ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ
του Ιωάννου Ν. Μαρκά
Εισήγηση στην ημερίδα "Πατερική θεολογία ακι μεταπατερική αίρεση" Ιεράς Μητροπολεως Πειραιώς, ΣΕΦ 15-2-2012
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Σεβασμιώτατοι, σεβαστοί Πατέρες,
ελλογιμότατοι κ. Καθηγητές, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Οφείλουμε
εξαρχής να σημειώσουμε ότι η εισήγησή μας θα περιοριστεί σχεδόν
αποκλειστικά στη δράση της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» της Ι.Μ.
Δημητριάδος, και σε μια ενδεικτική δραστηριότητα ορισμένων προσώπων που
συμμετέχουν στα προγράμματά της, και τούτο διότι, κατά την ταπεινή μας
εκτίμηση,το συγκεκριμένο θεολογικό ίδρυμα υπήρξε το πρώτο
που,επισήμωςστον ελλαδικό χώρο, καθιέρωσε και θεμελίωσε τον όρο της
«μεταπατερικότητας» με το γνωστό τετραήμερο συνέδριο που έλαβε χώρα
μεταξύ 3-6 Ιουνίου 2010...
Αυτό
ασφαλώς δεν σημαίνει πως η «Ακαδημία» και οι συντελεστές της γέννησαν
την «μεταπατερικότητα», ούτε ότι έξω από αυτήν δεν δραστηριοποιούνται
εντόνως οι γνωστοί «μεταπατερικοί» κύκλοι, αφού το «μεταπατερικό» ζήτημα
είναι τόσο παλαιό, όσο και η παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία για
να προωθηθεί βασίστηκε εν πολλοίς στην περίφημη «υπέρβαση των Πατέρων».
Εκτιμούμε όμως πως αξίζει τον κόπο να ερευνηθεί, στα πλαίσια μιας
σύντομης εισηγήσεως, ειδικότερα η περίπτωση της «Ακαδημίας», εις τρόπον
ώστε να προσεγγιστούν «τα έργα και οι ημέρες» των μεταπατερικών
συντελεστών της, που τόσο θόρυβο έχουν προκαλέσει σε ολόκληρο τον
Ορθόδοξο θεολογικό κόσμο.
Για
πολλούς βεβαίως, ίσως να ακούγεται λίγο παράξενο και να απορούν, πως
είναι δυνατόν μια «ακαδημία θεολογικών σπουδών» να δημιουργεί τόσο
θόρυβο και τόσες αντιδράσεις γύρω από το όνομά της. Είναι άραγε τόσο
έντονο το πρόβλημα της λειτουργίας της και σε ποιά σημεία μπορεί να
εστιαστεί αυτό; Εν πρώτοις, και πολύ γενικά και πρόχειρα, μια πρώτη
απάντηση μπορεί να δοθεί στο γεγονός πως πρόκειται για ένα θεολογικό
ίδρυμα στον ελλαδικό Ορθόδοξο χώρο, που παράγει ένα «νέο κύμα»
θεολογίας, ένα είδος «θεολογικών σπουδών» αλλιώτικο από όσα μέχρι τώρα
γνωρίζαμε, ένα καθαρά «νεοεποχίτικο» μοντέλο εργαστηριακής θεολογίας του
συγκρητισμού, με μία εξειδικευμένη επιστημονική ομάδα εργασίας, που οι
διασυνδέσεις της δείχνουν να ξεπερνούν τα στενά όρια του
επιστημονικού-θεολογικού χώρου. Το πρόβλημα εν ολίγοις δεν είναι
επιφανειακό ή μονοδιάστατο, όπως ίσως να θεωρούν κάποιοι, αλλά σύνθετο
και πολυεπίπεδο, με βαθύτερες ρίζες και άρα δύσκολο ως προς την
προσέγγιση και αντιμετώπισή του. Αυτό που πρίν από μερικές δεκαετίες
φάνταζε ως «περιθώριο», σήμερα είναι το κυρίαρχο ρεύμα στο θεολογικό
χώρο και μάλιστα στον ορθόδοξο.
Η
«Ακαδημία του Βόλου» είναι καρπός και κατάκτηση του εκσυγχρονιστικού
πνεύματος που έχει μεταλαμπαδευτεί από τη Δύση στην καθ’ ημάς Ανατολή. Η
τακτική που ακολουθήθηκε και ακολουθείται είναι απλή και καλά
σχεδιασμένη: καθηγητές-ινστρούχτορες της «Νέας Εποχής» επιδίδονται
στην «εκπαίδευση» των κατάλληλων προσώπων, με σκοπό να γίνουν οι
επόμενοι «κήρυκες» και «ιεραπόστολοι» της «νεοεποχίτικης θεολογίας» του
διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητισμού, σε ένα ορθόδοξο πλήρωμα
εντελώς ακατήχητο και απληροφόρητο, σχετικά με τις πραγματικές τους
προθέσεις. Αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια είναι πλέον και μέρος του
εκκλησιαστικού κατεστημένου, το οποίο δειλά-δειλά αρχίζει και βγαίνει σε
τούτο το εκσυγχρονιστικό προσκήνιο, στηρίζοντας και υποθάλπτοντας
εμπράκτως τη νέα αυτή θεολογία και τους επίσημους φορείς της. Όπως θα
παρατηρήσουμε εντός ολίγου, όλη αυτή η λεπτή και ασυναίσθητη αποστασία
στο χώρο της θεολογίας, σε συνδυασμό με τον εισαγόμενο-δυτικό τρόπο ζωής
που έχει επικρατήσει στο καθημερινό γίγνεσθαι, διαμορφώνει στον
Ορθόδοξο κόσμο, με αργά αλλά σταθερά και μεθοδικά βήματα, μια
ψευδο-χριστιανική πνευματικότητα, μια θεολογική καρικατούρα, που οδηγεί
με μαθηματική ακρίβεια στο «θρησκευτικό τσουβάλιασμα» των λαών, μέσω της
Πανθρησκείας και του Οικουμενισμού, δηλαδή στη «νέα θρησκευτική
συνειδητότητα» του πλανητικού συστήματος.
ΣΚΟΠΟΣ-ΔΟΜΗ-ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ» ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ
Η
«Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» φαίνεται να υπηρετεί πιστά, ένα τέτοιο
εκσυγχρονιστικό σχέδιο[1].Ένας εκ των στενών συνεργατών της «Ακαδημίας»,
ο γνωστός δημοσιογράφος της «Καθημερινής», Σταύρος Ζουμπουλάκης, σε
άρθρο του στο περιοδικό που διευθύνει [2], με τίτλο Το ανανεωτικό
εγχείρημα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, εξέφρασε ακριβώς αυτόν τον
ενθουσιασμό, της κυήσεως μιας «ουσιώδους αλλαγής στη θεολογική σκέψη
στην Ελλάδα». Η αποψή του έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή εκφράζει το
σύνολο σχεδόν των συμμετεχόντων σε αυτό το περισπούδαστο θεολογικό
«thinktank»(=δεξαμενή σκέψης) και μας παρουσιάζει τον οδοδείκτη πάνω
στον οποίον κινείται το ίδρυμα και οι εκπρόσωποί του. Πρώτο στοιχείο, το
γεγονός ότι «η Ακαδημία είναι εντελώς απαλλαγμένη από κάθε θεολογικό
αντιδυτικισμό». Η αγιοπατερική θέση,
πως ο δυτικός χριστιανισμός είναι –στην μετά το Σχίσμα εποχή- αίρεση,
χαρακτηρίζεται γελοία και παράλληλα αναγνωρίζονται ως «κολοσσιαία»
ονόματα, «θεολόγοι» της Δύσεως, όπως ο Θωμάς Ακινάτης και ο Λούθηρος.
Δεύτερο στοιχείο, κατά τον κ. Ζουμπουλάκη, είναι ότι η «Ακαδημία»
αντιστέκεται στον εξωραϊσμό και στην εξυμνητική εικόνα του Βυζαντίου,
ενώ παράλληλα επαίρεται για το ότι έρχεται να αποδαιμονοποιήσει το
Διαφωτισμό, και να τον προσεγγίσει χωρίς σκοταδιστικό και φανατικό
πνεύμα, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στην Εκκλησία, για τον τρόπο με τον
οποίο τον πολέμησε. Ένα τρίτο στοιχείο, πραγματικό επίτευγμα για τους
«ακαδημαϊκούς» θεολόγους, είναι η συνομιλία με εξωεκκλησιαστικούς
διανοούμενους και στοχαστές «που δεν είναι χριστιανοί αλλά αγνωστικιστές
ή άθεοι». Αυτή η «θεολογική» στροφή, βοηθάει τα μέγιστα ώστε τα θέματα
που ανοίγει η «Ακαδημία» να χαρακτηρίζονται από μία «εξωστρέφεια», να
«είναι στραμμένα δηλαδή προς την κοινωνία και τον πολιτισμό».
Τί
είναι όμως ακριβώς το συγκρότημα που εμείς γνωρίζουμε ως «Ακαδημία
Θεολογικών Σπουδών» της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και το οποίο έκανε
την εμφάνισή του για πρώτη φορά εν έτει 2000; Στην πραγματικότητα είναι
μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση, με την επωνυμία «ΜΚΟ Ακαδημία
Δημητριάδος», με επικεφαλής πρόεδρο τον οικείο μητροπολίτη, κ. Ιγνάτιο,
που ακολουθεί την κλασσική τακτική που συνηθίζουν όλες οι ΜΚΟ, να
συμμετέχει σε «ανοιχτά» χρηματοδοτικά προγράμματα των κυβερνήσεων. Όπως
άλλωστε έχει λεχθεί ευφυώς, εάν επιθυμεί κάποιος να λάβει κυβερνητικό
χρήμα με τη σέσουλα, καλά είναι να ιδρύσει μια ...μη κυβερνητική
οργάνωση. Η αλήθεια είναι πως μέχρι πρότινος, αποτελούσε μια εύλογη και
έντονη απορία, από που χρηματοδοτείται ένα τέτοιο ίδρυμαεις τρόπον ώστε
να εκτελεί πανάκριβα συμπόσια και συνέδρια, ή να εκτελεί προγράμματα και
αποστολές «εκτός έδρας», ακόμη και σε μακρινά μέρη του εξωτερικού[3]και
γενικά πως είναι δυνατόν εν μέσω οξείας οικονομικής κρίσης, ένας
τέτοιος «οργανισμός» να δουλεύει με «φουλ τις μηχανές».
Το
ενδιαφέρον λοιπόν στοιχείο, είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ίδρυμα,
που ενώ ο τίτλος του και το καταστατικό του «φωνάζουν» πως δεν έχει
σχέση με κράτη και κυβερνήσεις, εν τούτοις η χρηματοδότησή του σε
αρκετές περιπτώσεις είναι κρατική. Άλλωστε μόλις πρόσφατα αποκαλύφθηκε,
ότι η ΜΚΟ «Ακαδημία Δημητριάδος», στήθηκε στην ουρά μαζί με άλλες 174
ΜΚΟ, για να διεκδικήσει (και να μοιραστεί με όσες επιλεγούν) 280
εκατομμύρια ευρώ για «κοινωνική εργασία», σε πρόγραμμα του Υπουργείου
Εργασίας[4]. Επιπλέον, ενδεικτικό είναι το παράδειγμα μίας ημερίδας που
διοργανώθηκε πέρυσι, τον Απρίλιο του 2011, στην Αθήνα και στο ξενοδοχείο
«Κάραβελ», σχετικά με «τη σημασία του διαθρησκειακού και
διαπολιτισμικού διαλόγου» [5] και στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η
«Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών». Η ημερίδα αυτή διοργανώθηκε από την
πρεσβεία της Ινδονησίας στην Αθήνα, υπό την αιγίδα (και άρα τη
χρηματοδότηση) των υπουργείων Εξωτερικών της Ελλάδας και της Ινδονησίας.
Την ημερίδα παρακολούθησαν θρησκευτικοί λειτουργοί, πανεπιστημιακοί
καθηγητές, πρέσβεις και υψηλόβαθμα στελέχη διπλωματικών αντιπροσωπειών
στην Αθήνα, περισσοτέρων των 20 κρατών, δημοσιογράφοι αλλά και φοιτητές.
Μεταξύ άλλων διαβάστηκε μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών από εκπρόσωπό
του, δείγμα της υψηλής στήριξης που έτυχε από όλους τους χώρους –και τον
εκκλησιαστικό-, ενώ εντύπωση προκάλεσε η ποικιλία των εισηγητών:
μουσουλμάνοι πανεπιστημιακού επιπέδου, μία προτεστάντισσα «ιερέας»,
ορθόδοξοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, ο «ιθύνων νους» της «Ακαδημίας», κ.
Παντελής Καλαϊτζίδης, αλλά και εκπρόσωπος του Ελληνικού Ιδρύματος
Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (του γνωστού ΕΛΙΑΜΕΠ), η καθηγήτρια
Άννα Τριανταφυλλίδου, ερευνήτρια του ως άνω κέντρου, το οποίο
χρηματοδοτείται αφειδώς από τα «OpenSocietyFoundation» του Σόρος, το
ίδρυμα Φόρντ, το ίδρυμα Μάρσαλ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλα σχετικά
«ευαγή» ιδρύματα[6].
Ανάμεσα
σε όλους αυτούς τους «κολοσσούς» -όλως τυχαίως- πρωταγωνιστεί και η
«ταπεινή» «Ακαδημία του Βόλου». Και το εξίσου ταπεινό ερώτημα που
προκύπτει είναι,ποιος ο λόγος να ενδιαφέρονται τα ΥΠΕΞ Ελλάδας
καιΙνδονησίας για τον διαθρησκειακό διάλογο;Για ποιο λόγο ΜΚΟ παγκοσμίου
βεληνεκούς, με στελέχη πασίγνωστα στη «Λέσχη Μπίλντεμπεργκ» και στις
πολυεθνικές υπερ-στοές, που οικοδομούν ανοιχτά πλέον την ιδέα της
«παγκόσμιας διακυβέρνησης», χρηματοδοτούν τέτοιου είδους διαθρησκειακές
ημερίδες; Και πως γίνεται ένα θεολογικό ίδρυμα μιας Ορθόδοξης
Μητροπόλεως να συνεργάζεται με όλους αυτούς; Απλούστατα διότι από κοντά
με την παγκόσμια διακυβέρνηση, ακολουθεί και η ιδέα της θρησκευτικής
ομογενοποίησης, μέσα από ένα κάλεσμα των θρησκειών σε ειρήνη, ανοχή και
καταλλαγή. Και η αποστολή της «Ακαδημίας», όπως θα καταδειχθεί στην
αμέσως επόμενη ενότητα, με τα «προγράμματα» και «συνέδρια» που
διογανώνει, είναι ακριβώς αυτή[7].