ΒΙΒΛΙΑ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Ἀπὸ τὸ δρᾶμα τοῦ ΓΟΛΓΟΘΑ
Εκφωνήθηκε από τον Μητροπολίτη Φλωρίνης π. Αυγουστίνο Καντιώτη από τον Ραδιοφωνικό σταθμό Λαρίσης (Ρ.Σ.Λ.) την Μεγάλη Εβδομάδα του έτους 1949 και εδημοσιεύθη εις το υπ” αριθμ. 28, 1949 φύλλον του περιοδικού «Χριστιανός Στρατιώτης» και περιέχεται στο βιβλίου «ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΕΣΠΕΡΟΥ ΦΩΤΟΣ», έκδοση 1950, σελ. 191-193 και είναι πολύ επίκαιρο
Ἡ
ἑβδομὰς, ἀγαπητοὶ ἀναγνώσται, ἡ ἑβδομὰς ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπὸ τὴν νύκτα
τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, ὅτε μέσα εἰς ἀτμόσφαιραν βαθυτάτων θρησκευτικῶν
συγκινήσεων ὁ εὐσεβής μας λαὸς ἤκουσε τὸ κατανυκτικὸν τροπάριον:«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…» καὶ θὰ τελειώσῃ τὴν νύκτα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ὅτε ψάλλετε ὁ παιὰν τοῦ θριάμβου: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…»,
ἡ ἐβδομάς, λέγομεν αὐτὴ ἡ ὀποία εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν δύο τούτων
Κυριακῶν τοῦ ἔτους, Βαΐων καὶ Πάσχα, ὀνομάζεται ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ. Καὶ
ὀνομάζεται μ ε γ ά λ η ὄχι διότι αἱ ὧραι τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος αὐτῆς
εἶνε περισσότεραι ἀπὸ τὰς ὥρας τῶν ἡμερῶν οἱασδήποτε ἄλλης ἑβδομὰς―
ἀλλὰ διότι τὰ γεγονότα, τῶν ὁποίων ἑορτάζομεν τὴν ἐπέτειον μνήμην, εἶνε κυριολεκτικῶς κοσμοϊστορικά.
Δὲν γνωρίζω ἀκριβῶς τὶ θὰ συνέβαινε εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, ἐὰν ἔλειπον
ἀπὸ τὴν Παγκόσμιον ἱστορίαν χρονολογίαι ὡρισμένων γεγονότων, ἀλλ’ ἕνα
γνωρίζω ἀκριβῶς, ὅτι ἐὰν ἔλειπε ἀπὸ τὴν Παγκόσμιον ἱστορίαν ἡ ΜΕΓΑΛΗ
ΕΒΔΟΜΑΣ ἐὰν δηλαδὴ ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ἀπὸ τὴν Παγκόσμιον ἱστορίαν ἡ ΜΕΓΑΛΗ
ΕΒΔΟΜΑΣ, ἐαν δηλαδὴ ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΕΣΤΑΥΡΩΝΕΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΙΣΤΑΤΟ ΕΚ ΤΑΦΟΥ,
ἡ Παγκόσμιος ἱστορία θὰ ἦτο σκότος, ζόφος, ἄλυτον αίνιγμα, ἀβυσσαλέον
χάος καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνὶς τῆς δημιουργίας, ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ θὰ ἦτο
τὸ δυστυχέστερον τῶν πλασμάτων, ναυαγὸς χωρὶς σωσίβιον καὶ φυλακισμένος
χωρὶς ἐλπίδα νὰ ἐξέλθῃ ποτὲ ἀπὸ τὴν φρικτὴν φυλακήν του.
Δόξα μυριάκις, ἀπείρως μυριάκις δόξα τῷ ὑπὲρ ἡμῶν παθόντι καὶ ἀναστάντι Κυρίῳ. Ἡ
Ἱερὰ καὶ μόνον ἀναμνησις τῶν σεπτῶν Του Παθῶν καὶ τῆς ἐνδόξου
Ἀναστάσεώς Του εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει θερμαίνει καὶ ἀναζωογονεῖ τὸ
σύμπαν. Ἰδοὺ διατὶ ἅμα τῆ ἐνάρξει τῆς Μ. ἑβδομάδος ψάλλει ἡ ἐκκλησία
μας:«Τὰ πάθη τὰ σεπτά, ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ
κόσμῳ. Χριστὸς γὰρ ἐπείγεται, τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι· ὁ τὰ σύμπαντα ἐν τῇ
δρακὶ περιέχων, καταδέχεται ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ, ΤΟΥ ΣΩΣΑΙ ΤΟΝ
ΑΝΘΡΩΠΟΝ».
Διὰ πᾶσαν στιγμὴν τοῦ βίου μας καὶ τὴν πλέον τρικυμιῶδη δὲν ὑπάρχει συγκινητικώτερον, διδακτικώτερον καὶ σωτηριωδέστερον ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν ἱστορίαν τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. Βιβλία ὁλόκληρα εἰς ὅλας τὰς γλώσσας καὶ διαλέκτους ἔχουν γραφῆ γύρω ἀπὸ τὸ δρᾶμα τοῦ Γολγοθᾶ ποὺ ἀξίζει νὰ ὀνομασθῇ τὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων.
Διὰ πᾶσαν στιγμὴν τοῦ βίου μας καὶ τὴν πλέον τρικυμιῶδη δὲν ὑπάρχει συγκινητικώτερον, διδακτικώτερον καὶ σωτηριωδέστερον ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν ἱστορίαν τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. Βιβλία ὁλόκληρα εἰς ὅλας τὰς γλώσσας καὶ διαλέκτους ἔχουν γραφῆ γύρω ἀπὸ τὸ δρᾶμα τοῦ Γολγοθᾶ ποὺ ἀξίζει νὰ ὀνομασθῇ τὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων.
Καὶ ἐπειδὴ τὸ ἔθνος μας ἀπὸ τὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940 ὅτε εἶπεν εἰς τὰς σκοτεινὰς δυνάμεις τὸ ἱστορικόν της ΟΧΙ, ζῆ ἕνα συγκλονιστικὸν δρᾶμα ποὺ δὲν ἔληξεν ἀκόμη, μυστικὴν παρηγορίαν καὶ ἐλπίδα καὶ θάρρος καὶ ἀποφάσεις μεγάλας καὶ ἡρωϊκὰς ποὺ ἐκθαμβώνουν τὴν οἰκουμένην λαμβάνει ὁ εὐσεβὴς ‘Ελληνικὸς λαὸς παρακολουθῶν κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ τῆς δοκιμασίας μετὰ βαθυτάτης κατανύξεως τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Διότι μέσα εἰς τὸ δρᾶμα τοῦ Γολγοθᾶ φαίνεται καθαρὰ καὶ λαμπρὰ ἡ εἰκὼν τῆς μαρτυρικῆς μας Πατρίδος, ἡ ὀποία, διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν μὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ κορυφαίου ἀποστόλου, τοῦ ἀποστόλου Παύλου τοῦ διαπρυσίου τούτου κήρυκος τοῦ Ἐσταυρωμένου, φέρει εἰς τὸ σῶμα της τὰ στίγματα, τὰς ἁλύσεις τοῦ Ἰησοῦ.
Ναί, ἀγαπητοί, οὐδεὶς λαὸς τῆς ὑφηλίου ὑπέφερε τόσα ὅσα ἐπὶ μίαν ἤδη 8ετίαν ὑποφέρει ὁ Ἑλληνικὸς λαός. Ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ γυρισθῇ μία ἔγχρωμος καὶ ὁμιλοῦσα κινηματογραφικὴ ταινία, ἡ ὀποία νὰ παρουσιάζῃ ὅλον τὸ δρᾶμα τῆς Ἐλληνικῆς φυλῆς καὶ ἡ ταινία αὐτὴ νὰ προβληθῇ εἰς ὅλους τοὺς κινηματογράφους τοῦ κόσμου, οὐδεμία καρδια ἀνθρώπου θὰ ἔμενεν ἀσυγκίνητος, οὐδεὶς ὀφθαλμὸς ἀδάκρυτος. Ὤ! Καὶ τὶ δὲν θὰ ἔβλεπεν ὁ ξένος εἰς τὴν Ἑλληνικὴν αὐτὴν ταινίαν· Θὰ ἔβλεπε τὴν Ἑλλάδα μας νὰ κολυμβᾶ εἰς τὸ αἷμα καὶ τὸ δάκρυ· Θὰ ἔβλεπε τὰ χωρία της νὰ καίωνται· Θὰ ἔβλεπε τὰ γεφύρια, τὰ λιμάνια, τὰ πλοῖα, τὰ σχολεῖα καὶ τοὺς Ναούς της ν’ ἀνατινάσσωνται· Θὰ ἔβλεπε τὸ αἷμα τῶν ἐκλεκτοτέρων παιδιῶν της νὰ χύνεται καὶ νὰ ραντίζῃ τοὺς ποταμοὺς καὶ τὰς θαλάσσας καὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων της· Θὰ ἔβλεπε νήπια κατακρεουργούμενα, παρθένους ἀτιμαζομένας, ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου σταυρουμένους· Θὰ ἔβλεπε τὸ φρικτότερον ἐξ ὅλων, ἐπιδρομὴν κοκκίνων λύκων, οἱ ὁποῖοι ν’ ἁρπάζουν τὴν νύκτα ἀπὸ τὰς ἀγκάλας τῶν μητέρων τὸ ἄνθος, τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος, τὰ παιδιά της καὶ σὰν κοπάδια νὰ τὰ ὁδηγοῦν πέραν τῶν Συνόρων της διὰ νὰ τὰ διδάξουν ἐκεῖ τὸ ἀλφαβητάριον τοῦ Ἀντιχρίστου, τὸ μῖσος ἐναντίον τῆς ὡραιοτέρας Θρησκείας καὶ τῆς ὡραιοτέρας Πατρίδος τοῦ κόσμου. Αὑτὰ καὶ πλεῖστα ἄλλα στιγμιότυπα τῶν παθῶν τῆς Ἑλλάδος θὰ ἔβλεπεν ὁ ξένος καὶ οἱ ὀφθαλμοί του θὰ ἐπλημμύρουν ἀπὸ δάκρυα καὶ θὰ ἐσηκώνετο ἀπὸ τὸ κάθισμά του καὶ θὰ ἐφώναζε διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν τὰ τέσσαρα σημεῖα τοὺ ὁρίζοντος: Ἰδοὺ ἕνας λαός, ὅστις ἐν ἔτει 1949 σταυρώνεται πρὸς αἶσχος τοῦ πολιτισμένου κόσμου!…
― Ἡ Ἑ λ λ ὰ ς ε ἶ ν ε ἡ Ἐ σ τ α υ ρ ω μ έ ν η Χ ώ ρ α τ ο ῦ Κ ό σ μ ο υ!
Ἰδοὺ διατὶ μὲ ἰδιαιτέραν συγκίνησιν, τὴν ὁποίαν δὲν δύνανται νὰ αἰσθανθοῦν ἄλλοι Χριστιανικοὶ λαοὶ μακρὰν τοῦ κυκλῶνος εὑρισκόμενοι, ἡ Ἑλλάς, ἡ πιστεύουσα Ἑλλάς, εἰς τὴν θρησκείαν τοῦ Ναζωραίου, θὰ παρακολουθήσῃ τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Διότι, ὅπως καὶ προηγουμένως ἐτονίσαμεν, ὁ εὐσεβὴς Ἕλλην εἰς τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ βλέπει καὶ τὰ πάθη τῆς Πατρίδος του. Εἱς τὸ πρόσωπον τῶν ἀνόμων δικαστῶν οἱ ὁποῖοι ἐδίκασαν τὸν Χριστόν, βλέπει τοὺς συγχρόνους Ἄννας καὶ Καϊάφας καὶ Ποντίους Πιλάτους, τοὺς ἀδίκους ἐκείνους δικαστὰς τῶν σημερινῶν Διεθνῶν Συνεδρίων, οἱ ὁποῖοι λέγουν τὸ ἄσπρο μαῦρο καὶ τὸ μαῦρο ἄσπρο καὶ ρίπτουν καταδικαστικὴν ψῆφον ἐναντίον Ἐκείνης, ἡ ὁποία τοὺς εὐηργέτησε καὶ τοὺς ἔσωσε. Εἱς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰούδα ὁ Ἕλλην μὲ βαθεῖαν τὴν λύπην του βλέπει τοὺς συγχρόνους Ἰούδας, τοὺς κακοὺς ἐκείνουν Ἔλληνας οἱ ὀποῖοι διὰ ποικίλων τρόπων καὶ μέσων προδίδουν τὰ συμφέροντα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ γίνονται ὄργανα ξένων προπαγανδων οἱ ὀποῖοι ἀπὸ ἕνα σατανικὸν μῖσος ὠρύονται ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος: Ἆρον, ἆρον σταύρωσον αὐτήν!!…
Εἰς τὴν χολὴν καὶ τὸ ὄξος μὲ τὴν ὁποίαν ἐποτίσθη ὁ Θεάνθρωπος βλέπουν οἱ Ἕλληνες τὴν χολὴν καὶ τὸ ὄξος, τὴν ἀχαριστίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἡ Ἑλλὰς ποτίζεται ἀπ᾿ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πρῶτοι θὰ ἔπρεπε νὰ σπεύσουν εἰς τοὺς ἱερούς της βράχους διὰ νὰ πλύνουν τὰς πληγάς της καὶ τὴν ἀνακουφίσουν. Καὶ τέλος εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ ὀποία κλαίει κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸν τοῦ Μονογενοῦς της Υἱοῦ, ὁ Ἕλλην βλέπει τὰς χιλιάδας Ἑλληνίδας μητέρας, αἱ ὁποῖαι ἔχασαν τὰ τέκνα των καὶ τώρα τὴν Μ. Ἑβδομάδα μαυροντυμέναι ἔρχονται εἰς τοὺς Ἱ. Ναοὺς διὰ νὰ κλαύσουν, διὰ νὰ σμίξουν τὰ δάκρυά των μὲ τὰ δάκυρα τῆς Πονεμένης Μάννας τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ν’ ἀκούσουν ὡς ἰδικόν των τροπάριον:
«Σφαγήν σου τὴν ἄδικον Χριστέ, ἡ Παρθένος βλέπουσα, ὀδυρομένη ἐβόα σοι· Τέκνον γλυκύτατον, πῶς ἀδίκως πάσχεις; Πῶς τῷ ξύλῳ κρέμασαι, ὁ πᾶσαν γῆν κρεμάσας τοῖς ὕδασι; Μὴ λίπῃς μόνην με, εὐεργέτα πολυέλεει, τὴν Μητέρα, καὶ δούλην σου δέομαι».
ἘΝ μέσῳ τοῦ πένθους, τοῦ ἡρωϊκοῦ πένθους ποὺ ἁπλώνεται εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Πατρίδα ἐν μέσῳ τῶν μυριάδων Σταυρῶν― καὶ ποῖον χωρίον καὶ ποία καλύβη δὲν κλαίει τοὺς νεκρούς της;― ἐν μέσῳ, λέγω, τοῦ μαρτυρίου τῆς Πατρίδος ποὺ ὑπενθυμίζει ζωηρότερον τὸ μαρτύριον τοῦ Θεανθρώπου, θ’ ἀπετέλει παραφωνίαν νὰ ὑπάρχουν Ἔλληνες καὶ Ἐλληνίδες ποὺ ὡσὰν νὰ κατοικοῦν εἰς τὰς νήσους τῶν Ἀντιλλῶν νὰ μένουν τελείως ἀδιάφοροι πρὸς τὰ πάθη τῆς Πατρίδος των. Καθ’ ἥν στιγμὴν αἱ Χριστιαναὶ μητέρες τῶν ἡρώων τοῦ Γράμμου γονυπετεῖς προσεύχονται πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Ἐσταυρωμένου, θὰ εἶνε ἀσέβεια καὶ ἔγκλημα καὶ περιφρόνησις τῶν ἱστορικῶν στιγμῶν τοῦ ἔθνους, ἄλλοι καὶ ἄλλες ἐκτὸς τῶν Ἱ. Ναῶν νὰ γελοῦν, νὰ καγχάζουν, νὰ διασκεδάζουν, ν’ ἀσωτεύουν, κυριολεκτικῶς νὰ ὀργιάζουν εἰς τὰ διάφορα κοσμικὰ καὶ μεγάλα κέντρα τῶν μεγαλουπόλεών μας.
Ὄχι! Ἀδελφοί! Εἱς τὴν χριστιανικὴς μας χώραν ὅπου ἀναπαύονται τὰ ὀστᾶ τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων μας δὲν πρέπει κατὰ τὰς ἁγίας αυτὰς ἡμέρας νὰ ἐπιτρέψωμεν εἰς κανένα νὰ μᾶς δὲν πρέπει κατὰ τὰς ἁγίας αὐτὰς ἡμέρας νὰ ἐπιτρέψωμεν εἰς κανένα νὰ μᾶς επῃ ὅτι ὑπάρχουν ἀναίσθητοι Ἕλληνες καὶ Ἑλληνίδες. Δι’ αὐτὸ θὰ ἦτο ἔργον λατρείας πρὸς τὸν Θεάνθρωπον, τιμῆς πρὸς τὰς θυσίας τῶν ἡρώων, ποὺ αὐτὴν τὴν στιγμὴν θυσιάζονται, νὰ κλείσουν καθ’ ὅλην τὴν Μ. Ἑβδομάδα― διατὶ καὶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ ἀγῶνος μας;― ὅλα τὰ ἁμαρτωλὰ κέντρα, νὰ σφραγισθοῦν καὶ νὰ επωμεν εἰς τοὺς θαμῶνας: Ἀναίσθητοι! Ἡ Ἑλλὰς σταυρ΄νεται καὶ σεῖς διασκεδάζετε; Δὲν εἶσθε Ἕλληνες καὶ Ἑλληνίδες!
Ἀλλ’ ἐμπρὸς ὅλοι οἱ Ἕλληνες καὶ Ἑλληνίδες εἰς τοὺς Ἱ. Ναοὺς καὶ ἐκεῖ μὲ συντριβην καρδίας ἄς κλαύσωμεν τὰ ἁμαρτήματά μας, ἄς ζητήσωμεν τὴν ἰσχυρὰν βοήθειαν τοῦ Ἐσταυρωμένου διὰ νὰ ἐξέλθῃ συντομώτερον ἡ Πατρίς μας ἀπὸ τὴν σκοτεινὴν κοιλάδα τῆς θλίψεως καὶ ἀντικρύσῃ τὸν ἥλιον τῆς Ἐθνικῆς Ἀναστάσεώς της.