Ἀσφαλείας» ὑπάγεται ἡ Ὑπηρεσία μὴ Ἐπανδρωμένων Ἀεροσκαφῶν (Υ.μ.Ε.Α.), ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀποστολὴ τὴν ἀπὸ ἀέρος ὑποστήριξη καὶ ἐνίσχυση τοῦ ἔργου τῶν Ὑπηρεσιῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας μὲ χρήση Συστημάτων μὴ Ἐπανδρωμένων Ἀεροσκαφῶν (Σ.μηΕ.Α.), τὴν κατόπτευση τῶν χώρων ποὺ ὑπάγονται στὴν τοπικὴ ἁρμοδιότητα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας καὶ τὴ διαβίβαση πληροφοριῶν στὶς ἐπίγειες ἀστυνομικὲς δυνάμεις μὲ χρήση ἐξοπλισμοῦ ἐπεξεργασίας δεδομένων σύμφωνα μὲ τὴν ἰσχύουσα νομοθεσία, σχετικὰ μὲ τὴν πρόληψη καὶ καταστολὴ τῆς ἐγκληματικότητας, τὴν ἀντιμετώπιση τῆς παράνομης μετανάστευσης στὶς παραμεθόριες περιοχές, τὸν ἔλεγχο τῆς τάξης καὶ τῆς τροχαίας κίνησης, τὴ συνδρομὴ στὸ ἔργο τῆς πολιτικῆς προστασίας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση πυρκαγιῶν, θεομηνιῶν, πλημμυρῶν, σεισμῶν ἢ σοβαρῶν ἀτυχημάτων καὶ συμβάντων, τὴν ἀντιμετώπιση ἀπειλῶν ἀπὸ Σ.μηΕ.Α. καὶ τὴ σύμπραξη μὲ Ὑπηρεσίες τῶν λοιπῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας ἢ ἄλλων δημόσιων ἢ ἰδιωτικῶν φορέων σὲ σοβαρὲς καὶ ἐπείγουσες περιπτώσεις, μετὰ ἀπὸ σχετικὸ αἴτημα τῶν ἁρμοδίων ἀρχῶν. Ἡ Υ.μ.Ε.Α. λειτουργεῖ σὲ ἐπίπεδο Ὑποδιεύθυνσης.
Ἡ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης ΑΟ ἑπομένως, ὡς κατ’ οὐσίαν πλήρης περιφερειακὴ ἀστυνομικὴ διεύθυνση, ἀποκτᾶ ἐπιπλέον τῶν λοιπῶν ἁρμοδιοτήτων καὶ αὐτὴν τῆς ἐναέριας ἐπιτήρησης, ἡ ὁποία θὰ δύναται νὰ παρέχει συνδρομὴ σὲ ὑπηρεσίες “λοιπῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας ἢ ἄλλων δημόσιων ἢ ἰδιωτικῶν φορέων”.
Ὡς γνωστὸν κατὰ τὴν Μ. Παρασκευὴ καὶ τὸ Μ. Σάββατο ἡ ἐν λόγῳ ἀστυνομικὴ ὑπηρεσία ἔκανε τὴν πρώτη της ἐπίδειξη στὸ ΑΟ, μέσῳ ἐναέριας ἐπιτήρησης τῶν πέριξ του Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου ἱεροπραξιῶν, κάτι ποὺ ἀποτέλεσε οὐσιαστικὴ διατάραξη καὶ παρακώλυση τῆς θείας λατρείας.
Ἐπιπλέον, ἡ κανονιστικὴ διάταξη «Περὶ ἀπὸ ἀέρος προσεγγίσεως εἰς τὴν χερσόνησον τοῦ Ἁγίου Ὄρους»1, θέτει ἀπόλυτους περιορισμοὺς/ἀπαγορεύσεις, ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς ἐναέριας προσέγγισης στὸ ΑΟ, καθὼς ἡ μόνη ἀρχή, ποὺ δύναται νὰ παραχωρήσει ἄδεια χαμηλῆς διέλευσης καὶ προσγείωσης/ἀπογείωσης εἶναι ἡ Ἱερὰ Κοινότητα (στὸ ἑξῆς, ΙΚ).
Πιὸ συγκεκριμένα: στὸ ἄρθρο 1 παρ. 1, ἡ νομοθετοῦσα τοῦτο Ἔκτακτος Διπλῆ Ἱερὰ Συνάξις (Ε.Δ.Ι.Σ.), ἀναφέρουσα τοὺς λόγους ποὺ καθιστοῦν τὸ ΑΟ καὶ τὸ προνομιακό του καθεστὼς ἰδιαίτερο, ἀπαγορεύει τὴν ἀπὸ ἀέρος προσέγγιση αὐτοῦ, ἐνῷ στὰ ἑπόμενα ἄρθρα: 2 (παρ. 1, 2 καὶ 4), 3 (παρ. 1, 2) καὶ 4 (παρ. 4), ἀναφέρεται στὴν περίπτωση ποὺ κατ’ ἐξαίρεσιν ἐπιτρέπεται, ἐφ’ ὅσον κριθεῖ τοῦτο σκόπιμον ὑπὸ τῶν ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν, ποὺ αὐτὲς ἀποκλειστικῶς παρέχουν τὴν ἄδεια προσεγγίσεως, κάτι ποὺ ἀπαιτεῖται ἀκόμη καὶ σὲ περίπτωση ἐκτάκτου ἀνάγκης. Τέλος, ἐπιβάλλεται ἀπαγόρευσις διελεύσεως ἄνωθεν τῶν Ἱ. Μονῶν, κατὰ τὴν ἔξοδο τῶν ἀεροσκαφῶν ποὺ –κατ’ ἐξαίρεσιν– ἔλαβαν ἄδεια προσεγγίσεως:
1. Ἐπὶ σκοπῷ διατηρήσεως τοῦ μοναχικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, προστασίας τῶν ἱστορικῶν μνημείων κι ἀσφαλείας τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ, ἀπαγορεύεται ἡ πραγματοποίησις ἀπὸ ἀέρος προσεγγίσεως εἰς τὴν περιοχὴν τῆς χερσονήσου αὐτοῦ.
Ἄρθρον 2
Κατ’ ἐξαίρεσιν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπὸ ἀέρος προσέγγισις, κατόπιν ἐνημερώσεως κατὰ περίπτωσιν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ἢ τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας, […]
Ἄρθρον 3
1. Ἡ Ἱ. Κοινότης, ἐφ’ ὅσον κρίνη τοῦτο σκόπιμον καὶ ἀπαραίτητον, παρέχει ἔγκρισιν ἀπὸ ἀέρος προσεγγίσεως εἰς ἐξαιρετικὰς περιπτώσεις μεταφορᾶς προσώπων […]
2. Ἡ Ἱ. Ἐπιστασία παρέχει ἄδειαν ἀπὸ ἀέρος προσεγγίσεως, κατόπιν αἰτήσεως τῶν ἐνδιαφερομένων, εἰς εὐλόγους περιπτώσεις ἀντιμετωπίσεως ἐκτάκτων ἀναγκῶν.
Ἄρθρον 4
4. Μετὰ τὴν περαίωσιν τοῦ δηλωθέντος σκοποῦ πτήσεως καὶ προσγειώσεως καὶ τὴν ἀπογείωσιν καὶ ἀναχώρησιν, τὰ ἐν λόγῳ ἀεροσκάφη ἐξέρχονται τῆς ἐναερίου περιοχῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μὴ ἐπιτρεπομένης τῆς ἐλευθέρας πτήσεως ὑπεράνω ἄλλων Μονῶν διὰ λόγους περιηγητικοὺς ἢ ἄλλους (λῆψιν ἀπὸ ἀέρος φωτογραφιῶν κ.λπ.).
Ὡς γενικὴ παρατήρηση ποὺ προκύπτει ἐκ τῶν περιορισμῶν, ποὺ θέτουν, οἱ ἀνωτέρω ἁγιορειτικὲς κανονιστικὲς διατάξεις εἶναι ὅτι, πλὴν τῶν ἁγιορειτικῶν αὐτοδιοικητικῶν ἀρχῶν, οὐδεμία ἄλλη διοικητικὴ ἀρχὴ δύναται νὰ ἐμποδίσει, πόσο μᾶλλον νὰ ἀπαγορεύσει, τὴν προσέγγιση ἀπὸ ἐδάφους, θαλάσσης ἢ ἀέρος ἐπὶ τμήματος τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἐδάφους. Καθίσταται ἑπομένως σαφές, ἀφ’ ἑνὸς τὸ ἰδιαίτερο εὖρος ἐξουσίας ποὺ οἱ ἁγιορειτικὲς διοικητικὲς ἀρχὲς ἀπολαμβάνουν, ἀφ’ ἑτέρου, ἐπιβεβαιώνεται ἡ ὅλως διάφορος (ἑτερόνομη) ἔννομη ἁγιορειτικὴ τάξη, εἰδικῶς ὡς πρὸς κρίσιμης σημασίας δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις ποὺ θεμελιώνονται στὴν ἑλληνικὴ συνταγματικὴ τάξη. Ὡς συμπέρασμα ἕπεται ὅτι, ἡ ἀνεξέλεγκτος καὶ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν βούληση τῆς ΙΚ δράση τῶν ἀστυνομικῶν ἐναερίων μέσων, ἀφ’ ἑνὸς καταργεῖ θεμελιῶδες δικαίωμα τῆς ΙΚ ποὺ ἐρείδεται ἐπὶ τοῦ αὐτοδιοικήτου καθεστῶτος, ποὺ οὐσιαστικὰ συνιστᾶ ἀλλοίωσή του, ἀφ’ ἑτέρου, καταστρατηγεῖ τὴν βασικὴ προϋπόθεση ὑπάρξεως αὐτοῦ τούτου τοῦ αὐτοδιοικήτου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὴν εἰσαγωγικὴ πρόταση τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 1 τῆς ἐν λόγῳ Κανονιστικῆς Διάταξης: “Ἐπὶ σκοπῷ διατηρήσεως τοῦ μοναχικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους”. Ἐπιπλέον, ἡ γενικὴ ἀπαγόρευση προσεγγίσεως ἐναερίων μέσων στὸ ΑΟ ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἐκτείνεται καὶ σὲ περίπτωση ὑπάρξεως καταστάσεως ἐκτάκτου ἀνάγκης, ὅπως ὁρίζει τὸ ἄρθρο 3 παρ. 1 καὶ 2. Τέλος, ἡ σχετικὴ ἀναφορὰ στὴν “σύμπραξη μὲ Ὑπηρεσίες τῶν λοιπῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας ἢ ἄλλων δημόσιων ἢ ἰδιωτικῶν φορέων” τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀστυνομικῶν δυνάμεων, ὅπως ὁρίζεται στὸ ἄρθρο 1 τοῦ ΠρΔ34, συνιστᾶ κατάφωρη παραβίαση τοῦ ἄρθρου 176 τοῦ ΚΧΑΟ, ποὺ ἀπαγορεύει τὴν ἄνευ ἀδείας ἐκ τῆς ΙΚ γενικὴ εἴσοδο στὸ ΑΟ.
Οἱ ἀνωτέρω καταπατήσεις τῶν θεμελιωδῶν αὐτοδιοικητικῶν δικαιωμάτων τῶν ἁγιορειτικῶν Ἀρχῶν δύνανται πλέον νὰ δρομολογηθοῦν, καθὼς ἡ νέα Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, ὑπάγεται –συμφώνως πρὸς τὰ θεσπισθέντα στὸ ΠρΔ22– ἐπιχειρησιακὰ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Ἀρχηγεῖο τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, παρακάμπτοντας ἀφ’ ἑνὸς τὸν ἁρμόδιο ἐκπρόσωπο τοῦ ΕΚ στὸ ΑΟ, δηλαδὴ τὸν Πολιτικὸ Διοικητὴ τοῦ ΑΟ καὶ ἀφ’ ἑτέρου, τὶς ἁγιορειτικὲς μοναστικὲς ἀρχὲς (ΙΚ, Ἱερὰ Ἐπιστασία, καὶ τὶς διοικήσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν).
Ἡ νέα πραγματικότητα, τῆς ὁλοτελοῦς ἐξωαγιορειτικῆς ὑπαγωγῆς τῆς Διευθύνσεως Ἀστυνόμευσης τοῦ ΑΟ στὸ Ἀρχηγεῖο τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, δίνει τὴν δυνατότητα στὴν νέα ἀστυνομικὴ ὑπηρεσία τοῦ Γραφείου Μὴ Ἐπανδρωμένων Ἀεροσκαφῶν (Γ.μ.Ε.Α.), ἡ ὁποία ὑπάγεται στὴν Υ.μ.Ε.Α., νὰ ἐκτελεῖ ἄλλη ἀπροσδιόριστη ὑπηρεσία κατόπιν διαταγῆς τοῦ Ἀρχηγείου, δίχως τὴν παραμικρὴ ἀνάμιξη τῶν ἁγιορειτικῶν θεσμικῶν ἀρχῶν, μίας καὶ δὲν προβλέπεται κἄν ἡ ἐνημέρωσή τους, πόσο μᾶλλον ἡ ἐντολοδότηση ἐξ αὐτῶν (κυρίως ἐκ τοῦ Πολιτικοῦ Διοικητῆ τοῦ ΑΟ). Τέλος, ὁ ἐσωτερικὸς κανονισμὸς τῆς νέας ὑπηρεσίας παραμένει ἄγνωστος, καὶ προβλέπεται νὰ μὴ δημοσιευθεῖ στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, κατὰ τὸ ἄρθρο 1 παρ. 17 καὶ 18:
17. Τὸ ἀστυνομικὸ προσωπικὸ ποὺ στελεχώνει τὰ Γ.μ.Ε.Α. ἐκτελεῖ ἀποκλειστικὰ τὶς ἁρμοδιότητες αὐτῶν καὶ μόνον σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις μπορεῖ νὰ διατεθεῖ γιὰ ἐκτέλεση ἄλλης ὑπηρεσίας, κατόπιν διαταγῆς τοῦ οἰκείου Γενικοῦ Ἀστυνομικοῦ Διευθυντῆ ἢ Γενικοῦ Περιφερειακοῦ Ἀστυνομικοῦ Διευθυντῆ ἢ Διευθυντῆ Διεύθυνσης Ἀστυνομίας, ἀντίστοιχα.
18. Εἰδικότερα ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐπιχειρησιακὴ τακτικὴ τῆς Υ.μ.Ε.Α., στὴν ὑγειονομικὴ καταλληλότητα καὶ ἐκπαίδευση τοῦ προσωπικοῦ, τὶς ἁρμοδιότητες τῶν ὀργάνων, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη ἀναγκαία λεπτομέρεια ποὺ ἀφορᾶ τὴ λειτουργία τῆς Ὑπηρεσίας, ρυθμίζονται μὲ τὸν ἐσωτερικὸ κανονισμὸ λειτουργίας της, ὁ ὁποῖος καταρτίζεται μὲ μέριμνα αὐτῆς, ἐγκρίνεται ἀπὸ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας καὶ δὲν δημοσιεύεται στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως».
Οἱ νέες ὑπερβάσεις ποὺ φέρνει τὸ ΠρΔ34, ὅσο καὶ ἡ πληθὺς αὐτῶν ποὺ περιλαμβάνονται στὸ ΠρΔ22, ὅπως ἔχει ἐπιδειχθεῖ στὸ κεντρικὸ ἄρθρο τοῦ φύλλου 2447 τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου, καταργοῦν ἀπολύτως τὸν ἔλεγχο τοῦ Πολιτικοῦ Διοικητῆ τοῦ ΑΟ ἐπὶ τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀστυνομικῶν δυνάμεων, μεταθέτοντας ἀπολύτως τὸν ἔλεγχο στὸ Ἀρχηγεῖο τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, κάτι ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς σχετικὲς διατάξεις τοῦ ΠρΔ34, ποὺ παρουσιάζονται στὸ παρόν. Ἑπομένως ἡ προσθήκη ποὺ παρουσιάζεται στὸ ἄρθρο 4 παρ. 6 τοῦ ΠρΔ34, περὶ μὴ κατάργησης τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ Πολιτικοῦ Διοικητῆ, οὐδόλως ἀποκαθιστᾶ τὴν κατάφωρη παραβίαση τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ ΝΔ τοῦ 1926, ὅπου καθορίζεται ὡς κύριος σκοπὸς τῆς ἀστυνομικῆς παρουσίας στὸ ΑΟ, ἡ ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεων τῶν ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν, ἐνῷ στὸ ἑπόμενο ἄρθρο 5 καθορίζεται ρητὰ ὅτι: “Ὁ Διοικητὴς ἔχει ὑπὸ τὰς ἀμέσους μὲν διαταγὰς αὐτοῦ τὴν δύναμιν τῆς Χωροφυλακῆς καὶ τὸ προσωπικὸν τῆς Διοικήσεως”. Ἄλλωστε, ἡ προστιθεμένη παράγραφος 6 ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἐπιχειρησιακὴ δράση τοῦ προσωπικοῦ τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀστυνομικῆς δυνάμεως “δύναται νὰ καθορίζονται μὲ διαταγὴ τοῦ Ἀρχηγοῦ (τῆς) Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας”:
6. Μετὰ τὴν παρ. 4 τοῦ ἄρθρου 94Α τοῦ π.δ. 7/2017 προστίθενται παρ. 5 καὶ 6 ὡς ἑξῆς:
«5. Ἀπὸ τὶς ρυθμίσεις τοῦ παρόντος ἄρθρου δὲν θίγονται οἱ ἁρμοδιότητες τοῦ Πολιτικοῦ Διοικητῆ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως αὐτὲς ὁρίζονται μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 5 τοῦ Ν.Δ. τῆς 16ης Σεπτεμβρίου 1926 (Α΄ 309) καὶ τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ π.δ. 227/1998 (Α΄ 176).
6. Εἰδικότερα ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴ σύνθεση τοῦ προσωπικοῦ, τὸ χρόνο ἐργασίας, τὴν ἐπιχειρησιακὴ δράση καὶ τὴν ἐν γένει λειτουργία τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους, τὰ ὁποῖα δὲν ρυθμίζονται μὲ τὶς διατάξεις τοῦ παρόντος, δύναται νὰ καθορίζονται μὲ διαταγὴ τοῦ Ἀρχηγοῦ Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας».
Ὁ ἀπολύτως ἐξωαγιορειτικὸς χαρακτήρας τῆς λήψεως ἀποφάσεων ἀποδεικνύεται εἰσέτι καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρο 5 παρ. 3, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖο ἰσχύει ὅτι: “Στὶς ἕδρες τῶν Γενικῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων καὶ τῶν Γενικῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων συνιστᾶται ἐπιτροπή […] ἡ ὁποία συνεδριάζει ἀφενὸς μὲν γιὰ τὴν ἐξέταση κάθε περίπτωσης λήψης μέτρων προστασίας εὐπαθοῦς στόχου, ἀφετέρου δὲ ἀνὰ ἑξάμηνο γιὰ τὴν ἐπανεξέταση τῆς ἀναγκαιότητας διατήρησης, ἐνίσχυσης ἢ μείωσης τῶν μέτρων προστασίας εὐπαθῶν στόχων ποὺ ἔχουν ληφθεῖ”. Πλήν, κατὰ τὴν παράγραφο 7 τοῦ ὑπ’ ὄψιν ἄρθρου, ἰσχύει:
7. Ἡ ἐπιτροπὴ συγκεντρώνει, ταξινομεῖ καὶ ἐξετάζει τὰ ὑποβαλλόμενα αἰτήματα καὶ ἀκολούθως καταρτίζει ἔκθεση ἐκτίμησης κινδύνου […] Οἱ ἐκθέσεις αὐτὲς ὑποβάλλονται στὸν οἰκεῖο Γενικὸ Ἀστυνομικὸ Διευθυντὴ ἢ Γενικὸ Περιφερειακὸ Ἀστυνομικὸ Διευθυντὴ καὶ στὴ συνέχεια, μέσῳ τῆς Διεύθυνσης Κρατικῆς Ἀσφάλειας τοῦ Ἀρχηγείου Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, στὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας γιὰ τὴ λήψη σχετικῆς ἀπόφασης. […] γιὰ τὴ λήψη τελικῆς ἀπόφασης λαμβάνεται ὑποχρεωτικὰ ὑπ’ ὄψη τὸ περιεχόμενο τῆς ΑΠΟΡΡΗΤΗΣ Ὑπουργικῆς Ἀπόφασης ποὺ ἐκδίδεται κατ’ ἐξουσιοδότηση τῆς παραγράφου 3 τοῦ ἰδίου ἄρθρου. Σὲ κατεπείγουσες περιπτώσεις, τὰ μέτρα προστασίας στόχων διατάσσονται ἄμεσα ἀπὸ τὸν Ἀρχηγὸ Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας καὶ στὴ συνέχεια ἀκολουθεῖται ἡ σχετικὴ διαδικασία».
Παρότι ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ ἀνωτέρω διάταξη φαίνεται ἄσχετη πρὸς τὸ ΑΟ, ἀξίζει νὰ παρατηρηθοῦν δύο σημεῖα: ἀφ’ ἑνός, ὅτι ἀφοῦ ἔχει συσταθεῖ ὡς πλήρης Περιφερειακὴ Διεύθυνση, αὐτὴ τοῦ ΑΟ, ἡ ἐν λόγῳ ἐπιτροπὴ συγκροτεῖται κανονικά, καὶ ἀφ’ ἑτέρου, ὅτι ἡ συνεχεῖς ἐπισκέψεις ὑψηλόβαθμων παραγόντων τοῦ Κράτους “ἀπαιτοῦν” τὴν προστασία τους. Ἐπίσης, ἐσχάτως ἐμφανίζονται –μὲ δόλιο σκοπὸ– ἀναφορὲς ὅτι “ἀπειλοῦνται” ἁγιορειτικοὶ παράγοντες, ἂν καὶ τὸ εὔλογο ἐρώτημα εἶναι ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ καὶ ἀπὸ ποιοὺς εὐθέως ἀπειλοῦνται… Ἡ ἐν λόγῳ σπερμολογία περὶ “ἀπειλῶν” στὸ μόνο ποὺ στοχεύει εἶναι νὰ συντηρεῖ μία εἰκόνα ὑπάρξεως ἀδιευκρίνιστων “ἀπειλῶν”, οὕτως ὥστε οἱ ἀντισυνταγματικὲς διατάξεις τῶν Προεδρικῶν Διαταγμάτων 22/2022 καὶ 34/2023, ἐκ τῶν ὑστέρων, νὰ δικαιολογοῦνται.
Τέλος, στὸ ἄρθρο 7 παρ. 3, ἀναφορικὰ μὲ τὶς μεταθέσεις ἀστυνομικοῦ προσωπικοῦ στὴ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους, γίνεται ἀόριστη ἀναφορὰ στὸ “ἰδιαίτερο νομικὸ καθεστώς” τοῦ ΑΟ, κάτι ποὺ ἐπιδεικνύει τὴν ἐπιμέλεια τοῦ Νομοθέτη νὰ ἀποφεύγει συστηματικὰ τὴν ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος:
3. Ἡ περ. ι΄ τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 17 τοῦ π.δ. 100/2003 ἀντικαθίσταται, ὡς ἑξῆς:
«ι. Γιὰ τὶς μεταθέσεις ἀπὸ καὶ πρὸς τὶς ἀναφερόμενες στὶς περιπτώσεις γ, δ, ζ καὶ ἡ τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ παρόντος Ὑπηρεσίες. Οἱ μετατιθέμενοι τῶν προαναφερομένων περιπτώσεων τοποθετοῦνται σὲ Ὑπηρεσίες τῆς περιοχῆς μετάθεσης, ἀπὸ τὴν ὁποία μετατέθηκαν. Γιὰ τὶς μεταθέσεις τοῦ ἀστυνομικοῦ προσωπικοῦ στὴ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους λαμβάνεται ὑπόψη τὸ ἰδιαίτερο νομικὸ καθεστώς».
Ἐν κατακλεῖδι, ὅσα ἔχουν ἀκροθιγῶς παρατεθεῖ στὸ παρόν, στοιχειοθετοῦν, ἀφ’ ἑνὸς τὸν ἀντισυνταγματικὸ χαρακτήρα τοῦ ΠρΔ34, ἀφ’ ἑτέρου τὴν ἐπικινδυνότητά του, καθὼς ἡ συμπληρωματικὴ λειτουργία του μὲ αὐτὸ τοῦ ΠρΔ22, διαμορφώνει ὅρους ἐκκοσμικεύσεως καὶ πολιτικοποιήσεως τῆς ζωῆς τοῦ ΑΟ, μεταβάλλοντάς το σὲ “φρούριο” ἐλέγχου καὶ καταστολῆς, διαμορφώνοντας μία τοξικὴ ἀτμόσφαιρα ἀνησυχίας καὶ τρομοκρατίας πρὸς τοὺς φιλήσυχους οἰκήτορες Μοναχοὺς τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους.
Καὶ μία τελευταία ἐπισήμανση:
Οἱ διεθνεῖς ἐξελίξεις ὅπου βρίσκουν τὴν Εὐρώπη νὰ ἀντιμετωπίζει ἕνα μεγάλο πόλεμο, ὅπου συνολικὰ οἱ χῶρες μέλη τοῦ ΝΑΤΟ ἐμπλέκονται σὲ αὐτὸν ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, ὀφείλουν νὰ ἀφήνουν τὸ Ἅγιον Ὄρος παντελῶς ἐκτὸς τῶν ὅποιων σχεδιασμῶν, ἀπ’ ὅπου κι ἂν προέρχονται αὐτοί, εἴτε παίρνουν τὸν χαρακτήρα “ἀσφαλείας”, εἴτε “ὑποστηρίξεως ἢ μὴ” τῶν ἐμπλεκομένων μερῶν. Κατὰ τὸν πόλεμο ποὺ διεξήγαγε τὸ ΝΑΤΟ κατὰ τῆς Γιουγκοσλαβίας τὸ 1999, τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχε ἀφεθεῖ ἤρεμο νὰ προσεύχεται καὶ νὰ θρηνεῖ γιὰ τὸ μέγεθος τοῦ ἀνθρωπίνου πόνου, καὶ ἂν καὶ ἡ Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μέλος τοῦ ΝΑΤΟ, οὐδόλως ἐπιχειρήθη ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος νὰ ἐμπλέξει τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος, παρουσιάζοντας –δῆθεν– “ἀπειλές”, ποὺ τώρα –δῆθεν– ὑπάρχουν. Ἂς ἀφεθεῖ λοιπὸν καὶ τώρα τὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ συνεχίσει τὴν πνευματική του ἀποστολή, μακρὰν κοσμικῶν θορύβων ἢ ἐπιδιώξεων…
Σημείωσις:
1. Ἐπικυρωθεῖσα μὲ τὴν ὑπ᾽ αριθ. 451/26.4.2006 ἀπόφαση τῆς τότε Ὑπουργοῦ ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, Θ. Μπακογιάννη (ΦΕΚ 557 Β ́/4.5.2006).