ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 14,16-24]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
«Ἄνθρωπὸς τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμὰ ἐστι πάντα (:Κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε μεγάλο βραδινὸ συμπόσιο καὶ κάλεσε πολλούς. Καὶ τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τὸ δοῦλο του γιὰ νὰ πεῖ στοὺς καλεσμένους: "Ἐλᾶτε καὶ μὴν ἀναβάλλετε, διότι εἶναι πλέον ὅλα ἕτοιμα")» [Λουκ. 14,16-17].
Ἄς ἐξετάσουμε μὲ λεπτομέρεια πρὶν ἀπὸ τὰ ἄλλα, ποιά ἀκριβῶς ἦταν ἡ αἰτία, ὥστε νὰ μὴν καλεῖ σὲ γεῦμα μᾶλλον, ἀλλὰ σὲ δεῖπνο πολλοὺς καὶ μᾶλλον πρὶν ἀπὸ αὐτό, ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐννοηθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν ὑπηρέτη του νὰ καλέσει γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κάλεσε στὸ δεῖπνο, καὶ ποιοὶ εἶναι γενικὰ ἐκεῖνοι ποὺ κλήθηκαν βέβαια, ἀλλὰ περιφρόνησαν τὴν πρόσκληση.
Λοιπὸν ὡς οἰκοδεσπότης «ἄνθρωπος» μπορεῖ νὰ ἐννοηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, γιατί οἱ εἰκόνες στὴν παραβολὴ πλάθονται βέβαια νὰ ὁμοιάζουν πρὸς τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι αὐτὲς ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια. Ὁ ἴδιος λοιπὸν ὁ Δημιουργὸς καὶ Πατέρας τῆς δόξας παρέθεσε δεῖπνο μεγάλο, δηλαδὴ ἑτοίμασε οἰκουμενικὴ πανήγυρη, φυσικὰ πρὸς τιμὴν τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τοὺς ἐσχάτους καιροὺς τοῦ αἰῶνα, ὅταν ἦρθε σε ἐμᾶς ὁ Υἱός, τότε καὶ ποὺ ὑπέστῃ τὸν θάνατο γιὰ ἐμᾶς, καὶ μᾶς ἔδωσε νὰ φᾶμε τὴν σάρκα Του, ἐπειδὴ εἶναι ἄρτος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ δίνει ζωὴ στὸν κόσμο. Κατὰ τὸ βράδυ ὅμως καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν λύχνων σφαζόταν ἐπίσης ἀμνός, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ. «Δεῖπνο» λοιπὸν εὔλογα ὀνομάσθηκε ἡ κλήση στὸν Χριστό.
Ἔπειτα ποιός εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι εἶναι καὶ δοῦλος; Ὁ ἴδιος ἀσφαλῶς ὁ Χριστός· γιατί, ἐνῶ ἦταν Θεὸς ἀπὸ τὴ φύση Του καὶ ἀληθινὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, ταπείνωσε τὸν ἑαυτό Του, παίρνοντας μορφὴ δούλου. Εἶναι λοιπὸν Κύριος βέβαια τῶν ὅλων, ὡς Θεὸς ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ Θεό, τὴν ὀνομασία ὅμως τοῦ «δούλου» θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴν ἐφαρμόσει εὔλογα στὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του.
Πότε ὅμως στάλθηκε; «Κατὰ τὴν ὥρα τοῦ δείπνου», λέγει· γιατί δὲν ἦρθε στὶς ἀρχὲς τούτου τοῦ αἰῶνα ὁ μονογενὴς Λόγος τοῦ Πατέρα καὶ ἔλαβε τὴ μορφὴ τὴ δική μας, ἀλλὰ σὲ καιροὺς ποὺ θέλησε ὁ Ἐξουσιαστής, δηλαδὴ τοὺς ἐσχάτους, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Καὶ ποιός ἦταν ὁ λόγος ἐκείνου ποὺ τοὺς κάλεσε; «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμὰ ἐστι πάντα (:Ἐλᾶτε καὶ μὴν ἀναβάλλετε, διότι εἶναι πλέον ὅλα ἕτοιμα)». Γιατί ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους στὴ γῆ μὲ τὸν Χριστὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν δωριστεῖ στὸν κόσμο, τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὴ λαμπρότητα τῆς υἱοθεσίας, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Σὲ αὐτὰ κάλεσε ὁ Χριστὸς μὲ τίς εὐαγγελικὲς ἐντολές, καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τὸν Ἰσραήλ.
«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε μὲ παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε μὲ παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» (:Καὶ ἄρχισαν ὅλοι οἱ καλεσμένοι, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, μὲ μιᾶς, σὰν νὰ ἦταν συνεννοημένοι, νὰ δικαιολογοῦν τὴν ἀπουσία τους ἀπὸ τὸ δεῖπνο. Ὁ πρῶτος του εἶπε: ''Ἔχω ἀγοράσει κάποιο χωράφι καὶ πρέπει νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ τὸ δῶ. Σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἔλθω''. Ἄλλος πάλι τοῦ εἶπε: ''Ἔχω ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω. Σὲ παρακαλῶ, συγχώρησε τὴ δικαιολογημένη ἀπουσία μου''. Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε: ''Εἶμαι νιόπαντρος καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω''. Δηλαδὴ οἱ προσκεκλημένοι ὅλοι ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ τίς βιοτικὲς καὶ τίς σαρκικές τους μέριμνες καὶ ἀδιαφόρησαν γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοὺς καλοῦσε νὰ γίνουν μέτοχοι καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του)» [Λουκ. 14,18-20].
Μήπως λοιπὸν σκέφθηκαν κάτι χρήσιμο γιὰ τὸν ἑαυτό τους; Μήπως θαύμασαν τὴν ἀγαθότητα Ἐκείνου ποὺ τοὺς κάλεσε, τὴ φροντίδα Του μὲ τὴν πρόσκληση τοῦ δούλου Του; Ὄχι, βέβαια, ἀλλὰ περιφρόνησαν καὶ Αὐτὸν ποὺ τοὺς καλοῦσε, καὶ Ἐκεῖνον ποὺ ἔστειλε νὰ τοὺς καλέσει, καὶ ἄρχισαν ἕνας ἕνας νὰ παραιτοῦνται ὅλοι, δηλαδὴ μὲ ἕνα σχεδὸν σύνθημα.
Βλέπεις ὅτι ἔχοντας συγκατανεύσει ἀπερίσκεπτα πρὸς τὰ πλέον γήινα, δὲν βλέπουν τὰ νοητὰ καὶ δὲν κάνουν κανένα λόγο γιὰ τὰ προσδοκώμενα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔπειτα, ποιοὶ πρέπει νὰ θεωρηθοῦν αὐτοὶ ποὺ παραιτήθηκαν ἐξαιτίας τῶν χωραφιῶν καὶ τῆς γεωργικῆς ἐργασίας καὶ τῆς σαρκικῆς τεκνογονίας, παρὰ οἱ προϊστάμενοι τῆς ἰουδαϊκῆς Συναγωγῆς; Ἄνθρωποι μὲ γεμᾶτα βαλάντια, ποὺ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ τὴ φιλοκέρδεια καὶ συγκεντρώνουν ὅλη τὴ φροντίδα τους σὲ αὐτό· γιατί ἀπὸ ὅλη τὴ θεόπνευστη Γραφή, ὅπως φαίνεται, μποροῦμε νὰ δοῦμε γι᾿ αὐτὰ ἀκριβῶς νὰ κατηγοροῦνται.
Καὶ ὅταν ἀκούσεις ὅτι ἔστειλε αὐτὸς ποὺ παρέθετε τὸ δεῖπνο τὸν δοῦλο του, νὰ σκέφτεσαι τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία καὶ τὴ δουλεία καὶ τὴν ἀποστολή. Καὶ τί λοιπὸν στάλθηκε νὰ πεῖ στοὺς Ἰουδαίους ποὺ προσκλήθηκαν μὲ τὸν νόμο; «Ἐλᾶτε, ἤδη ὅλα εἶναι ἕτοιμα». Ἐκεῖνοι ὅμως προβάλλοντας ὁ καθένας ἀπὸ κάποια δικαιολογία, ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση αὐτή.
«Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε (:Ὅταν λοιπὸν γύρισε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, διηγήθηκε στὸν κύριό του τὰ ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ καλεσμένοι. Τότε ὀργίστηκε ὁ οἰκοδεσπότης ἐναντίον τῶν ἀνάξιων προσκαλεσμένων καὶ εἶπε στὸν δοῦλο του: ''Βγὲς γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ φέρε ἐδῶ μέσα τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀναπήρους καὶ τοὺς χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς ποὺ θὰ βρεῖς ἐκεῖ. Κάλεσε δηλαδὴ ὅσους εἶναι περιφρονημένοι μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀφοῦ οἱ ἐπίσημοι ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ ἀρνοῦνται νὰ δεχτοῦν τὴ σωτηρία ποὺ τοὺς προσφέρει ὁ Μεσσίας'')» [Λουκ. 14,21].
Ἐπειδὴ ὅμως λοιπὸν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἀπέρριψαν τὴν πρόσκληση, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἴδιοι: «Μὴ τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; (:μήπως πίστεψε σὲ Αὐτὸν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νὰ κρίνουν τὰ θρησκευτικὰ ζητήματα, ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ τῆς ἀληθινῆς πίστεως;)» [Ἰω. 7,48], ὀργίσθηκε ὁ οἰκοδεσπότης, ἐπειδὴ ἦταν ἄξιοι νὰ ὑποστοῦν τίς συνέπειες τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς Του. Τότε δηλαδὴ ὀργίστηκε ὁ οἰκοδεσπότης ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων ἀρχόντων ἐπειδὴ περιφρόνησαν τὸ μεγάλο δεῖπνο, καὶ ἔτσι ἀντὶ γιὰ ἐκείνους κλήθηκαν ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ποὺ βρίσκονταν στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια, καὶ εἶχαν ἀσθενῇ καὶ ταπεινό τὸν νοῦ, χωρὶς πνευματικὴ διαύγεια καὶ ἀρτιότητα. Γιατί αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν τυφλοὶ καὶ χωλοί, ἀλλὰ ὅμως ἔγιναν δυνατοὶ καὶ ὑγιεῖς μὲ τὸν Χριστό, διδάχθηκαν νὰ ὀρθοποδοῦν καὶ δέχθηκαν στὸν νοῦ τους τὸ θεῖο φῶς.
Ὅτι ὅμως ἐπίστεψαν ὄχι καὶ λίγοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, μπορεῖ νὰ τὸ μάθει κανεὶς διαβάζοντας τίς Πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Γιατί σὲ αὐτὲς λέγεται ὅτι ὅταν μίλησε ὁ Πέτρος μπροστὰ στὸ λαό, πίστεψαν στὴν ἀρχὴ τρεῖς χιλιάδες, καὶ ὕστερα πολὺ πλῆθος. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μιὰ διδάσκοντας αὐτὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη θαυματουργῶντας, ὁδηγοῦσαν τὸ ἄδολο πλῆθος στὸν Χριστὸ καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πίστεψαν σὲ Αὐτόν, τοὺς ὁποίους μάλιστα οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ὀνόμαζαν καὶ «καταραμένους», ἁπλὰ καὶ μόνο ἐπειδὴ πίστευαν στὸν Χριστό. Γιατί ἔλεγαν: «μὴ τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! (:Μήπως πίστεψε κάποιος ἀπὸ ἄρχοντες ἢ τοὺς Φαρισαίους σ᾿ Αὐτόν; (Κανεὶς δὲν πίστεψε, διότι αὐτοὶ τάχα μόνοι γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ ἔχουν ὀρθὴ κρίση...). Ἀλλὰ πίστεψε αὐτὸς ὁ ἀγράμματος ὄχλος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν νόμο καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὅλοι τους καταραμένοι)» [Ἰω. 7,48-49]. Ἐδῶ γίνονται φανερὰ καὶ τὰ δύο, καὶ ὅτι οἱ ἄρχοντες δὲν πίστεψαν, καὶ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος πίστεψαν, τὰ ὁποῖα καὶ τὰ δύο ὑπαινίχθηκε ἡ παραβολή, παρουσιάζοντας τοὺς πρώτους νὰ παραιτοῦνται, καὶ τοὺς ἄλλους νὰ καλοῦνται καὶ νὰ ὑπακούουν.
«Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου (:Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἐπέστρεψε πάλι ὁ δοῦλος καὶ εἶπε: ''Κύριε, ἔγινε ὅπως διέταξες, καὶ ὑπάρχει ἀκόμη τόπος ἀδειανὸς στὸ σπίτι γιὰ νὰ προσκληθοῦν κι ἄλλοι''. Τότε εἶπε ὁ κύριος στὸν δοῦλο: ''Βγὲς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες τῶν κτημάτων, ὅπου συνήθως μαζεύονται οἱ περιπλανώμενοι ποὺ δὲν ἔχουν σπίτι καὶ μόνιμη κατοικία. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ θὰ διστάζουν ἀπὸ συστολὴ νὰ πάρουν μέρος στὸ δεῖπνο μου, παρακίνησέ τους ἐπίμονα νὰ μποῦν ἐδῶ γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου. Προσκάλεσε δηλαδὴ καὶ τοὺς ἐθνικοὺς νὰ πάρουν μέρος στὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας μου· διότι σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ κάλεσα καὶ ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκλησή μου δὲ θὰ καθίσει, ἀλλὰ οὔτε καὶ θὰ γευθεῖ τὸ δεῖπνο μου'')» [Λουκ. 14,22-24].
Ἐδῶ πρόσεχε σὲ παρακαλῶ τὴν κλήση τῶν ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν εἰσέλθει μὲ τὴν πίστη μετὰ ἀπὸ τοὺς ἐξ αἵματος Ἰσραηλῖτες. Γιατί παλαιότερα οἱ ἐθνικοὶ ἦταν ἀκαλλιέργητοι στὸ μυαλό, ἐξαγριωμένοι στὸν νοῦ καὶ ζοῦσαν κατὰ κάποιο τρόπο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἐπειδὴ δὲν ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τίς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τρόπο κτηνώδη καὶ μὲ πολλὴ ἀπερισκεψία, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ προσκαλοῦσε στὸ δεῖπνο στάλθηκε καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν στοὺς ἀγροὺς καὶ στοὺς φράκτες ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη.
Διατάχθηκε ὅμως ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔστειλε, ὄχι ἁπλῶς νὰ τοὺς καλέσει ἀλλὰ ἀκόμη καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάσει. Κι ὅμως ἐφόσον βέβαια ἡ πίστη εἶναι σὲ ὅλους προαιρετικὴ καὶ εἶναι δεκτὸ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό, τότε γιατί ἀναγκάζονται κάποιοι; Ναί, καὶ αὐτὸ ἔγινε κατ᾿ οἰκονομία. Γιατί ἔπρεπε, ναὶ ἔπρεπε, ἐπειδὴ οἱ ἐθνικοὶ ἦταν ὑποδουλωμένοι στὴν ἀνυπόφορη πλεονεξία καὶ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὸν διαβολικὸ ζυγό, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἦταν δεμένοι μὲ τίς ἀδιάσπαστες ἁλυσίδες τῶν ἁμαρτημάτων τους καὶ δὲν γνώριζαν τὸν ἀπὸ τὴ φύση Του καὶ ἀληθινὸ Θεὸ τῶν ὅλων, χρειάζονταν ἐντονότερη πρόσκληση ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἐξαναγκασμό, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀναβλέψουν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ γευθοῦν τὰ ἱερὰ μαθήματα, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἀπάτη καὶ νὰ ξεφύγουν κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ διαβόλου.
Καὶ πράγματι εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας μὲ ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ (:Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ μένα πιστεύοντας στὴ θεϊκή μου προέλευση καὶ ἀποστολή, ἐὰν ὁ πατέρας μου, ποὺ μὲ ἔστειλε στὸν κόσμο, δὲ μεταβάλει τὴν ψυχή του καὶ δὲν τὸν ἑλκύσει μὲ τὴ θεϊκή του δύναμη καὶ χάρη. Καὶ ὅταν αὐτὸς ἑλκυστεῖ πρὸς ἐμένα, ἐγὼ θὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του καὶ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἔσχατη ἡμέρα τῆς Κρίσεως)» [Ἰω. 6,44]. Ἀλλὰ καὶ ἡ λέξη γενικὰ ἐμφανίζει τὴν κλήση ὡς ἔργο δύναμης ποὺ ταιριάζει στὸν Θεό.
Κάτι τέτοιο βρίσκουμε νὰ λέγει καὶ ὁ Δαβὶδ στὸν Θεὸ γι᾿ αὐτούς: «Μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις, ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαις τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σέ (:καὶ ὅπως μὲ σιδερένιο φίμωτρο καὶ χαλινάρι συσφίγγονται οἱ σιαγόνες τῶν ἀγρίων ζώων, ἔτσι καὶ Ἐσύ, Κύριε, ἂς σφίξεις μὲ χαλινάρι καὶ ἂς περιορίσεις τοὺς ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι μένουν ἀμετανόητοι καὶ δὲν θέλουν νὰ πλησιάσουν πρὸς Ἐσένα)» [Ψαλμ. 31,9]. Βλέπεις ὅτι σὰν μὲ κάποιο χαλινάρι ἐπιστρέφει πρὸς τὸν ἑαυτό Του ὁ Θεὸς τῶν ὅλων, ἐκείνους ποὺ ἀποσκίρτησαν μὲ τρόπο ἄγριο; Γιατί εἶναι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος ὁ Θεός, «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν (:ὁ Ὁποῖος θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὴν πίστη νὰ γνωρίσουν βαθύτερα καὶ πληρέστερα τὴν ἀλήθεια)» [Α΄ Τιμ. 2,4].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἁγίου Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αἰγαίου, ἐρευνητικὸ ἔργο «Οἱ δρόμοι τῆς πίστης: Ψηφιακὴ Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam .pdf)
• Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Β΄», κεφάλαιο 14ο, τόμος 26, σελ. 59-67.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm