Πατερικές Επικαιρότητες
Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ
Σήμερα, όπως είχαμε προαναγγείλει, θα μεταφέρουμε στην εφημερίδα την 3η ομιλία του Μ. Βασιλείου σε μέρος του 14ου Ψαλμού κατά των τοκιζόνων. Ιδιαίτερα, θα δούμε τα εξής σημεία της ομιλίας: 1) Δεν πρέπει να δανείζουμε με τόκο, 2) Ο τόκος είναι υπερβολική απανθρωπία, 3) Η περιγραφή της απάτης του τοκογλύφου, 4) Εκείνος που δεν μπορεί να εξοφλήσει τους τόκους, εκουσίως γίνεται δούλος για όλη του τη ζωή. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τα δανειζόμενα κράτη προσθέτουμε εμείς μια που ζούμε ως χώρα έντονα το πρόβλημα του δανεισμού μας από τους “εταίρους” μας ευρωπαίους!, 5) Συμπεριφορά των τοκογλύφων απέναντι στους πτωχούς, 6) Η ζωή του δανειολήπτη είναι αγωνιώδης, 7) Το δάνειο είναι η αρχή του ψεύδους και των συναφών κακών.
Ας αφήσουμε όμως τον άγιο Πατέρα της Εκκλησίας να μας αναλύσει τα πιο πάνω (1-7) σημεία της ομιλίας του, σε μετάφραση του αγαπητού αδ. Δημητρίου Αθανασοπούλου, θεολόγου από το έργο του “Δύο ομιλίες κατά των τοκιζόντων” του Μ. Βασιλείου –Γρηγορίου Νύσσης “Εκδόσεις Νεκτ. Παναγόπουλος”.
Θα μας επιτραπεί εδώ μια σκέψη: Η προσπάθεια, από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας (Εθνικής) και Θρησκευμάτων, για την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία γίνεται για το καλό ή, λόγω της επικινδυνότητάς του, για τη “ΝΕΑ ΤΑΞΗ” παραδίδεται στον αχαλίνωτο οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης; Εμείς, πιστεύουμε το δεύτερο. Δεν καταρρέει το σύστημα όταν δογματίζει, όταν θέλει, σώνει και καλά να “βάζει” το χρήμα να γεννάει – τίκτει… τόκο; Να γιατί, το διεθνές κατεστημένο θέλει, με τα “προοδευτικά” και “σοσιαλιστικά” κινήματα, να χτυπήσει την Πίστη στο Χριστό, που εκφράζεται με την Ορθοδοξία ως δόγμα και την Ορθοπραξία ως πράξη – βίωμα (προσωπικό και κοινωνικό). Είναι κρίμα – αμαρτία για τους χριστιανούς (ορθοδόξους) να… κρύβουν το ΦΩΣ υπό τον μόδιον!
Ομιλία 3η. Μ. Βασιλείου
Ομιλία εις μέρος του 14ου ψαλμού και κατά των τοκιζόντων
1. Υπογραμμίζοντας με τον λόγο του ο προφήτης τον τέλειο άνθρωπο, εκείνον που πρόκειται να βαδίσει την σταθερή ζωή, απαρίθμησε μεταξύ των κατορθωμάτων και το∙ «Να μη δανείζει τα χρήματά του με τόκο». Σε πολλά μέρη της Αγίας Γραφής έχει κατηγορηθεί ως αμαρτία αυτό. Και ο Ιεζεκιήλ μεταξύ των μεγάλων κακών τοποθετεί το να λαμβάνει κανείς τόκο και πλεόνασμα (Ιεζ. 18, 8)∙ και ο νόμος κατηγορηματικώς απαγορεύει: «Δεν θα δανείσεις με τόκο τον αδελφό σου και τον πλησίον σου» (Δευτ. 23, 20). Και πάλιν λέγει: «Δόλος με δόλο, και τόκος με τόκο» (Ιερ. 9, 6). Και για την πόλη που είναι πλουσία σε πλήθος αμαρτιών τί λέγει ο ψαλμός; «Δεν έλειψε από τις πλατείες αυτής τόκος και δόλος» (Ψαλμ. 54, 12). Και τώρα χαρακτηριστικό της τελειοποιήσεως του ανθρώπου εθεώρησε αυτό το ίδιο ο προφήτης λέγοντας: «Τα χρήματά του δεν τα εδάνεισε με τόκο». Διότι πράγματι είναι υπερβολική απανθρωπία ο μεν ένας να στερείται και των αναγκαίων και να ζητεί δάνειο για να παρηγορηθεί στην ζωή, ο δε άλλος να μην αρκείται στο κεφάλαιο, αλλά να επινοεί από τις συμφορές του πτωχού νέα κέρδη για τον εαυτό του και να συγκεντρώνει πλούτο. Και ο μεν Κύριος λοιπόν σαφέστατα μας διατάσσει λέγοντας: «Και να μη περιφρονήσεις αυτόν που θέλει να δανεισθεί από σένα χωρίς τόκο» (Ματθ. 5, 42). Ο φιλάργυρος όμως βλέποντας κάποιον άνδρα να λυγίζει από την ανάγκη, να τον ικετεύει μπροστά στα πόδια του – ώστε τι ταπεινό να μη κάνει εμπρός του; Τι να μη λέγει με τις παρακλήσεις του; - ακόμη δεν τον ελεεί. Έστω και αν κάνει πράξεις αναξιοπρεπείς, δεν υπολογίζει την φύση, δεν υποχωρεί στις ικεσίες, αλλά στέκεται άκαμπτος και αμείλικτος δεν υποχωρεί στις δεήσεις, δεν λυγίζει στα δάκρυα, επιμένει στην άρνηση, και ορκίζεται και καταράται τον εαυτόν του, διότι πράγματι ευρίσκεται σε παντελή έλλειψη χρημάτων, και ερευνά και αυτός μήπως εύρει κάποιον από τους δανειστές, και βεβαιώνει με τους όρκους το ψεύδος του, αποκτώντας σαν κακό παρεμπόρευμα της κακίας την επιορκία. Και όταν εκείνος που ζητεί το δάνειο υπενθυμίσει τους τόκους, και ομιλήσει για υποθήκες, τότε, αφού κατεβάσει τα φρύδια του και χαμογελάσει, ίσως να θυμηθεί κάποια πατρική φιλία, και τον αποκαλεί γνώριμο και φίλο, και λέγει: «Θα δούμε εάν έχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Υπάρχει όμως κάποια παρακαταθήκη ενός φίλου μου ανδρός, που μου την παρέδωσε για να την τοκίσω.
Αλλ’ εκείνος δεν ώρισε βαρείς τόκους γι’ αυτό. Εγώ θα τους ελαττώσω κατά τι, και θα σου τα δώσω με χαμηλότερο τόκο». Τέτοια πλάθοντας, και με τέτοια λόγια θωπεύοντας και δελεάζοντας τον ταλαίπωρο, με γραμμάτια προσδένοντάς τον, και μαζί με την φτώχεια που τον κατατυραννεί ακόμη, και αφού αφαιρέσει επί πλέον και την ελευθερία του ανδρός, φεύγει. Διότι εκείνος που έκαμε τον εαυτόν του υπεύθυνο σε τόκους των οποίων την πληρωμή δεν μπορεί να εξοφλήσει, έγινε δούλος με την θέλησή του σε όλη του την ζωή. Χρήματα, πες μου, και κέρδη επιζητείς από τον πτωχό; Και εάν πλουσιότερο μπορούσε να σε αναδείξει, τί εζητούσε στις θύρες τις δικές σου; Αν και ήλθε για συμμαχία, σε ευρήκε εχθρό. Αναζητώντας φάρμακα, συνάντησε δηλητήρια. Ενώ έπρεπε να παρηγορήσεις την πτώχεια του ανθρώπου, συ πολλαπλασιάζεις την φτώχεια του ζητώντας να καρποφορήσει η έρημος. Όπως ακριβώς εάν κάποιος ιατρός που επήγαινε σε ασθενείς, αντί να επαναφέρει την υγεία τους, και την ελαχίστη δύναμη που τους απέμεινε αφαιρούσε, έτσι και συ τις συμφορές των πτωχών ανθρώπων τις κάνεις αφορμή κερδών. Και όπως οι γεωργοί εύχονται βροχές για να πολλαπλασιασθούν οι καρποί, έτσι και συ τις φτώχειες και τις στερήσεις των ανθρώπων επιζητείς, για να ενεργοποιηθούν τα χρήματά σου. Αγνοείς ότι μεγαλυτέρα προσθήκη κάνεις στις αμαρτίες, από την αύξηση που επινοείς στον πλούτο σου με τους τόκους; Και εκείνος που ζητεί το δάνειο, ευρισκόμενος εν μέσω αμηχανίας, όταν μεν βλέπει την πενία, απογοητεύεται για την πληρωμή, όταν δε σκεφθεί την παρούσα ανάγκη, κατατολμά το δάνειο. Έπειτα, ο μεν ένας ενικήθη διότι υπέκυψε στην ανάγκη∙ ο δε άλλος αναχωρεί αφού εξασφάλισε τον εαυτόν του με γραμμάτια και εγγυήσεις.
2. Αφού δε έλαβε τα χρήματα, την μεν πρώτη ημέρα είναι λαμπρός και περιχαρής, με ξένη λαμπρότητα επιχρισμένος, φανερώνοντας την αλλαγή της ζωής του. Δηλαδή το τραπέζι είναι γεμάτο, το ένδυμα πολυτελέστερο∙ δούλοι με αλλαγμένη την εμφάνιση προς το λαμπρότερο, κόλακες, συμποσιαστές, αμέτρητοι των σπιτιών κηφήνες. Καθώς δε τα μεν χρήματα φεύγουν σιγά σιγά, ο δε χρόνος προχωρώντας αυξάνει στον εαυτόν του τους τόκους, τότε δεν του φέρουν ανάπαυση οι νύκτες, δεν είναι λαμπρή η ημέρα, δεν είναι ο ήλιος ευχάριστος, αλλά δυσχεραίνει την ζωή∙ μισεί τις ημέρες, διότι τον αναγκάζουν προς την προθεσμία∙ φοβάται τους μήνες, διότι είναι πατέρες των τόκων. Και, αν κοιμάται, βλέπει στον ύπνο του τον δανειστή να στέκεται επάνω στο κεφάλι του σαν κακό όνειρο∙ αν είναι ξύπνιος, έννοια σ’ αυτόν και φροντίδα είναι ο τόκος. «Όταν ο δανειστής», λέγει, «και ο χρεοφειλέτης συναντήθηκαν μεταξύ τους, επίσκεψη και των δύο κάνει ο Κύριος» (Παροιμ. 29, 13). Ο μεν όπως ο σκύλος τρέχει στο θήραμα∙ ο δε όπως σαν έτοιμο θήραμα φοβείται την συνάντηση. Διότι η φτώχεια του αφαιρεί το θάρρος. Η απόφαση και των δύο είναι στα δάκτυλα∙ ο μεν ένας χαίρεται για την αύξηση των τόκων, ο δε άλλος στενάζει για την προσθήκη των συμφορών.
«Πίνε ύδατα από τα δικά σου αγγεία» (Παροιμ. 5, 15)∙ δηλαδή, τις δικές σου αφορμές να εξετάζεις, να μη βαδίζεις σε ξένες πηγές, αλλά από τα δικά σου λιβάδια να μαζεύεις για τον εαυτόν σου τις παρηγοριές της ζωής. Έχεις χαλκώματα, ένδυμα, ζώο, σκεύη διάφορα; Αυτά να αποδώσεις. Όλα να προτιμήσεις να τα χάσεις εκτός από την ελευθερία. «Αλλά ντρέπομαι αυτά να τα βγάλω στην δημοπρασία», λέγει. Γιατί λοιπόν; Διότι ύστερα από λίγο άλλος θα μεταφέρει αυτά, και θα σου τα ξεγράψει, και εμπρός στα μάτια σου θα τα διαθέσει σε φθηνή τιμή; Μη βαδίζεις σε ξένες θύρες. «Διότι πράγματι είναι στενό το ξένο πηγάδι» (Παροιμ. 23, 27). Είναι καλύτερα να παρηγορεί κανείς την ανάγκη του λίγο-λίγο με διάφορες επινοήσεις, παρά αφού υψωθεί με μιας με τα ξένα, ύστερα να απογυμνωθεί από όλα τα υπάρχοντά του. Εάν μεν λοιπόν έχεις για να τα αποδώσεις, γιατί δεν τερματίζεις την παρούσα ανάγκη με αυτά που έχεις; Εάν δε δεν μπορείς να εξοφλήσεις το χρέος σου, θεραπεύεις το κακό με το κακό. Να μη δεχθείς να σε πολιορκήσει ο δανειστής. Να μην ανεχτείς να σε αναζητούν και να σε ανιχνεύουν σαν κάποιο άλλο θήραμα. Αρχή ψεύδους είναι το δάνειο∙ είναι αφορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης, επιορκίας. Άλλα τα λόγια του δανειζομένου και άλλα του δανειστή. «Είθε να μη σε συναντούσα τότε∙ θα εύρισκα πλέον τον τρόπο για να απαλλαγώ από την ανάγκη. Και χωρίς να θέλω μου έβαλες τα χρήματα στο χέρι; Ο χρυσός σου ήταν νοθευμένος με χαλκό, και το νόμισμά σου κίβδηλο». Είτε λοιπόν φίλος είναι ο δανειστής, μη ζημιώσεις την φιλία του∙ είτε είναι εχθρός, μη γίνεις υποχείριος του εχθρού. Αφού καυχηθείς λίγο με τα ξένα, ύστερα θα χάσεις και τα πατρικά. Πτωχός είσαι τώρα, αλλά ελεύθερος. Με το να δανεισθείς δε, ούτε θα πλουτίσεις, και η ελευθερία σου θα αφαιρεθεί. Δούλος του δανειστού είναι αυτός που εδανείσθηκε, και δούλος μισθωτός που φέρει την υπηρεσία του σε πέρας κατ’ ανάγκην. Τα σκυλιά όταν λαμβάνουν την τροφή εξημερώνονται∙ ο δε δανειστής λαμβάνοντας τα δανεικά ερεθίζεται περισσότερο. Διότι δεν σταματά να γαυγίζει ζητεί ακόμη περισσότερο. Εάν ορκίζεσαι, δεν πιστεύει∙ εξετάζει βαθύτερα, περιεργάζεται τις συναλλαγές σου. Εάν βγεις από το δωμάτιο, σε τραβά προς τον εαυτόν του και σε παρασύρει μαζί του. Εάν κρύψεις τον εαυτόν σου μέσα, στέκεται έξω από την οικία σου, και σου κτυπά την θύρα. Εμπρός στην σύζυγο σου σε κατεντροπιάζει, στους φίλους σε υβρίζει, στις αγορές σε πιέζει∙ κακό συνάντημα στην εορτή. Σου κάνει τον βίο αβίωτο. «Αλλά είναι μεγάλη», λέγει, «η ανάγκη, και δεν υπάρχει κανένας άλλος πόρος χρημάτων». Ποιό είναι το όφελος, αν ξεπεράσεις την σημερινή ημέρα; Διότι πάλιν θα έλθει η φτώχεια σαν καλός δρομέας (Παροιμ. 24, 34), και η ίδια ανάγκη θα παρουσιασθεί με προσθήκη.
Χαράλ. Γρ. Κοντός
τ. καθ. ΤΕΙ – Οικονομολόγος
Δικηγόρος