«Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία
Λειτουργία»
(Και η θέση του Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτη έναντι του
ΙΕ Κανόνα, ως συνέχεια των Αγιορειτών Πατέρων – 1275)
ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄
Έχουμε
παραθέσει τη θέση (στο μέρος Ε΄) του όντως Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτη επί
της ερμηνείας του ΙΕ΄ κανόνος της Πρωτοδευτέρας συνόδου, όπως αυτή (η θέση)
καταγράφεται στην απαντητική επιστολή του προς τον υπουργό της δικτατορίας
(1967) Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου.
Ο π. Αυγουστίνος γνώριζε (άριστα), ότι η κοινή προσευχή, η συμπροσευχή δηλ. έχει προϋπόθεση την κοινή Ορθόδοξη Πίστη των μελών της, ως προσώπων που ανήκουν στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Γνώριζε,
ότι ο ΜΕ΄(45) Αποστολικός Κανόνας, διαλαμβάνει τα εξής: «Επίσκοπος, ή
πρεσβύτερος, ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω∙ ει δε
επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω» (Ράλλη – Ποτλή 2,
σελ. 60).
Γνώριζε,
επίσης, ότι η μνημόνευση του αιρετικού επισκόπου σε καθιστά κοινωνό της
πίστεώς του, ότι αμνηστεύει την πτώση (του αιρετικού επισκόπου), γι’ αυτό
με την εφαρμογή (έμπρακτα) του ΙΕ΄ Κανόνα κατήγγειλε και τον Αθηναγόρα και την
αίρεση του οικουμενισμού.
1ο
Σχόλιο:
Εάν δεχθούμε την «Δυνητική Ερμηνεία» του Κανόνα, τότε αυτό σημαίνει ότι ο
πιστός αδιαμαρτύρητα και στην πράξη, επιτρέπει να τον κατευθύνουν οι
«ψευδοεπίσκοποι» και οι «ψευδοδιδάσκαλοι», σύμφωνα με την ορολογία του Ι.
Κανόνα
2ο
Σχόλιο:
Στο κείμενο του Ι Κανόνα, διαβάζουμε:
«Ου
γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδοεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και ου
σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχιμάτων και μερισμών την
Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι».
Γι’
αυτό και ο π. Αυγουστίνος σε Επιστολή του (προς την Ιεράν Σύνοδον την 30-3-70),
γράφει:
«Ιεράρχαι,
διαμαρτυρηθέντες ή και παύσαντες μνημόσυνον Πατριάρχου, όχι μόνον απαλλάσονται
ευθύνης (του σχίσματος), αλλά είναι άξιοι επαίνου, ως ορθώς ερμηνεύοντες και
εφαρμόζοντες τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, του οποίου η ισχύς
Κανονικώς παραμένει ακλόνητος».
3ο
Σχόλιο
Παρατηρούμε
ότι ο Ιερός Κανόνας ΙΕ΄, που ρυθμίζει την συμπεριφορά του πληρώματος έναντι
ενός αιρετικού (γυμνή τη κεφαλή) επισκόπου, τοποθετεί ως ερέθισμα για την
ανάληψη δράσης, ως στοιχείο προσανατολισμού της δράσης αυτής, που
συνίσταται «προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες» και «προς τον
καλούμενον επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες», τον έπαινο, την «πρέπουσα
τιμή», γι’ αυτό και ο π. Αυγουστίνος τόνισε (επαναλαμβάνουμε), με απόλυτη
κατηγορηματικότητα, ότι: «είναι άξιοι επαίνου, ως ορθώς ερμηνεύοντες και
εφαρμόζοντες τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, του οποίου η ισχύς
κανονικώς παραμένει ακλόνητος».
Ο
Κανόνας δεν περιέχει ουδέν ίχνος απειλής – κολασμού για τους εφαρμόζοντας την
διακοπή μνημοσύνου του αιρετικού επισκόπου∙ αντίθετα κολάζει αυτούς τους
επισκόπους με τους χαρακτηρισμούς: «ψευδοεπίσκοποι», «ψευδοδιδάσκαλοι».
Έμμεσα
οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί εφιστούν την προσοχή του πληρώματος των πιστών, στο
ότι η εκκλησιαστική κοινωνία με τους «ψευδοεπισκόπους» και τους
«ψευδοδιδασκάλους», τους καθιστούν κοινωνούς τους∙ κοινωνούς του ψεύδους της
αιρέσεως. Φοβερός ο λόγος της Αποκαλύψεως: «έξω οι κύνες… και πας ο φιλών
και ποιών ψεύδος» (Αποκ. 22, 15). Η μέγιστη εκκλησιολογική βαθεία συνείδηση
του «Επαίνου» του Κανόνα προς τους διακόπτοντας τη μνημόνευση, γίνεται
αντιληπτή από την κατανόηση της αμαρτητικής βαρύτητας ενός σχίσματος, από το
οποίο σε αποτρέπει η εφαρμογή του Ι. Κανόνα.
4ο
Σχόλιο
Η
αίρεση και το σχίσμα είναι εργαστήρια κολάσεως, την ακατάσχετη φορά των οποίων
ανακόπτει η εφαρμογή του Κανόνα. Η μη εφαρμογή του Κανόνα εξασθενεί την σημασία
και τον κίνδυνο της αιρέσεως∙ εξασθενεί τη σημασία του δόγματος, ενώ είναι ένας
ανοικτός δρόμος για την αλλαγή θεμελιακών αντιλήψεων της Ορθοδοξίας, υπό των
αιρετικών οικουμενιστών (σήμερα) επισκόπων. Παράδειγμα η ψευδοσύνοδος της
Κρήτης. Είναι ψέματα; Φθάσαμε σε σημείο, όπου η «Δυνητική Ερμηνεία» νομίζεται
από τους περισσότερους, ως η κανονική – νόμιμη έκφραση της ενότητας της
Εκκλησίας. Τονίζει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Σκάφος ουν ή πλοίον η Εκκλησία
νοηθήσεται, πλωτήρας έχουσα τους ηγιασμένους» και όχι αιρετικούς ή σχισματικούς
(Κύριλλος Αλεξανδρείας: Εις τον Ψαλμόν Ργ΄, PG
69, 1264D – 1265 A).
Παραθέτουμε
(επιλεκτικά) δείγματα της σταθερής διδασκαλίας των Ιερών Πατέρων και της Αγίας
Γραφής περί αιρέσεως και σχίσματος:
1ον)
Κύριλλος Αλεξανδρείας
«και
οι τοις ανοσίοις αιρετικοίς
συναπτόμενοι, και των παρ’ αυτοίς θυσιαστηρίων μετέχοντες… επλήθυναν γαρ
εαυτοίς τα εις αμαρτίας, έξω θύοντες τον αμνόν, της ιεράς τε και θείας αυλής,
τουτέστι της Εκκλησίας» (Εις τον Ωσηέ, 5, 8, 12 PG 71, 209 Β).
2ον)
Ιερώνυμος: «η αίρεσις συνίσταται εν τη αλλοιώσει του δόγματος, εν ω το
σχίσμα χωρίζει και τούτο της Εκκλησίας λόγω διαστάσεως προς τον Επίσκοπον»
(P.L. 26, 633 D).
3ον)
Ιγνάτιος Αντιοχείας
«ει
τις σχίζοντι» την Εκκλησίαν «ακολουθεί, βασιλείαν Θεού ου κληρονομεί» και
προτρέπει «φεύγετε τον μερισμόν» (Προς Φιλαδ. 3, 3, ΒΕΠ 2, 277. Βλ. Α΄
Κορ. 6, 9-10).
Ουδεμία,
βέβαια, υπάρχει αμφιβολία, ότι οι ανωτέρω Πατέρες αναπτύσσουν το πνευματικό
νόημα του ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας συνόδου, πριν ακόμη αυτός διατυπωθεί
συνοδικά!
5ο
Σχόλιο
Στο
κείμενο του Ι. Κανόνα διαβάζουμε, ότι αυτοί που διέκοψαν την μνημόνευση του
αιρετικού επισκόπου «ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον,
αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι».
Στο
Λεξικό διαβάζουμε:
α)
μερισμός = χωρισμός εις μέρη, διαίρεση, μοίρασμα
β)
εσπούδασαν = ενήργησαν μετά σπουδής, εσπευσμένως, με προθυμία και ζήλο, με
γρηγοράδα.
Δεν
εννοείται (εδώ) το «σπουδάζω», ως συστηματική εκμάθηση επιστήμης ή τέχνης.
Λογικά
– θεολογικά, όμως, εννοεί το «εσπούδασαν», ότι: Προσευχήθηκαν,
εμελέτησαν, ερεύνησαν τον θησαυρό της Πατερικής πρακτικής σε καιρό αιρέσεων και
της διδασκαλίας τους και αποφάσισαν ότι η Εκκλησία ελευθερώνεται από την αίρεση
μόνο με «προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες», με «προς τον
καλούμενον επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες», έστω και χωρίς («προ
συνοδικής διαγνώσεως») συνοδική καταδίκη.
Είναι
αλήθεια ότι το πλήρωμα μοιράζεται σε διαφορετικές – λαθεμένες
εκκλησιολογικές κατευθύνσεις, όταν οι αιρετικοί επίσκοποι παραμένουν στις
θέσεις τους, όταν δεν εφαρμόζεται ο ΙΕ΄ Κανόνας.
Την
διατήρηση της Ορθοδοξίας και την αναίρεση του σημερινού οικουμενιστικού
φάσματος εκκλησιολογικών πεποιθήσεων, μερισμού δηλ., εγγυάται μόνο η
εφαρμογή, η σοφία και η πρόνοια του ΙΕ΄ Κανόνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την
μέγιστη περιεκτικότητά του σε νοήματα, με την πλέον μικρή, ολιγολογητική,
διατύπωση!
Ζητώ
συγγνώμη για το πλάτος και την έκταση των συγγραφικών ορίων, στην προσπάθεια να
έλθουν εις την επιφάνεια οι θέσεις του Ι. Κανόνα, προς οικοδομή και έλεγχο
πάντων ημών, των σημερινών Ορθοδόξων (συνεχίζεται).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
ΒΛΕΠΕΤΕ ΕΔΩ: ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ: «Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία» ΜΕΡΟΣ Δ'+ Γ' + Β' + Α΄ (agonasax.blogspot.com)
ΜΕΡΟΣ E΄
Σε μια σημαντική ιστορική στιγμή, στην απάντησή του προς
τον Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου – υπουργό Παιδείας της δικτατορίας (1967) – ο
π. Αυγουστίνος ερμήνευσε νόημα, όρια και πρακτική εφαρμογή του Ιερού Κανόνα,
όπως τα προσδιόρισαν και οι Αγιορείτες στην Επιστολή τους. Να υπογραμμίσουμε,
ότι η σχέση μιας εχθρικής εξουσίας προς την Ορθοδοξία και τους Ομολογητές της,
πάντα η ίδια. Τότε «Αυτοκράτορας», έπειτα υπουργός στρατιωτικού καθεστώτος.
Η αποστασία πάντα ωθεί τα τέκνα της σε ανάληψη
δράσης εναντίον της ορθής Πίστεως, εναντίον των Ιερών Κανόνων.
Στο απαντητικό κείμενο του π. Αυγουστίνου (Χριστ. Σπίθα – Νοέμβριος 1973), διαβάζουμε:
«Επανέρχεται ο κ. Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου επί του
θέματος της διακοπής του μνημοσύνου του αποθανόντος πατριάρχου Αθηναγόρου και
επαναλαμβάνει, ότι δεν είχομεν δικαίωμα διακοπής άνευ προηγουμένης καταδίκης
του. απαντώμεν πάλιν∙ Δις υπεμνήσαμεν εις τον κ. Θ.Π. τον ΙΕ΄ Κανόνα της
Πρωτοδευτέρας, ο οποίος όχι μόνον επιτρέπει, αλλά και επιβάλλει εις
ωρισμένας περιπτώσεις «γυμνή τη κεφαλή» διακηρύξεως αιρετικών δοξασιών την
διακοπήν μνημοσύνου. Υπήρξε δε γεγονός ότι πολλάκις ο Αθηναγόρας προέβη εις
δημοσίας δηλώσεις επί διαφόρων εκκλησιαστικών θεμάτων αντιθέτους προς την
Ορθόδοξον διδασκαλίαν. Η αγωνιστική εφημερίς «Εκκλησιαστικός Αγών» συνέλεξε τας
κυριωτέρας των εις διαφόρους τόπους και χρόνους γενομένων δηλώσεων του
Αθηναγόρου και εδημοσίευσε ταύτας εις δύο σελίδας του υπ’ αριθμ. 48/ Μαΐου 1970
φύλλου αυτής.
Ημείς δε, δι’ αναφοράς προς την Ι. Σύνοδον, εζητήσαμεν,
ίνα ο Αθηναγόρας παράσχη σαφείς εξηγήσεις επί του περιεχομένου των δηλώσεών
του, ανακαλών τα υπ’ αυτού μη Ορθοδόξως λεχθέντα ή διαψεύδων τα τυχόν μη ορθώς
υπό των δημοσιογράφων αποδοθέντα.
Ο Αθηναγόρας όμως ούτε το εν ούτε το άλλο έπραξεν.
Αι αντορθόδοξοι δηλώσεις του παρέμειναν.
Κατόπιν τούτου ηναγκάσθημεν να διακόψωμεν το
μνημόσυνον. Η ενέργειά μας υπήρξε κατά πάντα Κανονική, σύμφωνος προς τον ΙΕ΄
Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Και επειδή ο κ. Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου επιμένει, ότι
επί τη βάσει του Κανόνος τούτου δεν είχομεν δικαίωμα διακοπής του μνημοσύνου
προ της δίκης και καταδίκης αυτού, δημοσιεύομεν ολόκληρον το κείμενον του
Κανόνος, ως και την αυθεντικήν ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου». Στη
συνέχεια ο π. Αυγουστίνος παραθέτει τα δύο αυτά κείμενα – Πηδάλιον, σελ. 358 –
Έκδοσις Ζ΄ «Αστέρος».
1ο Σχόλιο: «ο Φώτιος
τότε είχε μεγάλην φήμην, όχι μόνον εις την σοφίαν, αλλά και εις την ευλάβειαν»,
γράφει ο Ηλίας Μηνιάτης εις το βιβλίον του «Περί της αιτίας του σχίσματος
Ανατολής – Δύσεως» (Σελ. 16). Γράφει επίσης: «Εις τον δρόμον των επιστημών
τόσον επροχώρησεν ούτος ο νους, όστις ήτον αληθινά μία άβυσσος πολυμαθείας,
όπου εις τους καιρούς του δεν είχεν όμοιον, δια πολύν καιρόν η φύσις δεν ήθελε
γεννήση ένα τοιούτο τέρας. Όχι εις μίαν μόνη, αλλά σχεδόν εις όλας τας
επιστήμας ήτον τελειότατος, εις τα φιλοσοφικά, ιατρικά, αστρονομικά και
θεολογικά διδάσκαλος άκρος. Η βιβλιοθήκη η μυριόβιβλος, οπού μας άφισεν, είναι
αρκετόν τεκμήριον της βαθυτάτης εκείνης γνώσεως, οπού είχεν εις το να διακρίνει
τα πράγματα, κρίνωντας ακριβώς και ορθώς περί των συγγραφέων και της μακράς
εκείνης αναγνώσεως τοσούτων συγγραμάτων, οπού απέρασεν. Εις τα πολιτικά
πάλιν και θεωρία και πράξει ήτον πολλά περιφανής, δια τούτο είχετο και εις
μεγάλην τιμήν μέσα εις τα βασίλεια, οπού έλαβε και αξιώματα επίσημα, επειδή και
εστάθη πρωτοσπαθάριος και πρωτασηκρήτης Θεοφίλου του βασιλέως, έπειτα εις της
συγκλήτου» (Σελ. 12).
Γνωρίζοντας ο Μ. Φώτιος το «δίκαιο» της (τότε) Πολιτείας
έναντι των Ιερών Κανόνων, την υποχρεωτικότητά τους δηλ., θεώρησε και την σειρά
των συνεπαγωγών του ΙΕ΄ Κανόνα ως υποχρεωτική.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, το πολιτειακό πλαίσιο (το
Βυζαντινό) εκεί μας οδηγή, στην υποχρεωτικότητα του Κανόνα.
Αντιγράφω, σχετικά, από τον ογκώδη Τόμο «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ»
(Τόμος Α΄) του Επισκόπου Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και
Φαναριοφερσάλων, του από Βελανιδιάς, από εργασία του με τίτλο: Η ισχύς των
Ιερών Κανόνων εν Ελλάδι.
Η εργασία του εδημοσιεύθη στο υπ’ αριθμ. 14 της 27ης
Οκτωβρίου 1907 φύλλο της (εν Αθήναις) εβδομαδιαίας εφημερίδας «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ». Γράφει, σχετικά:
«Το β΄ άρθρον του ισχύοντος Συντάγματος καταγράφει ρητώς ως
έχοντας νόμου ισχύν τους αγίους της Οικουμενικής Συνόδου κανόνας. Είναι δε η
διάταξις αύτη απόρροια ου μόνον της ευσεβούς προθέσεως υπέρ της επικρατούσης
θρησκείας των τότε βουληφόρων (=βουλευτών), αλλά και συμφωνία προς τας
διατάξεις και τα έθιμα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.
Ούτως, ο Μέγας Κωνσταντίνος καθώρισεν «αμετατρέπτου τε
είναι των Συνόδων τους όρους» (Σωζομ. Εκκλησ. Ιστορία Α), τοις ίχνεσι δε
τούτου επιβαίνοντες Θεοδόσιος ο Μέγας (390) και Μαρκιανός (452) εθέσπισαν «τους
θείους κανόνας ουκ έλαττον των νόμων ισχύειν» (Φωτ. Νομ. Θ΄29). Και ο Μέγας
νομοθέτης Ιουστινιανός (530) καθώρισεν όπως «τάξιν νόμου επέχειν τους αγίους
Εκκλησιαστικούς κανόνας τους υπό των αγίων Συνόδων εκτεθέντας ή βεβαιωθέντας»
(Ιουστ. Νεαρ. Ρλα΄ κεφ. α΄) πάντα δε νόμον αντιτιθέμενον τοις κανόσι τούτοις
άκυρον είναι εθέσπισεν∙ «οι τοις κανόσιν εναντιούμενοι τύποι άκυροι εισίν».
2ο Σχόλιο: Της Α-Β Συνόδου
ο ΙΕ΄ Κανόνας ήτο υποχρεωτικός, όπως είδαμε, λόγω – σύμφωνα με την (τότε)
Πολιτειακή νομοθεσία, που εγνώριζε και ο Μ. Φώτιος ο «πολιτικά θεωρία και πράξει
πολλά περιφανής».
Αναμφίβολα, αβίαστα συμπεραίνουμε, ότι ο Κανόνας ήτο
ταυτόχρονος και ταυτόσημος θέση Εκκλησίας και πολιτείας και όχι «Δυνητικός»
3ο Σχόλιο: Όχι τυχαία, ο
πολυμαθής και άριστα καταρτισμένος π. Αυγουστίνος Καντιώτης, έγραψε τις λέξεις
(κλειδιά) στο απαντητικό κείμενό του: Ο Κανόνας επιτρέπει, αλλά και επιβάλλει∙
παρακάτω γράφει ότι ηναγκάσθημεν να διακόψωμεν το μνημόσυνον. Στο
Λεξικό, διαβάζουμε:
1) Επιτρέπω = δίνω σε κάποιον την άδεια να πει ή να
κάνει κάτι∙ Το παθ. Στο 3ο ενικό πρόσωπο, όλων των χρόνων, σημαίνει
δίνεται η άδεια για κάτι, είναι επιτρεπτό, δεν είναι απαγορευμένο.
2) Επιβάλλω = διατάζω, αναγκάζω να γίνη κάτι.
3) Αναγκάζω = επιβάλλω δια της βίας∙ προτρέπω με
φορτικά λόγια.
Στην περίπτωση του απαντητικού κειμένου του π.
Αυγουστίνου, το ηναγκάσθημεν σημαίνει ότι η συνείδησή του ωθήθηκε από
την υποχρεωτική, πνευματική εντολή της Συνόδου.
4ο Σχόλιο: Όταν ο π.
Αυγουστίνος έγραψε την απαντητική Επιστολή του – Ερμηνεία του ΙΕ΄ Κανόνα,
πουθενά δεν χρησιμοποίησε την «Δυνητική Ερμηνεία» του Κανόνα, στην οποία
επικεντρώθηκαν (λαθεμένα) ο π. Γεράσιμος Μενέγιας και ο π. Επιφάνιος
Θεοδωρόπουλος οι οποίοι, ασφαλώς, δεν επιθυμούσαν το κακό της Εκκλησίας.
Οι θέσεις του π. Αυγουστίνου είναι η συνέχεια της
διαλεκτικής των Αγιορειτών Πατέρων επί της ερμηνείας του ΙΕ΄ Κανόνα. Στην
σημερινή «Δυνητική ομολογία», εκκλησιολογική πολυχρωμία στην πραγματικότητα,
του σύγχρονου πληρώματος, στην εντυπωσιακή δηλ. απομάκρυνσή του από την
υποχρεωτικότητα του ΙΕ΄ Κανόνα, η φράση – Επιστολή του π. Αυγουστίνου
«Απαντώμεν πάλιν», αποτελεί την θεμελίωση μιας συνεχούς Πατερικής, Ορθόδοξης
αυτοσυνειδησίας έναντι της παναιρέσεως του οικουμενισμού. (συνεχίζεται)
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία»
(Πάντες οι Αγιορείτες Πατέρες – 1275 – Περί της «διάτορος
αυτού μνημοσύνης»)
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Οι
Αγιορείτες Πατέρες (1275) στην Επιστολή τους προς τον «Βασιλέα Μιχαήλ τον
Παλαιολόγον», εκδηλώνουν ιδιαίτερη έγνοια για την αξία, ερμηνεία και
χρησιμότητα του ΙΕ΄ Κανόνα της «αγίας και μεγάλης της πρώτης και δευτέρας
επονομασθείσης», όπως ονομάζουν χαρακτηριστικά τη σύνοδο επί Μ. Φωτίου (861
μ.Χ.).
Οι
διατυπώσεις τους, τους αναδεικνύουν γίγαντες των εκφραστικών θεολογικών
εγχειρημάτων τους επί εκκλησιολογικού πεδίου.
Γράφουν,
σχετικά:
«Εμπεριέχεται
δε και τω ΙΕ΄ κανόνι της αγίας και μεγάλης της πρώτης και δευτέρας
επονομασθείσης, ότι ου μόνον ανευθύνους είναι (= οι εφαρμόζοντες την
Αποτείχιση), αλλά και επαινετέους τους αποσχίζοντας εαυτούς και προ συνοδικής
καταδίκης, από των δημοσία διδασκόντων αιρετικά διδάγματα, και όντων προφανώς
αιρετικών. Ου γαρ απέσχισαν εαυτούς από Επισκόπων, αλλ’ από ψευδοεπισκόπων, και
ψευδοδιδασκάλων, και το παρά τούτων γεγονός, επαίνου άξιον, και προσήκον
ορθοδόξοις χριστιανοίς, και ως ου σχίσμα τούτο Εκκλησίας, αλλά μάλλον μερισμών
απαλλαγή, και της αληθείας επικράτησις».
Ερμηνεία – Μετάφραση (Επί το απλούστερον):
«Μέσα
στο πνεύμα του ΙΕ΄ κανόνα της Α-Β συνόδου, έχει συμπεριληφθεί το επιτρεπτόν της
Αποτειχίσεως, ως νόμιμη και εκκλησιολογικά δικαιολογημένη ενέργεια∙ και
αποτελεσματική∙ έτσι ώστε οι εφαρμόζοντς την Αποτείχιση να μην είναι μόνο
ανεύθυνοι αλλά και άξιοι επαίνου, που απομακρύνθηκαν από τους αιρετικούς
ποιμένες προ συνοδικής καταδίκης τους, οι οποίοι ποιμένες εδίδασκον φανερά και
δημόσια αιρετικές διδασκαλίες, που τους φανέρωναν ως όντως αιρετικούς.
Διότι
δεν απομάκρυναν τους εαυτούς των από πραγματικών επισκόπων, αλλ’ από
ψευδοεπισκόπων, και ψευδοδιδασκάλων, και αυτό το γεγονός της απομακρύνσεώς τους
είναι άξιο επαίνου και ταιριαστό στους ορθοδόξους χριστιανούς, και δεν είναι
τούτο σχίσμα στην εκκλησία, αλλά περισσοτέρων διαιρέσεων απαλλαγή και της
αληθείας επικράτηση».
1ο
Σχόλιο
Σήμερα
το πλήρωμα ασκεί συλλογική παράχρηση της Εκκλησιαστικής οικονομίας
επαναπαυόμενο στην «Δυνητική ερμηνεία» του ΙΕ΄ Κανόνα∙ ευρίσκεται στον
Εκκλησιολογικό αντίποδα των Αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι τονίζουν,
παροτρύνουν, ως Ακρίβεια, την εφαρμογή του Κανόνα προς επικράτηση της αλήθειας
της Ορθοδοξίας. Η εφαρμογή του είναι γεγονός:
«επαίνου
άξιον, και προσήκον Ορθοδόξοις Χριστιανοίς, και ως ου σχίσμα τούτο εκκλησίας,
αλλά μάλλον μερισμών απαλλαγή, και της αληθείας επικράτησης».
Από
τότε που εφαρμόσθηκε η αναστολή του ΙΕ΄ Κανόνα και επικράτησε ως «Δυνητική
Ερμηνεία», ποιες πληγές επουλώθηκαν; Καμμία! Απλά οι «ορθόδοξοι ποιμένες»
εδάνεισαν το φιλικό τους πρόσωπο στην παναίρεση του οικουμενισμού, έτσι ώστε
σήμερα, εν έτει 2023, να έχει ταυτιστεί η υπακοή στην Διοικούσα Εκκλησία με την
μόνιμη «λύσιν συνεχείας» των Ιερών Κανόνων, της Αποστολικής και Αγιογραφικής
παραδόσεως, με αποκορύφωμα την ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Γι’ αυτό και εισήλθαν
στο πλήρωμα η αυθαιρεσία και η αλλοτρίωση, με τα κομψά «θεολογικά ενδιαιτήματα:
Α)
Λειτουργία στο όνομα του επισκόπου – Ευχαριστιακή θεολογία
Β)
Βαπτισματική θεολογία και
Γ)
Θεωρία των Κλάδων, των αδελφών Εκκλησιών και των δύο πνευμόνων (και όχι μόνο το
παραπάνω)
Ο
όρος «Δυνητική Ερμηνεία» του ΙΕ΄ Κανόνα, έχει δημιουργήσει την αίσθηση (και ας
το αρνούνται πολλοί) του εδάφους που έχει κατακτήσει η αίρεση του οικουμενισμού
μέσα στην Εκκλησία. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί, ότι η «Δυνητική Ερμηνεία» είναι
ο εκκλησιολογικός νάρθηκας του ορθοδόξου και υποχρεωτικού ΙΕ΄ Κανόνα.
Παρά
την προοδευτική αναστολή του ΙΕ΄ Κανόνα, από την εποχή (κυρίως) του Αιρετικού –
οικομενιστού Πατριάρχη Αθηναγόρα και μετά, η οργάνωση της Εκκλησίας (Δογματική
και Εκκλησιολογική) διατήρησε για καιρό μία φαινομενική συνοχή, χάρη
στην οργανωτική ταυτότητα της Ορθοδοξίας, την οποία στήριζαν – εξέφραζαν οι τρεις
Επίσκοποι της Βορείου Ελλάδος, που είχαν προβεί στην διακοπή της μνημονεύσεως
του Αθηναγόρα και οι Ι. Μονές του Αγίου Όρους, που έπραξαν το ίδιο.
Μετά
(σταδιακά) εξελέγησαν ως Επίσκοποι και ηγούμενοι «υπάκουοι» διαχειριστές του
οικουμενισμού, οι οποίοι μη υπαρχούσης αντίστασης, εφαρμογής δηλ. του ΙΕ΄
Κανόνα, επιτάχυναν (μέχρι σήμερα) την διείσδυση του οικουμενισμού.
Βλέπουμε
δηλ. – πρέπει να τα γνωρίσουν οι σημερινοί (νέοι στην ηλικία) Ορθόδοξοι – ότι
τότε, δεκαετίες του 1960 και 1970, είχαμε δύο ενδεχόμενες επιλογές εναντίον του
οικουμενισμού∙ από τη μία πλευρά, η θεσμική ορθόδοξη εκκλησιολογία, βασισμένη
στην ανάγκη – ανάλυση και εφαρμογή του ΙΕ΄ Κανόνα και από την άλλη η αρθρωμένη
στάση των ορθοδόξων απέναντι στον οικουμενισμό, επί της «Δυνητικής Ερμηνείας»
στηριζομένη, μέχρι και σήμερα. Η δεύτερη αυτή στάση εδραίωσε τον οικουμενισμό∙
τα μετέπειτα γεγονότα μέχρι σήμερα αποτελούν αδιάψευστο ιστορικό μάρτυρα της
ολέθριας φαντασιακής (άμυνας) εκκλησιολογίας της «Δυνητικής Ερμηνείας».
Οι
Αγιορείτες Πατέρες στην Επιστολή τους, αναφέρονται και στην συμπροσευχητική
διακοινωνία με τους αιρετικούς.
Γράφουν,
σχετικά: «Ο γαρ αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτού υπόκειται εγκλήμασι∙ και ο
ακοινωνήτοις κοινονών, ακοινώνητος εστίν, ως συγχέων τον κανόνα της Εκκλησίας».
Ερμηνεία
– Μετάφρασις (Επί το απλούστερον):
«Διότι
ο αιρετικόν δεχόμενος ορθόδοξος, δηλ. με εκκλησιαστική κοινωνία (συμπροσευχές,
λειτουργίες κ.λ.π) ή και με συγκατάβασή του σε αιρετικές διδασκαλίες,
ευρίσκεται υπόδικος – ένοχος και αυτός, στα ίδια παραπτώματα – αμαρτήματα του
αιρετικού∙ και όταν ο ορθόδοξος κοινωνεί – συμμετέχει στων αιρετικών την
πίστιν, καθίσταται ακοινώνητος, επειδή συγχέει – μπερδεύει την ασφαλή (ως
κανόνα) διδασκαλία της Εκκλησίας».
2ο
Σχόλιο – Διευκρινήσεις
Α)
Τα ανωτέρω νοήματα (και το ίδιο επιτίμιο, δηλ. αφορισμός) εμπεριέχει και ο 10ος
(Ι΄) κανόνας των Αγίων Αποστόλων, δηλ.:
«Ει
τις ακοινωνήτω, καν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω».
Β)
Ο όρος «ακοινώνητος» σημαίνει τον αποκοπέντα (προσωρινά ή οριστικά) από την
Εκκλησία.
Γ)
από αρχαιοτάτων χρόνων, η μη κοινωνία με αιρετικούς, είχε γίνει συνείδηση
(ακόμη) και στους απλούς Μοναχούς:
α)
Περί του αββά Χομαί (Γεροντικό)
«Έλεγον
περί του αββά Χομαί ότι μέλλων τελευτάν είπε τοις υιοίς αυτού∙ Μη οικήσετε μετά
αιρετικών…».
β)
Περί του αββά Ματώη (Γεροντικό)
«μη
έχε […] φίλον αιρετικόν».
Οι
Αγιορείτες στην Επιστολή τους τόνισαν ανωτέρω: «ως συγχέων τον κανόνα της Εκκλησίας»
(Ι΄ Αποστολικός Κανόνας)∙ αυτό μας δίνει το έναυσμα να συνεχίσουμε (συν Θεώ)
για τους σχετικούς Κανόνες των Οικουμενικών, Τοπικών Συνόδων και των Αγίων
Πατέρων.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ: «Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία» (Πάντες οι Αγιορείτες Πατέρες – 1275 – Περί της «διάτορος αυτού μνημοσύνης») ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΒΛΕΠΕΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ: ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ: «Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία» ΜΕΡΟΣ Β' + Α΄ (agonasax.blogspot.com)
«Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία»
(Πάντες οι Αγιορείτες Πατέρες – 1275 – Περί της «διάτορος
αυτού μνημοσύνης»)
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Στο θεολογικό τοπίο της Επιστολής («περί της διάτορος μνημοσύνης του αρχιερέως»), οι Αγιορείτες Πατέρες τοποθετούν και τη σχετική μαρτυρία της σφαιρικής – συνολικής εκκλησιολογίας του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Γράφουν, σχετικά:
«Και ο μέγας πατήρ ημών και ομολογητής Θεόδωρος ο Στουδίτης ταύτα λέγει προς τινα, δια της τιμίας αυτού επιστολής∙ «Εφης δε μοι ότι δέδοικας ειπείν τω πρεσβυτέρω σου, μη αναφέρειν τον αιρεσιάρχην, και τοι περί τούτου ειπείν σοι το παρόν ου καταθαρρώ∙ πλην ότι μολυσμόν έχει η κοινωνία εκ μόνου του αναφέρειν αυτόν, καν ορθόδοξος είη ο αναφέρων»
Ερμηνεία – Μετάφρασις (Επί το απλούστερον):
«Και ο μέγας πατέρας μας και ομολογητής Θεόδωρος ο Στουδίτης αυτά λέγει προς κάποιον, δια της (σχετικής) τιμίας αυτού επιστολής∙ «Μου είπες ότι φοβήθηκες να πεις στον πρεσβύτερό σου (ίσως, πνευματικό του), να μην μνημονεύει – αναφέρει τον αιρεσιάρχη, αν και περί αυτής της θέσεώς σου, να σου είπα εγώ, δεν το νομίζω κατηγορηματικά, εκτός (σου το είπα) ότι δημιουργεί μολυσμό η κοινωνία με τον αιρεσιάρχη και με μόνη την μνημόνευσή του, έστω και αν ο μνημονευτής λειτουργός είναι ορθόδοξος».
Ερωτούν, στη συνέχεια, οι Αγιορείτες:
«Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν; και πως δεχθήσεται οικονομίαν τα θεία βεβηλούσαν κατά τον του Θεού ειρημένον λόγον (εννοούν το εδάφιο Ιεζ. 22,26, το οποίο παραθέσαμε στο Β΄ Μέρος της εργασίας) και εκ την θείων απωθούσαν το του Θεού πνεύμα∙ και της εντεύθεν αφέσεως των αμαρτιών, και της υιοθεσίας τους πιστούς αμετόχους ποιούσα∙ και τι αν είη ταύτης της οικονομίας ζημιωδέστερον… ο γαρ αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτού υπόκειται εγκλήμασι∙ και ο ακοινωνήτοις κοινονών, ακοινώνητος εστίν, ως συγχέων τον Κανόνα της Εκκλησίας».
Ερμηνεία – Μετάφρασις (Επί το απλούστερον):
«Αλλά ως οικονομία ποιήσωμεν την μνημόνευση (του αιρετικού – Πάπα ή επισκόπου); και πώς θα δεχθούμε ως οικονομία (την μνημόνευση), πράξη που βεβηλώνει τα θεία, σύμφωνα με τον του Θεού λόγον (Ιεζ. 22,26), που ήδη έχουμε αναφέρει∙ πράξη που απωθεί από τα θεία το πνεύμα του Θεού∙ πράξη που αναιρεί την άφεση των αμαρτιών και την υιοθεσία των πιστών («αμετόχους ποιούσα»)∙ και τι υπάρχει αυτής της οικονομίας πιο επιζήμιο!... Διότι αυτός που δέχεται αιρετικό, υπόκειται και αυτός στα εγκλήματα αυτού∙ και αυτός που κοινωνεί με τους ακοινώνητους, ακοινώνητος είναι, διότι παραβαίνει – μπερδεύει τον κανόνα (το φρόνημα και την τάξη) της Εκκλησίας».
Είναι φανερό, ότι η αποδοχή της μνημόνευσης αιρετικού σε θέτει εκτός Εκκλησίας (της Μυστηριακής).
Συνειρμικά, συνδέομαι με την δύναμη σύνθεσης – σύνδεσης της διαχρονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και, συγκεκριμένα, με τον βίο και την διδασκαλία της Οσίας Μελάνης της Ρωμαίας. Βλέπω ότι η θεολογική φιλοσοφία των Αγιορειτών (1275), υιοθετεί τις θέσεις της Οσίας.
Ο βιογράφος της (πιθανόν ο Γερόντιος, +487) γράφει:
«Κάποτε μνημόνευσα λοιπόν στην αγία αναφορά το όνομα της γυναίκας ενός υπάτου μαζί με τους προκεκοιμημένους αγίους, που τελείωσε τη ζωή της στην ξενητιά, στους αγίους Τόπους – έχουμε τη συνήθεια εμείς να το κάνουμε αυτό, για να μεσιτεύουν προς χάρη μας τη φοβερή εκείνη ώρα της κρίσης∙ Κι επειδή ψιθυριζόταν από κάποιους που βρίσκονταν σε επικοινωνία με μας τους ορθοδόξους πως ήταν αιρετική, τόσο αγανάκτισε η ευλογημένη, ώστε αμέσως, την ίδια στιγμή, να μου φωνάξει αυθόρμητα∙ «Ζει ο Κύριος, αν την μνημονεύεις, δεν θα κοινωνώ από την προσφορά σου». Κι όταν της έδωσα τον λόγο μου πάνω στο άγιο θυσιαστήριο, ότι ποτέ πια δε θα την μνημονεύσω, απάντησε∙ «πολύ είναι και μια φορά! Επειδή την μνημόνευσες, δεν κοινωνώ». Έτσι θεωρούσε πως είναι παράβαση της ορθόδοξης πίστης η μνημόνευση αιρετικών την ώρα της αγίας αναφοράς∙ στο αρχαίο κείμενο, διαβάζουμε:
«Ούτως επίστατο παράβασιν είναι της ορθοδόξου πίστεως το ονομάζειν αιρετικούς εν τη αγία αναφορά»
(Βλέπε «ΜΗΤΕΡΙΚΟΝ», Τόμος Στ΄, Σελ. 248-251, υπό Δημ. Γ. Τσάμη – Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου Τιμίου Προδρόμου Ακριτοχωρίου – Θεσσαλονίκη 1996).
1ο Σχόλιο: Σήμερα στους ορθοδόξους η ερμηνεία του ΙΕ΄ Κανόνα της Α και Β Συνόδου, έγινε «γρίφος». Από τότε που διατυπώθηκε (861 μ.Χ.) συνοδικά ο Ιερός Κανόνας, έχουν παρέλθει 1162 έτη. Από τότε μέχρι σήμερα περάσαν πάρα πολλοί (σοφοί) ερμηνευτές, όπως: Ζωναράς, Βαλσαμών, Αριστηνός και μέγας σύλλογος Αγίων Πατριαρχών – Επισκόπων, λογίων, σοφών, αγίων και διδασκάλων, καθώς και πλήθος Μαρτύρων και Ομολογητών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ουδείς, εξ αυτών διατύπωσε «Δυνητική Ερμηνεία» του Κανόνα. Οι θέσεις της «Δυνητικής Ερμηνείας» δεν έχουν γενεαλόγηση Πατερική, Αγιογραφική μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας∙ είναι αμάρτυρες. Είναι σημερινές προσωπικές επινοήσεις.
Απορίας άξιον:
Διατί εκφωνούν οι Επίσκοποι «Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε, της Ιεράς ημών Συνόδου, της ορθοτομούσης τον λόγον της σης αληθείας» και δεν λέγουν «ην χάρισαι ορθοτομούσαν», ευχητικώς δηλ.; Εδώ πράγματι έχουμε «πιστοποίηση» της ορθοτομίας και όχι «ευχή ορθοτομίας»!
Οι ανά τους αιώνες εμφανισθέντες αιρεσιάρχες, εάν αντιμετωπίζοντο με την «Δυνητική ερμηνεία» του ΙΕ΄ Κανόνα, τότε (σίγουρα) δεν θα υπήρχε Ορθοδοξία. Πρακτικά και θεωρητικά, οι Πατέρες ενήργησαν υποχρεωτικά την εφαρμογή του ΙΕ Κανόνα; Μάλιστα πριν ακόμη αυτός να διατυπωθεί (π.χ. Αγ. Μάξιμος, Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς, Μ. Βασίλειος κ.λ.π).
2ο Σχόλιο: Γνωρίζουμε εκ της Λογικής Επιστήμης, ότι σε κάθε υπόθεση υπάρχει και το «εναντίον πρόδηλον». Συγκεκριμένα:
Ο Κανόνας επαινεί, ως άξιους τιμής, τους «προ Συνοδικής διαγνώσεως αποκόπτοντας το μνημόσυνο του αιρετικού επισκόπου. Είναι φανερό (πρόδηλο) ότι κατηγορεί, ψέγει τους αναμένοντας «Συνοδική διαγνωμη» προς διακοπή του μνημοσύνου. Παράδειγμα η απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων:
«απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτού και πορνείας∙ εξ ών διατηρούντες εαυτούς ευ πράξετε (αποδίδει έπαινο, τιμή)∙ έρρωσθε» (Πραξ. ΙΕ΄, 29).
Η Σύνοδος δεν επέβαλε τιμωρίες στους μη εφαρμόζοντας την υποχρεωτική απόφασή της, διότι υπάρχει (εννοείται) το «εναντίον πρόδηλον», το αντίθετο του «εύ πράξετε». Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στη Γραφή∙ παραδείγματα υποχρεωτικών θέσεων – υποθέσεων με αυτονόητες (όπως ανωτέρω) τις πρόδηλες αντιθέσεις των (θα συνεχίσουμε, συν Θεώ).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
«Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία»
(Πάντες οι Αγιορείτες Πατέρες – 1275- Περί της «διάτορος αυτού
μνημοσύνης»)
ΜΕΡΟΣ Β΄
Υπάρχει ένα άκρως θεολογικό, ομολογιακό, αφυπνιστικό και ελάχιστα γνωστό στο εκκλησιαστικό πλήρωμα κείμενο, δοκίμιο στη φύση του, του Μοναχού (Αγιορείτου - 1896) Καλλίστου Βλαστού, με τίτλο: «ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ». Ο Μοναχός ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ, έχει προχωρήσει σε μία βαθειά, Αγιοπατερική ανατομία των αιτιών του Σχίσματος, μα και σε μία παρουσίαση της Ορθόδοξης Ομολογίας των Αγιορειτών Πατέρων επί Βασιλέως Μιχαήλ τον Παλαιολόγον.
Σε σχόλιό του ο Μοναχός Κάλλιστος, γράφει:
«Την επιστολήν ταύτην απέστειλαν προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγον οι εν Αγίω όρει μονάζοντες, ίνα αποτρέψωσιν αυτόν του σκοπού ον προέθετο, και εν πάση θυσία προσπαθών να εκτελέση, προέτρεπε και αυτούς να ασπασθώσι τας των Λατίνων καινοτομίας. Η επιστολή όμως αύτη εξηρέθισε τοσούτον τους Λατινόφρονας ώστε προέβησαν ούτοι εις διωγμούς κατ’ αυτών, υπερβαίνοντας και τους υπό ειδωλολατρών γενομένους, ως ιστορεί ο Δοσίθεος και περί ων εν συντόμω εν τέλει του προτέρου κεφαλαίου εγράψαμεν…».
Η επιστολή αυτή των Αγιορειτών Πατέρων αποτελεί θεολογικό, κριτικό έλεγχο της πλάνης των Λατινοφρόνων (ενωτικών, παλαιοτέρων και σημερινών) και περιέχει θεολογικά επιχειρήματα σπάνιας Ορθόδοξης εμβάθυνσης, που ισχύουν και σήμερα.
Η θεολογική σαφήνεια και καθαρότητα της σκέψης τους (των Αγιορειτών), εμποδίζει οποιαδήποτε σημερινή καλοπροαίρετη συνείδηση να προσεγγίσει θετικά την εκκλησιολογία της «συνόδου» της Κρήτης.
Η στρατηγική της επιστολής αποβλέπει (πρώτα) στην υπενθύμιση προς τον Μιχαήλ Παλαιολόγο των Ευαγγελικών θέσεων της Εκκλησίας, περί αιρέσεων και καινοτομιών. Συγκεκριμένα στην Επιστολή, διαβάζουμε:
Α. Περί της μνημονεύσεως του Πάπα – «Σκηνικώς παίξομεν;»
«Ει δε απλώς εν οδώ χαίρειν αυτώ (τον αιρετικό δηλ.) κωλυόμεθα λέγειν, ει το εισάγειν εις οικίαν κοινήν ειργόμεθα, πως ουκ εν οικία, αλλ’ εν ναώ Θεού, αλλ’ εν αυτοίς τοις αδύτοις επί της μυστικής και φρικτής τραπέζης του Υιού του Θεού αθύτως σφαγιαζομένου∙ το μεν, ως Θεού∙ το δε ως αμνού αμώμου, ίνα ημάς εξιλάσηται τω πατρί και εαυτώ, και της αμαρτίας ημών, δια του ιδίου αίματος καθαρίση ο αναμάρτητος.
Ποίος άδης εξερεύξεται το μνημόσυνον του παρά του Αγίου Πνεύματος εκκοπέντος αξίως (εννοούν τον Πάπα), ως κατά Θεού και των θείων τραχηλιάσαντος, και δια τούτο εχθρός του Θεού γενήσεται. Ει γαρ το απλώς χαίρειν ειπείν, κοινωνίαν δίδωσι τοις έργοις τοις πονηροίς, πόσον η διάτορος αυτού μνημοσύνη και ταύτα αυτών των θείων μυστηρίων φρικτώς προκειμένων. Ει δε ο προκείμενος αυτός εστίν η αυτοαλήθεια, πως αν το μέγα τούτο ψεύδος δέχηται εικάζειν εικός, το συντάττειν αυτόν (τον Πάπα δηλ.) ως ορθόδοξον Πατριάρχην μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχών, εν καιρώ φρικτών μυστηρίων, σκηνικώς παίξομεν; και πως ταύτα ανέξεται ορθοδόξου ψυχή, και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων αυτίκα, και ως καπηλεύοντας τα θεία, τούτοις ηγήσεται».
Ερμηνεία – Μετάφρασις
Εάν, λοιπόν, εμποδιζόμαστε πνευματικά να χαιρετούμε (απλά) τον αιρετικό στο δρόμο και εάν δεν μας επιτρέπεται να τον βάλουμε στην συνηθισμένη οικία μας (Ιωάν. Β΄, 10-11), πως δεν είναι ανεπίτρεπτο να τον εισαγάγουμε, όχι σε οικία, αλλά στο ναό του Θεού και μάλιστα σ’ αυτά τα ίδια τα άδυτα, επί (επάνω) της μυστικής και φρικτής Αγίας Τραπέζης του Υιού του Θεού, όπου θύεται και σφαγιάζεται αθύτως ο Χριστός. Έτσι, ώστε, ο αναμάρτητος Υιός να μας εξιλεώσει (ως Θεάνθρωπος – το μεν ως Θεού∙ το δε ως αμνού αμώμου) στον Πατέρα και στον εαυτό του και να καθαρίσει τις αμαρτίες μας με το ίδιο το Αίμα Του, ο όντως αναμάρτητος.
Ποιος άδης θα αναφωνήσει την μνημόνευση του παρά του Αγίου Πνεύματος αξίως εκκοπέντος (που αποκόπηκε δίκαια) Πάπα, εξ αιτίας της αυθάδειάς του εναντίον του Θεού και των Θείων Μυστηρίων, που έγινε μ’ αυτό τον τρόπο εχθρός του Θεού;
Διότι, αν ακόμη και ο απλός χαιρετισμός μας καθιστά κοινωνούς των πονηρών έργων αυτού που χαιρετάμε, πόσο μάλλον η μνημόνευσή του εκφώνως και μάλιστα την στιγμή, που αντικρύζουμε με δέος – φρίκη τα Θεία Μυστήρια. Αν αυτός ο ίδιος (ο Χριστός), που βρίσκεται μπροστά μας είναι η Αυτοαλήθεια (που όντως είναι), πως είναι δυνατόν να ανεχθεί ένα τόσο μεγάλο ψεύδος, το να συγκαταλέγεται δηλ. ο αιρετικός Πάπας μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχών. Μήπως θα παίξουμε θέατρο κατά τον καιρό των φρικτών Μυστηρίων και θα υποκριθούμε ότι είναι υπαρκτό αυτό που δεν είναι υπαρκτό; Και πως θα τα ανεχθεί αυτά η ψυχή του Ορθοδόξου και δεν θα απομακρυνθεί αμέσως από την εκκλησιαστική κοινωνία αυτών, που τον μνημονεύουν, και δεν θα τους θεωρήσει ιεροκάπηλους;». Οι Αγιορείτες γράφουν, επίσης:
Β. Περί της μνημονεύσεως του ονόματος του Επισκόπου στη Θ. Λειτουργία:
«Άνωθεν γαρ η του Θεού Ορθόδοξος Εκκλησία την επί των αδύτων αναφοράν του ονόματος του αρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν εδέξατο τούτο. Γέγραπται γαρ εν τη εξηγήσει της Θείας λειτουργίας, ότι αναφέρει ο ιερουργών το του αρχιερέως όνομα, δεικνύων και την προς το υπερέχον υποταγήν, και ότι κοινωνός εστίν αυτού, και πίστεως και των θείων μυστηρίων διάδοχος».
Ερμηνεία – Μετάφρασις
«Ως άνωθεν εντολή, η Ορθόδοξος Εκκλησία του Θεού από παλαιά δεχόταν την αναφορά του ονόματος του Αρχιερέως ενώπιον των αγίων Μυστηρίων, ως τέλεια συγκοινωνία. Διότι έχει γραφεί στην Ερμηνεία – εξήγηση της Θείας Λειτουργίας, ότι ο λειτουργός αναφέρει το όνομα του Αρχιερέως, για να δείξει ότι υποτάσσεται πνευματικά στον ανώτερό του (Επίσκοπο), ότι είναι κοινωνός του και έχει δεχθεί δι’ αυτού την πίστη και την χάρη της ιερουργίας των Μυστηρίων».
ΣΧΟΛΙΟ
Η επιστολή είναι απλανής οδηγός προς πνευματική κατανόηση της μνημονεύσεως του Επισκόπου στην Θεία Λειτουργία∙ είναι κατάδυση στο βάθος της θεολογίας της μνημονεύσεως, που οι περισσότεροι σύγχρονοι «ορθόδοξοι» αγνοούν και οι οικουμενιστές διαστρέφουν.
Γράφουν και υπογραμμίζουν οι Αγιορείτες τους δεσμούς που φανερώνει – οριοθετεί η «επί των αδύτων αναφορά του του ονόματος του αρχιερέως», που είναι: πνευματική υπακοή στον Επίσκοπο («προς το υπερέχον υποταγήν») και τέλεια συμμετοχή (συγκοινωνία) στην πίστη του. Επί αυτών θα κρίνει ο Θεός τους μνημονευτές των αιρετικών επισκόπων, κληρικoύς και λαϊκούς. Εντολή οραματική, υψηλός αυστηρός τόνος, είναι η επισήμανση του Θεού, «διατυπωμένη στο βιβλίο «Ιεζεκιήλ» της Π. Διαθήκης, για την καθαρότητα της λατρείας υπό των ιερέων:
«Ιερείς ηθέτουν νόμον μου, και εβεβηλουν τα άγιά μου»∙ πως; Ότι βεβήλοις και οσίοις ου διέστελλον, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά» (Εκ της Επιστολής – αναφορά στο Ιεζ. 22,26).
Το εδάφιο από τον Ιεζεκιήλ, που αναφέρουν οι Αγιορείτες Πατέρες, ελέγχει τις σημερινές συμπροσευχές ορθοδόξων και αιρετικών, τα συλλείτουργα των ορθοδόξων με τους παπικούς και την μνημόνευση των αιρετικών επισκόπων.
«Και πως ταύτα ανέξεται Ορθοδόξου ψυχή και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων…».
Συν Θεώ, θα συνεχίσουμε (το κατά δύναμη) την εμβάθυνση στο κάλλος της ακριβείας των Αγιορειτών Πατέρων.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
===================================
=================================
ΜΕΡΟΣ Α΄
«Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία»
(Περί της «διάτορος αυτού μνημοσύνης» - Πάντες οι Αγιορείτες
Πατέρες - 1275)
ΜΕΡΟΣ Α΄
Στην ακολουθία της Θείας Λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Αγίου Βασιλείου, καταχωρούνται θερμές ικεσίες, που αναφέρονται στην όλη Ιερατική (και Μοναχική) οικογένεια, για να βιώνει και να διδάσκει Ορθόδοξα την Χριστιανική Πίστη.
Στην Θεία Λειτουργία του Ι. Χρυσοστόμου, ο Ιερεύς εκφώνως:
«εν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, του αρχιεπισκόπου ημών (…), ον χάρισαι ταις αγίαις σου εκκλησίαις εν ειρήνη, σώον, έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της σης αληθείας»∙ έχει προηγηθεί η θερμή ευχή:
«έτι παρακαλούμεν σε∙ μνήσθητι, Κύριε, πάσης επισκοπής ορθοδόξων, των ορθοτομούντων τον λόγον της σης αληθείας, παντός του πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας, και παντός του πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας, και παντός Ιερατικού τάγματος».
Στη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, μετά την μνημόνευση του επισκόπου, ακολουθεί και η ευχή – προσευχή:
«…Μνήσθητι, Κύριε, κατά το πλήθος των οικτιρμών σου και της εμής αναξιότητος∙ συγχώρησόν μοι παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον∙ και μη δια τας εμάς αμαρτίας κωλύσης την χάριν του Αγίου σου Πνεύματος από των προκειμένων δώρων. Μνήσθητι, Κύριε, του πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας και παντός Ιερατικού τάγματος∙ και μηδένα ημών καταισχύνης των κυκλούντων το άγιόν σου θυσιαστήριον».
Υπογραμμίζει ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης:
«Αιδεσιμώτατοι, κατά το πνεύμα της Καινής Διαθήκης είσθε και σεις επίσκοποι της εφημεριακής σας περιφερείας. Ολίγον, κατά τον Ι. Χρυσόστομον, διαφέρει ο επίσκοπος του πρεσβυτέρου. Δια τούτο σας θεωρώ εν Χριστώ αδελφούς και πρώτους συνεργάτας μου εις το έργον του Κυρίου» (Εγκύκλιος 1/18-7-67).
Ο επίσκοπος και οι ιερείς, ως επίγεια ιεραρχία, είναι αυτοί που οφείλουν να κινούν τις ενδεδειγμένες ποιμαντικές διαδικασίες – πρακτικές στα πλαίσια και στα όρια του ορισμού της μόνης αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, της Ορθοδοξίας, προς σωτηρία του ποιμνίου. Εγγυημένο θεολογικό – εκκλησιολογικό λόγο, περί επισκόπου και πρεσβυτέρων, ως θεία πνοή στην νεώτερη εκκλησιαστική πραγματικότητα, ευρίσκουμε και στην «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ» του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως.
Οι σύγχρονοι αιρετικοί οικουμενιστές και πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί, ευρίσκονται σε ιδιόμορφη αντίληψη ως προς την ορθή τοποθέτηση της διακονίας του επισκόπου.
Όπως έχουν διασαλευθεί νοηματικά – θεολογικά (από τους Παπικούς) τα λόγια του Κυρίου «καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…» (Ματθ. 16, 18), παρόμοια προσανατολίζουν τον επίσκοπο στις συνειδήσεις των ανθρώπων – πιστών, ως μία δηλ. ασφυκτική συρροή «πρωτείων»!
Ο π. Γεώργιος Καψάνης ορθοτομεί όταν γράφει:
«Είναι αληθές ότι η προσφορά της τελείας Λατρείας εις τον Πλάστην μας κατά την θείαν Ευχαριστίαν δεν θα ήτο δυνατή χωρίς την μεσιτείαν του Χριστού. Εν τω ονόματί Του ημπορούμεν να προσφέρωμεν την αληθινήν Λατρείαν» (Η Θ. Ευχαριστία κέντρον της Ορθοδόξου Λατρείας – Θέματα Εκκλησιολογίας και ποιμαντικής – Σελ. 38).
Εντός της θείας Λατρείας (όπως έχουμε αναφέρει) υπάρχει και η επίκληση – προσευχή:
«εν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, του αρχιεπισκόπου ημών…». Παρακαλούμε «να θυμηθεί ο Χριστός τον αρχιεπίσκοπο της εκκλησιαστικής περιοχής, να τον ελεήσει με τη χάρη Του και τις δωρεές Του∙ να τον χαρίσει στους ποιμενόμενους με ειρήνη, σώο και ασφαλή από τους κινδύνους∙ άξιο σεβασμού και τιμής∙ υγιή για πολλά χρόνια, τηρώντας και κηρύττοντας ορθή την αλήθεια του Ευαγγελίου».
Είναι αιτήματα (προσευχητικά), τα οποία αφορούν τη διάρθρωση της βιωτικής βάσης και της πνευματικής ζωής του επισκόπου∙ αιτήματα που έχουν σχέση και με τη ζωή του πληρώματος.
Στα αιτήματα, σε κεντρική θέση, η αλήθεια της Ορθοδοξίας, η ορθοτόμησή της. Ο σύγχρονος πιστός (γενικά) δεν γνωρίζει το βάθος της «διάτορος μνημοσύνης» του Επισκόπου∙ διάτορος=ισχυρής, διαπεραστικής εκφώνησης.
Οι διάφορες ερμηνείες της Θείας Λειτουργίας που κυκλοφορούν καθορίζουν (οι περισσότερες) την πατροπαράδοτη μνημόνευση, ως εξής:
«Στη συνέχεια (ο λειτουργός) παρακαλεί για τους πολιτικούς άρχοντες του τόπου και, πρώτα – πρώτα, για τον επίσκοπο της τοπικής εκκλησίας, ο οποίος είναι διάδοχος των Αποστόλων και ο πνευματικός πατέρας των πιστών».
Αυτή η ερμηνεία, χωρίς τις απαραίτητες διευκρινίσεις, μεταβιβάζει στον πιστό και στο πλήρωμα μια απροϋπόθετη υπακοή στον επίσκοπο, χωρίς δηλ. να λαμβάνει υπ’ όψιν τον τρόπο της Δογματικής συμπεριφοράς του, το τι πιστεύει δηλ.
Νοούμε τον επίσκοπο ως πνευματικό πατέρα όταν ορθοτομεί την Ευαγγελική αλήθεια.
Η μνημόνευση του επισκόπου υπογραμμίζει συμμετοχή εις την πίστιν του∙ ότι αποδέχεται το πλήρωμα την εκκλησιολογία του. Όταν είναι οικουμενιστής, η μνημόνευσή του είναι κοινωνία με την αίρεση∙ όταν δεν υπάρχει η δογματική ένωση επισκόπου και πιστού, τότε η μνημόνευση είναι σχιζοφρένεια. Ο Χριστός του Δόγματος, της Λατρείας και των Μυστηρίων είναι ενιαίος∙ δεν μπορεί ένας πράγματι Ορθόδοξος να έχει ενότητα πνευματική με τον επίσκοπο, χωρίς να υπάρχει η Δογματική ένωσή τους. Όταν μνημονεύεται ο αιρετικός – οικουμενιστής επίσκοπος, τότε ευνοείται η παραμονή του στην αίρεση∙ δεν αισθάνεται ότι πρέπει να επιστρέψει στην αλήθεια.
Γι’ αυτό ο 15ος κανόνας της Α-Β Συνόδου, που υποχρεώνει σε διακοπή της μνημονεύσεως, είναι αφυπνιστικός, ως μηχανισμός ιάσεως του σχίσματος που προκαλεί ο αιρετικός επίσκοπος.
Αυτή είναι και η βασική δομή της ομολογιακής, δογματικής και ελεγκτικής επιστολής των εν τω Αγίω όρει του Άθωνος μοναχών, προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο∙ επιστολή που φανερώνει κατά τον ακριβέστερο τρόπο το θεολογικό νόημα της «διάτορος μνημοσύνης» του επισκόπου και την χρησιμότητα της αποτειχίσεως που θεμελιώνει ο 15ος Κανόνας.
«Eμπεριέχεται δε και τω ΙΕ΄ κανόνι της αγίας και μεγάλης της πρώτης και δευτέρας επονομασθείσης, ότι ου μόνον ανευθύνοις είναι, αλλά και επαινετέους τους αποσχίζοντας εαυτούς και προσυνοδικής καταδίκης, από των δημοσία διδασκόντων αιρετικά διδάγματα, και όντων προφανώς αιρετικών. Ου γαρ απέσχισαν εαυτούς από επισκόπων, αλλ’ από ψευδοεπισκόπων, και ψευδοδιδασκάλων…» (Εκ της Επιστολής των Αγιορειτών - 1275).
Με τη Χάρη του Θεού, στο Β΄ Μέρος, θα ασχοληθούμε με την Επιστολή των Αγιορειτών και με τον Λαϊκό οικουμενισμό, που τόσο εύστοχα έχει στηλιτεύσει – καταγγείλει ο μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ