Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

Ευαγόρας Παλληκαρίδης: «Είναι ωραίο να πεθαίνεις για την Ελλάδα!»

 

Ευαγόρας Παλληκαρίδης: «Είναι ωραίο να πεθαίνεις για την Ελλάδα!»

14 Μαρτίου 1957

«Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν, πού να ’ναι ο πιο μικρός!..
Ήταν γενναίο παιδί.
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο…
Ω! μην κοιτάτε, από πού του ’φυγε η ζωή.
Μην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!»
Οδυσσέας Ελύτης

Ο νεαρός αγωνιστής Ευαγόρας Παλληκαρίδης, οραματιστής και ποιητής, γεννήθηκε στο χωριό Τσάδα, της επαρχίας Πάφου, στις 27 Φεβρουαρίου 1938. Γονείς του ήταν ο αστυνομικός Μιλτιάδης Παλληκαρίδης και η Αφροδίτη Παπαδανιήλ και είχε ακόμα τέσσερα αδέρφια, τον Λευτέρη, τον Ανδρέα, τη Γεωργία και τη Μαρούλα. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας, η δε καταγωγή του πατέρα του ήταν από τη Λάπηθο Λάρνακας και ο ίδιος ήταν εγγονός του Θεοδώρου Παλληκαρά, απ’ τον οποίο πήρε το επίθετό του. Στην οικογένεια του Ευαγόρα ανήκει -δεύτερος ξάδερφος- και ο ήρωας Στέλιος Μαυρομμάτης, επίσης απαγχονισθείς ήρωας της ΕΟΚΑ.

Ως παιδί, ο νεαρός Ευαγόρας φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Τσάδας και ακολούθως, στη Νεοφύτειο Αστική Σχολή Κτήματος και συνέχισε τις σπουδές του στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου. Παιδί πολύ προικισμένο, με σπάνιο χάρισμα στη γνώση, μας άφησε ένα πλούσιο πνευματικό έργο, που αποδεικνύει περίτρανα πως αν οι βρετανοί δυνάστες δεν είχαν κόψει τόσο βάναυσα και νωρίς το νήμα της ζωής του, η Κύπρος και ο Ελληνισμός θα είχαν κερδίσει ένα ακόμα λαμπρό πνεύμα, έναν άνθρωπο που είχε με βεβαιότητα πάρα πολλά να προσφέρει στα Ελληνικά γράμματα, τις επιστήμες και τον πολιτισμό.

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, μαθητής (όρθιος, τρίτος από αριστερά δίπλα στον γυμνασιάρχη)
με την αθλητική ομάδα του Γυμνασίου (PAFOS FC/Σελίδα στο fb)

Από το σχολείο άρχισε να φαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο και ο νεαρός Βαγορής, όπως τον αποκαλούσαν, δημιουργεί τη σχολική εφημερίδα της τάξης του, την οποία γράφει σχεδόν ολόκληρη μόνος του. Το Φθινόπωρο του 1950 εγγράφεται στο Γυμνάσιο στο Κτήμα, καθώς μετακόμισαν εκεί οι γονείς του το 1949. Εκείνη την εποχή ξεκινά να γράφει στίχους. Πέρασε τις 6 τάξεις του Δημοτικού σχολείου με άριστα. Πάντα ο ίδιος, ντροπαλός, φιλότιμος, σοβαρός και ήρεμος. Η φυσική του εξυπνάδα τον κάνει να ξεχωρίζει γρήγορα. Το ύφος του ευγενικό, λεπτό, τονίζεται από τη ζωηρότητα της εφηβικής ηλικίας και αφήνει στις μνήμες των συμμαθητών του και των άλλων που τον γνώρισαν, ανεξίτηλες εντυπώσεις.

Η μανία του για τους στίχους ήταν μεγάλη. Δεν άφηνε τετράδιο ή περιθώριο βιβλίου που να μη το γεμίσει με στίχους. Συνολικά μας άφησε γύρω στα 500 ποιήματα και πολλές δεκάδες σελίδες πεζών και επιστολών. Τα ποιήματά του μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε σε πατριωτικά, θρησκευτικά, εύθυμα – σατιρικά και ερωτικά. Από τα τελευταία, που είναι και η πλειονότητα των ποιημάτων του, ξεχωρίζουμε το ακόλουθο:

«Την Ελλάδα αγαπώ, αλλά και σένα
μ’ έναν έρωτα μεγάλο, αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό».

Ως μαθητής του Γυμνασίου από το 1950, έζησε έντονα τους δύσκολους καιρούς που περνούσε η Κύπρος στην προσπάθειά της να κρατήσει το ελληνικό λάβαρο της ελευθερίας ψηλά, ζώντας κάτω από τον ζυγό του Άγγλου κατακτητή που δήλωνε απερίφραστα ότι «ουδέποτε» θα έδιδε την ελευθερία στους Κυπρίους. Πίστευε ακράδαντα στο δίκαιο του αγώνα της Κύπρου και η όλη πορεία του σημαδεύτηκε ανεξίτηλα, στα 13 του χρόνια, από το ιστορικό Δημοψήφισμα του 1951 με την αξίωση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με την μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα.

Την 1η Απριλίου 1953 ο Ευαγόρας πρωταγωνιστεί σε διάφορες διαδηλώσεις κατά των Άγγλων. Συγκεκριμένα, στις 2 Ιουνίου 1953 θα γινόταν η στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Στην Αγγλία και σε όλες τις αποικίες γίνονταν προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός. Στην Πάφο στο «Ιακώβιο Γυμναστήριο» κατεβαίνει η ελληνική σημαία και αναρτάται η αγγλική, γεγονός που εξοργίζει τους μαθητές.

Παραμονή της στέψης οι μαθητές της Πάφου και οι φοιτητές του Λιασιδίου Κολεγίου οργάνωσαν διαδήλωση με αίτημα να υποσταλεί η αγγλική σημαία και να εκκενωθεί το γήπεδό τους από στρατιώτες και αστυνομικούς. Ο 15χρονος τότε Βαγορής αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και ξεσκίζει την αγγλική σημαία, την οποία οι άλλοι μαθητές ξεσκίζουν κι αυτοί με τη σειρά τους και της βάζουν φωτιά. Ήταν η υπογραφή της πρώτης επαναστατικής του πράξης. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για επέκταση των διαδηλώσεων. Οι μαθητές και το πλήθος συγκρούονται με την αστυνομία, η οποία ενισχύεται από Τούρκους.

Ο διοικητής στέλνει διαταγή να αποσυρθούν οι αστυνομικοί, καθώς δεν έπρεπε η στέψη της βασίλισσας να αμαυρωθεί με αίμα. Έτσι οι μαθητές, ελεύθεροι τώρα, ορμούν σαν χείμαρρος και παρασύρουν ό,τι είχε σχέση με τους εορτασμούς για τη στέψη. Η Πάφος έγινε το μόνο μέρος υπό βρετανική κυριαρχία, όπου δεν εορτάστηκε η στέψη. Ο Ευαγόρας συνελήφθη, αλλ’ αφέθηκε ελεύθερος λόγω της νεαρής του ηλικίας.

Τον Ιανουάριο του 1955 προσήχθη σε δίκη και του επεβλήθη πρόστιμο 10 λιρών, επειδή συμμετείχε σε μαθητική διαδήλωση για την απελευθέρωση των συλληφθέντων μελών του πληρώματος του πλοιαρίου «Άγιος Γεώργιος», που κουβαλούσε στην Κύπρο όπλα για τον αγώνα που θα άρχιζε. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, ο Ευαγόρας πραγματοποίησε το μεγάλο του όνειρο: να επισκεφθεί την ελεύθερη πατρίδα (την Ελλάδα) με την καθιερωμένη εκδρομή των μαθητών της προτελευταίας τάξης του σχολείου του. Και γράφει:

«Αύριο ξεκινούμε για την πατρίδα,
γιαλούς θε να περάσουμε και στεριά.
Μαζί μας θε να πάρουμε την ελπίδα
ταχιά πως θα μας έρθη κι η Λευτεριά».

Τον Αύγουστο του 1955, στην Ελλάδα, του δόθηκε η ευκαιρία να ενημερωθεί για τη χρήση όπλου και κατόρθωσε να φέρει μαζί του ένα περίστροφο. Όταν επέστρεψε, επειδή πολλοί συμμαθητές του είχαν μείνει στην Ελλάδα για να τελειώσουν εκεί το Γυμνάσιο, η μητέρα του τον ρώτησε γιατί δεν προτίμησε να μείνει κι εκείνος, αποφεύγοντας έτσι τους κινδύνους της επαναστατημένης Κύπρου. Η απάντηση του ήταν: «Εγώ δεν πήγα για να μείνω. Χρειάζομαι εδώ!».

Τετράδιο του Ευαγόρα με στίχους του (mixanitouxronou.gr)

Από την έναρξη του αγώνα τον Απρίλιο του 1955, σε ηλικία 17 χρόνων, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ και συμμετείχε σε επιχειρήσεις δολιοφθορών κατά κυβερνητικών κτηρίων. Στις 17 Νοεμβρίου 1955 οι μαθητές του Γυμνασίου συγκεντρώθηκαν και προετοίμαζαν μια διαδήλωση, από τις γνωστές που οργάνωνε η Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ (ΑΝΕ), ως αντιπερισπασμό. Οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολήσουν αδιάκριτα τους διαδηλωτές. Ο πατέρας του Ευαγόρα έφτασε βιαστικός στο γυμνάσιο… βρήκε τον Ευαγόρα και του ζήτησε να πάει σπίτι. Ο Ευαγόρας υποσχέθηκε να υπακούσει. Ο πατέρας του προχώρησε προς το σπίτι, αλλά στον δρόμο τον πλησίασε ένας μαθητής και του είπε φοβισμένα: «Τον Ευαγόρα τον συλλάβανε, σαν πήγαινε σπίτι!». Ο Ευαγόρας είχε επιτεθεί και τραυματίσει δυο στρατιώτες αγγλικής περιπόλου που είχαν συλλάβει και κακοποιούσαν έναν μαθητή γυμνασίου. Ο Βαγορής οδηγείται έτσι στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγές. Στις 19 Νοεμβρίου 1955 δικάζεται και του επιβάλλεται πρόστιμο 30 λιρών ως εγγύηση. Ο Ευαγόρας δεν παραδέχτηκε την κατηγορία και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου του 1955. Ήταν η αρχή του τέλους..

Την παραμονή της δίκης ο Ευαγόρας πλησίασε τον πατέρα του: «Πατέρα, αύριο είναι η δίκη μου. Ξέρω ότι από το δικαστήριο θα γλιτώσω, μα η αστυνομία θα με συλλάβει και θα με στείλει στο Κάστρο. Εγώ στη φυλακή δε μπορώ να μείνω. Αν δε μπορέσω να δραπετεύσω, θα σκοτώσω κανέναν από τους φρουρούς και θα με σκοτώσουν. Προτιμώ να φύγω, να βγω στο βουνό». Τι μπορούσε να πει και ποια θα ήταν η απόφαση του πατέρα μπροστά σε τούτη την αποφασιστική δήλωση του παιδιού του; Είδε πως ο κύβος ερρίφθη… «Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προ πάντων να ‘σαι τίμιος και ηθικός… Πήγαινε στην ευχή μου!»…

Προτομές και ανδριάντας του Ευαγόρα Παλληκαρίδη στην Κύπρο

Μα είχε κάτι άλλο να κάνει πριν πάρει τις ανηφοριές. Εκτός από τον πατέρα του, είναι το σχολείο του, την τάξη του, τους συμμαθητές του να αποχαιρετήσει. Μα είναι απόγευμα και κανένας τούτη την ώρα δε βρίσκεται εκεί. Κι αύριο θα ‘ναι πολύ αργά. Έτσι ο αποχαιρετισμός πρέπει να γίνει γραπτός… Μπαίνει στην αδειανή αίθουσα της τάξης του… αφήνει πάνω στην έδρα ένα χαρτί, με τίτλο «Εγερτήριο σάλπισμα» και τρέχει… ν’ ανέβει τα σκαλοπάτια της λευτεριάς… Το πρωί οι συμμαθητές του διαβάζουν:

«Παλιοί συμμαθηταί. Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ’ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα μέσ’ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ‘χω παρέα μόνη κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ‘ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ, θα μπω σ’ ένα παλάτι, το ξέρω θαν’ απάτη, δεν θαν’ αληθινό.
Μέσ’ το παλάτι θα γυρνώ. ώσπου να βρω τον θρόνο, βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ’ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.

Γεια σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο,
ας πάρει μιαν ανηφοριά,
ας πάρει μονοπάτια,
να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.

Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω, θα με ‘βρει εκεί».

Ευαγόρας Παλλικαρίδης, 5.12.1953

Έτσι αποφασισμένος ν’ αποφύγει την καταδίκη ή τη σύλληψή του, κατέφυγε στη μονή Αγίου Νεοφύτου την παραμονή της δίκης και ενώθηκε με την εκεί αντάρτικη ομάδα, στην τοποθεσία Άππης, μεταξύ Κισσόνεργας – Τάλας. Μετά τα γεγονότα αυτά επικηρύχθηκε με το ποσό των 5.000 λιρών. Στο βουνό περνά κάθε μέρα ώρες ατέλειωτες κλεισμένος σε κρησφύγετα μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Τις νύχτες ατέλειωτες πορείες, συναντήσεις με άλλες αντάρτικες ομάδες, διανυχτερεύσεις σε σπίτια φιλόξενων πατριωτών, αποστολές. Τον Μάρτιο του 1956 προωθήθηκε σε κρησφύγετο στο δάσος κοντά στο χωριό Λυσός προς την περιοχή Άγιος Γεώργιος. Την 28η Μαΐου 1956, η ομάδα του Ευαγόρα στήνει ενέδρα στο χωριό Κινούσα σε αγγλικά καμιόνια και αφήνει στον τόπο τρεις νεκρούς και έξι τραυματίες. Συμμετείχε ακόμα στις επιθέσεις κατά των αστυνομικών σταθμών Στρουμπιού και Παναγιάς και πήρε μέρος σε πολλές επιθέσεις και δολιοφθορές εναντίον των Άγγλων στην περιοχή αυτή.

α. Ο ιερέας των φυλακών π. Αντώνιος ευλογεί τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη στο κελί του λίγο πριν τον θάνατό του, β. Ο χώρος της αγχόνης στις Φυλακές Λευκωσίας, όπου βρήκαν φρικτό θάνατο εννέα Αγωνιστές της ΕΟΚΑ

Στις 26 Ιουνίου 1956 η ομάδα του στήνει ενέδρα στο χωριό του, την Τσάδα όπου σκοτώνονται τρεις Άγγλοι στρατιώτες, ενώ την 21η Σεπτεμβρίου 1956 απαγχονίζονται οι αγωνιστές Στέλιος Μαυρομάτης, Μιχάλης Κουτσόφτας και Ανδρέας Παναγίδης. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1956 η ομάδα του Ευαγόρα ειδοποιεί τους Άγγλους παραπλανητικά στη Λυσσό για δήθεν εγκαταλελειμμένη βόμβα κι ενώ οι Άγγλοι πλησιάζουν στο χωριό πλήττονται από βόμβα που είχε τοποθετηθεί από την ομάδα σε δέντρο δίπλα στο δρόμο και αφήνουν τέσσερις νεκρούς και είκοσι τραυματίες.

Το βράδυ της 18ης Δεκεμβρίου 1956, ο Ευαγόρας μαζί με άλλους δύο συναγωνιστές του, ενώ μετέφεραν με ζώα, όπλα και τρόφιμα από την περιοχή του Σταυρού της Ψώκας προς την περιοχή της Λυσού, βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο που εκινείτο με σβησμένες τις μηχανές των οχημάτων, στον δρόμο Λυσού – Σταυρού της Ψώκας, κοντά στη Λυσό. Οι δύο συναγωνιστές του κατάφεραν να διαφύγουν, ο ίδιος όμως συνελήφθη. Στην κατοχή του βρέθηκε ένα πυροβόλο Μπρεν χωρίς σφαιροθήκη, το οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία Άγγλου ειδικού εμπειρογνώμονα, στη διάρκεια της δίκης του, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καθώς βρισκόταν σε συντήρηση. Επίσης κουβαλούσε τρεις γεμιστήρες γεμάτες. Την ώρα της σύλληψής του, δήλωσε στους Άγγλους: «Είμαι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και πολεμώ για την πατρίδα μου». Τον μετέφεραν στο Κτήμα, στο στρατόπεδο «Δασούδι», όπου τον βασάνισαν. Ο Ευαγόρας δεν λυγίζει. Στις αρχές Ιανουαρίου 1957 τον μεταφέρουν στον αστυνομικό σταθμό Κτήματος, όπου του ζητούν ν’ αποκαλύψει άτομα και οπλισμό. Δεν υποκύπτει και πάλι στις πιέσεις και μεταφέρεται στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, κατηγορούμενος για κατοχή και διακίνηση οπλισμού. Η δίκη ορίζεται για τις 14 Φεβρουαρίου και η υπόθεσή του παραπέμπεται στο «Ειδικό Δικαστήριο» για τις 25 Φεβρουαρίου.

Η δίκη υπήρξε συνοπτική. Ο Παλλικαρίδης δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις αντιρρήσεις του παραδέχθηκε την ενοχή του με τον εξής αξιοθαύμαστο τρόπο: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο όμως το οποίον έχω να είπω, είναι τούτο. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο». Ο δικαστής Σω, ανακοινώνοντας την απόφασή του, είπε: «Ο νόμος προνοεί μόνο μια ποινή. Την ποινή του θανάτου. Σε καταδικάζω εις θάνατον».

Τα «Φυλακισμένα Μνήματα» στην αυλή των φυλακών Λευκωσίας

Την επομένη της καταδίκης του Παλληκαρίδη, οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας και απέστειλαν τηλεγράφημα στον στρατηγό Χάρντινγκ, με το οποίο του ζητούσαν ν’ απονείμει χάρη στον συμμαθητή τους. Τότε άρχισε ένας τεράστιος, γενικευμένος αγώνας για να ματαιωθεί η εκτέλεση του νεαρού μαθητή. Διαδηλώσεις διαμαρτυρίας παντού! Η κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζήτησε την παρέμβαση του βασιλιά Παύλου. Η ελληνική κυβέρνηση και η Βουλή των Ελλήνων έστειλε τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας κ. Δέρδης, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, πολλοί απλοί πολίτες προσπαθούσαν να αποτρέψουν αυτή την εκτέλεση. Αλλ’ ο σκληρός δήμιος της Κύπρου σερ Χάρντινγκ και η αγγλική διπλωματία απέρριψαν όλα τα αιτήματα για απονομή χάριτος.

Ο Ευαγόρας δεν πτοείται. Στις 16 μέρες που μεσολάβησαν μέχρι τον απαγχονισμό του, εντυπωσίασε τους πάντες για την εγκαρτέρησή του, την αταλάντευτη πίστη του στο σκοπό, για τον οποίο θα έδινε τη ζωή του και για την ηθική ενίσχυση που προσέφερε, αν και μελλοθάνατος ο ίδιος, προς τους δικούς του και τους συγκρατούμενούς του. Στο τελευταίο γράμμα του, το απόγευμα της 13ης Μαρτίου 1957, ο Ευαγόρας δηλώνει:

«Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί».

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της μητέρας του ήρωα, την οποία ο ίδιος εμψύχωνε κατά την τελευταία τους συνάντηση, τα μεσάνυχτα πριν τον απαγχονισμό του. Αφού μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια από τον ιερέ των φυλακών, οι βρετανοί κάλεσαν την μητέρα του να τον αντικρίσει για τελευταία φορά και αυτός την παρηγορούσε: «Μη θρηνείς μάνα, πεθαίνω για την Ελλάδα». Η ίδια η μητέρα του είπε αργότερα: «Μου έλεγε αστεία και προσπαθούσε να με παρηγορήσει …».

Ευαγόρας Παλληκαρίδης (1938-1957)

«Ηρώων γη»
Ευαγόρας Παλληκαρίδης

«Όλη η φύση κοιμάται ναρκώνει το κρύο
και γω φεύγω λαλώντας το στερνό μου αντίο
και τη μάνα φιλώντας την κοιτάζω να κλαίει
μάνα, μην κλαις της λέω μάνα, μην κλαις και κλαίω.

Κι όλο πάω και τρέχω και το δάκρυ της σβήνει
για μια μόνο στιγμούλα και μιαν άλλη μανούλα
της Ελλάδας μας έχω π’ όλο κλαίει κι εκείνη.

Στου βουνού τη ραχούλα σ’ ανθοστόλιστα πλάγια
τη γλυκιά μου μανούλα ψάχνω να βρω την άγια
θ’ ανεβαίνω ραχούλες χιονισμένες κορφές
ώσπου να βρω ηρώων γη κι ηρώων μορφές»

Σε μεγάλη απόσταση ακούγονταν οι φωνές διαδηλωτών για την ΕΟΚΑ και την Ένωση με την Ελλάδα. Σε λίγο ο Ευαγόρας ακούγεται να βροντοφωνάζει: «Γεια σας αδέλφια… Γεια σας λεβέντες… Ελπίζω να ‘μαι ο τελευταίος που εκτελούν… Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός και υπερήφανος». Οι συγκρατούμενοί του φωνάζουν: «Θάρρος Παλληκαρίδη, θάρρος Παλληκαρίδη». Ο ίδιος ανταπαντά: «Θάρρος έχω πολύ. Αυτή τη στιγμή περνώ την είσοδο του ικριώματος …».

Απόλυτη ησυχία…

Αυτή τη σιγή σπάζει το τρίξιμο από το άνοιγμα της καταπακτής της αγχόνης.

12:02 ξημερώματα της 14ης Μαρτίου 1957, ο 19χρονος Βαγορής πέρασε στην αθανασία. Ο νεαρός αγωνιστής της ΕΟΚΑ απαγχονίστηκε από τους Άγγλους σε ηλικία μόλις 19 ετών, ψέλνοντας τον Εθνικό Ύμνο, χωρίς να βγάλει δάκρυ.. Βρήκε την «γη των ηρώων», ενώ η ευχή του έγινε πραγματικότητα… Ήταν ο νεαρότερος από τους εννέα απαγχονισθέντες, αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους τυράννους, στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, όπως ακριβώς είχε προσευχηθεί να γίνει λίγο πριν τον μαρτυρικό θάνατό του.

Η εκτέλεση του Ευαγόρα προκάλεσε παγκόσμια κινητοποίηση και κατακραυγή κατά των Άγγλων, που απέτρεψε τον απαγχονισμό 26 ακόμα αγωνιστών, που είχαν ήδη καταδικαστεί σε θάνατο. Προκειμένου να μην καταστεί ο τάφος του τόπος προσκυνήματος και τιμής, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης ετάφη με μυστικότητα, όπως και άλλοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ, στον περίβολο των φυλακών, στον χώρο που σήμερα ονομάζεται «Φυλακισμένα Μνήματα» και αποτελεί ιερό προσκύνημα του απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-59) και ολόκληρου του Κυπριακού και Ελληνικού λαού.

Ο 19χρονος ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης είναι ο πιο νέος από τους ήρωες, αγωνιστές της ΕΟΚΑ, που απαγχονίστηκαν από τους βρετανούς στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας και ετάφησαν στα Φυλακισμένα Μνήματα. Όπως πολλά παιδιά της ηλικίας του, μπολιάστηκαν με τα ιδανικά των μεγαλυτέρων, που αγωνίζονταν για την Ελευθερία και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η πίστη στα ιδανικά τους, τους έκανε να μην υπολογίζουν ακόμα και τη ζωή τους. Και αυτό το βλέπουμε στο πρόσωπο του γενναίου Βαγορή, στο καθάριο και γεμάτο δύναμη και ελπίδα βλέμμα του, με τη σκέψη του παντοτινά δοσμένη στην ιδέα της Ελευθερίας και της Κύπρου ως αναπόσπασπου και δυναμικού μέρους του Ελληνισμού. Το βλέπουμε ξεκάθαρα, όταν πάσχιζαν οι δικηγόροι στη δίκη του να τον αθωώσουν κι εκείνος δεν τους άφηνε περιθώρια υπεράσπισης. Το διαβάζουμε και σήμερα στα υπέροχα ποίηματά του που μας άφησε, αν και τόσο νέος, ως ανεκτίμητη παρακαταθήκη και παντοτινή κληρονομιά!

Αιωνία η μνήμη του! ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Του αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται!

Η αδελφή του Ευαγόρα Παλληκαρίδη θυμάται..

«Ο Ευαγόρας είναι παρών …»
(16 Μαρτίου 2020)

Η μικρότερη αδελφή του ήρωα θα μιλά πάντα για εκείνον σε χρόνο ενεστώτα. Συναντηθήκαμε στο σπίτι της, στην Έγκωμη, παραμονή του τρισάγιου που θα γινόταν την Παρασκευή στα Φυλακισμένα Μνήματα. Πίσω της, επάνω σε ένα τραπεζάκι και στον τοίχο, τρεις φωτογραφίες του μεγαλύτερού της αδελφού.

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης με την αδερφή του Μαρούλα,
την εποχή που εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ (bloko.gr)

Πώς είναι να εργάζεστε στον χώρο των Κεντρικών Φυλακών και κάθε πρωί, να βρίσκεστε μπροστά από τα Φυλακισμένα Μνήματα;

– Αυτό είναι το «καλημέρα» μου στον Ευαγόρα και σε όλα τα παιδιά που βρίσκονται εκεί. Στην αρχή τα παιδιά μου αντιδρούσαν σ’ αυτό, διότι μου έλεγαν πως θα στενοχωριέμαι, πως δεν θα αισθάνομαι καλά… Αλλά το αποφάσισα. Είμαι εκεί εδώ και 17 χρόνια. Πήγαινα τακτικά και παλιά βέβαια -καθώς μαγείρευα, για παράδειγμα, ερχόταν στη σκέψη μου ο Ευαγόρας και έπαιρνα το αυτοκίνητο για να πάω εκεί- αλλά τώρα πια βρίσκομαι κάθε μέρα κοντά του. Αυτό μου κάνει καλό, ξέρετε. Αν είμαι μόνη μου μιλώ στον Ευαγόρα μεγαλόφωνα, αν έχει κι άλλους εκεί του τα λέω από μέσα μου -όλα όσα με απασχολούν.

Μπαίνετε και στον χώρο της αγχόνης;

– Αυτό, όχι. Μου είναι αδύνατον. Δεν το μπορώ. Μπήκα μόνο μία φορά και βγήκα αμέσως.

Πόσων ετών ήσαστε, όταν απαγχονίστηκε ο Ευαγόρας;

– Είχαμε δυόμισι χρόνια διαφορά. Ήμουν «η μικρή του αδελφή». Ήμουν σχεδόν 17 ετών και τα θυμάμαι όλα καθαρά, με κάθε λεπτομέρεια, από τη σύλληψή του, στις 18 Δεκεμβρίου του ‘56… Όλα είχαν γίνει πολύ βιαστικά, θυμάμαι: η σύλληψη, η δίκη, η καταδίκη, ο απαγχονισμός του στις 13 Μαρτίου, λίγο πριν αλλάξει η μέρα. Ο παπά-Αντώνης, που βρισκόταν εκεί, μας είχε πει ότι άκουσε ξαφνικά ένα θόρυβο, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ένα δυνατό κρότο. Ήταν η καταπακτή.

Τι άλλο σας είπε ο ιερέας;

– Ότι ήταν πανέτοιμος. Πολύ ψύχραιμος. Ήρεμος. Δυνατός. Όσα είπαν έμειναν μεταξύ τους. Ο παπα-Αντώνης του ζήτησε στο τέλος τον σταυρό που φορούσε για να τον έχουμε ενθύμιο, αλλά ο Ευαγόρας του είχε απαντήσει «όχι πάτερ, θέλω να έχω μαζί μου τον σταυρό μου» και ευχήθηκε να ήταν ο τελευταίος. Όπως και έγινε. Τον ρώτησε επίσης ο παπα-Αντώνης, γιατί δεν είχε τρέξει για να φύγει, όταν τους είχαν εντοπίσει οι Άγγλοι, έξω από τη Λυσό. Εκείνος σήκωσε τα μάτια του, τον κοίταξε και του είπε: «Πάτερ, δεν είμαι δειλός!». Σκέφτομαι, πολλές φορές, πως επειδή ήταν αθλητής ο Ευαγόρας, αν έτρεχε, θα σωζόταν. Μπορούσε. Αλλά δεν έτρεξε.

Ήταν πιο προστατευτικός μαζί σας, επειδή ήσαστε η μικρότερή του αδελφή;

– Ήταν πάντα πολύ προστατευτικός, αν και ήταν πιο κοντά με τη μεγαλύτερή μας αδελφή, τη Γεωργία, που σας μίλησε πέρσι. Ίσως γιατί ήταν και πιο κοντά ηλικιακά. Τον θυμάμαι πάντως να προπονείται συνεχώς και τον χαιρόμουν! Υπήρχε ένας κουλλές στην αυλή του σπιτιού μας, στην Πάφο, μία σφαίρα από σίδερο δηλαδή και την έπαιρνε συχνά στα χέρια του για να προπονείται, έτρεχε, ήταν σε ομάδες του βόλεϊ, του μπάσκετ -γενικά, ήταν ένα παιδί που αθλείτο και έγραφε. Έτσι τον έχω στον νου μου.

Τι σας έλεγε για την ποίηση που έγραφε;

– Α, όχι. Αυτό δεν είχε ειπωθεί ποτέ, ήταν κάτι σαν κοινό μυστικό, αλλά έβλεπα επάνω στο γραφείο του τις σημειώσεις του -μέσα σε τετράδια, σε λευκώματα, ακόμη και στο περιθώριο των εφημερίδων έγραφε. Μπορεί να γύριζες ας πούμε τις σελίδες στο τετράδιο της χημείας ή των μαθηματικών του και ξαφνικά να έπεφτες επάνω σε ένα ποίημα.

Τι χαρακτήρας ήταν;

– Χαμηλών τόνων. Ταπεινός. Δίκαιος με τους συμμαθητές του. Με τις ιδέες του, τα πιστεύω του… Είχε παρέες, αλλά ήταν ταυτόχρονα και μοναχικός -ήταν κάποιες στιγμές που προτιμούσε να απομονώνεται. Προφανώς για να γράφει τις σκέψεις του.

Θυμάστε την τελευταία φορά που τον είδατε;

– Ναι, σα να ‘ταν τώρα. Ήταν 13 Μαρτίου του ’57. Είχαμε πάει το πρωί οικογενειακώς στις Φυλακές, καθίσαμε εκεί για δέκα λεπτά περίπου, ύστερα φύγαμε, πήγαμε στου Χατζησάββα και μείναμε για λίγο εκεί μέχρι να μας επιτραπεί και να ξαναπάμε. Κατά τις τρεις το μεσημέρι επιστρέψαμε. Η μητέρα μου είχε μαζί της τον σταυρό, γιατί είχε την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαμε να τον αγκαλιάσουμε, να τον δούμε και να του τον φορέσει. Αλλά αυτό δεν έγινε. Μας χώριζαν τα συρματοπλέγματα μέσα από το κελί του, εκείνα που, αν κοιτάζεις για λίγη ώρα τον άλλον, στο τέλος βλέπεις μόνο μια φιγούρα, όχι πρόσωπο. Δεν είπαμε πολλά. Τι να πούμε, άλλωστε; Μας αποχαιρέτησε. Βάλαμε το χέρι στο σύρμα και είπαμε «γεια σου»… Κανένας μας δεν λύγισε μπροστά του -ούτε η μάνα μας. Η όλη στάση του μας το «απαγόρευε». Ο καθένας μόνος του μετά… Την επόμενη μέρα, το πρωί, το μετέδωσε το ράδιο (συγκινείται).

Δεν ξεπεράσατε πια τον θάνατό του;

– Μερικοί μου λένε «πέρασαν τόσα χρόνια …». Ούτε ξεπέρασα, ούτε θέλω να ξεπεράσω τη θυσία του Ευαγόρα. Εγώ βλέπω ακόμη τη φιγούρα του μπροστά μου: αθλητικό, όμορφο, δυνατό. Ο Ευαγόρας είναι ο ήρωας για όλη την Κύπρο, αλλά είναι και ο αδελφός μου. Μιλώ, άλλωστε, σ’ εκείνον πάντα σε χρόνο ενεστώτα, όχι αόριστο. Τον έχω συνεχώς στη σκέψη μου. Όταν έχω κάποιο θέμα, κάποιο πρόβλημα, του απευθύνομαι. Του μιλώ σαν να είναι εδώ. Μαζί μου. Είναι εδώ! Είναι παρών.

Είναι δύσκολη μέρα για σας η 13η Μαρτίου;

– Ειδικά αυτή τη μέρα, θέλω να μένω για λίγο μόνη μου. Δεν είναι εύκολο κάποιες φορές, αλλά το επιδιώκω.

Τιμή στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη – Ανθολογία ποιημάτων

Τιμούμε τον ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη ανθολογώντας γνωστά και λιγότερο γνωστά ποιήματα, που γράφτηκαν προς δόξαν της θυσίας του. Η ανθολογία διανθίζεται με μελοποιημένα ποιήματα του ίδιου του Ήρωα. Στη συλλογή περιλαμβάνονται τα κάτωθι ποιήματα:

Φώτης Βαρέλης, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Τεύκρος Ανθίας, «Το παιδί με τα τετράδια»
Τεύκρος Ανθίας, «Ω ξειν᾽ αγγέλλεις ..»
Ανδρέας Παστελλάς, «Άδεια θρανία»
Ανδρέας Παστελλάς, «Ανάταση»
Κώστας Μόντης, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Κώστας Μόντης, «Για τον εικοσάχρονο ποιητή
Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχόνισαν οι Εγγλέζοι»
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Του Βαγορή»
Ανδρέας Παράσχος, «Του Βαγορή»
Πίτσα Γαλάζη, «Ο ωραίος Αρτούρος
ή ο Αρτούρ Ρεμπώ στη νήσο Κύπρο»
Πίτσα Γαλάζη, «Ευαγόρας»
Πίτσα Γαλάζη, «Σηματωροί»
Πίτσα Γαλάζη, «Τα έψιλον της Ελένης»
Χλόη Αχαϊκού, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Χρήστος Μαυρής, «Ήλιος παρεπίδημος»
Λεωνίδας Μαλένης, «Το τραγούδι
του Ευαγόρα Παλληκαρίδη»
Παντελής Τρωγάδης, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Κ.Ν. Κωνσταντινίδης, «Στον ανήλικο ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη»
Γεώργιος Χατζηγεωργιάδης, «Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη»

ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΕΛΗΣ
«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.

Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι
κι ούλοι οι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, ετούτος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.

Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη ένας ένας.
Μπαίνει κι η Πρώτη, η άταχτη, κι η Τρίτη, που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –
Παρόντες όλοι; – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. –
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος· και με φωνή που τρέμει:

– Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις Ελληνική Ιστορία!
Χωρίς μιλιά όλοι γύρισαν στο άδειο το θρανίο.

– Στάσου, Ευαγόρα, ορθός εκεί, στη θέση σου, όπως πρώτα!

Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.

– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
κλαμένος λέει ο δάσκαλος, ανάμεσα στο θρήνο.

Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!

Τα ᾽πε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.

Γράφτηκε, κατά τη μαρτυρία του ποιητή, την επαύριο της εκτέλεσης του Παλληκαρίδη. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γ. Χατζηκωστή, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: ο Ήρωας και ο Ποιητής» (Λευκωσία 1984).

ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ
«Το παιδί με τα τετράδια…»
(Του Ευαγόρα Παλληκαρίδη)

… Και «πήρε μιαν ανηφοριά,
πήρ’ ένα μονοπάτι,
σ’ ένα χρυσό παλάτι
να βρει τη Λευτεριά».

Όπλο και πένα αγκαλιασμένα…
Σύμπλεγμα που ζωγράφισε
στα στήθια των αιώνων
Γκρέκο και Πικασσό η πολυκύμαντη Ιστορία.

«Ηρωική Συμφωνία» ενός Μπετόβεν
που δάμασε τη θύελλα
με την ορμή της αρμονίας.

Και προχωρεί ο λεβεντονιός
-παιδάκι αμούστακο-
στα ματωμένα Ηλύσια της θυσίας.

Ένα βιβλίο τ’ απόμεινε στο χέρι:
Του Σοφοκλέους «Η Αντιγόνη».

Κι όλο διαβάζει την ανθρώπινη κραυγή της,
κραυγή της νιότης που δεν έζησε,
κραυγή του ονείρου που έχει κλείσει
με τραγικά αποσιωπητικά…

Μα προχωρεί στο βωμό με θούριο βάδισμα
Με μάτια ονειροπόλα, φεγγοβόλα.

Ώριμος άντρας στην αντρειοσύνη του.
Και δάσκαλος -αυτός ο μαθητής
π’ άλλαξε το θρανίο με το εδώλιο της αγχόνης –
στην έδρα τη χτισμένη από την πίστη
σ’ ό,τι ομορφαίνει κι ανεβάζει τη ζωή:
στην ερωμένη όλου του κόσμου Λευτεριά.

Αντιλαλεί η φωνή του με τα τύμπανα
Και με τα φλάουτα μιας ορχήστρας
Που όλο τονίζει κι αναλύει το προανάκρουσμα:

«Και σαν πρώτ’ αντρειωμένη
χαίρε, ω χαίρ’ Ελευθεριά».

Μ’ αυτό τον ύμνο έφυγε
Απ’ τον κόσμο
Σεμνός, ωραίος, μεγάλος -το παιδί
με τα τετράδια και την πένα του ποιητή.

Τον αποχαιρετούνε τα θρανία της Ιστορίας.
Τον αποχαιρετούνε οι λαγκαδιές, τα μονοπάτια…
Κι ένα φιλί του στέλνει η Λευτεριά
Με το χαρμόσυνο μήνυμα:

«Ξεκίνησα. Και φτάνω. Ναι, θα φτάσω
στους ώμους του λαού, που κι όταν πέφτει
στη μάχη ανασηκώνεται σα γίγαντας
κι όλο βαδίζει προς τη νίκη.

Είναι οι καιροί μας κύματα και γλάροι τα όνειρά μας.
Καράβι ο πόθος της ελεύθερης ζωής.
Κι όλα προς ένα λιμάνι ταξιδεύουν.

Στολίστε τα κατάρτια με στεφάνια και χαμόγελα.
Γλάρος σας συνοδεύει η Λευτεριά.

Δημοσιεύεται στα «Ποιητικά Άπαντα, 1928-1962» (Λονδίνο 1962).

ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ
«Ὦ ξεῖν’ ἀγγέλλεις»

Ξένε, μια μαύρη πόρτα όταν περάσεις,
στην έρμη πολιτεία τους μ’ ένα δέος αργό το βήμα
θα σύρεις σα μια πένθιμη γραμμή.

Θα ‘χεις ολόρθο το κεφάλι σου ως τόσο.
Και πιο ψηλό θα ιδείς το ανάστημά σου
-πιο ψηλό κι απ’ τους τοίχους με τα γυάλινα τ’ αγκάθια,
πιο ψηλό κι απ’ της βιας την αγχόνη
π’ αντίκρυ τα κοράκια μαγνητίζει.

Μικρή είν’ η πολιτεία τους…
Ούτε ένα στρέμμα γης. Μα είναι πλατιά
σαν την ακτίνα της θυσίας
και σαν το πέλαο των δακρύων
που μάνες μαυροφόρες και αδερφές
και κόσμοι ολάκεροι
έχουν απλώσει στο χώρο της οδύνης.

Τάφος είν’ η σκλαβιά. Διπλός ο τάφος
στων φυλακών τον Άδη που τους ζώνει.

Κι εδώ είν’ η πολιτεία τους,
Εδώ έχουν κοιμηθεί μ’ ένα στεφάνι στο λαιμό
-με του σκοινιού τον κύκλο σ’ ένα ηφαίστειο
π’ ανέβαζε σα λάβα την κραυγή της Λευτεριάς.

Προχώρα. Κοίτα μόνο μην πληγώσεις
τα χαμομήλια -την αιώνια συντροφιά τους.
Προχώρα. Κυπαρίσσια θ’ αντικρύσεις
μα δεν είναι από ξύλο κι από φύλλα.
Ανάερα -με την αύρα, με τον άνεμο-
Θωπεύουν ή κλονίζουν την ατμόσφαιρα.
Τα «κυπαρίσσια» είν’ η σκιά της Λεβεντιάς
-υπέρκαλλοι ίσκιοι των ηρώων.

Και θα διαβάσεις σε σταυρούς φυλακισμένους:
Καραολής, Δημητρίου, Παλληκαρίδης,
Μούσκος και Δράκος, Αυξεντίου,
Ζάκος… Πετράκης Γιάλλουρος…
και πόσους άλλους τίτλους της Τιμής.

Στάσου ν’ αφουγκραστείς. Και πλήθος άλλα ονόματα
φερμένα στα φτερά του αγέρα
από χωριά και πολιτεία
-από λησμονημένα κοιμητήρια-
στ’ ακουστικά σου τύμπανα θα ηχούνε.

Ίσκιοι κι αυτοί μπροστά σου θα υψωθούνε.
Και θ’ αντηχήσει στο θόλο της σιωπής σου:

-«Ὦ ξεῖν’ ἀγγέλλεις…» στα πέρατα της γης:

Εδώ και πέρα ως πέρα στο νησί μας
η Λαϊκή Θυσία ξυπνάει περήφανη
κι όλο προστάζει: ανυψωθείτε
στ’ ανάστημα του Αγώνα που τελειώνει
μόνο σα γίνει Αλήθεια και Παλμός η Λευτεριά.

Δημοσιεύεται στα «Ποιητικά Άπαντα, 1928-1962» (Λονδίνο 1962).

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ
«Άδεια θρανία»

(Το ποίημα δεν αναφέρεται ειδικά στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, αλλά σε όλους τους ήρωες της ΕΟΚΑ, ειδικά τους ήρωες μαθητές. Κορυφαίος βέβαια ανάμεσά τους, αν υπάρχει ιεραρχία στους ήρωες, είναι ο Παλληκαρίδης)

Διάβασα το κατάλογο και σεις λείπατε,
γράφατε την ορθογραφία σας στους τοίχους.
Διάβασα τον κατάλογο
Και σεις βρισκόσαστε στα οδοφράγματα
Διάβασα τον κατάλογο
και σεις γράφατε στις φυλακές
στα μικρά σας γόνατα
την Ιστορία του ανθρώπου.
Κι έγραψα στον κατάλογο: όλοι παρόντες!
Και πλάι το βαθμό του καθενός σας: Άριστα.

Από τη συλλογή «Χώρος Διασποράς» (1970)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ
«Ανάταση»

Πατρίδα μου, είσαι μεγάλη,
διαμελισμένη σ’ άμετρους θαλάσσιους βράχους
όπου φωλιάζουν οι αετοί της Αρετής.
Είσαι μεγάλη,
γιατί αναπαύεσαι
στη σιωπηλή εγκαρτέρηση του Καραολή,
στ’ ατάραχα μάτια του Αντρέα Ζάκου,
που καθρέφτιζαν τις αψηλές αρμονίες του Μπαχ
δυο βήματα από την αγχόνη-
στους νεανικούς στίχους του Ευαγόρα Παλληκαρίδη
π’ ανεβαίνουν δειλά τα σκαλοπάτια τ’ ουρανού
ζητώντας τ’ άπειρο φως της Λευτεριάς.
Είσαι μεγάλη,
γιατί ακουμπάς σταθερά
στις δυο ανυπόταχτες δωρικές κολώνες
του Μολών Λαβέ
του πρωτοπαιδιού σου Αυξεντίου.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Όταν διάβασα την ιστορία σου,
το βράδυ είχα πυρετό.

«Για τον εικοσάχρονο ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχόνισαν οι Εγγλέζοι»

Όταν εμείς εξακολουθούσαμε να γράφουμε στίχους
εκείνος διέκοπτε κι ανέβαινε στην αγχόνη.

Από τη συλλογή «Στιγμές» (Λευκωσία, 1958)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
«Του Βαγορή»

Τα αθλητικά του παπούτσια κρεμασμένα
στου ποδηλάτου το τιμόνι επί το θάττον
έκαμναν την Παράδεισο να σειέται.

Λοιπόν ο νεαρός μας αθλητής
σαν βγήκε στο κλαρί να κελαδήσει
αμούστακος μπροστά στους αστακούς
Εγγλέζους που τον έψαχναν στα φαράγγια
με κάτι δολοφονικούς φακούς, με κάτι
δόκανα σιδερένια και σκεπέτους,
φώλιαζε στο ξωκλήσι τ’ Άι Ονούφριου
κρυμμένου στην ποδήρη του γενειάδα.

Μια μέρα μια γυναίκα του λαού
Παράπονα και κλάματα μπροστά
στον Άγιο της και τον ερωτούσε:
«Γιατί δεν μου κάνουμε στην χάρη που σου γύρεψα
κι εις τες παράκλησές μου τι κωφεύεις;»

Δεν άντεξε ο καλός μας Βαγορής
οπίσω από τη γενειάδα της εικόνας:
«Και πώς να κάνω κείνο που μου ζήτησες
αφού και συ δεν μου ‘φερες λαμπάδα;»

Χύθηκε αυτή με μίας μες στο λιβάδι
Κράζοντας για το θαύμα της φανέρωσης!

Όσο να φτάσουν οι πιστοί ως εκεί,
επήρε την γενειάδα του κι εχάθη.

Συμπέρασμα δεν έχει· τούτο μόνο:
Αν τη ζωή κορώνα – γράμματα την παίζεις,
γλυκό να της παρέχεις ευφρόσυνη
με τη δικιά σου γρηγορούσα χάρη.

Μάρτης 1998

Από τη συλλογή «Δοκίμιν» (Αθήνα, 2000)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
«Του Βαγορή»

Εννιά τζιαι δέκα τζι’ εκατόν τζιαί σίλιοι πεντακόσιοι
τ’ άρματα εζωστήκασιν στον πόλεμον τζιαι πάσιν.
Ο πκιό μιτσής τριών γρονών, χαζίριν τζιαι παρπάταν
τζι’ ο μιάλος ήτουν εκατόν τζι’ έδειγνεν τους τη στράταν.

Ήτουν ο γρόνος δίσεχτος, μήνας Δευτερογιούνης,
τη στράταν που πηαίννασιν λαμπρόν την πκιάννει μιάλον.
Ο πρώτος, ο μιτσόττερος, ελούθην του κλαμάτου,
πο ᾽ν είσιεν μάναν να το δδει, μήτε γονιόν κοντά του.

Τζι’ έτσι σαν ήτουν το λαμπρόν τζι’ ούλλα κατάπιννεν τα
τζι’ ο φόος ήτουν δακρυκόν τζιαι τ άρματα κρουσμένα.
Ομπρός τους συνομπλάστηκεν πέρκαλλος τζειν’ την ώραν
τζι’ ώρα καλή, εφώναξεν, λαλού μμε Ευαγόραν.

Τζι’ επολοήθην ο παππούς στα εκατόν του γρόνια
τζιαι άννοιξεν το στόμαν του τζιαι λέει τζιαι λαλεί του
ώρα καλή σου Βαγορή, που ‘ρτες που την αγχόνην
είμαστεν αγνοούμενοι που πάππον ως αγγόνιν.

Πάππος, μωρόν τζιαι πέρκαλλος τα μμάθκια εσηκώσαν,
καρτζιλατούν τον Πλάστην μας, πκιάννουν ευτζιήν τζιαι στράταν
τζιαι εφκήκαν μιαν ανηφορκάν τζιαι στην Τζιερύνειαν πάσιν
τζι’ η νύχτα που ‘ταν βαρετή έφεξεν στο Καρπάσιν.

Στίχοι, που μελοποιήθηκαν από τον Κούλη Θεοδώρου.

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ
«Ο ωραίος Αρτούρος ή ο Αρτούρ Ρεμπώ στη νήσο Κύπρο»
ΙΙ

Και τι νωρίς που ο ωραίος Αρτούρος
πλεύρισε ναυαγός τον τόπο μας
πριν καθαρίσουν τα κουνούπια τ’ άνομα
και πριν ο σπόρος δέσει να φουσκώσει το προζύμι.
Τι ήξερε απ’ τα παλιά και τι απ’ τα μελλούμενα
δεν έμαθε κανείς
μόνο π’ οσμίζονταν το θάνατο ν’ απλώνει εξατμίσεις
του ήλιου τη διαστροφή στα δέρματα
και τον τυφλό Ελύμα.

Αγουροξυπνημένο ο Αρτούρος
έβρισκε τον τόπο μας
απ’ το υπνόχορτο της νύχτας να ψευδίζει
κι έβαινε λαμπερός φωνάζοντας
να γεννηθούν οι ποιητές να πάρουν τα βουνά
και μπόλιαζε το φέγγος του καράβια που μεθούσαν.

Δρασκέλιζε και δεν τον πρόφταινε κανείς
και της αδημονίας άρρωστο τον πήρανε
να βλαστημάει τους βάλτους.

Όταν ο άλλος ήλιος μας ανάτελλε
κι ο άλλος έφηβος ποιητής
άστραφτε με την όψη και την κόψη ελευθερίας
ο ωραίος Αρτούρος έκλαψε πικρά
που ήρθε σ’ άλλη εποχή
κι ο πυρετός του επώασε
της ομορφιάς πουλιά
κι όλη την επανάσταση στο ποίημα.

Κι όταν τα ρίγη μας σεισμοί
ραγίζανε και ξαναχτίζανε τον τόπο μας
κι η μοσχοϊτιά χαμήλωνε
να δώσει τον ανθό της

ο ωραίος Αρτούρος σώπαινε
γνωρίζοντας καλά
πως απ’ του πόνου τα οστά
βγαίνει η ελευθερία.

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ
«Ευαγόρας»

Με πυξίδα την αίσθηση άστρο
Έκρουε άγρια μεσάνυχτα το ρόπτρο της μονής μου
Με την ψυχή του ήδη στο ράσο της
Δόκιμος

Μύριζε η ανάσα του αχνούδιαστη μαστό
Γαρύφαλλα της μέθης αρπαγμένα
Που στόλιζαν κιόλας το φέρετρο νιότης
Αυτόβουλης στον βωμό
Ιφιγένειας

Με εκατοντάδες τέσσερεις τα σήμαντρα στο αίμα του
Κι έξι και κάτι στις δεκάδες τις καμπάνες
Να σημαίνουν
Τόπος λησμονημένος ανασήκωνε τη ράχη του
Στα εν υψίστοις να ξανάβρει την μιλιά του
Να υπερυψούται στα πεντασύλλαβα
Εύξεινος

Κι έμπαινε μονοσάνταλος απ’ τ’ άβατα
Με τ’ αυτοπροαιρέτως και τα γόρδια κομμένα
Προποντίδα
Να δένει τ’ άλλο του σαντάλι στην φωνή
Για να πατά στα κραταιά
Άλτης συγκλητική, πυρπολητής
Των ναυαρχίδων

Μούσκεμα από τα χρόνια των χιλιετιών
Οιακιστής και οδοιπόρος
Μετρούσε κλήδονας τα βόλια μες στο σώμα του
Τόπος ωστόσο νέος
Με τ’ όνομά του για το εύφλεκτο αλάλητο
Και το δαμόκλειο καιρών νηπιοκτόνων

Και έγινε μαθητής κι έγινα δάσκαλος
Και έγινε δάσκαλος και ήμουν ο μαθητής του
Αγγίζοντας απ’ την αρχή τα πράματα
Στην φάτνη αυτού του κόσμου
Και στου άλλου την γιορτή του

Άγρυπνος στέγνωνα τα ρούχα του
Κι άκουγα την οργή
Μες στην οσμή τους να γαβγίζει
Απ’ τις ραφές την άμμο που έτριζε
Το αλάτι που το μέλλον μας θ’ αρτύζει

Απόγειρε στο στρώμα μου ο ερχόμενος
Γλυκαίνοντας τον ήχο της Φωνής μου
Για να κοιμάμαι από τότε με την ζέστα του
Και να δροσίζεται το πρόσωπο της γης μου.

Που εωθινή και μυστική μα κι ιδιόμελη
Μες στις παραλλαγές της συνωμότις
Στ’ ακονιστήρια λέξεων που άφησε
Τροχίζει και γυμνάζει την φωνή της

Στα εν υψίστοις να μελωδεί.

Από τη συλλογή «Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος» (Αθήνα 1997).

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ
«Σηματωροί»

Η ομότιτλη συλλογή φέρει την εξής αναφορά: «Του πιο Μικρού κληρονόμου του Σολωμού / του ΕΥΑΓΟΡΑ / τ’ ανάδοχου των ποιητών του τόπου μου»

Ι

Πλατεία Σολωμού – Κύπρος 1980

Μέθυσε λοιπόν Σολωμέ
καθώς ξεχνιέσαι απόκληρος
μες στις πλατείες και στις συμβολές που σ’ έστησαν
για να ρυθμίζεις την τροχαία
και την ευημερία εποχούμενη να διέρχεται
κατά το ανάποδο της ερωμένης
που τα σημάδια και τους τύπους όρισες
και δεν την καλωσόρισε κανείς μας

Μέθυσε λοιπόν Σολωμέ
και μούντζωσε και μαύρισε και βρίσε
γιατί τα εκπορνευμένα αυτιά
δεν το ακούνε το τραγούδι πια
γιατί τα κόκαλα -δυο βήματα πιο πέρα-
των όμοιών σου τρίζουν

Κι ο πιο μικρός ο κληρονόμος σου ο Ευαγόρας
ο υμνητής, ο αμύντορας, το κρίνο του Μαρτιού
έσκυψε το κεφάλι κι έβαλαν
στους στίχους του στυπόχαρτο
και στ’ όνομά του οι γομολάστιχες τρίβονται
και καταλιούνται να το σβήσουν

Απρίλη κι η έκρηξη έσβησε
Πρωταπριλιά μας άφησε άναυδους
η επανόστηση χελιδονιού διαβάτη
Ο έρωτας με τον ξανθό Απρίλη αγκαλιά
κι ο φωτοφόρος να προοιωνίζει

Μέθυσε Σολωμέ
δεν έχει πύλη ο λόγος να διαβεί
Δεν έχει η ιστορία πέρασμα, λιμνάζει
στέλλοντας κουνούπια

Ρευματικά τα φώτα στα παράθυρα
βαθαίνουν οι πληγές και γλυκασμό δεν έχουν
Ο πόνος αλατόμητος
κι οι μαραμένοι ποιητές σε χαιρετούν
καθώς άλλη άνοιξη δεν καρτερούν
ραγιάδες πιά ραγιάδες
Κι είχε το ξέρεις προοιωνίσει
το πρώτο χελιδόνι ο Μόδεστος
παγιδευμένος σέ σύρματα ηλεκτροφόρα
Όψη που ξεχάστηκε
μαχαίρι που δεν κόβει πια
Και λάμψη μυστική που σβήστηκε και πάει
Μέθυσε Σολωμέ, γερνάμε πιά
γερνάνε κι οι ιδέες
κι οι λευτεριές πληρώνονται
κι οι αγάπες ξεψυχάνε.

ΙΙ

O Παλαμάς o Πενταδάχτυλος
με τα χέρια πλυμένα βροχή
με νύχια καθαρά κομμένα απ’ την συναλλαγή
ασβεστωμένα μ’ ωστόσο σκληρά απ’ τους ρόζους της ποίησης
ανάβει τις λέξεις φωτιές ακριτικές
για του Διγενή τ’ αποτύπωμα
με τον Ευαγόρα μικρό παραγιό
σποραδικά σηματοδοτεί

Κι απ’ το μελανί που η κούραση δίνει στις πλαγιές
γκρεμίζονται τα λερναία της απελπισίας
δένοντας κόμπο κι ασπρίζοντας
και το αντρίκειο στήθος ασπαίρει κι ακινητεί

Το πριν ιλαρό φως του Ιλαρίωνα
πέφτει οργή την άσφαλτο λιώνοντας
της αρτηριοσκληρωτικής πόλης του υπνόχορτου και της κυκλοθυμίας
Και το μωρό νερό δεν αφήνει να περάσει
η ασκητεία της ποίησης για την καθαρότητα Κυριακής βαγιοφόρας
Μόνο με καλάθια τα πηγάδια αδειάζουν
Φιλόσοφοι άσοφοι
και τεχνολόγοι ποιητές
και κυπαρίσσι κανένα δεν μνημονεύει
την ράτσα μου και την φυλακή των νεκρών μου

Με την ράχη στον Πενταδάχτυλο
η παράλυση των αγαλμάτων
Με το καύκαλο των ονείρων
η πρόποση του κρασιού
Μόνο του Ευαγόρα τα χορταριασμένα μονοπάτια
και τα σκαλοπάτια ξεδοντιασμένα
από το πλιάτσικο της αλητείας των καιρών
κι οι μικρές πυρκαγιές των λέξεων
ν᾽ ανάβουν στα πενταδάχτυλα των χεριών
τον χρόνο καθώς μουντζώνει ξηλώνοντας

Υπόγεια ρεύματα για τους ραβδοσκόπους
που υδροστάτες μυστικοί ανοίγουν τους κρουνούς τα μεσάνυχτα
και ποτίζουν το μικρό περιβόλι
π’ ανθίζει σαν ήβη του τόπου κι υπόσχεται
Και το αίμα θηλυκό δένει και καρποφέρνει ορθρίζοντας

Κλείνω λοιπόν την μύτη
και καταδύομαι στην καθημερινότητα
άφωνη, άλαλη και παρούσα, γίνομαι χέλι
και γλιστρώ του καιρού
και γυρίζω αντίστροφα κι επιστρέφω με την φωνοπηγή μου
υδραγωγώντας ξημέρωμα

ΧΙΙΙ(β)

Τα θερισμένα μαλλιά της Μαρίας και της Μάρθας
τα από πριν σημαδεμένα κόκκινα αυγά στο πανέρι
Η στερεμένη στάμνα κλεμμένη απ’ το χώμα,
ποώδεις χαρές ανθεστήρια θανάτου
Υπνόχορτο που καπνίζει σκονίζει μα δεν σβήνει
των Ελλήνων Χριστών τα σημάδια

Άπραγα βάγια στον τοίχο θυμίζουν,
η άμπελος η μυστική απειλείται
Και το ποίημα ξεκουκκίζοντας λέξεις
αγκομαχά και πασκίζει
να κυλήσει την πέτρα απ’ τα στήθη

Στον λαιμό κάθονται οι φωνές του καιρού μου και βήχω,
ανεβαίνουν τα λάβαρα όπως κι η πίκρα,
αλμυρό ανακάλημα τσούζει τα μάτια
κι ο Ιούδας ο Χρόνος αφαιρεί και γυμνώνει

Ο Κυριάκος να δένει πάντα τίς ρίζες,
ο Ευαγόρας να δίνει για πετάλωμα λέξεις,
θρύβονται των ποιητών τα σώματα αλάτι
που οι ρευματισμοί του καιρού απορρίπτουν
και δεν κυλά και δεν ξημερώνει
Στην Λάρισα βγαίνει ο Αυγερινός
εδώ νυχτώνει όλο νυχτώνει

XVII

Είδα τ’ όνειρό μου από την κλειδαρότρυπα κι ανατρίχιασα
το μάτι θάμπωσε κι έπεσε καταρράχτης
κράχτης του θολού τοπίου και των χρόνων αριθμητήριο
Κι η κόκκινη κλωστή της αρτηρίας μου
περασμένη μέσα από την τρύπα
συνέχιζε να στάζει και τυλιγμένη στην ανέμη
να συνεχίζει την ιστορία του τόπου μου

Θα βάλω μαύρα απ’ την αρχή
μαύρο θα καβαλήσω
να πάω να συναντήσω
όσα μου πήραν οι χαμοί

Θα πάρω γιατροσοφικά και τις παλιές χαρές μου
να δέσω τις πληγές μου
Θα πάω στον Καλόγερο με το τρεμάτο γένι
στην στέρνα να μου φέρει όλα τα πρόσωπα
που ο κλήδωνας τα κλείδωσε
και δεν μιλάει κανένας
μόνο οι παρθένες βλέπουνε του τόπου τους γαμπρούς

Ο καθρέφτης της Μικρασίας και των Αδάνων
μες στης αιχμαλωσίας την σκοτεινή σήραγγα
κρησφύγετα τ’ ονείρου και το τραγούδι τ’ αμίλητου

«Όσα άστρα έχει ο ουρανός
τόσα παιδιά να κάμεις
τόσες φορές να παντρευτείς
και χήρα ν’ αποθάνεις»

Κι άστρα παιδιά, άστρα παιδιά διάττοντες
και τα φεγγάρια και τα φανάρια
σπαθιά κομμένα, κονσερβοκούτια φώτα σβηστά
Κι αμέτρητοι γάμοι κι αμέτρητοι τάφοι
κι η χηρεία κι η λατρεία σε φωτογραφία εικόνισμα

Θα βάλω μαύρα απ’ την αρχή
κι απ’ την αρχή θα κλάψω
Για την προσφυγιά στο σπίτι μου
Για την προσφυγιά στο κρεβάτι μου
Για την προσφυγιά στο τραπέζι μου
Για το ραδίκι τ’ ατροφικό του τόπου μου

Χαράζει κι o ποιητής
παιδί της αστραπής και της βροντής αγγόνι
αστράφτει να κάψει, βροντά να καταλύσει
και γίνεται άνεμος να πάρει καπνό
την κατάρα μακριά

Η λυγερή σπαρταρά με τα μαλλιά χυμένα
Λέει να λαμνίσει την οδό της
λέει να μιλήσει στον καλό της
να χαμηλώσει τα βουνά
να βρει τ’ άλλο μισό της

Επειδή βαραίνουνε οι σπόροι της
Επειδή βαραίνουνε οι πόνοι της
και τα τραγούδια τ’ αλάλητα του γάμου
Κι επειδή κινδυνεύουν οι φωτογραφίες απ’ το συρματόπλεγμα
κάθεται και τις περνά μια μια από την αρτηρία του ποιητή να τις σώσει

Aντρέα, Κυριάκο, Γρηγόρη, Ευαγόρα
Μιχάλη, Πέτρο της αθωότητας

Τα βουνά χαμηλώνουν
και τ’ άστρα παίρνουνε τη θέση τους στον ουρανό
Κι ο Ποιητής λαμνίζει την οδό του
τραβώντας αλφάδι την αρτηρία του
και τα αποσιωπητικά της τα αιμάτινα
πάνω στον χρόνο

Με ρωτήσατε τι είναι το ποίημα
και σας απάντησα

XXIV

Μικρέ Σολωμέ σε λένε Ευαγόρα
και γράφεις τον ύμνο μας
Μικρέ Σολωμέ με τον στραγγαλισμένο ύμνο
και το συμπυκνωμένο δάκρυ στο σύνορο
Τα μονοπάτια και τα σκαλοπάτια σου
κατεδάφισαν οι εποχούμενοι

Αναβατόρια ανελκυστήρες ασανσέρ
ψηλά ανεβάζουν δεν ψηλαφίζουν
και απομακρύνουν από το χώμα σου

Εγώ που παράδωσα στην γη αγάπες κι όνειρα πολλά
για να γίνουν πατρίδα
Εγώ πού είχα πατρίδα και δεν έχω πια
ο μέτοικος ποιητής των ονείρων
ο πρόσφυγας ψάλλω την λειτουργία να τελειώσω
παλαιο-λόγος
σε χρόνο που τρώει τον λόγο
την αρχή διαγράφοντας

Λεμεσός, Οκτώβρης – Δεκέμβρης 1982, από τη συλλογή «Σηματωροί» (Αθήνα)

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ
«Τα έψιλον της Ελένης»

12

Ύφαινα, ξήλωνα
Μέσα στο ποίημα τυφλή
Ύφαινα, ξήλωνα
Στο κατάρτι της μνήμης
Κι άλλα έψιλον σήκωναν την κεφαλή
Και φεύγανε κατεβασιά οι πόντοι
Απ’ το πανί μου,

Έλλη, κι όλα ξηλώνονται
Κι είμαι μες στον καιρό μου ποντισμένη
Οι έξω κυνηγούσανε δορές
Μέσα να σώζω το αρνί μου,

Η Ελισάβετ ημίπληκτη
Με το κεφάλι στο πιάτο
Γυρεύει το σώμα της προφητείας
Κι από ψηλά τα λάβαρα
Να καίνε δεντροστοιχίες
Και να υψώνεται
Εν τούτω Νίκα
Η παγοθραυστική φωνή
Του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς

Τις νύχτες ακούω τις αλυσίδες του
Οι επιληπτικές του κρίσεις
Αφρίζουν στον ύπνο μου,
Του πέραν του κόσμου
Και του κόσμου καταρράκτης
Αγαπημένος μου.

Που είσαι Αλέξανδρε;
Φωνάζω,
Το χέρι του μόνο επιπλέει στον καιρό
Και σταυροκοπιέται
Την ώρα που το άλλο, το κέρινο
Σαλεύει σ’ εικόνισμα

Και να ευδοκιμούν δόντια του δράκου
Και να θερίζω να σώσω
Παλιά βελάσματα νιότης κι αετώματα

Με το μαχαίρι να γελά
Ο Βυρσοδέψης χρόνος
Να αρπάζει και να λιανίζει
Της φωνής τα οστά
Να χυλώσει συνθήματα
Κι άλλα έψιλον θαυμαστικά
Πεντασύλλαβα του Ευαγόρα
Ε και έλα και εναέτια
Καθώς γρηγορούσε ο άλλος
Νυμφευμένος κι ανύμφευτος
Με την ελιά ακόμα στα μαλλιά
Κι η λησμονιά είχε κιόλας αρχίσει
Μες στα βασιλικά αμίλητη
Να ακροβολεί

Συνωμοτώ στην μνήμη
Μες στους συνωστισμούς συνωμοτώ
Έλλη, Ελένη, Ελισάβετ
Και Ε και Ε και Ε
Μικρή μου Ελένη,
Μεγάλη Ελένη,
Ελένη π’ ανάβεις την λάμπα θυέλλης
Υφαίνετε όλες τ’ ανέλπιστο.

Να βοσκήσει η φωνή μου στο χόρτο
Της γλώσσας της,
Να πετάξει τον γύψο σεντόνι,
Να κρατήσει τον όρκο το χώμα της,
καθαρά ν’ αρθρώνει

Να γαυγίσουμε Άργοι, το άνομο νόμιμο
Που μας χτίζει Ελένη
Με εφιάλτες να άρχουν
Με επιλήσμονες να προεξάρχουν
Με τους αυτιστικούς των μεγαφώνων
Με διχοτόμους των συμφώνων
Με εξοστρακιστές των φωνηέντων
Με τις κραυγές τις άηχες των σφαγέντων
Με το αχόρταγο βαμβάκι
Με τον καπνό και το λουλάκι

Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες έλεγες
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι
Κι αήττητη και άτρωτη
Αναρτούσες απ’ την αρχή τα έψιλον
Του αμίλητου στέφανα
Στις πόρτες Πρωτομαγιάς.

18

(παραλλαγή)

Φώναξε με, Ελένη
Στεγανός ο κόσμος
Να σε νοιώσω να σηκωθώ
Δυνατά φώναξέ με,
Να περάσει δάχτυλο η φωνή σου,
Ρίγος στην ραχοκοκκαλιά
Να βγάλω παραμιλητά
Στους πυρετούς παλιών ονείρων

Η αγρανάπαυση της φωνής μου κυαμώνει
Μελανιά στην οργή του χώματος
Φώναξε με να βγει ο θυμός μου,
Βενετσιάνος Μαρκαντώνιος
Στο κύτταρο του να χορέψει πεντοζάλης
Να ισάρει καλαματιανός

Και τσάμικος το πείσμα του,
Με την γοργόνα που αμμόχωνε την πόλη

Να ανοίξουν τα κανάλια της φωνής
Και πυροδοτική η Μαρία
Να στήνει σκάλες Ιακώβ
Απ’ τον πυθμένα πηγαδιών
Βεγγαλική να καμπανίζει Καρπασία

Κοιμάμαι μες στο δέρμα του,
Λειαίνοντας με δάκρυα
Γεμίζω κάθε κόχη του με λέξεις
Απ’ την Αμμόχωστο βαδίζει στάζοντας
Τα μέλη του σκορπά να φέξει.

Μας πήρανε το δέρμα μας
Μα την φωνή ακόμα δεν την πήραν
Φυσά απόψε στα ονόματα
Τεύκρος, Ελένη και Μαρία,
Ονήσιλος και Βενετσάνος Μαρκαντώνιος,
Ανδρέας, Ευαγόρας,
Μέλι, σχοινί, μαχαίρι.
Και του τόπου λεοντή

Η έρημος βοά
Κανένας
Ιωάννης
Οδυσσέας

20

Κι ερχόσουν
Ανάβοντας στα σκοτεινά
Κι όπου τον Ευαγόρα συναντούσες
Άστραφτες
Κι όπου Μαρία Συγκλητική
Αναφωνούσες

Αμίλητη τραβούσες προς τα οπίσω
Κι εκτινασσόσουν έτη φωτός μπροστά
Με μάτια αποσιωπητικά
Υγρά απ’ την γραφή της Ιστορίας
Να φλομώνουν στυπόχαρτα

Να πήγαινε το πίσω μπρος,
Το μπρος να πάει πίσω
Να σηκωθώ στ’ ακρόποδα
Να σέ δαφνοφιλήσω

Κι ερχόσουν
Με τα δάχτυλα ακόμα γεμάτα πηλούς
Από το πλάσιμο των πουλιών
Του δωδεκαετούς
Που άναβαν κελαηδισμούς πατρίδας

Φίλωνας και σηκώνονταν
Θέρισσος κι υψώνονταν
Ανδρόνικος κι έσχιζαν
Ανδρέας και μιλούσαν
Μαρίνα και νανούριζαν
Τριάδα και τραγούδησαν
Και Μιχαήλ φτερούγιζαν,
Αφέντρα και λαλούσαν,
Βαρνάβας και μουρμούριζαν
Συνέσιος στοχάζονταν,
Κι όλα μαζί καθόντουσαν
Στην ράχη της φωνής μου.

Πουλιά ελληνικά
Με το παπούτσι του Γρηγόρη για φωλιά
Και τ’ άλλα που ξαστόχησαν
Και πρόσφυγες καρτέραγαν
Στο ποίημα να μιλήσουν

Ελένη Μαργαριταρένη, βασιλική,
Αφουγκράζομαι τα πουλιά της σιωπής σου,
Κόκκο τον κόκκο να ραμφίζουν
Τα αιμοσφαίρια
Σκάβοντας μέσα στο ποίημα
Χτίζοντας και χαλώντας αθόρυβα

Στήνουν ενέδρες
Στους κυνηγούς.

30

Ποιος το αμίλητο σφράγισε ψυχοσάββατο
Και μυροφόρα σ’ έστεψε
Να σιδερώνεις του κάλου καιρού
Ρούχα μονάχα μαύρα;

Ποιος έχωνε στις λέξεις σου
Κυριακές με κάνιστρα
Φυσώντας υδρογόνο
Να υψώνονται
Φεγγάρια;

Γι᾽ άλλη ζωή περνούσες
Με τα στέφανα
Του πηγαδιού το στόμιο
Σου γίνηκε αρραβώνας

Και πιο βαθιά ο Υμέναιος
Κρατούσε την λαμπάδα του
Και ριπίζαν στο αμίλητο
Λορέντζος και Ευαγόρας

Και συ, Ελένη ακάθιστη
Με τους λεμονανθούς
Και με το φύλο που σου πήραν
Πενθούσες την παλιά ζωή
Δώδεκα γιους αγέννητους
Στο μάτι να σπιθίζουνε ακόμα

Τραβούν σε αυλές αθόρυβες
Απ᾽ τα σχοινιά τα σταχτερά
Να μπουν και να λευκάνουνε
Στο ποίημα οι πικραμένες

Και συ με τα λουλάκια σου
Ασπρίζεις μες’ στα μαύρα σου,
Και έκλαμψη και χαίρε

Σε ποιήματα αερόστατα
Σώζεται η μικρή Αρετή
Και συ βρεφοκρατούσα
Ραντίζεις με βασιλικά,
Τυφλώνοντας τους Κύκλωπες
Και μπαίνεις μέσα στον ύπνο μας
Γιαλούσα κι αερούσα

44

Και θα γυρίσουν οι παλιοί μου Έρωτες
Έφιπποι με τις εντολές τους
Τα δαχτυλίδια ολόχρυσα θα πάρουν
Την θέση τους, για το Ευλογητός
Τ’ άσπρο του μισεμού πουκάμισο
Θα ριπίσει επιστρέφοντας
Τους στεναγμούς πού έθρεψαν ιστία
Πάμφωτος ο Γρηγόρης με στεφάνι ελιάς
Σε λησμονιά νυφιάτικη πατώντας
Το δάκρυ του θ’ απαυγάσει
Αδάμας Αχειροποίητος
Τα πριν τα νυν και τα αεί του κόσμου

Γαρυφαλένιος, μ’ ευαγγελισμούς
Θα κόβει στίχους στις αυλές
Νομίσματα χρυσά ο Ευαγόρας
Με όλες τις μουσικές του ανοιχτές
Ηνίοχος επάρσεων ο Αντρέας
Με τα Βυζαντινά και με τα Κάλβεια
Την άμμο της φυσώντας και τη σκόνη
Τυφλώνει Κύκλωπα καιρό η Αμμόχωστος
Κυλάει το λεμόνι

Με το βασιλικό στ’ αυτάκι της
Χρυσόστομη η Κερύνεια με τα βάγια
Με καπνιστήρι εκεί κι η μάνα μου,
Στο πέτο ξεβαμμένες σημαιούλες ο πατέρας
Ολόρθος με το κράτημα ίσου καταγωγής
Και Κεφαλόβρυσα Λαπήθου και Κυθρέας

Πίσω είναι το μέλλον μας,
Μπροστά το παρελθόν
Για να τρομάζει ό Βουκεφάλας
Δίχως αναβάτη
Πίσω η καμαρούλα προβολής
Και το πανί μπροστά,
Το μέλλον μας κρατάει τα ευ
Και πηλαλάει άτι

Τους ριζωμένους τους ιστούς θα τους μεταφυτέψουμε
Να πλαταγίσουν διπλωμένα σε κρανία και σε στήθη
Με τα αρχαία τους δάκρυα
Θα ᾽ρχονται οι αιχμάλωτοι
Θα μαρτυρούν οι ώμοι φορτωμένοι
Τα έρματα που οι άνοες πετάξανε
Κι έγιναν και σωσίβια και χλαίνη

Θα επιστρέψουν οι παλιοί μας Έρωτες
Πάνδημοι, αυτοκράτορες, σωσμένοι
Στα γόνατα τους πέφτοντας
Θα πλένουνε τα πόδια της Ελένης

Το μέλλον είναι παρελθόν
Και παρελθόν το μέλλον μας
Δεκαετίες πριν, κεντώ και σχεδιάζω
Το τόξο μου τεντώνω
Καταργώ τις εποχές
Την Παλιγγενεσία μου πολύτροπος
Με την Ελένη τόπος
Ετοιμάζω

Λεμεσός 1989-1994

Από τη συλλογή «Τα έψιλον της Ελένης» (Αθήνα 1998).

ΧΛΟΗ ΑΧΑΪΚΟΥ
«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Έσφιξε τον Σταυρό ξανά
στην τρυφερή καρδιά του
«Ελευθερία ή Θάνατος!»
και πνίγηκε το σύνθημα
στο βρόχι του θανάτου.

Ποια ᾽ν η ψυχή π᾽ ο ουρανός
ανοίγει ν᾽ αγκαλιάσει
μες τη Μαρτιάτικη νυχτιά;
κι οσφράνθηκαν τα μύρα της
δάφνες, λεμονοδάση;

Σαν τον Ταρσίζιο καθαρό
το φως της πίστης έχει
και στην τρανή παλικαριά
στη γνώμη την αλύγιστη
είναι του Διάκου αδέρφι.

Μόνο μ᾽ ένα ψιθύρισμα
στο ρώτημα του εχθρού
πού κρύβονται οι αντάρτες
κι ανθοσπαρμένες θ᾽ άνοιγαν
μπροστά του χίλιες στράτες.

Μα την αγχόνη ακλόνητος
διάλεξ᾽ ο Ευαγόρας.
Προδότες του αγώνα της
η Κύπρος δεν γεννά.
«Καλύτερα μιας ώρας…».

Ώσπου να φέξει η χαραυγή
μη τ᾽ αριθμήσαν τ᾽ άστρα
όσα μαρτύρια βάσταξε;
Στήθια γεμάτα προσευχή
Γιγαντωμένα κάστρα!

«Στάσου, Χριστέ μου, ενισχυτής
ως το στερνό μου βήμα.
Κι ας γίνει, Κύριε τ᾽ ουρανού
ν᾽ ανθίσουνε στον τάφο μου
της Λευτεριάς τα κρίνα!»

Λευτερωμένε μας αητέ,
ψηλά στο φως τ᾽ ουράνιο
με τη ρομφαία της προσευχής
αρματωμένος πέταξες
στο Σταυροβούνι απάνω.

Και σάλπιξες με βροντερή
Σάλπιγγα Λευτεριά
Ν᾽ ακούνε και να τρέμουνε
Τα στίφη των τυράννων:
ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς!

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ζωή του Παιδιού»

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ
«Ήλιος Παρεπίδημος»

Σε μια από τις καταβάσεις του
ο παρεπίδημος ήλιος συνάντησε
το μαζεμένο πλήθος μέσα
στους δρόμους και τις πλατείες.
Είχαν τα χέρια τους υπερυψωμένα
σε στάση όρκου
και τραγουδούσαν τους στίχους
του Ευαγόρα Παλληκαρίδη
«Ποτέ δεν θα πεθάνουνε
όσοι πέθαναν σήμερα.
Και της σκλαβιάς τα σίδερα
θα σπάσουν κάποια μέρα.
Και θ’ ακουστούν ελεύθερα
τραγούδια πέρα ως πέρα».

Ύστερα, ο αμάραντος ήλιος
άρχισε ν’ ανεβαίνει
τις σκάλες τ’ ουρανού
και να σιγοτραγουδά
«Ποτέ δεν θα πεθάνουμε…».

Από τη συλλογή «Αποκαθήλωση» (Λευκωσία 1995)

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΑΛΕΝΗΣ
«Το Τραγούδι του Ευαγόρα Παλληκαρίδη»

(Χαρισμένο στο παλικάρι που
κρεμάστηκε στις φυλακές της
Λευκωσίας στις δεκατρείς
του Μάρτη του 1957)

Φίλε Ευαγόρα,
κάθε νύχτα στις δώδεκα
σου στέλλω μια χούφτα καρδιές,
περασμένες σέ χρυσή κλωστή αγάπη.

Στο πανηγύρι της μεγάλης άνοιξης
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλιους γιους,
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια,
οι νέοι του ατσάλινου νησιού
φέραν τραγουδώντας
το δυνατό πιοτό
για το μεγάλο το μεθύσι.
Και το ᾽πινες γουλιά-γουλιά
σκιρτούσε η γης
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια.
Στο πανηγύρι της μεγάλης άνοιξης
χορευτή πρώτο
απ’ τη γωνιά μου
σε τραγουδούσα σαν αδελφό,
και στο στερνό γύρο
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλιους γιους,
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια,
σε φίλησα στο μέτωπο
κι ήπια απ’ τον ίδρο άγιασμα.

Φίλε Ευαγόρα,
κάθε νύχτα στις δώδεκα
σου στέλλω μια χούφτα καρδιές
περασμένες σέ χρυσή κλωστή αγάπη.

Ανθολογείται στο «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο ήρωας και ο Ποιητής», επιμ. Γ. Χατζηκωστής (Λευκωσία 1984)

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΤΡΩΓΑΔΗΣ
«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
19 χρονών, κρεμάστηκε στη Λευκωσία 14.3.57

Η ώρα μία και μισή· νύχτα κι ωραίο φεγγάρι.
Μία και μισή κι ούτε τραβάει πιο πέρα.

Παιδί από μεταξωτό πρωί της Λευκωσίας
δεκαεννιά σκοποί τ’ αστέρια σου φρουρούνε,
δεκαεννιά φιλιά στης φυλακής τους τοίχους
πασκίζουνε να φτάσουνε τα μάγουλα της Μάνας.

Παιδί από βελούδινη αυγή της Λευκωσίας
ποιος άνεμος σου μήνυσε του Αχιλλέα τον καημό
και πήρες σβάρνα τις νυχτιές και ψάχνεις καλοσύνη;
Μην παίζεις με τη Λευτεριά, παίξε με τα τετράδια·
στο Τσέλσυ αύριο και στο Μπλάκπουλ θα παίξουμε ποδόσφαιρο
ένα καράβι απ’ τη Χιο τριαντάφυλλα σου φέρνει.
Στάσου αντίδωρο να πάρεις απ’ τον ήλιο του Απρίλη,
στάσου να φτιάξουμε γιαλό γιαλό ένα κορδελάκι
να το κρεμάσεις στης μικρής μαθήτριας τις μπούκλες,
να το κρεμάσεις στης γριάς μάνας σου το μπαλκόνι,
μην κρέμεσαι απ’ το σχοινί σαν ώριμο κεράσι.

Η ώρα μία και μισή κι ούτε τραβάει πιο πέρα.

Στο Πικαντίλλυ και το Μπρούκλιν
στην Κόκκινη πλατεία και στην Αψίδα του Θριάμβου
ξενύχτηδες αλήτες μεθυσμένοι
σφυράνε ανέμελοι σκοπούς ώσπου να βγει ο ήλιος·
σφυράνε απόψε κι αύριο και πάντα θα σφυράνε.

Τα μάτια του ορθάνοιχτα κοιτάτε! μη σφυράτε!
Η ώρα μία και μισή τ’ αστέρια ανατριχιάζουν·
η ώρα μία και μισή οι μάνες συλλογιούνται·
στης Λευκωσίας τις φυλακές κρέμεται τ’ όνειρό μας.

Ανθολογείται στο «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο ήρωας και ο Ποιητής», επιμ. Γ. Χατζηκωστής (Λευκωσία 1984)

Κ.Ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
«Στον Ανήλικο Ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη»

Τιμή για την πατρίδα ο θάνατος σου,
το αίμα των δεκαεφτά σου χρόνων
τεράστιος θα γίνει ωκεανός
να πνίξει τη γενιά των δολοφόνων.
Και στο ιερό ποτήρι σταλαγμένο
θα μείνει της φυλής δώρο αγιασμένο.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» 1959. Ανθολογείται στο «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο ήρωας και ο Ποιητής», επιμ. Γ. Χατζηκωστής (Λευκωσία 1984)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
«Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη»
(Ποίημα σε αρχαία ελεγειακά δίστιχα)

Κεῖθι, παρ’ ἐγκωμὴν δούλην, ἐλαφηβολιώνος
ἐν λειμῶνι τέθηλ’ ἱμερόεντι ποτέ.

Πηγές:
– «Παλληκαρίδης Ευαγόρας», Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ (1955-1959), σε: eoka.org.cy
– «Αδελφή Ευαγόρα Παλληκαρίδη: Ο Ευαγόρας είναι παρών..», σε: diakonima.gr
– Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης, «O 18χρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης που περιφρόνησε την αγχόνη των Άγγλων: “Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε, ζητώ την ελευθερία και τίποτα άλλο”», σε: mixanitouxronou.gr
– «Τιμή στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη: ανθολογία ποιημάτων», σε: antonispetrides.wordpress.com
– «Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο ήρωας και ο ποιητής», σε: blog.thulebooks.gr