ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (Α΄)
(ἱερὰ παράδοσις & θεία εὐχαριστία)
Σήμερα ἑορτή, ἀγαπητοί μου· εἶνε μία ἀπὸ τὶς λαμπρότερες ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τί εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία; Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω μιὰ εἰκόνα της.
Τί εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία; Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω μιὰ εἰκόνα της.
* * *
1. ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ. Ἂν ὑπάρχῃ μιὰ λέξι ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ἐκκλησία μας, εἶνε ἡ λέξι παράδοσις. Ὀρθοδοξία ἴσον παράδοσις.
Τί θὰ πῇ παράδοσις; Ὑποθέστε, ὅτι ἕνας ἔχει ἕνα θησαυρό, ἀπὸ 100 πολύτιμα πετράδια, καὶ τὰ ἐμπιστεύεται σὲ καθένα ἀπὸ μᾶς καὶ μᾶς λέει· Πάρτε αὐτὰ τὰ πετράδια καὶ νὰ προσέξτε νὰ τὰ φυλάξετε· θὰ ἔρθω πάλι νὰ τὰ παραλάβω· δὲν πρέπει νὰ λείπῃ οὔτε ἕνα· ἑκατὸ σᾶς ἔδωσα, ἑκατὸ θὰ μοῦ παραδώσετε. Προσέξτε ἀκόμη νὰ μὴ ἀντικαταστήσετε ἕνα πραγματικὸ πετράδι μὲ κάποιο ψεύτικο… Παραβολικὸς ὁ λόγος· θησαυρὸς ἀνεκτίμητος εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία. Πετράδια ποὺ ἀστράφτουν εἶνε ἡ διδασκαλία της. Καὶ φύλακας, στὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔχει ἐμπιστευθῆ αὐτὸ τὸ θησαυρό, εἴμαστε ὅλη ἡ Ἐκκλησία, κλῆρος καὶ λαός, καὶ μάλιστα ὁ λαός· αὐτὸς εἶνε ὁ φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρέπει νὰ προσέξουμε τὸ θησαυρό μας. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος φωνάζει· «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις τὰς ὁποίας ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. 2,15).
Νὰ φοβούμεθα κρατώντας τὸν πολύτιμο θησαυρό. Ὅπως ἕνα παιδάκι ποὺ ἡ μητέρα τοῦ δίνει ἕνα χρυσὸ νόμισμα κι αὐτὸ τὸ κάνει κομπόδεμα, καὶ προσέχει μὴν τὸ χάσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς αὐτὸ ποὺ μᾶς παρέδωσαν γενεὲς γενεῶν νὰ τὸ κρατήσουμε πολὺ προσεκτικά. Νὰ ἀγρυπνοῦμε, μήπως μία γενεὰ παραδώσῃ στὴν ἄλλη κάτι λιγώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι παρέλαβε. Ἂν ἡ δική μας γενεὰ ἀπὸ τὰ 100 πετράδια παραδώσῃ στὴν ἄλλη 99, ἡ ἄλλη γενεὰ θὰ παραδώσῃ στὴν ἑπομένη 98, ἡ ἄλλη γενεὰ θὰ παραδώσῃ 97 κ.ο.κ.. Ξέρετε ποῦ θὰ φθάσουμε ἔτσι; Ἀφαιρώντας ἕνα – ἕνα τὰ πετράδια ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ στέμμα τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ φθάσουμε σὲ μία γενεὰ μακρινὴ στὴν ὁποία θὰ λεγώμαστε ὀρθόδοξοι ἀλλὰ δὲν θὰ εἴμαστε πλέον ὀρθόδοξοι. Νά ἔχουμε ἐπίσης φόβο μήπως κάποια γενεὰ παραδώσῃ στὴν ἄλλη κάτι διαφορετικὸ ἀπ᾽ ὅ,τι παρέλαβε, μήπως γίνῃ νοθεία τοῦ ἀληθινοῦ πνεύματος τοῦ εὐαγγελίου τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύουμε σὲ ὅ,τι παρέλαβαν καὶ δίδαξαν οἱ ἅγιοι πατέρες· ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε Ἐκκλησία τῶν πατέρων. Πιστεύουμε σ᾽ αὐτὰ ποὺ οἱ πατέρες παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, σ᾿ αὐτὰ ποὺ οἱ ἀπόστολοι παρέλαβαν ἀπὸ τὸ Χριστό, σ᾽ αὐτὰ ποὺ ὁ Χριστὸς παρέλαβε ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἀπὸ ᾽κεῖ ἀρχίζει ἡ παράδοσις, ἐκεῖ εἶνε ὁ πρῶτος κρίκος. Ὅπως ὁ πολυέλεος –ποὺ ἔχει συμβολισμό– κρέμεται ἀπὸ μιὰ ἁλυσίδα, τῆς ὁποίας ὁ πρῶτος κρίκος εἶνε πιασμένος ἐπάνω στὸν τροῦλλο, ἔτσι καὶ ἡ παράδοσις εἶνε μία σειρὰ κρίκων, χρυσῆ ἁλυσίδα μὲ πολλοὺς κρίκους. Ὁ πρῶτος κρίκος εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ κατόπιν κατεβαίνουμε· ἀκολουθοῦν οἱ ἀπόστολοι, μετὰ οἱ πατέρες, καὶ προχωρώντας φθάνουμε ἕως ἐμᾶς, μέχρι τὴ γενεά μας. Χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ νὰ μὴν ἀδυνατίση καὶ νὰ μὴ σπάσῃ κανένας κρίκος, νὰ μὴ γίνῃ ἀλλοίωσις τῆς διδασκαλίας ποὺ παραλάβαμε.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἴπαμε εἶνε θησαυρός, εἶνε χρυσός. Καὶ ἔτσι, σὰν χρυσὸ νόμισμα, κυκλοφορεῖ στὸν κόσμο διὰ μέσου τῶν γενεῶν. Ἀλλὰ στὴν ἀγορὰ κοντὰ στὰ γνήσια χρυσᾶ νομίσματα κυκλοφοροῦν καὶ κίβδηλα, κάλπικα. Ἢ μπορεῖ κάποιοι ἀπατεῶνες μὲ μιὰ λίμα νὰ φθείρουν ἕνα χρυσὸ νόμισμα ἀφαιρώντας κάτι ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ἀξία του. Γι᾽ αὐτὸ βρέθηκε μηχάνημα, μέσα στὸ ὁποῖο ῥίχνουν ὅλα τὰ νομίσματα, κι αὐτὸ κάνει ἔλεγχο· κρατάει ὅσες λίρες εἶνε γνήσιες, καὶ ὅσες ἔχουν καὶ τὴν ἐλάχιστη φθορὰ τὶς πετάει ἔξω. Ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία· δοκιμάζει ποιά διδασκαλία ξεφεύγει ἀπὸ τὴν παράδοσι καὶ τὴν ἀπορρίπτει καὶ ποιά εἶνε σύμφωνη καὶ τὴν κρατάει, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Παύλου «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις…».
Τί θὰ πῇ παράδοσις; Ὑποθέστε, ὅτι ἕνας ἔχει ἕνα θησαυρό, ἀπὸ 100 πολύτιμα πετράδια, καὶ τὰ ἐμπιστεύεται σὲ καθένα ἀπὸ μᾶς καὶ μᾶς λέει· Πάρτε αὐτὰ τὰ πετράδια καὶ νὰ προσέξτε νὰ τὰ φυλάξετε· θὰ ἔρθω πάλι νὰ τὰ παραλάβω· δὲν πρέπει νὰ λείπῃ οὔτε ἕνα· ἑκατὸ σᾶς ἔδωσα, ἑκατὸ θὰ μοῦ παραδώσετε. Προσέξτε ἀκόμη νὰ μὴ ἀντικαταστήσετε ἕνα πραγματικὸ πετράδι μὲ κάποιο ψεύτικο… Παραβολικὸς ὁ λόγος· θησαυρὸς ἀνεκτίμητος εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία. Πετράδια ποὺ ἀστράφτουν εἶνε ἡ διδασκαλία της. Καὶ φύλακας, στὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔχει ἐμπιστευθῆ αὐτὸ τὸ θησαυρό, εἴμαστε ὅλη ἡ Ἐκκλησία, κλῆρος καὶ λαός, καὶ μάλιστα ὁ λαός· αὐτὸς εἶνε ὁ φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρέπει νὰ προσέξουμε τὸ θησαυρό μας. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος φωνάζει· «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις τὰς ὁποίας ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. 2,15).
Νὰ φοβούμεθα κρατώντας τὸν πολύτιμο θησαυρό. Ὅπως ἕνα παιδάκι ποὺ ἡ μητέρα τοῦ δίνει ἕνα χρυσὸ νόμισμα κι αὐτὸ τὸ κάνει κομπόδεμα, καὶ προσέχει μὴν τὸ χάσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς αὐτὸ ποὺ μᾶς παρέδωσαν γενεὲς γενεῶν νὰ τὸ κρατήσουμε πολὺ προσεκτικά. Νὰ ἀγρυπνοῦμε, μήπως μία γενεὰ παραδώσῃ στὴν ἄλλη κάτι λιγώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι παρέλαβε. Ἂν ἡ δική μας γενεὰ ἀπὸ τὰ 100 πετράδια παραδώσῃ στὴν ἄλλη 99, ἡ ἄλλη γενεὰ θὰ παραδώσῃ στὴν ἑπομένη 98, ἡ ἄλλη γενεὰ θὰ παραδώσῃ 97 κ.ο.κ.. Ξέρετε ποῦ θὰ φθάσουμε ἔτσι; Ἀφαιρώντας ἕνα – ἕνα τὰ πετράδια ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ στέμμα τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ φθάσουμε σὲ μία γενεὰ μακρινὴ στὴν ὁποία θὰ λεγώμαστε ὀρθόδοξοι ἀλλὰ δὲν θὰ εἴμαστε πλέον ὀρθόδοξοι. Νά ἔχουμε ἐπίσης φόβο μήπως κάποια γενεὰ παραδώσῃ στὴν ἄλλη κάτι διαφορετικὸ ἀπ᾽ ὅ,τι παρέλαβε, μήπως γίνῃ νοθεία τοῦ ἀληθινοῦ πνεύματος τοῦ εὐαγγελίου τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύουμε σὲ ὅ,τι παρέλαβαν καὶ δίδαξαν οἱ ἅγιοι πατέρες· ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε Ἐκκλησία τῶν πατέρων. Πιστεύουμε σ᾽ αὐτὰ ποὺ οἱ πατέρες παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, σ᾿ αὐτὰ ποὺ οἱ ἀπόστολοι παρέλαβαν ἀπὸ τὸ Χριστό, σ᾽ αὐτὰ ποὺ ὁ Χριστὸς παρέλαβε ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἀπὸ ᾽κεῖ ἀρχίζει ἡ παράδοσις, ἐκεῖ εἶνε ὁ πρῶτος κρίκος. Ὅπως ὁ πολυέλεος –ποὺ ἔχει συμβολισμό– κρέμεται ἀπὸ μιὰ ἁλυσίδα, τῆς ὁποίας ὁ πρῶτος κρίκος εἶνε πιασμένος ἐπάνω στὸν τροῦλλο, ἔτσι καὶ ἡ παράδοσις εἶνε μία σειρὰ κρίκων, χρυσῆ ἁλυσίδα μὲ πολλοὺς κρίκους. Ὁ πρῶτος κρίκος εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ κατόπιν κατεβαίνουμε· ἀκολουθοῦν οἱ ἀπόστολοι, μετὰ οἱ πατέρες, καὶ προχωρώντας φθάνουμε ἕως ἐμᾶς, μέχρι τὴ γενεά μας. Χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ νὰ μὴν ἀδυνατίση καὶ νὰ μὴ σπάσῃ κανένας κρίκος, νὰ μὴ γίνῃ ἀλλοίωσις τῆς διδασκαλίας ποὺ παραλάβαμε.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἴπαμε εἶνε θησαυρός, εἶνε χρυσός. Καὶ ἔτσι, σὰν χρυσὸ νόμισμα, κυκλοφορεῖ στὸν κόσμο διὰ μέσου τῶν γενεῶν. Ἀλλὰ στὴν ἀγορὰ κοντὰ στὰ γνήσια χρυσᾶ νομίσματα κυκλοφοροῦν καὶ κίβδηλα, κάλπικα. Ἢ μπορεῖ κάποιοι ἀπατεῶνες μὲ μιὰ λίμα νὰ φθείρουν ἕνα χρυσὸ νόμισμα ἀφαιρώντας κάτι ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν ἀξία του. Γι᾽ αὐτὸ βρέθηκε μηχάνημα, μέσα στὸ ὁποῖο ῥίχνουν ὅλα τὰ νομίσματα, κι αὐτὸ κάνει ἔλεγχο· κρατάει ὅσες λίρες εἶνε γνήσιες, καὶ ὅσες ἔχουν καὶ τὴν ἐλάχιστη φθορὰ τὶς πετάει ἔξω. Ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία· δοκιμάζει ποιά διδασκαλία ξεφεύγει ἀπὸ τὴν παράδοσι καὶ τὴν ἀπορρίπτει καὶ ποιά εἶνε σύμφωνη καὶ τὴν κρατάει, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Παύλου «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις…».
2. ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἀγαπητοί μου, θεωρεῖ τὸν λόγο – τὸ κήρυγμα οὐσιῶδες στὴ ζωή της· γι᾿ αὐτὸ ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα ὑπάρχει τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ κέντρο ὅμως τοῦ βάρους πέφτει στὴ μυσταγωγία. Εἶνε μυσταγωγικὸς ὁ χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ποὺ μεταδίδει τὸ αἷμα σὲ ὅλο τὸ σῶμα, εἶνε τὸ ἁγιώτατο καὶ ὑπερφυέστατο μυστήριο, ὁ μυστικὸς δεῖπνος· τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ «Λάβετε, φάγετε…» – «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,26-27. Μᾶρκ. 14,22-23), τὸ ποτήριον τῆς καινῆς διαθήκης (Λουκ. 22,20. Α΄ Κορ. 11,25).
Ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς προτεστάντες, ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ μυστήριο ἀλλὰ θεωροῦν τὰ τελούμενα ὡς σύμβολα καὶ σκιὲς καὶ ἀνάμνησι, κ᾽ ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ δὲν κοινωνοῦν ὅλοι παρὰ μόνο οἱ κληρικοὶ ἀπὸ τὸν οἶνο καὶ τὸν ἄρτο, ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἡ μόνη ποὺ κοινωνεῖ ὅλο τὸ λαό της καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θεία λειτουργία εἶνε ὁ πνευματικὸς ἥλιος ποὺ ζωογονεῖ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία μας. Γιὰ νὰ τὴν ἐξηγήσουμε θὰ χρειάζονταν πολλὰ κηρύγματα· μιὰ εἰκόνα της ἁπλῶς θὰ δώσω. Ἡ θεία λειτουργία εἶνε μιὰ περίληψις καὶ ἔκφρασις τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, ἀπὸ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14), καὶ φθάνει μέχρι τὴν Ἀνάληψι, μέχρι τὸν οὐρανό, πέρα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἂν προσέξατε, ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» τρεῖς φορὲς βγαίνει ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα. Τὴ μία βγαίνει ὑψώνοντας τὸ Εὐαγγέλιο στὴν λεγομένη μικρὰ εἴσοδο. Τί εἶνε ἡ μικρὰ εἴσοδος; εἶνε ἡ ἔλευσις τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ὡς διδασκάλου· εἰκονίζει τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν κόσμο ὡς κῆρυξ τῶν αἰωνίων ἀληθειῶν. Γι᾿ αὐτὸ λέει «Σοφία· ὀρθοί» καὶ κατόπιν «ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου». Ἡ δεύτερη φορὰ εἶνε ὅταν ἀνοίγει ἡ θύρα γιὰ τὴν λεγομένη μεγάλη εἴσοδο· τότε ἐξέρχεται ὁ Χριστὸς ὄχι πλέον ὡς διδάσκαλος, ἀλλὰ ὡς ἀρχιερεὺς καὶ ὡς «ὁ Βασιλεὺς τῶν ὅλων». Ἡ μεγάλη εἴσοδος στὴν ὁποία ὁ ἱερεὺς κρατάει τὰ τίμια δῶρα ποὺ θὰ μεταβληθοῦν σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, εἶνε ἡ πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ· ἔρχεται ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ προσφέρῃ τὴ θυσία ποὺ τώρα τελεῖται ἀναιμάκτως. Καὶ ἡ τρίτη φορὰ εἶνε ὅταν ἔχει τελεσθῆ τὸ μυστήριο καὶ τότε πλέον κρατώντας τὰ ἅγια, τὸ ποτήριο μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀνοίγει τὰ βημόθυρα καὶ λέει· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Ἡ θυσία ἐτελέσθη· δεῦτε πάντες τρυφήσατε, «πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» (κατηχ. λόγ. Πάσχα), «Λάβετε, φάγετε…».
Ἡ θεία λειτουργία ἔχει μεγαλοπρέπεια ἀφάνταστη. Ἀλλὰ ποιός τὴν αἰσθάνεται; Τὴν ἔχουμε συνηθίσει, ὅπως ἔχουμε συνηθίσει καὶ τὸν ἥλιο, καὶ δὲν αἰσθανόμεθα τὸ μυστήριο. Καὶ ἡ συνήθεια καταστρέφει τὸν θαυμασμό. Γιὰ νὰ σᾶς δείξω τί δύναμι ἔχει ἡ θεία λειτουργία, θὰ σᾶς φέρω ἕνα παράδειγμα.
Πρὶν χίλια χρόνια τὸ μεγάλο ἔθνος τῶν ῾Ρώσων ζοῦσε στὸ σκοτάδι, ἦταν εἰδωλολάτρες. Τότε ὁ βασιλιᾶς τους Βλαδίμηρος κάλεσε τοὺς ἐπιτελεῖς του καὶ λέει· Θὰ πᾶτε στὰ κέντρα τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ θὰ δῆτε ποῦ εἶνε ἡ καλύτερη θρησκεία. Ἔτσι αὐτὴ ἡ πρεσβεία ἔφθασε καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι. Ἦταν Κυριακή. Στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σορίας λειτουργοῦσε ὁ πατριάρχης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο, παρίστατο ὁ αὐτοκράτωρ, ἡ βασίλισσα, οἱ πρίγκιπες καὶ ἀξιωματοῦχοι καὶ λαὸς πολύς. Μπῆκαν μέσα οἱ ξένοι, στάθηκαν καὶ ἄκουσαν τὴν ψαλμῳδία, εἶδαν τὸ δεσπότη μὲ τὰ ἄμφια καὶ τὸν αὐτοκράτορα, εἶδαν τὸ ναὸ μὲ τὸν τροῦλλο καὶ τὸ φῶς νὰ μπαίνῃ ἀπ᾽ τὰ παράθυρα, μὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα τοὺς ἔκανε ἐντύπωσι ἡ εὐλάβεια καὶ κατάνυξι ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ ἐκκλησίασμα. Ὅταν βγῆκαν ἔξω, αὐτοὶ οἱ βάρβαροι ἦταν πλέον ἄλλοι ἄνθρωποι. Γύρισαν στὴ ῾Ρωσία καὶ εἶπαν· Πήγαμε παντοῦ, ἀλλὰ πουθενὰ δὲ βρήκαμε θρησκεία ἀνώτερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ λατρεύεται μέσα στὴν Ἁγια-Σοφιά· αὐτὴ ἡ θρησκεία εἶνε ἡ πιὸ ὑπέροχη· ἐκεῖ πραγματικὰ λατρεύεται ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἔτσι ὁ Βλαδίμηρος ἀποφάσισε καὶ οἱ ῾Ρῶσοι βαπτίσθηκαν ὀρθόδοξοι. Ἀπὸ μία λειτουργία ποὺ παρακολούθησαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας! Τέτοια δύναμι ἔχει ἡ θεία λειτουργία.
Τώρα τελευταῖα ἀρχίζουν τὰ λειτουργικά βιβλία μας (Παρακλητική, Μηναῖα, Τριῴδιο κ.λπ.) νὰ τὰ μεταφράζουν στὴν Ἀμερική, στὴν Αὐστραλία, στὴν Ἀφρική. Γιατὶ δὲν ὑπάρχουν ὡραιότερα τραγούδια· δὲν τὰ ἔφτειαξαν ἐπιστήμονες στὰ γραφεῖα μὲ τὸ μυαλό, τὰ ἔφτειαξαν ἀσκηταὶ μὲ τὴν καρδιὰ μέσα σὲ σπήλαια.
Ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς προτεστάντες, ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ μυστήριο ἀλλὰ θεωροῦν τὰ τελούμενα ὡς σύμβολα καὶ σκιὲς καὶ ἀνάμνησι, κ᾽ ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ δὲν κοινωνοῦν ὅλοι παρὰ μόνο οἱ κληρικοὶ ἀπὸ τὸν οἶνο καὶ τὸν ἄρτο, ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἡ μόνη ποὺ κοινωνεῖ ὅλο τὸ λαό της καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θεία λειτουργία εἶνε ὁ πνευματικὸς ἥλιος ποὺ ζωογονεῖ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία μας. Γιὰ νὰ τὴν ἐξηγήσουμε θὰ χρειάζονταν πολλὰ κηρύγματα· μιὰ εἰκόνα της ἁπλῶς θὰ δώσω. Ἡ θεία λειτουργία εἶνε μιὰ περίληψις καὶ ἔκφρασις τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, ἀπὸ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14), καὶ φθάνει μέχρι τὴν Ἀνάληψι, μέχρι τὸν οὐρανό, πέρα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἂν προσέξατε, ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» τρεῖς φορὲς βγαίνει ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα. Τὴ μία βγαίνει ὑψώνοντας τὸ Εὐαγγέλιο στὴν λεγομένη μικρὰ εἴσοδο. Τί εἶνε ἡ μικρὰ εἴσοδος; εἶνε ἡ ἔλευσις τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ὡς διδασκάλου· εἰκονίζει τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν κόσμο ὡς κῆρυξ τῶν αἰωνίων ἀληθειῶν. Γι᾿ αὐτὸ λέει «Σοφία· ὀρθοί» καὶ κατόπιν «ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου». Ἡ δεύτερη φορὰ εἶνε ὅταν ἀνοίγει ἡ θύρα γιὰ τὴν λεγομένη μεγάλη εἴσοδο· τότε ἐξέρχεται ὁ Χριστὸς ὄχι πλέον ὡς διδάσκαλος, ἀλλὰ ὡς ἀρχιερεὺς καὶ ὡς «ὁ Βασιλεὺς τῶν ὅλων». Ἡ μεγάλη εἴσοδος στὴν ὁποία ὁ ἱερεὺς κρατάει τὰ τίμια δῶρα ποὺ θὰ μεταβληθοῦν σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, εἶνε ἡ πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ· ἔρχεται ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ προσφέρῃ τὴ θυσία ποὺ τώρα τελεῖται ἀναιμάκτως. Καὶ ἡ τρίτη φορὰ εἶνε ὅταν ἔχει τελεσθῆ τὸ μυστήριο καὶ τότε πλέον κρατώντας τὰ ἅγια, τὸ ποτήριο μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀνοίγει τὰ βημόθυρα καὶ λέει· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Ἡ θυσία ἐτελέσθη· δεῦτε πάντες τρυφήσατε, «πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» (κατηχ. λόγ. Πάσχα), «Λάβετε, φάγετε…».
Ἡ θεία λειτουργία ἔχει μεγαλοπρέπεια ἀφάνταστη. Ἀλλὰ ποιός τὴν αἰσθάνεται; Τὴν ἔχουμε συνηθίσει, ὅπως ἔχουμε συνηθίσει καὶ τὸν ἥλιο, καὶ δὲν αἰσθανόμεθα τὸ μυστήριο. Καὶ ἡ συνήθεια καταστρέφει τὸν θαυμασμό. Γιὰ νὰ σᾶς δείξω τί δύναμι ἔχει ἡ θεία λειτουργία, θὰ σᾶς φέρω ἕνα παράδειγμα.
Πρὶν χίλια χρόνια τὸ μεγάλο ἔθνος τῶν ῾Ρώσων ζοῦσε στὸ σκοτάδι, ἦταν εἰδωλολάτρες. Τότε ὁ βασιλιᾶς τους Βλαδίμηρος κάλεσε τοὺς ἐπιτελεῖς του καὶ λέει· Θὰ πᾶτε στὰ κέντρα τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ θὰ δῆτε ποῦ εἶνε ἡ καλύτερη θρησκεία. Ἔτσι αὐτὴ ἡ πρεσβεία ἔφθασε καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι. Ἦταν Κυριακή. Στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σορίας λειτουργοῦσε ὁ πατριάρχης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο, παρίστατο ὁ αὐτοκράτωρ, ἡ βασίλισσα, οἱ πρίγκιπες καὶ ἀξιωματοῦχοι καὶ λαὸς πολύς. Μπῆκαν μέσα οἱ ξένοι, στάθηκαν καὶ ἄκουσαν τὴν ψαλμῳδία, εἶδαν τὸ δεσπότη μὲ τὰ ἄμφια καὶ τὸν αὐτοκράτορα, εἶδαν τὸ ναὸ μὲ τὸν τροῦλλο καὶ τὸ φῶς νὰ μπαίνῃ ἀπ᾽ τὰ παράθυρα, μὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα τοὺς ἔκανε ἐντύπωσι ἡ εὐλάβεια καὶ κατάνυξι ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ ἐκκλησίασμα. Ὅταν βγῆκαν ἔξω, αὐτοὶ οἱ βάρβαροι ἦταν πλέον ἄλλοι ἄνθρωποι. Γύρισαν στὴ ῾Ρωσία καὶ εἶπαν· Πήγαμε παντοῦ, ἀλλὰ πουθενὰ δὲ βρήκαμε θρησκεία ἀνώτερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ λατρεύεται μέσα στὴν Ἁγια-Σοφιά· αὐτὴ ἡ θρησκεία εἶνε ἡ πιὸ ὑπέροχη· ἐκεῖ πραγματικὰ λατρεύεται ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἔτσι ὁ Βλαδίμηρος ἀποφάσισε καὶ οἱ ῾Ρῶσοι βαπτίσθηκαν ὀρθόδοξοι. Ἀπὸ μία λειτουργία ποὺ παρακολούθησαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας! Τέτοια δύναμι ἔχει ἡ θεία λειτουργία.
Τώρα τελευταῖα ἀρχίζουν τὰ λειτουργικά βιβλία μας (Παρακλητική, Μηναῖα, Τριῴδιο κ.λπ.) νὰ τὰ μεταφράζουν στὴν Ἀμερική, στὴν Αὐστραλία, στὴν Ἀφρική. Γιατὶ δὲν ὑπάρχουν ὡραιότερα τραγούδια· δὲν τὰ ἔφτειαξαν ἐπιστήμονες στὰ γραφεῖα μὲ τὸ μυαλό, τὰ ἔφτειαξαν ἀσκηταὶ μὲ τὴν καρδιὰ μέσα σὲ σπήλαια.
* * *
Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας· ἡ ἱερὰ παράδοσις καὶ τὸ θεῖο μυστήριο στὴ θεία λειτουργία. Δὲν τελειώσαμε. Τί εἶνε ἀκόμα ἡ Ὀρθοδοξία μας; Θὰ συνεχίσουμε σὺν Θεῷ αὔριο.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 26-2-1961 βράδυ. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν
9 Μαρτίου 2014
* * *
9 Μαρτίου 2014
ΤΙ ΕΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (Β΄)
(ἐν Χριστῷ ἐλευθερία & ἁγιότης)
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας εἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὰ πρῶτα χαρακτηριστικὰ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ἡ ἱερὰ παράδοσις καὶ ἡ θεία εὐχαριστία. Συνεχίζουμε τώρα προσθέτοντας ἄλλα δύο.
* * *
3. ΕΝ ΧΡΙΣΤ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Ἡ Ὀρθοδοξία μας κρατεῖ τὸ κήρυγμα τῆς ἐλευθερίας, τὴν διακήρυξι τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Ματθ. 16,24· βλ. καὶ Μᾶρκ. 8,34. Λουκ. 9,23). Μόνο ἡ Ὀρθοδοξία δὲν χρησιμοποίησε βία γιὰ νὰ ὑποτάξῃ ἀνθρώπους. Δὲν εἶπε σὰν τὸν πάπα, ποὺ ἔγινε κοσμικὸς ἄρχοντας, Θὰ πέσετε νὰ μὲ προσκυνήσετε, νὰ φιλήσετε τὴν παντούφλα μου. Οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ δίνουμε ἁπλῶς τὸ χέρι, ὁ πάπας δίνει τὴν παντούφλα του.
Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἔχει παπικό, αὐταρχικό, ὑπερήφανο χαρακτῆρα· δὲν ἔχει τὰ συνθήματα τῶν ἀρχόντων τῆς γῆς, δὲν λέει· Ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσῃς, θὰ σὲ ἀφορίσω, θὰ σὲ κάψω. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἐλευθερία· ἔχει τὸ φιλελεύθερο καὶ δημοκρατικὸ ἢ ἐν ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ τὸ συνοδικόν. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν δέχεται, ὅτι ὁ ἕνας ἔχει τὸ ἀλάθητο. Τὸ ἀλάθητο, τὸ νὰ μὴ σφάλλῃ, οἱ παπικοὶ λένε ὅτι τὸ ἔχει μόνο ὁ πάπας· ὅ,τι πεῖ αὐτὸς εἶνε ἀλάθητο, δὲν σφάλλει ποτέ. Ἀντίθετα ἐμεῖς λέμε, ὅτι τὸ ἀλάθητο δὲν τὸ ἔχει ἕνας, ἔστω κι ἂν εἶνε Βασίλειος, Χρυσόστομος, Ἀντώνιος· τὸ ἀλάθητο τὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία σὲ Συνόδους οἰκουμενικὲς ἢ τοπικές.
Καὶ ὄχι ἁπλῶς σὲ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς συνόδους. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μαζευτοῦν καὶ χίλιοι ἀκόμη δεσποτάδες καὶ νὰ βγάλουν μία ἀπόφασι. Νομίζετε ὅτι ἀρκεῖ αὐτὸ γιὰ νὰ εἶνε αὐτὴ μία ἁγία Σύνοδος; Γιὰ νὰ ὀνομασθῇ μία σύνοδος οἰκουμενικὴ ἢ τοπική, ἐκτὸς τοῦ ὅτι αὐτοὶ πρέπει προηγουμένως νὰ νηστέψουν καὶ νὰ παρακαλέσουν τὸ Θεὸ νὰ ἔλθῃ ἐπ᾽ αὐτοὺς Πνεῦμα ἅγιο, χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ σήμερα μιὰ τοπικὴ σύνοδος, νὰ μαζευτοῦν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι· ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶνε ἡ συνέλευσίς τους ἁγία Σύνοδος καὶ ὄχι σύνοδος παρανομούντων, πρέπει, μόλις βγῇ καὶ ἀκουστῇ ἡ ἀπόφασις, ν᾽ ἀναπαύσῃ τὸ λαό. Τί ὅρους ἔχει θέσει ἡ Ἐκκλησία μας! Ἔβγαλε λόγου χάριν ἡ σύνοδος μιὰ ἀπόφασι; πρέπει ὅλο τὸ πλήρωμα, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ποῦν «Μάλιστα, ἐδῶ εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ», νὰ ἐπιδοκιμάσουν δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἀποφάσισε ἡ σύνοδος. Ἐὰν ὁ εὐσεβὴς λαὸς διαφωνήσῃ –δὲ μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ αἱρετικοὶ ποὺ διαφωνοῦν, ἐννοοῦμε τοὺς πιστούς, τοὺς μοναχούς, αὐτοὺς ποὺ πονοῦν τὴν Ἐκκλησία–, ἐὰν αὐτὸς ὁ λαὸς διαφωνήσῃ, τότε ξέρετε τί θὰ γίνῃ; Ἡ σύνοδος δὲν θὰ εἶνε ἁγία, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῇ λῃστρική. Καὶ ἔχουμε τέτοιες συνόδους στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Ὥστε κριτήριο πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ λαός, αὐτὸς εἶνε ὁ φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὸ φιλελεύθερο καὶ συνοδικόν. Ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶνε ὅτι στὶς χειροτονίες λαμβάνει μέρος ἀπαραιτήτως ὁ λαός. Ὑπάρχει κανόνας! Ἄλλο τώρα ὅτι πήραμε τοὺς κανόνες καὶ τοὺς θάψαμε. Οἱ κανόνες λένε· δὲν ἐπιτρέπεται διᾶκος ἢ παπᾶς ἢ δεσπότης νὰ χειροτονηθῇ νύχτα μὲ κλειστὲς πόρτες. Ὄχι, δὲν εἶνε ὑπόθεσις οἰκογενειακή, τεσσάρων – πέντε ἀνθρώπων. Θὰ χειροτονηθῇ Κυριακὴ ἢ μεγάλη ἑορτή, καὶ θὰ εἰδοποιηθῇ νὰ παρίσταται ὅλος ὁ λαὸς ποὺ θὰ τὸν ἔχῃ ποιμένα. Καὶ πρὶν τὴ χειροτονία ὁ προεστὼς θὰ ρωτήσῃ· –Εἶνε ἄξιος; Ἐὰν ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα ἀκουστῇ φωνὴ «ἀνάξιος», τί λένε τὰ βιβλία, οἱ κανόνες; – ἄλλο τὸ τί γίνεται τώρα· ἡ Ὀρθοδοξία λέει· θὰ σταματήσῃ ἡ χειροτονία καὶ ὁ ἀρχιερεὺς ποὺ ἔχει συνείδησι τῆς ἀποστολῆς του θὰ πῇ· –Ποιός φωνάζει; Ἔλα ἐδῶ, παιδί μου. Τί ἔχεις νὰ πῇς γιὰ τὸν χειροτονούμενο; –Ἔχω αὐτὰ κι αὐτά… –Πολὺ καλά. Ἀναβάλλεται ἡ χειροτονία γιὰ δύο μῆνες· δὲν χάθηκε ὁ κόσμος. Καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ θ᾿ ἀποδειχθῇ, ἂν οἱ κατηγορίες ἀληθεύουν ἢ εἶνε συκοφαντία. Καὶ ἂν μὲν εἶνε συκοφαντία, οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο στὸν συκοφάντη. Ἂν ὅμως γίνουν ἀνακρίσεις, ἐξετασθοῦν μάρτυρες καὶ ἀποδειχθῇ ὅτι οἱ καταγγελίες ἀληθεύουν, τότε ἡ χειροτονία ματαιώνεται. Δυστυχῶς τώρα, ὄχι πέντε – δέκα, ἀλλὰ ὅλη ἡ Ἑλλάδα νὰ φωνάξῃ «ἀνάξιος», αὐτοὶ μὲ τὴ δύναμι ποὺ διαθέτουν, μὲ βίαια μέσα, χειροτονοῦν τοὺς ἀναξίους. Σᾶς λέω ὑπευθύνως· χειροτονίες ποὺ γίνονται μὲ φωνὲς «ἀνάξιος», εἶνε ἀντικανονικές.
4. ΑΓΙΟΤΗΣ. Τὸ ἑπόμενο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας ποιό εἶνε; Ὁ σκοπός, τὸ ἰδανικό της. Ὅλα ὅσα γίνονται στὴν Ἐκκλησία ποιό σκοπὸ ἔχουν; γιατί ἀνάβουμε τὸ κερὶ ἢ τὸν πολυέλεο, γιατὶ διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, γιατί κηρύττει ὁ ἱεροκήρυκας, γιατί γίνεται τὸ μυστήριο; Ἀπαντᾷ ὁ Παῦλος· «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων» (Ἐφ. 4,12). Τὸ ἰδανικὸ τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο κατατείνουν ὅλα, εἶνε ἡ ἁγιότης· «ἅγιοι γίνεσθε» (Α΄ Πέτρ. 1,16· βλ. Λευϊτ. 20,7,26).
Τί θὰ πῇ ἁγιότης; Νά· ἕναν ἀγράμματο τσοπᾶνο ποὺ βόσκει τὰ πρόβατά του καὶ μόλις ἀκούσῃ τὴν καμπάνα –εἶδα τέτοιους– σταματάει καὶ κάνει τὸ σταυρό του καὶ λέει «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καὶ τὰ μάτια του δακρύζουν, μοῦ ᾽ρχεται νὰ πέσω νὰ τὸν προσκυνήσω. Ἕνας τέτοιος, ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, ζυγίζει παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς πολυγραμματισμένους καθηγητάδες καὶ θεολόγους, αὐτοὺς ποὺ ξέρουν πολλά, μὰ δὲν ἔχουν μέσα τους οὔτε δράμι ἀπὸ τὴν πίστι αὐτή. Ἕνας τέτοιος ἀγράμματος πιστὸς στὸ Θεὸ εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ δαύτους. Ἡ Ἐκκλησία μας παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκτιμᾷ τὴν ἁγιότητα. Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος· «Βλέπετε τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς»· δὲν εἶνε μεταξύ σας πολλοὶ σοφοί, πολλοὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγάλοι· «ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ»· «ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου;» (Α΄ Κορ. 1,26-27,20). Ναί, αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ ἀνοήτους, αὐτοὺς ἐκτιμᾷ ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἕνα δράμι ἁγιότης ζυγίζει περισσότερο ἀπὸ ἕνα τόννο ἀνθρωπίνης σοφίας. Δῶστε μου λίγη ἁγιότητα ἀπ᾽ αὐτὴν ποὺ εἶχαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ νὰ σᾶς χαρίσω τὰ διπλώματα καὶ τὶς γλῶσσες καὶ ὅλη τὴν ἐγκυκλοπαιδικὴ μόρφωσι ποὺ ἔχουν σήμερα μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς μας. Ἡ ἁγιότης εἶνε παραπάνω· σ᾽ αὐτὴν κατευθύνει κάθε προσπάθεια ἡ Ἐκκλησία μας.
Τί εἶνε ἁγιότης; Τὸ νὰ κόψῃ κανεὶς τὰ ἐλαττώματά του. Ὁ ἅγιος, ἐνῷ αὐτὸς εἶνε ὁ μεγάλος ἥρωας, ὁ νικητὴς τῶν παθῶν καὶ θριαμβευτής, ἐμπαίζεται σήμερα. Ποιόν νὰ ρωτήσουμε τί εἶνε ἁγιότης; Τὸ ἄνθος τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σῦρο. Ὅταν τὸν ρώτησαν τί εἶνε ἁγιότης, ἀπήντησε· βάθος ταπεινώσεως.
Ἕνα παράδειγμα. Κάποιος ἀσκητὴς εἶχε ἕνα ὑποτακτικό. Μιὰ μέρα αὐτὸς κατέβηκε στὸν κόσμο. Ὅταν τὸ βράδυ γύρισε στὸ κελλὶ ἦταν διαφορετικός· δὲν ἐκτιμοῦσε πιὰ τὸ γέροντα. Τὸ κατάλαβε ἐκεῖνος καὶ λέει· –Τί ἔπαθες, παιδάκι μου; –Ξέρεις, γέροντα, τί σοῦ σέρνουν οἱ γλῶσσες; –Τί, παιδί μου; –Σ᾽ ἕνα σπίτι ἄκουσα ὅτι εἶσαι ὑπερήφανος. –Ναί, παιδί μου, εἶμαι. –Σὲ ἄλλο σπίτι σὲ κατηγοροῦν ὅτι εἶσαι πόρνος. –Ναί, παιδί μου, εἶμαι. –Ἄλλοι λένε πὼς εἶσαι κλέφτης. –Ναί, εἶμαι. –Ἀλλοῦ σὲ κατηγοροῦν ὅτι εἶσαι θυμώδης. –Ναί, παιδί μου, εἶμαι· παρακάλει τὸ Θεὸ νὰ μ᾽ ἐλεήσῃ. –Λένε ἀκόμα πὼς εἶσαι καὶ μοιχός. –Ναί, παιδί μου, εἶμαι. –Κάποιοι μοῦ εἶπαν, ὅτι εἶσαι αἱρετικός. –Τί, αἱρετικός; ὄχι, παιδί μου, αἱρετικὸς δὲν εἶμαι!… Ὅλα τὰ δέχτηκε ὁ ἀσκητής, γιατὶ ἦταν ἅγιος κ᾽ εἶχε ταπείνωσι· τὴν κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ δὲν τὴ δέχτηκε, γιατὶ ἦταν ὄντως ὀρθόδοξος. Σήμερα πᾶνε στὸν πνευματικὸ καὶ ζητοῦν νὰ δικαιωθοῦν. Ἐγὼ δὲν ἔκανα τίποτα! λένε. Μὰ ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει λεπτὸ κόσκινο, ζυγαριὰ φαρμακείου. Ἂν μᾶς κοσκινίσῃ ὁ ἄγγελος!…
Μά, ἀφοῦ δὲν ἦταν πόρνος, θὰ πῆτε, γιατί ἔλεγε πὼς εἶνε; Δὲν ἁμαρτάνεις μόνο μὲ τὸ κορμί· κ᾽ ἕνα βλέμμα κ᾽ ἕνα λογισμὸ νὰ δεχτῇς μέσα σου, πάει, τὴν ἔκανες τὴν καρδιά σου οἶκο ἀνοχῆς. «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,12). Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ὅποιος δῇ γυναῖκα μὲ βλέμμα φιλήδονο, ἁμάρτησε, «ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 5,28). Ἂν περάσῃς ἀπὸ ἕνα περιβόλι καὶ πῇς «Ἄχ νὰ τά ᾿χα ἐγὼ αὐτά», ἔγινες κλέφτης μὲ τὴ διάθεσι. Καὶ ἂν μέσα σου δεχθῇς γιὰ κάποιον λογισμὸ μίσους, ἔ τὸν σκότωσες· «πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί» (Α΄ Ἰω. 3,15).
Ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας ὡραία εἶνε ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ γονατίζουμε καὶ λέμε· «Σοὶ μόνῳ ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ σοὶ μόνῳ λατρεύομεν» (γ΄). Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλ᾽ ὄχι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοί.
Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἔχει παπικό, αὐταρχικό, ὑπερήφανο χαρακτῆρα· δὲν ἔχει τὰ συνθήματα τῶν ἀρχόντων τῆς γῆς, δὲν λέει· Ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσῃς, θὰ σὲ ἀφορίσω, θὰ σὲ κάψω. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἐλευθερία· ἔχει τὸ φιλελεύθερο καὶ δημοκρατικὸ ἢ ἐν ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ τὸ συνοδικόν. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν δέχεται, ὅτι ὁ ἕνας ἔχει τὸ ἀλάθητο. Τὸ ἀλάθητο, τὸ νὰ μὴ σφάλλῃ, οἱ παπικοὶ λένε ὅτι τὸ ἔχει μόνο ὁ πάπας· ὅ,τι πεῖ αὐτὸς εἶνε ἀλάθητο, δὲν σφάλλει ποτέ. Ἀντίθετα ἐμεῖς λέμε, ὅτι τὸ ἀλάθητο δὲν τὸ ἔχει ἕνας, ἔστω κι ἂν εἶνε Βασίλειος, Χρυσόστομος, Ἀντώνιος· τὸ ἀλάθητο τὸ ἔχει ἡ Ἐκκλησία σὲ Συνόδους οἰκουμενικὲς ἢ τοπικές.
Καὶ ὄχι ἁπλῶς σὲ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς συνόδους. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μαζευτοῦν καὶ χίλιοι ἀκόμη δεσποτάδες καὶ νὰ βγάλουν μία ἀπόφασι. Νομίζετε ὅτι ἀρκεῖ αὐτὸ γιὰ νὰ εἶνε αὐτὴ μία ἁγία Σύνοδος; Γιὰ νὰ ὀνομασθῇ μία σύνοδος οἰκουμενικὴ ἢ τοπική, ἐκτὸς τοῦ ὅτι αὐτοὶ πρέπει προηγουμένως νὰ νηστέψουν καὶ νὰ παρακαλέσουν τὸ Θεὸ νὰ ἔλθῃ ἐπ᾽ αὐτοὺς Πνεῦμα ἅγιο, χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ σήμερα μιὰ τοπικὴ σύνοδος, νὰ μαζευτοῦν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι· ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶνε ἡ συνέλευσίς τους ἁγία Σύνοδος καὶ ὄχι σύνοδος παρανομούντων, πρέπει, μόλις βγῇ καὶ ἀκουστῇ ἡ ἀπόφασις, ν᾽ ἀναπαύσῃ τὸ λαό. Τί ὅρους ἔχει θέσει ἡ Ἐκκλησία μας! Ἔβγαλε λόγου χάριν ἡ σύνοδος μιὰ ἀπόφασι; πρέπει ὅλο τὸ πλήρωμα, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ποῦν «Μάλιστα, ἐδῶ εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ», νὰ ἐπιδοκιμάσουν δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἀποφάσισε ἡ σύνοδος. Ἐὰν ὁ εὐσεβὴς λαὸς διαφωνήσῃ –δὲ μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ αἱρετικοὶ ποὺ διαφωνοῦν, ἐννοοῦμε τοὺς πιστούς, τοὺς μοναχούς, αὐτοὺς ποὺ πονοῦν τὴν Ἐκκλησία–, ἐὰν αὐτὸς ὁ λαὸς διαφωνήσῃ, τότε ξέρετε τί θὰ γίνῃ; Ἡ σύνοδος δὲν θὰ εἶνε ἁγία, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῇ λῃστρική. Καὶ ἔχουμε τέτοιες συνόδους στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Ὥστε κριτήριο πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ λαός, αὐτὸς εἶνε ὁ φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὸ φιλελεύθερο καὶ συνοδικόν. Ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶνε ὅτι στὶς χειροτονίες λαμβάνει μέρος ἀπαραιτήτως ὁ λαός. Ὑπάρχει κανόνας! Ἄλλο τώρα ὅτι πήραμε τοὺς κανόνες καὶ τοὺς θάψαμε. Οἱ κανόνες λένε· δὲν ἐπιτρέπεται διᾶκος ἢ παπᾶς ἢ δεσπότης νὰ χειροτονηθῇ νύχτα μὲ κλειστὲς πόρτες. Ὄχι, δὲν εἶνε ὑπόθεσις οἰκογενειακή, τεσσάρων – πέντε ἀνθρώπων. Θὰ χειροτονηθῇ Κυριακὴ ἢ μεγάλη ἑορτή, καὶ θὰ εἰδοποιηθῇ νὰ παρίσταται ὅλος ὁ λαὸς ποὺ θὰ τὸν ἔχῃ ποιμένα. Καὶ πρὶν τὴ χειροτονία ὁ προεστὼς θὰ ρωτήσῃ· –Εἶνε ἄξιος; Ἐὰν ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα ἀκουστῇ φωνὴ «ἀνάξιος», τί λένε τὰ βιβλία, οἱ κανόνες; – ἄλλο τὸ τί γίνεται τώρα· ἡ Ὀρθοδοξία λέει· θὰ σταματήσῃ ἡ χειροτονία καὶ ὁ ἀρχιερεὺς ποὺ ἔχει συνείδησι τῆς ἀποστολῆς του θὰ πῇ· –Ποιός φωνάζει; Ἔλα ἐδῶ, παιδί μου. Τί ἔχεις νὰ πῇς γιὰ τὸν χειροτονούμενο; –Ἔχω αὐτὰ κι αὐτά… –Πολὺ καλά. Ἀναβάλλεται ἡ χειροτονία γιὰ δύο μῆνες· δὲν χάθηκε ὁ κόσμος. Καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ θ᾿ ἀποδειχθῇ, ἂν οἱ κατηγορίες ἀληθεύουν ἢ εἶνε συκοφαντία. Καὶ ἂν μὲν εἶνε συκοφαντία, οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο στὸν συκοφάντη. Ἂν ὅμως γίνουν ἀνακρίσεις, ἐξετασθοῦν μάρτυρες καὶ ἀποδειχθῇ ὅτι οἱ καταγγελίες ἀληθεύουν, τότε ἡ χειροτονία ματαιώνεται. Δυστυχῶς τώρα, ὄχι πέντε – δέκα, ἀλλὰ ὅλη ἡ Ἑλλάδα νὰ φωνάξῃ «ἀνάξιος», αὐτοὶ μὲ τὴ δύναμι ποὺ διαθέτουν, μὲ βίαια μέσα, χειροτονοῦν τοὺς ἀναξίους. Σᾶς λέω ὑπευθύνως· χειροτονίες ποὺ γίνονται μὲ φωνὲς «ἀνάξιος», εἶνε ἀντικανονικές.
4. ΑΓΙΟΤΗΣ. Τὸ ἑπόμενο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας ποιό εἶνε; Ὁ σκοπός, τὸ ἰδανικό της. Ὅλα ὅσα γίνονται στὴν Ἐκκλησία ποιό σκοπὸ ἔχουν; γιατί ἀνάβουμε τὸ κερὶ ἢ τὸν πολυέλεο, γιατὶ διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, γιατί κηρύττει ὁ ἱεροκήρυκας, γιατί γίνεται τὸ μυστήριο; Ἀπαντᾷ ὁ Παῦλος· «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων» (Ἐφ. 4,12). Τὸ ἰδανικὸ τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο κατατείνουν ὅλα, εἶνε ἡ ἁγιότης· «ἅγιοι γίνεσθε» (Α΄ Πέτρ. 1,16· βλ. Λευϊτ. 20,7,26).
Τί θὰ πῇ ἁγιότης; Νά· ἕναν ἀγράμματο τσοπᾶνο ποὺ βόσκει τὰ πρόβατά του καὶ μόλις ἀκούσῃ τὴν καμπάνα –εἶδα τέτοιους– σταματάει καὶ κάνει τὸ σταυρό του καὶ λέει «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καὶ τὰ μάτια του δακρύζουν, μοῦ ᾽ρχεται νὰ πέσω νὰ τὸν προσκυνήσω. Ἕνας τέτοιος, ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, ζυγίζει παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς πολυγραμματισμένους καθηγητάδες καὶ θεολόγους, αὐτοὺς ποὺ ξέρουν πολλά, μὰ δὲν ἔχουν μέσα τους οὔτε δράμι ἀπὸ τὴν πίστι αὐτή. Ἕνας τέτοιος ἀγράμματος πιστὸς στὸ Θεὸ εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ δαύτους. Ἡ Ἐκκλησία μας παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκτιμᾷ τὴν ἁγιότητα. Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος· «Βλέπετε τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς»· δὲν εἶνε μεταξύ σας πολλοὶ σοφοί, πολλοὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγάλοι· «ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ»· «ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου;» (Α΄ Κορ. 1,26-27,20). Ναί, αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ ἀνοήτους, αὐτοὺς ἐκτιμᾷ ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἕνα δράμι ἁγιότης ζυγίζει περισσότερο ἀπὸ ἕνα τόννο ἀνθρωπίνης σοφίας. Δῶστε μου λίγη ἁγιότητα ἀπ᾽ αὐτὴν ποὺ εἶχαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ νὰ σᾶς χαρίσω τὰ διπλώματα καὶ τὶς γλῶσσες καὶ ὅλη τὴν ἐγκυκλοπαιδικὴ μόρφωσι ποὺ ἔχουν σήμερα μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς μας. Ἡ ἁγιότης εἶνε παραπάνω· σ᾽ αὐτὴν κατευθύνει κάθε προσπάθεια ἡ Ἐκκλησία μας.
Τί εἶνε ἁγιότης; Τὸ νὰ κόψῃ κανεὶς τὰ ἐλαττώματά του. Ὁ ἅγιος, ἐνῷ αὐτὸς εἶνε ὁ μεγάλος ἥρωας, ὁ νικητὴς τῶν παθῶν καὶ θριαμβευτής, ἐμπαίζεται σήμερα. Ποιόν νὰ ρωτήσουμε τί εἶνε ἁγιότης; Τὸ ἄνθος τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σῦρο. Ὅταν τὸν ρώτησαν τί εἶνε ἁγιότης, ἀπήντησε· βάθος ταπεινώσεως.
Ἕνα παράδειγμα. Κάποιος ἀσκητὴς εἶχε ἕνα ὑποτακτικό. Μιὰ μέρα αὐτὸς κατέβηκε στὸν κόσμο. Ὅταν τὸ βράδυ γύρισε στὸ κελλὶ ἦταν διαφορετικός· δὲν ἐκτιμοῦσε πιὰ τὸ γέροντα. Τὸ κατάλαβε ἐκεῖνος καὶ λέει· –Τί ἔπαθες, παιδάκι μου; –Ξέρεις, γέροντα, τί σοῦ σέρνουν οἱ γλῶσσες; –Τί, παιδί μου; –Σ᾽ ἕνα σπίτι ἄκουσα ὅτι εἶσαι ὑπερήφανος. –Ναί, παιδί μου, εἶμαι. –Σὲ ἄλλο σπίτι σὲ κατηγοροῦν ὅτι εἶσαι πόρνος. –Ναί, παιδί μου, εἶμαι. –Ἄλλοι λένε πὼς εἶσαι κλέφτης. –Ναί, εἶμαι. –Ἀλλοῦ σὲ κατηγοροῦν ὅτι εἶσαι θυμώδης. –Ναί, παιδί μου, εἶμαι· παρακάλει τὸ Θεὸ νὰ μ᾽ ἐλεήσῃ. –Λένε ἀκόμα πὼς εἶσαι καὶ μοιχός. –Ναί, παιδί μου, εἶμαι. –Κάποιοι μοῦ εἶπαν, ὅτι εἶσαι αἱρετικός. –Τί, αἱρετικός; ὄχι, παιδί μου, αἱρετικὸς δὲν εἶμαι!… Ὅλα τὰ δέχτηκε ὁ ἀσκητής, γιατὶ ἦταν ἅγιος κ᾽ εἶχε ταπείνωσι· τὴν κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ δὲν τὴ δέχτηκε, γιατὶ ἦταν ὄντως ὀρθόδοξος. Σήμερα πᾶνε στὸν πνευματικὸ καὶ ζητοῦν νὰ δικαιωθοῦν. Ἐγὼ δὲν ἔκανα τίποτα! λένε. Μὰ ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει λεπτὸ κόσκινο, ζυγαριὰ φαρμακείου. Ἂν μᾶς κοσκινίσῃ ὁ ἄγγελος!…
Μά, ἀφοῦ δὲν ἦταν πόρνος, θὰ πῆτε, γιατί ἔλεγε πὼς εἶνε; Δὲν ἁμαρτάνεις μόνο μὲ τὸ κορμί· κ᾽ ἕνα βλέμμα κ᾽ ἕνα λογισμὸ νὰ δεχτῇς μέσα σου, πάει, τὴν ἔκανες τὴν καρδιά σου οἶκο ἀνοχῆς. «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,12). Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ὅποιος δῇ γυναῖκα μὲ βλέμμα φιλήδονο, ἁμάρτησε, «ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 5,28). Ἂν περάσῃς ἀπὸ ἕνα περιβόλι καὶ πῇς «Ἄχ νὰ τά ᾿χα ἐγὼ αὐτά», ἔγινες κλέφτης μὲ τὴ διάθεσι. Καὶ ἂν μέσα σου δεχθῇς γιὰ κάποιον λογισμὸ μίσους, ἔ τὸν σκότωσες· «πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί» (Α΄ Ἰω. 3,15).
Ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας ὡραία εἶνε ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ γονατίζουμε καὶ λέμε· «Σοὶ μόνῳ ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ σοὶ μόνῳ λατρεύομεν» (γ΄). Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλ᾽ ὄχι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοί.
* * *
Αὐτὴ εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Μερικὲς πτυχὲς σᾶς ἔδειξα· ἱερὰ παράδοσις, μυστήριο θείας εὐχαριστίας, ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἁγιότης. Δὲν τελειώσαμε ὅμως· θὰ συνεχίσουμε καὶ θὰ ὁλοκληρώσουμε σὺν Θεῷ τὸ βράδυ.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 26-2-1961 βράδυ. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 19-2-2014 (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ).
Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν
9 Μαρτίου 2014
* * *
9 Μαρτίου 2014
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (Γ΄)
(μαρτύριο & εὐποιΐα)
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μᾶς ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ σκιαγραφήσουμε τὸν χαρακτῆρα της. Μερικὲς πινελλιὲς στὸ πορτραῖτο της ἦταν· ἡ ἱερὰ παράδοσις, τὸ μυστήριο θείας εὐχαριστίας, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, καὶ ἡ ἁγιότης. Τί ὑπολείπεται τώρα γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουμε;
* * *
5. ΜΑΡΤΥΡΙΟ. Μία ἀκόμη πινελλιά, ἀλλ᾽ αὐτὴ εἶνε κόκκινη· εἶνε τὸ αἷμα! Ποιό αἷμα; Ὄχι τὸ ξένο ἀλλὰ τὸ δικό μας. Ἡ Ἐκκλησία – ἡ Ὀρθοδοξία μας ποτίστηκε καὶ ἔγινε δέντρο μεγάλο μὲ δύο πράγματα· δάκρυ μετανοίας καὶ αἷμα μαρτυρίου. «Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη δι᾽ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστὲ ὁ Θεός…» (ἀπολυτ. Κυρ. ἁγ. Πάντ.)· ἡ Ἐκκλησία, λέει, στολίστηκε μὲ τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων σὰν μὲ ἁλουργίδα βασιλική, καὶ λάμπει καὶ ἀστράφτει.
Καὶ ἐρωτῶ· ποιός ἄλλος ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ; οἱ προτεστάντες, οἱ παπικοί, ποιοί; Ξέρετε τί εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία; Δὲν ὑποτιμῶ τοὺς κόπους τῶν παπικῶν ἢ τὰ κηρύγματα τῶν προτεσταντῶν. Ἀλλ᾽ ἐὰν ὁ Χριστιανισμὸς εἶνε ἕνα στράτευμα, ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἐμπροσθοφυλακή. Οἱ ὀρθόδοξοι –δὲν καυχώμεθα, τὸ λέμε ἀντικειμενικά–, ἐδῶ στὴ γωνιὰ ποὺ σταθήκαμε, στὴν Ἀνατολὴ ποὺ μᾶς ἐφύτευσε ὁ Θεός, εἴμαστε στὴν πρώτη γραμμή. Ἐὰν σπάσῃ ἡ Ὀρθοδοξία, δὲν θὰ ὑπάρχῃ Χριστιανισμός. Ἐμπρός, στρατιῶτες, σαλπίζει· προχωρεῖτε προχωρεῖτε! Καὶ πέφτουν καὶ συνεχῶς πέφτουν κορμιὰ καὶ ματώνει τὸ χῶμα καὶ γέμισε ἡ γῆ μυριάδες μαρτύρων. Ποτάμια αἷμα ἔχυσε αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία. Καὶ ἔτσι ἀποδεικνύεται ἡ γνησιότης.
Θέλετε νὰ καταλάβετε τὸν Χριστιανὸ καὶ τὸν κληρικό; θέλετε νὰ καταλάβετε τοὺς παπᾶδες σας, τοὺς δεσποτάδες σας, τοὺς θεολόγους σας; Παρατηρῆστε ποιός εἶνε ἕτοιμος γιὰ θυσία, ποιός διώκεται. «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,12). Ὅποιος θέλει νὰ κρατήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ διωχθῇ στὸν κόσμο αὐτόν. Ὁ κλῆρος τοῦ δικαίου, τοῦ τιμίου ἀνδρός, τοῦ εἰλικρινοῦς κήρυκος τοῦ εὐαγγελίου, εἶνε ὁ διωγμός. Καὶ διώχθηκε πράγματι ἡ κατὰ ἀνατολὰς ἡ Ἐκκλησία. Ἔδωσε ἀγῶνα. Ποῦ; Ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, π.χ. τῶν εἰκονομάχων ἐπὶ ἑκατὸ καὶ πλέον ἔτη. Ἐμπροσθοφυλακὴ δὲν εἴπαμε;
Ξέρεις πόσο αἷμα ἔχυσε ἡ Ἐκκλησία μας ν᾽ ἀναχαιτίσῃ – ποιό; τὸ Ἰσλάμ. Ἄχ! ζωντανεύει πάλι τὸ Ἰσλάμ, θηρίο ποὺ κοιμόταν – δὲν πήραμε χαμπάρι. Δὲν θέλω τώρα νὰ μπῶ στὴν πολιτική, εἶνε ἔξω ἀπὸ τὸ στόχο μου. Ξύπνησε πάλι τὸ Ἰσλὰμ μὲ κεφαλὲς πολλές… Τί κῦμα τῆς ἀβύσσου εἶν᾽ αὐτό! Σὰ ν᾽ ἀκούω Ἀποκάλυψι. Εἶδα νὰ βγαίνῃ θηρίο ἀπὸ τὴν ἔρημο, τὸ θηρίο τοῦ Μωάμεθ· καὶ προχώρησε, καὶ ἔφθασε μέχρι ποῦ; μέχρι τὴ Βιέννη. Καὶ ἀπέναντί του στάθηκε – ποιός ἐδῶ στὴν Ἀνατολή; ἡ ἐμπροσθοφυλακή, ἡ Ὀρθοδοξία μας.
Σήμερα ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία «Αἰωνία ἡ μνήμη» τῶν πατέρων, ὅλων ἐκείνων ποὺ μᾶς παρέδωσαν τὴν Ὀρθοδοξία κ᾽ ἔφθασε μέχρι τὰ χρόνια μας. Δυὸ ἑκατομμύρια σφάχτηκαν σὰν ἀρνιὰ ἀπὸ τὸν ἀντίχριστο Κεμὰλ στὴ Μικρὰ Ἀσία. Κ᾽ ἐμεῖς φρουροῦμε γι᾽ αὐτὸν στὴ Θεσσαλονίκη. Ὅταν περνάω καὶ τὸ βλέπω, ῥαγίζει ἡ καρδιά μου νὰ βλέπω Ἕλληνες φαντάρους νὰ φυλᾶνε τό μνῆμα τοῦ θηρίου αὐτοῦ τῆς Ἀποκαλύψεως. Κι ὅταν ἀκούω τὰ λόγια ἑνὸς ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι Τοῦρκος», τί νὰ πῶ; Ξέρω ὅτι πάνω ἀπὸ τὰ ἔθνη εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ θὰ εἴμαστε ἄδικοι ἂν πέσουμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν Τοῦρκο. Ὄχι. Θὰ ἀγαπήσουμε καὶ τὸν δήμιό μας, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν κάνουμε ἀφέντη.
Θέλετε νὰ δῆτε τί εἶνε Ὀρθοδοξία; Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν ἕνας εὐκατάστατος ἰεχωβίτης παντρεύτηκε ἕνα σεμνὸ κορίτσι βοσκοῦ – θυμᾶμαι ποὺ ὁ μητροπολίτης τὴν κάλεσε καὶ τὴν ἐπῄνεσε, διότι τί ἔγινε; Τὴν πρώτη βραδιὰ τοῦ γάμου, πῆγε ἐκείνη ν᾿ ἀνάψῃ τὸ καντήλι στὸ εἰκονοστάσι τῆς καλύβας· καὶ σηκώνεται αὐτός –τότε φανερώθηκε· σοῦ λέει, τώρα τὴν ἔχω στὸ χέρι–, ἁρπάζει τὶς εἰκόνες καὶ τὶς καίει! Ἂν ἤτανε καμμιὰ ἀπ᾿ τὸ Κολωνάκι, θὰ τὸν ἀνεχόταν· αὐτὴ ἡ ἀγράμματη, μόλις τὸ εἶδε αὐτό, τοῦ λέει «Φύγε, διάβολε!…» καὶ τὸν ἔδιωξε πὺξ-λάξ. Εὐλογημένη νά ᾿νε!
Τὸ 1822 ἔφθασε στὴ Χίο ἡ ἀρμάδα, τὰ πλοῖα τῶν Τούρκων. Ἔπιασαν 30.000 γυναικόπαιδα, ὅπως ἱστορεῖ ὁ Γάλλος Πουκεβίλ, τὰ πῆγαν στὴν παραλία, ἔβαλαν χάμω στὴν ἁμμουδιὰ ἕνα σταυρό, τὸν πάτησαν, καὶ τοὺς λένε· Ὅποιος ἀπὸ σᾶς θὰ πατήσῃ τὸ σταυρό, θὰ ζήσῃ· ὅποιος δὲν τὸν πατήσῃ, δὲν θὰ ζήσῃ· σᾶς δίνω προθεσμία. Δὲν κουνήθηκε οὔτε ἕνας, οὔτε παιδὶ οὔτε νέος, κανείς. Σὰν ἀρνιὰ τοὺς ἔσφαξαν καὶ κοκκίνισε ἡ θάλασσα.
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας καὶ αὐτοὶ οἱ ἥρωες ποὺ τὴν κρατᾶνε. «Ὦ Ὀρθοδοξία, ὦ πατροπαράδατον σέβας· ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα» (Ἰωσὴφ Βρυέννιος).
Καὶ ἐρωτῶ· ποιός ἄλλος ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ; οἱ προτεστάντες, οἱ παπικοί, ποιοί; Ξέρετε τί εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία; Δὲν ὑποτιμῶ τοὺς κόπους τῶν παπικῶν ἢ τὰ κηρύγματα τῶν προτεσταντῶν. Ἀλλ᾽ ἐὰν ὁ Χριστιανισμὸς εἶνε ἕνα στράτευμα, ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἐμπροσθοφυλακή. Οἱ ὀρθόδοξοι –δὲν καυχώμεθα, τὸ λέμε ἀντικειμενικά–, ἐδῶ στὴ γωνιὰ ποὺ σταθήκαμε, στὴν Ἀνατολὴ ποὺ μᾶς ἐφύτευσε ὁ Θεός, εἴμαστε στὴν πρώτη γραμμή. Ἐὰν σπάσῃ ἡ Ὀρθοδοξία, δὲν θὰ ὑπάρχῃ Χριστιανισμός. Ἐμπρός, στρατιῶτες, σαλπίζει· προχωρεῖτε προχωρεῖτε! Καὶ πέφτουν καὶ συνεχῶς πέφτουν κορμιὰ καὶ ματώνει τὸ χῶμα καὶ γέμισε ἡ γῆ μυριάδες μαρτύρων. Ποτάμια αἷμα ἔχυσε αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία. Καὶ ἔτσι ἀποδεικνύεται ἡ γνησιότης.
Θέλετε νὰ καταλάβετε τὸν Χριστιανὸ καὶ τὸν κληρικό; θέλετε νὰ καταλάβετε τοὺς παπᾶδες σας, τοὺς δεσποτάδες σας, τοὺς θεολόγους σας; Παρατηρῆστε ποιός εἶνε ἕτοιμος γιὰ θυσία, ποιός διώκεται. «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,12). Ὅποιος θέλει νὰ κρατήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ διωχθῇ στὸν κόσμο αὐτόν. Ὁ κλῆρος τοῦ δικαίου, τοῦ τιμίου ἀνδρός, τοῦ εἰλικρινοῦς κήρυκος τοῦ εὐαγγελίου, εἶνε ὁ διωγμός. Καὶ διώχθηκε πράγματι ἡ κατὰ ἀνατολὰς ἡ Ἐκκλησία. Ἔδωσε ἀγῶνα. Ποῦ; Ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, π.χ. τῶν εἰκονομάχων ἐπὶ ἑκατὸ καὶ πλέον ἔτη. Ἐμπροσθοφυλακὴ δὲν εἴπαμε;
Ξέρεις πόσο αἷμα ἔχυσε ἡ Ἐκκλησία μας ν᾽ ἀναχαιτίσῃ – ποιό; τὸ Ἰσλάμ. Ἄχ! ζωντανεύει πάλι τὸ Ἰσλάμ, θηρίο ποὺ κοιμόταν – δὲν πήραμε χαμπάρι. Δὲν θέλω τώρα νὰ μπῶ στὴν πολιτική, εἶνε ἔξω ἀπὸ τὸ στόχο μου. Ξύπνησε πάλι τὸ Ἰσλὰμ μὲ κεφαλὲς πολλές… Τί κῦμα τῆς ἀβύσσου εἶν᾽ αὐτό! Σὰ ν᾽ ἀκούω Ἀποκάλυψι. Εἶδα νὰ βγαίνῃ θηρίο ἀπὸ τὴν ἔρημο, τὸ θηρίο τοῦ Μωάμεθ· καὶ προχώρησε, καὶ ἔφθασε μέχρι ποῦ; μέχρι τὴ Βιέννη. Καὶ ἀπέναντί του στάθηκε – ποιός ἐδῶ στὴν Ἀνατολή; ἡ ἐμπροσθοφυλακή, ἡ Ὀρθοδοξία μας.
Σήμερα ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία «Αἰωνία ἡ μνήμη» τῶν πατέρων, ὅλων ἐκείνων ποὺ μᾶς παρέδωσαν τὴν Ὀρθοδοξία κ᾽ ἔφθασε μέχρι τὰ χρόνια μας. Δυὸ ἑκατομμύρια σφάχτηκαν σὰν ἀρνιὰ ἀπὸ τὸν ἀντίχριστο Κεμὰλ στὴ Μικρὰ Ἀσία. Κ᾽ ἐμεῖς φρουροῦμε γι᾽ αὐτὸν στὴ Θεσσαλονίκη. Ὅταν περνάω καὶ τὸ βλέπω, ῥαγίζει ἡ καρδιά μου νὰ βλέπω Ἕλληνες φαντάρους νὰ φυλᾶνε τό μνῆμα τοῦ θηρίου αὐτοῦ τῆς Ἀποκαλύψεως. Κι ὅταν ἀκούω τὰ λόγια ἑνὸς ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι Τοῦρκος», τί νὰ πῶ; Ξέρω ὅτι πάνω ἀπὸ τὰ ἔθνη εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ θὰ εἴμαστε ἄδικοι ἂν πέσουμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν Τοῦρκο. Ὄχι. Θὰ ἀγαπήσουμε καὶ τὸν δήμιό μας, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν κάνουμε ἀφέντη.
Θέλετε νὰ δῆτε τί εἶνε Ὀρθοδοξία; Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν ἕνας εὐκατάστατος ἰεχωβίτης παντρεύτηκε ἕνα σεμνὸ κορίτσι βοσκοῦ – θυμᾶμαι ποὺ ὁ μητροπολίτης τὴν κάλεσε καὶ τὴν ἐπῄνεσε, διότι τί ἔγινε; Τὴν πρώτη βραδιὰ τοῦ γάμου, πῆγε ἐκείνη ν᾿ ἀνάψῃ τὸ καντήλι στὸ εἰκονοστάσι τῆς καλύβας· καὶ σηκώνεται αὐτός –τότε φανερώθηκε· σοῦ λέει, τώρα τὴν ἔχω στὸ χέρι–, ἁρπάζει τὶς εἰκόνες καὶ τὶς καίει! Ἂν ἤτανε καμμιὰ ἀπ᾿ τὸ Κολωνάκι, θὰ τὸν ἀνεχόταν· αὐτὴ ἡ ἀγράμματη, μόλις τὸ εἶδε αὐτό, τοῦ λέει «Φύγε, διάβολε!…» καὶ τὸν ἔδιωξε πὺξ-λάξ. Εὐλογημένη νά ᾿νε!
Τὸ 1822 ἔφθασε στὴ Χίο ἡ ἀρμάδα, τὰ πλοῖα τῶν Τούρκων. Ἔπιασαν 30.000 γυναικόπαιδα, ὅπως ἱστορεῖ ὁ Γάλλος Πουκεβίλ, τὰ πῆγαν στὴν παραλία, ἔβαλαν χάμω στὴν ἁμμουδιὰ ἕνα σταυρό, τὸν πάτησαν, καὶ τοὺς λένε· Ὅποιος ἀπὸ σᾶς θὰ πατήσῃ τὸ σταυρό, θὰ ζήσῃ· ὅποιος δὲν τὸν πατήσῃ, δὲν θὰ ζήσῃ· σᾶς δίνω προθεσμία. Δὲν κουνήθηκε οὔτε ἕνας, οὔτε παιδὶ οὔτε νέος, κανείς. Σὰν ἀρνιὰ τοὺς ἔσφαξαν καὶ κοκκίνισε ἡ θάλασσα.
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας καὶ αὐτοὶ οἱ ἥρωες ποὺ τὴν κρατᾶνε. «Ὦ Ὀρθοδοξία, ὦ πατροπαράδατον σέβας· ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα» (Ἰωσὴφ Βρυέννιος).
6. ΕΥΠΟΙΪΑ. Σᾶς ἔδειξα μὲ λίγες λέξεις τί εἶνε Ὀρθοδοξία. Καὶ τώρα ἂς φύγουμε ἀπὸ τὸ ὕψος αὐτὸ καὶ νὰ πέσουμε – ποῦ; Στὴν ἀφεντιά μου καὶ στὴν ἀφεντιά σας, καὶ νὰ κάνουμε ἕνα ἐρώτημα· Ἐμεῖς εἴμαστε παιδιὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ἐπ᾽ αὐτοῦ· θὰ θίξω ἕνα μόνο σημεῖο.
Ἐὰν θέλουμε νὰ εἴμαστε δίκαιοι, ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι, ἐνῷ ὑπερτεροῦμε σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἐκθέσαμε, σὲ ἕνα σπουδαῖο τομέα ὑστεροῦμε. Μᾶς νικοῦν ἐκεῖ οἱ ἄλλοι, οἱ προτεστάντες καὶ οἱ παπικοί. Ἐνῷ ἔχουμε ἕνα μεγαλεῖο ἄφθαστο, θεωρητικὸ μεγαλεῖο, ὑστεροῦμε στὰ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας.
Στὴν Ἀθήνα πέθανε ἕνα φτωχαδάκι. Πῆγαν νὰ κανονίσουν τὰ τῆς κηδείας. Τοὺς λένε· –Τόσο γιὰ τὸν παπᾶ, τόσο γιὰ τὸ διᾶκο, τόσο γιὰ τὸν πολυέλεο, τόσο γιὰ τὸ ἕνα, τόσο γιὰ τὸ ἄλλο… –Μὰ δὲν ἔχουμε, τί θὰ γίνῃ; –Ἄ, δὲν ξέρω (ἦταν ἕνας παπᾶς φιλάργυρος). Τὸ μαθαίνει ὁ αἱρετικός (παπικός) καὶ πάει στὸ σπίτι ἀμέσως. –Τί συμβαίνει; λέει. –Δὲν ἔχουμε νὰ τὸν θάψουμε. –Γι᾽ αὐτὸ στενοχωριέστε; τὸν θάβω ἐγὼ δωρεάν. Τὸν πῆρε, τὸν ἔθαψε, καὶ τὸ βράδυ τοὺς γέμισε τὸ σπίτι ροῦχα καὶ τρόφιμα. Θὰ μοῦ πῆτε, καὶ πρέπει γι᾿ αὐτὰ ν᾽ ἀφήσουν τὴν Ὀρθοδοξία; Ὄχι ὄχι· ἀλλὰ μιὰ Ἐκκλησία ποὺ εἶνε μάνα πρέπει νὰ κοιτάξῃ τὰ παιδιά της καὶ στὸν τομέα τῆς φιλανθρωπίας ὅσο τοὐλάχιστον οἱ αἱρετικοί. Ὑστεροῦμε, ἀδέρφια μου, στὴ φιλανθρωπία.
Θὰ δῇ κανεὶς στὴν Ἑλλάδα ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος πολυτέλεια κι ἀπὸ τὸ ἄλλο δυστυχία. Κάπου στὶς ὑπώρειες τῆς Πίνδου θὰ δῇ καὶ κάτι σπιτάκια θαῦμα. Τὰ εἶδα κ᾽ ἐγὼ καὶ ρώτησα· Αὐτὰ ποιός τὰ ἔχτισε; τὸ κράτος ἢ κάποιος ἐφοπλιστής; Τὰ ἔχτισαν, μοῦ εἶπαν, ὄχι Ἕλληνες ἀλλὰ Ἑλβετοί· πάστορες (δηλαδὴ «παπᾶδες»), ἔμαθαν ὅτι ἐδῶ ὑποφέρει κόσμος, ὥρισαν σὲ δεκαπέντε καντόνια – διαμερίσματα νὰ νηστέψουν μία μέρα ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, καὶ μὲ ὅσα θὰ ξώδευαν γιὰ τὸ φαῒ μάζεψαν ἕνα μεγάλο ποσό, μὲ τὸ ὁποῖο χτίστηκαν τὰ σπιτάκια. Αὐτοὶ εἶνε προτεστάντες, νηστεῖες δὲν ἔχουν· στὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως ἐφήρμοσαν τὴν Ὀρθοδοξία, ἔκαναν αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος· «Νηστεύσωμεν, ἀδελφοί, ἵνα ἐλεήσωμεν».
Γιὰ φανταστῆτε νὰ νηστεύαμε ὅλοι μία μέρα! Τί μπορούσαμε νὰ κάνουμε μὲ ὅσα ξοδεύονται τὶς ἀπόκριες στὰ καρναβάλια! Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω ὅτι, ἐνῷ εἴμαστε ὀρθόδοξοι, ὑστεροῦμε στὰ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας καὶ μᾶς νικοῦν στὸν τομέα αὐτὸν καὶ οἱ φράγκοι καὶ οἱ προτεστάντες. Γι᾿ αὐτὸ εἶνε ἀνάγκη νὰ τελειώσω καὶ νὰ σᾶς πῶ τὸ δρᾶμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐὰν θέλουμε νὰ εἴμαστε δίκαιοι, ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι, ἐνῷ ὑπερτεροῦμε σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἐκθέσαμε, σὲ ἕνα σπουδαῖο τομέα ὑστεροῦμε. Μᾶς νικοῦν ἐκεῖ οἱ ἄλλοι, οἱ προτεστάντες καὶ οἱ παπικοί. Ἐνῷ ἔχουμε ἕνα μεγαλεῖο ἄφθαστο, θεωρητικὸ μεγαλεῖο, ὑστεροῦμε στὰ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας.
Στὴν Ἀθήνα πέθανε ἕνα φτωχαδάκι. Πῆγαν νὰ κανονίσουν τὰ τῆς κηδείας. Τοὺς λένε· –Τόσο γιὰ τὸν παπᾶ, τόσο γιὰ τὸ διᾶκο, τόσο γιὰ τὸν πολυέλεο, τόσο γιὰ τὸ ἕνα, τόσο γιὰ τὸ ἄλλο… –Μὰ δὲν ἔχουμε, τί θὰ γίνῃ; –Ἄ, δὲν ξέρω (ἦταν ἕνας παπᾶς φιλάργυρος). Τὸ μαθαίνει ὁ αἱρετικός (παπικός) καὶ πάει στὸ σπίτι ἀμέσως. –Τί συμβαίνει; λέει. –Δὲν ἔχουμε νὰ τὸν θάψουμε. –Γι᾽ αὐτὸ στενοχωριέστε; τὸν θάβω ἐγὼ δωρεάν. Τὸν πῆρε, τὸν ἔθαψε, καὶ τὸ βράδυ τοὺς γέμισε τὸ σπίτι ροῦχα καὶ τρόφιμα. Θὰ μοῦ πῆτε, καὶ πρέπει γι᾿ αὐτὰ ν᾽ ἀφήσουν τὴν Ὀρθοδοξία; Ὄχι ὄχι· ἀλλὰ μιὰ Ἐκκλησία ποὺ εἶνε μάνα πρέπει νὰ κοιτάξῃ τὰ παιδιά της καὶ στὸν τομέα τῆς φιλανθρωπίας ὅσο τοὐλάχιστον οἱ αἱρετικοί. Ὑστεροῦμε, ἀδέρφια μου, στὴ φιλανθρωπία.
Θὰ δῇ κανεὶς στὴν Ἑλλάδα ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος πολυτέλεια κι ἀπὸ τὸ ἄλλο δυστυχία. Κάπου στὶς ὑπώρειες τῆς Πίνδου θὰ δῇ καὶ κάτι σπιτάκια θαῦμα. Τὰ εἶδα κ᾽ ἐγὼ καὶ ρώτησα· Αὐτὰ ποιός τὰ ἔχτισε; τὸ κράτος ἢ κάποιος ἐφοπλιστής; Τὰ ἔχτισαν, μοῦ εἶπαν, ὄχι Ἕλληνες ἀλλὰ Ἑλβετοί· πάστορες (δηλαδὴ «παπᾶδες»), ἔμαθαν ὅτι ἐδῶ ὑποφέρει κόσμος, ὥρισαν σὲ δεκαπέντε καντόνια – διαμερίσματα νὰ νηστέψουν μία μέρα ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, καὶ μὲ ὅσα θὰ ξώδευαν γιὰ τὸ φαῒ μάζεψαν ἕνα μεγάλο ποσό, μὲ τὸ ὁποῖο χτίστηκαν τὰ σπιτάκια. Αὐτοὶ εἶνε προτεστάντες, νηστεῖες δὲν ἔχουν· στὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως ἐφήρμοσαν τὴν Ὀρθοδοξία, ἔκαναν αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος· «Νηστεύσωμεν, ἀδελφοί, ἵνα ἐλεήσωμεν».
Γιὰ φανταστῆτε νὰ νηστεύαμε ὅλοι μία μέρα! Τί μπορούσαμε νὰ κάνουμε μὲ ὅσα ξοδεύονται τὶς ἀπόκριες στὰ καρναβάλια! Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω ὅτι, ἐνῷ εἴμαστε ὀρθόδοξοι, ὑστεροῦμε στὰ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας καὶ μᾶς νικοῦν στὸν τομέα αὐτὸν καὶ οἱ φράγκοι καὶ οἱ προτεστάντες. Γι᾿ αὐτὸ εἶνε ἀνάγκη νὰ τελειώσω καὶ νὰ σᾶς πῶ τὸ δρᾶμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
* * *
Ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ἀγαπητοί μου, ὅτι φάνηκε νὰ πετάῃ ἕνα πουλί, ἕνας «ἀετὸς μέγας» (Ἀπ. 12,14). Ἀλλὰ ὁ ἀετός, ὅπως καὶ κάθε πουλί, γιὰ νὰ πετάξῃ χρειάζεται δύο φτερούγες· μὲ μία δὲν πετάει· ἅμα πληγωθῇ ἀπὸ σκάγια στὴ μία φτερούγα, ὁ ἀετὸς βασανίζεται καὶ χτυπιέται κάτω στὴ γῆ. Καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μας ἔχει δυὸ φτεροῦγες, πίστι καὶ ἔργα. Ἡ μιὰ φτερούγα κρατιέται ἀλώβητη· εἶνε ἡ πίστις ἡ ἀμώμητος. Ἡ ἄλλη φτερούγα ὅμως δέχθηκε σκάγια, εἶνε πληγωμένη, κι ὁ ἀετὸς βασανίζεται. Αὐτὴ ἡ φτερούγα εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ ὑστεροῦμε στὰ ἔργα.
Ἐάν, ἀδελφοί μου, δώσουμε στὴν Ἐκκλησία μας καὶ ἔργα καλά, τότε ὁ ἀετὸς θὰ γίνῃ «μεγαλοπτέρυγος» (ἔ.ἀ.. Ἰεζ. 17,3), θὰ πετάξῃ στὰ ὕψη, καὶ τότε, ὤ τότε!… Πολλὰ θὰ γίνουν· τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια σας πολλὰ θὰ δοῦν. Ἕνα σᾶς λέω καὶ τὸ πιστεύω ἀκραδάντως· ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκτήσῃ καὶ τὴν ἄλλη φτερούγα, τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῶν καλῶν ἔργων, τότε θὰ μεσουρανήσῃ. Καὶ τότε θὰ δῆτε· δὲν θὰ νικήσῃ οὔτε ὁ πάπας οὔτε οἱ προτεστάντες. Θὰ νικήσῃ ἡ Ὀρθοδοξία, θὰ γίνῃ ἄστρο φωτεινό. Καὶ τότε θὰ ἔρθουν τὰ παιδιά της ἐκ δυσμῶν καὶ ἑώας, ἐξ Ἀμερικῆς καὶ Αὐστραλίας, ἐκ βορρᾶ καὶ νότου, καὶ ὅλα μαζὶ σὰν μιὰ κιθάρα θὰ ψάλλουν «Ὑμνεῖτε Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ἐάν, ἀδελφοί μου, δώσουμε στὴν Ἐκκλησία μας καὶ ἔργα καλά, τότε ὁ ἀετὸς θὰ γίνῃ «μεγαλοπτέρυγος» (ἔ.ἀ.. Ἰεζ. 17,3), θὰ πετάξῃ στὰ ὕψη, καὶ τότε, ὤ τότε!… Πολλὰ θὰ γίνουν· τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια σας πολλὰ θὰ δοῦν. Ἕνα σᾶς λέω καὶ τὸ πιστεύω ἀκραδάντως· ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκτήσῃ καὶ τὴν ἄλλη φτερούγα, τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῶν καλῶν ἔργων, τότε θὰ μεσουρανήσῃ. Καὶ τότε θὰ δῆτε· δὲν θὰ νικήσῃ οὔτε ὁ πάπας οὔτε οἱ προτεστάντες. Θὰ νικήσῃ ἡ Ὀρθοδοξία, θὰ γίνῃ ἄστρο φωτεινό. Καὶ τότε θὰ ἔρθουν τὰ παιδιά της ἐκ δυσμῶν καὶ ἑώας, ἐξ Ἀμερικῆς καὶ Αὐστραλίας, ἐκ βορρᾶ καὶ νότου, καὶ ὅλα μαζὶ σὰν μιὰ κιθάρα θὰ ψάλλουν «Ὑμνεῖτε Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γ΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 26-2-1961 βράδυ. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 19-2-2014.