Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ: «H ΑΠΟΤΕΧΙΣΙΣ» «Ο ΙΕ΄ Κανόνας, ως Θεωρία και Πράξη» Μέρος Α΄, Β΄ Γ΄, Δ΄, Ε΄

 


«H ΑΠΟΤΕΧΙΣΙΣ»

π. Φιλόθεος Ζερβάκος: «Εάν όλοι οι Χριστιανοί ακολουθούσαν 

κατά γράμμα τους Επισκόπους, σε όλα, ούτε Εκκλησία 

ούτε Ορθόδοξος Χριστιανός θα υπήρχε»

MΕΡΟΣ Ε΄

Πολλά στον σημερινό (21ο) αιώνα συρρικνώθηκαν εξ αιτίας των ρυθμών της ζωής, της τεχνολογίας και της αμαρτίας. Είχα διαβάσει στο περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ» (Αρ. 421 – Ιαν. 2007) και τα εξής (παραδείγματα):

α) «Ένας συνταξιούχος ιερέας στο Καντέμπουρι, περιόρισε τη Βίβλο, σε 57 σελίδες και σε λιγότερο από 100 λεπτά μαγνητοφωνημένης διάρκειας, ενώ στην Αυστραλία, η Βίβλος, συμπιέστηκε σε μερικές δεκάδες sms!

β) «Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο homo consumerus, ο καταναλωτικός, επικοινωνεί λιγότερο και με λιγότερες λέξεις με τους συνανθρώπους του. Ζει και ικανοποιείται σε ταχείς, σύντομους ρυθμούς, αποπνευματωμένος» (Σελ. 16-17).

Παράλληλα, όμως, συρρικνώθηκαν και οι υγιείς νησίδες ορθοδοξίας στον ωκεανό των αιρέσεων.

Ο οικουμενισμός υποσκάπτει συθέμελα τη δομή του φρονήματος των Ορθοδόξων.

Στρέφουν οι απλοί πιστοί την αναζήτηση της εκκλησιολογικής γνώσης και της αλήθειας προς την κατεύθυνση του σώματος των Επισκόπων, οι οποίοι σε ειδικούς σχηματισμούς λόγους προσεκτικά καθορισμένους, διδάσκουν οικουμενισμό, μετα-πατερική θεολογία, σε πλαίσιο πλάνης «υψηλών θεωριών»∙ στην πραγματικότητα διδάσκουν αντορθόδοξες κενές περιεχομένου οικουμενιστικές νόρμες του Π.Σ.Ε.

Από νωρίς (παράδειγμα) ο τέως Αμερικής Δημήτριος Τρακατέλλης, ως διάκονος, έγραψε – τόνισε:

«αι οικουμενικαί συναντήσεις μας ηνάγκασαν να αλλάξωμεν τακτικήν. Ευρισκόμεθα εις την φάσιν μιας ισχυράς ζυμώσεως. Είναι πλέον γεγονός ότι η θεολογία μας αποκτά ένα νέον πρόσωπον. Από το χθες περνά εις το σήμερον και το αύριον».

β) «… δεν εννοούμεν ότι ο οικουμενισμός πρέπει να είναι ο βασικός κλάδος της θεολογίας της αύριον ή ότι οι θεολόγοι μας πρέπει οπωσδήποτε ν’ ασχοληθούν με τον οικουμενισμόν και τας διεκκλησιαστικάς ή διομολογιακάς σχέσεις∙ εννοούμεν κάτι διαφορετικόν, πολύ ευρύτερον και πολύ βαθύτερον. Εννοούμεν ότι η θεολογία μας πρέπει όχι να ασχοληθή με την οικουμενικότητα, αλλά να γίνη οικουμενική. Ουσιαστικά, οντολογικά οικουμενική. Να ίδη, να ζήση, να λατρεύση τον Θεόν ως Θεόν της οικουμένης» (Η Θεολογία μας χθες και αύριον» - 1962 – Εκδ. «ΖΩΗ»).

1ο Σχόλιο: Εδώ και πολλά χρόνια παρακολουθούμε τις εφαρμογές της οικουμενιστικής ιδέας, ως συνεχούς «αναθεώρησης – αναδόμησης» της αληθινής θεολογίας της Εκκλησίας, αντίθετα από τις θεμελιώδεις εμπειρίες, θεωρητικές και πρακτικές, των Αγίων Αποστόλων και των Πατέρων.

Απ’ αρχής τα κατευθυντήρια στάδια της «διδασκαλίας» του Π.Σ.Ε. ή, καλύτερα, της Προτεσταντικής Σύναξις «εκκλησιών», είχαν στόχο την δημιουργική δραστηριότητα – νοητική αφομοίωση των Ορθοδόξων. Απόδειξη οι δηλώσεις (φρόνημα) του τ. Αρχιεπισκόπου Αμερικής Δημ. Τρακατέλλη.

Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι το βάρος μιας ορθόδοξης προσωπικότητας μπορεί να καλύψει τον (έσωθεν) χώρο του Π.Σ.Ε. προς ωφέλεια της Ορθοδοξίας.

Οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις διαρθρώσεις (εκκλησιολογικές) του Π.Σ.Ε. είναι αναπόφευκτες. Ο οικουμενιστικός φορμαλισμός είναι εμφανής – διάχυτος και στην ορολογία των οικουμενιστών επισκόπων.

Όταν ένας επίσκοπος (σήμερα) οριοθετείται ως ιεραπόστολος της Ορθοδοξίας στα πλαίσια της οικουμενικής κινήσεως, εννοεί ότι είναι συνειδητό μέλος του «οικουμενικού» χαρακτήρα του Π.Σ.Ε.

Παράδειγμα, επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος Γιανουλλάτος, ο οποίος έχει δηλώσει:

α) «Είναι όμως σαφές, σήμερα, ότι η παράταση της αδιαφορίας και ακινησίας στον τομέα της οικουμενικής ιεραποστολής σημαίνει άρνηση της ίδιας της Ορθοδοξίας».

Έβλεπε, δυστυχώς, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος την κατάφαση της Ορθόδοξης Ιεραποστολής μέσα από το ρεύμα του Π.Σ.Ε.

Πιστεύουν οι οικουμενιστές επίσκοποι, ακόμη, ότι πίσω από τα θρησκεύματα – ονόματα λατρεύεται ο ίδιος Θεός, γι’ αυτό και παρίστανται – ακροβολίζονται σε διάφορες πανθρησκειακές συναντήσεις. Ο θεωρητικός της πανθρησκείας Dr. Βernhard Koppolot, γράφει: «Το συμπέρασμα είναι, ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο μια θρησκεία, η θρησκεία του Θεού… καμμία θρησκεία δεν αποτελεί την μία και αποκλειστική πίστη, ή την τελική έκφραση της αλήθειας από τον πανίσχυρο Θεό» (Βλέπε βιβλίο «Η ενότητα των θρησκειών», σελ. 76).

Ο σύγχρονος άγιος π. Φιλόθεος Ζερβάκος ουδέποτε εξέφρασε ευνοϊκές – θετικές ή αμφίσημες θέσεις σύμπλεξης Ορθοδοξίας και Οικουμενισμού, ούτε (καν) εις τα όρια ενός φευγαλέου και υπαινικτικού εκκλησιολογικού νοήματος, όπως συνηθίζουν (σήμερα) πολλοί κρυφο-οικουμενιστές.

Στο υπόμνημα του 1970 (Σωτήριον Σάλπισμα) του π. Φιλοθέου, διαβάζουμε: Α) «Τώρα και προς υμάς τους ιερείς των Αθηνών και των άλλων πόλεων της Ελλάδος στρέφω τον λόγον μου και σας ερωτώ. Πως επείσατε εαυτούς και συλλειτουργήσατε με τους εξ Αμερικής ελθόντας ξυρισμένους ιερείς, γυναικοπροσώπους, περιβεβλημένους ενδυμασίαν κοσμικών, λαϊκών ανδρών, αποβαλόντων τας Αποστολικάς και Πατρικάς παλαιάς Παραδόσεις της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και ακολουθούντων τας παραδόσεις των σχισματοαιρετικών παπιστών και Λουθηρο-Καλβινιστών;».

Β) «Ίσως τινές εξ υμών δικαιολογούμενοι μας (Σελ. 41) είπωσι, καλά τα λέγεις, πάτερ Φιλόθεε, αλλ’ ημείς είμεθα κατώτεροι κληρικοί και οφείλομεν υπακοήν εις τους ανωτέρους ημών, εις τον Μακαριώτατον, εις την Ιεράν Σύνοδον. Και εγώ σας λέγω∙ κάνετε υπακοήν και εγώ οφείλω να κάμω υπακοήν εις τους ανωτέρους μου∙

Αλλά να κάμνωμεν υπακοήν εις όσα είναι σύμφωνα με εκείνα που μας εδίδαξαν και μας παρέδωκαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες. Εις όσα είναι εναντία, μας παρήγγειλαν να μη κάμνωμεν υπακοήν» (Σελ. 44).

Γ) «Θα πειθώμεθα εις εκείνους τους ποιμένας που αγρυπνούν για το ποίμνιό τους και όχι στους λύκους και τους αιρετικούς και σε εκείνους που επινοούν τρόπους πώς να καταργήσουν τις παραδόσεις και να φέρουν σύγχυση…» (άρθρο – επιστολή 6-8-1924).

2ο Σχόλιο: Αναμφίβολα, πόσο μακριά βρίσκεται (γενικά) το ορθόδοξο πλήρωμα από το εκκλησιολογικό ήθος του Οσίου Φιλοθέου Ζερβάκου! Μια πληθωρική ορθόδοξη χριστιανική ψυχή που προσπαθούσε να εμφυσήσει στην εκκλησιαστική (συλλογική) συνείδηση το βαθύ μήνυμα – νόημα της ορθοδοξίας.

Η πνευματική του πορεία ήταν μαραθώνιος Άσκησης – εκκλησιολογίας. Είναι αληθινά τρομερός ο αντίκτυπος (μέχρι και τώρα) των πνευματικών παρεμβάσεών του στα της Εκκλησίας.

Η θεία Πρόνοια με τα πνευματικά χαρίσματα που του δώρησε, τον πέρασε στις σελίδες του Βιβλίου της Ζωής, ως μέγα ασκητή και ομολογητή. Στην αιρετική – συγκεχυμένη αρθρογραφική δοκιμιογραφία των οικουμενιστών, η γραπτή διδασκαλία του π. Φιλοθέου είναι το αντίδοτο, που σε σώζει από τις πνευματικές σαθροποιήσεις της οικουμενιστικής εποχής∙ εποχής όπου πολλοί (ποιμένες) βυθίζονται (δυστυχώς) αύτανδροι στο βυθό του οικουμενιστικού τέλματος!

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ



===============================


«Οι Εκκλησιολογικοί δρόμοι της Ελευθερίας»

(Η Αποτείχιση)

MΕΡΟΣ Δ΄

Αναμφίβολα, οι Πατέρες είναι αυτοί που έχουν την άνωθεν οξύνοια∙ είναι οι ειλικρινείς συνομιλητές μας, οι δρόμοι (οδοδείκτες) της πνευματικής εν Χριστώ ελευθερίας, που ενδιαφέρονται για τη σωτηρία μας∙ το ότι διαβάζουμε τις διδασκαλίες τους είναι τιμή και κέρδος.

Η διδασκαλία των Πατέρων έχει έντονα πνευματικό – εκκλησιολογικό χαρακτήρα, αφού το έσχατο κοινό αγαθό στο οποίο αποβλέπουν είναι η Σωτηρία μας.

Χάριν των υψηλών στόχων ελευθερίας της Εκκλησίας (πολιτικής και πνευματικής) και των Ιερών της Ορθοδοξίας αξιών, όπως η προστασία εκ των αιρέσεων, παρουσίασαν θαυμαστή ενότητα πνευματικής και εκκλησιολογικής δράσεως, θεωρητικά και πρακτικά, αγνοώντας τους κινδύνους.

Οι αγώνες (παράδειγμα) των μακαριστών Αρχιερέων Αυγουστίνου Καντιώτου και Αμβροσίου Ελευθερουπόλεως έναντι του αιρετικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, είχαν πνευματικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, μεγίστου βεληνεκούς.

Κλείνοντας την μικρή αναφορά μου στο παράδειγμα της εκκλησιολογικής – πνευματικής πολιτείας τους, που εξύψωσε στα νεότερα χρόνια το νόημα του ΙΕ΄ Κανόνα, σε σταθερό προσανατολισμό εναντίον του οικουμενισμού, θα παρουσιάσουμε πνευματικές θέσεις των Πατέρων υπέρ του νοήματος του Ι. Κανόνα∙ θέσεις που προστατεύουν τις ψυχές και τις συνειδήσεις από τις τοξίνες της παναιρέσεως, η οποία δημιούργησε πυκνό σύννεφο καπνού, που πηγαίνει να επισκοτίσει τις συνειδήσεις πιστών ανθρώπων και ορθοδόξων Εκκλησιών. Τα κείμενα που παραθέτουμε (επιλεκτικά) θα δημιουργήσουν πολλές συγκρίσεις και παραλληλισμούς!...

1) Ι. Χρυσόστομος, P.G. 61, 624

α) «Και ουκ είπεν (ο Απ. Παύλος), εάν εναντία καταγγέλωσιν ή ανατρέπωσι το παν, αλλά καν μικρόν τι ευαγγελίζωνται παρ’ ό ευηγγελισάμεθα, καν το τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα έστωσαν».

β) «Ακουέτωσαν τι φησιν (λέγει) ο Παύλος, ότι το Ευαγγέλιον ανέτρεψαν οι και μικρόν τι καινοτομούντες. Διότι ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας, τω παντί λυμαίνεται, επί τα χείρονα προϊών από της αρχής. Καθώς οι τότε ιουδαίζοντες αιρετικοί μίαν μόνην ή δευτέραν επεισήγον (εισήγον καινοτόμον) εντολήν, την της περιτομής, και την των ημερών μόνον καινοτομούντες. Αλλά δεικνύς (ο Απόστολος) ότι μικρόν παραποιηθέν το όλον λυμαίνεται (καταστρέφεται) είπε το Ευαγγέλιον ανατρέπεσθαι».

2) Μ. Βασίλειος:

«Οίτινες την υγιή ορθόδοξον πίστιν προσποιούντες ομολογείν, κοινωνούσι δε τοις ετερόφροσιν, τους τοιούτους, ει μετά παραγγελίαν μη αποστώσιν, μη μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν».

3) Μ. Φώτιος:

«Αιρετικός εστιν ο ποιμήν; λύκος εστίν∙ φυγείν εξ αυτού και αποπηδάν δεήσει, μηδ’ απατηθήναι προσελθείν καν ήμερον περισαίνειν δοκεί∙ φύγε την κοινωνίαν αυτοί και την προς αυτόν ομιλίαν ως ιόν όφεως».

4) Αγ. Μάρκος Ευγενικός, P.G. 160, 536 CD

«Πεπείσμεθα γαρ ακριβώς, ότι όσον αποδιιστάμεθα τούτου και των τοιούτων (φιλενωτικών), εγγίζομεν τω Θεώ και πάσι τοις πιστοίς και αγίοις Πατράσι και ώσπερ τούτων χωριζόμεθα, ούτως ενούμεθα τη αληθεία και τοις αγίοις Πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας».

 

5) Όρος Ζ΄ Οικ. Συνόδου:

«Τους ουν τολμώντας ετέρως (της Ορθοδοξίας) φρονείν ή διδάσκειν, ή κατά τους εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινά επινοείν, ή αποβάλλεσθαί τι εκ των ανατιθεμένων τη Εκκλησία… ή επινοείν σκολιως και πανούργως προς το ανατρέψαι εν τι των ενθέσμων παραδόσεων της Καθολικής (= Ορθοδόξου) Εκκλησίας… επισκόπους μεν όντας ή κληρικούς καθαρείσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δε ή λαϊκούς της κοινωνίας αφορίζεσθαι».

1ο Σχόλιο: Ο σύγχρονος Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος J. Gill έχει γράψει:

«Στο Βυζάντιο η βάσις της αντιστάσεως (κατά της ενώσεως με τους παπικούς) δεν ήταν το Κράτος, αλλ’ η Εκκλησία και από την Εκκλησία όχι τόσο πολύ οι επίσκοποι, όσον οι μοναχοί και ο κοινός λαός, που έβλεπε τους μοναχούς ως τους διαφωτισμένους ασκητάς και πνευματικούς οδηγούς… Ήταν (οι μοναχοί) οι πρόμαχοι της Ορθοδοξίας… αυστηροί, άκαμπτοι… Για να έχη πιθανότητα επιτυχίας κάθε σχέδιο ενώσεως, έπρεπε πρώτα oι καλόγηροι και ο λαός μαζί τους να προσελκυσθούν σ’ αυτό» (τέλος σχολίου).

Παρακολουθώντας την ιστορική πορεία της Εκκλησίας στο πέρασμά της από τις παγίδες των αιρέσεων, από τους «ψευδοποιμένες» και «ψευδοπροφήτες», βλέπουμε τους Πατέρες να προβάλλουν στάση άκαμπτη, η οποία (στάση) στο σημερινό οικουμενιστικό ιστορικό σχήμα από τους «οικονομικούς» «λογικούς» πιστούς, με όρους «Κρητικής συνοδικής» κριτικής και ελέγχου, αβίαστα θα εχαρακτηρίζετο (η στάση αυτή) ως σχισματική ή εκτός εκκλησίας.

Δύο παραδείγματα Αποτείχισις:

i) Γράφει ο Αγ. Γερμανός Κων/πόλεως:

«… επισκήπτομαι πάσι τοις εν Κύπρω λαϊκοίς, όσοι της Καθολικής (Ορθόδοξης) Εκκλησίας εστε τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί από των υποπεσόντων ιερέων τη Λατινική υποταγή και μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών λαμβάνειν την τυχούσαν∙ Κρείσσον γαρ εστίν εν τοις οίκοις υμών τω Θεώ προσεύχεσθαι κατά μόνας, ή επ’ εκκλησίας συνάγεσθαι μετά Λατινοφρόνων, ει δε ουν την αυτήν υφέξητε μετ’ αυτών κόλασιν».

ii) Από την Εκκλησία της Ναζιανζού:

«… Τούτον οι της χώρας μονασταί μη ανασχόμενοι, της κοινωνίας αυτού εποτέμνονται, συναπέστη δε αυτοίς και του λαού μέρος ου το βραχύτατον…» (Γρηγορίου του Πρεσβυτέρου, P.G. 35, 261 C΄, «Βίος του εν αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου, Επισκόπου Ναζιανζού).

Επεξήγησις

Ο Γέροντας Επίσκοπος Ναζιανζού είχε ξεφύγει της ορθής εκκλησιολογίας και «γραφή τε χειρός και κοινωνία συναφθείς τοις «ομοιουσιανοίς» (υπέγραψε ημιαρειανικό σύμβολο) προκάλεσε ταραχή στην Εκκλησία της Ναζιανζού∙ τότε οι ιερείς και οι μοναχοί της περιοχής Ναζιανζού διέκοψαν κοινωνίαν μετ’ αυτού (Αποτείχισις).

Αναμφίβολα, η «κρητική» διάθεση, σημερινή αντίληψη ορισμένων Γερόντων, ορισμένων ιστολογίων, Μητροπολιτικών Μονών και Αγ. Όρους, Ιερέων και κύκλων Γραφής, όλα αυτά τα αποδοκιμάζουν, στηρίζοντας (όλοι αυτοί) το οικουμενιστικό status, δυστυχώς…

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

====================================

«H ΑΠΟΤΕΧΙΣΙΣ»

«Της αιρέσεως αποσχιζόμενοι τη ευσεβεία δια παντός ενραπτόμεθα (ενούμεθα) – Γρηγ. Νύσσης, P.G. 44, 725»

«H ΑΠΟΤΕΧΙΣΙΣ»

«Ο ΙΕ΄ Κανόνας, ως Θεωρία και Πράξη»

MΕΡΟΣ Γ΄

Αναμφίβολα, οι Πατέρες χρησιμοποιούν πολλές φορές τις δύο έννοιες, θεωρία και πράξη. Την αναγκαιότητα της ενότητάς τους με τρόπο απόλυτα κατηγορηματικό, τόνισε ο ίδιος ο Χριστός, σε ότι αφορά τους όρους (θεωρία) της πίστεως στην εφαρμογή τους, ως ατομική και συλλογική προσέγγιση του Ευαγγελίου στην καθημερινότητα, εν χρόνω.

Στα παρακάτω εδάφια διακρίνουμε την οντολογική όψη της Ακριβείας∙ όψη οντολογική αλλά (ταυτόχρονα) και γνωσιολογική:

α) «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 7, 21).

β) «Τότε ο Ιησούς ελάλησε τοις όχλοις και τοις μαθηταίς αυτού λέγων∙ επί της Μωυσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι∙ πάντα ουν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιήτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε∙ λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι» (Ματθ. 23, 1-3).

γ) «Τους αγαπώντας τον Θεόν ουκ εστιν εν λόγοις ο αγών, αλλ’ εν έργοις γενναίως παρατετάχθαι και πάντα κίνδυνον ετοίμους είναι παθείν υπέρ της ευσεβείας και του μη τη κοινωνία χρανθήναι των αιρετικών» (Αγ. Μάρκος Ευγενικός).

Η εντελεστάτη διατύπωση του ΙΕ΄ Κανόνος υπό της Πρωτοδευτέρας Συνόδου εκφράζει, νομοτελειακά, τον πραγματικό κόσμο της ευσεβούς αντίστασης του Λαού του Θεού κατά των αιρέσεων, όπως π.χ. η αντίσταση στην προσπάθεια επιβολής της ψευδενώσεως με τους Λατίνους (Φερράρα – Φλωρεντία 1438-1439) και στα νεότερα χρόνια κατά την περίοδο των Κολλυβάδων (1754-1819).

Στο νόημα – περιεχόμενο του ΙΕ΄ Κανόνα υπάρχει απόθεμα κατακτημένης – αντικειμενικής εκκλησιολογικής αντίστασης, γι’ αυτό και η Ιστορικότητά του δεν σημαίνει σχετικότητα (προαιρετικότητα) με την αγωνιστική έννοια αλλά, αντίθετα, υποχρεωτικότητα εφαρμογής του.

ΚΑΝΩΝ ΙΕ΄ (Α΄ τμήμα του)

«Τα ορισθέντα περί Πρεσβυτέρων και Επισκόπων και Μητροπολιτών, πολλώ μάλλον επί Πατριαρχών αρμόζει.

Ώστε ει τις Πρεσβύτερος, ή Επίσκοπος, ή Μητροπολίτης τολμήσοι αποστήναι της προς τον οικείον Πατριάρχην κοινωνίας, και μη αναφέρει το όνομα αυτού, κατά το ωρισμένον και τεταγμένον, εν τη Θεία Μυσταγωγία, αλλά προ εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι∙ τούτον ώρισεν η αγία Σύνοδος πάσης ιερατείας παντελώς αλλότριον είναι, ει μόνον ελεγχθείη τούτο παρανομήσας. Και τάυτα μεν εσφράγισταί τε και ώρισται περί των προφάσει τινών εγκλημάτων των οικοίων αφισταμένων προέδρων και σχίσμα ποιούντων και την ένωσιν της Εκκλησίας διασπώντων».

1ο Σχόλιο: Το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει – καθορίζει το πρώτο αυτό τμήμα του Κανόνα, είναι η μέριμνα – φροντίδα προστασίας της Εκκλησίας, της ενότητάς της, από το σχίσμα. Το πνευματικό εποικοδόμημα (Εκκλησία) καθορίζεται, το είναι της, από την ορθότητα της Πίστεως.

Όταν ο επίσκοπος αμαρτάνει μόνο στην πρακτική του ζωή, χωρίς αίρεση, δεν δικαιολογείται «μη αναφορά του ονόματός του, κατά το ωρισμένον και τεταγμένον εν τη Θεία Μυσταγωγία», αφού δεν έχει προηγηθεί Συνοδική (τελεία) καταδίκη του. Χωρίς τη Συνοδική καταδίκη της (τυχόν) ηθικής – παραβατικής δραστηριότητας του Επισκόπου, η διακοπή της μνημονεύσεώς του μετασχηματίζει την Εκκλησιαστική πραγματικότητα σε Σχίσμα. (τέλος σχολίου)

ΚΑΝΩΝ ΙΕ΄ (Β΄ τμήμα του)

Στο Β΄ τμήμα του Ι. Κανόνος έχουμε συμπληρωτική – συμπληρωματική ανα-οριοθέτηση της εκκλησιολογικής συμπεριφορικής λειτουργίας του Σώματος των Ορθοδόξων έναντι των αιρέσεων, έναντι του αιρετικού επισκόπου (ποιμένος). Κοινό γνώρισμα των δύο τμημάτων ότι μοιράζονται μεταξύ τους μια θεμελιώδη (ουσιαστική) εκκλησιολογική ύλη, που είναι η προστασία της Εκκλησίας.

Και τα δύο τμήματα του Ι. Κανόνος χορηγούν οδηγητικούς κανόνες που καθορίζουν, με θεμελειακή αποσαφήνιση, την ορθή παραδεκτή αφετηρία στάσης έναντι επισκόπου που α) εφαρμόζει υποκειμενικούς παραμορφωτικούς κανόνες ηθικής (κλοπή, μοιχεία, κλπ) ή β) έναντι επισκόπου που κηρύττει δημόσια, φανερά (Γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας) θεωρητικά πρότυπα πίστεως αιρετικά, τα οποία Ορθόδοξος Σύνοδος έχει καταδικάσει ή η εκτατική στο πεδίο της Εκκλησίας διδασκαλία των Αγίων Πατέρων έχει αποδοκιμάσει (κατεγνωσμένη αίρεση). Τα δύο αυτά τμήματα έχουν, ως κύρια μέσα προστασίας της Εκκλησίας, μη δυνητικό χαρακτήρα.

Αν είναι δυνατόν, τα δύο αυτά κύρια μέσα – όπλα προστασίας της Εκκλησίας, να είναι όπλα δυνητικών απαντήσεων έναντι του Σχίσματος ή της αιρέσεως! Στο Β΄ τμήμα του, διαβάζουμε:

«Οι γαρ δι’ αίρεσιν τινά παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προς συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι».

Το τμήμα αυτό του Ι. Κανόνος αναγορεύει και υψώνει σε πρώτο επίπεδο απειλής την αίρεση, όταν αυτή υπάρχει σε σύμπηξη φανερή με την διδασκαλία – πράξη του Επισκόπου∙ σύμπηξη που μπορεί να είναι και σημανάλυση, συνάθροιση δηλ. ετεροδιδασκαλιών, όπως συμβαίνει πολλές φορές στις θέσεις των σημερινών οικουμενιστών επισκόπων.

Η εφαρμογή του Ι. Κανόνα διασώζει την ελευθερία του πιστού, την δομική δηλ. συνάφειά του με την αλήθεια της Εκκλησίας, που είναι οι εντολές του Χριστού, η διδασκαλία των Αγίων Αποστόλων και οι άγιες Σύνοδοι της Ορθοδοξίας.

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:

«Εάν φυλάττης τας εντολάς του Κυρίου και τους θείους και Ιερούς Κανόνας των πανευφήμων Αποστόλων, των Οικουμενικών Συνόδων, των τοπικών και των κατά μέρος αγίων Πατέρων, ομοίως και τας ιεράς παραδόσεις της Εκκλησίας, με αυτά όλα γίνεσαι ως άλλη νέα Ιερουσαλήμ (αναπαύεται δηλ. στην ψυχή το Άγιο Πνεύμα).

Ήξευρε όμως ότι πολλούς εχθρούς μέλλεις να κινήσης κατ’ επάνω σου, τόσον δαίμονας όσον και ανθρώπους, οίτινες έχουν να σε μισήσουν, έχουν να σε κατηγορήσουν και να σε δυσφημήσουν με ονόματα αιρετικά και κακόδοξα. Διατί; Επειδή και δεν ομοιάζεις και συ με αυτούς μήτε θέλεις να παραβαίνεις τας εντολάς του Κυρίου και τους ιερούς Κανόνας και τα θείας παραδόσεις» (ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ – σελ. 160).

2ο Σχόλιο: Ο όρος «εκκλησιαστική κοινωνία» με τους αιρετικούς σημαίνει ευρεία ενότητα με την προσπάθειά τους να παραβαίνουν «τας εντολάς του Κυρίου και τους Ιερούς Κανόνας και τας θείας παραδόσεις». Αυτή ακριβώς η κοινωνία συνιστά την πνευματική μόλυνση, εκ της οποίας σε σώζει η εφαρμογή του ΙΕ΄ Κανόνα.

«Εμπεριέχεται δε και τω ΙΕ΄ Κανόνι της αγίας και μεγάλης της πρώτης και δευτέρας επονομασθείσης, ότι ου μόνον ανευθύνους είναι, αλλά και επαινετέους τους αποσχίζοντας εαυτούς και προ συνοδικής καταδίκης, από την δημοσία διδασκόντων αιρετικά διδάγματα, και όντων προφανώς αιρετικήν» (Πάντες οι Αγιορείτες προς Μιχαήλ Παλαιολόγον). Αναμφίβολα, η εν Αγίω Πνεύματι ανάλυση – ορθολογικότητα των Πατέρων, καθιστά τον Ι. Κανόνα υποχρεωτικό. (Συνεχίζεται)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

MΕΡΟΣ B΄

Σε μια εποχή αιρέσεως, όπως σήμερα (οικουμενισμός), όπου οι ενέλεγκτες δυνάμεις της αιρέσεως και του φόβου προκαλούν τεράστια παλιρροϊκά ρεύματα – κύματα και ο πιστός νοιώθει αδύναμος, τότε η ψυχή του (η θέση του) ενδυναμώνεται από τα υψηλότερα πνεύματα της Εκκλησίας, από την μελέτη των Αγίων Πατέρων.

Παρατηρώ, ότι οι ελάχιστες κινήσεις επισκόπων προς την πνευματική (αγωνιστική) ελευθερία, εκλαμβάνονται ως υψηλές, ευαίσθητες και βαθειές εκφράσεις ορθοδόξου συνειδήσεως, όπως (παραδείγματα) οι περιπτώσεις των επισκόπων Τυχικού και Νεκταρίου Κερκύρας. Μέριμνα για την Ορθοδοξία, για την πνευματική ελευθερία, σημαίνει μέριμνα για όλους τους όρους της ελευθερίας και όχι περιστασιακές δηλώσεις∙ θέλουμε πάντοτε οι επίσκοποι να είναι «Ενιστάμενοι» και όχι περιστασιακά αγωνιστικοί. Εκείνοι που καταπολεμούν και αποκρούουν αιρέσεις και την ψευδώνυμο γνώση, λέγονται «Ενιστάμενοι», διότι ενίστανται (αγωνίζονται) ορθόδοξα, θεάρεστα και νόμιμα υπέρ της Πίστεως.

Σημειώνει – παρατηρεί ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «καιρός ομολογίας, καιρός ενστάσεως, καιρός αθλήσεως τυχόν και άλλων παθημάτων∙ αλλά και στεφάνων και δόξης Επουρανίου», είναι η περίοδος του Ορθοδόξου αντι-αιρετικού αγώνος (P.G. 99, 1013B).

Στην Πατερική εννοιολογική γραμματεία, ο όρος – έννοια «Αποτείχισις» περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έννοια της «Ενστάσεως», η οποία δεν εξαντλείται με την Αποτείχιση.

Οι Πατέρες στην αντι-αιρετική πάλη συχνά χρησιμοποιούν τη λέξη «ενιστάμενοι» και τα παράγωγά της όπως:

α) «Πας ο υπέρ της Αληθείας ενιστάμενος» (οσ. Θεόδωρος Στουδίτης PG 99, 1064 C)

β) «Της ορθοδόξου και θεαρέστου ενστάσεως (του αυτού, PG 99, 1045 D)

γ) «Καρτερά και ανένδοτος ένστασις… υπέρ της Αληθείας» (Μ. Βασίλειος, PG 32, 952)

Στην Πατρολογία (PG 77, 81Β-C) διαβάζουμε:

«Και γέγονε μεν κραυγή μεγάλη παρά παντός του λαού και εκδρομή∙ ου γαρ ήθελον έτσι κοινωνείν αυτοίς τοιαύτα φρονούσιν∙ ώστε και νιν αποσυνάκτους είναι τους λαούς της Κωνσταντινουπόλεως, πλην ολίγων ελαφροτέρων και των κολακευόντων αυτόν (το Νεστόριο δηλ.).

Τα δε μοναστήρια σχεδόν άπαντα και οι τούτων δεδιότες μη αδικηθώσιν εις πίστιν, αυτού και των συν αυτώ,…, πάντων λαλούντων τα διεστραμμένα» (Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, PG 77, σελ. 81B-C).

Αποτελεί το γεγονός αυτό (ανωτέρω) πρακτικό παράδειγμα προς κατανόηση της Ορθοδόξου Ενστάσεως – Αποτειχίσεως. Τι είχε συμβεί;

Ευρισκόμεθα στην Κων/πολη επί Πατριάρχου Νεστορίου (498-431). Σε κάποιο Ι. Ναό κατά την ώρα της Λειτουργίας ο Επίσκοπος Δωρόθεος (παρόντος του Νεστορίου) τόλμησε και διακήρυξε «κραυγή μεγάλη», ως καταγγελία, την αίρεση (δεινή) του Νεστορίου. Τότε «γέγονε κραυγή μεγάλη παρά παντός του λαού και εκδρομή», επακολούθησε δηλ. αποδοκιμασία του Νεστορίου και αυθόρμητη ομαδική έξοδος από τον Ι. Ναό, απομάκρυνση δηλ. από τον τόπο κηρύξεως της αιρέσεως.

Οι Ορθόδοξοι δεν εκκλησιάζονταν πλέον στους Ναούς της Πόλεως, φοβούμενοι τον μολυσμό της αιρέσεως. Ολίγοι – «πλην ολίγων ελαφροτέρων και των κολακευόντων αυτόν (το Νεστόριο δηλ.) – ήταν οι συμβιβασμένοι με την αίρεσι∙ σήμερα, δυστυχώς, είναι περισσότεροι οι «ελαφρότεροι και κολακεύοντες» την αίρεση και τους φορείς της!

1ο Σχόλιο: Τι προσέχουμε; Ότι «τα μοναστήρια σχεδόν άπαντα και οι τούτων αρχιμανδρίται… και της συγκλήτου πολλοί», ύψωσαν φωνή κατά της αιρέσεως του Νεστορίου.

Αυτά τα γεγονότα είναι από τα σταθερά σημεία αναφοράς, διαχρονικά, που σε διδάσκουν την ζώσα Ένσταση – Αποτείχιση από τις αιρέσεις.

Αυτά τα γεγονότα μπορούν να κατακτήσουν συνειδήσεις, να ξυπνήσουν συνειδήσεις.

Σήμερα, η Δυνητική Ερμηνεία του ΙΕ Κανόνα, έχει προκαλέσει ζυμώσεις αποσύνθεσης, που δεν εμποδίζουν τον οικουμενισμό.

Τις αντιδράσεις του επισκόπου Τυχικού στη Κύπρο, του Κερκύρας Νεκταρίου και τους ιερέως στην Πάτρα, μόνο ως φωνές Ενστάσεως – Αποτειχίσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν∙ θετικές τοποθετήσεις, ναι. Δεν προσπαθούν να διαρρήξουν τα «συνοδικά» δεσμά του οικουμενισμού, έτοιμοι να υποστούν διώξεις∙ αυτή είναι η αλήθεια.

Θα ήταν καλύτερα να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν (πνευματικές) προϋποθέσεις εναντίον του οικουμενισμού και προς τους αντιπροσώπους του, παρά (μόνο) διαμαρτυρίες για τον «προσωπικό αριθμό». Η Πατερική αντίδραση εναντίον του οικουμενισμού είναι λογική ανώτερη αυτής του αγώνος έναντι του προσωπικού αριθμού.

Δεν αντιλέγουμε, βέβαια, στις αγωνιστικές προσπάθειες – τοποθετήσεις έναντι των δεσμών του προσωπικού αριθμού.

Ερώτημα: Τι θα ωφελήσει η απαλλαγή εκ του «προσωπικού αριθμού», όταν η αίρεση οικουμενισμός θα έχει γίνει η σταθερή διαδεδομένη θεολογική πεποίθηση; (τέλος σχολίου)

Αναμφίβολα, η Δυνητική Ερμηνεία του ΙΕ΄ Κανόνα έγινε η εκκλησιολογία της αδράνειας του πληρώματος. Προς βοήθεια της «νέας γενιάς» πιστών, παραθέτουμε ένα σπουδαίο κείμενο του Αγίου Μάρκου έναντι των Λατινοφρόνων ενωτικών της Εποχής του οι οποίοι, σημειωτέον, δεν είχαν ακόμη κριθή υπό Συνόδου Ορθοδόξων∙ ήταν η λεγόμενη «Επίσημη Εκκλησία».

Παραθέτουμε την διαυγή (θεολογικά) στάση του:

«Πέπεισμαι γαρ ακριβώς, ότι όσον αποδιίσταμαι (απομακρύνομαι – αποχωρίζομαι) τούτου (του Πατριάρχου) και των τοιούτων (Ενωτικών) εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις πιστοίς και αγίοις Πατράσι∙ και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις αγίοις Πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας» (Αγ. Μάρκος PG 160, 536 C-D).

2ο Σχόλιο: Σήμερα, ο αστικοποιημένος νεοέλληνας κοιμάται βαρύτατα. Απόδειξη η έλλειψη ισορροπίας στα πνευματικά αντισταθμίσματα που δίδουν οι Πατέρες.

Οι ροπές αντίστασης στα εμβόλια και στον προσωπικό αριθμό (που καλώς υπάρχουν) έχουν υπερφαλαγγίσει (δυστυχώς ως μονομέρεια) τον υγιή – πατερικό τρόπο αντίδρασης εναντίον του οικουμενισμού.

Και η πιο εύστροφη γραφίδα αδυνατεί – αμηχανεί να περιγράψει τις ρητορείες κατά προσωπικού αριθμού – εμβολίων και την σιωπή έναντι του οικουμενισμού.

Εάν είχαν πραγματοποιηθεί αντιδράσεις κατά του οικουμενισμού στο μέτρο των αντιδράσεων – κινητοποιήσεων έναντι εμβολίου – προσωπικού αριθμού, τότε (με τη χάρι του Θεού) οι παγκοσμιοποιητές της Πατρίδος μας θα είχαν σταματήσει τους πυρρίχιους χορούς των.

Με τα εμβόλια αφαιρέθηκαν ζωές και με τον προσωπικό αριθμό αφαιρείται το πρόσωπο, ο λόγος, ενώ ο οικουμενισμός και η ανοχή σ’ αυτόν, οδηγούν κατ’ ευθείαν στην αιώνια απώλεια∙ συγκρίνατε! (τέλος σχολίου).

«Ω συγγράματα Πατέρων, δυνάμει σοφίας και συμβουλία Πνεύματος συγκεκροτημένα, νυν πεπατημένα δεινώς. Ω σίτος δογμάτων και νόμος πατρίων υπό την αχύρων υμών περιυβρισμένος. Ω μικροψυχίας και ολιγοπιστίας και διασταγμού και αδιαφορίας ημών περί τα σεμνότατα, υφ’ ών πόρρω των ευαγγελικών και χριστιανικών ηθών και νόμων εβουλευσάμεθα, βαθέως πεποιηκότες βουλήν, και ου δια Κύριον…» (Γεννάδιος Σχολάριος).

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

----------------------------------------

MΕΡΟΣ A΄

Aναμφίβολα, ζούμε σε εποχή που η ισχύς των αιρέσεων πολλαπλασιάσθηκε δια του οικουμενισμού∙ πολλαπλασίασε ο οικουμενισμός την ισχύ των αιρέσεων είκοσι (20) αιώνων! Γνωρίζουμε από το παρελθόν, ότι εν καιρώ εμφανίσεως – κηρυττομένης αιρέσεως στο χώρο της Εκκλησίας, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί κατέφευγαν στα τείχη της Εκκλησίας, στη διδασκαλία της∙ κατέφευγαν δηλ. στη διδασκαλία της Γραφής και των Πατέρων, χωριζόμενοι εκ των αιρετικών και προ Συνοδικής διαγνώσεως – καταδίκης της αιρέσεως. Τα γεγονότα (Κρήτη 2016, επίσκοπος Τυχικός κλπ.)ευνοούν τον ορθό, νηφάλιο, βαθύ, ορθόδοξο εκκλησιολογικό και θεολογικό στοχασμό περί Αποτειχίσεως.

Να υπογραμμίσω, με απόλυτη κατηγορηματικότητα, ότι ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου είναι ομόλογος με τους πνευματικούς στόχους της Αγίας Γραφής και των Πατέρων.

Πρέπει, όμως, να γίνει πλήρως κατανοητή η διαφορά ανάμεσα σε Σχίσμα (που δεν συγχωρείται ούτε με αίμα μαρτυρίου) και της Αποτειχίσεως, η οποία είναι σωτήριος και αξία «της πρεπούσης τιμής τοις Ορθοδόξοις» (Βλέπε Πηδάλιο). Η Αποτείχιση εκ της αιρέσεως είναι πνευματικά – γερά θεμελιωμένη στην Αγία Γραφή και στην διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ο δε 15ος Κανόνας, ως πνευματικός ιστός, ενσωματώνει αυτές τις θεμελιώδεις διδασκαλίες Γραφής και Πατέρων.

Η «σύγχρονη» δημιουργία της «Δυνητικής θεωρίας», ως καινοτομία, δεν έχει υποστηρικτική βάση ούτε στη Γραφή ούτε στους Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.

Θα κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση των τεραστίας σημασίας σχετικών κειμένων, ως σημεία προσέγγισης και έμφασης στον 15ο Κανόνα, στην νοηματική – θεολογική ανάγνωσή του.

Πριν παραθέσουμε εδάφια της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, που αποτελούν φράγμα στην αίρεση και στη φθορά του σημερινού εκκλησιολογικού λόγου, να θυμίσουμε – υπογραμμίσουμε, ότι ο αρχέγονος λόγος της Γραφής είναι ναός, όπου διαφυλάττεται, λειτουργείται και τελετουργείται η ουσία της αλήθειας (Ορθοδοξία).

Α) Η αρχέγονη Αγιογραφική – Εκκλησιολογική κλήση περί Αποτειχίσεως στις ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ (κεφ. ΚΗ, 4-5)∙ Εκεί διαβάζουμε:

«Ούτως οι εγκαταλείποντες τον νόμον εγκωμιάζουσιν ασέβειαν, οι δε αγαπώντες τον νόμον περιβάλλουσιν εαυτοίς τείχος∙ άνδρες κακοί ου νοήσουσι κρίμα, οι δε ζητούντες τον Κύριον συνήσουσιν εν παντί».

Ερμηνεία: «Έτσι και όσοι παραβαίνουν τον θείον νόμον, δια να δικαιολογήσουν τας παρανομίας των, εκθειάζουν την ασέβειαν ενώ όσοι αγαπούν και τηρούν τον νόμον του Θεού, κτίζουν γύρων των τείχος ισχυρόν και αιώνιον. Άνθρωποι κακοί δεν ημπορούν να κρίνουν ορθώς, ενώ, όσοι ακολουθούν τον Κύριον, είναι εις θέσιν να διακρίνουν εις κάθε περίστασιν το πρέπον, διότι έχουν φωτισμένον το παρατηρητικόν της ψυχής των» (Π. Τρεμπέλας).

1ο Σχόλιο: Υπογραμμίζει το Θεόπνευστο κείμενο των Παροιμιών, ότι η εγκατάλειψη του νόμου του Θεού συνοδεύεται από αναγωγή της ασέβειας σε εγκωμιαστική επικαιρότητα, όπως συνέβη και με την ψευδοσύνοδο στην Κρήτη, που προσπάθησε εγκωμιαστικά να δώση νοηματισμένο βάθος στην παναίρεση του οικουμενισμού. Το θεόπνευστο κείμενο δίδει σαφή αντίληψη – εικόνα του μεγέθους της ασεβείας (οι εγκαταλείποντες τον νόμον), ενώ, θεωρεί ως δεδομένο (από τους ευσεβείς) τη ζωντανή χρήση άμυνας, από τους αγαπώντας τον νόμον∙ αυτή τη ζωντανή άμυνα την καταχωρεί με τη λέξη «τείχος», πνευματικό εννοείται.

Η δημιουργία πνευματικού τείχους αντιπροσωπεύει μόνο τους «αγαπώντας τον νόμον».

Σύμφωνα με το Θεόπνευστο κείμενο η ευσέβεια είναι αδιαχώριστη από το πνευματικό τείχος.

Συμπέρασμα: Η ευσέβεια, η αγάπη του νόμου του Θεού, εκκινεί τη δημιουργία πνευματικού τείχους, ως διαφύλαξη του νόμου, της αλήθειας και της πνευματικής ζωής.

Ερώτημα: Δεν παρατηρούμε, ότι οι «αγαπώντες τον νόμον» δεσμεύονται υποχρεωτικά (όχι Δυνητικά), πνευματικά, προς περιβολλήν εαυτοίς τείχους έναντι της ασεβείας»; (τέλος σχολίου)

Αναμφίβολα, η φράση «οι δε αγαπώντες τον νόμον περιβάλλουσιν εαυτοίς τείχος», εκφράζει τρεις κατηγορίες πνευματικής κίνησης προς τον Θεό, δηλ.: α) τον αγώνα (τείχος) να μην αφομοιωθεί (ο πιστός) από την αμαρτία, από την ασέβεια β) τον αγώνα να μην αφομοιωθεί από παρεκκλίσεις – κατηγορίες μιας ειδωλολατρικής ή αιρετικής ψυχοτροπίας, που δεν είναι (ταιριαστές) συμβατές με την Αλήθεια του Θεού, όπως είναι σήμερα ο οικουμενισμός. Γ) Την πνευματική – θρησκευτική λειτουργία της συνείδησης, που αγκαλιάζει την Ορθοδοξία στον υπέρλογο χώρο της Εκκλησίας και αισθάνεται ασφάλεια (τείχος – Θ. Πρόνοια) από τις «ξόβεργες» της καθημερινότητας, που διαφεύγουν της γνωστικής ή αισθητικής ικανότητας του ανθρώπου.

Προς την δεύτερη (β) κατηγορία κατευθύνεται ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ως τείχος, χωρίς να παραγνωρίζει την ενότητα και με τις άλλες δύο α) και γ) συνιστώσες, θεμελιακές συνιστώσες της πνευματικής εν Χριστώ ζωής, στις οποίες παραμένει (μόνο) το σημερινό ορθόδοξο πλήρωμα, περιθωριοποιώντας την εφαρμογή του 15ου Κανόνα, δυστυχώς!

Β) Ο Γ΄ ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

«Ει δε τινές των εν εκάστη πόλει ή χώρα κληρικών υπό Νεστορίου και των συν αυτώ όντων της Ιερωσύνης εκωλύθησαν δια το ορθώς φρονείν, εδικαιώσαμεν και τούτους τον ίδιον απολαβείν μισθόν. Κοινώς δε τους τη Ορθοδόξω και Οικουμενική Συνόδω συμφρονούντας κληρικούς κελεύομεν τοις αποστατήσασιν ή αφισταμένοις επισκόπου (εκ της Ορθοδόξου αληθείας) μηδόλως υποκείσθαι κατά μηδένα τρόπο»

Ερμηνεία (Ι. Πηδάλιον, εκδ. 1970, σελ. 172).

«Επειδή, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ων ο Νεστόριος, αφώρισε και εκάθηρε τους κληρικούς εκείνους, οπού δεν ήσαν σύμφρονες με αυτόν, αλλά και οι ομόδοξοι τούτω επίσκοποι εν άλλαις χώραις το αυτό έκαμαν∙ δια τούτο ο παρών Κανών έκρινε δίκαιον, να απολάβωσιν οι καθαιρεθέντες ούτοι τον εδικόν τους βαθμόν. Και καθολικώς ειπείν επρόσταξε κατ’ ουδένα τρόπον να είναι υποκείμενοι εις τους αποστατήσαντας επισκόπους οι κληρικοί εκείνοι, οπού είναι ομόρφονες με την Ορθόδοξον και Οικουμενικήν Σύνοδον ταύτην».

2ο Σχόλιο: Εξηγεί ο Ι. Κανόνας, ότι η αποστασία των επισκόπων εκ της Ορθοδόξου αληθείας επιφέρει ριζική αλλαγή στις σχέσεις τους μετά των κληρικών (και πιστών) που είναι ομόφρονες με την Σύνοδο (Γ΄ Οικουμενική), ώστε οι κληρικοί αυτοί «κατ’ ουδένα τρόπον να είναι υποκείμενοι εις τους αποστατήσαντας επισκόπους».

Νοηματικά ο Ι. Κανόνας κανονίζει, ώστε φραγμός στη «δύναμη» των αιρετικών επισκόπων να είναι η Αποτείχιση (των ορθοδόξων κληρικών), δηλ. «κατ’ ουδένα τρόπον να είναι υποκείμενοι εις τους αποστατήσαντας επισκόπους».

Αναμφίβολα, η μνημόνευση ενός αιρετικού (οικουμενιστή) επισκόπου σημαίνει ότι ο λειτουργός ιερέας είναι σύμφρονος με τον αιρετικό επίσκοπο. (Συνεχίζεται)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ