Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου: ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ «Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς» 25-1-1998 Γ 177 Β


ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ:

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

 «Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς»

                                        [ἐκφωνήθηκε στὶς 25-1-1998]    Γ 177Β   

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Πρόκειται γιὰ μιὰ μεγάλη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐγεννήθῃ περὶ τὸ 328 ἔτος, εἴτε εἰς τὴν Ναζιανζὸ εἴτε εἰς τὴν Ἀριανζὸ τῆς Καππαδοκίας. Παρηκολούθησε σπουδὲς στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τῆς Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Ἀλεξανδρείας.

Γνωρίστηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον καὶ τὸν Μέγαν Ἀντώνιον. Μὲ τὸν Μέγαν Βασίλειον ὑπῆρξε συμμαθητὴς εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ μαζί του συνεδέθῃ μὲ στενοτάτη φιλία. Ἐχρημάτισε ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καὶ προήδρευσε τῆς Β΄οικουμενικὴς Συνόδου. Ὅμως σύντομα παρητήθη διαρκούσης τῆς Συνόδου, γιατί τοῦ δημιούργησαν πράγματα (:ἐμπόδια), οἱ φθονοῦντες αὐτόν- βλέπετε πόσο εἰσχωρεῖ ὁ φθόνος... Τοῦ ἀμφισβήτησαν τὴν κανονικότητα ὡς ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ὅμως, δὲν ἦτο ἀντικανονικὸς καὶ ἀπελογήθῃ. Τέλος πάντων, τὸ θέμα εἶναι ὅτι παρητήθηκε, ἔφυγε. Φεύγοντας εἶπε ὅτι ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος τῆς διαιρέσεως, τότε ἂς ἐρρίπτετο εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς γιὰ νὰ παύσει ἡ τρικυμία.

Ἀπέθανε πιθανῶς τὸ 391, σὲ ἡλικία ἑξήκοντα τριῶν ἐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐτίμησε ἀπονέμοντας σ᾿ αὐτόν, τὸν τίτλον, τὸ ἐπίθετον «Θεολόγος». Σημείωσατε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πολὺ φειδωλὴ στὶς ἀπονομὲς χαρακτηρισμῶν καὶ ὀνομάτων κ.λπ.- πολὺ φειδωλή. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἐνῶ ὑπῆρξαν τόσοι καὶ τόσοι παρθένοι, ὅμως ἀναγνωρίζει μόνο τρεῖς παρθένους. Ἔτσι καὶ ἐδῶ. Ἐνῶ ὑπῆρξαν τόσοι καὶ τόσοι θεολόγοι- δὲν ἐθεολόγησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος; Δὲν ἐθεολόγησε ὁ Μέγας Βασίλειος; Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες ἐθεολόγησαν. Ὅμως, κατ᾿ ἐξοχὴν θεολόγους ἀναγνωρίζει: τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον, τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον καὶ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγον. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ἔχει αὐτὸν τὸν ἐπίζηλο τίτλο τοῦ Θεολόγου.

Ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἁγίας μνήμης του, καταχωρεῖ ὡς ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἀναφέρεται ἡ περικοπὴ αὐτὴ εἰς τὰ προσόντα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Μεγάλου Ἀρχιερέως καὶ συγκρίνει τὴν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν ἀρχιερωσύνη τῶν ἀρχιερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ μνήμη εἶναι ἀρχιερέως, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο μᾶς καταθέτει αὐτὴν τὴν περικοπήν, γιὰ νὰ δείξει ποιός πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ ἀρχιερεύς.

Καὶ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς (:τέτοιος ἔπρεπε σέ μᾶς ἀρχιερεύς), ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος. Τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα (:τέτοιον ἀρχιερέα ἔχουμε), ὃς (:ὁ ὁποῖος) ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης -ἡ «μεγαλωσύνη» εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Θεὸς καὶ ἐκάθισε στὰ δεξιὰ ὡς ἄνθρωπος- ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτὰ καταθέτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του.

Ἔτσι, ὁ ἀρχιερεὺς Ἰησοῦς Χριστὸς γίνεται τύπος καὶ ὑπόδειγμα τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτατα τῶν ἀρχιερέων. Ὄχι ὀλιγότερο καὶ τῶν κληρικῶν καὶ τῶν διακόνων, ἀλλὰ ἰδιαίτατα ὅμως τῶν ἀρχιερέων. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχιερεὺς εἶναι, ὅπως λέγεται «εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Ἀρχιερέως  Χριστοῦ». Δηλαδὴ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶναι εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἦτο ὁ Χριστός -αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι δεδομένον, προκειμένου νὰ ἐκλεγεῖ, πρέπει νὰ εἶναι δεδομένον. Ἀλλὰ μέσα στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία εἶναι τὸ ζητούμενον. Ἄλλο δεδομένον καὶ ἄλλο ζητούμενον. Ἔτσι, πολλοὶ σύγχρονοι ἀρχιερεῖς, μόνο γιατί ἐχειροτονήθησαν, προβάλλουν αὐτὴ τὴ θέση γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν τιμὴν τῶν πιστῶν. «Ὦ!», λέει, «εἶμαι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ! Ὀφείλεις νὰ μὲ σεβαστεῖς, ὀφείλεις νὰ μὲ τιμήσεις». Πρέπει ὅμως νὰ τοὺς εἰπωθεῖ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι αὐτόματα δεδομένον ἀπὸ τὴν χειροτονία, ὅτι δηλαδὴ ἐχειροτονήθῃς καὶ αὐτομάτως, αὐτονοήτως, εἶσαι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι ζητούμενον. Δηλαδή, ὁ ἑκάστοτε ἀρχιερεὺς εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ; Ζητούμενον! Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα καταχωρεῖ αὐτὴν τὴν ἀποστολικὴ περικοπή, γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγον, ὁ ὁποῖος ὄντως ἐστάθῃ εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ.

Ἀλλὰ ἂς ἔρθουμε εἰς τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ νὰ τὴ δοῦμε ἀπὸ πιὸ κοντά. Ἕνα πρῶτο γνώρισμα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ εἶναι «ὅσιος». Βέβαια, περιττὸ νὰ σᾶς πῶ, τὸ κατανοεῖτε ὅτι αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ ἀναφέρονται εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ, ὄχι στὴν θείαν. Προφανῶς. Καὶ ὅταν λέγει ὅτι ὁ Υἱὸς ἐκάθισε εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς δὲν σημαίνει ὅτι ἐκάθισε ὡς Θεός, ἐκάθισε ὡς ἄνθρωπος·  διότι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα εἰς τὸν Θεόν, ὡς πρὸς τὸν Υἱόν, ἀριστερὰ καὶ δεξιά, ἀφοῦ εἶναι ὁμοούσιος. Ὡς ἄνθρωπος, λοιπόν. Καὶ πάντα νὰ ᾿χουμε ὑπόψη μας αὐτὸ τὸ «ὡς ἄνθρωπος» γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καταλαβαίνουμε καὶ νὰ κατανοοῦμε ὅλες αὐτὲς τίς θέσεις ποὺ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή.

Ἔτσι λοιπόν, ὅσιος, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ- διότι εἰς τὸ διηνεκὲς εἶναι ἀρχιερεὺς ὁ Χριστός τα πρὸς ἡμᾶς. Μάλιστα μὲ μιὰ εὐχὴ ποὺ λέμε στὴ Θεία Λειτουργία τὸ δείχνομε ὁλοκάθαρα αὐτό. Ἡ εὐχὴ λέγει ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος». Ὁ Ἴδιος προσφέρει, ὁ Ἴδιος προσφέρεται καὶ ὁ Ἴδιος διαδίδεται. Τί εἶναι τότε ὁ ἱερεύς; Ἁπλῶς γιατί ἡ ἀγάπη Του τὸ θέλει, ἔτσι νὰ εἶναι. Δίνει ὁ ἱερεὺς ἢ ὁ ἀρχιερεύς, δίνει τὰ χέρια του· καὶ τὸ «θέλω», τὸ θέλημά του. Γιατί ἐὰν ἐγὼ δὲν θέλω, μπορεῖ νὰ ἔχω ἱεροσύνη, ἂν ἐγὼ δὲν θέλω νὰ τελέσω τὴ Θεία Λειτουργία ἢ μοῦ τὸ ἐπιβάλλουν διὰ περιστρόφου, εἶναι ἄκυρο. Πρέπει νὰ ὑπάρχει τὸ θέλω τοῦ ἱερουργοῦ. Δίνουμε λοιπὸν τὰ χέρια μας εἰς τὸν Χριστόν, διότι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος. Ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητοί μου, θὰ λέγαμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετέχει τόσο λίγο καὶ λέγει, λέγει ἐκεῖ ἡ εὐχή: «Ποιός μπορεῖ νὰ Σὲ ὑπηρετήσει, Κύριε; Ποιός μπορεῖ νὰ Σὲ προσεγγίσει; Κανεὶς δὲν εἶναι ἄξιος...».... Ὡστόσο, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει οὕτως εἰπεῖν, ἔστω κι ἂν βάλουμε τὴ λέξη «ἀξιώνω» ἐντὸς εἰσαγωγικῶν.

Καὶ «ὅσιος» προκειμένου ἐδῶ τοῦ ἱεροῦ κειμένου σημαίνει: εὐσεβὴς πρὸς τὸν Θεόν. Σημαίνει «εὐσεβὴς τοῦ Θεοῦ λάτρης». «Ὅσιος» σημαίνει ὅτι εἶναι ἡ συνισταμένη ἰδιότης ὅλων τῶν ἀρετῶν ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἐν προκειμένῳ ὁ ἀρχιερεύς. Δηλαδὴ τῆς εὐλαβείας, τῆς ὑπακοῆς, τῆς πιστότητος, τῆς ἐξ ὁλοκλήρου ἀφοσιώσεως εἰς τὸν Θεόν, τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως εἰς τὸν Θεόν -δὲν ἔχει σημασία ἐὰν εἶναι ἔγγαμος, παλαιότερα οἱ ἱερεῖς ἦσαν ἔγγαμοι. Καὶ ὁ ἱερεὺς δύναται νὰ εἶναι ἔγγαμος- αὐτὴ ἡ ἀφιέρωσις δὲν ἀφαιρεῖ τίποτε ἀπό τήν..., θὰ λέγαμε τὴν τοποθέτηση τοῦ ἀρχιερέως παλιότερα, τοῦ ἱερέως σήμερα ποὺ εἶναι ἔγγαμος, τὸ ἕνα δὲν ἀφαιρεῖ τίποτε ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Καὶ σημαίνει ἀκόμα ἐλεύθερος ἀπὸ διάφορες κλίσεις τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ποικίλη ἁμαρτία. Ἔχω, ἂς ποῦμε, τὴν κλίση σ᾿ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία ἢ σὲ ἐκείνη τὴν ἁμαρτία. Νὰ εἶμαι ἀνήθικος· ἢ νὰ εἶμαι πλεονέκτης· νά ᾿μαι φιλάργυρος, νὰ εἶμαι ἐγωιστής· νὰ εἶμαι ὁτιδήποτε ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά. Ὄχι, θὰ πεῖ ἐλεύθερος ἀπ᾿ ὅλες αὐτὲς τίς κλίσεις πρὸς τὴν ποικίλη, ὅπως σᾶς εἶπα, ἁμαρτία. Ὅλα αὐτὰ βέβαια λέγονται, εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν ὅρο, τὴ λέξη «ὅσιος».

Τραγικὴ ἀντίθεση ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Τραγικὴ ἀντίθεσις. Ὁ Ἄννας ἐπὶ παραδείγματι ἦταν ἕνας πονηρότατος ἀρχιερεύς. Δὲν ἦτο, ὅταν ὁ Χριστὸς κατεδικάσθῃ ἀπὸ τὸ Συνέδριο, δὲν ἦτο ἐν ἐνεργείᾳ, ἦταν ὅμως ἡ ψυχὴ τοῦ συνεδρίου. Ἦταν στὰ παρασκήνια καὶ ἐπιδροῦσε ἐπὶ ὅλων τῶν ἀποφάσεων τοῦ συνεδρίου -ἦταν, σᾶς ξαναλέγω, ἕνας πονηρότατος ἀρχιερεύς. Κι ὁ γαμπρός του, ὁ Καϊάφας, «ἐπὶ θυγατρί, γαμβρός»· ἦσαν καὶ οἱ δυὸ φιλορωμαῖοι, δηλαδὴ ἄνθρωποι ποὺ δὲν κοιτοῦσαν τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ τὸ συμφέρον τῆς τσέπης των καὶ τοῦ γοήτρου των, καὶ τὰ εἶχαν καλὰ μὲ τοὺς Ρωμαίους- γιατί οἱ Ρωμαῖοι ἐπενέβαιναν στὴ θέση τοῦ ἀρχιερέως, δηλαδὴ ἄλλαζαν τοὺς ἀρχιερεῖς πάρα πολὺ εὔκολα καὶ συχνά, κάτι ποὺ ἀπηγορεύετο ἀπὸ τὸν νόμο. Ἄν εἶχαν βέβαια, συνείδηση αὐτοὶ οἱ ἀρχιερεῖς, θὰ λέγανε: «Μὲ καταργεῖς, δὲν ἐπανέρχομαι». Τίποτε, γιατί ἤτανε ἰσόβιος ὁ ἀρχιερεύς.

Ἦταν ἀκόμη οἱ δύο αὐτοί, Σαδδουκαῖοι. Ξέρετε τί σημαίνει αὐτό; Δὲν εἶχαν σωστὴ πίστη. Δὲν πίστευαν σὲ ὕπαρξη ἀγγέλων, δὲν πίστευαν εἰς τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς, δὲν πίστευαν σὲ ἀνάσταση νεκρῶν, δὲν πίστευαν σὲ αἰώνιες ἀπολαβές -Παράδεισον, Βασιλεία Θεοῦ, Κόλασιν- δὲν πίστευαν τίποτε... Πίστευαν μόνο σκέτα-νέτα στὸν Θεό, κατὰ τρόπον δεϊστικόν: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖ, καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ στὴ γῆ· ὁ Θεὸς εἶναι στὸν οὐρανό, ἂς κοιτάξει τὰ κατ᾿ Αὐτὸν καὶ ἐμεῖς ἐδῶ στὴ γῆ νὰ κοιτάξουμε τὰ δικά μας». Αὐτοὶ ἦταν οἱ Σαδδουκαῖοι... Καὶ ὅμως κατελάμβαναν, παρακαλῶ, καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως...

Καὶ τώρα ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι, εἶναι..., τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως εἶναι καταπληκτικόν. Ἀφήνει τὸν ἑαυτό Του ὡς ἄνθρωπο νὰ Τὸν καταδικάσουν, τέτοιας φύσεως, τέτοιας μορφῆς, τέτοια... -τί νὰ πῶ, τί νὰ πῶ; Τί χαρακτηρισμὸ νὰ δώσω;- ἄνθρωποι... Τέτοιοι ἀρχιερεῖς... Οὔτε κἂν δὲ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, σὰν Σαδδουκαῖοι ποὺ ἦσαν- οὔτε κἂν ἀντελήφθησαν τὴν θεία καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἦσαν ἐκ τοῦ ἀξιώματός των, φύσει-θέσει ἐντεταλμένοι πρὸς τοῦτο. Ἔπρεπε νὰ ἀναγνωρίσουν· γιὰ νὰ φυλάξουν τὸν λαὸ ἀπὸ Ψευδομεσσίες καὶ νὰ ὑποδείξουν τὸν ἀληθινὸ Μεσσία. Γι᾿ αὐτό -ὑποκριτικά, βέβαια, πάντοτε- εἶπε ὁ Καϊάφας ποὺ ἦταν ἐν ἐνεργείᾳ ἀρχιερεύς: «Πές μας», λέει, «σὲ ὁρκίζω εἰς τὸν Θεὸ τὸν ζῶντα, ἐσὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας;». Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε ἐκεῖνο τὸ «Σὺ εἶπας», ποὺ σημαίνει «Εἶναι ὅπως τὸ λές, εἶμαι ὁ Μεσσίας».

Καὶ προσθέτει ὁ Χριστὸς τὸ ὅραμα καὶ τὴν προφητεία τοῦ Δανιήλ: «Καὶ θὰ δεῖτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» κλπ. «Ναί, ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας». Ὑποκριτικὰ λοιπὸν ὁ Καϊάφας σχίζει τὰ ἱμάτιά του: «Ἀκούσατε», λέγει, «ἐβλασφήμησε...».... Μὰ δὲν ζήτησες νὰ σοῦ πεῖ ὁ κατηγορούμενός σου ποιός εἶναι; Σοῦ τὸ εἶπε... Τὸν ὅρκισες; Μὲ ὅρκον; Σοῦ τὸ εἶπε! Ἀληθεύει. Γιατί δὲν ἐξετάζεις ἀλλὰ σχίζεις τὰ ροῦχα σου ὑποκριτικότατα; Καὶ ὁ Καϊάφας καὶ τὸ συνέδριον -ἐκτὸς ἐξαιρέσεων- κατεδίκασαν τὸν Χριστὸν εἰς θάνατον ὡς ψευδόχριστον, ὡς ψευδομεσσίαν.. Ἔτσι λοιπόν, βλέπει κανεὶς ὅτι ἦταν ἐκ τῆς θέσεώς του ὑποχρεωμένος γιὰ νὰ φυλάξει, ἐπαναλαμβάνω, τὸν λαὸ ἀπὸ πλάνη, νὰ δώσει ἐκεῖνος τὴ μαρτυρία- ἀλλὰ ἡ μαρτυρία τοῦ Καϊάφα ἦταν νὰ θανατωθεῖ ὁ Ἰησοῦς.

Ἄς δοῦμε ἀκόμη αὐτὸ τὸ «ἄκακος», ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως, τοῦ Χριστοῦ. Τί θὰ πεῖ «ἄκακος»; Ὅπως λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «ἀπόνηρος, οὐχ ὓπουλος», χωρὶς πονηρία, χωρὶς ὑπουλότητα· «κακίας ἐλεύθερος», λέγει ἕνας ἄλλος, ὁ Ζιγαβηνός, «ἄδολος»·  «δόλος γὰρ φησὶ οὐχ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», λέει ὁ Οἰκουμένιος. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος: «ἀπείραστος κακῶν».

«καὶ ἀμίαντος»: ἕνας τρίτος χαρακτηρισμός. «Τί εἶναι ἀμίαντος;», λέγει ὁ Ζιγαβηνός, «ἐπίτασις τοῦ ἀκάκου, τὸ ἀμίαντον». Δηλαδή, γιὰ νὰ τονιστεῖ περισσότερον αὐτὸ ποὺ λέμε «ἄκακος»- βάζει τὸν χαρακτηρισμό: «ἀμίαντος», δὲν ἔχει μίασμα, δὲν ἔχει τίποτα, δὲν ἔχει κηλῖδα, δὲν ἔχει «μῶμον», δὲν ἔχει τίποτε... Ἀπηλλαγμένος, λοιπόν, παντὸς μολυσμοῦ.

Ὅταν ὅμως σήμερα ἀκοῦμε, ἀγαπητοί μου, ἀνήκουστα πράγματα μολυσμοῦ εἰς τοὺς κληρικούς μας, καὶ διακόνους, καὶ πρεσβυτέρους, καὶ ἀρχιερεῖς- ἀλήθεια, μᾶς καταλαμβάνει ἴλιγγος... τὸ τί ἀκοῦμε...

Καὶ ἀκόμα ἕνας χαρακτηρισμός: «Κεχωρισμένος», λέγει, «ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν». Σώζει τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Καὶ ἐπειδὴ πάντα τύπος εἶναι ὁ Χριστός -δηλαδὴ τὸ ἀρχέτυπον- θὰ λέγαμε ὅτι ὁ κληρικός, ἰδιαίτατα ὁ ἀρχιερεύς, ὀφείλουν νὰ μὴν εἶναι ἐκκοσμικευμένοι. Αὐτὸ θὰ πεῖ «κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν», νὰ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευσιν. Νὰ μὴ χρησιμοποιοῦν τίς μεθόδους τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως εἶναι ἡ διπλωματία, ὅπως εἶναι οἱ συμβιβασμοί. Σήμερα, ὁ Οἰκουμενισμός, αὐτὴ ἡ παναίρεσις -καὶ δὲν παύω νὰ σᾶς ὑπενθυμίζω τὴν παρουσία του, ἡ ὁποία γίνεται ἐντονοτέρα καὶ ἐντονοτέρα- καταβροχθίζει ὁ Οἰκουμενισμὸς μὲ ὅλη του τὴν εὐκολία καὶ τὴ μεγαλοπρέπεια πολλοὺς ἐκ τῶν συγχρόνων ἀρχιερέων, ἀρχιεπισκόπων καὶ πατριαρχῶν. Ἔτσι λοιπὸν ἕνας σύγχρονος ἀρχιερεὺς δὲν εἶναι «κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν», διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ διαβόλου κατασκευάσματα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀγνοοῦσε αὐτοὺς τοὺς ἑλιγμούς. Μάλιστα ἕνας σύγχρονος βιογράφος του λέει: «Ἤτανε τὸ ἀδύνατό του σημεῖο»-ἐγὼ θὰ ἔλεγα «τὸ δυνατό του σημεῖο». Δὲν ἤξερε νὰ ἑλίσσεται, δὲν ἤξερε τοὺς συμβιβασμοὺς τῆς διπλωματίας, γι᾿ αὐτὸ μόλις τοῦ εἰπώθηκε ὅτι εἶναι ἀντικανονικός, ἀμέσως παρητήθῃ ἀπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, πάντοτε ἀναζήτησε ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς ποὺ νὰ ἀνταποκρίνονται στὸ ἀρχέτυπον Ἰησοῦς Χριστός. Γιὰ παράδειγμα, στὸ βιβλίο τῆς «Διδαχῆς» ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς. Προσέξατε καὶ θὰ σᾶς δείξω μετὰ ὅτι δὲν μᾶς εἶναι θέματα ποὺ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν. Ἐννοεῖται τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Λέγει στὴν ιε΄ παράγραφο τὸ βιβλίον «Διδαχή»- εἶναι πολὺ παλιὸ βιβλίο: «Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς -νὰ χειροτονήσετε γιὰ τοὺς ἑαυτούς σας, δηλαδὴ γιὰ τὴν τοπική σας ἐκκλησία- ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀξίους τοῦ Κυρίου -νὰ ᾿ναι ἄξιοι τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ Τὸν ἀντιπροσωπεύουν- ἄνδρας πραεῖς -ποὺ νὰ εἶναι αὐτοὶ ἄντρες πραεῖς, μὲ πραΰτητα- καὶ ἀφιλαργύρους -νὰ μὴν εἶναι φιλάργυροι- καὶ ἀληθεῖς -νὰ ᾿ναι ἥσυχοι, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν Ναθαναήλ·  ἦρθε ὁ Φίλιππος καὶ τοῦ εἶπε, λέει στὸν Ναθαναὴλ «τὸ καὶ τὸ» καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ εἶπε: «Νὰ ἕνας ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ὑπάρχει δόλος εἰς τὸ στόμα του...».... Ὁ ἴσιος ἄνθρωπος, ὁ ἄδολος ἄνθρωπος. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινός.

«Καὶ δεδοκιμασμένους», νὰ ἔχουν δοκιμαστεῖ, πρῶτα θὰ δοκιμαστοῦν καὶ κατόπιν θὰ χειροτονηθοῦν. Ποιά ἦταν ἡ βιοτή του; Πῶς ἔζησε ἀνάμεσά μας αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τὸν χειροτονήσουμε τώρα καὶ νὰ τὸν ἔχουμε κληρικό μας; Ὁ δὲ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει εἰς τὸν ἅγιο Πολύκαρπο, ἐπίσκοπο Σμύρνης, μάλιστα φεύγει ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, τὴν ἐπισκοπή του καὶ πηγαίνει διὰ ξηρὰς στὴ Ρώμη γιὰ νὰ μαρτυρήσει. Ἔτσι περπατῶντας πέρασε ἀπὸ τὴν Σμύρνη, τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου. Καὶ γράφει ἐκεῖ. Προχώρησαν πρὸς τὰ πάνω, ψηλά, βόρεια δηλαδή, στοὺς Φιλίππους κλπ. κλπ.

Γράφει λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, γράφει στὸν ἅγιο Πολύκαρπο τὰ ἑξῆς: «Πρέπει, Πολύκαρπε θεομακάριστε, συμβούλιον ἀγαγεῖν θεοπρεπέστατον -Ποιό εἶναι τὸ «θεοπρεπέστατον συμβούλιον»; Εἶναι ἡ Σύνοδος. Καὶ τὸ λέει «θεοπρεπέστατον». Ναί... ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι ἡ Σύνοδος- «καὶ χειροτονῆσαι τινα -καὶ νὰ χειροτονήσετε κάποιον-, ὃν ἀγαπητὸν λίαν ἔχετε -ἀπὸ ἀνάμεσά σας ποὺ νὰ εἶναι, λέγει, ἀγαπητός, προσεκτικὸς ἄνθρωπος- καὶ ἄοκνον -ἄοκνος, ὄχι τεμπέλης, προκομμένος θὰ τὸν λέγαμε μὲ ἕναν γενικὸ χαρακτηρισμό, προκομμένος ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό, ἀγαπάει τὰ τοῦ Θεοῦ-, ὃς δυνήσεται -ὁ ὁποῖος θὰ μπορέσει- θεοδρόμος καλεῖσθαι -νὰ ἀποκληθεῖ θεοδρόμος, ὅτι εἶναι στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος- τοῦτον καταξιῶσαι, ἵνα πορευθεὶς εἰς Συρίαν -νὰ πάει στὴ Συρία, στὴν Ἀντιόχεια- δοξάσῃ ὑμῶν τὴν ἄοκνον ἀγάπην εἰς δόξαν Θεοῦ». Βλέπετε τί γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος στὸν ἅγιο Πολύκαρπο; Ποιός θὰ ἀντικαταστήσει τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο ποὺ πηγαίνει γιὰ τὸ μαρτύριο; Εἶναι στὴν ἕβδομη παράγραφο αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, «Πρὸς ἃγιον Πολύκαρπον».

Ἀγαπητοί. Αὐτὰ ὅλα λέγονται καὶ προβάλλονται γιὰ νὰ γνωρίζει ὁ λαὸς ποιούς πρέπει νὰ ἔχει ὡς ποιμένας καὶ διδασκάλους στὴν ἐκκλησία του. Δὲν ἐπιτρέπεται ἄγνοια· γιατί τότε λύκοι θὰ κυβερνοῦν καὶ θὰ κατασπαράσσουν τὴν ψυχή σας. Ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε ὅτι «ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ -τὸν ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα, τὰ λογικὰ πρόβατα-, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ -γιατί γνωρίζουν τὴν φωνή του-· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν -ξένον, ἀλλότριον στὰ τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἀκολουθοῦν-, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ -φεύγουν μακριὰ του-, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν -γιατί δὲν ἀναγνωρίζουν τῶν ξένων τὴν φωνήν».

Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου Ἰερεμίου διαμαρτύρεται καὶ λέγει: «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου -Πολλοὶ ποιμένες, λέει, διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνα του· ὁ ἀμπελῶνας του εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ-, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου -ἤτανε ὁ περιούσιος λαὸς ἡ μερίδα τοῦ Θεοῦ, ἦταν ὁ Ἰσραήλ· ἐμόλυναν, βρώμισαν τὴ μερίδα μου, τὸν λαό μου- ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ -καὶ τὴν ἐπισκοπή μου, λέει ὁ Θεός, τὸν λαό μου, τὸν ἔκαναν ἔρημο- πῶς λέμε: «ἔρημος τόπος»- τὸν ἐρήμαξαν καὶ προσέξτε μιὰ φρασούλα ποὺ λέει ὁ προφήτης Ἰερεμίας καὶ ποὺ εἶναι στὸ δωδέκατο κεφάλαιο ἀνάμεσα στοὺς στίχους 10ον καὶ 11ον, ἀκοῦστε: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ», δηλαδή: «καὶ ὅμως, κανεὶς δὲν θέτει αὐτὸ στὴν καρδιά του καὶ δὲν τὸ συναισθάνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει κληρικούς, οἱ ὁποῖοι κατεσθίουν τὴν ποίμνη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν τὸ ᾿βαλε στὸ μυαλό του, λέει, νὰ ἀντιδράσει. Καὶ συμπληρώνει ὁ προφήτης: «Ὦ οἱ ποιμένες, οἱ διασκορπίζοντες καὶ ἀπολλύοντες τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου. διὰ τοῦτο ὑμεῖς διεσκορπίσατε τὰ πρόβατά μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά, ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς κατὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν· ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐμολύνθησαν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον πονηρίας αὐτῶν -μέσα στὸν οἶκο μου, εἰς τὸν ναό, εἶδα τίς βρωμιές τους», λέει ὁ Θεός.

Ἀγαπητοί. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει ἁγίους ἄνδρας, ὅπως τὸν σήμερον ἑορταζόμενον ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, γιὰ νὰ καθρεπτιζόμαστε στὴν ἐκείνων βιοτὴν μὲ ἀρχέτυπον τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Χριστὸς καὶ νὰ οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία Του, ἀμήν.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ἀπομαγνητοφώνηση καὶ ἠλεκτρονικὴ ἐπιμέλεια κειμένου:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΗ:

https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/mnhmh_agivn/mnhmh_agivn_002.mp3

__________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

«Πᾶνος»