Σας επιλέγω μερικά εδάφια της Καινής Διαθήκης, που αποδεικνύουν πεντακάθαρα ότι ο ενσαρκωθείς Ιησούς Χριστός είναι «ο μεγάλος Θεός και Σωτήρας μας», ίσος δηλαδή με τον Θεό Πατέρα.
[Επικαλούμενοι τα παρακάτω χωρία θα μπορείτε να κατατροπώνετε και να κονιορτοποιείτε τις αντίχριστες πλάνες των αιρετικών π.χ. «Μαρτύρων του Ιεχωβά», οι οποίοι αρνούνται (όπως και οι Εβραίοι) τη Θεότητα του Ιησού Χριστού και την ισότητά Του με τον Θεό-Πατέρα].
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΧΩΡΙΑ (Κείμενο και Μετάφραση):
"Προσδεχόμενοι
την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν (= φανέρωση) της δόξης του μεγάλου Θεού
και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ός έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών, ίνα λυτρώσηται
ημάς από πάσης ανομίας και καθαρίσει εαυτώ λαόν περιούσιον, ζηλωτήν καλών έργων
(Τίτον 2/β: 13-14).
(Μετάφραση: περιμένοντες την απερίγραπτον μακαριότητα, που ελπίζομεν, και την φανέρωσιν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος παρέδωκε τον εαυτόν Του στον σταυρικόν θάνατον προς χάριν μας, δια να μας εξαγοράση από την ενοχήν κάθε παραβάσεως του Νόμου, να μας καθαρίση από κάθε μολυσμόν, ώστε να συγκρατήση δια τον εαυτόν του λαόν εκλεκτόν, γεμάτον ζήλον δια καλά έργα).
(Μετάφραση: περιμένοντες την απερίγραπτον μακαριότητα, που ελπίζομεν, και την φανέρωσιν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος παρέδωκε τον εαυτόν Του στον σταυρικόν θάνατον προς χάριν μας, δια να μας εξαγοράση από την ενοχήν κάθε παραβάσεως του Νόμου, να μας καθαρίση από κάθε μολυσμόν, ώστε να συγκρατήση δια τον εαυτόν του λαόν εκλεκτόν, γεμάτον ζήλον δια καλά έργα).
"Συμεών Πέτρος, δούλος και απόστολος
Ιησού Χριστού, τοις ισότιμον ημίν λαχούσι πίστιν εν δικαιοσύνη του Θεού ημών
και σωτήρος Ιησού Χριστού" (Β΄ Πέτρου 1/α: 1).
(Μετάφραση: Ο Σίμων Πέτρος, δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού προς εκείνους, στους οποίους εδόθη δωρεάν, σαν δια λαχνού, η ιδία κατά την αξίαν και την τιμήν πίστις, που εδόθη και εις ημάς, ένεκα της αμερολήπτου δικαιοσύνης του Ιησού Χριστού, του Θεού μας και Σωτήρος).
(Μετάφραση: Ο Σίμων Πέτρος, δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού προς εκείνους, στους οποίους εδόθη δωρεάν, σαν δια λαχνού, η ιδία κατά την αξίαν και την τιμήν πίστις, που εδόθη και εις ημάς, ένεκα της αμερολήπτου δικαιοσύνης του Ιησού Χριστού, του Θεού μας και Σωτήρος).
"Όπως ενδοξασθή το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εν υμίν,
και υμείς εν αυτώ, κατά την χάριν του Θεού ημών και Κυρίου Ιησού
Χριστού"
(Β΄
Θεσσαλονικείς 1/α: 12).
(Μετάφραση: δια να δοξασθή μεταξύ σας με τα καλά αυτά έργα σας το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να δοξασθήτε δε και σεις δι' αυτού, σύμφωνα με την χάριν του Θεού μας και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού).
(Μετάφραση: δια να δοξασθή μεταξύ σας με τα καλά αυτά έργα σας το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να δοξασθήτε δε και σεις δι' αυτού, σύμφωνα με την χάριν του Θεού μας και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού).
«Εν αρχή
ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος». Ούτος ήν
εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν
ό γέγονεν. (Ιωάννης 1/α: 1-3).
[Μετάφραση: Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος, υπήρχεν ο Υιός και Λόγος του Θεού. Και ο Λόγος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν (ηνωμένος προς Αυτόν), και ο Λόγος ήτο Θεός απειροτέλειος (όπως ακριβώς ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα). Αυτός υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν. Όλα τα δημιουργήματα έγιναν δι' Αυτού και χωρίς Αυτόν δεν έλαβε ύπαρξιν κανένα, από όσα έχουν γίνει].
«Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν
αυτώ· ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάννης 20/κ: 28).
(Μετάφραση: Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν· “Πιστεύω, Κύριε, ότι συ είσαι ο Κύριος μου και ο Θεός μου”).
(Μετάφραση: Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν· “Πιστεύω, Κύριε, ότι συ είσαι ο Κύριος μου και ο Θεός μου”).
«Οίδαμεν δε ότι ο υιος του Θεού
ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν· και εσμεν εν τω
αληθινω, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. ούτος εστιν ο αληθινός Θεός και
ζωή αιώνιος» (Α' Ιωάννου 5/ε: 20).
(Μετάφραση: Γνωρίζομεν δε καλά, ότι ο Υιός του Θεού έχει έλθει και μας έδωσε νουν φωτισμένον και ικανόν να γνωρίζωμεν τον αληθινόν Θεόν. Είμεθα δε και ζώμεν μέσα στον αληθινόν Θεόν, δια του Υιού του, του Ιησού Χριστού. Και αυτός, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο αληθινός Θεός, και η αιώνιος ζωή και η ανεξάντλητος πηγή της αιωνίας ζωής).
(Μετάφραση: Γνωρίζομεν δε καλά, ότι ο Υιός του Θεού έχει έλθει και μας έδωσε νουν φωτισμένον και ικανόν να γνωρίζωμεν τον αληθινόν Θεόν. Είμεθα δε και ζώμεν μέσα στον αληθινόν Θεόν, δια του Υιού του, του Ιησού Χριστού. Και αυτός, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο αληθινός Θεός, και η αιώνιος ζωή και η ανεξάντλητος πηγή της αιωνίας ζωής).
«Ών οι πατέρες, και εξ ών ο Χριστός το κατά σάρκα, ο ών επί
πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν»
(Ρωμαίους 9/θ: 5).
[Μετάφραση: Αυτοί, των
οποίων οι πατέρες και οι πατριάρχαι είναι επίσημοι και ένδοξοι και από τους
οποίους κατάγεται, κατά σάρκα, ο Χριστός, ο οποίος είναι υπεράνω όλων Θεός
(δηλ. Κύριος και Εξουσιαστής όλων), άξιος να υμνήται και να δοξάζεται στους
αιώνας. Αμήν].
«ός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλιππησίους 2,6-7)
[Μετάφραση: Ο οποίος Ιησούς Χριστός αν και υπήρχε με μορφή Θεού, δεν θεώρησε αρπαγμό (=ευκαιρία προς ίδιον όφελος) το να είναι ίσα με τον Θεό (Πατέρα), αλλά άδειασε τον εαυτό του παίρνοντας μορφή δούλου, γινόμενος όμοιος με τους ανθρώπους].
«ός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλιππησίους 2,6-7)
[Μετάφραση: Ο οποίος Ιησούς Χριστός αν και υπήρχε με μορφή Θεού, δεν θεώρησε αρπαγμό (=ευκαιρία προς ίδιον όφελος) το να είναι ίσα με τον Θεό (Πατέρα), αλλά άδειασε τον εαυτό του παίρνοντας μορφή δούλου, γινόμενος όμοιος με τους ανθρώπους].
«Δια τούτο ούν
μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ου μόνον έλυε το σάββατον,
αλλά και Πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ»
Μετάφραση: «Αλλά γι’ αυτό οι Ιουδαίοι ζητούσαν περισσότερο να τον θανατώσουν (τον Ιησού Χριστό), διότι, όχι μόνο καταργούσε το Σάββατο, αλλά και έλεγε δικό του Πατέρα τον Θεό, κάνοντας τον εαυτό του ίσο με τον Θεό (Πατέρα)» (ΙΩΑΝ. Ε:18).
Μετάφραση: «Αλλά γι’ αυτό οι Ιουδαίοι ζητούσαν περισσότερο να τον θανατώσουν (τον Ιησού Χριστό), διότι, όχι μόνο καταργούσε το Σάββατο, αλλά και έλεγε δικό του Πατέρα τον Θεό, κάνοντας τον εαυτό του ίσο με τον Θεό (Πατέρα)» (ΙΩΑΝ. Ε:18).
Από τον
προηγηθέντα λόγο τού Ιησού «Ο Πατήρ μου έως άρτι
εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (στίχ.17),
οι Ιουδαίοι κατάλαβαν, ότι ο Ιησούς ονόμαζε τον Θεό Πατέρα του με αποκλειστική
έννοια, «ίδιον Πατέρα», δικό του Πατέρα,
φυσικό του Πατέρα, και έτσι έκανε τον εαυτό του «ίσον
τω Θεώ», εξίσωνε δηλαδή τον εαυτό του με τον Θεό.
Ότι ο Ιησούς «έλυε το σάββατον», αυτό δεν ήτο αληθές. Πώς ήτο
δυνατόν να καταργεί το Σάββατο εκείνος, ο οποίος εις την επί τού Όρους Ομιλία
τόνισε «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή
τούς προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά
πληρώσαι»; (ΜΑΤΘ. Ε:17).
Κακώς οι νοσηροί και σχολαστικοί Ιουδαίοι νόμισαν, ότι ο Ιησούς «έλυε το σάββατον». Το άλλο όμως, ότι δηλαδή ο
Ιησούς ονόμαζε τον Θεό «ίδιον Πατέρα»,
δικό του Πατέρα, και έτσι έκανε τον εαυτό του «ίσον
τω Θεώ», ίσο με τον Θεό, ΟΡΘΩΣ το αντελήφθησαν οι
Ιουδαίοι. Πραγματικώς ο Ιησούς έχει τον Θεό «ίδιον
Πατέρα», όπως κατά το ΡΩΜ. Η:32
ο Θεός έχει τον Χριστό «ίδιον Υιό».
Ο Απόστολος βροντοφωνάζει: «Ός γε τού ιδίου Υιού
ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν». Ο Θεός για
εμάς τους ανθρώπους δεν λυπήθηκε τον ίδιο του τον Υιό, αλλά τον θυσίασε.
«Πολυμερώς και
πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, 2. επ’ εσχάτου τών
ημερών τούτων ελάλισεν ημίν εν Υιώ, όν έθηκεν κληρονόμον πάντων, δι’ ού και τούς αιώνας
εποίησεν» δηλαδή «Αφού ο Θεός τούς παλαιούς καιρούς πολλές φορές και
με πολλούς τρόπους μίλησε εις τούς προγόνους μας δια τών προφητών, 2. τις έσχατες αυτές ημέρες μίλησε εις εμάς δια
τού Υιού (κατά τρόπον δηλαδή ανώτερον εν συγκρίσει με αυτόν τής Παλαιάς
Διαθήκης). Αυτόν κατέστησε κληρονόμο όλων. Δι’ αυτού δημιούργησε και την
κτίση» (ΕΒΡ. Α:1-2).
Στη
συνέχεια παραθέτουμε μεταφρασμένα μερικά αποσπάσματα από την Καινή Διαθήκη:
«Εσήκωσαν πάλιν πέτρας οι Ιουδαίοι δια να
λιθοβολήσουν τον Ιησού Χριστό. Ο Ιησούς τότε τους είπε:
Πολλά καλά έργα σάς έδειξα από τον
Πατέρα μου, δια ποιον έργον από αυτά με λιθοβολείτε;
Άπεκρίθησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι:
Δεν σε λιθοβολούμεν δια κάποιο καλόν
έργον, αλλά δια βλασφημίαν, διότι συ, ενώ είσαι άνθρωπος, κάμνεις τον εαυτόν
σου Θεόν.
Ο Ιησούς τους απεκρίθη:
… Εάν δεν κάμνω τα έργα του Πατρός
μου, μη με πιστεύετε. Εάν τα κάμνω, τότε, και αν ακόμη δεν πιστεύετε εις εμέ,
πιστεύσατε εις τα έργα, δια να γνωρίσετε και πιστεύσετε ότι ο Πατήρ μου είναι
εν εμοί και εγώ εν αυτώ» (Ιωάννης 10,31-38).
«Πάλιν ο αρχιερεύς τον ηρώτησε και του
είπε:
Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του
ευλογητού; Ο δε Ιησούς είπε:
Εγώ είμαι˙ και θα ίδετε τον
υιόν του ανθρώπου να κάθηται εις τα δεξιά της δυνάμεως και να έρχεται επάνω εις
τα σύννεφα του ουρανού.
Ο αρχιερεύς έσχισε τα ενδύματα του και
είπε:
Τι ανάγκην έχομεν πλέον από μάρτυρας;
Ακούσατε την βλασφημίαν» (Μάρκος 14,61-64· Παράβαλλε Και Ματθαίος 26,63-65.
Λουκάς 22,70-71. Ιωάννης 5,18. 4,26).
Τα χωρία αυτά μαρτυρούν σαφώς, ότι ο ίδιος ο
Χριστός ομολογεί τον εαυτόν Του Θεόν. Αυτή ήτο και η αιτία δια την
οποίαν οι άνθρωποι τον κατεδίκασαν (Ιωάννης 10,33). Και ο Κύριος παραδέχεται
την κατηγορίαν και την διακηρύσσει ως μοναδικήν αλήθειαν:
«Ο θεωρών εμέ θεωρεί τον πέμψαντά με»
(Ιωάννης 12,45. 14,9). «Εγώ και ο πατήρ εν εσμέν» (Ιωάννης 10,30). «Εγώ εν τω
πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί» (Ιωάννης 14,10. 20. 17,21-23). «Ο δε πατήρ ο εν
εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα» (Ιωάννης 14,10). «Όλα μου παρεδόθησαν από τον
πατέρα» (Ματθαίος 11,27. Ιωάννης 3,35). «Μου εδόθη πάσα εξουσία εις τον
ουρανόν και την γην» (Ματθαίος 28,18).
«Εγώ είμαι το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο
Θεός, ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ» (Αποκ. 1,8. Παράβαλλε Και
22,13).
==========================================
==========================================
Ερμηνεία σε δύσκολα Χριστολογικά εδάφια
του π.
Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (†)*
Υπάρχουν δυσνόητα Γραφικά εδάφια, τα οποία
διαστρεβλώνουν οι αιρετικοί, με αποτέλεσμα να οδηγούν στην απώλεια (Β' Πέτρ.
β' 1, γ' 16). Γι' αυτό το λόγο πρέπει να αναφέρουμε την ερμηνεία πού δίνει η
Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15) στα εδάφια αυτά.
1. «Κύριος έκτισε με αρχήν οδών αυτού» (Παροιμ. η' 22).
Το εδάφιο μας λέγει πως με τη σάρκωση της Σοφίας, δηλαδή του Υιού και Λόγου του Θεού (Παροιμ. θ' 1. Ιω. α' 14. Α' Κορ. α' 24), ανοίχθηκε για τα «έργα του Θεού», δηλαδή για τους ανθρώπους και για ολόκληρη τη δημιουργία, νέα οδός σωτηρίας (Ιω. ιδ' 6). Το «έκτισέ με» δεν αναφέρεται συνεπώς στην προαιώνια ύπαρξη του Λόγου του Θεού, αλλά στη σάρκωσή Του και αντιδιαστέλλεται από το «γεννά με» (Παροιμ. η' 25), δηλαδή προς την προαιώνια γέννηση του Υιού (πρβλ. Ιω. α' 1, 14, Φιλιπ. β' 7, Εβρ. α' 1-2).
Και άλλα εδάφια της Γραφής έχουν παρόμοια σημασία- «ας γνωρίζουν λοιπόν καλά όλοι οι Ισραηλίται, ότι ο Θεός "εποίησεν" και Κύριον και Χριστόν τούτον τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε» (Πραξ. β' 36). Το «εποίησε» Αναφέρεται πάλι «στους λόγους του σωτηριώδους θείου σχεδίου», όχι στην άναρχο γέννηση του Υιού, γι' αυτό και χρησιμοποιείται η δεικτική αντωνυμία, «τούτον τον Ιησούν» (Μ. Βασιλ.). Ο Θεός προσέφερε σ' Αυτόν την εξουσία και τη δεσποτεία «επί πάντων» (Ματθ. κη' 18, Α' Κορ. ε' 27. Πρβλ. Δαν. ζ' 13-14), γιατί ως άνθρωπος ο Χριστός δεν την είχε- ήταν «μικρότερος και από τους Αγγέλους» (Ψαλμ. η' 6. Έβρ. β' 7-9).
2. «Ο Πατήρ μου μείζων μού εστί» (Ιω. ιδ' 28).
Το «μείζων» μπορεί να σημαίνει διαφορά στη δύναμη, στη σοφία, στο αξίωμα, στον όγκο, στο χρόνο, στην ουσία, Αλλά και στην αιτία. Ο Πατήρ δεν είναι μεγαλύτερος από τον Υιό στη δύναμη η στη σοφία, γιατί ο Υιός είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α' Κορ. α' 24).
Δεν μπορεί πάλι να είναι μεγαλύτερος στο αξίωμα η στην τιμή, γιατί τοποθετείται στα δεξιά του Θεού (Ψαλμ. ρθ' 1, Εβρ. α' 3) το «δεξιόν» δεν εκλαμβάνεται σωματικά, σαν ο Θεός να έχει «δεξιά» και «αριστερά», ούτε σημαίνει «χαμηλότερο τόπο», αλλά σχέση ισότητας (πρβλ. Ψαλμ. μδ' 7. Ματθ. ιστ' 27. Πραξ. β' 34. 'Έβρ. α' 8, ιβ' 2. Αποκ. ια' 15, κβ' 3-4,ε' 13).
Το να υποστηρίξει βέβαια κανείς πως ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος από τον Υιό στον όγκο, τούτο καταντάει γελοίο.
Αλλά ούτε και στο χρόνο ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος, γιατί διά του Υιού δημιουργήθησαν οι αιώνες (Εβρ. α' 2) και ο Υιός υπήρχε «εν αρχή» (Ιω. α' 1), ήταν δηλαδή άναρχος και προαιώνιος (Παροιμ. η' 30. Εβρ. ζ' 3. Αποκ. α' 17-18, κβ' 12-13).
Βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πως το «μείζων» δεν αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των δύο θείων υποστάσεων, αλλά μεταξύ του Πατρός και της ανθρώπινης φύσης του Υιού, Αλλά, όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τούτο θα ήταν μεν αληθινό, όμως όχι σπουδαίο, διότι «τι το θαυμαστόν, εάν ο Θεός είναι ανώτερος του ανθρώπου;».
Το «μείζων», κηρύττει η Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15) δεν είναι μόνο του στη Γραφή- εκεί βρίσκουμε και το «εν εσμέν» (Ιω. ι' 30), πράγμα για το οποίο οι Ιουδαίοι επεχείρησαν να λιθοβολήσουν τον Χριστό, επειδή ορθά το εξέλαβαν πως σημαίνει ισότητα προς τον Πατέρα (Ιω. ι' 29-33, Πρβλ. Φιλιπ. β' 6)
«Πώς λοιπόν θα συμβιβασθούν τα ασυμβίβαστα; Διότι είναι αδύνατον το αυτό πράγμα να είναι μεγαλύτερον ενός άλλου και ταυτοχρόνως "ίσον η μήπως γίνεται φανερόν, ότι το μεν ''μείζων" αναφέρεται εις το ότι είναι αίτιος, το δε "ίσος" εις την φύσιν; Εγώ παραδέχομαι και τούτο διά την πολλήν μου καλοπιστίαν» (Γρηγ. Θεολ.).
Το «μείζων» αναφέρεται στην υπεροχή ως προς την τάξη, όχι ως προς την ουσία. Βασίζεται στο γεγονός ότι ο Πατήρ, με την προαιώνια γέννηση του Υιού, μεταδίδει σ' αυτόν την κοινή θεία ουσία. Διαφορετικά, αν πούμε πως υπάρχει διαφορά ουσίας, τότε αρνούμεθα στον Πατέρα την ίδια την Πατρότητα, αφού ο φερόμενος πλέον ως υιός δεν είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα- «το αλλότριον της ουσίας καταργεί την φυσικήν συνάφειαν» (Μ. Βασιλ.).
«Όταν λοιπόν ακούσωμεν ότι ο Πατήρ είναι αρχική αιτία και μεγαλύτερος από τον Υιόν, ας εννοήσωμεν ότι είναι κατά την αιτίαν. Και όπως δεν λέγομεν ότι είναι από άλλην ουσίαν η φωτιά και από άλλην το φως, κατά τον ίδιον τρόπον δεν είναι δυνατόν να ειπούμεν ότι από άλλην ουσίαν είναι ο Πατήρ και από άλλην ουσίαν είναι ο Υιός, αλλά ότι είναι από μίαν και την ιδίαν ουσίαν» (Ιω. Δαμασκ.).
3. «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως».
Είναι «πρωτότοκος» με την έννοια του «κτίστου» και συγχρόνως του «αναδημιουργού» της κτίσεως: «επειδή δι' αυτού δημιουργήθησαν τα πάντα... και αυτός είναι Κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η αρχή, ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών», διά να γίνει αυτός ο πρώτος εις όλα, διότι εις αυτόν ευαρεστήθηκε να κατοικήσει όλον το πλήρωμα του Θεού και δι' αυτού να συμφιλιώσει μετά του εαυτού Του τα πάντα... Τώρα ο Θεός με το σάρκινον σώμα του Χριστού σας συμφιλίωσε διά του θανάτου Του, διά να σας παρουσιάσει ενώπιόν Του αγίους...» (Κολ. α' 16-22).
Εάν το «πρωτότοκος» το αναφέρουμε στη θεία φύση του Χριστού, τότε είναι «πρωτότοκος» με την έννοια του Υψίστου, του Δημιουργού ολοκλήρου της κτίσης (πρβλ. Εξοδ. δ' 22. Ψαλμ. πη' 28). Μ' αυτή την έννοια ο Υιός είναι η «αρχή», δηλαδή η αιτία και η πηγή της κτίσης του Θεού (Αποκ. γ' 14).
Εάν το «πρωτότοκος» το αποδώσουμε στην ανθρώπινη φύση Του, τότε είναι πρωτότοκος με την έννοια του αναδημιουργού, του ανακαινιστού ολόκληρης της δημιουργίας. Γι' αυτό και ονομάζεται «απαρχή» (Α' Κορ. ιε' 22-23), «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. α' 18. Αποκ. α' 5), «πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών» (Ρωμ. η' 29. Πρβλ. και Ρωμ. η' 21). Με τη σάρκωσή Του, το θάνατο και την ανάσταση, «συνεφιλίωσε μετά του εαυτού Του τα πάντα» και άνοιξε το δρόμο για την υιοθεσία (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26. Α' Ιω. γ' 2. Πρβλ. και Ρωμ. η' 11-17).
1. «Κύριος έκτισε με αρχήν οδών αυτού» (Παροιμ. η' 22).
Το εδάφιο μας λέγει πως με τη σάρκωση της Σοφίας, δηλαδή του Υιού και Λόγου του Θεού (Παροιμ. θ' 1. Ιω. α' 14. Α' Κορ. α' 24), ανοίχθηκε για τα «έργα του Θεού», δηλαδή για τους ανθρώπους και για ολόκληρη τη δημιουργία, νέα οδός σωτηρίας (Ιω. ιδ' 6). Το «έκτισέ με» δεν αναφέρεται συνεπώς στην προαιώνια ύπαρξη του Λόγου του Θεού, αλλά στη σάρκωσή Του και αντιδιαστέλλεται από το «γεννά με» (Παροιμ. η' 25), δηλαδή προς την προαιώνια γέννηση του Υιού (πρβλ. Ιω. α' 1, 14, Φιλιπ. β' 7, Εβρ. α' 1-2).
Και άλλα εδάφια της Γραφής έχουν παρόμοια σημασία- «ας γνωρίζουν λοιπόν καλά όλοι οι Ισραηλίται, ότι ο Θεός "εποίησεν" και Κύριον και Χριστόν τούτον τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε» (Πραξ. β' 36). Το «εποίησε» Αναφέρεται πάλι «στους λόγους του σωτηριώδους θείου σχεδίου», όχι στην άναρχο γέννηση του Υιού, γι' αυτό και χρησιμοποιείται η δεικτική αντωνυμία, «τούτον τον Ιησούν» (Μ. Βασιλ.). Ο Θεός προσέφερε σ' Αυτόν την εξουσία και τη δεσποτεία «επί πάντων» (Ματθ. κη' 18, Α' Κορ. ε' 27. Πρβλ. Δαν. ζ' 13-14), γιατί ως άνθρωπος ο Χριστός δεν την είχε- ήταν «μικρότερος και από τους Αγγέλους» (Ψαλμ. η' 6. Έβρ. β' 7-9).
2. «Ο Πατήρ μου μείζων μού εστί» (Ιω. ιδ' 28).
Το «μείζων» μπορεί να σημαίνει διαφορά στη δύναμη, στη σοφία, στο αξίωμα, στον όγκο, στο χρόνο, στην ουσία, Αλλά και στην αιτία. Ο Πατήρ δεν είναι μεγαλύτερος από τον Υιό στη δύναμη η στη σοφία, γιατί ο Υιός είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α' Κορ. α' 24).
Δεν μπορεί πάλι να είναι μεγαλύτερος στο αξίωμα η στην τιμή, γιατί τοποθετείται στα δεξιά του Θεού (Ψαλμ. ρθ' 1, Εβρ. α' 3) το «δεξιόν» δεν εκλαμβάνεται σωματικά, σαν ο Θεός να έχει «δεξιά» και «αριστερά», ούτε σημαίνει «χαμηλότερο τόπο», αλλά σχέση ισότητας (πρβλ. Ψαλμ. μδ' 7. Ματθ. ιστ' 27. Πραξ. β' 34. 'Έβρ. α' 8, ιβ' 2. Αποκ. ια' 15, κβ' 3-4,ε' 13).
Το να υποστηρίξει βέβαια κανείς πως ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος από τον Υιό στον όγκο, τούτο καταντάει γελοίο.
Αλλά ούτε και στο χρόνο ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος, γιατί διά του Υιού δημιουργήθησαν οι αιώνες (Εβρ. α' 2) και ο Υιός υπήρχε «εν αρχή» (Ιω. α' 1), ήταν δηλαδή άναρχος και προαιώνιος (Παροιμ. η' 30. Εβρ. ζ' 3. Αποκ. α' 17-18, κβ' 12-13).
Βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πως το «μείζων» δεν αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των δύο θείων υποστάσεων, αλλά μεταξύ του Πατρός και της ανθρώπινης φύσης του Υιού, Αλλά, όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τούτο θα ήταν μεν αληθινό, όμως όχι σπουδαίο, διότι «τι το θαυμαστόν, εάν ο Θεός είναι ανώτερος του ανθρώπου;».
Το «μείζων», κηρύττει η Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15) δεν είναι μόνο του στη Γραφή- εκεί βρίσκουμε και το «εν εσμέν» (Ιω. ι' 30), πράγμα για το οποίο οι Ιουδαίοι επεχείρησαν να λιθοβολήσουν τον Χριστό, επειδή ορθά το εξέλαβαν πως σημαίνει ισότητα προς τον Πατέρα (Ιω. ι' 29-33, Πρβλ. Φιλιπ. β' 6)
«Πώς λοιπόν θα συμβιβασθούν τα ασυμβίβαστα; Διότι είναι αδύνατον το αυτό πράγμα να είναι μεγαλύτερον ενός άλλου και ταυτοχρόνως "ίσον η μήπως γίνεται φανερόν, ότι το μεν ''μείζων" αναφέρεται εις το ότι είναι αίτιος, το δε "ίσος" εις την φύσιν; Εγώ παραδέχομαι και τούτο διά την πολλήν μου καλοπιστίαν» (Γρηγ. Θεολ.).
Το «μείζων» αναφέρεται στην υπεροχή ως προς την τάξη, όχι ως προς την ουσία. Βασίζεται στο γεγονός ότι ο Πατήρ, με την προαιώνια γέννηση του Υιού, μεταδίδει σ' αυτόν την κοινή θεία ουσία. Διαφορετικά, αν πούμε πως υπάρχει διαφορά ουσίας, τότε αρνούμεθα στον Πατέρα την ίδια την Πατρότητα, αφού ο φερόμενος πλέον ως υιός δεν είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα- «το αλλότριον της ουσίας καταργεί την φυσικήν συνάφειαν» (Μ. Βασιλ.).
«Όταν λοιπόν ακούσωμεν ότι ο Πατήρ είναι αρχική αιτία και μεγαλύτερος από τον Υιόν, ας εννοήσωμεν ότι είναι κατά την αιτίαν. Και όπως δεν λέγομεν ότι είναι από άλλην ουσίαν η φωτιά και από άλλην το φως, κατά τον ίδιον τρόπον δεν είναι δυνατόν να ειπούμεν ότι από άλλην ουσίαν είναι ο Πατήρ και από άλλην ουσίαν είναι ο Υιός, αλλά ότι είναι από μίαν και την ιδίαν ουσίαν» (Ιω. Δαμασκ.).
3. «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως».
Είναι «πρωτότοκος» με την έννοια του «κτίστου» και συγχρόνως του «αναδημιουργού» της κτίσεως: «επειδή δι' αυτού δημιουργήθησαν τα πάντα... και αυτός είναι Κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η αρχή, ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών», διά να γίνει αυτός ο πρώτος εις όλα, διότι εις αυτόν ευαρεστήθηκε να κατοικήσει όλον το πλήρωμα του Θεού και δι' αυτού να συμφιλιώσει μετά του εαυτού Του τα πάντα... Τώρα ο Θεός με το σάρκινον σώμα του Χριστού σας συμφιλίωσε διά του θανάτου Του, διά να σας παρουσιάσει ενώπιόν Του αγίους...» (Κολ. α' 16-22).
Εάν το «πρωτότοκος» το αναφέρουμε στη θεία φύση του Χριστού, τότε είναι «πρωτότοκος» με την έννοια του Υψίστου, του Δημιουργού ολοκλήρου της κτίσης (πρβλ. Εξοδ. δ' 22. Ψαλμ. πη' 28). Μ' αυτή την έννοια ο Υιός είναι η «αρχή», δηλαδή η αιτία και η πηγή της κτίσης του Θεού (Αποκ. γ' 14).
Εάν το «πρωτότοκος» το αποδώσουμε στην ανθρώπινη φύση Του, τότε είναι πρωτότοκος με την έννοια του αναδημιουργού, του ανακαινιστού ολόκληρης της δημιουργίας. Γι' αυτό και ονομάζεται «απαρχή» (Α' Κορ. ιε' 22-23), «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. α' 18. Αποκ. α' 5), «πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών» (Ρωμ. η' 29. Πρβλ. και Ρωμ. η' 21). Με τη σάρκωσή Του, το θάνατο και την ανάσταση, «συνεφιλίωσε μετά του εαυτού Του τα πάντα» και άνοιξε το δρόμο για την υιοθεσία (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26. Α' Ιω. γ' 2. Πρβλ. και Ρωμ. η' 11-17).
[ Προσθήκη Καραμπάτση Ευάγγελου, Οικονομολόγου:
Ο Απόστολος Παύλος αποκαλεί τον Χριστό "πρωτότοκο"
(Κολ. Α΄, στίχ. 15) και όχι πρωτόκτιστο. Εάν ο Χριστός ήταν
"κτίσμα" και όχι τέλειος και αληθινός Θεός, ο Απόστολος θα τον
αποκαλούσε "πρωτόκτιστο". Το "τίκτω" σημαίνει
ότι ο γεννήτωρ και ο γεννηθείς έχουν ακριβώς την ίδια φύση. Ο
άνθρωπος για παράδειγμα τίκτει τέλειον άνθρωπο και όχι διαμέρισμα ή
πολυκατοικία !!!
Έτσι και ο Θεός-Πατήρ τίκτει αχρόνως τον Υιόν ως τέλειον
Θεόν κατά φύση.
Ο Πατήρ είναι άναρχος και ο Υιός είναι συνάναρχος. Ο Πατήρ
είναι αγέννητος ενώ ο Υιός εγεννήθη αχρόνως από τον Πατέρα, όπως ακριβώς
και το φως γεννάται από τον ήλιο. "Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ
Θεού αληθινού γεννηθέντα....".
Εάν δεχθούμε την άποψη των πλανεμένων αιρετικών (π.χ. "Μαρτύρων του Ιεχωβά") ότι ο Χριστός ήταν κτίσμα και είχε χρονική αρχή, τότε θα υπήρχε κάποιο χρονικό διάστημα (πριν από το "κτίσιμο" του Υιού) που ο Χριστός δεν θα υπήρχε ως Θεός-Υιός και επομένως ο Θεός-Πατήρ δεν θα ήταν Πατέρας, αφού ο Υιός δεν θα είχε "κτιστεί" ακόμη !!!
Εάν δεχθούμε την άποψη των πλανεμένων αιρετικών (π.χ. "Μαρτύρων του Ιεχωβά") ότι ο Χριστός ήταν κτίσμα και είχε χρονική αρχή, τότε θα υπήρχε κάποιο χρονικό διάστημα (πριν από το "κτίσιμο" του Υιού) που ο Χριστός δεν θα υπήρχε ως Θεός-Υιός και επομένως ο Θεός-Πατήρ δεν θα ήταν Πατέρας, αφού ο Υιός δεν θα είχε "κτιστεί" ακόμη !!!
Δηλαδή με το πέρασμα του
χρόνου η Τριαδική Θεότητα ή έστω και μόνος ο Πατήρ αλλάζει... ιδιότητες και
μεταβάλλεται!!!
Σύμφωνα πάντα με τους
πλανεμένους αιρετικούς: Ο Θεός-Πατήρ πριν από ένα χρονικό σημείο (δηλ.
πριν από το "κτίσιμο" του Υιού) δεν ήταν Πατήρ και ξαφνικά μετά από
αυτό το χρονικό σημείο έγινε Πατέρας !!!
Στ' αλήθεια μέχρι που θα φθάσει η αντίχριστη παραφροσύνη των Χιλιαστών;;; ]
Στ' αλήθεια μέχρι που θα φθάσει η αντίχριστη παραφροσύνη των Χιλιαστών;;; ]
4. Ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον
αληθινόν Θεόν» (Ιω. ιζ' 3)
Η φράση «τον μόνον αληθινόν Θεόν» δεν αποκλείει την Θεότητα του Υιού, αλλά την αντιπαραθέτει στους ανύπαρκτους και ονομαζόμενους θεούς, γι' αυτό και συνεχίζει: «και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω. ιζ' 3).
Εξ άλλου η φράση «αληθινός Θεός» αναφέρεται «εις όλην την Θεότητα» (Γρηγ. Θεολ.) και επομένως στον Τριαδικό Θεό. Γι' αυτό και ο προφήτης λέγει για τον Υιό του Θεού: «Ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν... επί της γης ώφθη και εν τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. γ' 36-38).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως «ο αληθινός Θεός» είναι ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης (πρβλ. Ησ. ξε' 16, κατά τους Ο'), δηλαδή ο Τριαδικός Θεός- όχι μόνον ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Γι' αυτό και η Καινή Διαθήκη μιλώντας για τον Υιό υπογραμμίζει: «Αυτός είναι ο αληθινός Θεός και η ζωή η αιώνιος» (Α' Ιω. ε' 20)' «ταύτα λέγει ο άγιος, ο αληθινός» (Αποκ. γ' 7), «ταύτα λέγει ο Αμήν» (Α-ποκ. γ' 14).
Ο Υιός λοιπόν, ως προς τη φύση δεν είναι «άλλος Θεός», αλλά «εν» μετά του Πατρός (Ιω. ι' 30)' γι' αυτό και χαρακτηρίζεται με το κοινό Τριαδικό όνομα Κύριος (Γιαχβέ) και Θεός (πρβλ. Ψαλμ. ξη' 18-19. Εφεσ. δ' 7-10. Ιω. κ' 28).
Το ότι η λέξη «μόνος» δεν αποκλείει την Θεότητα του Υιού, αποδεικνύεται και από το παράλληλο εδάφιο: «Διότι αν και είναι λεγόμενοι θεοί, είτε εν τω ουρανώ, είτε επί της γης... αλλ' εις ημάς είναι εις Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα... και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι' ου τα πάντα...» (Α' Κορ. η' 5-6).
Και εδώ το «εις» αντιδιαστέλλεται προς τους λεγόμενους θεούς και δεν αποκλείει τον Υιό, πού είναι «ο αληθινός Θεός» (Α' Ιω. ε' 20). Εάν το «εις» λεγόταν κατ' αντιδιαστολή προς τον Υιό, τότε και ο Πατήρ δεν θα ήταν Κύριος (Γιαχβέ), αφού το εδάφιο μας λέγει πως υπάρχει μόνο «εις Κύριος», ο Ιησούς Χριστός! (Α' Κορ. η' 6).
5. «Ουδείς γινώσκει... ουδέ ο Υιός» (Μαρκ. ιγ' 32)
Και μ' αυτό το εδάφιο πιστοποιείται η ατέλεια της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε ο Χριστός (πρβλ. Λουκ. β' 52). Δεν ήταν φαινομενικά άνθρωπος, αλλά πραγματικά όλα τα δικά μας τα έκανε δικά Του, ώστε να μας απαλλάξει από τη φθορά.
Αν λοιπόν διαιρέσουμε θεωρητικά αυτά πού αληθινά είναι αχώριστα, την ανθρώπινη φύση από τη θεία, τότε η ανθρώπινη φύση θα έμενε μέσα στην άγνοια. «Αλλά χάρις εις την υποτακτικήν ένωσιν με
τον Θεόν Λόγον» η ανθρώπινη φύση «ούτε δούλη ήταν, ούτε αγνοούσε» (Ιω. Δαμασκ.).
Θα ήταν όμως μεγάλη αφέλεια να πούμε πως ο Υιός, με τη θεία φύση Του, δεν εγνώριζε με ακρίβεια το χρόνο της δευτέρας παρουσίας, «την ημέραν εκείνην η την ώραν» (Μαρκ. ιγ' 32). Ο Δημιουργός του σύμπαντος (Ιω. α' 2. Κολ. α' 16. Αποκ. γ' 14), εκείνος πού δημιούργησε και τους αιώνες (Εβρ. α' 2), πού είναι η σοφία του Θεού (Α' Κορ. α' 24) και γνωρίζει τα πάντα (Ιω. β' 24, ιστ' 30, κα' 17) και μάλιστα τον ίδιο τον Πατέρα (Ματθ. ια' 27. Ίω. ι' 15), Αυτός, στον οποίον ανήκουν «πάντα όσα έχει ο Πατήρ» (Ιω. γ' 35, ιγ' 3, ιστ' 15, ιζ' 10), πως μπορούσε να μη γνωρίζει τον χρόνο της δευτέρας παρουσίας Του;
Η αγία Γραφή μιλώντας για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού υπογραμμίζει πως «η ημέρα εκείνη είναι γνωστή στον Κύριο» (Ζαχ. ιδ' 7). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εδώ ο ερχόμενος Κύριος (Γιαχβέ) είναι ο Υιός (πρβλ. Ματθ. κδ' 4-30, κε' 31. Μαρκ. ιγ' 5-30. Λουκ. κα' 7-36).
Πράγματι, μόνον ο Τριαδικός Θεός (Γιαχβέ) γνωρίζει «την ημέρα και την ώρα» και τα πάντα. Αυτός είναι ο «ετάζων καρδίας και δοκιμάζων νεφρούς» (Ιερεμ. ια' 20. Πρβλ. Αποκ. β' 18, 23).
Απόσπασμα Από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας».
Περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΤΕΥΧΟΣ 36 - 2004
Η φράση «τον μόνον αληθινόν Θεόν» δεν αποκλείει την Θεότητα του Υιού, αλλά την αντιπαραθέτει στους ανύπαρκτους και ονομαζόμενους θεούς, γι' αυτό και συνεχίζει: «και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω. ιζ' 3).
Εξ άλλου η φράση «αληθινός Θεός» αναφέρεται «εις όλην την Θεότητα» (Γρηγ. Θεολ.) και επομένως στον Τριαδικό Θεό. Γι' αυτό και ο προφήτης λέγει για τον Υιό του Θεού: «Ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν... επί της γης ώφθη και εν τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. γ' 36-38).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως «ο αληθινός Θεός» είναι ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης (πρβλ. Ησ. ξε' 16, κατά τους Ο'), δηλαδή ο Τριαδικός Θεός- όχι μόνον ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Γι' αυτό και η Καινή Διαθήκη μιλώντας για τον Υιό υπογραμμίζει: «Αυτός είναι ο αληθινός Θεός και η ζωή η αιώνιος» (Α' Ιω. ε' 20)' «ταύτα λέγει ο άγιος, ο αληθινός» (Αποκ. γ' 7), «ταύτα λέγει ο Αμήν» (Α-ποκ. γ' 14).
Ο Υιός λοιπόν, ως προς τη φύση δεν είναι «άλλος Θεός», αλλά «εν» μετά του Πατρός (Ιω. ι' 30)' γι' αυτό και χαρακτηρίζεται με το κοινό Τριαδικό όνομα Κύριος (Γιαχβέ) και Θεός (πρβλ. Ψαλμ. ξη' 18-19. Εφεσ. δ' 7-10. Ιω. κ' 28).
Το ότι η λέξη «μόνος» δεν αποκλείει την Θεότητα του Υιού, αποδεικνύεται και από το παράλληλο εδάφιο: «Διότι αν και είναι λεγόμενοι θεοί, είτε εν τω ουρανώ, είτε επί της γης... αλλ' εις ημάς είναι εις Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα... και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι' ου τα πάντα...» (Α' Κορ. η' 5-6).
Και εδώ το «εις» αντιδιαστέλλεται προς τους λεγόμενους θεούς και δεν αποκλείει τον Υιό, πού είναι «ο αληθινός Θεός» (Α' Ιω. ε' 20). Εάν το «εις» λεγόταν κατ' αντιδιαστολή προς τον Υιό, τότε και ο Πατήρ δεν θα ήταν Κύριος (Γιαχβέ), αφού το εδάφιο μας λέγει πως υπάρχει μόνο «εις Κύριος», ο Ιησούς Χριστός! (Α' Κορ. η' 6).
5. «Ουδείς γινώσκει... ουδέ ο Υιός» (Μαρκ. ιγ' 32)
Και μ' αυτό το εδάφιο πιστοποιείται η ατέλεια της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε ο Χριστός (πρβλ. Λουκ. β' 52). Δεν ήταν φαινομενικά άνθρωπος, αλλά πραγματικά όλα τα δικά μας τα έκανε δικά Του, ώστε να μας απαλλάξει από τη φθορά.
Αν λοιπόν διαιρέσουμε θεωρητικά αυτά πού αληθινά είναι αχώριστα, την ανθρώπινη φύση από τη θεία, τότε η ανθρώπινη φύση θα έμενε μέσα στην άγνοια. «Αλλά χάρις εις την υποτακτικήν ένωσιν με
τον Θεόν Λόγον» η ανθρώπινη φύση «ούτε δούλη ήταν, ούτε αγνοούσε» (Ιω. Δαμασκ.).
Θα ήταν όμως μεγάλη αφέλεια να πούμε πως ο Υιός, με τη θεία φύση Του, δεν εγνώριζε με ακρίβεια το χρόνο της δευτέρας παρουσίας, «την ημέραν εκείνην η την ώραν» (Μαρκ. ιγ' 32). Ο Δημιουργός του σύμπαντος (Ιω. α' 2. Κολ. α' 16. Αποκ. γ' 14), εκείνος πού δημιούργησε και τους αιώνες (Εβρ. α' 2), πού είναι η σοφία του Θεού (Α' Κορ. α' 24) και γνωρίζει τα πάντα (Ιω. β' 24, ιστ' 30, κα' 17) και μάλιστα τον ίδιο τον Πατέρα (Ματθ. ια' 27. Ίω. ι' 15), Αυτός, στον οποίον ανήκουν «πάντα όσα έχει ο Πατήρ» (Ιω. γ' 35, ιγ' 3, ιστ' 15, ιζ' 10), πως μπορούσε να μη γνωρίζει τον χρόνο της δευτέρας παρουσίας Του;
Η αγία Γραφή μιλώντας για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού υπογραμμίζει πως «η ημέρα εκείνη είναι γνωστή στον Κύριο» (Ζαχ. ιδ' 7). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εδώ ο ερχόμενος Κύριος (Γιαχβέ) είναι ο Υιός (πρβλ. Ματθ. κδ' 4-30, κε' 31. Μαρκ. ιγ' 5-30. Λουκ. κα' 7-36).
Πράγματι, μόνον ο Τριαδικός Θεός (Γιαχβέ) γνωρίζει «την ημέρα και την ώρα» και τα πάντα. Αυτός είναι ο «ετάζων καρδίας και δοκιμάζων νεφρούς» (Ιερεμ. ια' 20. Πρβλ. Αποκ. β' 18, 23).
Απόσπασμα Από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας».
Περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΤΕΥΧΟΣ 36 - 2004