Ἡ ἀμφίεσις τῶν χριστιανῶν
«Ὡσαύτως καὶ τὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσµίῳ, µετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσµεῖν ἑαυτάς, µὴ ἐν πλέγµασιν ἢ χρυσῷ ἢ µαργαρίταις ἢ ἱµατισµῷ πολυτελεῖ» (Α΄ Τιμ. β΄, 9). (Δηλ.: Τὸ ἴδιο θέλω καὶ αἱ γυναῖκες νὰ προσεύχωνται µὲ ἐνδυµασίαν σεµνήν, νὰ στολίζουν τὸν ἑαυτόν τους µὲ συστολὴν καὶ σωφροσύνην, ὄχι µὲ φιλάρεσκα πλεξίµατα τῶν µαλλιῶν τους ἢ µὲ χρυσᾶ ἢ µαργαριταρένια κοσµήµατα ἢ µὲ ροῦχα πολυτελῆ).
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης γράφει σὲ κάποια Θεανὼ τὰ ἑξῆς πολὺ σημαντικά: «Ἡ ἀγάπη σου στὰ κοσμήματα, ἡ λαμπρότητα τῶν πολύτιμων λίθων καὶ μαζὶ μ’ αὐτὰ καί τό πολύ χρυσάφι, καί τά καλοπλεγμένα μαλλιά, καί τά βαψίματα τῶν ματιῶν καί ὅλη ἡ τέχνη τῆς ὀμορφιᾶς καί ἡ σπουδή σου σ’ αὐτά, ὅπως πληροφοροῦμαι, ἔρχονται σ’ ἀντίθεση μέ τή σεμνότητα τοῦ μέτρου καί τήν προσβάλλουν, ἀλλά καί δείχνουν πώς ἀκόμα μέσα σου λυσσοῦνε τά πάθη. Ἐάν λοιπόν, ξέχασες τήν ὑπόσχεσή σου, μέ τήν ἐπιστολή μου αὐτή σοῦ τήν ὑπενθυμίζω…».
Γιά τίς ἀπρόσεκτες γυναῖκες, πού τολμοῦν νά μεταφέρουν τόν καλλωπισμό τους καί κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας, λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: “Τή στιγμή πού ὁ Παῦλος συμβουλεύει τίς γυναῖκες νά μή καλλωπίζωνται και νά μή ντύνωνται κοσμικά, ἐσύ ἔρχεσαι νά προσευχηθῆς στό Θεό ὁλοστόλιστη μέ τά χρυσαφικά σου; Μήπως ἦλθες γιά νά χορέψης; Μήπως ἦλθες γιά γαμήλια διασκέδαση; Μήπως ἦλθες γιά πανηγύρι; Πέταξε μακριά αὐτή τήν ὑποκριτική ἀμφίεση. Αὐτά εἶναι γνωρίσματα καί ἐμφανίσεις τῶν γελωτοποιῶν καί τῶν χορευτῶν.Μή μιμεῖσαι τίς πόρνες…”».
Καὶ ὄχι μόνο στολίδια, ἀλλὰ ἀλλάξανε καὶ τὴν ἐνδυμασία, βάζοντες οἱ γυναῖκες ἀνδρικὰ ἐνδύματα καὶ ἄνδρες γυναικεῖα. Δυστυχῶς ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸν λεγόμενο «ἑρμαφροδιτισμό».
«Τὰ δι’ ἄκραν ἀκολασίαν γενόμενα», σχολιάζει ὁ ἱερὸς ἑρμηνευτὴς Θεοδώρητος. Διότι, συνεχίζει, «καὶ ἄνδρες παρανομίᾳ συζῶντες γυναικῶν ἐσθήματα (=φορέματα) περιβάλλονται, καὶ γυναῖκες ὡσαύτως λαγνείᾳ συντεθραμμέναι (= ἀναθρεμμένες μέσα στὴν ἀκολασία), τὰ (ἐνδύματα τῶν) ἀνδρῶν ἀμφιέννυνται (=ἐνδύονται). Ἀκολασία, λαγνεία, παρανομία, ἠθικὴ καὶ φυσικὴ διαστροφή. Ἐσχάτη ἀλαζονεία καὶ ὕβρις πρὸς τὸν Ἅγιο Θεό.
* * *
Στὴν Πατρίδα μας ἐδῶ καὶ λίγο καιρὸ ἰσχύει νόμος περὶ «νομικῆς ἀναγνώρισης ταυτότητας φύλου» καὶ ἐπιλογῆς φύλου. Τὸ μέγεθος τῆς ἀκολασίας καὶ τῆς ὕβρεως πρὸς τὸν Θεὸ οὔτε κἄν εἶναι δυνατὸν νὰ προσμετρηθῆ. Καὶ μόνον οἱ λέξεις τῆς ἐπικεφαλίδας τοῦ νόμου δεικνύουν τὴ φρίκη τοῦ ἐγχειρήματος.
Ἆραγε τὰ λόγια τοῦ παντοκράτορος Κυρίου διὰ στόματος Σοφονίου, τοῦ θείου Προφήτου, εἶναι ἱκανὰ νὰ ἐμβάλλουν σὲ φόβο τὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ ἀλλαγὴ πλεύσεως;
«Καὶ ἐκδικήσω… ἐπὶ πάντας τοὺς ἐνδεδυμένους ἐνδύματα ἀλλότρια» (Σοφον. α΄ 8).Ἵλεως γενοῦ, Κύριε…
• Ἀναφέρεται στὸ βιβλίο Χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι.
«Κάποτε, διηγεῖται ὁ ἐπίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος (393-460), ἡ μητέρα μου ἔπαθε στὸ ἕνα της μάτι κάποια ἀσθένεια ποὺ ἡ ἐπιστήμη δὲν μπόρεσε νὰ θεραπεύση. Οἱ γιατροὶ δὲν παρέλειψαν καμμιὰ μέθοδο, ἀλλὰ δὲν εἶχαν κανένα θετικὸ ἀποτέλεσμα.
Τότε τὴν ἐπισκέφθηκε κάποια φίλη της καὶ τῆς μίλησε γιὰ τὸν Ὅσιο Πέτρο τόν Ἡσυχαστή. Τὴν πληροφόρησε πὼς καὶ ἡ γυναίκα τοῦ κυβερνήτη τῆς Ἀνατολῆς εἶχε πάθει ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἀρρώστια κι ἐκεῖνος τὴν ἔκανε καλὰ μὲ προσευχὴ καὶ σταύρωμα.
Τὸ ἄκουσε ἡ μητέρα μου καὶ παρευθὺς ἔτρεξε στὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Σὰν κοσμικὴ γυναῖκα ποὺ ἦταν φοροῦσε βραχιόλια, περιδέραια κι ἄλλα χρυσαφικά, καὶ μεταξωτὸ φόρεμα πλουμιστὸ μὲ κεντίδια. Μέχρι τότε δὲν γνώριζε τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἦταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας της κι ἀκολουθοῦσε τὴ μόδα.
Ὁ ὅσιος μόλις τὴν εἶδε, θεράπευσε πρῶτα τὴν ἀρρώστια τῆς ἐπιδείξεως, λέγοντάς της:
– Ἂν ἕνας μεγαλοφυὴς ζωγράφος, ἐξασκημένος πολὺ καλὰ στὴν τέχνη, ἔφτιαχνε ἕνα ὡραῖο πίνακα καὶ ἐρχόταν κάποιος ἄλλος ἀδαὴς καὶ κατηγοροῦσε τὸν μεγάλο καλλιτέχνη καὶ ἀλλοίωνε τὸ δημιούργημά του καὶ πρόσθετε στὰ φρύδια καὶ στὰ βλέφαρα πιὸ μακριὲς γραμμές, ἂν ἔκανε τὸ πρόσωπο πιὸ λευκὸ κι ἂν πρόσθετε κι ἄλλο ἀκόμα κόκκινο στὰ μάγουλα, δὲν σοῦ φαίνεται πὼς θὰ εἶχε δίκιο ὁ πρῶτος ζωγράφος νὰ ἀγανακτήση; Λοιπόν, ἔτσι καὶ ὁ Δημιουργὸς τῶν ὅλων καὶ Πλάστης μας ἀγανακτεῖ, ὅταν ἐσεῖς οἱ γυναῖκες κατηγορεῖτε τὴν ἀνέκφραστη ἐκείνη σοφία μὲ ἀμάθεια. Δὲν θὰ βάζατε στὸ πρόσωπό σας τὸ κόκκινο, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ μαῦρο χρῶμα, ἂν δὲν πιστεύατε πὼς χρειάζεται ἡ προσθήκη αὐτή. Ἔτσι φανερώνετε ὅτι ἀμφιβάλλετε γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη τοῦ Δημιουργοῦ. Πρέπει ὅμως νὰ ξέρετε πὼς ὁ Θεὸς ἔχει τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη νὰ κάνη σωστὰ κάθε τι. Καὶ μοιράζοντας σ’ ὅλους ἐκεῖνα, ποὺ ὠφελοῦν τὸν καθένα, δὲν δίνει ὅσα ζημιώνουν. Μὴ καταστρέφετε λοιπὸν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Οὔτε νὰ ἐπιχειρῆτε νὰ προσθέσετε ἐκεῖνα, ποὺ ὁ Σοφὸς δὲν ἔδωσε, οὔτε νὰ ἐπιδιώκετε τὴν ψεύτικη αὐτὴ ὀμορφιά, ποὺ διαφθείρει καὶ τὶς φρόνιμες, γιατί προκαλεῖ πονηροὺς λογισμοὺς σ’ ἐκείνους ποὺ τὶς βλέπουν.
Ἄκουσε ὅλα αὐτὰ ἡ καλοπροαίρετη μητέρα μου καὶ θαύμασε τὴ σοφία τοῦ Ἁγίου. Ἔπεσε μετὰ στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ γιατρέψη τὸ μάτι της.
Ἐκεῖνος τότε τῆς εἶπε πὼς εἶναι ἄνθρωπος κι ἔχει τὴν ἴδια μ’ αὐτὴ φύση, καὶ πὼς σηκώνει μεγάλο βάρος ἁμαρτιῶν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἔχει παρρησία μπροστὰ στὸν Θεό. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ μητέρα μου ἔκλαιγε καὶ ἔλεγε πὼς δὲν θὰ ἔφευγε ἂν δὲν γιατρευόταν, ὁ γέροντας εἶπε πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δίνει τὴ θεραπεία καὶ πάντοτε ἐκπληρώνει τὰ αἰτήματα ἐκείνων ποὺ πιστεύουν σ’ Αὐτόν.
– Θὰ σοῦ χαρίση, λοιπόν, συνέχισε, τὴν ὑγεία, ὄχι γιατί θὰ κάνη σὲ μένα χάρη, ἀλλὰ γιατί βλέπει τὴ δική σου πίστη.
Ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ μάτι καὶ κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀμέσως τὴ θεράπευσε!
Ὅταν ἡ μητέρα γύρισε πίσω στὸ σπίτι, ξεπλύθηκε ἀπὸ τὰ φτιασίδια, πέταξε ὅλα τὰ κοσμήματα ποὺ φοροῦσε, καὶ ζοῦσε στὸ ἑξῆς ὅπως τῆς εἶπε ὁ Ὅσιος. Οὔτε πλουμιστὸ φόρεμα φοροῦσε, οὔτε μὲ χρυσὰ στολιζόταν. Κι αὐτὸ γινόταν ἐνῷ ἦταν ἀκόμη νέα, μόλις εἰκοσιτριῶν ἐτῶν. Τόσο πολὺ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴ διδαχὴ τοῦ μεγάλου Πέτρου! Ζητώντας του τὴν θεραπεία τοῦ σώματος, ἀπέκτησε μαζὶ μ’ αὐτὴν καὶ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς».