ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [:Ἐφ. 2, 14-22]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Νυνὶ δὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας (:Ἀλλὰ κι ἐσεῖς ποὺ ἤσασταν κάποτε εἰδωλολάτρες, μὲ τὴν ἕνωση καὶ κοινωνία σας μὲ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ἀκούσατε τὸν λόγο τοῦ κηρύγματος ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ τὸ χαρμόσυνο κήρυγμα τῆς σωτηρίας σας, κι ἀφοῦ πιστέψατε σὲ αὐτό, σφραγισθήκατε μὲ τὴ σφραγῖδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. Πλησιάσατε καὶ τὸν Θεὸ καὶ τίς διαθῆκες Του μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Αὐτὸς ἔκανε καὶ τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους, τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Ἐθνισμό, ἕνα. Αὐτὸς γκρέμισε καὶ κατέλυσε τὸν τοῖχο ποὺ δημιουργοῦσε ὁ φραγμὸς τοῦ νόμου ποὺ ὀρθωνόταν ἀνάμεσα στοὺς δύο λαοὺς καὶ τοὺς χώριζε. Κατέλυσε δηλαδὴ τὴν ἔχθρα τῶν δύο λαῶν, ἀφοῦ κατάργησε μὲ τὸ αἷμα Του τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ περιεῖχε ἐπιβλητικὲς προσταγές, δὲν ἔδινε ὅμως καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ καὶ τὴν τήρηση τῶν προσταγμάτων αὐτῶν)» [Ἐφ. 2,13-15].
«Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ μεγάλο», λέγει, «τὸ ὅτι ἤλθαμε δηλαδὴ στὴν πολιτεία τῶν Ἑβραίων;». Τί λές; Ἀνακεφαλαίωσε τὰ πάντα, ὅσα εἶναι στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, καὶ μιλᾷς γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες τώρα; «Ναί», λέγει· «διότι ἐκεῖνα μὲν πρέπει νὰ παραλαμβάνουμε μὲ τὴν πίστη, ἐνῶ αὐτὰ καὶ μὲ τὰ ἴδια μας τὰ ἔργα». «Νυνὶ δὲ (:Τώρα ὅμως)», λέγει, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ (:διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐσεῖς ποὺ κάποτε ἤσασταν μακριά, ἤλθατε πλησίον)», πρὸς τὴν πολιτεία· διότι τὸ μακριὰ καὶ τὸ πλησίον ἐξαρτᾷται μόνο ἀπὸ τὴν προαίρεση.
«Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν (:διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Αὐτὸς ἔκανε καὶ τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους, τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Ἐθνισμό, ἕνα)». Τί σημαίνει «συνένωσε τὰ δύο μέρη»; Δὲν λέει αὐτό, ὅτι μᾶς ὁδήγησε σὲ ἐκείνη τὴν εὐγένεια, ἀλλὰ ὅτι καὶ ἐμᾶς καὶ ἐκείνους μᾶς ὁδήγησε σὲ μεγαλύτερη εὐγένεια· ἀλλὰ ἡ εὐεργεσία σὲ ἐμᾶς εἶναι μεγαλύτερη· διότι στοὺς μὲν Ἰουδαίους καὶ ὑποσχέθηκε καὶ πλησιέστερα ἦσαν· ἐνῶ σὲ ἐμᾶς οὔτε ὑποσχέθηκε, οὔτε ἤμασταν πλησίον, ἀλλὰ μακρύτερα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Τὰ δὲ ἔθνη ὑπὲρ ἐλέους δοξάσαι τὸν Θεόν (:Καὶ οἱ συγχρόνως καὶ οἱ ἐθνικοί, ποὺ συμμετέχουν στὴ σωτηρία αὐτή, νὰ δοξάσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ ἔδειξε σὲ αὐτούς)» [Ρωμ. 15,9]. Ὑποσχέθηκε μὲν στοὺς Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ ἦσαν ἀνάξιοι· ἐνῶ σὲ ἐμᾶς οὔτε ὑποσχέθηκε, ἀλλὰ ἤμασταν ξένοι, τίποτε κοινὸ δὲν εἴχαμε πρὸς αὐτούς· καὶ μᾶς ἔκανε ἕνα, ὄχι μὲ τὸ νὰ συνάψει ἐμᾶς μὲ ἐκείνους, ἀλλὰ ἀφοῦ συνένωσε καὶ ἐκείνους καὶ ἐμᾶς σὲ ἕνα.
Θὰ ἀναφέρω λοιπὸν ἕνα παράδειγμα· ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο ἀγάλματα, τὸ ἕνα ἀπὸ ἄργυρο, ἐνῶ τὸ ἄλλο ἀπὸ μόλυβδο, ὕστερα ἀφοῦ ἀναλύθηκαν τελείως καὶ τὰ δυὸ στὸ χωνευτήριο, βγαίνουν ἀπὸ ἐκεῖ χρυσὰ καὶ τὰ δύο. Ἰδού, ἔκανε τὰ δύο ἕνα. Ἢ καὶ ἀλλιῶς· ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ μὲν εἶναι δοῦλος, ὁ δὲ υἱοθετημένος· ἀφοῦ συγκρούστηκαν δὲ καὶ οἱ δύο μὲ τὸν πατέρα, ὁ μέν, ἐνῶ ἦταν παιδί του, ἀποκηρύσσεται, ἐνῶ ὁ ἄλλος δραπέτευσε καὶ οὔτε γνώρισε τὸν πατέρα· ὕστερα γίνονται καὶ οἱ δύο κληρονόμοι καὶ γνήσια τέκνα. Ἰδού, ὁδηγήθηκαν στὴν ἴδια τιμή· οἱ δύο ἔγιναν ἕνα, ὁ μὲν ἀφοῦ ἦλθε ἀπὸ μακριά, ὁ δὲ ἀπὸ πλησίον, καὶ περισσότερο γνήσιος ἀπὸ ὅ,τι ἦταν πρὶν ἔλθει σὲ σύγκρουση.
«Καὶ λύσας (:καὶ κατέρριψε)», λέγει, «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (:τὸ μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ)» [Ἐφ. 2,14]. Ποιό εἶναι τὸ μεσότοιχο; «Δηλαδὴ τὴν ἔχθρα, ἀφοῦ κατάργησε διὰ τῆς σαρκός Του τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν ποὺ συνίστατο σὲ διαταγές». Ὁρισμένοι ἰσχυρίζονται, ὅτι ἐννοεῖ τὸ μεσότοιχο μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων, ὅτι δὲν ἐπιτρέπει σὲ αὐτοὺς νὰ ἀναμιχθοῦν. Ἐγὼ ὅμως δὲν νομίζω αὐτό· αὐτὸ τὸ μεσότοιχο ἦταν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χώριζε διὰ φραγμοῦ, ὅπως λέγει ὁ προφήτης: «Ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν διϊστῶσιν ἀναμέσον ὑμῶν καὶ ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν τοῦ μὴ ἐλεῆσαι (:Ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματά σας δημιουργοῦν χωρισμὸ καὶ διάσταση μεταξὺ ἐσᾶς καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τίς ἁμαρτίες σας ὁ Θεὸς ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπό Του ἀπό σᾶς, γιὰ νὰ μὴ σᾶς ἐλεήσει)» [Ἠσ. 59,2]. Μεσότοιχο ἦταν ἡ ἔχθρα, τὴν ὁποία εἶχε καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ πρὸς τοὺς ἐθνικούς· ἐφόσον δὲν ὑπῆρχε ὁ νόμος, ὄχι μόνο δὲν καταργοῦνταν, ἀλλὰ καὶ αὔξανε. «Ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται (:διότι ὁ νόμος, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι τὸν παραβαίνουν, φέρνει ὡς ἀποτέλεσμα ὀργή, καὶ συνεπῶς, τοὺς ἀποξενώνει ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπαγγελίας)», λέγει [Ρωμ. 4,15]. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ὅταν ἐκεῖ λέγει: «Ὁ νόμος δημιουργεῖ ὀργή», δὲν ἀποδίδει το πᾶν σὲ αὐτόν, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν παραβήκαμε, πείθεται σὲ αὐτόν· ἔτσι καὶ ἐδῶ ὀνομάζει αὐτὸν «μεσότοιχο», ἐπειδὴ ὅταν τὸν παρήκουαν, δημιουργοῦσε ἔχθρα.
Φραγμὸς ἦταν ὁ μωσαϊκὸς νόμος, ἀλλὰ αὐτὸς μὲν ἔγινε γιὰ ἀσφάλεια, γιὰ τοῦτο καὶ εἶχε ὀνομαστεῖ φραγμός, γιὰ νὰ περιφράσσει· ἄκου δηλαδὴ πάλι τὸν προφήτη ὁ ὁποῖος λέγει: «Καὶ φραγμὸν περιέθηκα (:Καὶ ἔθεσα φράκτη γύρω ἀπὸ αὐτόν)» [Ἠσ. 5,2]· καὶ πάλι «Ἱνατὶ καθεῖλες τὸν φραγμὸν αὐτῆς καὶ τρυγῶσιν αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τὴν ὁδόν; (:Γιατί τώρα ἀπέσυρες ἀπὸ τὴν ἄμπελὸ Σου, τὸν λαὸ Σου αὐτόν, τὴν πρόνοια καὶ προστασία Σου καὶ ἐπέτρεψες νὰ καταλυθεῖ τὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὰ βόρεια ὑψωνόταν ὡς προπύργιό της, ἔτσι λοιπὸν κατέρριψες τὸν φράκτη ποὺ προφύλασσε τὴν ἄμπελό σου καὶ τὴν τρυγοῦν ἀνεμπόδιστα ὅσοι περνοῦν ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ συνορεύει μὲ αὐτήν;)», [Ψαλμ. 79,13]· ἐννοεῖ δηλαδὴ τὴν ἀσφάλεια.
Καὶ πάλι: «Νῦν δὲ ἀναγγελῶ ὑμῖν τί ἐγὼ ποιήσω τῷ ἀμπελῶνί μου· ἀφελῶ τὸν φραγμὸν αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς διαρπαγήν, καὶ καθελῶ τὸν τοῖχον αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς καταπάτημα (:Καὶ τώρα λοιπὸν θὰ σᾶς ἀναγγείλω τί ἐγὼ θὰ κάνω στὴν ἄμπελό μου. Θὰ ἀφαιρέσω τὸν φράκτη της καὶ θὰ εἶναι ἐκτεθειμένη σὲ διαρπαγὴ καὶ θὰ καταρρίψω τὸν τοῖχο της καὶ θὰ καταπατεῖται)» [Ἠσ. 5,5]· καὶ πάλι: «Νόμον γὰρ εἰς βοήθειαν ἔδωκεν, ἵνα εἴπωσιν οὐχ ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, περὶ οὗ οὐκ ἔστι δῶρα δοῦναι περὶ αὐτοῦ (:διότι ὁ Θεὸς πρὸς καθοδήγηση μᾶς ἔδωσε τὸν Νόμο καὶ τὸν προφητικὸ λόγο, ὥστε ὅσοι προσέχουν σὲ αὐτὸν καὶ καθοδηγοῦνται ἀπὸ αὐτὸν νὰ ποῦν: Δὲν ὑπάρχει ἄλλο πολύτιμο σὰν τὸν λόγο αὐτόν, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχουν δῶρα νὰ δοθοῦν πρὸς ἀγορά του, ἀλλὰ παρέχεται δωρεά)» [Ἠσ. 8,20]· καὶ πάλι: «Ποιῶν ἐλεημοσύνας ὁ Κύριος καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις. ἐγνώρισε τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ τῷ Μωυσῇ, τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ τὰ θελήματα αὐτοῦ (:Κάνει ἔργα ἐλέους ὁ Κύριος καὶ ἐκδίδει ἀποφάσεις δίκαιες, διὰ τῶν ὁποίων ἀποδίδεται τὸ δίκαιο σὲ ὅλους τοὺς ἀδικημένους. Κατέστησε γνωστὲς στὸν Μωυσῆ τίς βουλές Του γιὰ τὸν λαό του καὶ τὰ σχέδια γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ ἀποκατάστασή του, ἐνῶ στοὺς Ἰσραηλῖτες γνώρισε διὰ τοῦ νόμου Του τίς ἐντολὲς καὶ τὰ θελήματά Του)» [Ψαλμ. 102, 6-7]. Καὶ ἔγινε μεσότοιχο, ὄχι γιὰ νὰ ἀσφαλίζει αὐτούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ χωρίζει αὐτοὺς ἀπὸ τὸν Θεό. Τέτοιο λοιπὸν ἦταν τὸ μεσότοιχο τὸ ὁποῖο ἦταν φραγμός.
Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτό; «Ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας (:Ἀφοῦ κατάργησε μὲ τὸ αἷμα Του τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν)». Πῶς; Ἀφοῦ σφαγιάστηκε καὶ κατάργησε ἐκεῖ τὴν ἔχθρα. Ὄχι μόνο μὲ αὐτὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ τηρήσει τὸν νόμο. Τί λοιπὸν ἐὰν ἀπαλλαγήκαμε ἀπὸ τὴν προηγούμενη παράβαση, πάλι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τηροῦμε αὐτόν; Πάλι τὸ ἴδιο ἦταν· ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν κατάργησε. «Ἀφοῦ κατήργησε», λέει, «τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν, ποὺ συνίστατο σὲ διαταγές». Ὦ, ἄπειρη φιλανθρωπία! Ἔδωσε σὲ μᾶς νόμο γιὰ νὰ τὸν τηροῦμε· ἐπειδὴ δὲν τὸν τηρήσαμε καὶ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦμε, κατήργησε τὸν νόμο· ὅπως ἐὰν κάποιος ἀφοῦ παραδώσει τὸ παιδί του σὲ παιδαγωγό, ἐπειδὴ δὲν ὑπακούει, τὸ ἐλευθερώνει καὶ ἀπὸ τὸν παιδαγωγό, καὶ τὸ φέρει πίσω. Πόσης φιλανθρωπίας δεῖγμα εἶναι αὐτό;
Τί σημαίνει «ἀφοῦ κατήργησε τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν, ποὺ συνίστατο σὲ διαταγές»; Διότι πολλὴ διαφορὰ παρουσιάζει ἐδῶ μεταξὺ ἐντολῆς καὶ διαταγῶν. Ἢ τὴν πίστη λέγει, ὀνομάζοντάς τὴ διαταγή, διότι μόνο ἀπὸ τὴν πίστη ἔσωσε· ἢ τὴν παραγγελία, ὅπως ἔλεγε ὁ Χριστός· «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. (:Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέω ὅτι καθένας ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς σοβαρὸ πνευματικὸ λόγο, διαπράττει ἔγκλημα ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δικαζόταν ἄλλοτε ἀπὸ τὸ τοπικὸ ἑπταμελὲς δικαστήριο, τὴν "κρίση")» [Ματθ. 5,22]. Δηλαδή, «ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ (:Καὶ εἶναι κοντὰ στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου ὁ λόγος αὐτός, διότι, ἐὰν ὁμολογήσεις μὲ τὸ στόμα σου τὸν Ἰησοῦ ὡς ὑπέρτατο Κύριο καὶ πιστέψεις μὲ τὴν καρδιά σου ὅτι ὁ Θεὸς Τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ σωθεῖς)» [Ρωμ. 10,9]. Καὶ πάλι: «Ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγὺς σοῦ τὸ ῥῆμὰ ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν (:Ἀντιθέτως, σχετικὰ μὲ τὴ δικαίωση ἀπὸ τὴν πίστη λέει ὁ Μωυσῆς στὸ "Δευτερονόμιο": "Μὴν εἰσχωρήσει στὴν καρδιά σου ὁ λογισμός: "Ποιός θὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό;". Γιὰ νὰ κατεβάσει δηλαδὴ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Χριστό, ποὺ θά με ὁδηγήσει στὴ σωτηρία. Ἤ: "Ποιός θὰ κατεβεῖ στὰ σκοτεινὰ καὶ βαθιὰ μέρη τοῦ Ἅδη;". Γιὰ νὰ ἀναστήσει δηλαδὴ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ θὰ μᾶς δώσει τὴ σωτηρία καὶ τὴ ζωή. Ἀλλὰ τί λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ σωτηρία ἀπὸ τὴν πίστη; Λέει τὰ ἑξῆς: "Εἶναι κοντά σου ὁ λόγος, κοντὰ στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου". Δηλαδὴ εἶναι κοντά σου ὁ λόγος ποὺ πρέπει νὰ πιστέψεις, καὶ τὸν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι κηρύττουμε)» [Ρωμ. 10,6-8]. Ἔδωσε πίστη, γιὰ νὰ λάβουμε ζωή. Γιὰ νὰ ἀποβεῖ δηλαδὴ μάταιη ἡ σωτηρία, καὶ ὁ ἴδιος βασανίστηκε καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτοὺς τὴν πίστη διὰ δογμάτων.
«ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον (:ἔτσι ὥστε ἑνώνοντας τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν ἑαυτό Του νὰ δημιουργήσει ἕνα νέο ἄνθρωπο, μιὰ νέα ἀνθρωπότητα)» [Ἐφ. 2,15]. Βλέπεις ὅτι δὲν ἔγινε ὁ Ἕλληνας Ἰουδαῖος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς καὶ ἐκεῖνος ἦλθαν σὲ ἄλλη κατάσταση; Ὄχι γιὰ νὰ κάνει τὸν ἕνα σὰν τὸν ἄλλο, ἀλλὰ καὶ τοὺς δύο νὰ δημιουργήσει. Καὶ ὀρθῶς χρησιμοποιεῖ παντοῦ τὴ λέξη «δημιουργήσει», καὶ δὲν λέγει, «μεταβάλλει», γιὰ νὰ δείξει τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειάς Του, καὶ ὅτι ἂν καὶ εἶναι ἀόρατη ἡ δημιουργία, δὲν εἶναι λιγότερο ἀληθινὴ ἐκείνης, καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπιστοῦμε, ὁρμώμενοι ἀπὸ τὰ πράγματα τῆς φύσεως. «Γιὰ νὰ δημιουργήσει», λέγει, «ἀπὸ τὰ δύο μέρη, στὸν ἑαυτό Του, ἕναν ἄνθρωπο»· δηλαδὴ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀφοῦ ἔλιωσε σὰν μέσα σὲ χωνευτήριο καὶ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνον, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα ἕνα θαυμαστό, ἀφοῦ ὑπέστῃ αὐτὸς πρῶτος αὐτό· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι μεγαλύτερο τῆς προηγούμενης δημιουργίας.
Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει «στὸν ἑαυτό του», ὅτι Αὐτὸς ἔδωσε πρῶτος τύπο καὶ παράδειγμα· διότι κρατῶντας ἀπὸ ἐδῶ τὸν Ἰουδαῖο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Ἕλληνα, καὶ ἀφοῦ στάθηκε ἐκεῖνος στὸ μέσο καὶ ἀνέμιξε αὐτοὺς καὶ ἀφάνισε καθετὶ ξένο, ἀνέπλασε διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος τὸν νέο ἄνθρωπο. Ὄχι δι᾿ ὕδατος καὶ γῆς, ἀλλὰ δι᾿ ὕδατος καὶ πυρός. Ἔγινε Ἰουδαῖος περιτετμημένος, ἔγινε ἐπικατάρατος, ἔγινε Ἕλληνας ἐκτὸς νόμου, καὶ ὑπεράνω τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ἰουδαίων. «Ἕναν νέο ἄνθρωπο», λέγει, «γιὰ νὰ φέρει εἰρήνη»· εἰρήνη σὲ αὐτοὺς πρὸς τὸν Θεὸ ἢ καὶ μεταξύ τους· διότι ἐὰν παρέμεναν Ἰουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτρες, δὲν θὰ συμφιλιώνονταν, καὶ χωρὶς νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν δική του κατάσταση ὁ καθένας, ἦλθαν σὲ ἄλλη μεγαλύτερη· διότι ὁ Ἰουδαῖος τότε συνάπτεται μὲ τὸν Ἕλληνα, ὅταν γίνεται πιστός· ὅπως ἐὰν κάποιοι, ἐνῶ ὑπῆρχαν κάτω δύο οἰκήματα καὶ ἕνα πάνω, μεγάλο καὶ θαυμαστό, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἰδωθοῦν μεταξύ τους, ἕως ὅτου εὑρεθοῦν ἐπάνω.
«ποιῶν εἰρήνην (:καὶ νὰ φέρει εἰρήνη μεταξύ τους)»· μᾶλλον μὲ τὸν Θεό· διότι τὰ ἑπόμενα αὐτὸ φανερώνουν. Τί λέγει δηλαδή; «Καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ (:Καὶ μὲ τὸν σταυρικό Του θάνατο νὰ συμφιλιώσει καὶ τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν Θεό, ἑνωμένους τώρα σὲ ἕνα σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως θὰ θανάτωνε τὴν ἔχθρα μὲ τὸν θάνατό Του)» [Ἐφεσ. 2,16]. Δὲν εἶπε «νὰ συμφιλιώσει», ἀλλὰ «νὰ συμφιλιώσει πάλι», δείχνοντας ὅτι πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἀσυμφιλίωτη, ὅπως μὲ τοὺς ἁγίους καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν νόμο. «Σὲ ἕνα σῶμα», δηλαδὴ τὸ δικό του, «μὲ τὸν Θεό». Πῶς γίνεται αὐτό; Ἀφοῦ ὑπέστῃ, λέγει, αὐτὸς τὴν ὀφειλόμενη τιμωρία. «Καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ (:καὶ μὲ τὸν σταυρικό Του θάνατο νὰ συμφιλιώσει καὶ τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν Θεό, ἑνωμένους τώρα σὲ ἕνα σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως θὰ θανάτωνε τὴν ἔχθρα μὲ τὸν θάνατό Του)» [Ἐφ. 2,16]. Δὲν ὑπάρχει τίποτε κυριολεκτικότερο καὶ ἐμφαντικότερο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους.
«Ὁ θάνατός Του», λέγει, «θανάτωσε τὴν ἔχθρα, τὴν πλήγωσε θανάσιμα καὶ τὴν ἀφάνισε, ὄχι μὲ τὸ νὰ προστάξει ἄλλον, οὔτε μὲ τὸ νὰ ἐνεργήσει μόνο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ πάθει». Δὲν εἶπε: «τὴν κατέλυσε», οὔτε εἶπε: «τὴν κατήργησε», ἀλλά: «τὴ θανάτωσε», ὥστε ποτὲ νὰ μὴν ἀναστηθεῖ αὐτή. Πῶς λοιπὸν ἀνίσταται; Ἀπὸ τὴν πολλὴ κακία μας. Ἐφόσον μένουμε στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον εἴμαστε ἑνωμένοι, δὲν ἀνίσταται, ἀλλὰ βρίσκεται νεκρή· μᾶλλον δὲ ἐκείνη δὲν ἀνίσταται ποτέ· καὶ ἂν γεννήσουμε ἄλλη, δὲν εἶναι πάλι ἐκείνη τὴν ὁποία κατήργησε καὶ θανάτωσε, ἀλλὰ ἐσὺ γεννᾷς ἄλλη· «διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς (:ἡ κατάσταση τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου)», λέγει, «ἔχθρα εἰς Θεόν· τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται (:φέρνει θάνατο, διότι εἶναι ἔχθρα στὸν Θεό, ἐφόσον δὲν ὑποτάσσεται στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ οὔτε ἔχει καὶ τὴ δύναμη νὰ ὑποταχθεῖ)» [Ρωμ. 8,6-7]. Ἐὰν δὲν σκεφτόμαστε τίποτε τὸ σαρκικὸ δὲν θὰ γεννηθεῖ μὲ ἄλλον τρόπο, ἀλλὰ θὰ παραμείνει ἐκείνη ἡ εἰρήνη.
Ἀναλογίσου λοιπὸν πόσο κακὸ εἶναι, ἐνῶ ὁ Θεὸς πραγματοποίησε καὶ ἐξετέλεσε τόσα γιὰ νὰ συμφιλιωθοῦμε, νὰ ἐπιστρέψουμε ἐμεῖς πάλι σὲ ἔχθρα. Αὐτὴν ὄχι πλέον βάπτισμα καὶ κάθαρση, ἀλλὰ ἡ γέεννα τὴ διαδέχεται, ὄχι πλέον ἄφεση, ἀλλὰ ἔλεγχος καὶ καταδίκη. Φρόνημα σαρκικὸ εἶναι ἡ ἀπόλαυση, ἡ σπατάλη· φρόνημα σαρκικὸ ἡ πλεονεξία καὶ κάθε ἁμαρτία. Καὶ γιατί ὀνομάστηκε «σαρκικὸ φρόνημα»; Καθόσον βέβαια τίποτε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαπραχθεῖ χωρὶς τὴν ψυχή. Δὲν τὸ λέγει γιὰ νὰ κατηγορήσει τὴ σάρκα, ὅπως καὶ ὅταν λέγει «ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος» Α΄ Κορ. 2,14: «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται (:Ὁ φυσικὸς ὅμως καὶ μὴ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος δὲν δέχεται ἐκεῖνα ποὺ διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτὰ τοῦ φαίνονται κουταμάρες καὶ δὲν ἔχει τὴν πνευματικὴ δύναμη καὶ ἀντίληψη νὰ τὰ γνωρίσει· διότι αὐτὰ ἐξετάζονται καὶ διακρίνονται πνευματικῶς καὶ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)»], δὲν τὸ λέει γιὰ νὰ κατηγορήσει τὴν ψυχή. Διότι δὲν εἶναι ἀρκετὸ οὔτε τὸ σῶμα, οὔτε ἡ ψυχὴ ἀπὸ μόνη της, ἐὰν δὲν δεχτεῖ τὴν πρὸς τὰ ἄνω κλίση, νὰ κάνει τίποτε εὐγενὲς καὶ μεγάλο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὀνομάζει «ψυχικὰ» ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα διαπράττει ἀπὸ μόνη της ἡ ψυχή. Καὶ «σαρκικὰ» ὀνομάζει ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα διαπράττει τὸ σῶμα ἀπὸ μόνο του. Καὶ καταστρέφονται, ὄχι διότι αὐτὰ εἶναι φυσικά, ἀλλὰ διότι δὲν δέχτηκαν τὴν προστασία ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ εἶναι καλοί, ἀλλὰ χωρὶς τὸ φῶς διαπράττουν ἄπειρα κακά· καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀσθένειά τους, ὄχι στὴ φύση. Διότι, ἐὰν ἦσαν φυσικὰ κακά, δὲν θὰ τὰ χρησιμοποιούσαμε ποτὲ ἐκεῖ ὅπου χρειάζονται· διότι τίποτε δὲν εἶναι ἐκ φύσεως κακό.
Γιὰ ποιόν λόγο λοιπὸν ὀνομάζει τίς ἁμαρτίες «σαρκικὰ φρονήματα»; Ἐπειδὴ ὅταν αὐτῇ ἐπικρατήσει σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος κρατεῖ τὰ ἡνία καὶ ὑψωθεῖ στὴν ἐξουσία, γεννᾷ ἄπειρα κακά. Διότι ἀρετὴ τῆς σάρκας εἶναι τὸ νὰ ἔχει ὑποταχθεῖ στὴν ψυχή, ἐνῶ κακία της τὸ νὰ ἐξουσιάζει τὴν ψυχή. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ὁ ἵππος εἶναι καλὸς καὶ δυνατός, ἀλλὰ δὲν φαίνεται αὐτὸ χωρὶς ἡνίοχο, ἔτσι καὶ ἡ σάρκα ὅταν τῆς περικόψουμε τὰ σκιρτήματα πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ οὔτε ὁ ἡνίοχος ἀναδεικνύεται χωρὶς γνώση καὶ ἐμπειρία· διότι αὐτὸς ἔχει δυσκολότερο ἔργο ἀπὸ τοὺς ἵππους. Πρέπει λοιπὸν νὰ γνωρίζει τὸ πνεῦμα ἀπὸ ὅλα. Ὅταν αὐτὸ ἔχει γνώσῃ, κάνει ἰσχυρότερο τὸν ἡνίοχο· αὐτὸ καλλωπίζει καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ἡ ψυχὴ ἑνώνεται μὲ αὐτό, τὸ ἀναδεικνύει ὡραῖο, ἐνῶ ὅταν τὸ στερήσει τελείως ἀπὸ τὴ δική της ἐνέργεια καὶ ἀπομακρυνθεῖ, τότε, ὅπως ὅταν ἕνας ζωγράφος ἀνακατεύει τὰ χρώματα, προκύπτει πολλὴ ἀσχημία, καὶ τὸ καθένα σπεύδει πρὸς τὴ φθορὰ καὶ τὴ διάλυση, ἔτσι καὶ ὅταν τὸ πνεῦμα ἐγκαταλείψει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, προκύπτει χειρότερη καὶ μεγαλύτερη ἀσχημία.
Μὴ λοιπόν, ἐπειδὴ τὸ σῶμα εἶναι κατώτερο τῆς ψυχῆς, τὸ κακίζεις. Διότι οὔτε τὴν ψυχὴ ἀνέχομαι ἐγὼ νὰ κακίζεις, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ ἐπιτύχει χωρὶς τὸ πνεῦμα. Ἐὰν δὲ πρέπει νὰ ποῦμε κάτι, μεγαλύτερης κατηγορίας εἶναι ἄξια ἡ ψυχή. Διότι τὸ μὲν σῶμα τίποτε κακὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει χωρὶς τὴν ψυχή, ἐνῶ ἡ ψυχὴ πολλὰ χωρὶς τὸ σῶμα. Διότι καὶ ὅταν ἀκόμη λιώνει ἐκεῖνο καὶ δὲν σκιρτᾷ καθόλου, πολλὰ διαπράττει ἐκείνη· ὅπως ἐκεῖνοι οἱ μάγοι, οἱ γόητες, οἱ φαρμακευτές, οἱ φθονοῦντες, οἱ ὁποῖοι κατ᾿ ἐξοχὴν ταλαιπωροῦν τὸ σῶμα. Ἄλλωστε, οὔτε ἡ ἀπόλαυση ὀφείλεται σὲ ἀνάγκη τοῦ σώματος, ἀλλὰ στὴν ἀπροσεξία τῆς ψυχῆς· δηλαδὴ ἡ τροφή, ὄχι ἡ τρυφή, εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὸ σῶμα. Ἐὰν θελήσω νὰ τραβήξω μὲ ὁρμὴ τὸ χαλινάρι, συγκράτησα τὸν ἵππο· ἐνῶ τὸ σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει τὴν ψυχὴ στὰ πάθη της.
Γιατί λοιπὸν καλεῖ αὐτὸ σαρκικὸ φρόνημα; Διότι γίνεται ὁλόκληρο τῆς σάρκας. Ὅταν δηλαδὴ ἐπικρατήσει ἡ σάρκα, τότε ἁμάρτησε, ὅταν ἀφαιρέσει τὸν νοῦ καὶ τὴν ἐξουσία τῆς ψυχῆς. Λοιπὸν σὲ τοῦτο συνίσταται ἡ ἀρετὴ τοῦ σώματος, στὸ νὰ ὑπακούει στὴν ψυχή, ἐπειδὴ αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτὸ δὲν εἶναι οὔτε καλό, οὔτε κακό. Διότι τί θὰ μποροῦσε νὰ διαπράξει τὸ σῶμα ἀπὸ μόνο του; Ὥστε ὅταν εἶναι συνενωμένο μὲ τὴν ψυχὴ εἶναι καλὸ τὸ σῶμα, λόγῳ τῆς ὑποταγῆς του στὴν ψυχή· ἐπειδὴ μόνο του οὔτε καλὸ εἶναι οὔτε κακό, ἀλλὰ εἶναι κατάλληλο καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ γιὰ ἐκεῖνον, ἔχοντας κλίση καὶ στὰ δύο. Τὸ σῶμα ἐπιθυμεῖ, ὄχι ὅμως πορνεία, οὔτε μοιχεία, ἀλλὰ ἕνωση· τὸ σῶμα ἐπιθυμεῖ, ὄχι τρυφή, ἀλλὰ τροφή, ὄχι μέθη ἀλλὰ ποτό. Γιά τὸ ὅτι ἐπίσης δὲν εἶναι ἐπιθυμία τοῦ σώματος ἡ μέθη κοίταξε πὼς δὲν ἀντέχεις ὅταν ὑπερβάλεις τὸ μέτρο, ὅταν ὑπερβεῖς τὰ ὅρια.
Αὐτὰ ἀνήκουν στὸ σῶμα· ἐπειδὴ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι τῆς ψυχῆς, ὅταν καταντᾷ νὰ βυθίζεται στὰ σαρκικά, ὅταν γίνει παχυλή. Ἄν καὶ εἶναι καλὸ βεβαίως τὸ σῶμα, εἶναι ὅμως κατώτερο τῆς ψυχῆς, ὅπως ὁ μόλυβδος ἀπὸ τὸν χρυσό, ἀλλὰ ἔχει ἀνάγκη καὶ τοῦ μολύβδου ὁ ὁποῖος συγκολλᾷ· ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἔχει ἀνάγκη τοῦ σώματος. Συμβαίνει ὅπως ἕνα εὐγενικῆς καταγωγῆς παιδὶ ποὺ ἔχει παιδικὰ πράγματα, κατηγοροῦμε ὄχι τὴν ἡλικία, ἀλλὰ ὅσα γίνονται κατ᾿ αὐτήν, ἔτσι καὶ γιὰ τὸ σῶμα.
Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἴμαστε ὑποταγμένοι στὴ σάρκα, ἂν θέλουμε, ὅπως οὔτε στὴ γῆ, ἀλλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὸ πνεῦμα. Διότι τὸ ὅτι εἶναι κανεὶς κάπου δὲν λέγεται τόσο γιὰ τὴ θέση στὸν χῶρο, ὅσο γιὰ τὴ διάθεση. Γιὰ πολλούς, πράγματι, ἐνῶ εἶναι κάπου λέμε ὅτι δὲν εἶναι, λέγοντας δηλαδή: «Δὲν ἤσουν ἐδῶ», καὶ ἄλλοτε πάλι: «Δὲν εἶσαι ἐδῶ». Τί λέγω; Πολλὲς φορὲς λέμε σὲ κάποιον: «δὲν εἶσαι στὸν ἑαυτό σου, δὲν εἶμαι στὸν ἑαυτό μου»· ἂν καὶ τί εἶναι σωματικότερο ἀπὸ αὐτό, ὅταν πλησιάζει αὐτὸς τὸν ἑαυτό του; Καὶ ὅμως δὲν λέμε ὅτι αὐτὸς εἶναι στὸν ἑαυτό του.
Ἄς ἔλθουμε λοιπὸν στοὺς ἑαυτούς μας, στοὺς οὐρανούς, στὸ Πνεῦμα· ἂς μένουμε στὴν εἰρήνη καί την χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε, ἀφοῦ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ὅλα τὰ σαρκικά, νὰ μπορέσουμε νὰ ἐπιτύχουμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει δόξα, δύναμη, τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
................................................................................................................................................................................
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤ΄
«Καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι (:Κι ἀφοῦ ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, κήρυξε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης σὲ σᾶς τοὺς ἐθνικούς, ποὺ ἤσασταν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, καί σὲ μᾶς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἤμασταν κοντά Του· διότι Αὐτὸς μᾶς ἔφερε καὶ τοὺς δύο λαοὺς μέσῳ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Πνεύματος κοντὰ στὸν Πατέρα. Διαμέσου τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ προσέγγισή μας αὐτὴ μὲ τὸν Θεό. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶστε πλέον ξένοι καὶ προσωρινοὶ κάτοικοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶστε συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ. Καὶ σὰν ζωντανοὶ λίθοι κτισθήκατε πάνω στὸ θεμέλιο. Καὶ τὸ θεμέλιο αὐτὸ εἶναι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆτες, ἐνῶ ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, τὸ ἀγκωνάρι ποὺ βαστάζει καὶ στηρίζει ὅλο τὸ οἰκοδόμημα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Πάνω σὲ Αὐτὸν λοιπὸν καὶ διαμέσου Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομὴ ὅλη τῆς Ἐκκλησίας ἑνώνεται ἁρμονικὰ καὶ στερεὰ καὶ αὐξάνει, ὥστε νὰ γίνεται ναὸς ἅγιος, ὅπως τὸν θέλει ὁ Κύριος. Μὲ τὴν ἕνωσή σας μὲ τὸν Κύριο κι ἐσεῖς οἰκοδομεῖστε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς γιὰ νὰ γίνετε ναὸς καὶ κατοικητήριο, στὸ ὁποῖο θὰ κατοικεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα Του)» [Ἐφ. 2, 17-22].
«Δὲν ἀπέστειλε μὲ ἄλλον», λέγει, «οὔτε μὲ ἄλλον μήνυσε αὐτά σὲ μᾶς, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος διὰ τοῦ ἑαυτοῦ Του». Οὔτε ἄγγελο, οὔτε ἀρχάγγελο ἀπέστειλε, ἐπειδὴ τὸ νὰ διορθώσει τὰ τόσα κακὰ καὶ τὸ νὰ ἀναγγείλει τὰ ὅσα ἔγιναν, δὲν ἦταν δυνατὸν σὲ κανέναν ἄλλο, ἀλλὰ μόνο στὴ δική Του παρουσία. Καταδέχτηκε ὁ δεσπότης νὰ κατέλθει σὲ τάξη ὑπηρέτου καὶ σχεδὸν ἐπαίτου, καὶ ἦλθε, καὶ «εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς», λέγει. Τοὺς Ἰουδαίους ὀνομάζει πλησίον, σὲ σχέση πρὸς ἐμᾶς· «δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα (:διότι Αὐτὸς μᾶς ἔφερε καὶ τοὺς δύο λαοὺς μέσῳ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Πνεύματος κοντὰ στὸν Πατέρα. Διαμέσου τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ προσέγγισή μας αὐτὴ μὲ τὸν Θεό)» [Ἐφ. 2,18].
Εἰρήνη, λέγει, σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό. Μᾶς συμφιλίωσε. Καὶ μάλιστα καὶ ὁ ἴδιος λέγει: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν (:Φεύγω καὶ σᾶς ἀφήνω τὴν εἰρήνη. Σᾶς δίνω τὴ δική μου ἀληθινὴ καὶ βαθιὰ εἰρήνη, τὴν ὁποία ἦλθα νὰ φέρω στὸν κόσμο ποὺ συνταράσσεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ μιὰ εἰρήνη ὑποκριτική, ἀπατηλὴ καὶ ἀσταθῆ, σὰν αὐτὴ ποὺ δίνει ὁ κόσμος)» [Ἰω. 14,27]· καὶ πάλι: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον (:Ἔχετε θάρρος, Ἐγὼ ἔχω νικήσει τὸν κόσμο)» [Ἰω. 16,33]· καί: «Ἐάν τι αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω (:Ἐὰν ζητήσετε κάτι ἐπικαλούμενοι μὲ πίστη ζωντανὴ τὸ ὄνομά μου, ἐγὼ θὰ τὸ πραγματοποιήσω, ἐπειδὴ ἔχω κάθε ἐξουσία καὶ δύναμη κοντὰ στὸν Πατέρα μου)» [Ἰω. 14,14] · καὶ πάλι: «Αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ φιλεῖ ὑμᾶς ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ πεφιλήκατε, καὶ πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον (:Διότι ὁ Ἴδιος ὁ Πατέρας μου σᾶς ἀγαπᾷ ἀπὸ μόνος Του. Σᾶς ἀγαπᾷ, διότι κι ἐσεῖς ἔχετε ἀγαπήσει ἐμένα κι ἔχετε πιστέψει ὅτι Ἐγὼ ἔχω γεννηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπ᾿ Αὐτὸν ἔχω ἀποσταλεῖ στὸν κόσμο)» [Ἰω. 16,27]. Αὐτὰ εἶναι ἀποδείξεις τῆς εἰρήνης, καὶ ἐπιπλέον μὲ ποιό τρόπο; «Ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα (:Διότι Αὐτὸς μᾶς ἔφερε καὶ τοὺς δύο λαοὺς μέσῳ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Πνεύματος κοντὰ στὸν Πατέρα. Διαμέσου τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ προσέγγισή μας αὐτὴ μὲ τὸν Θεό)» [Ἐφ. 2,18]. Ὄχι σὲ ἐμᾶς λιγότερο, σὲ ἐκείνους ὅμως περισσότερο, ἀλλὰ μὲ μία χάρη. Τὴν μὲν ὀργὴ λοιπὸν κατέπαυσε διὰ τοῦ θανάτου, ἐμᾶς δὲ μᾶς ἔκανε ἀγαπητοὺς στὸν Πατέρα διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἰδοὺ πάλι τὸ «ἐν», χρησιμοποιεῖται ὡς «διά»· διὰ τοῦ ἑαυτοῦ Του καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δηλαδή, μᾶς ὁδήγησε πρὸς τὸν Πατέρα.
«Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ (:Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶστε πλέον ξένοι καὶ προσωρινοὶ κάτοικοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶστε συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ)» [Ἐφ. 2,19]. Βλέπεις ὅτι μᾶς ἀναδεικνύει συμπολῖτες, ὄχι ἁπλῶς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ τῶν ἁγίων καὶ μεγάλων ἐκείνων ἀνδρῶν, τῶν γύρω ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία; Στὴν ἴδια πολιτεία καταγραφήκαμε, σὲ ἐκείνη ἐμφανιζόμαστε. Διότι λέγει: «Οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι (:Πέθαναν μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα. Διότι ὅσοι ἐκφράζονται ἔτσι, λέγοντας δηλαδὴ ὅτι εἶναι ξένοι καὶ ταξιδιῶτες στὴ γῆ, φανέρωσαν καὶ ἀποδείκνυαν μὲ τὰ λόγια τους αὐτὰ ὅτι ζητοῦσαν μὲ πόθο μιὰ μόνιμη καὶ ἀληθινὴ πατρίδα˙ καὶ τέτοια εἶναι ὁ οὐρανός, τὸν ὁποῖο μόνο μὲ τὴν πίστη μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ)» [Ἑβρ. 11,14]. Ὄχι πλέον ξένοι πρὸς τοὺς ἁγίους, οὔτε παρεπίδημοι. Διότι παρεπίδημοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν πρόκειται νὰ ἐπιτύχουν τὰ οὐράνια. Διότι «ὁ δέ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα (:ὁ δοῦλος ὅμως δὲν παραμένει γιὰ πάντα στὴν οἰκία τοῦ Κυρίου του ὡς κληρονόμος καὶ παντοτινὸς κάτοχος˙ διότι δὲν ἔχει δικαιώματα σὲ αὐτὴν καὶ ἐκδιώκεται ἀπ᾿ αὐτὴν ὅταν καταστεῖ ἀνεπιθύμητος. Ἀντίθετα ὁ γιὸς μένει γιὰ πάντα στὴν οἰκία τοῦ πατέρα του, ἐπειδὴ κληρονομεῖ ὅλα τὰ δικαιώματα τοῦ πατέρα του)» [Ἰω. 8,35].
«Καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ (:Καὶ μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ)», λέγει. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶχαν ἐκεῖνοι ἐξαρχῆς μὲ τόσους κόπους, αὐτὸ κατορθώθηκε σὲ μᾶς διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἰδοὺ ἡ ἐλπίδα τῆς προσκλήσεως. «Ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν (:Καὶ σὰν ζωντανοὶ λίθοι κτιστήκατε πάνω στὸ θεμέλιο. Καὶ τὸ θεμέλιο αὐτὸ εἶναι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆτες)» [Ἐφ. 2,20]. Κοίταξε πῶς ἀναμιγνύει πάντοτε τοὺς Ἕλληνες, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς προφῆτες, τὸν Χριστό· καὶ ἄλλοτε μὲν ἀπὸ τὸ ὅτι γίναμε σῶμα, ἄλλοτε δὲ ἀπό τὸ ὅτι ἔχουμε οἰκοδομηθεῖ μαζὶ μὲ Αὐτὸν δείχνει τὴ συνάφεια. «Διότι ἔχετε οἰκοδομηθεῖ», λέγει, «ἐπάνω στὸ θεμέλιο τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν»· δηλαδή, θεμέλιος οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆτες. Καὶ πρῶτα θέτει τοὺς ἀποστόλους, ἂν καὶ εἶναι τελευταῖοι ὡς πρὸς τὸν χρόνο· καὶ ἐπειδὴ θέλει νὰ δείξει αὐτὸ λέγει αὐτά, ὅτι δηλαδή, θεμέλιο εἶναι ἐκεῖνοι, μία οἰκοδομὴ εἶναι τὸ πᾶν μιὰ ρίζα. Σκέψου τοὺς Ἕλληνες νὰ ἔχουν θεμέλιο τοὺς πατριάρχες. Ἐδῶ ὁμιλεῖ μὲ περισσότερη ἀκρίβεια ὀνομάζοντας αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔτσι, παρὰ ὅταν τὸ ὀνομάζει ἐγκεντρισμό· στὴν περίπτωση ἐκείνη ἁπλῶς καὶ μόνο τὸ ἐγγίζει αὐτό.
Ὕστερα, λέγει: «Ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ (:Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, τὸ ἀγκωνάρι ποὺ βαστάζει καὶ στηρίζει ὅλο τὸ οἰκοδόμημα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Πάνω σὲ Αὐτὸν λοιπὸν καὶ διαμέσου Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομὴ ὅλη τῆς Ἐκκλησίας ἑνώνεται ἁρμονικὰ καὶ στερεὰ καὶ αὐξάνει, ὥστε νὰ γίνεται ναὸς ἅγιος, ὅπως τὸν θέλει ὁ Κύριος)» [Ἐφ. 2,20-21]. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συνέχει τὸ πᾶν εἶναι ὁ Χριστός· διότι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καὶ τοὺς τοίχους συγκρατεῖ καὶ τὰ θεμέλια. Εἶναι ἐκεῖνος «ἐπάνω στὸν ὁποῖο στηρίζεται ἡ ὅλη οἰκοδομή».
Κοίταξε πῶς συνέδεσε αὐτό· ἄλλοτε μὲν θέτοντας αὐτὸν ἄνωθεν ὥστε νὰ κρατεῖ καὶ νὰ συγκροτεῖ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἄλλοτε παρουσιάζοντας αὐτὸν ἀπὸ κάτω νὰ στηρίζει τὴν οἰκοδομὴ καὶ νὰ εἶναι ρίζα αὐτῆς. Τὸ δὲ «δημιούργησε στὸν ἑαυτό Του, ἀπὸ τὰ δύο μέρη, ἕναν νέο ἄνθρωπο», φανέρωσε μὲ αὐτό, ὅτι διὰ τοῦ ἑαυτοῦ Του συνένωσε καὶ τοὺς δύο τοίχους, καθὼς ἐπίσης ὅτι δημιούργησε στὸν ἑαυτό Του. Καὶ «Πρωτότοκος», λέγει, «πάσης κτίσεως (:ὅλων τῶν δημιουργημάτων)» [Κολοσ. 1,15]· δηλαδή, τὰ πάντα Αὐτὸς στηρίζει. «Στὸν Ὁποῖο ἡ ὅλη οἰκοδομὴ συναρμολογεῖται». Εἴτε τὴν ὀροφὴ πεῖς, εἴτε τοὺς τοίχους, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, τὸ πᾶν στηρίζει. Καὶ ἀλλοῦ καλεῖ Αὐτὸν θεμέλιο. Διότι «θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός (: διότι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βάλει ἄλλο θεμέλιο λίθο ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται τώρα ἀμετακίνητος καὶ ἄσειστος στὴν βάση τῆς οἰκοδομῆς. Καὶ ὁ θεμέλιος αὐτὸς λίθος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός)», λέγει [Α΄ Κορ. 3,11]. «Στὸν Ὁποῖο ἡ ὅλη οἰκοδομὴ συναρμολογεῖται». Δείχνει καὶ τὸ ὀρθό, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ ἄλλον τρόπο νὰ τεθεῖ, ἐὰν δὲν ἔζησε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ ἐντέλεια. Καὶ «αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι (:καὶ αὐξάνει, ὥστε νὰ γίνεται ναὸς ἅγιος, ὅπως τὸν θέλει ὁ Κύριος. Μὲ τὴν ἕνωσή σας μὲ τὸν Κύριο κι ἐσεῖς οἰκοδομεῖστε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς γιὰ νὰ γίνετε ναὸς καὶ κατοικητήριο, στὸ ὁποῖο θὰ κατοικεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα Του)» [Ἐφ. 2,22], λέγει. Πολὺ συχνὰ τὸ λέγει αὐτό, τό «σὲ ναό, ὥστε νὰ γίνετε τόπος κατοικίας τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Τί λοιπὸν θέλει ἡ οἰκοδομή; Νὰ κατοικήσει μέσα σὲ τοῦτον τὸν ναὸ ὁ Θεός. «Καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐσᾶς εἶναι ναός, καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ, καὶ κατοικεῖ ὅπως στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως σὲ ναὸ πνευματικό». Δὲν εἶπε: «προσέλευση», ἀλλά: «δι᾿ αὐτοῦ ἔχουμε εἴσοδο»· διότι δὲν προσήλθαμε ἀφ᾿ ἑαυτῶν, ἀλλὰ ἀπὸ Αὐτὸν ὁδηγηθήκαμε. «Οὐδείς (:Κανείς)», λέγει, «ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ (:δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθει πρὸς τὸν Πατέρα καὶ νὰ μετάσχει στὴ μακαρία ζωή Του, παρὰ μόνο ἂν περάσει ἀπὸ Ἐμένα)» [Ἰω. 14,6]· καὶ πάλι: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή (:Ἐγὼ εἶμαι ὁ μοναδικὸς δρόμος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ φτάσει κανεὶς στὸν οὐρανό· διότι συγχρόνως εἶμαι καὶ ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή)» [Ἰω. 14,6]. Συνδέει αὐτοὺς μὲ τοὺς ἁγίους, καὶ πάλι ἐπιστρέφει στὸ προηγούμενο παράδειγμα, μὴ ἀφήνοντας πουθενὰ νὰ χωριστοῦν ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἄρα μέχρι τῆς παρουσίας θὰ οἰκοδομεῖται αὐτὴ ἡ οἰκοδομή· ἄρα γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἔλεγε ὁ Παῦλος: «Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός (:Σύμφωνα μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ δόθηκε γιὰ νὰ θεμελιώνω ἐκκλησίες ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, σὰν ἔμπειρος ἀρχιτέκτονας ἔχω βάλλει θεμέλιο στερεό· ἀλλὰ ὅμως συνεχίζει πάνω σὲ αὐτὸ τὸ κτίσιμο. Ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς κτίστες ἂς προσέχει πὼς οἰκοδομεῖ πάνω στὸ θεμέλιο. Αὐτὸς δὲν ἔχει πλέον δουλειὰ μὲ τὸ θεμέλιο· διότι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βάλλει ἄλλο θεμέλιο λίθο ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ βρίσκεται τώρα ἀμετακίνητος καὶ ἄσειστος στὴν βάση της οἰκοδομῇς. Καὶ ὁ θεμέλιος αὐτὸς λίθος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός)» [Α΄ Κορ. 3,10-11]· καὶ πάλι, ὅτι θεμέλιο εἶναι ὁ Χριστός. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτό; Βλέπεις ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπακοῦμε ἐπιπόλαια στὶς ὑποθῆκες; Μὲ παραδείγματα τὸ εἶπε αὐτό, ὅπως ὅταν λέει γεωργὸ τὸν Πατέρα καὶ ρίζα τὸν ἑαυτό Του.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολήν, ὁμιλίες Ε΄ καὶ ΣΤ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 520-541 καὶ 542-549.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm