ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 13,10-17]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑΣ
«Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτὼ καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές (:Ἐκεῖ βρισκόταν καὶ μία γυναῖκα ποὺ ὑπέφερε δεκαοκτὼ χρόνια ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια ἐξαιτίας κάποιου πονηροῦ πνεύματος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σκυμμένη διαρκῶς μὲ κυρτωμένο τὸ σῶμα της καὶ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ σηκώσει ὄρθιο τὸ κεφάλι της)» [Λουκ. 13,11].
Ὑπῆρχε στὴ Συναγωγὴ μία γυναῖκα ποὺ ἐξαιτίας τῆς ἀσθένειάς της ἐπὶ δέκα ὀκτὼ χρόνια ἦταν διαρκῶς σκυμμένη πρὸς τὸ ἔδαφος. Καὶ αὐτὸ ὠφελεῖ ὄχι καὶ λίγο ἐκείνους ποὺ σκέπτονται σωστά· γιατί πρέπει ἐμεῖς νὰ συλλέγουμε ἀπὸ παντοῦ αὐτὸ ποὺ εἶναι χρήσιμο. Μποροῦμε λοιπὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ δοῦμε καὶ ὅτι ὁ Σατανᾶς δέχεται πολλὲς φορὲς τὴν ἐξουσία ἐνάντια σὲ κάποιους, οἱ ὁποῖοι προφανῶς ἁμαρτάνουν καὶ ἀντὶ τῶν ἀγώνων τῆς εὐσέβειας προτιμοῦν τὴ ραθυμία, τοὺς ὁποίους ὅταν τοὺς κυριεύσει, τοὺς προκαλεῖ πολλὲς φορὲς τέτοιες σωματικὲς ἀσθένειες, ἐπειδὴ εἶναι τιμωρὸς καὶ πολὺ σκληρός. Καὶ τοῦ ἐπιτρέπει αὐτὸ κατὰ πολὺ μεγάλη οἰκονομία ὁ παντεπόπτης Θεός, μὲ σκοπό, καταπονημένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς δυστυχίας τους, νὰ προτιμήσουν νὰ μεταπηδήσουν πρὸς τὰ καλύτερα.
Καὶ πράγματι ὁ σοφότατος Παῦλος κάποιον στὴν Κόρινθο, ποὺ εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ πορνεία, τὸν παρέδωσε στὸν Σατανᾶ πρὸς καταστροφὴ τῆς σάρκας του, ὥστε νὰ σωθεῖ τὸ πνεῦμα του. Καὶ ἡ συγκύπτουσα λοιπὸν γυναῖκα λέγεται ὅτι τὸ ἔπαθε αὐτὸ ἀπὸ διαβολικὴ ἀγριότητα. Δηλαδή, ὅπως εἶπα, περιφρονημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων της, δηλαδὴ γενικὰ καὶ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, γιατί αἴτιος τῶν ἀσθενειῶν στὰ ἀνθρώπινα σώματα ἔγινε ὁ πανοῦργος Σατανᾶς, ἀφοῦ καὶ μέσῳ αὐτοῦ λέμε ὅτι ἐπιτελέστηκε ἡ παράβαση τοῦ Ἀδάμ, μὲ τὴν ὁποία τὰ ἀνθρώπινα σώματα ὁδηγήθηκαν στὴν ἀσθένεια καὶ στὸν θάνατο.
Ὡστόσο, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν σ᾿ αὐτά, δὲν μᾶς περιφρόνησε ὁ Θεός, ὄντας ἀπὸ τὴ φύση Του ἀγαθός, καὶ ἐνῶ οἱ ἀσθενεῖς ἦταν τιμωρημένοι μὲ μακρὰ καὶ ἀνυπόφορη ἀσθένεια, τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δεσμά, καθιστῶντας κατὰ ἄριστο τρόπο ἀπαλλακτικὴ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν τὴν παρουσία καὶ ἀνάδειξή Του σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο· γιατί ἦρθε γιὰ νὰ ἀναμορφώσει τὴ ζωή μας ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή. Γιατί σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ: «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων. ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα, καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπὶ γῆς (:Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν θάνατο, οὔτε εὐχαριστεῖται μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ζωντανῶν. Γιατί δημιούργησε τὰ πάντα γιὰ νὰ ὑπάρχουν, καὶ τὰ δημιουργήματα τοῦ κόσμου ἔγιναν γιὰ νὰ διατηροῦνται σώα, καὶ δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὰ φάρμακο καταστροφῆς)» [Σοφία Σολομῶντος 1,13-14] καὶ «φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον (:ἀλλὰ ἀπὸ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου μπῆκε στὸν κόσμο ὁ θάνατος)» [:Σοφία Σολομῶντος 2,24].
Γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ φθόνου ποὺ ἐκδηλώθηκε ἐναντίον μας ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ ἀρχέκακο δράκοντα ἔγινε ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου, δηλαδὴ ἡ ἐνανθρώπηση. Κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὁλοκάθαρα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Ἐλευθέρωνε λοιπὸν τὴ θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴν τόσο μακροχρόνια ἀσθένεια, προσφωνῶντας καὶ λέγοντας: «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου (:Γυναῖκα, εἶσαι λυμένη καὶ ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου)» [Λουκ. 13,12]. Ἡ φωνὴ ἦταν πολὺ θεοπρεπεστάτη, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἀνώτατη ἐξουσία! Γιατί μὲ νεῦμα βασιλικὸ διώχνει τὴν ἀσθένεια. Ἔθεσε ἐπίσης καὶ τὰ χέρια Του ἐπάνω σ᾿ αὐτήν. «Καὶ παραχρῆμα (:Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐκείνη)», λέγει, «ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν (:ἐπανέκτησε τὴν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θεραπεία της)». Μποροῦμε λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸ νὰ δοῦμε, ὅτι ἡ ἁγία σάρκα φοροῦσε τὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· γιατί ἦταν δική Του, καὶ ὄχι κανενὸς ἄλλου, ποὺ ὑπῆρχε χωριστὰ καὶ ἰδιαίτερα, ὅπως νομίζουν κάποιοι μὲ τρόπο ἀνοσιότατο.
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου (:Τότε ὁ ἀρχισυνάγωγος, γεμᾶτος ἀγανάκτηση ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τὴ θεραπεία αὐτὴ μέρα Σάββατο, στράφηκε στὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ κι ἔλεγε: "Ἕξι ἡμέρες ἔχουμε στὴ διάθεσή μας νὰ ἐργαζόμαστε, καὶ μόνο μέσα σὲ αὐτὲς δικαιούμαστε καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε αὐτό. Τίς ἐργάσιμες αὐτὲς ἡμέρες λοιπὸν νὰ ἔρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεστε, καὶ ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου")» [Λουκᾶ 13,14].
Κι ὅμως, πῶς δὲν ἔπρεπε ὁ ἀρχισυνάγωγος μᾶλλον νὰ θαυμάσει τὸν Χριστὸ ποὺ ἐλευθέρωσε τὴ θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὰ δεσμά; Τὴν εἶδες νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν πάθησή της μὲ τρόπο θαυματουργικό. Δὲν εἶδες τὸν ἰατρὸ νὰ προσεύχεται, ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβε ὡς αἴτημα ἀπὸ ἄλλον τὴ θεραπεία τῆς ἀσθενοῦς, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἦταν ἔργο τῆς δικῆς Του ἐξουσίας. Ἀφοῦ εἶσαι ἀρχισυνάγωγος, γνωρίζεις ὁπωσδήποτε τὰ γραμμένα ἀπὸ τὸν Μωυσῆ. Τὸν εἶδες αὐτὸν νὰ προσεύχεται σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ νὰ μὴν ἔχει κάνει τίποτε ἀπολύτως μὲ τὴ δική του δύναμη. Καὶ πράγματι ὅταν ἡ Μαριὰμ προσβλήθηκε ἀπὸ λέπρα ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶπε κάτι ἐναντίον αὐτοῦ ὡς κατηγορία -καὶ αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια· γιατί λέγει, εἶχε νυμφευτεῖ γυναῖκα Αἰθιόπισσα-, δὲν παρουσιάστηκε ἀνώτερος ἀπὸ τὸ κακό, ἀλλὰ ἱκετεύει γονατιστὸς τὸν Θεό, λέγοντας· «Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ, θεράπευσέ την».
Καὶ ὅμως χωρὶς νὰ ἱκετεύει συγχωρήθηκε ἡ ποινὴ τῆς ἁμαρτίας της. Ἀλλὰ καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς ἅγιους προφῆτες, ἐνῶ κάπου ἔκανε κάτι γενικά, ἐμφανίζεται νὰ τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὅμως σὲ παρακαλῶ πρόσεχε, ὅτι ὁ Σωτῆρας τῶν ὅλων Χριστὸς δὲν ἀναπέμπει προσευχή, ἀλλὰ ἀναθέτει στὴ δική του Δύναμη τὴν ἐπιτέλεση τοῦ θαύματος, θεραπεύοντας μὲ τὴ φωνή Του καὶ μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ Του. Γιατί, ὄντας Κύριος καὶ Θεός, παρουσίαζε τὴν σάρκα Του ἰσοδύναμη πρὸς τὸν ἑαυτό Του, στὸ νὰ μπορεῖ, ἐννοῶ, νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ νοσήματα. Ἔπρεπε λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ δύναμη τοῦ σχετικοῦ μὲ Αὐτὸν μυστηρίου.
Ἐὰν λοιπὸν ἦταν κάποιος ἀρχισυνάγωγος εὔστροφος, θὰ μποροῦσε νὰ καταλάβει ποιός καὶ πόσο μεγάλος εἶναι ὁ Σωτῆρας ἀπὸ τὴν τόσο παράδοξη θεοσημία καὶ νὰ μὴ λέγει αὐτὰ στὰ πλήθη, οὔτε νὰ κατηγορεῖ τοὺς θεραπευμένους ὅτι καταλύουν τὸν νόμο, ὡς πρὸς τὴν παράδοση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἐργασία δηλαδὴ γενικὰ ἀποτελεῖ ἡ θεραπεία· καὶ ἀδικεῖται ὁ νόμος ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δείχνει τὸ ἔλεὸς Του κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Σὲ ποιόν ἔχει προστάξει νὰ εἶναι σὲ ἀργία τὸ Σάββατο; Στὸν ἑαυτό του μᾶλλον ἢ σὲ ἐσένα; Ἐὰν βέβαια στὸν ἑαυτό Του, τότε νὰ μὴν πέφτουν βροχές, νὰ σταματήσουν οἱ πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ οἱ διαρκεῖς ροὲς τῶν ποταμῶν καὶ οἱ ἀνάγκες τῶν ἀνέμων. Ἐὰν ὅμως ἐσένα ἔχει προστάξει νὰ εἶσαι σὲ ἀργία, νὰ μὴν κατηγορεῖς τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ὅτι καὶ τὸ Σάββατο παρέχει μὲ ἐξουσία σὲ κάποιους τὸ ἔλεός Του. Καὶ γιατί γενικὰ διέταξε νὰ ἀργεῖς τὸ Σάββατο; Γιὰ νὰ ἀναπαύεται, λέγει, ὁ ὑπηρέτης σου καὶ τὸ βόδι σου καὶ τὸ ὑποζύγιό σου καὶ κάθε κτῆνος σου. Ὅταν λοιπὸν ἀναπαύσεις κάποιους, ἀπαλλάσσοντάς τους ἀπὸ τίς ἀσθένειες, καὶ ἔπειτα τὸ ἐμποδίζεις αὐτό, κατήργησες ὁλοκάθαρα τὸν νόμο τοῦ Σαββάτου, μὴν ἀφήνοντας νὰ ἀναπαυθοῦν αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ πόνους καὶ ἀρρώστιες, αὐτοὺς δηλαδὴ τοὺς ὁποίους ἔδεσε ὁ Σατανᾶς.
Ἀλλὰ ὁ ἀρχισυνάγωγος τῆς ἀχάριστης Συναγωγῆς, ὅταν εἶδε τὴ γυναῖκα ποὺ εἶχε παράλυτα τὰ μέλη της καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ ὄρθια, ἀλλὰ ἦταν σκυμμένη πρὸς τὴ γῆ καὶ τὴν κοιλιά της, νὰ ἐλεεῖται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀνορθώνεται τελείως μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ Του καὶ νὰ βαδίζει ὄρθια ὅπως οἱ συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ νὰ δοξάζει γι᾿ αὐτὸ τὸν Θεό, δυσανασχέτησε γιὰ τὴ θεραπεία της καὶ καταφλεγόμενος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου, κυριεύεται ἀπὸ τὸν φθόνο καὶ κατηγορεῖ τὸ θαῦμα καὶ ἀφοῦ ἄφησε τὸν Κύριο ὁ ὁποῖος τὸν ἤλεγξε γιὰ τὴν ὑποκρισία του, ἐπιπλήττει τὸ πλῆθος, ὥστε νὰ φανεῖ ὅτι ἀγανακτεῖ ἐπειδὴ ἦταν ἡμέρα Σαββάτου, γιὰ νὰ πείσει ἐκείνους ποὺ εἶναι διασκορπισμένοι τίς ἄλλες ἡμέρες καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τίς ἐργασίες, νὰ μὴν βλέπουν καὶ νὰ μὴ θαυμάζουν οὔτε τὸ Σάββατο τὰ μεγαλειώδη θαύματα τοῦ Κυρίου, μήπως καὶ πιστέψουν κάποτε. Ἀλλὰ πές μας, δοῦλε τοῦ φθόνου, ποιό ἔργο σοῦ ἀπαγόρευσε ὁ νόμος, ὁ ὁποῖος σοῦ λέγει: «Νὰ ἀπέχεις ἀπὸ κάθε ἔργο χειρωνακτικὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου»; Ἄραγε ἀπὸ τὸ ἔργο μέσῳ τοῦ στόματος καὶ τοῦ λόγου; Πάψε λοιπὸν νὰ τρῶς καὶ νὰ πίνεις καὶ νὰ μιλᾷς καὶ νὰ ψάλλεις τὸ Σάββατο. Καὶ ἐὰν δὲν τὰ κάνεις αὐτά, οὔτε διαβάζεις τὸν νόμο, τότε σὲ τί σοῦ χρειάζεται τὸ Σάββατο;
Ἀλλὰ ὁ μωσαϊκὸς νόμος ἀπαγορεύει τὴν ἐργασία ποὺ γίνεται μὲ τὰ χέρια. Καὶ ποιό ἔργο χεριῶν εἶναι τὸ νὰ ἀνορθώσει θεραπεύοντας μιὰ γυναῖκα μὲ τὴ φωνή Του καὶ μόνο; Ἐὰν ὅμως ἐπειδὴ ἡ γυναῖκα θεραπεύθηκε πραγματικά, αὐτὸ τὸ ὀνομάζεις ἔργο, τότε ἔργο κάνεις καὶ σύ, κατηγορῶντας τὴ θεραπεία. Ἀλλὰ τῆς λέγει: «Ἀπαλλάσσεσαι ἀπὸ τὴν ἀσθένεια», καὶ θεραπεύτηκε. Τί λοιπόν; Καὶ σὺ δὲν λύνεις τὸ Σάββατο τὴν ζώνη σου, δὲν λύνεις τὸ ὑπόδημα τῶν ποδιῶν σου, δὲν στρώνεις τὸ στρῶμα σου, δὲν ξεπλένεις τὸ χέρι σου ποὺ εἶναι λερωμένο ἀπὸ τὰ φαγητά; Πῶς λοιπὸν ἀγανακτεῖς γιὰ μία μόνο λέξη, τὸ «Ἀπολύεσαι»; Καὶ ποιά ἐργασία ἔκανε ἡ γυναῖκα μετὰ τὸν λόγο; Ἄραγε ἔκανε ἔργο χαλκευτικῆς ἢ ξυλουργικῆς ἢ οἰκοδομικῆς; Ἄραγε τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔκανε ἔργο ὑφαντικῆς ἢ ὑφαντουργίας; «Ἀλλὰ ὅμως ἀνορθώθηκε», λέγει· «γιατί γενικὰ ἡ θεραπεία εἶναι ἔργο».
Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν ἀγανακτεῖς πραγματικὰ γιὰ τὸ Σάββατο, ἀλλὰ βλέποντας τὸν Χριστὸ νὰ τιμᾷται καὶ νὰ προσκυνεῖται ὡς Θεός, ὀργίζεσαι καὶ πνίγεσαι ἀπὸ τὸν θυμὸ καὶ λιώνεις ἀπὸ τὸν φθόνο· καὶ ἄλλα βέβαια ἔχεις μέσα στὴν καρδιά σου, σὲ ἄλλον ὅμως ἐπιτίθεσαι καὶ προβάλλεις προφάσεις. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐλέγχεσαι ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τοὺς ἄδικους διαλογισμούς σου, καὶ δέχεσαι τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ σοῦ ταιριάζει, ἀκούοντας νὰ σοῦ λέγει ὅτι εἶσαι ὑποκριτὴς καὶ ἀλαζόνας καὶ ὕπουλος.
«Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου; (:Τότε λοιπὸν ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: "Ὑποκριτή, κάτω ἀπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου κρύβεις φθόνο καὶ μοχθηρία. Ὁ καθένας σας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου δὲν λύνει τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδούρι ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ δὲν τὸ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίσει; Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ χωρὶς νὰ θεωρεῖται παραβάτης τῆς ἐντολῆς τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἐντολῆς αὐτὴ ποὺ εἶναι ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τὴν παράδοση". Αὐτὴ ὅμως, ποὺ εἶναι κόρη καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ σατανᾶς μὲ τέτοια ἀρρώστια, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ ὄρθια δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, δὲν ἦταν σωστὸ καὶ ἐπιβεβλημένο νὰ λυθεῖ ἀπ᾿ τὰ μακροχρόνια αὐτὰ καὶ ὀδυνηρὰ δεσμά της τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;)» [Λουκ. 13,15].
Σὺ λοιπόν, λέγει, ἀπορεῖς γι᾿ αὐτὸν ποὺ θεράπευσε τὴ θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ξεκουράζεις τὸ βόδι καὶ τὸν ὄνο, ἀπαλλάσσοντάς τα ἀπὸ τὸν κόπο καὶ ὁδηγῶντας τα στὸ νερό, βλέποντας ὅμως νὰ σώζεται μὲ τρόπο θαυματουργικὸ ἕνας ἄνθρωπος ἄρρωστος καὶ νὰ τὸν εὐσπλαγχνίζεται ὁ Θεός, κατηγορεῖς καὶ τοὺς δύο ὅτι παρανόμησαν, τὸν ἕνα ἐπειδὴ θεράπευσε, καὶ τὸν ἄλλο ἐπειδὴ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του;- Πρόσεχε, σὲ παρακαλῶ, τὸν ἀρχισυνάγωγο, πόσο πιὸ ἄτιμος ἀπὸ τὸ κτῆνος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τὴ στιγμὴ ποὺ φροντίζει βέβαια τὸ βόδι καὶ τὸν ὄνο τὸ Σάββατο, ἐνῶ γιὰ τὴν συγκύπτουσα γυναῖκα, φθονῶντας τὸν Χριστό, δὲν ἤθελε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, οὔτε νὰ λάβει τὴν κανονικὴ ἴσια μορφὴ τὸ σῶμα της.
Ὅμως ὁ φθονερὸς ἄρχοντας τῆς Συναγωγῆς ἤθελε ἡ γυναῖκα ποὺ ἀνορθώθηκε νὰ εἶναι σκυμμένη ὅπως τὰ τετράποδα, παρὰ νὰ πάρει τὸ γνωστὸ στοὺς ἀνθρώπους σχῆμα, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴ δοξάζεται ὁ Χριστός, οὔτε νὰ κηρύσσεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ὅτι εἶναι Θεός. Ἐπιτιμᾷται λοιπὸν ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐπειδὴ εἶναι ὑποκριτής, ἐφόσον τὰ ἄλογα ζῶα τὰ ὁδηγεῖ τὸ Σάββατο στὸ νερό, ἐνῶ τὴ γυναῖκα, ποὺ εἶναι ὄχι μᾶλλον ἐξαιτίας τοῦ γένους της, ὅσο ἐξαιτίας τῆς πίστεώς της, θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, δὲν τὴν θεωρεῖ ἄξια νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀσθένειάς της, ἀλλὰ χαρακτηρίζει τὴν ἀπαλλαγὴ της ἀπὸ τὴν ἀρρώστια παράβαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.
«Kαὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ (:Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἀντίθετοί του. Κι ὅλος ὁ λαὸς χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ λαμπρὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ διαρκῶς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς)» [Λουκ. 13,17].
Καταντροπιάζονταν βέβαια ἐκεῖνοι ποὺ ἐκστόμιζαν διεστραμμένες κρίσεις, ἐκεῖνοι ποὺ σκόνταφταν στὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, καὶ συντρίβονταν γι᾿ αὐτό, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν ἀντίθετοι μὲ τὸν ἰατρό, ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιδροῦσαν στὸν σοφὸ κεραμοποιὸ ποὺ ἔκανε τὴν ἐπανόρθωση τῶν παραμορφωμένων σκευῶν καὶ δὲν τοὺς ὑπολειπόταν καμιὰ ἀπάντηση, ἀλλὰ ἦταν οἱ ἴδιοι ἀναντίρρητος ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ τους, γιατί ἀποστομώνονταν καὶ ἀποροῦσαν τί ἄραγε νὰ ποῦν. Ἔτσι ἔραψε τὸ θρασὺ στόμα τους ὁ Κύριος! Ἐνῶ τὰ πλήθη, ποὺ ὠφελοῦνταν ἀπὸ τὰ θαύματα, χαίρονταν· γιατί τὰ γεμᾶτα δόξα καὶ λαμπρότητα ἔργα σταματοῦσαν κάθε συζήτηση καὶ ἀμφιβολία ἐκείνων ποὺ δὲν τὰ ἐπιζητοῦν μὲ τρόπο κακοήθη.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἁγίου Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αἰγαίου, ἐρευνητικὸ ἔργο «Οἱ δρόμοι τῆς πίστης: Ψηφιακὴ Πατρολογία»[σελίδες 57 καὶ 58 του PDF].
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam .pdf)
• Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Ἅπαντα τὰ ἔργα, Πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Α΄», τόμος 26, κεφάλαιο 13ο, σελ. 27-37.
• Παν. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, ἐκδ. Ὁ Σωτήρ, Ἀθήνα 1997
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm