H EE «κλείνει το μάτι» στο μεγαλύτερο εγχείρημα παρακολούθησης των επικοινωνιών στην ιστορία της
Γράφει ο Νικόδημος Καλλιντέρης, Νομικός
Η ΕΕ διαφαίνεται ότι προχωράει με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς προς την υλοποίηση του μεγαλύτερου πειράματος επιτήρησης εν καιρώ ειρήνης, με στόχευση τον έλεγχο και την παρακολούθηση κάθε ιδιωτικού μηνύματος μέσω των γνωστών ψηφιακών εφαρμογών (viber, signal, telegram, messenger, whatapp, κ.λπ).
Σε προγενέστερο άρθρο μας (βλ. εδώ) είχαμε αναφερθεί στο εκκολαπτόμενο νομοθέτημα της ΕΕ για την πάταξη της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (Child Sexual Abuse Regulation) γνωστότερο ευρύτερα ως “Chat Control”. Bάσει αυτού του ευρωπαϊκού Κανονισμού επιβάλλεται η ψηφιακή επιτήρηση όλης -ακόμη και της κρυπτογραφημένης- της ψηφιακής αλληλογραφίας όλων των πολιτών εντός ΕΕ με σκοπό τον εντοπισμό υλικού σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών (Child Sexual Exploitation Material).
Στην πραγματικότητα το νομοθέτημα αυτό, αν δεν τροποποιηθεί κατά την τρέχουσα νομοπαρασκευαστική διαδικασία, πρόκειται να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς αδιάκριτου και άνευ προϋποθέσεων προληπτικού «σκαναρίσματος»/ελέγχου (εξ ου και το παρατσούκλι “Chat Control”) όλων των ιδιωτικών ψηφιακών συνομιλιών μας σε όλες τις ευρείας χρήσης εφαρμογές, με το πρόσχημα της πάταξης της διαδικτυακής μετάδοσης παράνομου περιεχομένου.
Ο εν λόγω Κανονισμός έχει προκαλέσει σχίσμα εντός της ΕΕ με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τη μία να πιέζει προς μια καθολική απαίτηση σάρωσης των τηλεπικοινωνιών ενώ το Ευρωκοινοβούλιο από την άλλη επιμένει ότι ο έλεγχος πρέπει να γίνεται στοχευμένα μόνο σε ύποπτα πρόσωπα και όχι στο σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών και να περιοριστεί η εφαρμογή του μέτρου μόνο στις μη κρυπτογραφημένες επικοινωνίες.
Ενώ οι συζητήσεις εντός των κόλπων της ΕΕ για τον Κανονισμό “Chat Control” έχουν ήδη διαρκέσει τρία χρόνια λόγω των ευρύτατων αντιδράσεων και των συνεπακόλουθων παλινωδιών, με την ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ από τη Δανία τον φετινό Ιούλιο το νομοθέτημα έγινε και πάλι προτεραιότητα της Ένωσης.
Πριν από λίγες ημέρες μάλιστα διέρρευσαν στον γερμανικό ιστότοπο netzpolitik τα πρακτικά μιας κλειστής συνεδρίασης από τα οποία προκύπτει ότι η προεδρεύουσα το τρέχον εξάμηνο Δανία επιμένει να διατηρήσει το μέτρο της απροϋπόθετης επιτήρησης των επικοινωνιών υπό το πρόσχημα της πάταξης παράνομων πράξεων.
Στην κλειστή συνάντηση η Ιταλία, η Ισπανία και η Ουγγαρία τάχθηκαν υπέρ της υποχρεωτικής σάρωσης των διαδικτυακών συνομιλιών ενώ θετικά διάκειται και η Γαλλία.
Απέναντι στο νομοθέτημα στέκεται το Βέλγιο δηλώνοντας ότι η σάρωση των κρυπτογραφημένων μηνυμάτων είναι «ένα δύσκολο θέμα σε εθνικό επίπεδο». Η Εσθονία στην τοποθέτησή της επεσήμανε ότι υπάρχει για το ζήτημα διάσταση απόψεων σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των κρατικών αρχών ασφαλείας και των υπευθύνων προστασίας δεδομένων ενώ η Αυστρία επεσήμανε ότι δεσμεύεται από απόφαση του κοινοβουλίου της να ταχθεί κατά της υποχρεωτικής επιτήρησης των επικοινωνιών και της υπονόμευσης της κρυπτογράφησης. Με το ίδιο σκεπτικό αντιτάσσεται στο σχέδιο του Κανονισμού και η Ολλανδία.
Η Γερμανία είχε αντιταχθεί από νωρίς στην παράκαμψη της κρυπτογράφησης και την σάρωση των ιδιωτικών συνομιλιών, αλλά δεν έχει ακόμη επιβεβαιώσει εάν η νέα κυβέρνηση που προέκυψε από τις φετινές εκλογές θα διατηρήσει την ίδια θέση.
Κατά το παρελθόν, η Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου της ΕΕ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το υπό συζήτηση νομοθέτημα έρχεται σε αντίθεση με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Επικαλέστηκε μάλιστα και πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σύμφωνα με την οποία η αποδυνάμωση της κρυπτογράφησης των επικοινωνιών που επηρεάζει το σύνολο των χρηστών αντίκεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο επόμενος γύρος διαπραγματεύσεων του Συμβουλίου της ΕΕ έχει προγραμματιστεί για τις 12 Σεπτεμβρίου 2025, με τους υποστηρικτές να ελπίζουν στην τελική έγκριση έως τα μέσα του Οκτωβρίου.
Εάν η Γαλλία και η Γερμανία τελικά υποστηρίξουν την πρωτοβουλία της προεδρεύουσας Δανίας, η Ευρώπη είναι εξαιρετικά πιθανό να ζήσει την πιο εκτεταμένη επιτήρηση των ιδιωτικών επικοινωνιών στην ιστορία της με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών της και τη δημοκρατία.