«Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία
Λειτουργία»
(Πάντες οι Αγιορείτες Πατέρες – 1275- Περί της «διάτορος αυτού
μνημοσύνης»)
ΜΕΡΟΣ Β΄
Υπάρχει
ένα άκρως θεολογικό, ομολογιακό, αφυπνιστικό και ελάχιστα γνωστό στο
εκκλησιαστικό πλήρωμα κείμενο, δοκίμιο στη φύση του, του Μοναχού (Αγιορείτου -
1896) Καλλίστου Βλαστού, με τίτλο: «ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ». Ο Μοναχός ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ,
έχει προχωρήσει σε μία βαθειά, Αγιοπατερική ανατομία των αιτιών του Σχίσματος,
μα και σε μία παρουσίαση της Ορθόδοξης Ομολογίας των Αγιορειτών Πατέρων επί
Βασιλέως Μιχαήλ τον Παλαιολόγον.
Σε σχόλιό του ο Μοναχός Κάλλιστος, γράφει:
«Την
επιστολήν ταύτην απέστειλαν προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγον οι εν Αγίω
όρει μονάζοντες, ίνα αποτρέψωσιν αυτόν του σκοπού ον προέθετο, και εν πάση
θυσία προσπαθών να εκτελέση, προέτρεπε και αυτούς να ασπασθώσι τας των Λατίνων
καινοτομίας. Η επιστολή όμως αύτη εξηρέθισε τοσούτον τους Λατινόφρονας ώστε
προέβησαν ούτοι εις διωγμούς κατ’ αυτών, υπερβαίνοντας και τους υπό
ειδωλολατρών γενομένους, ως ιστορεί ο Δοσίθεος και περί ων εν συντόμω εν τέλει
του προτέρου κεφαλαίου εγράψαμεν…».
Η
επιστολή αυτή των Αγιορειτών Πατέρων αποτελεί θεολογικό, κριτικό έλεγχο της
πλάνης των Λατινοφρόνων (ενωτικών, παλαιοτέρων και σημερινών) και περιέχει
θεολογικά επιχειρήματα σπάνιας Ορθόδοξης εμβάθυνσης, που ισχύουν και σήμερα.
Η
θεολογική σαφήνεια και καθαρότητα της σκέψης τους (των Αγιορειτών), εμποδίζει
οποιαδήποτε σημερινή καλοπροαίρετη συνείδηση να προσεγγίσει θετικά την
εκκλησιολογία της «συνόδου» της Κρήτης.
Η
στρατηγική της επιστολής αποβλέπει (πρώτα) στην υπενθύμιση προς τον Μιχαήλ
Παλαιολόγο των Ευαγγελικών θέσεων της Εκκλησίας, περί αιρέσεων και καινοτομιών.
Συγκεκριμένα στην Επιστολή, διαβάζουμε:
Α.
Περί της μνημονεύσεως του Πάπα – «Σκηνικώς παίξομεν;»
«Ει
δε απλώς εν οδώ χαίρειν αυτώ (τον αιρετικό δηλ.) κωλυόμεθα λέγειν, ει το
εισάγειν εις οικίαν κοινήν ειργόμεθα, πως ουκ εν οικία, αλλ’ εν ναώ Θεού, αλλ’
εν αυτοίς τοις αδύτοις επί της μυστικής και φρικτής τραπέζης του Υιού του Θεού
αθύτως σφαγιαζομένου∙ το μεν, ως Θεού∙ το δε ως αμνού αμώμου, ίνα ημάς
εξιλάσηται τω πατρί και εαυτώ, και της αμαρτίας ημών, δια του ιδίου αίματος
καθαρίση ο αναμάρτητος.
Ποίος
άδης εξερεύξεται το μνημόσυνον του παρά του Αγίου Πνεύματος εκκοπέντος αξίως
(εννοούν τον Πάπα), ως κατά Θεού και των θείων τραχηλιάσαντος, και δια τούτο
εχθρός του Θεού γενήσεται. Ει γαρ το απλώς χαίρειν ειπείν, κοινωνίαν δίδωσι
τοις έργοις τοις πονηροίς, πόσον η διάτορος αυτού μνημοσύνη και ταύτα αυτών των
θείων μυστηρίων φρικτώς προκειμένων. Ει δε ο προκείμενος αυτός εστίν η
αυτοαλήθεια, πως αν το μέγα τούτο ψεύδος δέχηται εικάζειν εικός, το
συντάττειν αυτόν (τον Πάπα δηλ.) ως ορθόδοξον Πατριάρχην μεταξύ των λοιπών
Ορθοδόξων Πατριαρχών, εν καιρώ φρικτών μυστηρίων, σκηνικώς παίξομεν; και πως
ταύτα ανέξεται ορθοδόξου ψυχή, και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των
μνημονευσάντων αυτίκα, και ως καπηλεύοντας τα θεία, τούτοις ηγήσεται».
Ερμηνεία
– Μετάφρασις
Εάν,
λοιπόν, εμποδιζόμαστε πνευματικά να χαιρετούμε (απλά) τον αιρετικό στο δρόμο
και εάν δεν μας επιτρέπεται να τον βάλουμε στην συνηθισμένη οικία μας (Ιωάν.
Β΄, 10-11), πως δεν είναι ανεπίτρεπτο να τον εισαγάγουμε, όχι σε οικία, αλλά
στο ναό του Θεού και μάλιστα σ’ αυτά τα ίδια τα άδυτα, επί (επάνω) της μυστικής
και φρικτής Αγίας Τραπέζης του Υιού του Θεού, όπου θύεται και σφαγιάζεται
αθύτως ο Χριστός. Έτσι, ώστε, ο αναμάρτητος Υιός να μας εξιλεώσει (ως
Θεάνθρωπος – το μεν ως Θεού∙ το δε ως αμνού αμώμου) στον Πατέρα και στον εαυτό
του και να καθαρίσει τις αμαρτίες μας με το ίδιο το Αίμα Του, ο όντως
αναμάρτητος.
Ποιος
άδης θα αναφωνήσει την μνημόνευση του παρά του Αγίου Πνεύματος αξίως εκκοπέντος
(που αποκόπηκε δίκαια) Πάπα, εξ αιτίας της αυθάδειάς του εναντίον του Θεού και
των Θείων Μυστηρίων, που έγινε μ’ αυτό τον τρόπο εχθρός του Θεού;
Διότι,
αν ακόμη και ο απλός χαιρετισμός μας καθιστά κοινωνούς των πονηρών έργων αυτού
που χαιρετάμε, πόσο μάλλον η μνημόνευσή του εκφώνως και μάλιστα την
στιγμή, που αντικρύζουμε με δέος – φρίκη τα Θεία Μυστήρια. Αν αυτός ο ίδιος (ο
Χριστός), που βρίσκεται μπροστά μας είναι η Αυτοαλήθεια (που όντως είναι), πως
είναι δυνατόν να ανεχθεί ένα τόσο μεγάλο ψεύδος, το να συγκαταλέγεται δηλ. ο
αιρετικός Πάπας μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχών. Μήπως θα παίξουμε
θέατρο κατά τον καιρό των φρικτών Μυστηρίων και θα υποκριθούμε ότι είναι
υπαρκτό αυτό που δεν είναι υπαρκτό; Και πως θα τα ανεχθεί αυτά η ψυχή του
Ορθοδόξου και δεν θα απομακρυνθεί αμέσως από την εκκλησιαστική κοινωνία αυτών,
που τον μνημονεύουν, και δεν θα τους θεωρήσει ιεροκάπηλους;». Οι Αγιορείτες
γράφουν, επίσης:
Β.
Περί της μνημονεύσεως του ονόματος του Επισκόπου στη Θ. Λειτουργία:
«Άνωθεν
γαρ η του Θεού Ορθόδοξος Εκκλησία την επί των αδύτων αναφοράν του ονόματος
του αρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν εδέξατο τούτο. Γέγραπται γαρ εν τη
εξηγήσει της Θείας λειτουργίας, ότι αναφέρει ο ιερουργών το του αρχιερέως
όνομα, δεικνύων και την προς το υπερέχον υποταγήν, και ότι κοινωνός εστίν
αυτού, και πίστεως και των θείων μυστηρίων διάδοχος».
Ερμηνεία
– Μετάφρασις
«Ως
άνωθεν εντολή, η Ορθόδοξος Εκκλησία του Θεού από παλαιά δεχόταν την αναφορά
του ονόματος του Αρχιερέως ενώπιον των αγίων Μυστηρίων, ως τέλεια συγκοινωνία. Διότι
έχει γραφεί στην Ερμηνεία – εξήγηση της Θείας Λειτουργίας, ότι ο λειτουργός
αναφέρει το όνομα του Αρχιερέως, για να δείξει ότι υποτάσσεται πνευματικά
στον ανώτερό του (Επίσκοπο), ότι είναι κοινωνός του και έχει δεχθεί δι’
αυτού την πίστη και την χάρη της ιερουργίας των Μυστηρίων».
ΣΧΟΛΙΟ
Η
επιστολή είναι απλανής οδηγός προς πνευματική κατανόηση της μνημονεύσεως του
Επισκόπου στην Θεία Λειτουργία∙ είναι κατάδυση στο βάθος της θεολογίας της
μνημονεύσεως, που οι περισσότεροι σύγχρονοι «ορθόδοξοι» αγνοούν και οι
οικουμενιστές διαστρέφουν.
Γράφουν
και υπογραμμίζουν οι Αγιορείτες τους δεσμούς που φανερώνει – οριοθετεί η «επί
των αδύτων αναφορά του του ονόματος του αρχιερέως», που είναι: πνευματική
υπακοή στον Επίσκοπο («προς το υπερέχον υποταγήν») και τέλεια συμμετοχή
(συγκοινωνία) στην πίστη του. Επί αυτών θα κρίνει ο Θεός τους μνημονευτές των
αιρετικών επισκόπων, κληρικoύς και λαϊκούς.
Εντολή οραματική, υψηλός αυστηρός τόνος, είναι η επισήμανση του Θεού,
«διατυπωμένη στο βιβλίο «Ιεζεκιήλ» της Π. Διαθήκης, για την καθαρότητα της
λατρείας υπό των ιερέων:
«Ιερείς
ηθέτουν νόμον μου, και εβεβηλουν τα άγιά μου»∙ πως; Ότι βεβήλοις και οσίοις ου
διέστελλον, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά» (Εκ της Επιστολής – αναφορά στο Ιεζ.
22,26).
Το
εδάφιο από τον Ιεζεκιήλ, που αναφέρουν οι Αγιορείτες Πατέρες, ελέγχει τις
σημερινές συμπροσευχές ορθοδόξων και αιρετικών, τα συλλείτουργα των ορθοδόξων
με τους παπικούς και την μνημόνευση των αιρετικών επισκόπων.
«Και
πως ταύτα ανέξεται Ορθοδόξου ψυχή και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των
μνημονευσάντων…».
Συν
Θεώ, θα συνεχίσουμε (το κατά δύναμη) την εμβάθυνση στο κάλλος της ακριβείας των
Αγιορειτών Πατέρων.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
===================================
=================================
ΜΕΡΟΣ Α΄
«Η μνημόνευση του Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία»
(Περί της «διάτορος αυτού μνημοσύνης» - Πάντες οι Αγιορείτες
Πατέρες - 1275)
ΜΕΡΟΣ Α΄
Στην ακολουθία της Θείας Λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Αγίου Βασιλείου, καταχωρούνται θερμές ικεσίες, που αναφέρονται στην όλη Ιερατική (και Μοναχική) οικογένεια, για να βιώνει και να διδάσκει Ορθόδοξα την Χριστιανική Πίστη.
Στην Θεία Λειτουργία του Ι. Χρυσοστόμου, ο Ιερεύς εκφώνως:
«εν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, του αρχιεπισκόπου ημών (…), ον χάρισαι ταις αγίαις σου εκκλησίαις εν ειρήνη, σώον, έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της σης αληθείας»∙ έχει προηγηθεί η θερμή ευχή:
«έτι παρακαλούμεν σε∙ μνήσθητι, Κύριε, πάσης επισκοπής ορθοδόξων, των ορθοτομούντων τον λόγον της σης αληθείας, παντός του πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας, και παντός του πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας, και παντός Ιερατικού τάγματος».
Στη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, μετά την μνημόνευση του επισκόπου, ακολουθεί και η ευχή – προσευχή:
«…Μνήσθητι, Κύριε, κατά το πλήθος των οικτιρμών σου και της εμής αναξιότητος∙ συγχώρησόν μοι παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον∙ και μη δια τας εμάς αμαρτίας κωλύσης την χάριν του Αγίου σου Πνεύματος από των προκειμένων δώρων. Μνήσθητι, Κύριε, του πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας και παντός Ιερατικού τάγματος∙ και μηδένα ημών καταισχύνης των κυκλούντων το άγιόν σου θυσιαστήριον».
Υπογραμμίζει ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης:
«Αιδεσιμώτατοι, κατά το πνεύμα της Καινής Διαθήκης είσθε και σεις επίσκοποι της εφημεριακής σας περιφερείας. Ολίγον, κατά τον Ι. Χρυσόστομον, διαφέρει ο επίσκοπος του πρεσβυτέρου. Δια τούτο σας θεωρώ εν Χριστώ αδελφούς και πρώτους συνεργάτας μου εις το έργον του Κυρίου» (Εγκύκλιος 1/18-7-67).
Ο επίσκοπος και οι ιερείς, ως επίγεια ιεραρχία, είναι αυτοί που οφείλουν να κινούν τις ενδεδειγμένες ποιμαντικές διαδικασίες – πρακτικές στα πλαίσια και στα όρια του ορισμού της μόνης αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, της Ορθοδοξίας, προς σωτηρία του ποιμνίου. Εγγυημένο θεολογικό – εκκλησιολογικό λόγο, περί επισκόπου και πρεσβυτέρων, ως θεία πνοή στην νεώτερη εκκλησιαστική πραγματικότητα, ευρίσκουμε και στην «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ» του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως.
Οι σύγχρονοι αιρετικοί οικουμενιστές και πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί, ευρίσκονται σε ιδιόμορφη αντίληψη ως προς την ορθή τοποθέτηση της διακονίας του επισκόπου.
Όπως έχουν διασαλευθεί νοηματικά – θεολογικά (από τους Παπικούς) τα λόγια του Κυρίου «καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…» (Ματθ. 16, 18), παρόμοια προσανατολίζουν τον επίσκοπο στις συνειδήσεις των ανθρώπων – πιστών, ως μία δηλ. ασφυκτική συρροή «πρωτείων»!
Ο π. Γεώργιος Καψάνης ορθοτομεί όταν γράφει:
«Είναι αληθές ότι η προσφορά της τελείας Λατρείας εις τον Πλάστην μας κατά την θείαν Ευχαριστίαν δεν θα ήτο δυνατή χωρίς την μεσιτείαν του Χριστού. Εν τω ονόματί Του ημπορούμεν να προσφέρωμεν την αληθινήν Λατρείαν» (Η Θ. Ευχαριστία κέντρον της Ορθοδόξου Λατρείας – Θέματα Εκκλησιολογίας και ποιμαντικής – Σελ. 38).
Εντός της θείας Λατρείας (όπως έχουμε αναφέρει) υπάρχει και η επίκληση – προσευχή:
«εν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, του αρχιεπισκόπου ημών…». Παρακαλούμε «να θυμηθεί ο Χριστός τον αρχιεπίσκοπο της εκκλησιαστικής περιοχής, να τον ελεήσει με τη χάρη Του και τις δωρεές Του∙ να τον χαρίσει στους ποιμενόμενους με ειρήνη, σώο και ασφαλή από τους κινδύνους∙ άξιο σεβασμού και τιμής∙ υγιή για πολλά χρόνια, τηρώντας και κηρύττοντας ορθή την αλήθεια του Ευαγγελίου».
Είναι αιτήματα (προσευχητικά), τα οποία αφορούν τη διάρθρωση της βιωτικής βάσης και της πνευματικής ζωής του επισκόπου∙ αιτήματα που έχουν σχέση και με τη ζωή του πληρώματος.
Στα αιτήματα, σε κεντρική θέση, η αλήθεια της Ορθοδοξίας, η ορθοτόμησή της. Ο σύγχρονος πιστός (γενικά) δεν γνωρίζει το βάθος της «διάτορος μνημοσύνης» του Επισκόπου∙ διάτορος=ισχυρής, διαπεραστικής εκφώνησης.
Οι διάφορες ερμηνείες της Θείας Λειτουργίας που κυκλοφορούν καθορίζουν (οι περισσότερες) την πατροπαράδοτη μνημόνευση, ως εξής:
«Στη συνέχεια (ο λειτουργός) παρακαλεί για τους πολιτικούς άρχοντες του τόπου και, πρώτα – πρώτα, για τον επίσκοπο της τοπικής εκκλησίας, ο οποίος είναι διάδοχος των Αποστόλων και ο πνευματικός πατέρας των πιστών».
Αυτή η ερμηνεία, χωρίς τις απαραίτητες διευκρινίσεις, μεταβιβάζει στον πιστό και στο πλήρωμα μια απροϋπόθετη υπακοή στον επίσκοπο, χωρίς δηλ. να λαμβάνει υπ’ όψιν τον τρόπο της Δογματικής συμπεριφοράς του, το τι πιστεύει δηλ.
Νοούμε τον επίσκοπο ως πνευματικό πατέρα όταν ορθοτομεί την Ευαγγελική αλήθεια.
Η μνημόνευση του επισκόπου υπογραμμίζει συμμετοχή εις την πίστιν του∙ ότι αποδέχεται το πλήρωμα την εκκλησιολογία του. Όταν είναι οικουμενιστής, η μνημόνευσή του είναι κοινωνία με την αίρεση∙ όταν δεν υπάρχει η δογματική ένωση επισκόπου και πιστού, τότε η μνημόνευση είναι σχιζοφρένεια. Ο Χριστός του Δόγματος, της Λατρείας και των Μυστηρίων είναι ενιαίος∙ δεν μπορεί ένας πράγματι Ορθόδοξος να έχει ενότητα πνευματική με τον επίσκοπο, χωρίς να υπάρχει η Δογματική ένωσή τους. Όταν μνημονεύεται ο αιρετικός – οικουμενιστής επίσκοπος, τότε ευνοείται η παραμονή του στην αίρεση∙ δεν αισθάνεται ότι πρέπει να επιστρέψει στην αλήθεια.
Γι’ αυτό ο 15ος κανόνας της Α-Β Συνόδου, που υποχρεώνει σε διακοπή της μνημονεύσεως, είναι αφυπνιστικός, ως μηχανισμός ιάσεως του σχίσματος που προκαλεί ο αιρετικός επίσκοπος.
Αυτή είναι και η βασική δομή της ομολογιακής, δογματικής και ελεγκτικής επιστολής των εν τω Αγίω όρει του Άθωνος μοναχών, προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο∙ επιστολή που φανερώνει κατά τον ακριβέστερο τρόπο το θεολογικό νόημα της «διάτορος μνημοσύνης» του επισκόπου και την χρησιμότητα της αποτειχίσεως που θεμελιώνει ο 15ος Κανόνας.
«Eμπεριέχεται δε και τω ΙΕ΄ κανόνι της αγίας και μεγάλης της πρώτης και δευτέρας επονομασθείσης, ότι ου μόνον ανευθύνοις είναι, αλλά και επαινετέους τους αποσχίζοντας εαυτούς και προσυνοδικής καταδίκης, από των δημοσία διδασκόντων αιρετικά διδάγματα, και όντων προφανώς αιρετικών. Ου γαρ απέσχισαν εαυτούς από επισκόπων, αλλ’ από ψευδοεπισκόπων, και ψευδοδιδασκάλων…» (Εκ της Επιστολής των Αγιορειτών - 1275).
Με τη Χάρη του Θεού, στο Β΄ Μέρος, θα ασχοληθούμε με την Επιστολή των Αγιορειτών και με τον Λαϊκό οικουμενισμό, που τόσο εύστοχα έχει στηλιτεύσει – καταγγείλει ο μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ