Στον
Ρωμαιοκαθολικισμό έχουμε το «κατά φύσιν ζήν», ήτοι, ο άνθρωπος δεν έπαθε τίποτε
κατά την πτώση, μόνον ότι ύστερα από την πτώση του έφυγε από αυτόν η Θεία
Χάρις. Τούτο δεν είναι σωστό γιατί έτσι υποτιμάται η σοβαρότητα της αμαρτίας
στον άνθρωπο. Βάσει της θεωρίας αυτής ο Ρωμαιοκαθολικισμός δίνει μεγάλη
σημασία, στην εν λόγω περίοδο, της Φυσικής γνώσεως του Θεού από τον άνθρωπο [Β΄
Βατικάνιος Σύνοδος]. Ο Προτεσταντισμός βασίζεται στον Αυγουστίνο, ο οποίος
παραδέχεται, ότι η ύλη είναι κακή [Νεοπλατωνισμός].
Η
Ορθόδοξος Εκκλησία δεν δέχεται ούτε το κατά φύση ζήν των Στωικών, γιατί ο
άνθρωπος διά της αμαρτίας αμαύρωσε το αρχέγονον κάλλος, ούτε και το «παρά
φύσιν», αλλά το «κατά Χάριν» ζήν. Επομένως, η φύση του ανθρώπου δεν είναι
αμαρτωλή, αλλά η βούληση αυτού, η οποία είναι και η αιτία της αμαρτίας, που
διαστρέφει και αμαυρώνει τη φύση του ανθρώπου. Η βούληση λοιπόν του ανθρώπου
καθίσταται κακή.
ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ (= Ενδείξεις)
ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ό,τι
βρήκε από μόνος του και με τις δικές του δυνάμεις ο φυσικός άνθρωπος, το
ονομάζουμε Φυσική Θεολογία. Αυτή αποτελεί το σύνολον των περί Θεού γνώσεων του
φυσικού ανθρώπου, διό και καλείται Φυσική γνώση του Θεού. Οι γνώσεις αυτές
προσέλαβαν τον χαρακτήρα αποδείξεων των ανθρώπων περί της υπάρξεως Θεού. Είναι
δε αυτές κυρίως, Συλλογισμοί λογικοί του ανθρώπου που ξεκινούν εκ των κάτω για
την γνώση του Θεού και κατά διαφόρους εποχάς (= Φιλοσοφικά Συστήματα), και όχι
αποδείξεις στην κυριολεξία, αλλά ενδείξεις.
Οι
αποδείξεις αυτές ή Ενδείξεις ουδεμία σχέση έχουν προς τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
και την υπερφυσική Αποκάλυψη. Ο Θεός δεν μπορεί να γνωστεί από τον αμαρτωλό
άνθρωπο, εκτός εάν ο ίδιος ο Θεός αποκαλυφθεί σ’ αυτόν. Ανάλογοι συλλογισμοί
προς αυτούς τους φυσικούς συλλογισμούς υπάρχουν και στη Γραφή και στην
Παράδοση, αλλά οι φυσικοί αυτοί συλλογισμοί είναι συνέπεια της πτώσης των ιερών
συγγραφέων. Οι Πατέρες όταν χρησιμοποιούν τις φυσικές αυτές αποδείξεις τις
χρησιμοποιούν όχι για συμπλήρωση Της Αποκαλύψεως, αλλά ως έξωθεν μαρτυρίες και
επιβεβαιώσεις στη φύση.
Η
Θεολογία όταν χρησιμοποιεί τη Φιλοσοφία τη χρησιμοποιεί σαν όργανο (=
θεραπαινίδα). Οι Πατέρες γνωρίζουν τα όρια της Φιλοσοφίας και της Θεολογίας.
Δεν κάνουν ειδωλολατρική Θεολογία (= αιρετική), αλλά Θεολογούσαν πάντοτε επί τη
βάσει της Υπερφυσικής Αποκαλύψεως, ήτοι, υπέρ φύση και λόγο.
Τα
ως άνω λογικά επιχειρήματα των αποδείξεων
δεν είναι καταναγκαστικά, δεν αποδεικνύονται. Αυτά δίνουν έμμεση απάντηση στο
ερώτημα, αν υπάρχει Θεός, δεν απαντούν όμως και στα ερωτήματα, ποίος είναι και
πώς είναι ο Θεός. Την τελική απάντηση την βρίσκει ο άνθρωπος στην Αποκάλυψη του
Θεού εντός του χώρου της Εκκλησίας, και την επιβεβαιώνει στην καθημερινή ζωή
του, διότι η αλήθεια είναι ζωή. Δεν έχει σημασία να λέγει κάποιος, ότι
πιστεύει, όσο το να εκφράζει την πίστη του διά της ζωής του. Η πίστη στο Θεό
δεν είναι θεωρητική υπόθεση, αλλά έμπρακτος επιβεβαίωση στη καθημέραν ζωή του.
Η χρησιμότητα αυτών των αποδείξεων έγκειται κυρίως στο ότι ενισχύουν τον πιστό
κατά της απιστίας, η οποία προσπαθεί και θέλει να αποδείξει, ότι δεν υπάρχει
Θεός.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]