Ἕως πότε ἑκούσιοι δεσμῶτες μέσα στόν κατάμαυρο, δαιμονικό κουρνιαχτό;
τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα
Ἄλλοι καιροί πιά. Καιροί ἄγριοι καί δύσβατοι ἔφτασαν, μέ τά μαῦρα σύννεφα νά πυκνώνουν πλέον τρομακτικά πάνω ἀπό τήν καταπληγωμένη καί καταρρέουσα πατρίδα. Χρόνια καί χρόνια τό ὀσμιζόμασταν - καί τό σημειώναμε ὡς ἐφιάλτη μελλοντικό. Τό ὅτι πρόκειται πλέον γιά ἁπτό καί ζοφερό παρόν, ποιός ἄραγε τολμᾷ ἀκόμη νά τό ἀρνεῖται;
Χαμένοι κάθε μέρα ὁλοένα καί περισσότερο σέ ἕνα κατάμαυρο, σχεδόν δαιμονικό κουρνιαχτό. Μέ ποτισμένα τά χείλη μας καί τίς καρδιές μας ἀπό τή γεύση τῆς καταστροφῆς, τοῦ πόνου καί τῆς ἀπόγνωσης. Μέ ποτισμένες καί τίς ψυχές μας ἀπό ὀργή γιά τούς Ἐφιάλτες πού κατάστρεψαν μεθοδικά ἐδῶ καί δεκαετίες αὐτήν τήν ἁγιοτόκο πατρίδα καί πού τώρα πλέον (μέσῳ ἐλεεινῶν φασιστοσυρφετῶν ἀπό ἀφορισμένους καί ψυχασθενεῖς ὀλετῆρες) τήν ἀποτελειώνουν, ἔχοντας ἀποβάλει ἀνερυθρίαστα ὅλα τά προσχήματα καί ἔχοντας πετάξει ὅλα τά προσωπεῖα.
Δίκαιη βεβαίως ἡ ὀργή. Μά τή δική μας συνέργεια, τή δική μας ἀνοχή καί συνενοχή, ποιοί ἀπό ἐμᾶς ἔχουν τήν τόλμη νά τή νιώσουν ἐπί τέλους ὡς βάρος; Ὅποια κι ἄν ἦταν ἄλλωστε τά ζοφερά σχέδια τῶν ἀφεντικῶν καί τῶν ντόπιων καθαρμάτων τους, ὅσο μεθοδικά κι ὀργανωμένα βυσσοδομήθηκαν καί ἐφαρμόστηκαν, πάνω ἀπ’ ὅλα δική μας δέν εἶναι τελικά ἡ εὐθύνη, πού τ' ἀφήσαμε (καί ἀκόμη τ’ ἀφήνουμε) νά συμβοῦν;
Δική μας πράγματι ἡ εὐθύνῃ. Δικό μας το ὅτι ἐπιλέξαμε νά ζοῦμε μέσα στό βοῦρκο, νά ἔχουμε ξεχάσει πλέον κάθε ἄλλο τρόπο ζωῆς, νά ἀγνοοῦμε προκλητικά ὅλα τά σημεῖα τῶν Oὐρανῶν, νά πετοῦμε στά σκουπίδια ὅλες τίς εὐκαιρίες (καί ἦταν πολλές) πού μᾶς ἔστειλε μέχρι τώρα ὁ Θεός γιά νά συνέλθουμε. Δικό μας τό αἷμα τῶν ἐκτρώσεων, δικό μας τό ἐκτεταμένο σκοτάδι τῆς σαρκικῆς διαστροφῆς, δικές μας ἡ προδοσία τῆς πίστης τῶν πατέρων μας καί ἡ ἄνευ ὅρων παράδοση σέ κάθε εἴδους κενότητα καί χυδαιότητα. Δική μας ἡ ἀπανθρωπιά καί ἡ κτηνωδία στήν ὁποία βυθιζόμαστε, δική μας ἡ ἀφιονισμένη προσήλωση σέ τερατώδη καθεστωτικά μυθεύματα, δική μας ἡ ὑστερία μέ φίμωτρα καί μπόλια, δική μας καί ἡ ἐθελούσια μετάλλαξη σέ δεσμῶτες τοῦ τρόμου καί τῆς τυφλῆς ὑπακοῆς σέ ἀντίχριστα πολιτικά καί πνευματικά συστήματα. Δική μας ἡ πτώση, δική μας καί ἡ ἐπίμονη ἄρνηση νά ξανασηκωθοῦμε, δική μας ἡ νευρωσική ἐμμονή στόν ζόφο. Δικά μας θά εἶναι μοιραῖα καί τά ἐπίχειρα. Ἀπό τούς πνευματικούς νόμους πού πάντα λειτουργοῦν - κι ἄς ἀγνοοῦμε μυωπικά τήν ὕπαρξή τους.
Δέν φταῖνε λοιπόν μόνο οἱ λύκοι. Καί κυρίως δέν φταῖνε γιά τό ὅτι γίναμε πρόβατα. Οὔτε κι ὁ χασάπης φταίει, πού πάμε και πέφτουμε μόνοι μας στή μηχανή τοῦ κιμᾶ. Φταίει τό πεταμένο στά σκουπίδια αὐτεξούσιον καί ἐθελότρεπτόν μας. Φταίει καί τό ξοδεμένο πρωτεύθυνόν μας, πού - μαζί μέ τά ἅγια - τό πετάξαμε καί αὐτό βορά τοῖς κυσί. Ἤ γιά νά τσαλαπατηθεῖ ἔμπροσθεν τῶν χοίρων.
«Θέλει ἀρετήν καί τόλμην ἡ ἐλευθερία», ἐξάλλου. Δέν εἶναι αὐτονόητη, οὔτε καί θά σοῦ χαριστεῖ. Ἄν ἐπιλέγεις νά ζεῖς στά σκοτάδια, τά σκοτάδια εἶναι πού σοῦ πρέπουν. Κι ἄν ἐπιλέγεις νά πλέεις πάντοτε μέ τό ρεῦμα, ἕνα μονάχα πρᾶγμα σοῦ ἀξίζει: ὁ φονικός καταρράκτης στό τέλος τῆς διαδρομῆς.
Μά πῶς τό ἀντέχουμε ἄραγε ἐμεῖς, γόνοι μιᾶς Ρωμηοσύνης μ’ ἄναρχη περπατηξιά, κυήματα ἑνός Τόπου πυρίδαπτου κι ἑνός Τρόπου ἐπί πτερύγων ἀνέμων, γονή καπεταναίων καί πνευματική σπορά Ἁγίων, πῶς τό ἀντέχουμε νά ζοῦμε σκλάβοι αὐτοπροαίρετοι κι ἐπίορκοι ἀμνησιακοί τόσων αἰώνων; Καί μέχρι πότε θά τό ἀντέχουμε; Σημεῖο βρασμοῦ δέν ἔχει ἀπομείνει ἄραγε κανένα, πού νά μᾶς κάνει να σηκωθοῦμε καί νά ἀποφασίσουμε νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας τόν ὑλικό καί πνευματικό ζυγό; Νά βγοῦμε ἀπό τόν βοῦρκο τῆς πτώσης, τσαλαπατῶντας ὅσους μᾶς κρατοῦν δέσμιους μέσα σέ αὐτόν (καί πρῶτα-πρῶτα τούς ἴδιους τούς ἄθλιους ἑαυτούς μας);
Χριστός ἀνέστη. Καί νεκρός οὐδείς ἐν τοῖς μνήμασι.
Ἐμεῖς ὥς πότε ἄραγε θά επιμένουμε νά ζοῦμε κλεισμένοι ἐκεῖ μέσα;