Όση γαλήνη και αν κάνει, όση καλοκαιρία και αν υπάρχει, πάντα στις δώδεκα τα
με-
σάνυχτα κάθε παραμονής Χριστουγέννων θα δείτε εδώ τη θάλασσα
να φουσκώνει, να αφρίζει χωρίς βουή και αντάρα και να γεμίζει άσπρα κύματα, λέτε
και είναι κοπάδια πρόβατα, που βόσκουν στο λιβάδι. Και πάλι σιγά – σιγά τα κύματα
σβήνουν και χάνονται στα βά-
θη του πελάγου…Και μη θαρρείτε πως είναι τα
πεύκα τότε, που βουίζουν εδώ… Είναι ο βοσκός, που σαλαγάει τα πρόβατα πάνω κάτω στο
περιγιάλι… Εμείς το ξέρουμε πάππου προς πάππου και το είδαμε με τα μάτια μας…
Έτσι
μας έλεγε ο μπαρμπα-Ηλίας ο Σερεμέτης, καθισμένος δίπλα στο παραγώνι όπου
σπιθοβολούσαν τα λιόκλαρα. Το πρόσωπό του,
που το είχαν ψήσει η άλμη, το λιοπύρι και
τα ξεροβόρια,
ανυψώθηκε με μια ενατένιση κάποιας οπτασίας. Και τα μάτια του, που τα
σκίαζαν πυκνά,
ακατάστατα φρύδια, πήραν μια ημερότητα και μια αγαλλίαση, σαν να έ-
βλεπαν στα Θεοφάνια ολάνοιχτο τον ουρανό… Και
αφού σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια
εξακολούθησε:
Έτσι είναι, είπε. Μου τα
’λεγε η κυρούλα μου… Καθόμουν δίπλα της και άρχιζε την
ιστορία:
Το βλέπεις εκείνο εκεί το χάλασμα στην
πέρα ράχη, πάνω από της Μπίγλαινας το λιο-
στάσι; Εκεί ήταν
τότε η στάνη του Χριστόγιωργα με τ’ όνομα, του πρώτου αρχιτσέλιγκα
του τόπου… Γιατί
τότε δεν ήταν τίποτε εδώ, μηδέ λιοστάσια, μηδέ χωριό… Έρχονταν, βλέ-
πεις οι « φούστες
» με Αλγερίνους και σκότωναν τα παλικάρια και έπαιρναν από τα σπίτια
ό,τι έβρισκαν… Γι’
αυτό και το χωριό ήταν ψηλά στην παλιοχώρα και είχε βίγλες, που φύ-
λαγαν και έδιναν
είδηση. Και όταν φαίνονταν οι « φούστες » στο γιαλό, οι ξωμερίτες όπου
φύγει,
φύγει…Άκουες θρήνο τα παιδιά και χάρχαλο τα πράματα. Και έτρεχαν να κρυφτούν
στο φρούριο… Ας
είναι…
Που
λες, σ’ εκείνο το χάλασμα πάνω στην πέρα ράχη ήταν η στάνη του Χριστόγιωργα.
«Είχε
χιλιάδες πρόβατα και μυριάδες γίδια », που λέει το τραγούδι… Μα ήταν άνθρωπος
σκληρός
και απόνετος και δεν έκανε καλό σ’ άνθρωπο.
Μια βραδιά, που λες, μια παραμονή του
Χριστού, κάποιος πήγε και χτύπησε τη θύρα
του.
Οι σκύλοι που έσκιζαν άνθρωπο, ούτε έσκουξαν ούτε αγρίεψαν. Μόνο πήγαν και συμ-
μαζεύτηκαν
στα πόδια του Χριστόγιωργα.
Ποιος είναι αυτού; ξεφώνησε εκείνος
αγριεμένος. Ποιος είσαι; Τι γυρεύεις τέτοια ώρα;
Αν είσαι χριστιανός, άνοιξε, αποκρίθηκε
μια φωνή. Μ’ έπιασε η νύχτα και το κρύο και
δεν
ξέρω που να πάω.
Χιόνιζε κιόλας, ξέχασα να σας το πω.
Τράβα το δρόμο σου και εδώ δεν είναι
χάνι, ξεφώνησε ο Χριστόγιωργας και χούγιαξε
τα
σκυλιά.
Μα εκείνα δεν κουνήθηκαν!
Για την αγάπη του Χριστού, που
γεννιέται τώρα, είπε παρακαλεστά η φωνή, άνοιξε,
δε
βαστώ πια…
Μα εκείνος πού ν’ ανοίξει!
Σύρε στο δρόμο σου, ξαναείπε αγριεμένα.
Για την αγάπη του Χριστού, άνοιξε, είπε
πάλι η φωνή.
Μα πού εκείνος!
Κι άξαφνα άκουσε το ποδοβολητό των
αρνιών, σα να έβγαιναν από το μαντρί. Κι η θύ-
ρα
άνοιξε μόνη της και βγήκαν έξω τα σκυλιά. Στην κατηφοριά, σα φεγγερή σκιά, κατέβαι-
νε
ο ξένος. Και πίσω του ακολουθούσαν τα πρόβατα… Μπροστά ο ξένος και πίσω αυτά
και
παραπίσω
ο Χριστόγιωργας φωνάζοντας.
Όταν ο ξένος έφτασε στη θάλασσα,
άρχισε να περπατά στα κύματα. Πίσω του έρχο-
νταν
ένα – ένα τα πρόβατα. Και γέμισε η θάλασσα από πρόβατα, που ολοένα ξεμάκραιναν,
ακολουθώντας
τη φωτερή σκιά, ώσπου χάθηκαν στα βάθη του πελάγου.
Και χάθηκε κι ο Χριστόγιωργας. Και
ρήμαξε η στάνη του. Και μόνο κάθε χρονιά την
παραμονή του Χριστού, στα μεσάνυχτα,
πηγαινοέρχεται στο γιαλό και σαλαγά τα πρόβα-
τα,
που ακολουθούν το Χριστό. Γιατί ο Χριστός ήταν που είχε έρθει για να τον σώσει
ή να
τον
τιμωρήσει.
Και ο μπαρμπα-Ηλίας σταυροκοπήθηκε
πάλι.
Γεράσιμος
Άννινος
Χριστουγεννιάτικο
διήγημα
Διασκευή: Ιωάννης
Φρύδας
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Δ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ 1959
Γ. ΜΕΓΑ, Κ. ΡΩΜΑΙΟΥ, Σ.
ΔΟΥΦΕΞΗ, Θ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
====================================================================
-===========================================================