Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων συνάντησε τον Θεό 3-1-1911

 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Ο Αλέξανδρος Παπαδιάμαντης, ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων, πεθαίνει σαν σήμερα.

Πόσο αντιφατικό και παράδοξο, στην εποχή των τράπερ, των αγράμματων νεοελλήνων, των «συγγραφέων» που αδυνατούν να συντάξουν ορθή πρόταση δίχως την αρωγή του Google, των νέων με τα πρησμένα δάχτυλα από την περιήγηση στο τηλεφωνικό σύμπαν τους, να γράφεις για το παρελθόν σύμπαν του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη;

Κι όμως ο Παπαδιαμάντης, που εκοιμήθει μια μέρα σαν σήμερα, 3η του Ιανουαρίου του 1911, είναι πάντα παρών για όσους τον κουβαλούν μέσα τους! Ο πνευματικός πατέρας της Φόνισσας, της Γυφτοπούλας, των Εμπόρων των Εθνών, της Γλυκοφιλούσας… εκδήμησε πάμπτωχος ως άγιος.

 

Το τέλος του Άγιου από έναν ποιητή

Να πώς περιγράφει ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης το τέλος του Παπαδιαμάντη: «Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Μέρες τώρα χιόνιζε. Ο κυρ Αλέξανδρος είχε κρυολογήσει, μα δεν έδινε σημασία. Βγήκε από το σπίτι να πιει καμιά ρακή το μπακάλικο του Ζιμπλού, όμως δεν άντεχε και γύρισε γρήγορα. Πέφτει στο στρώμα με πυρετό. «Ήρθε η ώρα να πεθάνω», λέει ξέψυχα. Οι αδερφές του κλαίνε με τα λόγια του, μα ο ίδιος τις παρηγορεί: «Μην κλαίτε, είναι αμαρτία. Ο Θεός έδωσε τη ζωή ο Θεός την παίρνει».
Το βράδυ κοιμάται κάπως ήσυχα, μα το πρωί ο πυρετός ανεβαίνει. Οι τρεις γυναίκες πηγαινοέρχονται. Η Κερασούλα δανείζεται μερικά ξύλα από μία γειτόνισσα και ανάβει το τζάκι. Η Χαρίκλεια καρφώνει μία κουβέρτα στο παράθυρο για να μην μπάζει και η Σοφούλα του ψήνει φασκόμηλο.
Το απόγευμα χειροτερεύει και τρέχουν να φέρουν το γιατρό. Μα ο Παπαδιαμάντης τον διώχνει. Ζητάει να έρθει ο πάπας να εξομολογηθεί και να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων. Όταν έρχεται ο παπάς, του βάζουν δύο μεγάλα μαξιλάρια στην πλάτη για να στέκεται καθιστός. Ο ιερέας διαβάζει την ευχή και τον κοινωνάει. Ύστερα βγάζει κάτω από το ράσο του ένα τηλεγράφημα.
«Μου το έδωσαν καθώς περνούσα από το ταχυδρομείο, είναι για σένα».
Ο Παπαδιαμάντης τον κοιτάζει αφηρημένος.
-Διάβασε μου, τι γράφει; Ρωτάει, αχνά.
«Γράφουν ότι σου έδωσαν παράσημο. Το κουβέρνο, λέει, σου έδωσε τον Αργυρό Σταυρό, Δεν χαίρεσαι;».
Ο κυρ Αλέξανδρος έχεις στυλώσει τα μάτια του στο εικονοστάσι…
-Τι να πω; Είναι αργά τώρα…
Ο παπάς φεύγει. Νυχτώνει. Μεγάλες σκιές κουρνιάζουν στις γωνίες της κάμαρας. Ο Παπαδιαμάντης είναι ολομόναχος αντίκρυ στο θάνατο. Και τότε τον λυγίζει ένα αβάσταχτο παράπονο για τη ζωή που δεν έζησε, για την ώρα της κρίσης που πλησιάζει. Κρύβει το πρόσωπό στις παλάμες και κλαίει σαν παιδί...
Στο τζάκι καίνε τα τελευταία κούτσουρα. Ο άγιος της Σκιάθου έχει ηρεμήσει κάπως τώρα. Διώχνει τις αδερφές του που ξενυχτάνε δίπλα του.
-Πηγαίνετε να ξαπλώσετε, θέλω να μείνω μόνος, λέει. Οι δύστυχες κοπέλες φεύγουν. Είναι δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Παπαδιαμάντης καταλαβαίνει ότι έρχεται η στιγμή. Πλαγιάζει, σταυρώνει τα χέρια και κλείνει τα μάτια. Η ψυχή του είναι κιόλας στην αγκαλιά του Κυρίου».

Και μια ανάλυση από έναν Νομπελίστα

Ο Οδυσσέας Ελύτης, έχει γράψει για τον Παπαδιαμάντη: «Στον μισό και πλέον αιώνα που μας χωρίζει από το θάνατο του Παπαδιαμάντη, τ’ αντιστύλια του οικοδομήματος του, έπεσαν ένα προς ένα. Η αγροτική φάση πέρασε στη βιομηχανική, το χωριό στην πολιτεία, ο χριστιανός στον άπιστο· κοινοτοπίες, που αν είχαν την ίδια σημασία του αναπόφευκτου για το πνεύμα όση έχουν για την καθημερινή μας ζωή, θα έπρεπε η μορφή του σκιαθίτη διηγηματογράφου να έχει γίνει αέρας. Δεν έγινε…. Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει να αναγνωρίσει τον εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μες στο ελάχιστο!»…

Τι άλλο; Μια φράση γραμμένη από το άγιο χέρι του κυρ Αλέξανδρου: «Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς»!