Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων
Τὸ φθαρτὸν Ἀμβρόσιος ἐκδὺς σαρκίον,
Θείας μετέσχεν ἀμβροσίας ἀξίως.
Ἑβδόμῃ Ἀμβρόσιος ποτὶ ἄμβροτον ἤλυθεν οὖδας.
Ὁ Ἀμβρόσιος, διακεκριμένος Ρωμαῖος πολίτης, γεννήθηκε περίπου τὸ 340 μ.Χ.
Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία καὶ νομικά. Στὰ Μεδιόλανα ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικαστή. Φύλασσε μὲ λόγια καὶ ἔργα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπέδιδε ἀντικειμενικὰ τὴν δικαιοσύνη , ἂν καὶ δὲν εἶχε βαπτισθεῖ ἀκόμα χριστιανός. Ὅσον ἀφορὰ σ’ αὐτὸ ὅμως, ἀπαντᾶ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς:
«Ἀλλ’ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι». Δηλαδή, σὲ κάθε ἔθνος, ὅποιος σέβεται τὸν Θεὸ καὶ πολιτεύεται στὴν ζωή του μὲ δικαιοσύνη, εἶναι δεκτὸς ἀπ’ Αὐτὸν καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρέσει σ’ Αὐτόν.
Καὶ πράγματι, ὁ Ἀμβρόσιος μὲ τὴν ζωή του ἄρεσε στὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ βαπτισθεῖ χριστιανός, νὰ γίνει ἔπειτα ἀναγνώστης, καὶ ἀφοῦ μέσα σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα πέρασε ὅλους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς βαθμούς, μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ βασιλιὰ Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Α’, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων. Σὰν Ἐπίσκοπος, ὁ Ἀμβρόσιος ποίμανε ἄριστα τὸ ποίμνιό του, ἀγωνίστηκε κατὰ τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ στὸν βασιλιὰ Θεοδόσιο δὲν ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθει στὸ ναό, παρὰ μόνο ὅταν μετάνιωσε εἰλικρινὰ γιὰ τοὺς φόνους ποὺ ἔκανε στὸν Ἱππόδρομο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἀμβρόσιος πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 397 μ.Χ., σὲ ἡλικία 57 χρονῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διδάσκαλος, καὶ ἱεράρχης σοφός, δογμάτων ἀκρίβειαν, μυσταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Ἀμβρόσιε Ὅσιε· λύεις αἱρετιζόντων, τὴν ἀχλὺν τοῖς σοῖς λόγοις· φαίνεις τῆς εὐσεβείας, τὴν θεόσδοτον χάριν, ἐν ᾗ τοὺς σὲ γεραίροντας, συντήρει ἀπήμονας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασι περιαστράπτων, ὡς φωστὴρ ἐξέλαμψας, τῇ οἰκουμένῃ ἐκ Δυσμῶν, καταφωτίζων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις Πατέρων τὸ κλέος Ἀμβρόσιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, στῦλος ὄντως ὁ θεαυγής· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστολέκτα, Ἀμβρόσιε τρισμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐρίπου (Εὐβοίας)
Ἱεραπόστολος τῆς Ἑλλάδας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς φραγκοκρατίας (μέσα 13ου αἰώνα – περὶ τὸ 1320).
Γεννήθηκε στὴ νῆσο Εὔριπο (Εὔβοια) ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Οἱ γονεῖς τοῦ Γερασίμου κατάγονταν ἀπὸ τὴν δυτικὴ φραγκικὴ οἰκογένεια τοῦ Ρήγα Φάτζου. Κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 13ου αἰώνα, ὁ Γεράσιμος ἦλθε στὸ Σινᾶ, στὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἐκεῖ γνώρισε τὸ "ὑπερβάλλον" τῆς ἀρετῆς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, προσκολλήθηκε σ’ αὐτὸν καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Ἔτσι ἔφθασε σὲ μεγάλο ὕψος πράξεως καὶ θεωρίας, ὥστε νὰ γίνει γιὰ τοὺς ἄλλους «ὑπόδειγμα καὶ ἀρχέτυπον τῶν καλῶν ἁπάντων» καὶ «ἐκμαγεῖον ἀρετῶν».
Ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐγκατέλειψε τὸ Σινᾶ, ὁ μαθητής του Γεράσιμος τὸν ἀκολούθησε καὶ ὅταν ἔφθασαν στὴν Ἑλλάδα, στάθμευσαν γιὰ λίγο στοὺς Καλοὺς λιμένες τῆς Κρήτης, ἀπὸ ὅπου ὁ μὲν Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης κατευθύνθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ δὲ Γεράσιμος ἀποβιβάστηκε στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, ὅπου καὶ ἔδρασε Ἱεραποστολικά.
Τελικά, ἐπέστρεψε ὡς μοναχὸς Γεράσιμος Σιναΐτης στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴν Εὔβοια.
Όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος
Ἁγίοις συγχαίρεις, Ἁγίων ὑμνῆτορ,
Γεράσιμε, ὄρους Ἁγίου κοσμῆτορ.
Κατά
τον ηγούμενο της ιεράς μονής Γρηγορίου αρχιμανδρίτη Γεώργιο, ο Γέροντας
Γεράσιμος υπήρξε «μοναχός ταπεινός, βιαστής της βασιλείας των ουρανών,
υπερορών σαρκός και των της σαρκός, προσευχητικός, πράος, γλυκύς,
προσηνής, φιλόθεος και φιλάνθρωπος, διδακτικός, συγχωρητικός,
ευκατάνυκτος, άγρυπνον έχων το όμμα της ψυχής, αυστηρός στον εαυτό του
και συγκαταβατικός στους συνανθρώπους του».
Γεννήθηκε στη
Δρόβιανη της Β. Ηπείρου το 1903 μ.Χ. (και όχι το 1905 μ.Χ., όπως από
λάθος είναι γραμμένο στα αρχεία) και το κοσμικό του όνομα ήταν
Αναστάσιος - Αθανάσιος Γρέκας. Από τον πατέρα του, Ιωάννη, πήρε την
αυστηρότητα προς τον εαυτό του και από τη μητέρα του, Αθηνά, τη βαθιά,
άδολη και ανυπόκριτη θρησκευτική ευλάβεια. Σύχναζε στην εκκλησία του
χωριού του και στα εξωκλήσια των βουνών. Είχε επίδοση στα γράμματα,
γιατί ήταν ευφυής και είχε καλή μνήμη. Τη βασική του μόρφωση έλαβε στον
Πειραιά και την Αθήνα, όπου γνώρισε και τον Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως
(βλέπε 9 Νοεμβρίου). Από τον Πειραιά έφυγε με πλοίο για το Άγιον Όρος στις 15 Αυγούστου 1923 μ.Χ.
Μετέβη
στην Καλύβη του Τίμιου Προδρόμου στη σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης υπό
τον Γέροντα Μελέτιο Ιωαννίδη. Περί του τόπου μονασμού του γράφει
αργότερα ο ίδιος: «Εις την ΒΑ υπώρειαν του αγιωνύμου και ουρανογείτονος
Άθωνος, εν τη ηγιασμένη τούτου ερήμω επί φαραγγώδους κλιτύος, ευρίσκεται
η Ιερά Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης. Αύτη αποτελείται εκ δέκα ασκητικών
καλυβών ή ησυχαστηρίων, ένθα αρνησίκοσμοι και λιτοδίαιτοι μονασταί,
ασκούμενοι τον καλόν της κατά Χριστόν ζωής αγώνα, καλλιεργούσιν εμπόνως
το γλυκύτατον μέλι της ασκητικής αρετής και ουρανίου φιλοσοφίας». Μετά
ένα έτος ευδόκιμης δοκιμής κείρεται μοναχός, στις 20 Οκτωβρίου του 1924
μ.Χ. κατά την διάρκεια της αγρυπνίας στη μνήμη του αγίου Γερασίμου
Κεφαλληνίας.
Μετά μία πενταετία αναχωρεί ο Γέροντάς του για τον
κόσμο και μένει μόνος στην έρημο. Η παρουσία του Θεού τού γίνεται πιο
αισθητή τότε. Μόνη παρηγοριά του η προσευχή και η μελέτη. Μελετούσε
συνέχεια, αχόρταγα, προσεκτικά. Μετά μία εικοσαετία απέκτησε μία μικρή
συνοδεία καλών πατέρων. Ο μακάριος Γέροντας δίδασκε και με τη σιωπή και
με τον λόγο του. Τη σιωπή θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών». Ο λόγος
ήταν πάντα προσεγμένος, ωραίος, διδακτικός και ψυχωφελής. Οι
φιλοξενούμενοι κατεγοητεύοντο από τη συνομιλία μαζί του. Έλεγε: «Ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι το μόνον το οποίον αδυνατεί να πράξει ο
Παντοδύναμος Θεός είναι το να ενωθεί με τον ακάθαρτον άνθρωπον. Εις αυτό
αδυνατεί».
Εκεί όμως που αναδείχθηκε κι έγινε παντού γνωστός
είναι η υμνογραφία του. Να πως περιγράφει την αρχή του έργου του περί το
1926 μ.Χ.: «Όταν συνέταξα τον πρώτο κανόνα της Παναγίας, τον είδε ο
μακαρίτης ο Γέροντας ο δικός μου· ήξερε λίγα γράμματα. Πολύ ωραίος είπε.
Τον πήγα στον Καλλίνικο στα Κατουνάκια. Ήταν έγκλειστος σαράντα χρόνια,
με νοερά προσευχή, με θείο φωτισμό και τον συμβουλευόμουν. Λίγα
γράμματα γνώριζε, αλλά είχε πείρα μεγάλη και χάρη Θεού. Άλλωστε
«ερώτησον τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σε». Λέει ο Καλλίνικος,
«είναι άριστος ο κανών, αλλά ένα σου λέω: ταπείνωση, ταπεινοφροσύνη.
Πρόσεχε καλά μην σε πολεμήσει ο διάβολος». Υμνογραφεί κατόπιν
επισταμένης μελέτης και πολλής προσευχής. Λέγει πάλι ο ίδιος: «Ό,τι κάνω
το οφείλω εις την προσευχήν. Προ της εργασίας θα κάνω μίαν προσευχήν
ένθερμον, αυτοσχέδιον μεν, αλλά θερμοτάτην, η οποία ενεργεί και
επενεργεί και φέρει ό,τι αποτέλεσμα ωραίον φέρνει. Προσευχή, το παν. Μη
στηριζόμαστε στην εξωτερικήν σοφίαν· στα μέτρα. Είναι ένας ψυχρός λόγος.
Ο ψυχρός αυτός λόγος πρέπει να γίνει ζωντανός. Και ζωντανός θα γίνει
μόνον διά της προσευχής». Το πλούσιο υμνογραφικό του έργο υπολογίζεται
σε περισσότερες από 2000 ιερές ακολουθίες. Πολλοί πολλά έγραψαν περί
αυτού και του έργου του και πολλοί τον τίμησαν και τον βράβευσαν γι’
αυτό, τον σπουδαίο αυτόν Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Μάλιστα, στις 25 Ιουνίου το 1963 μ.Χ., επί πατριαρχείας Αθηναγόρα, το
Οικουμενικό Πατριαρχείο βράβευσε τον Άγιο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη για
τη συμβολή του στους εορτασμούς για τη χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους ενώ
στις 28 Δεκεμβρίου 1968 μ.Χ. τον τίμησε με αργυρό μετάλλιο η Ακαδημία
Αθηνών.
Όπως διηγούνται οι υποτακτικοί του είχε παρακαλέσει την
Παναγία να έχει τα λογικά του έως τέλους για να μην κουράσει κανένα.
Πράγματι είχε διαύγεια μέχρι την τελευταία αναπνοή του. Είπε τρεις
φορές: «Άγιε Νεκτάριε, βοήθει μοι» και εξέπνευσε. Μία γλυκύτητα ήταν
ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, νόμιζες πως κοιμόταν γαληνά. Ανεπαύθη στις
7 Δεκεμβρίου 1991 μ.Χ. Ο βιογράφος του Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης
τον χαρακτηρίζει· σεμνό και άριστο υμνογράφο, σπάνια προσωπικότητα και
αληθινό άνθρωπο του Θεού. Ο αρχιμανδρίτης Γεώργιος Χρυσοστόμου λέει ότι ο
Γέροντας ήταν εξέχουσα μορφή τού αγιορειτικού μοναχισμού, κορυφαία,
διάσημη, χαρισματική και μοναδική. Έφυγε με τ’ όνομα του θαυματουργού
αγίου Νεκταρίου στα χείλη του, στον οποίο είχε συνθέσει μία από τις
ωραιότερες ιερές ακολουθίες του.
Στις 10 Ιανουαρίου 2023 μ.Χ. η
Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε την
κατάταξη του Οσίου Γερασίμου Μικραγιαννανίτη στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης
Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Συνεργίᾳ
τῆς Χάριτος κόσμῳ ἔλαμψας ὡς ὑμνηπόλος Ἁγίων, ἐγκρατευτὰ θαυμαστέ,
Ἄννης Σκήτεως Μικρᾶς Ἁγίας ἔνοικε, χρηστοηθείας κορυφὴ καὶ εὐχῆς
καρδιακῆς, Γεράσιμε, μυροθήκη· διὸ τιμῶντές σε πόθῳ θερμὰς εὐχάς σου
ἐκδεχόμεθα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν
τηρητὴν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὑμνογραφοῦντα ἐμμελῶς τὰ κατορθώματα
τῶν Ἁγίων, εὐφημήσωμεν κατ’ ἀξίαν, προσευχῆς ὡς ἐραστὴν καὶ ταπεινώσεως
ἐνδιαίτημα καὶ νοῦν πνευματοκίνητον πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, πάτερ
Γεράσιμε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις,...
Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος ὁ Μάρτυρας
Χαίρων Ἀθηνόδωρος, εἰ τμηθῇ ξίφει,
Ἀφῃρέθη τὸ πνεῦμα καὶ πρὸ τοῦ ξίφους.
Ὑπερβολικὰ θαυμαστὴ ὑπῆρξε ἡ εὐψυχία, μὲ τὴν ὁποία ὑπέφερε φρικιαστικὰ μαρτύρια, ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία καὶ μαρτύρησε ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανὸς (290). Ἔτσι λοιπόν, στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔκαψαν τὶς σάρκες μὲ ἀναμμένες ἀπὸ ρητίνη λαμπάδες. Ἔπειτα, τοῦ ἔβαλαν στὶς μασχάλες σιδερένιες πυρακτωμένες σφαῖρες. Καὶ στὴν συνέχεια τὸν ξάπλωσαν σὲ χάλκινο πυρωμένο τάπητα.
Ἀλλὰ ἡ καρτερία ποὺ ἔδειξε σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια καὶ οἱ θερμὲς προσευχές του πρὸς τὸν Ὕψιστο, τράβηξαν στὴν χριστιανικὴ πίστη πενήντα εἰδωλολάτρες.
Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή, ἀφοῦ προετοίμασε γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ἄλλες ἐκλεκτὲς, διὰ τῆς ἀληθινῆς ἀρετῆς, ψυχές.
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Μάρτυρας
Θανὼν ὁ Νεόφυτος ὑδάτων μέσον,
Παρ᾿ ὑδάτων ζῇ μυστικῶν διεξόδους.
Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.
Ὁ Ἅγιος Δομέτιος ὁ Μάρτυρας
Δὸς Δομέτιε Χριστομάρτυς καὶ λάβε.
Δὸς τὴν κεφαλήν, καὶ λάβε στέφος μέγα.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Ἰσίδωρος, Ἀκεψιμᾶς καὶ Λέων οἱ Μάρτυρες
Διττοῖς συνάθλοις Ἰσίδωρε συμφλέγου·
Ἴσων γὰρ αὐτοῖς δωρεῶν Θεοῦ τύχης.
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν «ὁ τῆς Νιτρίας»
Ἀμμοῦν πατρὸς κατεῖδες Νητρία τρία,
Κόσμου φυγήν, ἄσκησιν, ἔξοδον βίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος Ἅγιος μὲ αὐτὸν τῆς 4ης Ὀκτωβρίου, ἀλλὰ αὐτὸς λέγεται «ὁ ἐν Νιτρίᾳ».
Κατ’ ἄλλα δὲ Μηνολόγια, ἀναφέρεται (ἐσφαλμένα) Ἐπίσκοπος Νιτρίας. Δηλαδή, τὰ λιγοστὰ βιογραφικά του στοιχεῖα δὲν εἶναι σαφή.
Οἱ Ἅγιοι Γάϊος καὶ Γαϊανὸς οἱ Μάρτυρες
Ἂν καὶ καμίνου Γάϊε βληθῇς μέσον,
Σοῦ Γαϊανὸς οὐκ ἀφέξομαι λέγει.
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Οἱ Ἅγιοι 300 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Ἀφρικὴ
Δόξης ὑπὲρ σῆς, ὦ Τριάς, τετμημένην,
Διπλοτριπλῆν δέχου με ἑξηκοντάδα.
Μαρτύρησαν τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. στὰ χρόνια του βασιλιὰ Ζήνωνα.
Τότε στὴν Ἀφρικὴ δύο ἐπίσκοποι Μονοφυσίτες, ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Βαλινάρδης, ἔπεισαν τὸν ἄρχοντα Ὀνώριχο, μονοφυσίτης καὶ αὐτός, νὰ κινήσει ἄγριο καὶ φονικὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Οἱ ἐν λόγῳ λοιπὸν Μάρτυρες, καταγγέλθηκαν καὶ ἐπέμειναν στὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία καὶ ἔτσι ὅλοι πέθαναν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Μεταξὺ αὐτῶν, ἦταν γέροντες, νέοι καὶ οἰκογενειάρχες, ἀλλὰ ὅλοι ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο γενναιότατα, ἀληθινοὶ ἥρωες τῆς θρησκείας τοῦ Σταυροῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ὀρθόδοξοι Μάρτυρες ποὺ κάηκαν μέσα σὲ Ναό
Όντως Nαός πέφηνε του Nαού μέσον,
Kαυθέν το πλήθος τούτο δι’ ορθόν σέβας.
Αὐτοὶ κάηκαν ζωντανοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς στὴν Καρχηδόνα, τὴν στιγμὴ ποὺ ἦταν συναθροισμένοι στὸ Ναὸ καὶ προσεύχονταν.
Οἱ Ἅγιοι δύο Μάρτυρες ἱερεῖς
Kαι Iερείς πρισθήναι σπουδαίως δύω
Eίλοντο μάλλον ή λιπείν το σoφών σέβας.
Αὐτοὶ μαρτύρησαν στὴν Καρχηδόνα στὰ χρόνια του βασιλιὰ Ζήνωνα (474 – 476) καὶ ὅταν ἄρχοντας ἐκεῖ ἦταν ὁ Ὀνώριχος ὁ Ἀρειανός.
Ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν τοὺς θανάτωσαν μαρτυρικὰ μὲ πριόνισμα.
Οἱ Ἅγιοι 60 Μάρτυρες ἱερεῖς
Δεκάς άγλωττος εξαπλή λαλεί πάλιν,
Tρανούσα πάσι την αλήθειαν ξένως.
Οι Άγιοι Εξήκοντα Ιερείς μαρτύρησαν στην Καρχηδόνα στα χρόνια του βασιλιά Ζήνωνα (474 - 476 μ.Χ.). Αφού τους συνέλαβαν τους θανάτωσαν μαρτυρικά αφού τους έκοψαν τις γλώσσες.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Γυναίκα ἡ Μάρτυς
Mισούσα γυνή δόγμα των κακοφρόνων,
Ξένην υπέστη καύσιν. Ω της ανδρίας!
Κάηκε ζωντανὴ στὴν Ρώμη, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ δεχτεῖ τὸν Ἀρειανισμὸ καὶ προτίμησε τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος
Πλήρης ἀπῆλθες πράξεων χρηστῶν Πάτερ,
Ἐκ τοῦ ματαίου καὶ κακῶν πλήρους βίου.
Αὐτὸς λέγεται ὅτι μόναζε σ’ ἕνα κελὶ κοντὰ στὶς Βλαχερνὲς καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὑποτακτικὸς
Σπεύδων ο Παύλος τους άπαντας λανθάνειν
Έλαμψε μάλλον ή το φως πανταχόσε.
Ἀπὸ ποῦ ἦταν καὶ ποῦ μόναζε, οἱ Συναξαριστὲς δὲν τὸ ἀναφέρουν. Ἀναφέρουν μόνο μερικὲς παράδοξες θαυματουργίες του, ὅτι δηλαδὴ ἔβαλε τὸ χέρι του μέσα σὲ καυτὴ πίσσα χωρὶς νὰ καεῖ καὶ ἄλλα παρόμοια.
Ἀπὸ τὴν Μονή του, στὴν ὁποία εἶχε φήμη Ἁγίου καὶ Θαυματουργοῦ, ἀναχώρησε στὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, πέρασε στὴν Κύπρο, ὅπου ἀσκήτευε πάνω σ’ ἕνα βουνὸ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν ἐνοχλοῦσαν οἱ προστρέχοντας σ’ αὐτόν, ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καί, ἀφοῦ ἀνέβηκε μὲ θεία προσταγὴ στὸ ὄρος Παρηγοριά, ἀπεβίωσε μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα.
Άγιοι Πρίσκος, Μαρτίνος και Νικόλαος
Εις τον Πρίσκον
Λιμῷ θανόντα Πρίσκον ἄρτου γηΐνου,
Ὁ Χριστὸς ἄρτον ψωμιεῖ τῶν Ἀγγέλων.
Εις τον Μαρτίνον
Πέλεξι συγκόπτουσι Μαρτίνου κρέα,
Κρεῶν μακέλλαις δυσσεβεῖς ἀνθρωπίνων.
Εις τον Νικόλαον
Ἐξῆλθε δόγμα δαίμοσι πλάνης θύειν,
Οἷς, Νικόλαε, μὴ θύων, εἰς πῦρ θύῃ.
Ο Άγιος Πρίσκος πέθανε μαρτυρικά από στέρηση τροφής· ο Άγιος Μαρτίνος μαρτύρησε, αφού τον κομμάτιασαν με τσεκούρι ενώ ο Άγιος Νικόλαος μαρτύρησε δια πυρός. Γίνεται δε και των τριών η πανήγυρης κοντά στο τείχος των Βλαχερνών.
Ἐγκαίνια Ναοῦ Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Κουράτορος
Ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ο Ειρηνικός
Kτίτωρ Mονής συ Nικολάου ωράθης,
Όθεν κατοικείς εν Mοναίς ταις του πόλου.
Ο Όσιος Γρηγόριος, ο επικαλούμενος «Ειρηνικός», αλλά και «Νέος», για να διακρίνεται από τον μεγάλο διδάσκαλό του Όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, ασκήτεψε στο Άγιον Όρος και ίδρυσε τη μονή του Οσίου Γρηγορίου (Πρώην Μονή Αγίου Νικολάου) το 14ο αιώνα μ.Χ. Κοιμήθηκε με ειρήνη και τα ιερά λείψανά του βρίσκονται στη μονή Γκορνγιάκ της Σερβίας και τη μονή του Οσίου Γρηγορίου. Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του Οσίου Γρηγορίου, επίσης, στις 19 Μαΐου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐγρήγορσιν ἀεί, πρὸς ζωῆς ἀναβάσεις, ποιούμενος σοφέ, τοὺς ὁσίους σου πόνους, εἰς ὕψος ἀνέδραμες, ἀπαθείας Γρηγόριε, ὅθεν ἔλαμψας, τῶν ἀρετῶν ταὶς ἀκτίσι, καὶ κατηύγασας, τῶν Μοναστῶν τᾶς χορείας, πιστῶς ἐπομένας σοι.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Αγία Φιλοθέη του Άρτζες Ρουμανίας
Η Αγία Μάρτυς Φιλοθέη, καταγόταν από την Βουλγαρία. Γεννήθηκε στις αρχές του 13ου μ.Χ. αιώνα στην πόλη Τύρνοβο από απλούς και αγραμμάτους γονείς. Στην πιο τρυφερή της ηλικία παρέμεινε ορφανή από την ευσεβή μητέρα της, η οποία την είχε διδάξει την αγάπη προς τον Θεό, και την Εκκλησία, την ελεημοσύνη στους πτωχούς, την προσευχή, και όλα τα χριστιανικά καθήκοντα. Πράγματι, μεγαλώνοντας η κόρη της προόδευσε στην αρετή και στην αγάπη προς τους πτωχούς, και τους πάσχοντας. Ο πατέρας της παντρεύτηκε πάλι και η άσπιλος παρθένος υπέφερε τα πάνδεινα από την μητρυιά της. Υπέμενε όμως τα πάντα για την αγάπη του Χριστού.
Κάποια φορά, την έστειλε η μητρυιά της να μεταφέρει φαγητό στον πατέρα της, ο οποίος δούλευε στο χωράφι. Η κόρη όμως, από την άδολη αγάπη που είχε για τους φτωχούς και τα ορφανά, τους μοίρασε το φαγητό καθώς τους συναντούσε στον δρόμο. Το βράδυ που επέστρεψε ο πατέρας της κουρασμένος και νηστικός, ερώτησε την γυναίκα του, εάν του έστειλε φαγητό, και εκείνη του είπε ότι του έστειλε με το κορίτσι του. Την επόμενη μέρα ο πατέρας της παραφύλαξε σε ένα τόπο για να δει τι το κάνει το φαγητό η κόρη του, όταν φεύγει από το σπίτι.
Όταν λοιπόν την είδε να το μοιράζει στους φτωχούς, όρμησε με ένα ρόπαλο κατεπάνω της. Την έδεσε με σχοινιά, την κτυπούσε και την τσαλαπατούσε με τα πόδια του. Την ώρα εκείνη, η παρθένος Φιλοθέη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό, σε ηλικία μόλις 11 ετών. Ήταν 7 Δεκεμβρίου του 1218 μ.Χ. Όταν κατόπιν δοκίμασε ο παιδοκτόνος πατέρας της να την σηκώσει, το σώμα της ήταν τόσο βαρύ, ώστε το άφησε και πήγε στο Τύρνοβο, όπου παραδόθηκε στις αρχές. Ειδοποιήθηκε και ο Μητροπολίτης, ο οποίος με συνοδεία πολλών ιερέων και πλήθους χριστιανών ήλθαν στον τόπο όπου έκειτο το σώμα της Μάρτυρος. Στην προσπάθειά τους να μετακινήσουν το Ιερό Λείψανο στάθηκε αδύνατον. Απεφάσισαν να μνημονεύσουν μοναστήρια και εκκλησίες της Βουλγαρίας, ενώ συγχρόνως κρατούσαν το σώμα της Μάρτυρος, μήπως είναι θέλημά της να εγκατασταθεί σε κάποιο ιερό τόπο. Αφού τελείωσαν την μνημόνευση των ιερών καθιδρυμάτων της Βουλγαρίας και το Λείψανο παρέμεινε ασήκωτο, άρχισαν να μνημονεύουν Μοναστήρια και Εκκλησίες της Ρουμανίας. Όταν μνημόνευσαν την περικαλλή εκκλησία της Μονής Κουρτέα της πόλεως Άρτζες, αμέσως το σώμα της Μάρτυρος ελάφρωσε περισσότερο ακόμη και από το φυσικό του βάρος. Τότε, όλοι γνώρισαν ότι είναι θέλημά της να μεταφερθεί στην Μονή εκείνη, μακριά από την πατρίδα της.
Κατ’ αρχάς, μετέφεραν το Λείψανό της με τιμές και θυμιάματα στην μητροπολιτική εκκλησία του Τυρνόβου. Κατόπιν, ειδοποίησαν τον ηγεμόνα της Ρουμανικής Χώρας Ράδο τον Μέγα, ότι η Αγία Φιλοθέη, επιθυμεί να έλθει στην Ρουμανία.
Ο ηγεμών Ράδος, με όλο τον κλήρο, τους αυλικούς και πλήθος λαού εξήλθε στον Δούναβη ποταμό, για να προϋπαντήσει και παραλάβει το ιερό αυτό θησαύρισμα.
Το μετέφερε στην εκκλησία Κουρτέα ντε Άρτζες στην πόλη Άρτζες της Ρουμανίας που ευαρεστήθηκε να κατοικήσει η Αγία και εκεί παραμένει μέχρι σήμερα προς μεγάλη παρηγοριά του ευσεβούς ρουμανικού λαού.
Η Αγία Φιλοθέη, δοξάσθηκε από τον Θεό, με το χάρισμα της θαυματουργίας και αφθαρσίας του σώματός της. Σήμερα, το Ιερό της Λείψανο, τοποθετημένο σε μικρή αργυρά θήκη, ευρίσκεται στο παρεκκλήσιο της Γεννήσεως της Θεοτόκου, επειδή η μεγάλη ηγεμονική εκκλησία διατηρείται ως ιστορικό και εκκλησιαστικό μνημείο.
Το Λείψανο της Αγίας Μάρτυρος Φιλοθέης, είναι μια αστείρευτη πηγή ιάσεων, ένας ανάργυρος ιατρός του ορθοδόξου ρουμανικού λαού. Ιδιαίτερα θεραπεύονται ασθενείς από επιληψία.
Πηγές:http://www.saint.gr/12/07/index.aspx
https://www.synaxarion.gr/gr/m/12/d/7/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»