Ο χριστιανός Ὀφείλει νὰ συμμετέχη εἰς τὰς ἐκλογάς καὶ ὄχι νὰ παραιτηθῆ ἀπὸ τὸ δημοκρατικόν του δικαίωμα. Τὸ ἄριστον δὲν ὑπάρχει, οὔτε θὰ εὕρη ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος διὰ τὸν κόσμον.
Εἴμεθα ὅμως πραγματικὰ χριστιανοί; Ἐπιθυμοῦμεν τὴν μεταλλαγὴν τῆς κοινωνίας εἰς χριστιανικὴν ἢ μήπως τελικῶς «τὸ μὴ χεῖρον» εἶναι βέλτιστον διὰ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς ἰδικῆς μας ἰδιοτελείας; Διὰ τὰ ἰδικὰ μας συμφέροντα καὶ τὴν «βόλεψιν»;
Θὰ ψηφίσης «τὸ μὴ χεῖρον»;
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
Εὑρισκόμεθα παραμονὰς τῶν ἐκλογῶν καὶ τόσον ἡ ἀπογοήτευσις, ὅσον καὶ ἡ ὀργὴ τῶν πολιτῶν εἶναι διάχυτοι. Δεσπόζει πλέον τὸ σύνθημα «Δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον», δηλ. μεταξὺ δύο κακῶν, καλύτερον εἶναι τὸ ὀλιγώτερον κακόν: μεταξὺ «Νέας Δημοκρατίας» καὶ «Σύριζα» νὰ ἐπιλέξη κανεὶς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον θεωρεῖ ὡς ὀλιγώτερον κακόν.
Ἂν ἀναζητήση κανεὶς ποῖος καὶ διατὶ διετύπωσεν εἰς τὴν ἀρχαιότητα αὐτὴν τὴν φράσιν θὰ εὑρεθῆ ἔκπληκτος πρὸ τῆς συγκλονιστικῆς διαπιστώσεως ὅτι αὐτὴ ἡ φράσις δὲν ὑπάρχει! Ἀποτελεῖ μεταγενέστερον ἀπόσταγμα τῆς ἀρχαίας σοφίας, τὸ ὁποῖον δύναται κανεὶς νὰ ἐντοπίση εἰς τρία κυρίως ἀρχαῖα κείμενα: εἰς τὰς «Ἱκέτιδας» τοῦ Αἰσχύλου («τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ»), εἰς τὸν λόγον τοῦ Λυκούργου «Κατὰ Λεωκράτους» («δυοῖν κινδύνοιν ὑποκειμένοιν, ἀναγκαῖον ἔσται θατέρου μετασχεῖν») καὶ εἰς τὰ «Ἠθικὰ Νικομάχεια» τοῦ Ἀριστοτέλους («πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν»). Ὅστις μελετήσει μὲ τὴν ἀπαιτουμένην προσοχὴν καὶ τὰ τρία κείμενα θὰ ἀντιληφθῆ ἀμέσως ὅτι κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀναφέρεται εἰς τὴν πολιτικήν, διὰ τὴν ὁποίαν βεβαίως οἱ ἀρχαῖοι δὲν πρότειναν τὴν ἐκλογήν τοῦ… ὀλιγωτέρου κακοῦ! Ὁ μὲν Σταγειρίτης φιλόσοφος ἀναφέρεται εἰς τὴν μέσην ὁδὸν τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὰ δύο ἄκρα (ἐλλείψεως καὶ ὑπερβολῆς), τὰ ὁποῖα εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ κακά, ὁ δὲ Αἰσχύλος ἐπειδὴ τὸ κακὸν εἶναι μοιραῖον θέτει τὸν χορὸν νὰ εὔχεται διὰ τὰ ὀλιγώτερα δεινά, καὶ τέλος ὁ Λυκοῦργος θέτει ρητορικὰ τὴν φράσιν, καθὼς δὲν ὑφίσταται πραγματικὴ ἐπιλογὴ μεταξὺ δύο κινδύνων, καὶ εἶναι μονόδρομος τὸ τί πρέπει νὰ πράξη κανείς.
Διαφαίνεται ἐξ αὐτῶν ὅτι τὸ σήμερα ἐν πολλοῖς διαδεδομένον «τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον» οὔτε ἀφορᾶ εἰς τὴν πολιτικὴν οὔτε ἔχει οἱανδήποτε σχέσιν μὲ αὐτήν. Πρόκειται διὰ προπαγάνδα τῶν μεγάλων συμφερόντων προκειμένου νὰ ἐγκλωβίσουν τοὺς πολίτας εἰς «μοιρολατρίαν», δηλ. ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ δύο συγκεκριμένα κόμματα. Τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς ἀποδέχονται αὐτὴν μὲ χαράν, προκειμένου νὰ ἐφησυχάσουν τὴν συνείδησίν των, ὅτι ἐψήφισαν μὲν μασόνους ἢ ἀθέους, ἀλλά… δὲν φέρουν εὐθύνην ἔναντι τοῦ Θεοῦ!
Εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον ὀφείλει κανεὶς νὰ ἐπισημάνη ὅτι μεταξὺ τῶν πλανῶν, τὰς ὁποίας προσεπάθησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ διαλύσουν καὶ νὰ ὑποδείξουν εἰς τὸν κόσμον τὴν ἀναπότρεπτον ὑπευθυνότητα τῶν πράξεων καὶ τῶν ἐπιλογῶν των, ἦτο καὶ ἡ ἀντίληψις περὶ μοίρας, ἐναντίον τῆς ὁποίας ἐγράφησαν λόγοι «Κατὰ εἰμαρμένης». Ὁ ἀρχαῖος κόσμος, ἀπ’ ὅπου καὶ ἡ κοσμοθεωρία «τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον», ἦτο ἐγκλωβισμένος εἰς τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ κακοῦ, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἦσαν ἀδύναμοι ἔναντι τῶν ψευδοθεῶν. Ἀπεναντίας, οἱ Θεοφόροι Πατέρες μᾶς διδάσκουν ὅτι δὲν ὑπάρχει ὀλιγώτερον κακὸν ἢ περισσότερον κακόν, ἀλλὰ τὸ κακὸν εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸν ἀνεξαρτήτως τῆς ποσότητος. Δὲν ὑπάρχει ἑπομένως διὰ τὸν χριστιανὸν ἐπιλογὴ μεταξὺ δύο κακῶν, διότι ὁ χριστιανὸς δὲν πιστεύει πλέον εἰς τὴν μοιρολατρίαν τοῦ ἀναποφεύκτου κακοῦ ἀλλά εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου, διά τὴν ὁποίαν συνεργεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Δὲν τίθεται ποτὲ δίλημμα διὰ τὸν χριστιανὸν «θὰ ἐπιλέξω αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν ἢ τὴν ἄλλην;», «θὰ ἐπιλέξω αὐτὸν τὸν ἀντίχριστον ἢ τὸν ἄλλον;».
Ἂν κανεὶς πράγματι ἐπιθυμεῖ νὰ πράξη χριστιανικὰ εἰς τὰς ἐπερχομένας ἐκλογάς, τότε ἐκτὸς βεβαίως τῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιάλειπτον καθῆκον τοῦ χριστιανοῦ, ὀφείλει νὰ ἀναζητήση κάτι καλύτερον καὶ ὄχι τὸν ὀλιγώτερον κακόν. Ὀφείλει νὰ συμμετέχη εἰς τὰς ἐκλογάς καὶ ὄχι νὰ παραιτηθῆ ἀπὸ τὸ δημοκρατικόν του δικαίωμα. Τὸ ἄριστον δὲν ὑπάρχει, οὔτε θὰ εὕρη ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος διὰ τὸν κόσμον. Ὡστόσον, εἶναι χρέος καθενὸς ἀντὶ νὰ ψηφίση ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὸν ἔχει ἐξαπατήσει νὰ δώση εὐκαιρίαν καὶ εἰς ἄλλους.
Εἴμεθα ὅμως πραγματικὰ χριστιανοί; Ἐπιθυμοῦμεν τὴν μεταλλαγὴν τῆς κοινωνίας εἰς χριστιανικὴν ἢ μήπως τελικῶς «τὸ μὴ χεῖρον» εἶναι βέλτιστον διὰ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς ἰδικῆς μας ἰδιοτελείας; Διὰ τὰ ἰδικὰ μας συμφέροντα καὶ τὴν «βόλεψιν»;
Ορθόδοξος Τύπος