Ἡ Ὁσία Δομνίκη
Λιποῦσα τὴν γῆν οὐρανόφρων Δομνίκα,
Εἰς οὐρανοὺς ἀνῆλθεν, ὥσπερ ἠγάπα.
Δομνίκαν ὀγδοάτῃ πότμου λάβε νὺξ ἐρεβεννή.
Ἡ Ὁσία Δομνίκη ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν αὐτοκρατόρων Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), Λέοντος A’ (457 – 474 μ.Χ.) καὶ Ζήνωνος (474 – 475 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρθαγένη (Νέα Καρχηδόνα) τῆς Ἱσπανίας. Κατὰ τὴν θεία οἰκονομία πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 384 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλες τέσσερις παρθένες, τὴ Δωροθέα, τὴν Εὐανθία, τὴ Νόννα καὶ τὴν Τιμοθέα καὶ ὕστερα ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη βαπτίσθηκαν ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Νεκταρίου.
Ἡ Ὁσία Δομνίκη ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκγύμνασε τὸν ἑαυτό της πνευματικὰ μὲ σκληροὺς καὶ πολλοὺς κόπους. Ἀφοῦ ἔφθασε στὴ θέωση καὶ ἀξιώθηκε νὰ κάνει θαύματα καὶ νὰ διακρίνει τὰ μέλλοντα, ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς της ἔγινε γνωστὴ καὶ ἐπέσυρε τὴν προσοχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου (408 – 450 μ.Χ.) καὶ τῆς βασίλισσας, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐπισκέπτονταν καὶ τῆς παρεχώρησαν τὸν τόπο καὶ τὰ μέσα προκειμένου νὰ ἀνεγείρει Μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ζαχαρία. Ἐκεῖ ἡ Ὁσία Δομνίκη ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπῃ τῇ κρείττονι, καταυγασθεῖσα τὸν νοῦν, ἀσκήσει ἐξέλαμψας, ὥσπερ λαμπὰς φαεινή, Δομνίκα πανεύφημε· ὅθεν Μοναζουσῶν σε, ὁδηγὸν φωτοφόρον, ἔδειξεν ὁ Δεσπότης, διὰ βίου καὶ λόγου. Ὧ πρέσβευε θεοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χορείαν εὐκλεῆ, σεμνοτάτων παρθένων, δι’ ἔργων ἱερῶν, καὶ σοφῶν διδαγμάτων, ἐνθέως ὡδήγησας, πρὸς παστάδα ἀκήρατον, ἔνθα πέφηκε, ζωῆς τὸ ξύλον Δομνίκα· δι’ οὗ ζώωσον, τὴν νεκρωθεῖσαν ψυχήν μου, Ὁσία θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Δομνίκα πανευκλεής· σὺ γὰρ τὸν Δεσπότην, ἀγαπήσασα ἐκ ψυχῆς, ἴχνεσι τοῖς τούτου, ὥσπερ ἀμνὰς τιμία, ἀμέμπτως ἐπορεύθης· διὸ δεδόξασαι.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης
Σὺν δάκρυσι σπείραντι τῷ Γεωργίῳ,
Καιρὸς θερίζειν ἐστὶ σὺν εὐθυμίᾳ.
Βιογραφία
Ο Όσιος Γεώργιος γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Κύπρου από γονείς ευσεβείς. Είχε και ένα μεγαλύτερο αδελφό που τον έλεγαν Ηρακλείδη. Αυτός λοιπόν, όταν ακόμα ζούσαν οι γονείς τους, πήγε στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσει. Αφού προσκύνησε, κατόπιν πήγε στη Λαύρα του Καλαμώνας που βρισκόταν κοντά στο σημερινό μοναστήρι του Αββά Γερασίμου στον Ιορδάνη και εκεί έγινε μοναχός. Ο δε Γεώργιος παρέμεινε κοντά στους γονείς του. Αργότερα πέθαναν οι γονείς του και ο Γεώργιος έμεινε ορφανός. Τότε τον παρέλαβε μαζί με την κληρονομιά του ο θείος του, που είχε μια μοναχοκόρη και ήθελε να τον κάνει γαμπρό του. Ο Γεώργιος όμως δεν ήθελε να παντρευτεί και έφυγε στον άλλο του θείο, που ήταν ηγούμενος σ' ένα Μοναστήρι. Αλλά επειδή ο προηγούμενος θείος του πίεζε τον αδελφό του ηγούμενο ν' αφήσει τον Γεώργιο να φύγει από το μοναστήρι, ο Γεώργιος έφυγε κι από 'κει και πήγε στον αδελφό του Ηρακλείδη στη Λαύρα του Καλαμώνος. Άλλ' επειδή ήταν νεαρός τον οδήγησε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την λεγόμενη Χοζεβά που βρίσκεται σε μια ερημική και άγρια χαράδρα κι είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Εκεί πλέον ο Γεώργιος αφού έγινε μοναχός, έζησε αυστηρά ασκητική μοναχική ζωή. Η φήμη της αρετής του ήταν μεγάλη και τα άγια έργα του δίδαξαν πολλούς. Τελικά, ειρηνικά παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Θεό.
Λίγα λόγια για το μοναστήρι της Υπεραγίας Θεοτόκου, την λεγόμενη Χοζεβά.
Βρίσκεται σε μια ερημική και άγρια χαράδρα κι είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Στην Αγία Γραφή η τοποθεσία αυτή λέγεται χείμαρρος Χορράθ κι είναι συνδεδεμένη με πολλά ιστορικά γεγονότα.
Σ' αυτό το μέρος είναι η σπηλιά στην όποια είχε κάποτε κρυβεί ο προφήτης Ηλίας (910 π.Χ.) για να γλιτώσει από την καταδίωξη του ασεβέστατου βασιλιά Αχαάβ και της ειδωλολάτριδας συζύγου του της Ιζάβελ. Σ' αυτή τη σπηλιά ο ζηλωτής προφήτης έμεινε μήνες και τρεφόταν κατά ένα θαυμαστό τρόπο. Μερικά κοράκια του έφερναν πρωί και βράδυ ψωμί και κρέας. Νερό έπινε από τον χείμαρρο. Όταν όμως κι από εδώ έλειψε το νερό, εξ αιτίας της ανομβρίας, ο προφήτης αναχώρησε κατ' εντολή του Θεού στα Σάρεπτα της Σιδώνος.
Στη σπηλιά αυτή ύστερα από χρόνια ήρθε και κλείστηκε κι ο θεοπάτορας Ιωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα έμεινε εδώ νηστεύοντας και προσευχόμενος να του χαρίσει ο Θεός ένα παιδί, γιατί ήταν άτεκνος. Σ' αυτό το διάστημα κι η σύζυγος του Άννα είχε παραμείνει στο σπίτι της και προσευχόταν θερμά. Με δάκρυα παρακαλούσε και ζητούσε να της λύσει ο Πανάγαθος Θεός την ατεκνία της. Πολύ συγκινητική είναι η προσευχή του Ιωακείμ, στη σπηλιά όπως μας την διέσωσε αρχαία παράδοση: «Ου καταβήσομαι», έλεγε μονολογώντας ο ευσεβής Ιωακείμ, «ούτε επί ποτόν, έως ότου επισκέψεταί με Κύριος ο Θεός μου και έσται μου η ευχή βρώμα και πόμα». Και δεν κινήθηκε απ' εκεί, παρά μονάχα, όταν ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των ευσεβών παιδιών του, εισήκουσε τη δέηση του και μ' ένα άγγελο του διεμήνυσε το χαρμόσυνο μήνυμα, πώς θα αποκτούσε παιδί. Και πραγματικά. Την επόμενη χρονιά ο Ιωακείμ και η Άννα αξιωνόντουσαν να αποκτήσουν την κεχαριτωμένη Μαρία, τη Μητέρα του Θεού. Γι' αυτό και το όνομα Θεοπάτορες, δηλαδή πρόγονοι κατά σάρκα του Σωτήρος μας Χριστού, του Θεού μας.
Από μια τυπική διάταξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων μανθάνουμε, πως ο χείμαρρος ήταν κτήμα του Ιωακείμ, του πατέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εδώ υπήρχε και κήπος του ιδίου κι εδώ αργότερα κτίστηκε και Εκκλησία έπ' ονόματι της Παναγίας στην οποία διάφορες μέρες του χρόνου γινόντουσαν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις. Σε τούτο το μέρος κτίστηκε κι η μονή της Παναγίας του Χοζεβά, που θεωρείται μία από τις αρχαιότερες μονές της Παλαιστίνης.
Στην ιερά αυτή Μονή έζησαν την αγγελική ζωή της πλήρους αφιερώσεως χιλιάδες ευλαβείς ψυχές. Σ' αυτή πέρασε κι ο άγιος Γεώργιος από τη νήσο Κύπρο, που είναι γνωστός με το επώνυμο Χοζεβίτης, τα περισσότερα χρόνια της ασκητικής ζωής του. Η όλη περιοχή διακρίνεται για την αγριότητα της. Κι αυτή την περιοχή χωρίς άλλο θα είχε υπ' όψη ο Κύριος, όταν έλεγε την παραβολή του ανθρώπου που περιέπεσε στους ληστές κι είναι γνωστή σαν παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Καθ' όλη τη διαδρομή του χειμάρρου υπάρχουν πολλά σπήλαια, τα οποία από ενωρίς προσείλκυσαν πολλούς αναχωρητές. Σ' ένα από αυτά, που βρίσκεται από πάνω από τη Μονή, είχε εγκατασταθεί κάποτε ο Άγιος Ιωάννης ο θαυματουργός, που είχε διατελέσει επίσκοπος της Καισαρείας κι ύστερα εγκατέλειψε την επισκοπή κι ήρθε στο μέρος αυτό να μονάσει. Ο μεγάλος αυτός άγιος και θαυματουργός έκτισε την εκκλησία και τη Μονή στο όνομα της Παναγίας και καλλώπισε τον χώρο εκείνο έτσι, που σε λίγο καιρό χιλιάδες φιλέρημες ψυχές ήρθαν να ζήσουν την αγγελική ζωή.
Την ακμή της Μονής, στην οποία πολλά θαύματα γινόντουσαν από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και των γύρω ασκητηρίων, που στις αρχές του εβδόμου αιώνα φιλοξενούσαν πιο πολλές από πέντε χιλιάδες ψυχές, ανέκοψαν οι περσικές επιδρομές. Σαν καταιγίδα αληθινή είχαν ενσκήψει οι άγριες αυτές ορδές, που έσφαζαν, έκαιαν, ερήμωναν τα πάντα από εκεί που περνούσαν. Αυτή την εποχή καταστράφηκε κι ο άγιος ναός της Αναστάσεως και όλοι οι ναοί και τα μοναστήρια της Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Γεωργήσας τον λόγον Πάτερ της χάριτος, δικαιοσύνης έδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ως την ένθεον ζωήν αϊρετισάμενος, όθεν της δόξης κοινωνός, ανεδείχθης του Χριστού, Γεώργιε θεοφόρε' ώ και πρεσβεύεις άπαύστως, έλεηθήναι τάς ψυχάς ημών.
Ὁ Ἅγιος Κύρος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ σὴν μελίζων σάρκα Κῦρος Χριστέ μου,
Σαρκὸς διαστάς, σῷ παρίσταται θρόνῳ.
Ὁ Ἅγιος Κύρος ἦταν μοναχὸς σὲ κάποιο μοναστήρι τοῦ Πόντου ἀπέναντι τῆς Ἀμάστριδος. Ἐκεῖ τὸν συνάντησε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ὁ Β’ (685 – 695, 705 – 711 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος βεβαίωσε προφητικὰ ὅτι θὰ ἀνακτήσει τὸν θρόνο. Ὅταν αὐτὸ συνέβη πραγματικὰ ὁ αὐτοκράτορας θυμήθηκε τοὺς προφητικοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν κάλεσε, τὸ ἔτος 705 μ.Χ., στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο.
Κατὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολούθησαν νὰ ταράσσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ κράτος ἡ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ποὺ εἶχε καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 451 μ.Χ. καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ποὺ εἶχε καταδικασθεῖ στὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ἦταν πολλοὶ στὴν Συρία, στὴν Αἴγυπτο, στὴ Μεσοποταμία, τὴν Ἀρμενία, τὴν Περσία καὶ βοήθησαν τοὺς Ἄραβες στὴν κατάκτηση τῶν χωρῶν αὐτῶν καὶ τὴν ἀπόσπασή τους ἀπὸ τὸ Βυζάντιο.
Ὁ Πατριάρχης Κύρος κατεδίκασε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς κακοδοξίες τους. Ἔτσι, τὸ 711 μ.Χ., ὅταν ὁ Φιλιππικὸς κατέλαβε τὸ βασιλικὸ θρόνο, ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη νὰ καταδικάσει τὶς ἀποφάσεις τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ἅγιος Κύρος μάταια προσπάθησε νὰ προλάβει τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐκείνη ἀσέβεια, ἀλλὰ καὶ μάταια ἀπέβη ἡ προσπάθεια τοῦ ἐκβιασμοῦ του. Ἀντιστάθηκε καὶ πρὸς τὴν αὐτοκρατορικὴ παραγγελία καὶ πρὸς τὶς πιέσεις καὶ ἀπειλές. Ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσει τὸ δυσσεβὲς σχέδιό του, τὸν ἐκθρόνισε καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ Μονὴ τῆς Χώρας, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ σεβάσμια μονὴ τῆς Χώρας καὶ στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐὰν συνέπιπτε ἡ μνήμη του ἡμέρα Κυριακή.
Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Πάλαιε Καρτέριε πρὸς πῦρ καὶ δόρυ,
Τὸ καρτερὸν σου πρὸς πάλας δεικνὺς δύω.
Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ἦταν ἱερέας καὶ διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ὅταν ἡγεμόνας Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Οὐρβανός.
Ὁ Καρτέριος ἀνήγειρε ἕναν οἶκο προσευχῆς. Ἐκεῖ μάζευε τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ τὰ δίδασκε νὰ λατρεύουν μόνο τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Γιὰ τὴ διδασκαλία του αὐτὴ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν κατήγγειλαν στὸν ἡγεμόνα. Ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν σύλληψη, θεώρησε καλὸ νὰ κρυφτεῖ. Τότε ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε, Καρτέριε, καὶ ἐμφανίσου σὲ ἐκείνους ποὺ σὲ ζητοῦν. Ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σου. Πρέπει ἐσὺ νὰ πάθεις πολλὰ γιὰ τὸ ὄνομά μου, πολλοὶ ἐξ αἰτίας σου θὰ πιστέψουν σὲ ἐμένα καὶ θὰ σωθοῦν». Ὁ Ἅγιος, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ Θεῖο ὅραμα, ἔνιωσε ἀπερίγραπτη χαρὰ καί, ἀφοῦ ἀνέπεμψε εὐχαριστία στὸ Θεό, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε στοὺς διῶκτες του.
Ἀμέσως τότε τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἔπειτα τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θυσιάσει στὸ εἴδωλο τοῦ ψεύτικου θεοῦ Σαράπη. Ὁ Ἅγιος ὅμως, μὲ τὴν προσευχή του, συνέτριψε τὸ ἄγαλμα αὐτό. Τότε δόθηκε ἐντολὴ σὲ δέκα ἕξι στρατιῶτες νὰ τὸν χτυπήσουν ἀλύπητα μὲ ραβδιά. Καταπάνω του ἔπεσαν καὶ τέσσερις ἄλλοι δήμιοι καὶ τὸν βασάνισαν. Στὴν συνέχεια τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο καὶ μὲ ξυράφι τοῦ ἀφαίρεσαν τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του. Ἔπειτα τοῦ καταξέσχισαν μὲ σιδερένια νύχια ὅλο του τὸ σῶμα. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν ἐμφάνιση Ἀγγέλου, ποὺ εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο, ξεπέρασε τὰ βάσανα καὶ οἱ πληγὲς τοῦ σώματός του θεραπεύθηκαν.
Τὰ φρικτὰ βασανιστήρια συνεχίσθηκαν. Τοῦ τρύπησαν μὲ σίδερο μυτερὸ τοὺς ἀστραγάλους καὶ μὲ πυρακτωμένο ὑνὶ ἀλετριοῦ τοῦ κτύπησαν τὸ στῆθος, μετὰ τὸν ἔβαλαν νὰ καθίσει σὲ πυρακτωμένο σιδερένιο τηγάνι καὶ ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ σκληρὰ δεσμά.
Τὴ νύχτα, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος τὸν θεράπευσε, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ σταθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν θύρα τῆς φυλακῆς. Τότε πολλοὶ ποὺ τὸν εἶδαν ὑγιῆ πῆγαν κοντά του, βαπτίζονταν καὶ θεραπεύονταν ἀπὸ ἀσθένειες ποὺ τοὺς βασάνιζαν.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ὑπέβαλαν τὸν Ἅγιο καὶ σὲ ἄλλα, ἀκόμη πιὸ σκληρὰ βασανιστήρια. Τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα σὲ ὀγκόλιθους, τὸν κτυποῦσαν μὲ ραβδιὰ στὴν κοιλιὰ καὶ τὸν κατέκαψαν ρίχνοντας ἐπιπλέον θειάφι καὶ πίσσα στὶς πληγές του. Καὶ τὰ μαρτύρια συνεχίζονταν. Ὁ Ἅγιος δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔμεινε ἀλώβητος.
Κάποιος ὅμως ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους ἐκεῖ Ἰουδαίους, ἐξοργίσθηκε πάρα πολύ, γιατί ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ κάθε βασανιστήριο διασωζόταν. Σήκωσε, λοιπόν, τὸ δόρυ του, κτύπησε μὲ μανία τὸν Ἅγιο στὴν πλευρὰ καὶ τοῦ ἐπέφερε τὸν θάνατο. Ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ κτύπημα τοῦ δόρατος στὸν Ἅγιο, ἔτρεξε πρῶτα νερὸ καὶ μάλιστα τόσο πολύ, ποὺ ἔσβησε καὶ τὴν ἴδια τὴ φωτιὰ τῆς καμίνου, στὴν ὁποία τὸν εἶχαν ρίξει. Ὕστερα ὅμως ἔτρεξε αἷμα καὶ ὁ Ἅγιος Καρτέριος, ποὺ τόσο καρτερικὰ ὑπέμεινε τὰ βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, παράδωσε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανός, Βασίλισσα, Κέλσιος, Ἀναστάσιος καὶ Ἀντώνιος οἱ Μάρτυρες
Εις τον Ιουλιανόν και Βασίλισσαν.
Ἰουλιανῷ πολλὰ καὶ Βασιλίσσῃ,
Ἔπαθλα κεῖνται, κειμένοις ἐκ τοῦ ξίφους.
Εις τον Κέλσιον και Aντώνιον.
Τέμνει κεφαλὴν τὸ ξίφος τὴν Κελσίου,
Καὶ σὺν κεφαλῇ τῇ δε τὴν Ἀντωνίου.
Εις τους διά του Aγίου Ιουλιανού πιστεύσαντες.
Χριστού συνέντες άνδρες αληθές σέβας,
Προύδωκαν εις θάνατον αυτούς εμφρόνως.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ διέμενε στὴν Ἀντινοούπολη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαρκιανοῦ, ἡγεμόνα τῆς Ἀντινοουπόλεως τῆς Αἰγύπτου. Νυμφεύθηκε τὴν Ἁγία Βασίλισσα ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἔγιναν καὶ οἱ δύο Μοναχοί. Ὁ Ἅγιος ἔγινε Ἡγούμενος στὴ Μονὴ ποὺ μόναζε καὶ εἶχε ὑπὸ τὴν Πνευματική του φροντίδα δύο χιλιάδες Μοναχούς, ποὺ αὐξήθηκαν λόγω τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς παραμονῆς στὴ Μονὴ πολλῶν Ἐπισκόπων καὶ Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὁ Μαρκιανός, ὅταν ἔμαθε γι’ αὐτό, ἔκαψε τὴν Μονὴ καὶ συνέλαβε τὸν Ἅγιο Ἰουλιανό.
Ὑποβλήθηκε σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Τὸν ξάπλωσαν στὸ ἔδαφος καὶ τὸν κτυποῦσαν ἀλύπητα. Ἔπειτα τὸν περιτύλιξαν μὲ σιδερένια δεσμὰ καὶ τοῦ συνέτριψαν τὰ ὀστά. Ὅταν ἕνας ὑπηρέτης, ποὺ εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὸν Μάρτυρα, τὸν ὑπηρέτη αὐτὸν τὸν ἀποκεφάλισαν. Στὸν Χριστὸ ἐπίσης πίστεψαν, ὁ υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα, Κέλσιος μαζὶ μὲ εἴκοσι δεσμοφύλακες, ἐπειδὴ εἶδαν ἕναν νεκρὸ ποὺ ἀναστήθηκε μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν μέσα σὲ πυρακτωμένο λέβητα. Συγχρόνως ἔριξαν μέσα στὸν λέβητα καὶ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ τοῦ ἄρχοντα, τὰ ὁποία ἤδη εἶχαν πιστέψει στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἱερέα Ἀντώνιο, καθὼς καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε ἀναστηθεῖ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἰουλιανοῦ, τὸν Ἀναστάσιο. Ἐπειδὴ ὅμως, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, ὅλοι τους βγῆκαν ἀπὸ τὸ λέβητα χωρὶς νὰ ἔχουν πάθει τὸ παραμικρό, πίστεψαν πολλοὶ στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Κελσίου.
Ἀκολούθως ὁδήγησαν τοῦ Ἁγίους ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα. Ἀμέσως ὅμως, μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχή τους, τὰ εἴδωλα ποὺ ἦταν μέσα στὸ ναὸ ἔγιναν κομμάτια καὶ ὁ ναὸς κατακλύσθηκε ἀπὸ τὰ νερά. Στὴ συνέχεια ἔβαλαν τοὺς Ἁγίους, μὲ δεμένα τὰ ἄκρα τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τους, ἐπάνω σὲ δεμάτια παπύρων. Τὰ δεμάτια αὐτὰ εἶχαν καταβρέξει μὲ λάδι καὶ τοὺς ἔβαλαν φωτιά. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φωτιὰ δὲν προξένησε στοὺς Ἁγίους καμία ζημιά, οἱ δήμιοι ἔγδαραν τὶς τίμιες κεφαλὲς τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ Κελσίου, τοῦ δὲ Ἀντωνίου τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια μὲ σιδερένια νύχια, ἐνῶ τὴν μητέρα τοῦ Κελσίου τὴν κρέμασαν.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, παρέδωσαν τοὺς Ἁγίους σὲ ἄγρια θηρία. Ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ μακάριοι καὶ ἐδῶ διαφυλάχθηκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, οἱ δήμιοι ἀπέκοψαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν. Ἡ σύναξή τους τελεῖται στὸ Μαρτύριο αὐτῶν, ποὺ ἦταν πλησίον τοῦ Φόρου. Ἡ μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Ἰουλιανοῦ ἑορτάζεται στὶς 5 Ἰουλίου.
Ἁγία Γυναίκα
Χριστού πόθω τρωθείσα μήτηρ Κελσίου,
Aνδρός κατεφρόνησε, και των βασάνων.
Η Αγία αυτή ήταν σύζυγος του ηγεμόνα που θανάτωσε τον Άγιο Ιουλιανό και μητέρα του Αγίου Κελσίου. Πίστεψε στον Χριστό από τα θαύματα που έγιναν κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε.
Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος καὶ Ἑλλάδιος οἱ Μάρτυρες
Πῦρ ζεῦγος ἀνδρῶν ἐν μεταφρένοις φέρει,
Ἐπισκιωθὲν τοῦ Θεοῦ μεταφρένοις.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἦταν Λίβυοι στὴν καταγωγή. Ἐπειδὴ διακήρυτταν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἀνθύπατο. Δὲν δείλιασαν ὅμως καθόλου ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα, ἀλλὰ παρέμειναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ βασανίστηκαν σκληρά. Πρῶτα τοὺς καταξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ αἰχμηρὰ σιδερένια ὄργανα καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν, τοὺς κατέκαψαν μὲ φωτιὰ καὶ πυρακτωμένα σίδερα. Ἔτσι μαρτύρησαν καὶ ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὅλην ὑπερβὰς τὴν ὕλην τοῦ σαρκίου,
Ἥκεις ὅλος νοῦς Ἀττικὲ πρὸς τοὺς Νόας.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴ Σεβαστεία τῆς Ἀρμενίας, ὅπου καὶ ἔλαβε τὴν ἐκπαίδευσή του. Στὴ συνέχεια ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε ἱερέας. Ἡ φιλοπονία, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ φιλοτιμία του ἦταν μεγάλη.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 406 μ.Χ., ἐξελέγη Πατριάρχης, διαδεχθεῖς τὸν κοιμηθέντα Πατριάρχη Ἀρσάκιο. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας του, τὸ 415 μ.Χ., τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἐπανακτισθέντος ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ πυρπολήθηκε τὸ 404 μ.Χ. κατὰ τὴν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λόγω τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἅγιος βάπτισε, τὸ 421 μ.Χ., Χριστιανὴ τὴν Ἀθηναΐδα, κόρη τοῦ Ἀθηναίου σοφιστὴ Λεοντίου, ποὺ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐδοκία καὶ εὐλόγησε τὸν γάμο της μὲ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’.
Ἦταν ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος καὶ ὅλος ὁ κόσμος γνώριζε τὶς ἀγαθοεργίες του, τὴν πλούσια καὶ φιλάνθρωπη διάθεσή του γιὰ τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχούς. Σὲ ἐπιστολή του δὲ πρὸς τὸν πρεσβύτερο Καλλιόπιο, ποὺ ἦταν ἱερέας στὴ Νίκαια, συνιστᾶ νὰ μὴν γίνονται κατὰ τὶς ἀγαθοεργίες διακρίσεις θρησκευτικῶν φρονημάτων, ἀλλὰ ἡ βοήθεια νὰ δίδεται πρὸς ὅλους ἀνεξαίρετα. Χάρη στὴν πολλή του ἀγάπη καὶ μετριοπάθεια πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπανέρχονταν στὴν Ὀρθοδοξία.
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Συνάδων Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος κατεδίωκε τοὺς ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Μακεδόνιου, ποὺ εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀγαπητό. Ὁ Θεοδόσιος θέλοντας νὰ ἐντείνει τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν αἱρετικῶν ζήτησε ἀπ’ εὐθείας τὴν βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ γνώριζε τὴν σύνεση καὶ μετριοπάθεια τοῦ Πατριάρχη, συνεχῶς ἀνέβαλλε, ὁ δὲ Θεοδόσιος ἐπέμενε. Ὅμως οἱ μετριοπαθεῖς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχη καὶ ἡ προσευχή του ἔφεραν τοὺς καρπούς τους. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀγαπητὸς καὶ ὅλο τὸ ποίμνιό του προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία μὲ μόνη ἀπαίτηση νὰ μείνει ὑπὸ τὴν ποιμαντορία τοῦ Ἀγαπητοῦ.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ἀφοῦ οἱ Κανόνες δὲν ἐπιτρέπουν τὴν συνύπαρξη δύο Ἐπισκόπων στὴν ἴδια Ἐπισκοπή, ἔπρεπε νὰ θυσιασθεῖ ὁ Θεοδόσιος. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε φήμη φιλοχρήματου καὶ πλεονέκτη, ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς δὲν δίστασε.
Κατέστησε τὸν Ἀγαπητὸ Ἐπίσκοπο Συνάδων καὶ παρακάλεσε τὸν Θεοδόσιο νὰ ἐφησυχάσει.
Ὅμως, ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξακολουθεῖ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου νὰ ταράσσεται γιὰ τὴ διαγραφὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὰ Δίπτυχα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἡ διαγραφὴ αὐτὴ εἶχε γίνει μὲ βάση τὴν καταδίκη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὑπὸ τῆς Συνόδου τῆς Δρυὸς καὶ ἑπομένως τὸ ὄνομά του ἔμενε ἀμνημόνευτο. Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς τερμάτισε τὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ ἐνέγραψε τὸ ἔτος 422 μ.Χ., τὸν Μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σὲ αὐτὸ βέβαια εἶχε προηγηθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας ἤδη ἀπὸ τὸ 413 μ.Χ., ποῦ δὲν ἀνέχθηκε, καὶ δικαίως, τὴν τόσο ἄδικη ὕβρη πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικός, παρὰ τὴν μετριοπάθειά του, ἐπέδειξε πολὺ αὐστηρὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὴν αἵρεση τῶν Μασσαλιανῶν, ποὺ διατηροῦσαν μοναχικὰ συγκροτήματα στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν Συρία, καὶ αὐτοσεμνύνονταν ὅτι πραγματοποιοῦσαν τὴν ἠθικὴ τελειότητα χωρὶς νὰ χρειάζεται ὁ Νόμος. Ἔφθασαν καὶ μέχρι τοῦ νὰ περιφρονοῦν τὴν ἐργασία καὶ νὰ ζοῦν ἀπὸ ἐλεημοσύνες λέγοντας ὅτι ἔχουν συστηματικὰ ἀξιωθεῖ θείων ὁράσεων καὶ καταφρονοῦντες τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 425 μ.Χ.
Ὁ Προφήτης Σαμέας
Ἐν γῇ τὸ μέλλον οὐκ ἔτι χρᾷ Σαμέας,
Ἄνω γὰρ οὗτος ὁ προφητικὸς τρίπους.
Ὁ Ἅγιος Σαμέας εἶναι ἕνας ἐκ τῶν Προφητῶν ποὺ ἔζησε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὸ βιβλίο του, ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ Β’ Παραλειπομένων (βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης), χάθηκε.
Ὁ Προφήτης Σαμέας ἐμπόδισε τὸν Ροβοάμ, υἱὸ τοῦ Σολομώντα, νὰ κινήσει πόλεμο κατὰ τῶν δώδεκα φυλῶν γιὰ τὴν ἀποστασία αὐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων
Ὡς ἠγαθύνθην Ἀγάθων τὴν Καρδίαν,
Εἰρηνικοῦ σοῦ καὶ μόνου μνησθεὶς τέλους.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον πολύπειρους καὶ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Τὰ πατερικὰ ἀποφθέγματά του βρίσκονται στὸ Γεροντικό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό, κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου φώναξε μία μέρα τὸν νεαρὸ ἀκόμη μοναχὸ Ἀγάθωνα «Ἀββᾶ». Ἕνας ἄλλος ποὺ τὸν ἄκουσε τὸν ρώτησε: Ἀπὸ τώρα τὸν ἔκανες «Ἀββᾶ»; Δὲν τὸν ἔκανα ἐγώ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, μὰ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του.
Ὁ Ἅγιος Σεβερίνος
Στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δουνάβεως, στὰ σύνορα τῆς Πανονίας καὶ τῆς Νορικῆς (σημερινῆς Αὐστρίας), βρίσκεται ἡ πόλη Ἀστούρα. Στὴ θύρα τῆς Ἐκκλησίας τῆς πόλεως, ἐμφανίστηκε περὶ τὸ 454 μ.Χ. ἕνας ἄγνωστος μοναχὸς ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ὁ μοναχὸς ἐγκαταστάθηκε στὶς πύλες τοῦ ναοῦ. Μερικὲς μέρες μετά, ἄρχισε νὰ διατρέχει τὴν πόλη καὶ νὰ προειδοποιεῖ ὅτι οἱ βάρβαροι ἑτοιμάζονται γιὰ πολιορκία καὶ ὅτι πρέπει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ συναχθοῦν, γιὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν πίστεψαν στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Σεβερίνου. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν κοντινὴ πόλη Κομαγένη. Ἐγκαταστάθηκε καὶ πάλι στὶς θύρες τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ προφητικό του κήρυγμα, ὅπου ἔφθασε ἕνας γέροντας ἀπὸ τὴν Ἀστούρα καὶ ἀνήγγειλε τὴν κατάληψή της. Τότε, ὅπως καὶ παλιὰ μὲ τοὺς Νινευΐτες, οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ ζητοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σὲ τρεῖς μέρες ἕνας δυνατὸς σεισμὸς ἔσπειρε τὸν πανικὸ στοὺς εἰσβολεῖς, ποὺ ἔντρομοι ἐτράπησαν σὲ φυγή, ἐγκαταλείποντας τὴν πόλη ἐλεύθερη. Ὁ Ἅγιος Σεβερίνος συνέχισε τὸ προφητικό του ἔργο στὴν πόλη Φαβιάνα καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση αὐτῆς ἀποσύρθηκε σὲ τόπο ἔρημο καὶ ἡσυχαστικό, γιὰ νὰ ζήσει κατὰ Χριστόν.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ προσείλκυσε κοντά του πολλοὺς μοναχοὺς Χριστιανοὺς καὶ Ἐθνικούς. Τοὺς δίδασκε μὲ τὸν βίο του τὴ νηπτικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀποταγὴ ἀπὸ τὸ θέλημά τους, τὸ μυστήριο τῆς εὐσέβειας στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς πάσχοντες καὶ ἰδιαίτερα τοὺς αἰχμάλωτους ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τοὺς πτωχούς, ἦταν μεγάλη.
Ἐπὶ τριάντα συνεχὴ ἔτη ὁ Ἅγιος Σεβερίνος καὶ οἱ ὑποτακτικοί του ἐργάσθηκαν Εὐαγγελικὰ καὶ γιὰ τὴ μεταμόρφωση ἐν Χριστῷ τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων αὐτῶν, γενόμενοι ἔτσι φωτιστὲς τῆς Αὐστρίας.
Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τὸν κάλεσε νὰ χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ βάρβαροι πολιόρκησαν τὴ μονή. Οἱ μοναχοὶ προσπαθώντας νὰ μεταφέρουν ὅτι πολύτιμο ὑπῆρχε στὸ μοναστήρι, πῆραν καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο βρῆκαν ἄφθορο, καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Νάπολη.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος Μακρής
Ὁ Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη περὶ τὸ 1383 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀπολάμβαναν τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐκτιμήσεως. Παραδίδεται ἐπίσης ὅτι ὁ Μακάριος εἶχε Ἑβραϊκὴ καταγωγή, πληροφορία ἡ ὁποία ὡστόσο δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν βίο του καὶ ὀφείλεται προφανῶς σὲ σύγχυση μὲ τὸν Μακάριο Ξανθόπουλο τὸν «ἐξ Ἰουδαίων», ποὺ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Σφραντζῆ. Στὴ χειρόγραφη παράδοση τῶν ἔργων του, χρησιμοποιεῖται ἐπίσης καὶ ἡ προσωνυμία Ἀσπρόφρυς, ἡ ὁποία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ μᾶλλον ὡς κάποιο οἰκογενειακὸ ἢ προσωπικὸ προσωνύμιο.
Ὁ Μακάριος ἔλαβε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν ἀπαιτούμενη μόρφωση. Ὁ ἀνώνυμος βιογράφος του ὑπογραμμίζει ὅτι σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν τὸ μοναδικὸ ἀντιστάθμισμα στὴ μοναχική του κλίση ἦταν «ὁ ἔρως τῶν μαθημάτων», ἀλλά, ἐντέλει, σὲ ἡλικία δέκα ὀκτῶ ἐτῶν (περὶ τὸ 1401), λίγο μετὰ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του, πραγματοποίησε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὸν Ἄθω καὶ νὰ μονάσει στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση ἐνὸς θεοφόρου γέροντος, τοῦ Ἀρμενόπουλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχό. Ὁ Μακάριος παρέμεινε ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντός του γιὰ μία περίοδο δέκα ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀπέκτησε, μαζὶ μὲ τὶς μοναχικὲς ἀρετές, καὶ εὐρύτατη ἐγκύκλια μόρφωση.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ γέροντός του, ὁ Μακάριος κατέστη ὑποτακτικὸς ἐνὸς ἄλλου ἁγίου ἀσκητοῦ, τοῦ Δαυΐδ, ποὺ συνδεόταν φιλικὰ καὶ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο (1391 – 1425). Μέσω τοῦ Δαυΐδ γνώρισε ὁ Μανουὴλ Β’ τὸν Ἅγιο Μακάριο καὶ ἀντάλλασε μαζί του ἐπιστολές.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ὁ Ἅγιος Μακάριος μετέβη στὴ Θεσσαλονίκη, κατόπιν παροτρύνσεως τοῦ γέροντός του, γιὰ νὰ διευθετήσει τὸ ζήτημα τῆς πατρικῆς του περιουσίας καὶ στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὸν Ἄθω, ὅπου συνέχισε τὸν ἀσκητικό του ἀγώνα, ἔχοντας ὡς ὑπόδειγμά του τὸν αὐστηρὸ ἀναχωρητισμὸ τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καὶ παραμένοντας ἔνθερμος ὀπαδὸς τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον ὁ Ἅγιος Μακάριος, ἀκολουθώντας ἕναν αὐστηρὸ ἡσυχαστικὸ βίο, ἀξιώθηκε τῆς θέας τοῦ θείου φωτός, ὅπως ἀποκαλύπτει ὁ βιογράφος του.
Περὶ τὸ 1419 ὁ Ἅγιος Μακάριος προσεκλήθη μαζὶ μὲ τὸν Πνευματικό του Πατέρα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα δύο ἐτῶν, ἐνῶ στὴ συνέχεια ἐπέστρεψαν καὶ οἱ δύο στὴν προσφιλή τους ἡσυχία, ποὺ βίωναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο στὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία. Ὡστόσο, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1421 ἣ ἀρχὲς τοῦ 1422, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντός του, ὁ Μακάριος προσκλήθηκε πάλι στὴ Βασιλεύουσα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ ἐγκαταβίωσε ἀρχικὰ στὴ Μονὴ Χαρσιανίτου, ὅπου μόναζε ἐκείνη τὴν περίοδο καὶ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος «ὁ διαφανὴς ἀστὴρ καὶ διαπρύσιος τέττιξ, ὁ καὶ λόγῳ καὶ πράξει καὶ θεωρίᾳ τοὺς κατ’ αὐτὸν ὑπερβαλὼν ἤδη, φημὶ δὴ τὸν τῆς πόλεως ὀφθαλμὸν καὶ κοινὸν διδάσκαλον». Ἐκείνη τὴν περίοδο ὁ Ἰωσὴφ ἐξεφώνησε κατ’ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα τὶς περίφημες 21 Ὁμιλίες του περὶ Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ ὁποῖος τὸν γνώριζε ἀπὸ πρίν, συνδέθηκε μαζί του καὶ διακατεχόταν ἀπὸ αἰσθήματα σεβασμοῦ καὶ θαυμασμοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό του.
Ἡ αὐτοκρατορικὴ πρόταση νὰ ἀναλάβει τὴν Ἡγουμενία τῆς περίφημης Μονῆς Στουδίου, τὸν βρῆκε ὅμως ἀντίθετο. Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἀρνήθηκε τὴν προβολή του στὴν Ἡγουμενία τῆς Μονῆς καὶ ἀναχώρησε πάλι γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος, ὅπου «περιενόστει τὰς τῶν ἀναχωρητῶν πλησίον τοῦ Ἄθω καλύβας».
Μετὰ τὴν παρέλευση μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγος, μὲ ἐπιστολές του τὸν ἀνακάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μετὰ ἀπὸ ὀλιγόμηνη παραμονή του στὴ Μονὴ Χαρσιανίτου, ἐξελέγη ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόταση τοῦ Γεωργίου Σφραντζῆ, Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Παντοκράτορος, ἡ ὁποία διήνυε μιὰ ἄσχημη οἰκονομικὴ περίοδο.
Ὡς Ἡγούμενος ὁ Ἅγιος Μακάριος κατέβαλε κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ τὴν Πνευματικὴ ἄνθηση καὶ ὑλικὴ εὐημερία τῆς Μονῆς του. Αὐτὴ τὴν περίοδο, ὕστερα ἀπὸ δικές του ἐνέργειες, ἡ Μονὴ ἐνισχύθηκε οἰκονομικὰ ἀπὸ τὸ Σέρβο κράλη Στέφανο καὶ τέθηκε ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ Ἕλληνα Μητροπολίτη Ρωσίας Φωτίου, ἐνῶ σύντομα συγκεντρώθηκε γύρω του μία ἀξιόλογη συνοδεία ἀπὸ δώδεκα Μοναχούς.
Ταυτοχρόνως ὁ Ἅγιος Μακάριος κατέστη καὶ Πνευματικὸς τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος τὸν διόρισε στὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου.
Ἰδιαίτερη σπουδὴ ἐπέδειξε ὁ Ἅγιος καὶ στὰ σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικὸ ρόλο. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ καὶ διακρίθηκε κατὰ τὴν τοπικὴ Σύνοδο ποὺ συγκροτήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1426 καὶ 1429 στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ τὴν ἐπίσκεψη πρεσβείας ἀπὸ τὴ Βοημία περὶ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1429 ὁ Μακάριος ἀπεστάλη ὡς ἐπικεφαλῆς τριμελοῦς πρεσβείας στὸν Πάπα Μαρτίνο Ε’ στὴ Ρώμη, ἀνώπιον τοῦ ὁποίου ὑπερασπίσθηκε τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπρόκειτο νὰ συμμετάσχει καὶ σὲ μία ἀκόμη πρεσβεία, τὴν τέταρτη κατὰ σειρὰ αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀλλὰ τὴ σχεδιαζόμενη ἀποστολή του, ποὺ ἀφοροῦσε στὴ ρύθμιση τοῦ τόπου ὅπου θὰ συνερχόταν μία πιθανὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀπέτρεψε ἡ αἰφνίδια ἀσθένειά του, ποὺ τὸν ἀνάγκασε νὰ μεταβεῖ στὴ Χάλκη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1430 μετὰ ἀπὸ λοιμικὴ νόσο στὴ νῆσο Χάλκη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ Παντοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἰδιαίτερα ἀξιόλογο εἶναι τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς παρέχει ἀρκετὲς πληροφορίες ὁ βίος του. Σήμερα στὴ γραφίδα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου ἀποδίδονται ἀρκετὰ ἔργα, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ περισσότερα ἔχουν ἁγιολογικὸ περιεχόμενο.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Κτήτορας καὶ Ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Χώρας
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος γεννήθηκε τὸ ἔτος 477 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ ἐκ γυναικός. Περὶ τὸ 529 μ.Χ., συνοδευόμενος ἀπὸ δυὸ μαθητές του, τὸν Θεόπλαστο καὶ τὸν Τιμόθεο, μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Πανάγιο Τάφο.
Ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔκτισε τὴ Μονὴ τῆς Χώρας μὲ δύο παρεκκλήσια ἀφιερωμένα στὸν Ἅγιο Ἄνθιμο Νικομήδειας καὶ τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες τῆς Σεβαστείας.
Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς
Kυράννα παθών, και βασάνων κυρία,
Φανείσ’ απήλθε προς Kύριον Kυρίων.
Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.
Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.
Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.
Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.
Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής.
Ασματική ακολουθία της συνέγραψε ο Χριστόφορος Προδρομίτης.
Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου.
Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθερά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.
Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Παρθενομάρτυς Κυράννα, νύμφη Χριστοῦ ἀληθῶς καλλιπάρθενε, τοὺς τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ προστρέχοντας, παντοίων νόσων καὶ θλίψεων λύτρωσαι, καὶ δίδου ἡμῖν χαρὰν ἄληκτον.
Κάθισμα
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Πρεσβείᾳ τῇ σῇ, προστρέχουσα ἑκάστοτε, Κυράννα σεμνή, λαμβάνει τὰ αἰτήματα, Ὄσσα ἡ σὲ βλαστήσασα, καὶ βοᾷ σοι ἀεὶ μετὰ πίστεως· ἐκ συμφορῶν με ἐν βίῳ πικρῶν, ἀπήμαντον Μάρτυς διαφύλαττε.
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἀσκήτεψε στὴν Μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1914.
Όσιος Παΐσιος του Ούγκλιχ
Ο Όσιος Παΐσιος του Ούγκλιχ κοιμήθηκε το έτος 1504 μ.Χ. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Η μνήμη του Οσίου Παΐσιου επαναλαμβάνεται στις 6 Ιουνίου
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ Θαυματουργός
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας. Μὲ τὴν ἀκρίβεια τῆς μοναχικῆς του βιοτῆς καὶ τὰ πνευματικὰ παλαίσματα, ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελεῖ ποικίλα θαύματα στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἐναντίων τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ τὰ ἐπιτιμοῦσε καὶ τὰ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1093 ἐπὶ ἡγεμόνος Ραστισλάβου.
Ὁ Ἅγιος Ἀβὼ ὁ Μάρτυρας
Ο Άγιος Αβώ μεγάλωσε στην Βαγδάτη σαν μουσουλμάνος. Στην ηλικία των 17 ή 18, βρέθηκε στην Τυφλίδα της Γεωργίας όπου έγινε Χριστιανός. Μαρτύρησε το έτος 786 μ.Χ. Ο Άγιος Αβώ είναι ο προστάτης Άγιος της Τυφλίδας
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Μοισίας
Κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ τὸ 1012 μ.Χ.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ 72 Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Λατίνους, στὴν πόλη Γιοῦρεβ τῆς Ἐσθονίας, μαζὶ μὲ ἄλλους 72 Χριστιανούς, τὸ ἔτος 1472.
Μνήμη Οικογένειας Μεγάλου Βασιλείου
Την 2η Κυριακή Ιανουαρίου, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με
απόφαση της την 4η Σεπτεμβρίου 1998 μ.Χ., καθόρισε την μνήμη και τιμή
της οικογενείας του Μ. Βασιλείου.
Αγίες Παρθενομάρτυρες Νεολλίνα, Δομνίνα και Παρθένα η Εδεσσαία
Τη μετά τα Θεοφάνεια πρώτη Κυριακή, μνήμην επιτελούμεν εν τη περιοχή της
Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης, των αγίων Παρθενομαρτύρων
Νεολλίνας, Δομνίνας και Παρθένας της Εδεσσαίας.
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο των Αγίων Παρθενομαρτύρων Νεολλίνας και Δομνίνας παρά μόνο για τον βίο της Αγίας Παρθένας της Εδεσσαίας.
Η Αγία Παρθένα καταγόταν από την Έδεσσα της Μακεδονίας και γεννήθηκε περί τον 14ο αιώνα μ.Χ. Κατά το παρθενικό της όνομα είχε και το βίο της, ζώντας με άσκηση και σεμνότητα.
Κατά το έτος 1375 μ.Χ. η Έδεσσα πολιορκήθηκε από τους Τούρκους και οι κάτοικοι αντέταξαν δυνατή άμυνα, ενισχυόμενοι και ενθαρρυνόμενοι από τον Ιερομόναχο Σεραφείμ, εφημέριο του Μητροπολιτικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο εχθρός ήταν άριστα οργανωμένος και πολυάριθμος, αλλά απέκανε και ως φαίνεται, ετοιμαζόταν να λύσει την πολιορκία.
Αλλά κατά την τελευταία στιγμή, ένας από τους προκρίτους της πόλεως, ονομαζόμενος Πέτρος (η παράδοση τον ονομάζει Κελλ Πέτρο, δηλαδή Κασιδιάρη Πέτρο), ο οποίος ήταν πατέρας της Αγίας Παρθένας, πληρώθηκε με μεγάλο χρηματικό ποσό από τον πολιορκητή Πασά των Τούρκων και πρόδωσε την πόλη. Οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Έδεσσα, στις 26 Δεκεμβρίου 1375 μ.Χ., από το νοτιοανατολικό μέρος, όπου αυτός φρουρούσε, και όπου ήταν μία από τις κυριότερες επάλξεις της πόλεως. Αμέσως επιδόθηκαν στη σφαγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, τις διαρπαγές και τις ατιμώσεις. Συνέλαβαν τον Ιερομόναχο Σεραφείμ και μετά από σκληρά βασανιστήρια τον έπνιξαν στο μέγα καταρράκτη, που έχει το όνομα «ιτσερί Πασά», δηλαδή «νερά του Πασά».
Ο προδότης Πέτρος, μετά τη φρικώδη πράξη του και την άλωση της πόλεως, αρνήθηκε το όνομα του Χριστού και έγινε Μουσουλμάνος. Δεν αρκούσε όμως αυτό. Παρέδωσε στον Πασά, ως παλλακίδα, τη θυγατέρα του Παρθένα, αφού προηγουμένως προσπαθούσε να την πείσει να απαρνηθεί τον Χριστό. Η Αγία Παρθένα μόλις άκουσε τα λόγια του πατέρα της, ως άλλη Αγία Βαρβάρα, έφριξε και έλεγξε με πνευματική ανδρεία τον άθλιο πατέρα της και ομολόγησε ότι ποτέ δεν θα αρνηθεί το γλυκύτατο όνομα του ουράνιου Νυμφίου αυτής, Ιησού Χριστού. Εκείνος, αντί να συντριβεί και να μετανοήσει, οργίσθηκε και έγινε σαν θηρίο. Άρχισε να κτυπά την Αγία μέχρι αίματος και αναισθησίας. Στην συνέχει την γύμνωσε και την παρέδωσε στα χέρια των Τούρκων. Οι στρατιώτες την βασάνιζαν επί τρεις ημέρες. Στο τέλος, την οδήγησαν ολόγυμνη σε ένα λόφο, όπου την έθαψαν ζωντανή. Ο λόφος αυτός ονομάζεται μέχρι σήμερα «λόφος της Παρθένου».
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο των Αγίων Παρθενομαρτύρων Νεολλίνας και Δομνίνας παρά μόνο για τον βίο της Αγίας Παρθένας της Εδεσσαίας.
Η Αγία Παρθένα καταγόταν από την Έδεσσα της Μακεδονίας και γεννήθηκε περί τον 14ο αιώνα μ.Χ. Κατά το παρθενικό της όνομα είχε και το βίο της, ζώντας με άσκηση και σεμνότητα.
Κατά το έτος 1375 μ.Χ. η Έδεσσα πολιορκήθηκε από τους Τούρκους και οι κάτοικοι αντέταξαν δυνατή άμυνα, ενισχυόμενοι και ενθαρρυνόμενοι από τον Ιερομόναχο Σεραφείμ, εφημέριο του Μητροπολιτικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο εχθρός ήταν άριστα οργανωμένος και πολυάριθμος, αλλά απέκανε και ως φαίνεται, ετοιμαζόταν να λύσει την πολιορκία.
Αλλά κατά την τελευταία στιγμή, ένας από τους προκρίτους της πόλεως, ονομαζόμενος Πέτρος (η παράδοση τον ονομάζει Κελλ Πέτρο, δηλαδή Κασιδιάρη Πέτρο), ο οποίος ήταν πατέρας της Αγίας Παρθένας, πληρώθηκε με μεγάλο χρηματικό ποσό από τον πολιορκητή Πασά των Τούρκων και πρόδωσε την πόλη. Οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Έδεσσα, στις 26 Δεκεμβρίου 1375 μ.Χ., από το νοτιοανατολικό μέρος, όπου αυτός φρουρούσε, και όπου ήταν μία από τις κυριότερες επάλξεις της πόλεως. Αμέσως επιδόθηκαν στη σφαγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, τις διαρπαγές και τις ατιμώσεις. Συνέλαβαν τον Ιερομόναχο Σεραφείμ και μετά από σκληρά βασανιστήρια τον έπνιξαν στο μέγα καταρράκτη, που έχει το όνομα «ιτσερί Πασά», δηλαδή «νερά του Πασά».
Ο προδότης Πέτρος, μετά τη φρικώδη πράξη του και την άλωση της πόλεως, αρνήθηκε το όνομα του Χριστού και έγινε Μουσουλμάνος. Δεν αρκούσε όμως αυτό. Παρέδωσε στον Πασά, ως παλλακίδα, τη θυγατέρα του Παρθένα, αφού προηγουμένως προσπαθούσε να την πείσει να απαρνηθεί τον Χριστό. Η Αγία Παρθένα μόλις άκουσε τα λόγια του πατέρα της, ως άλλη Αγία Βαρβάρα, έφριξε και έλεγξε με πνευματική ανδρεία τον άθλιο πατέρα της και ομολόγησε ότι ποτέ δεν θα αρνηθεί το γλυκύτατο όνομα του ουράνιου Νυμφίου αυτής, Ιησού Χριστού. Εκείνος, αντί να συντριβεί και να μετανοήσει, οργίσθηκε και έγινε σαν θηρίο. Άρχισε να κτυπά την Αγία μέχρι αίματος και αναισθησίας. Στην συνέχει την γύμνωσε και την παρέδωσε στα χέρια των Τούρκων. Οι στρατιώτες την βασάνιζαν επί τρεις ημέρες. Στο τέλος, την οδήγησαν ολόγυμνη σε ένα λόφο, όπου την έθαψαν ζωντανή. Ο λόφος αυτός ονομάζεται μέχρι σήμερα «λόφος της Παρθένου».
Πηγὲς:http://www.saint.gr/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/8/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»