Τρίτη 19 Αυγούστου 2025

Μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν.

«Μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; Ἤ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἅφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; Ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε βλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου.» (Μτ. 7, 1-5).

Μεγάλη καὶ φοβερὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ μένα, συνεχῶς κρίνουμε καὶ κατακρίνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ γι’ αὐτὸ θὰ δώσουμε λόγο στὴ Φοβερὰ Κρίση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ μᾶς κρίνει Αὐτὸς διότι καὶ ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους, ψάχνουμε νὰ βροῦμε στὸν πλησίον μας τὸ παραμικρὸ σφάλμα, ἐνῶ τὶς δικές μας ἁμαρτίες δὲν τὶς βλέπουμε καὶ οὔτε θέλουμε νὰ τὶς σκεφτόμαστε.

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του λέει τὸ ἑξῆς: «Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων•  ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις•   τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων, οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ ἐστὶ κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. Λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ;» (Ρώμ. 2, 1-3).

Μεγάλη ἀλήθεια βρίσκεται σ’ αὐτὰ τὰ λόγια του ἀποστόλου Παύλου. Δὲν προσέχουμε τὰ δικά μας ἐλαττώματα καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἐνῶ στοὺς ἄλλους βρίσκουμε πολλὰ σφάλματα. Ψάχνουμε νὰ τὰ βροῦμε καὶ ὅταν τὰ βρίσκουμε, πᾶμε καὶ τὰ διαλαλοῦμε σὲ ὄλον τὸν κόσμο. Ἔγινε πλέον κακὴ συνήθεια, μόλις μαθαίνουμε κάτι γιὰ τὸν πλησίον μας, νὰ πηγαίνουμε καὶ νὰ τὸ διαλαλοῦμε παντοῦ. Ἡ γλώσσα μας καίει καὶ σπεύδουμε νὰ ποῦμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε.

Ξεχνᾶμε ὅτι ἂν ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους θὰ μᾶς κρίνει καὶ ἐμᾶς ὁ Θεός. Ξεχνᾶμε ὅτι δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ κρίνουμε τὸν πλησίον, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι δική μας ὑπόθεση ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Ὑπέρτατος Κριτής, ὁ ὁποῖος μόνος γνωρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει δίκαια κρίση. Ἐμεῖς, ὅμως, κατακρίνουμε τὸν πλησίον καὶ πολλὲς φορὲς μὲ πολὺ βαριὰ λόγια. Δὲν σκεφτόμαστε ὅτι ὁ ἀδελφός μας μπορεῖ νὰ μετανόησε ἤδη καὶ νὰ τοῦ ἀφέθηκε ἡ ἁμαρτία του, ἐπειδὴ μετανόησε βαθιά.

«Ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τί κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθη ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτά τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τᾶς βουλᾶς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἐκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ.» (Ἀ’ Κόρ. 4, 5). Εμείς, ὅμως, πάντοτε βιαζόμαστε νὰ κρίνουμε τοὺς ἄλλους καὶ δὲν περιμένουμε τὴν κρίση τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε κριτὲς τοῦ πλησίον καὶ ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ἕνας σοφός τοῦ Ἰσραήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Σειρὰχ εἶπε: «ἀκήκοας λόγον, συναποθανέτω σοι· θάρσει, οὐ μή σέ ῥήξει. (Σείρ. 19, 10). Πολὺ σπουδαία εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια του. Ἐμεῖς ξεχνᾶμε ποτὲ τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ μας; Πεθαίνει μαζί μας ὁ κακὸς λόγος; Ὄχι, ποτέ. Ἐμεῖς τὸν διαδίδουμε καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο γινόμαστε σὰν τὶς μύγες οἱ ὁποίες κυκλοφοροῦν παντοῦ καὶ παντοῦ μεταδίδουν τὴν μόλυνση. Πρέπει νὰ εἴμαστε ὄχι σὰν τὶς μύγες ἀλλὰ σὰν τὶς μέλισσες οἱ ὁποῖες πετᾶνε ἀπὸ τὸ ἕνα λουλούδι στὸ ἄλλο μαζεύοντας τὸ μέλι. Καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ μαζεύουμε τὸ μέλι δίνοντας σημασία μόνο στὸ καλὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν ἀδελφό μας.

Γι’ αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦν καὶ κατακρίνουν τὸν ἀδελφό τους ὁ ψαλμωδὸς καὶ προφήτης Δαβὶδ εἶπε: «τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν» (Ψάλ. 5, 10). Ἀνοῖξτε ἕναν τάφο καὶ θὰ δεῖτε τί ἀκαθαρσίες ὑπάρχουν μέσα του καὶ τί δυσοσμία. Ἡ ἴδια δυσοσμία, πνευματικὴ δυσοσμία, βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μας ὅταν κατακρίνουμε τὸν πλησίον. Στὸν ἴδιο ψαλμὸ ποὺ διαβάζεται στὴν πρώτη Ὧρα ὁ προφήτης λέει: «ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος» (Ψάλ. 5, 7). Ἐμεῖς, ὅμως, διώχνουμε αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦν μπροστά μας τὸν πλησίον; Ὄχι, δὲν τοὺς διώχνουμε, ἂν καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.

Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε εἶναι νὰ δαμάσουμε τὴ γλώσσα μας. Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλοι ἔχουμε πολλὲς ἁμαρτίες. Τὶς δικές μας ἁμαρτίες πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ ὄχι τοῦ πλησίον μας. Εἶπε ὁ ψαλμωδός: «οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν» (Ψάλ. 142, 3). Κανεὶς δὲν εἶναι δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι. Αὐτοὶ ποὺ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, πολλὲς φορές, γίνονται καὶ συκοφάντες ἐπειδὴ τοὺς κατηγοροῦν γιὰ κάτι ἀβάσιμο.

Χτὲς γιορτάσαμε τὴ μνήμη ἑνὸς πολὺ μεγάλου ἁγίου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Ἐκεῖνος γιὰ νὰ διδάξει αὐτούς, ποὺ τοὺς ἄρεσε νὰ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, διηγήθηκε μία φορά τὴν ἑξῆς ἱστορία. Σὲ μία πολὺ μεγάλη πόλη, στὴν Τύρο, ζοῦσε κάποτε ἕνας μοναχός, ζοῦσε ἐκεῖ καὶ μία πόρνη ὀνόματι Πορφυρία. Μία μέρα ὅταν ὁ μοναχὸς αὐτὸς περπατοῦσε στὸ δρόμο τὸν πλησίασε ἡ Πορφυρία καὶ τοῦ εἶπε: «Πάτερ ἅγιε, σῶσε μὲ, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἔσωσε κάποτε μία πόρνη». Ὁ ἅγιος ἐκεῖνος μοναχὸς τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν πῆγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ὁδήγησε σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἐκεῖ ἡ ψυχή της μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Στὸ δρόμο βρῆκαν ἕνα μωρὸ ποὺ οἱ γονεῖς του τὸ εἶχαν ἀφήσει καὶ ἡ Πορφυρία τὸ πῆρε γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσει.

Ὅταν αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ μερικοὶ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἄρεσε πολὺ νὰ κατακρίνουν τὸν πλησίον τους ἄρχισαν νὰ κακολογοῦν τὴν Πορφυρία, λέγοντάς της: «Μπράβο, Πορφυρία, ὡραῖο παιδάκι κάνατε μὲ τὸν μοναχό». Καὶ τὸν μοναχὸ τὸν περιφρονοῦσαν καὶ τὸν κακολογοῦσαν. Ὁ μοναχὸς, ὅμως, προσευχόταν ἀδιαλείπτως καὶ γιὰ τὴν Πορφυρία καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πάει σὲ ἄλλο κόσμο καὶ ὅταν βρισκόταν στὴν ἐπιθανάτια κλίνη παρακάλεσε νὰ τοῦ φέρουν ἕνα θυμιατὸ μὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Πῆρε τὰ κάρβουνα καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ στῆθος του. Ἡ φωτιὰ δὲν ἄγγιξε οὔτε τὸ σῶμα του ἀλλὰ οὔτε ἀκόμα καὶ τὰ ροῦχα. Τότε εἶπε ὁ μοναχός: «Νὰ ξέρετε ἐσεῖς ποὺ κατακρίνατε τὴν Πορφυρία καὶ ἐμένα ὅτι εἶμαι ἀθῶος. Ἡ σαρκικὴ ἁμαρτία δὲν μὲ ἔχει ἀγγίξει ὅπως δὲν μὲ ἄγγιξε τώρα ἡ φωτιὰ αὐτή».

Δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ τὸ παράδειγμα σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους. Δὲ σταματᾶνε τὶς κακολογίες τους. Ἀλλοίμονό τους, ὅπως κρίνουν αὐτοὶ τὸν πλησίον τους, ἔτσι θὰ κριθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ δικός μας μεγάλος ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος μητροπολίτης Ροστόβ, λέει τὸ ἑξῆς, ὅταν ἀναφέρεται στὴν κατάκριση: «Μὴν κοιτᾶς τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀλλὰ πρόσεχε τὴ δική σου κακία. Διότι δὲν θὰ δώσεις λόγο γιὰ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ προσέχεις τοὺς ἄλλους, πῶς ζεῖ ὁ καθένας καὶ ποιὲς ἁμαρτίες κάνει. Ἐσὺ πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου. Εὐαρεστεῖς τὸν Θεό; Μοιάζει ἡ ζωή σου μὲ τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων; Ἀκολουθεῖς καὶ ἐσὺ τὴν ὁδὸ ποὺ ἀκολούθησαν αὐτοὶ στὴ ζωή τους; Εἶναι εὐχάριστο μπροστὰ στὸ Θεὸ τὸ ἔργο σου; Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατακρίνει τοὺς ἄλλους μοιάζει μὲ ἕναν πονηρὸ καθρέφτη, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἀντανακλᾶ τοὺς ἄλλους, τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν βλέπει. Μοιάζει, ἐπίσης, καὶ μὲ ἕνα ἀκάθαρτο λουτρὸ, τὸ ὁποῖο τοὺς ἄλλους τοὺς πλένει, ἐνῶ τὸ ἴδιο μένει ἄπλυτο.

Τὸ ἴδιο καὶ αὐτὸς ποὺ κρίνει τοὺς ἄλλους. Βλέπει τί τρώει, τί πίνει καὶ ποιὲς ἁμαρτίες κάνει ὁ καθένας, τὸν ἑαυτὸ του ὅμως δὲν τὸν βλέπει. Στὸν πλησίον του βλέπει ἀκόμα καὶ τὴν παραμικρὴ ἁμαρτία. Ἡ δική του ὅμως ἡ ἁμαρτία, ὅσο μεγάλη καὶ νὰ εἶναι, γι’ αὐτὸν εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει. Θέλει νὰ μὴν ξέρει κανεὶς τὴν ἁμαρτία του καὶ νὰ μὴν λέει τίποτα γι’ αὐτή. Ἐνῶ ὁ ἴδιος τοὺς ἄλλους τοὺς συκοφαντεῖ, τοὺς κρίνει καὶ τοὺς κατακρίνει».

Δὲν εἶναι δική μας ἡ εἰκόνα ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Δημήτριος; Ἀσφαλῶς γιὰ μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ ἅγιος καὶ ἰδιαίτερα γι’ αὐτοὺς ποὺ ἡ κατάκριση καὶ ἡ συκοφαντία ἔγινε πλέον ἡ ζωή τους καὶ ποὺ βρίσκονται πολὺ μακριὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἰησοῦς. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ βγάλουν τὸ σκουπιδάκι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ τους, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔχουν στὸ δικό τους τὸ μάτι ὁλόκληρο δοκάρι. Νὰ μὴν τοὺς μοιάζουμε. Νὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ζητᾶμε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸν δύσκολο ἀγώνα κατὰ τοῦ πάθους τῆς κατακρίσεως. Νὰ μὴν κρίνουμε γιὰ νὰ μὴν κριθοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Ἕναν Μοναδικὸ καὶ Αἰώνιο Κριτή, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τοῦ Ὁποίου ἡ τιμὴ καὶ τὸ κράτος μετὰ τοῦ Ἀνάρχου Αὐτοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Παναγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος. Ἀμήν.

=====================================

“Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε”.

Μη κρίνετε, ἴνα μη κριθῆτε   

Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης


«Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε “κατ’ ὄψιν”, ἐξωτερικά, καὶ γι’ αὐτὸ πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον».


Ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία

Γέροντα, εὔκολα κρίνω καὶ κατακρίνω.

– Ἡ κρίση ποὺ ἔχεις, εἶναι φυσικά, χάρισμα πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται τὸ ταγκαλάκι καὶ σὲ κάνει νὰ κατακρίνεις καὶ νὰ ἁμαρτάνεις. Γι’ αὐτό, μέχρι νὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ κρίση σου καὶ νὰ ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμός, νὰ μὴ τὴν ἐμπιστεύεσαι. Ὅταν κανεὶς ἀσχολεῖται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κρίνη, ἐνῶ ἀκόμα δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση του, πέφτει συνέχεια στὴν κατάκριση.

– Καὶ πῶς, Γέροντα, θὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ κρίση μου;

– Πρέπει νὰ τὴν λαμπικάρεις. Μπορεῖ νὰ ἔχεις καλὴ διάθεση καὶ μία δύναμη μέσα σου, ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι κρίνεις πάντοτε σωστά. Ἡ κρίση σου εἶναι ὅμως εἶναι ἀνθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, νὰ ἀποκτήσεις ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ νὰ γίνει ἡ κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε ἡ κρίση σου θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ τὴν ἀνθρώπινη.

Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε “κατ’ ὄψιν”, ἐξωτερικά, καὶ γι’ αὐτὸ πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον. Ἡ ἀνθρώπινη κρίση μας δηλαδὴ εἶναι μία μεγάλη ἀδικία. Εἶδες τί εἶπε ὁ Χριστός: “Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε”.

Θέλει πολλὴ προσοχή. Ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πῶς ἀκριβῶς ἔχουν τὰ πράγματα. Πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Ἄγον Ὅρος ἦταν ἕνας πολὺ εὐλαβὴς διάκος, Κάποτε ὅμως φόρεσε ροῦχα κοσμικὰ καὶ γύρισε στὴ πατρίδα του. Τότε πολλοὶ Πατέρες εἶπαν διάφορα ἐναντίον του. Ἀλλὰ τί εἶχε γίνει; Κάποιος τοῦ εἶχε γράψει ὅτι οἱ ἀδελφές του ἦταν ἀκόμα ἀτακτοποίητες καί, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πῆγε νὰ τὶς βοηθήση. Ἔπιασε δουλειὰ σὲ ἕνα ἐργοστάσιο καὶ ζοῦσε πιο  καλογερικὰ ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως. Μόλις τακτοποίησε τὶς ἀδελφές του, ἄφησε τὴ δουλειά του καὶ πῆγε πάλι σὲ μοναστήρι, γιὰ νὰ μείνει. Ὁ ἡγούμενος, ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ἤξερε ὅλα, τυπικό, διακονήματα κ.λ.π., τὸν ρώτησε ποῦ τὰ ἤξερε καὶ ἐκεῖνος ἄνοιξε τὴν καρδιά του καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Τότε ὁ ἡγούμενος ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο καὶ ἐκεῖνος τὸν χειροτόνησε ἀμέσως ἱερέα. Μετὰ πῆγε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι καὶ ἐκεῖ ζοῦσε πολὺ πνευματικὴ ζωή, πολλὴ ἄσκηση. Ἔφθασε σὲ ἅγια κατάσταση καὶ βοήθησε πνευματικὰ πολλοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ποὺ δὲν ξέρουν τί ἀπέγινε μπορεῖ ἀκόμη νὰ τὸν κατακρίνουν.

Πόσο πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν κατάκριση! Πόσο ἀδικοῦμε τὸν πλησίον μας, ὅταν τὸν κατακρίνουμε! Ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν κατάκριση ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὄχι τοὺς ἄλλους, διότι μᾶς ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Τίποτε ἄλλο δὲν ἀποστρέφεται τόσο πολὺ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν κατάκριση, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία.

Πῶς φθάνουμε στὴν κατάκριση

– Γέροντα, γιατί πέφτω συχνὰ στὴν κατάκριση;

– Ἐπειδὴ ἀσχολεῖσαι πολὺ μὲ τοὺς ἄλλους. Περιεργάζεσαι τὶς ἀδελφὲς καὶ θέλεις ἀπὸ περιέργεια νὰ μαθαίνεις τί κάνει ἡ μία, τί κάνει ἡ ἄλλη. Ἔτσι μαζεύεις ὑλικό, γιὰ νὰ ἔχει τὸ ταγκαλάκι νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ σὲ ρίχνει στὴ κατάκριση.

– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ πρῶτα δὲν ἔβλεπα τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, τώρα τὰ βλέπω καὶ κατακρίνω;

– Τώρα βλέπεις τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, γιατί δὲν βλέπεις τὰ δικά σου.

– Ἀπὸ ποῦ προέρχονται, Γέροντα, οἱ λογισμοὶ κατακρίσεως;

– Ἀπὸ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας- δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια- καὶ ἀπὸ τὴν τάση νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας.

– Γέροντα, ἡ κατάκριση ἔχει ἔλλειψη ἀγάπης;

– Ἔμ, τί ἔχει; Καὶ ἔλλειψη ἀγάπης ἔχει καὶ ἀναίδεια ἔχει. Ὅταν δὲν ἔχεις ἀγάπη, δὲν βλέπεις μὲ ἐπιείκεια τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ὅποτε τοὺς ταπεινώνεις μέσα σου καὶ τοὺς κατακρίνεις. Πάει μετὰ τὸ ταγκαλάκι καὶ τοὺς βάζει νὰ κάνουν καὶ ἄλλο σφάλμα. Τὸ βλέπεις ἐσύ, τοὺς κατακρίνεις πάλι καὶ ὕστερα συμπεριφέρεσαι μὲ ἀναίδεια.

– Μερικὲς φορές, Γέροντα, μὲ στεναχωρεῖ ἡ ἀδελφὴ μὲ τὴν ὁποία συνεργάζομαι καὶ τὴν κατακρίνω.

– Ποῦ ξέρεις ἐσὺ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ ἀδελφή; Μπορεί νὰ τὴ πολεμοῦσαν πενήντα δαίμονες, γιὰ νὰ τὴν ρίξουν, ὥστε νὰ σὲ κάνουν νὰ πεῖς: «Ά, τέτοια εἶναι». Ὕστερα, ὅταν δοῦν ὅτι τὴν κατέκρινες, θὰ ἔρθουν πεντακόσιοι δαίμονες νὰ τὴν ρίξουν πάλι μπροστά σου, γιὰ νὰ τὴν κατακρίνεις ἀκόμα περισσότερο. Μπορεῖ λ.χ. νὰ τῆς πεῖς: «Ἀδελφή, μὴ βάζεις αὐτὸ τὸ πράγμα ἐκεῖ, ἐδῶ εἶναι ἡ θέση του». Τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὴν κάνει τὸ ταγκαλάκι νὰ ξεχάσει τί τῆς εἶπες καὶ νὰ τὸ βάλει πάλι στὴν ἴδια θέση. Θὰ κάνει καὶ καμιὰ ἄλλη ἀταξία καὶ θὰ λὲς μὲ τὸ λογισμό σου: «Μὰ χθὲς τῆς εἶπα νὰ προσέξει καὶ σήμερα τὸ ἔβαλε πάλι ἐκεῖ! Ἔκανε κι ἄλλη ἀταξία!». Ὅποτε τὴν κατακρίνεις καὶ δὲν μπορεῖς νὰ συγκρατηθεῖς καὶ νὰ μὴ μιλήσεις. «Ἀδελφή, τῆς λές, δὲν σοὺ εἶπα νὰ μὴν τὸ βάλεις ἐκεῖ; Αὐτὸ εἶναι ἀκαταστασία. Μὲ ἔχει σκανδαλίσει ἡ συμπεριφορά σου!». Αὐτὸ ἦταν! Ὁ διάβολος ἔκανε τὴν δουλειά του. Σὲ ἔβαλε νὰ τὴν κατακρίνεις, ἀλλὰ καὶ  νὰ ψυχρανθεῖς μαζί της. Και ἐκείνη, ἐπειδὴ δὲν ξέρει ὄτι εσυ ησουν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ἀπροσεξία της, θὰ νοιώθει τύψεις ποὺ σὲ σκανδάλισε καὶ θὰ πέσει σὲ λύπη. Βλέπετε μὲ τί πονηριὰ ἐργάζεται τὸ ταγκαλάκι κι ἐμεῖς τὸ ἀκοῦμε;

Γι’ αὐτὸ προσπαθῆστε νὰ μὴν κρίνετε κανέναν. Νὰ κρίνετε μόνον τὰ ταγκαλάκια πού, ἐνῶ ἦταν Ἄγγελοι, κατάντησαν δαίμονες καὶ , ἀντὶ νὰ μετανοήσουν, γίνονται πιὸ πονηροὶ καὶ κακοὶ καὶ βάλθηκαν μὲ μανία νὰ καταστρέψουν τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πονηρὸς δηλαδὴ παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν παραξενιὲς καὶ ἀταξίες, καὶ ὁ ἴδιος πάλι βάζει λογισμοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ κρίνουν καὶ νὰ κατακρίνουν, καὶ ἔτσι νικάει καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ. Καὶ αὐτοὶ μὲν ποὺ νικοῦνται καὶ κάνουν ἀταξίες, αἰσθάνονται μετὰ τὴν ἐνοχή τους καὶ μετανοοῦν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατακρίνουν δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους, ὑπερηφανεύονται καὶ καταλήγουν στὴν ἴδια πτώση μὲ τὸν πονηρό, τὴν ὑπερηφάνεια.

Μὲ τὴν κατάκριση φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ

– Ὅταν, Γέροντα, μοῦ περνάει ἕνας λογισμὸς εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, εἶναι πάντοτε κατάκριση;

– Δὲν τὸ καταλαβαίνεις ἐκείνη τὴν ὥρα;

– Μερικὲς φορὲς ἀργώ νὰ τὸ καταλάβω.

– Κοίταξε νὰ καταλαβαίνεις τὸ συντομότερο τὴν πτώση σου καὶ νὰ ζητᾶς συγχώρεση καὶ ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τὴν ὁποία κατέκρινες καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, γιατί αὐτὸ γίνεται ἐμπόδιο στὴν προσευχή. Μὲ τὴν κατάκριση φεύγει ἀμέσως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ δημιουργεῖται ἀμέσως ψυχρότητα στὴ σχέση σου μὲ τὸν Θεό. Πῶς νὰ κάνεις μετὰ προσευχή; Ἡ καρδιὰ γίνεται πάγος μάρμαρο.

Ἡ κατάκριση καὶ ἡ καταλαλιὰ εἶναι οἱ μεγαλύτερες ἁμαρτίες καὶ ἀπομακρύνουν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἁμάρτημα. «Ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὴν φωτιά, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἔτσι καὶ ἡ κατάκριση σβήνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ».

– Γέροντα, νυστάζω πολὺ στὴν πρωινὴ Ἀκολουθία.

– Μήπως κατέκρινες καμιὰ ἀδελφή; Ἐσὺ βλέπεις ἐξωτερικὰ τὰ πράγματα καὶ κατακρίνεις, γι’ αὐτὸ νυστάζεις μετὰ στὴν Ἀκολουθία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ δηλαδὴ ποῦ κατακρίνει κανεὶς καὶ δὲν ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα πνευματικά, μαζεύονται δέκατα πνευματικὰ καὶ ἀποδυναμώνεται. Καὶ ὅταν ἀποδυναμωθεῖ, ἢ νυστάζει ἢ ἔχει ἀϋπνία.

– Γέροντα συχνὰ πέφτω στὴ γαστριμαργία.

– Κοίταξε, ἐκεῖνο ποὺ πρέπει τώρα νὰ προσέξεις πολὺ εἶναι ἡ κατάκριση. Αν δὲν κόψεις τὴν κατάκριση, οὔτε ἀπὸ τὴ γαστριμαργία θὰ μπορέσεις νὰ ἀπαλλαγεῖς. Ο ἄνθρωπος ποὺ κατακρίνει, ἐπειδὴ διώχνει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, μένει ἀβοήθητος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κόψει τὰ ἐλαττώματά του. Και ἂν δὲν καταλάβει τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ, θὰ ἔχει συνέχεια πτώσεις. Ἂν ὅμως τὸ καταλάβει καὶ ζητήσει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τότε ξαναέρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, πέφτει στὰ ἴδια σφάλματα

– Γέροντα, πῶς συμβαίνει, ὅταν κατακρίνω μία ἀδελφὴ γιὰ κάποιο σφάλμα της, σὲ λίγο νὰ κάνω κι ἐγὼ τὸ ἴδιο σφάλμα;

– Ἂν κατακρίνει κανεὶς τὸν ἄλλον γιὰ ἕνα σφάλμα του καὶ δὲν καταλάβει τὴν πτώση του, ὥστε νὰ μετανοήσει, συνήθως πέφτει στὸ ἴδιο σφάλμα, γιὰ νὰ τὸ καταλάβει. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ἀπὸ ἀγάπη ἐπιτρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιγράφει τὴν κατάσταση αὐτοὺ  τὸν ὁποῖο κατέκρινε. Ἂν πεῖς λ.χ. ὅτι κάποιος εἶναι πλεονέκτης καὶ δὲν καταλάβεις ὅτι κατέκρινες, ὁ Θεὸς παίρνει τὴ Χάρη του καὶ ἐπιτρέπει νὰ πέσεις κι ἐσὺ στὴ πλεονεξία. Ἀρχίζεις τότε νὰ μαζεύεις. Μέχρι νὰ καταλάβεις τὴ πτώση σου καὶ νὰ ζητήσεις συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι.

Γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω, θὰ σοὺ πῶ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ἔμαθα γιὰ μία συμμαθήτριά μου ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ ὅτι εἶχε παραστρατήσει καὶ ἔκανε ζημιὰ κάτω στὴν Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπὸν νὰ τὴ φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ ἀνέβει στὸ μοναστήρι, για  νὰ τῆς μιλήσω. Εἶχα ξεχωρίσει καὶ μερικὰ κομμάτια περὶ μετανοίας ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ Πατερικά. Μία μέρα λοιπὸν ἦρθε μὲ δύο ἄλλες γυναῖκες. Μιλήσαμε καὶ ἔδειξε ὅτι κατάλαβε. Στὴ συνέχεια ἐρχόταν συχνὰ μὲ τὸ παιδί της καὶ ἔφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι γιὰ τὸν ναό. Μία φορὰ κάποιοι γνωστοὶ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴ Κόνιτσά μου λένε: «Πάτερ, αὐτὴ ἡ γυναίκα ὑποκρίνεται. Ἐδῶ φέρνει κεριὰ κὰ λιβάνι καὶ κάτω συνεχίζει μὲ τοὺς ἀξιωματικούς». Ὅταν ξαναῆρθε, τὴ βρῆκα στὴν ἐκκλησία νὰ ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες, καὶ τῆς ἔβαλα τὶς φωνές: «Φύγε ἀπὸ ‘δῶ, τῆς εἶπα, ἔχεις βρωμίσει ὅλη τὴν περιοχή!…». Ἡ καημένη ἔφυγε κλαίγοντας. Δὲν πέρασε πολὺ ὥρα καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο σαρκικὸ πόλεμο. «Τί εἶναι αὐτό; λέω. Ποτέ μου δὲν εἶχα τέτοιον πειρασμό. Τί συμβαίνει;». Δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ τὴν αἰτία. Κάνω προσευχή, τὰ ἴδια. Ὅποτε παίρνω τὸν ἀνήφορο γιὰ τὴν Γκαμήλα.«Καλύτερα νὰ μὲ φᾶνε οἱ ἀρκοῦδες», εἶπα. Προχώρησα ἀρκετὰ μέσα στὸ βουνό. Ὁ πειρασμὸς δὲν ὑποχωροῦσε. Βγάζω τότε ἕνα τσεκουράκι ποὺ εἶχα κρεμασμένο στὴ μέση μου καὶ δίνω τρεῖς τσεκουριὲς στὸ πόδι μου, μήπως καὶ μὲ τὸν πόνο φύγει ὁ πειρασμός. Τὸ παπούτσι γέμισε αἷμα, ἀλλὰ τίποτε. Σὲ μία στιγμὴ ἦρθε στὸ νοῦ μου ἐκείνη ἡ γυναίκα καὶ τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶχα πεῖ. «Θεέ μου , εἶπα τότε, ἐγὼ γιὰ λίγο ἔζησα αὐτὴ τὴν κόλαση καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀντέξω, κι αὐτὴ ἡ ταλαίπωρη ποὺ ζεῖ συνέχεια αὐτὴν τὴν κόλαση!… Συγχώρεσε μὲ ποὺ τὴν κατέκρινα». Ἀμέσως ἐνοίωσα μία δροσιὰ θεϊκὴ καὶ ἐξαφανίσθηκε ὁ πόλεμος. Βλέπεις τί κάνει ἡ κατάκριση;

Ἂν παραβλέπουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, θὰ παραβλέψει καὶ ὁ Θεὸς τὰ δικά μας

– Γέροντα, σήμερα στὴ διαλογὴ τῶν ἐλιῶν κατέκρινα μερικὲς ἀδελφές, γιατί ἔβλεπα ὅτι δὲν ἔκαναν προσεκτικὰ τὴ δουλειά τους.

-Κοίταξε νὰ ἀφήσεις τὶς κρίσεις καὶ τὶς κατακρίσεις, γιατί μετὰ θὰ σὲ κρίνει κι ἐσένα ὁ Θεός. Ἐσὺ δὲν βάζει καμμιὰ ἐλιὰ λίγο χαλασμένη μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες;

– Ὄχι Γέροντα, προσέχω νὰ μὴ βάζω.

– Ἂν μᾶς κάνει τόσο καλὸ διάλεγμα ὁ Χριστὸς στὴν Κρίση, χαθήκαμε! Ἐνῶ, ἂν τώρα παραβλέπουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων καὶ δὲν τοὺς κατακρίνουμε, θὰ μποροῦμε τότε νὰ ποῦμε στὸ Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε μὲ κι ἐμένα σὲ καμιὰ ἄκρη μέσα στὸ Παράδεισο!». Θυμάστε τί γράφει τὸ γεροντικὸ γιὰ ἕναν ἀμελῆ μοναχὸ πού σώθηκε γιατί δὲν κατέκρινε; Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνει, ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ εἰρηνικός. Τότε ὁ Γέροντάς του, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ Πατέρες ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ ἀπὸ τὰ γύρω Κελιά, τὸν ρώτησε: «Ἀδελφέ, πῶς καὶ δὲν φοβᾶσαι τὸν θάνατο, ἀφοῦ ἔζησες μὲ ἀμέλεια;». Καὶ ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔζησα μὲ ἀμέλεια. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἔγινα μοναχὸς προσπάθησα νὰ μὴν κατακρίνω κανέναν, ὅποτε τώρα θὰ πῶ στὸν Χριστό: Χριστέ μου, εἶμαι ἕνας ταλαίπωρος, ἀλλὰ τουλάχιστον τὴν ἐντολή Σου: ¨Μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε¨[8], τὴν τήρησα». « Μακάριος εἶσαι ἀδελφέ, τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας, γιατί σώθηκες χωρὶς κόπο».

– Γέροντα, μερικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅταν βλέπουν κάποιον νὰ ζεῖ ἁμαρτωλά, λένε: «Ά, αὐτός, ἔτσι ποὺ πάει, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση!».

– Ἄχ, ἂν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι πᾶνε στὴ κόλαση ἀπὸ τὶς καταχρήσεις, οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε ἀπὸ τὶς κατακρίσεις… Γιὰ κανέναν δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ πάει στὴν κόλαση. Ὁ Θεὸς δὲν ξέρουμε πῶς ἐργάζεται. Τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Κανέναν νὰ μὴ καταδικάζουμε, γιατί ἔτσι παίρνουμε τὴν κρίση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Πᾶμε νὰ γίνουμε Θεοί. Ἂν μᾶς ρωτήσει ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἂς ποῦμε τὴ γνώμη μας…

 =============================

=====================

«Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε»

της Μαρίας Κορνάρου

Πολλάκις ακούμε την καλώς εννοούμενη προτροπή να μην κρίνουμε τους άλλους. Είναι αλήθεια μία σωστή συμβουλή, αφού και στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε τα λόγια του ίδιου του Χριστού, «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν.» Όμως, αυτή η συμβουλή συχνά έρχεται και διαδίδεται από στόμα σε στόμα σε καιρούς σκανδάλων στην Εκκλησία, απευθύνεται δε πρωτίστως σε όποιους αντιδρούν στα κακώς κείμενα και εκφράζουν την θλίψη ή αγανάκτησή τους. Είναι επίσης γνωστό ότι ως σύνολο οι πιστοί δυσκολευόμαστε με το πάθος της κατακρίσεως, ιδίως όταν καλούμαστε να μην κρίνουμε κάποιον που έχει φταίξει σε εμάς, οπότε είναι και το πιο δύσκολο. Για αυτούς τους λόγους ανησυχούμε μήπως υπάρχει σύγχυση των εννοιών, της «κρίσεως» και του «ελέγχου».

Η κατάκρισις είναι μεγάλο εμπόδιο για τη σωτηρία μας. Όταν κρίνουμε κάποιον, φανερώνουμε την υπερηφάνεια μας, γιατί σφετεριζόμαστε την κρίσι που ανήκει μόνο στον Θεό. Κατάκρισις σημαίνει εξουδενώνω τον άλλο με το νου μου, τον υποτιμώ, τον καταδικάζω ως αμαρτωλό, άθλιο, πονηρό και πολλές άλλες κατηγορίες εντελώς αυθαίρετες. Ασφαλώς θεωρώ, ακόμη και αν δεν το παραδέχομαι, ότι ο ίδιος είμαι μακράν ανώτερος εκείνου που κατέκρινα – αν δεν το πίστευα αυτό, τότε πώς θα μπορούσα να τον κατακρίνω, χειρότερος εκείνου ων; Ο Κύριος προειδοποιεί ότι με την ίδια σκληρότητα και αναλγησία που επεφύλαξα στους άλλους, με αυτήν θα κριθώ και εγώ για τις ανομίες μου. Μία τέτοια άκαμπτη και αβάσταχτη κρίση με περιμένει από τον δικαιοκρίτη Θεό, για αμαρτήματα ων ουκ εστιν αριθμός. Πράγματι, δεν έχω λοιπόν επιλογή παρά να απέχω του φοβερού πάθους της κατακρίσεως, εάν θέλω να σωθώ.

Ξεχωριστός από την κατάκρισιν είναι ο έλεγχος. Ο έλεγχος διαφέρει ποιοτικά από την κατάκρισιν. Διότι εάν εκείνος που κατακρίνει έχει σκοτίσει το νου του με κατηγορίες εναντίον του αδελφού, εκείνος που ελέγχει έχει φωτίσει το νου του με δικαιολογία και αγάπη για τον πλησίον που έπεσε. Ο ελέγχων απλώς επισημαίνει την πτώση, καταδεικνύει τα κακώς κείμενα, με την ελπίδα ότι αυτά θα διορθωθούν. Ο ελέγχων πιστεύει στον πλησίον, στο αγωνιστικό φρόνημα και την εν δυνάμει αγιότητα του πειραζομένου αδελφού, και του επισημαίνει το λάθος ώστε να γίνει καλύτερος. Εάν το αποσιωπά και δεν το αναφέρει καθόλου, αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρεί τον αδελφό αδύναμο και ανίκανο να βελτιωθεί; Ο ελέγχων διακρίνει και γνωρίζει τί να πει και πότε να το πει. Δεν κάνει φασαρία για τα μικρά και ησυχία για τα μεγάλα. Έχει στο νου πάντοτε την προειδοποίηση του Κυρίου για όσους θέλουν να ελέγξουν τους άλλους περί αμαρτίας: τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου.» Όποιος δεν αγωνίζεται εναντίον του ίδιου του εαυτού του, όποιος δεν εξετάζει με ταπείνωσι τις πτώσεις του, βεβαίως δεν μπορεί να ελέγξει τους άλλους για τις δικές του πτώσεις. Αδύνατον να ωφελήσει ο λόγος του. Ο υπερήφανος ψάχνει να ελέγξει τους άλλους, εξαιρεί όμως από τον έλεγχο τον εαυτό του! Εκείνος δεν ελέγχει, αλλά μάλλον πέφτει στην κατάκρισι.

Ο έλεγχος είναι χρέος του κάθε Χριστιανού. Ο ίδιος ο Χριστός ήλεγχε συχνά τους Φαρισαίους για την υποκρισία τους. Αλλά είχε αναγνωρίσει και τον έλεγχο ρητά, όταν ρώτησε «τίς ελέγχει με περί αμαρτίας;» Και ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του, όχι μόνο προτρέπει τους Χριστιανούς των πρώτων εκκλησιών προς το αγαθό, αλλά και ελέγχει τις πτώσεις τους. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος θανατώθηκε από τον Ηρώδη επειδή τόλμησε να ελέγξει την άνομη σχέση του. Για το θάνατο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού διαβάζουμε, από το συναξάρι του Μακαριστού π. Αυγουστίνου Καντιώτη, «[…] και λοιπόν μην υποφέροντας πλέον να βλέπουν και να ακούουν τον Άγιον ελέγχοντα αυτούς, επήγαν εις τον Κουρτ Πασάν και του έδωσαν πουγγία πολλά διά να τον βγάλη από την ζωήν.» Δύσκολο πράγμα λοιπόν ο έλεγχος! Μπορεί να κοστίσει και την ίδια τη ζωή μας. Όμως είναι ελλιπής ο αγώνας μας, εάν δεν εξασκούμε τον έλεγχο. Είναι έκφρασις της αγάπης προς τον πλησίον, επειδή φανερώνει ειλικρινές ενδιαφέρον για τη σωτηρία του. Καταπολεμά την ανθρωπαρέσκεια και την υποκρισία, οι οποίες συχνά θέλουν να μας απομακρύνουν από τον έλεγχο ώστε να αποφύγουμε την αντιπαράθεση με τον άλλο. Τότε ο διάβολος κερδίζει διπλά, διότι αφενός εμάς μας απομακρύνει από το καθήκον μας, αφετέρου τον πλησίον τον ασφαλίζει σε μία αμαρτωλή κατάστασι της οποίας δεν έχει επίγνωσι. Η αληθινή Χριστιανική ζωή είναι από μόνη της έλεγχος για τους ανθρώπους που ζουν στην αμαρτία. Μπορεί από την ζωή μας κοντά στο Χριστό, να καρποφορήσουμε όχι μόνο τη δική μας σωτηρία, αλλά και τον επηρεασμό των άλλων προς μετάνοια, τη νουθεσία του πλησίον προς την αγιότητα