ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ [:Ματθ. 3,13-17]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
«Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην, τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ (:Τότε ἦλθε ὁ Ἰησοῦς ἀπ᾿ τὴ Γαλιλαία στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ πρὸς τὸν Ἰωάννη γιὰ νὰ βαπτιστεῖ ἀπ᾿ αὐτόν)» [Ματθ. 3,13].
Μαζὶ μὲ τοὺς δούλους ὁ Δεσπότης, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόδικους ὁ Κριτὴς ἔρχεται γιὰ νὰ βαπτισθεῖ. Ἀλλὰ μὴ θορυβηθεῖς· μεταξὺ τῶν ταπεινῶν αὐτῶν περισσότερο λάμπει τὸ ὑψηλὸ μεγαλεῖο Του. Πραγματικά, Αὐτὸς ὁ ὁποῖος καταδέχθηκε νὰ κυοφορηθεῖ γιὰ τόσο χρόνο σὲ μήτρα παρθενικὴ καὶ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ ἐπιπλέον νὰ ραπισθεῖ, νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ πάθει τὰ ἄλλα παθήματα, τὰ ὁποῖα ὑπέστῃ, γιατί παραξενεύεσαι, ἐὰν καταδέχθηκε νὰ βαπτισθεῖ καὶ νὰ ἔλθει μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πρὸς τὸν δοῦλο Του; Διότι ἐκεῖνο ἦταν ποὺ προκαλοῦσε μεγάλη κατάπληξη, τὸ ὅτι δηλαδή, ἐνῶ ἦταν Θεός, θέλησε νὰ γίνει ἄνθρωπος· τὰ ἄλλα λοιπὸν κατὰ λογικὴ ἀκολουθία ἕπονται ὅλα γενικῶς. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ ὁ Ἰωάννης πρόφθασε καὶ ἔλεγε, ἐκεῖνα ἀκριβῶς ποὺ εἶπε, ὅτι δηλαδή, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λύσει τὰ λουριὰ τῶν ὑποδημάτων τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα· γιὰ παράδειγμα εἶπε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι κριτὴς καὶ θὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία τοῦ καθενὸς καὶ ὅτι θὰ χορηγήσει σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ ἀφθονία, ὥστε ὅταν Τὸν δεῖς νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ βάπτισμα νὰ μὴν ὑποψιαστεῖς τίποτε τὸ ταπεινό.
Ἐπίσης, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ὅταν Αὐτὸς ἦταν παρὼν ἐκεῖ, Τοῦ προβάλλει ταπεινὴ ἀντίρρηση, λέγοντας: «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρὸς με; (:Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σένα τὸν ἀναμάρτητο, καὶ σὺ ἔρχεσαι σὲ μένα γιὰ νὰ δεχθεῖς τὸ βάπτισμα;)» [Ματθ. 3,14]. Ἐπειδὴ δηλαδή, τὸ βάπτισμα ἦταν ἐνδεικτικὸ τῆς μετανοίας καὶ ὁδηγοῦσε σὲ κατηγορία γιὰ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχε διαπράξει ὁ κάθε βαπτιζόμενος, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι καὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ μιὰ τέτοια διάθεση ἔρχεται στὸν Ἰορδάνη, ὁ Ἰωάννης διορθώνει τὴν πιθανὴ αὐτὴ ἐκτίμηση ἐκ τῶν προτέρων, μὲ τὸ νὰ Τὸν ἀποκαλέσει καὶ «Ἀμνό» [Ἰω. 1,29: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (:Νὰ ἐκεῖνος ποὺ προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας καί μᾶς Τὸν ἀπέστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θυσιασθεῖ ὡς ἀρνὶ καὶ νὰ σηκώσει μὲ τὴ σφαγὴ καὶ τὴ θυσία Του ὁλόκληρη τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐνοχὴ τοῦ κόσμου, καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἐξαλείψει)»] καὶ Λυτρωτὴ ἀπὸ ὅλη γενικὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔχει διαπραχθεῖ στὴν οἰκουμένη.
Πραγματικά, ὅποιος μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει τὰ ἁμαρτήματα ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πολὺ περισσότερο Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἀναμάρτητος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν εἶπε: «Νὰ ὁ ἀναμάρτητος», ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἦταν πολὺ σπουδαιότερο, «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (:Ἰδού, Αὐτὸς ὁ ὁποῖος σηκώνει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου)», ὥστε μαζὶ μὲ αὐτὸ νὰ ἀποδεχθεῖς καὶ ἐκεῖνο μὲ κάθε βεβαιότητα καὶ ἀφοῦ πειστεῖς, νὰ ἀντιληφθεῖς ὅτι ἔρχεται στὸ βάπτισμα, οἰκονομῶντας καὶ μερικὰ ἄλλα ζητήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰωάννης, ὅταν προσῆλθε σὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε: «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρὸς μέ; (:Ἐγώ, ὁ ἀτελὴς καὶ ἀδύνατος ἄνθρωπος, ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ Ἐσένα, καὶ Ἐσύ, ὁ ἀναμάρτητος καὶ τέλειος, ἔρχεσαι νὰ βαπτιστεῖς ἀπὸ ἐμένα;)». Καὶ δὲν εἶπε: «καὶ Ἐσὺ βαπτίζεσαι ἀπὸ ἐμένα;», ἐπειδὴ καὶ αὐτὸ φοβήθηκε νὰ τὸ πεῖ. Ἀλλά, τί εἶπε; «Κι Ἐσὺ ἔρχεσαι πρὸς ἐμένα;».
Ποιά ἀπάντηση ἔδωσε ὅμως ὁ Χριστός; Ὅ,τι ἀκριβῶς ἔκανε ἀργότερα στὸν Πέτρο, τὸ ἴδιο καὶ τότε ἔπραξε. Πραγματικὰ καὶ ὁ Πέτρος Τὸν ἐμπόδιζε νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια, ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε ὅτι «ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα (:ἐσὺ τώρα δὲν καταλαβαίνεις ποιά σημασία καὶ ποιό νόημα ἔχει αὐτὸ ποὺ κάνω αὐτὴ τὴ στιγμή. Θὰ τὸ καταλάβεις ὅμως ἀργότερα)» [Ἰωάν. 13,7], καὶ ὅτι· «ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ (:Ἐὰν δὲν διδαχθεῖς ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς ταπεινοφροσύνης ποὺ σᾶς δίνω, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖς νὰ ἀντιστέκεσαι ἐγωιστικὰ γιὰ νὰ μὴ σοῦ πλύνω τὰ πόδια, δὲν ἔχεις καμία θέσῃ κοντά μου, οὔτε θὰ συμμετάσχεις στὴ δόξα μου)» [Ἰωάν. 13,8], ἀμέσως ἄφησε τὴν ἄρνηση καὶ ὑπάκουσε. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τὰ λόγια: «Ἂφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην (:ἄφησε τώρα τίς ἀντιρρήσεις καὶ μὴ φέρνεις δυσκολία νὰ βαπτισθῶ· διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ταπεινώνομαι, πρέπει νὰ ἐκπληρώσω κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σοῦ ἀνέθεσε ὡς καθῆκον νὰ βαπτίζεις)» [Ματθ. 3,15], ἀμέσως ὑπάκουσε· διότι δὲν ἦταν ὑπερβολικὰ ἐριστικοί, ἀλλὰ τοὺς διέκρινε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὑπακοὴ καὶ φρόντιζαν νὰ ὑπακούουν στὸν Κύριο σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις.
Πρόσεξε ἐπίσης μὲ ποιόν τρόπο τὸν ἐνθαρρύνει ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ἀκριβῶς, γιὰ τὸ ὁποῖο δίσταζε κυρίως νὰ τελέσει τὸ βάπτισμα. Δὲν εἶπε, δηλαδή, ὅτι "ἔτσι εἶναι δίκαιο'', ἀλλὰ «ἔτσι εἶναι τὸ πρέπον». Διότι, ἐπειδὴ αὐτὸ προπάντων θεωροῦσε ἀνάξιό Του, τὸ νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν δοῦλο, αὐτὸ κυρίως προβάλλει, τὸ ὁποῖο ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτή, σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: «Δὲν ἀποφεύγεις αὐτὸ καὶ μὲ ἐμποδίζεις νὰ βαπτισθῶ, ἐπειδὴ ἔχεις τὴ γνώμη ὅτι εἶναι ἀπρεπές; Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἄφησε τὴν ἄρνηση, διότι αὐτὸ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ γίνει». Καὶ δὲν εἶπε μόνο «ἄφησε τίς ἀντιρρήσεις», ἀλλὰ πρόσθεσε καί τὸ «ἐπὶ τοῦ παρόντος» («Ἂφες ἄρτι», Ματθ. 3,15). «Διότι αὐτὰ δὲν θὰ διαρκέσουν αἰώνια», λέγει, «ἀλλὰ θὰ μὲ δεῖς καὶ στὴν κατάσταση ποὺ ἐπιθυμεῖς. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως νὰ τὸ ὑπομείνεις αὐτό».
Στὴ συνέχεια ἀποδεικνύει κατὰ ποιά ἔννοια εἶναι πρέπον αὐτό. Γιατί εἶναι πρέπον, λοιπόν; Διότι ἔτσι ἐκτελοῦμε κάθε ἐντολὴ τοῦ νόμου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο φανέρωνε, ὅταν ἔλεγε τὴ φράση «πᾶσαν δικαιοσύνην (:κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ)» (Ματθ. 3,15). Πραγματικὰ «δικαιοσύνη» εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν. «Ἀφοῦ λοιπὸν ἐκπληρώσαμε», λέγει, «ὅλες τίς ἄλλες ἐντολές, αὐτὸ ὑπολείπεται πλέον καὶ πρέπει νὰ τὸ προσθέσουμε καὶ αὐτό. Διότι ἐγὼ ἦλθα γιὰ νὰ καταργήσω τὴν κατάρα, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ νόμου. Συνεπῶς, ἐπιβάλλεται νὰ ἐκπληρώσω προηγουμένως ἐγὼ ὁ ἴδιος τὰ πάντα καὶ νὰ σᾶς ἀπελευθερώσω ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ ἔτσι, νὰ τελειώσω τὴν ἀποστολή μου. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν προηγουμένως ἐγὼ νὰ ἐφαρμόσω αὐτὸν κατὰ πάντα, ἐπειδὴ πρέπει νὰ διαγράψω τὴν κατάρα, ἡ ὁποία ἔχει ἀναγραφεῖ ἐναντίον σας στὸν νόμο. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔλαβα σάρκα καὶ ἦλθα κοντά σας».
«Τότε ἀφίησιν αὐτόν· καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν (:Τότε ὁ Ἰωάννης Τὸν ἄφησε νὰ βαπτιστεῖ. Κι ὅταν βαπτίστηκε ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε τίποτε νὰ ἐξομολογηθεῖ, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπ᾿ τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη καὶ δὲν ἔμεινε σ᾿ αὐτό, ὅπως οἱ ἄλλοι ποὺ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματός τους ἐξομολογοῦνταν τίς ἁμαρτίες τους. Καὶ ξαφνικὰ ἄνοιξαν γι᾿ Αὐτὸν οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνει μὲ ἐξωτερικὴ μορφὴ ποὺ ἔμοιαζε μὲ περιστέρι, καὶ νὰ ἔρχεται πάνω Του)» [Ματθ. 3,15-16].
Βέβαια, πολλοὶ ἄνθρωποι θεωροῦσαν τὸν Ἰωάννη πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἀνατράφηκε καὶ ἔζησε ὅλη τὴ ζωή του στὴν ἔρημο, καὶ ἐπειδὴ ἦταν υἱὸς ἀρχιερέως, καὶ ἐπειδὴ ἦταν ἐνδεδυμένος μὲ μιὰ τέτοια παράξενη ἀμφίεση, καὶ ἐπειδὴ προσκαλοῦσε τοὺς πάντες στὸ βάπτισμα καὶ ἐπειδὴ εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ στείρα γυναῖκα· τὸν Ἰησοῦ ὅμως, ἐπειδὴ εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ μιὰ ἄσημη κόρη (δὲν ἦταν βέβαια γνωστὸς ἀκόμη σὲ ὅλους ὁ παρθενικὸς τοκετός της), καὶ ἐπειδὴ ἀνατράφηκε σὲ σπίτι, καὶ ἐπειδὴ συναναστρεφόταν μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπειδὴ φοροῦσε τὴ συνηθισμένη ἐνδυμασία, Τὸν θεωροῦσαν ὅτι ἦταν κατώτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, δεδομένου ὅτι δὲν γνώριζαν τίποτε ἀκόμη ἀπὸ τὰ ἀπόρρητα καὶ θαυμαστὰ ἐκεῖνα γεγονότα. Συνέπεσε ἀκόμη νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς ἐνίσχυε περισσότερο τὴν ἐκτίμησή τους αὐτή, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν εἶχαν τίποτε κατὰ νοῦ, ἀπὸ ὅσα εἶπα παραπάνω γιὰ τίς μεταξὺ τῶν δύο διαφορές. Σκέπτονταν, δηλαδή, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι βαπτίζονταν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, διότι, ἐὰν δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ συνηθισμένους ἀνθρώπους, δὲ θὰ πήγαινε πρὸς τὸ βάπτισμα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης θεωρεῖτο πολὺ ἀνώτερος καὶ πιὸ ἀξιοθαύμαστος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ.
Γιὰ νὰ μὴν ἐπικρατήσει, ὅμως, ἡ ἀντίληψη αὐτὴ στὸ πλῆθος, καὶ οἱ οὐρανοὶ ἀνοίγουν, τὴ στιγμὴ ποὺ βαπτιζόταν ὁ Ἰησοῦς, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει, καὶ μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀκούεται φωνή, ἡ ὁποία διακηρύσσει τὴν ἀξία τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ φωνή, ἡ ὁποία ἔλεγε: «Οὗτὸς ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα (:Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπημένος, στὸν ὁποῖο εὐαρεστήθηκα. Τὸν γέννησα προαιωνίως καὶ εἶναι ὡς Θεὸς ὁ μονάκριβός μου Υἱός, καὶ ὡς ἄνθρωπος ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος. Πάντοτε ἔκανε τὸ ἀρεστὸ ἐνώπιον μου)» [Ματθ. 3,17] φαινόταν ὅτι ταιριάζει περισσότερο στὸν Ἰωάννη, (διότι δὲν πρόσθεσε: «Αὐτὸς ὁ βαπτιζόμενος», ἀλλὰ ἁπλῶς εἶπε: «Αὐτός»), ἦταν φυσικὸ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς νὰ σκεφθεῖ ὅτι αὐτὸ εἰπώθηκε μᾶλλον γιὰ τὸν βαπτιστὴ παρὰ γιὰ τὸν βαπτιζόμενο, λόγῳ τοῦ ἀξιώματος τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ γιὰ ὅσα ἐλέχθησαν παραπάνω, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ τῆς περιστερᾶς καὶ ἕλκυσε τὴν φωνὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔτσι ἔκανε σὲ ὅλους φανερὸ ὅτι τὸ «Οὗτος» δὲν εἰπώθηκε γιὰ τὸν βαπτιστὴ Ἰωάννη, ἀλλὰ γιὰ τὸν βαπτιζόμενο Ἰησοῦ.
«Καὶ γιατί», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κανείς, «δὲν πίστεψαν, ἀφοῦ συνέβησαν αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα;» Μὰ καὶ κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Μωυσῆ ἔγιναν πολλὰ θαύματα, ἔστω καὶ ὄχι παρόμοια πρὸς τὰ παρόντα, καὶ ὅμως ὕστερα ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα, τίς φωνές, τίς σάλπιγγες καὶ τίς ἀστραπὲς (Ἔξ. 19 κ.ε.), καὶ μοσχάρι κατασκεύασαν, καὶ πρὸς λατρευτικὴ προσκύνηση τοῦ Βεελφεγὼρ ἔκαναν τελετὲς (Ἔξ. 32κ.ε.). Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, οἱ ὁποῖοι παρευρίσκονταν τότε στὴν βάπτιση, καὶ ἀργότερα εἶδαν τὸν Λάζαρο νὰ ἀνασταίνεται, ἔδειξαν τόσο μεγάλη ἀπιστία πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ ἐπιτέλεσε τὰ θαύματα αὐτά, ὥστε ἀποπειράθηκαν πολλὲς φορὲς ἀκόμη καὶ νὰ Τὸν φονεύσουν. Ἐὰν λοιπόν, μολονότι ἔβλεπαν μπροστὰ στὰ μάτια τους, νεκροὺς νὰ ἀνασταίνονται, ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμη νὰ κατέχονται ἀπὸ τόση κακία, γιὰ ποιό λόγο παραξενεύεσαι, ἐπειδὴ δὲν πίστεψαν στὴν Φωνή, ἡ ὁποία ἀκουγόταν ἀπὸ τὸν οὐρανό; Πράγματι, ὅταν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀγνώμων καὶ διεστραμμένη καὶ τὴν ἔχει κυριεύσει τὸ πάθος τοῦ φθόνου, δὲν ὑποχωρεῖ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτά· ὅπως ἀντίστοιχα, ὅταν εἶναι εὐγνώμων, δέχεται τὰ πάντα μὲ πίστη, χωρὶς νὰ χρειάζεται καὶ πολὺ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα.
Κατὰ συνέπεια, νὰ μὴν ἀπορεῖς γιατί δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ ἐκεῖνο νὰ ἐξετάζεις, ἐὰν δηλαδὴ δὲν ἔγιναν ὅλα ἐκεῖνα διὰ τῶν ὁποίων ἔπρεπε νὰ πιστέψουν. Διότι, πραγματικά, ὁ Θεὸς διαμέσου τοῦ προφήτη, αὐτὸ τὸν τρόπο τῆς ἀπολογίας χρησιμοποιεῖ γιὰ ὅλα τὰ θέματα ποὺ ἀναφέρονται σὲ Αὐτόν. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ καταστραφοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἔσχατη κόλαση, γιὰ νὰ μὴ συκοφαντήσει κάποιος ἀπὸ αὐτούς, κινούμενος ἀπὸ πονηρία, τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, λέγει: «Τί ποιήσω ἔτι τῷ ἀμπελῶνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῷ; (:Τί ἔπρεπε νὰ κάνω στὸν ἀμπελῶνα αὐτὸν καὶ δὲν τὸ ἔκανα;)» [Ἠσ. 5,4]. Ὥστε, καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση τὸ ἴδιο νὰ ἐξετάζεις, τί ἔπρεπε, δηλαδή, νὰ γίνει καὶ δὲν ἔγινε. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ γίνονται συζητήσεις γιὰ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ἀντιμετωπίζεις ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, βασιζόμενοι στὴν κακία τῶν πολλῶν, ἐπιχειροῦν νὰ διαβάλλουν τὴν Θεία Πρόνοια.
Πρόσεξε, λοιπόν, ποιοῦ εἴδους παράδοξα γεγονότα συμβαίνουν, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν προοίμια τῶν μελλοντικῶν θαυμάτων. Δηλαδή, δὲν ἀνοίγεται ὁ παράδεισος μόνο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός. Ἄς ἀφήσουμε, ὅμως, τὸν λόγο γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων, γιὰ μιὰ ἄλλη φορὰ ποὺ θὰ μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία. Τώρα, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἂς ἐπανέλθουμε στὸ θέμα μας.
«Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί (:Κι ὅταν βαπτίστηκε ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε τίποτε νὰ ἐξομολογηθεῖ, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπ' τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη καὶ δὲν ἔμεινε σὲ αὐτό, ὅπως οἱ ἄλλοι ποὺ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματός τους ἐξομολογοῦνταν τίς ἁμαρτίες τους. Καὶ ξαφνικὰ ἄνοιξαν γι᾿ Αὐτὸν οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνει μὲ ἐξωτερικὴ μορφὴ ποὺ ἔμοιαζε μὲ περιστέρι, καὶ νὰ ἔρχεται πάνω Του)» [Ματθ. 3,16].
Γιὰ ποιό λόγο ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί; Μὰ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι συμβαίνει τὸ ἴδιο, ὅταν βαπτίζεσαι κι ἐσύ, ἐφόσον ὁ Θεὸς σὲ προσκαλεῖ πρὸς τὴν οὐράνια πατρίδα καὶ προσπαθεῖ νὰ σὲ πείσει νὰ μὴ διατηρεῖς κανένα δεσμὸ μὲ τὰ ἐπίγεια πράγματα. Ἐὰν ὅμως δὲν βλέπεις τὸ ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ, νὰ μὴ φανεῖς δύσπιστος γι᾿ αὐτό. Διότι πραγματικὰ στὴν ἀρχὴ τῶν παραδόξων καὶ πνευματικῶν πραγμάτων, ἔχουμε πάντοτε τὴν παρουσία αἰσθητῶν ἐμφανίσεων καὶ τὴν πραγματοποίηση τέτοιων θαυμαστῶν γεγονότων, χάριν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι δὲν διαθέτουν εὔστροφο πνεῦμα καὶ ἔχουν ἀνάγκη αἰσθητῆς ὁράσεως καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν τίποτε τὸ μὴ αἰσθητό, ἀλλὰ μόνο μπροστὰ σὲ ὅσα βλέπουν μὲ τὰ μάτια τους πτοοῦνται· μὲ ἀποτέλεσμα, ἔστω καὶ ἂν ἔπειτα δὲ συνεχίζονται τὰ θαύματα, νὰ παραδέχεσαι διὰ τῆς πίστεως, ὅσα πράγματα ἀποκαλύφθηκαν μία φορὰ στὴν ἀρχὴ διαμέσου τῶν θαυμάτων. Ὡς γνωστόν, καὶ στοὺς ἀποστόλους κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἀκούστηκε ἦχος βιαίου ἀνέμου καὶ ἐμφανίστηκαν πύρινες γλῶσσες, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἔγινε γιὰ τοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς παρόντες τότε Ἰουδαίους. Συνεπῶς, μολονότι δὲν λαμβάνουν χώρα αἰσθητὰ θαύματα, ἐν τούτοις δεχόμαστε ὅ,τι ἀποκαλύφθηκε διαμέσου αὐτῶν μιὰ φορὰ στὴν ἀρχή· διότι καὶ ἡ περιστερὰ γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ἐμφανίστηκε, γιὰ νὰ ὑποδείξει, δηλαδή, σὰν νὰ ἦταν δάκτυλος, στοὺς παρευρισκομένους ἐκεῖ καθὼς καὶ στὸν Ἰωάννη, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δὲν ἐμφανίστηκε μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπό, μὰ συγχρόνως γιὰ νὰ γνωρίζεις ὅτι ὅταν βαπτίζεσαι, καὶ σὲ ἐσένα κατεβαίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Συνεπῶς, ἐμεῖς δὲν χρειαζόμαστε αἰσθητὲς θαυματουργικὲς ἐμφανίσεις, δεδομένου ὅτι ἡ πίστη ἀντικαθιστᾷ τὰ πάντα. Καὶ ἐπιπλέον, διότι τὰ θαύματα δὲν γίνονται γιὰ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀπίστους.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίστηκε μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς περιστεριοῦ; Ἥμερο εἶναι τὸ ζῶο αὐτὸ καὶ καθαρό. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πνεῦμα πραότητος, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐμφανίζεται μὲ τὸ σχῆμα αὐτό. Ἐξάλλου, ἔτσι μᾶς ὑπενθυμίζει καὶ κάποια παλαιὰ ἱστορία. Δηλαδή, ὅταν κάποτε ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη ὑπέστῃ καθολικὸ ναυάγιο καὶ κινδύνευε νὰ ἀφανισθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὸν Κατακλυσμό, αὐτὸ τὸ πτηνὸ ἐμφανίσθηκε καὶ ὑπέδειξε τὴν κατάπαυση τῆς καταιγίδας καὶ ἐξήγγειλε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς ὁλοκληρωτικῆς γαλήνευσης τῆς οἰκουμένης, μὲ τὸ κλαδὶ τῆς ἐλιᾶς, ποὺ κρατοῦσε στὸ ράμφος του [Γέν. 8,10-11: «Καὶ ἐπισχὼν ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν περιστερὰν ἐκ τῆς κιβωτοῦ· καὶ ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν ἡ περιστερὰ τὸ πρὸς ἑσπέραν, καὶ εἶχε φύλλον ἐλαίας κάρφος ἐν τῷ στόματι αὐτῆς, καὶ ἔγνω Νῶε ὅτι κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς (:Περίμενε ἑπτὰ ἀκόμη ἡμέρες καὶ ἀπέστειλε πάλι τὸ περιστέρι ἀπὸ τὴν κιβωτό. Τὸ περιστέρι ἐπέστρεψε πρὸς τὸν Νῶε κατὰ τὸ βραδάκι φέρνοντας στὸ ράμφος του ἕνα κλωναράκι ἐλιᾶς. Κατάλαβε τότε ὁ Νῶε ὅτι εἶχε ἀποσυρθεῖ πλέον τὸ νερὸ ἀπὸ τὴ γῆ)»]. Ὅλα αὐτά, βέβαια, ἦταν προτύπωση τῶν μελλοντικῶν γεγονότων.
Πραγματικά, καὶ τότε ἡ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων ἦταν πολὺ χειρότερη καὶ ἦσαν ἄξιοι πολὺ μεγαλύτερης τιμωρίας. Γιὰ νὰ μὴ σὲ κυριεύσει, λοιπόν, ἀπογοήτευση, σοῦ ὑπενθυμίζει τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Δηλαδή, τότε, ὅταν τὰ πράγματα ἔφθασαν σὲ ἀπελπιστικὸ σημεῖο, δόθηκε κάποια λύση καὶ ἔγινε διόρθωση τῆς κακῆς καταστάσεως. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε τότε μὲ τιμωρία, ἐνῶ τώρα γίνεται διαμέσου τῆς ἀνέκφραστης χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐμφανίζεται καὶ ἡ περιστερά, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς φέρει τὸ κλαδὶ τῆς ἐλιᾶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν Λυτρωτὴ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ νὰ μᾶς γεμίσει μὲ ἀγαθὲς ἐλπίδες. Οὔτε, βέβαια, βγάζει κανένα ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κιβωτό, ἀλλὰ ἀνεβάζει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη στὸν οὐρανὸ μὲ τὴν ἐμφάνισή της, καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ κλαδὶ τῆς ἐλιᾶς, προσφέρει σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴν υἱοθεσία του ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἀφοῦ λοιπὸν σκεφτεῖς καὶ ἀντιληφθεῖς τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς, νὰ μὴ νομίσεις ὅτι ἡ ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μικρότερη, ἐπειδὴ ἐμφανίστηκε μὲ τὴ μορφὴ αὐτὴ τοῦ περιστεριοῦ. Ἐπειδὴ ἀκούω μερικοὺς νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι ὅση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς περιστερᾶς, τόση ὑπάρχει καὶ μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφόσον ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μὲ τὴ δική μας μορφή, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ τῆς περιστερᾶς.
Λοιπόν, ποιά ἀπάντηση θὰ δώσουμε στὶς ἀπόψεις αὐτές; Ὅτι ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος, ἐνῶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἔγινε περιστερὰ στὴν πραγματικότητα. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς δὲν εἶπε ὅτι ἐμφανίστηκε μὲ τὴ φύση τῆς περιστερᾶς, ἀλλὰ «ἐν εἴδει περιστερᾶς (:μὲ τὴ μορφὴ τῆς περιστερᾶς)», οὔτε βέβαια, παρουσιάστηκε ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου μὲ τὴν μορφὴ αὐτή, παρὰ μόνο τότε. Ἐὰν λοιπὸν ἐξαιτίας αὐτοῦ ὑποστηρίζεις ὅτι ἡ ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κατώτερη ἀπὸ τὴν ἀξία τοῦ Ἰησοῦ, τότε, σύμφωνα μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ καὶ τὰ Χερουβὶμ θὰ θεωρηθοῦν πολὺ ἀνώτερα, ὅσο ἀνώτερος εἶναι ὁ ἀετὸς ἀπὸ τὴν περιστερά, ἀφοῦ τὰ Χερουβὶμ ἐμφανίστηκαν μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἀετοῦ [Ἰεζ., κεφ.10 καὶ 11]. Ἀκόμη, καὶ οἱ ἄλλοι ἄγγελοι θὰ ἦσαν ἀνώτεροι, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς ἐμφανίστηκαν μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ὀρθὲς οἱ σκέψεις αὐτές, ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ὀρθές· διότι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς θείας οἰκονομίας καὶ ἄλλο ἡ ἠθελημένη στιγμιαία ἐμφάνιση μὲ ὁρισμένη μορφή.
Συνεπῶς μὴ φέρεσαι μὲ ἀχαριστία πρὸς τὸν Εὐεργέτη σου, οὔτε νὰ ἀνταποδίδεις τὰ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι πρέπει σὲ Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος σοῦ χάρισε τὴν πηγὴ τῆς εὐτυχίας σου· διότι ὅπου ἰσχύει ἡ τιμὴ τῆς υἱοθεσίας, ἐκεῖ ἐξαφανίζονται τὰ κακὰ καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ ἀγαθὰ προσφέρονται. Γιὰ τὸν λόγο, αὐτόν, λοιπόν, καταργεῖται καὶ τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα καὶ καθιερώνεται τὸ Χριστιανικό. Δηλαδή, ὅ,τι ἔγινε μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, τὸ ἴδιο συνέβῃ καὶ μὲ τὸ βάπτισμα. Πραγματικά, καὶ στὴν περίπτωση ἐκείνη, ἀφοῦ ἑόρτασε καὶ τὰ δύο Πάσχα, ἀφ᾿ ἑνὸς κατήργησε τὸ ἰουδαϊκό, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου θέσπισε τὸ δικό μας. Καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση, βαπτίζεται μὲν τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα, ἀλλὰ συγχρόνως ἱδρύει καὶ τὸ βάπτισμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀνοίγει τίς θύρες τῆς Ἐκκλησίας· καὶ ὅπως τότε σὲ ἕνα τραπέζι, ἔτσι καὶ τώρα σὲ ἕνα ποτάμι, τὸν Ἰορδάνη, ἀφοῦ ὑπηρέτησε τὴ σκιά, πρόσθεσε καὶ τὴν ἀλήθεια. Πραγματικὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μόνο τὸ βάπτισμα αὐτὸ τὴν προσφέρει, ἐνῶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου δὲν μποροῦσε νὰ παράσχει τὴ δωρεὰ αὐτή.
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν συνέβῃ τίποτε τὸ παρόμοιο μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους βάπτιζε ὁ Ἰωάννης παρὰ ἐμφανίστηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μόνο σὲ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ τὸ προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ διδαχθεῖς καὶ τὸ ἀκόλουθο, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, ὅτι δηλαδή, ὄχι ἡ καθαρότητα τοῦ βαπτιστῆ, ἀλλὰ ἡ δύναμη τοῦ Βαπτιζόμενου ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτό. Τότε, λοιπόν, καὶ ὁ οὐρανὸς ἄνοιξε καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε. Συνεπῶς, μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς, τὸν ὁποῖο καθόριζε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, σὲ ἕναν νέο τρόπο ζωῆς, τὸν ὁποῖο καθορίζει ἡ Καινὴ Διαθήκη, καὶ μᾶς ἀνοίγει τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στέλνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ τὴν οὐράνια πατρίδα. Καὶ ὄχι μόνο μᾶς προσκαλεῖ, ἀλλὰ συγχρόνως μᾶς προσφέρει καὶ μεγάλο ἀξίωμα, διότι δὲν μᾶς ἔκανε ἀγγέλους ἢ ἀρχαγγέλους, ἀλλὰ μᾶς κατέστησε ἀγαπητὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι μᾶς προσελκύει πρὸς τὴν κληρονομία ἐκείνη. [...] Γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε αὐτὴ καὶ ἐμεῖς, ἂς συντρίψουμε τὸν βαρὺ ζυγὸ τῶν παθῶν καὶ ἂς πτερώσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ταξίδι πρὸς τὸν οὐρανὸ μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
• Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ΕΠΕ, ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΙΒ΄, τόμος 9, σελίδες 383-397, Θεσσαλονίκη 1978.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 63, σελ. 246 -262.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html