Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

"Ο φονιάς…"



του π.Θωμά Ανδρέου



Στις αρχές του περασμένου αιώνος, ένα φοβερό έγκλημα συντάραξε την τοπική επαρχιακή κοινωνία. Άνθρωπος μεροκαματιάρης, φτωχός οικογενειάρχης που εμπορευόταν μικροπράγματα, στα γύρω χωριά της περιοχής, βρέθηκε νεκρός στο μονοπάτι που οδηγούσε στο μεγάλο χωριό. Όμως, ας ανατρέξουμε στο παρελθόν, γνωρίζοντας από κοντά αυτήν την φρικτή ιστορία θλιβερός πρωταγωνιστής της οποίας ευρέθη ο δυστυχής έμπορος, ο πτωχός και μεροκαματιάρης....
Ήταν καλοκαίρι του 19..., δεν θυμάμαι ακριβώς, μα αρκετά πίσω στον χρόνο . Εκεί, στο μικρό χωριό των ελαχίστων κατοίκων ζούσε ο οικογενειάρχης μικρεμποράκος που κάθε πρωί σχεδόν, φόρτωνε με την πραμάτεια του το μικρό γαϊδουράκι, τον αχώριστο σύντροφο των τελευταίων χρόνων και με αυτό περιόδευε στα γειτονικά χωριά πουλώντας τα χρειαζούμενα για ένα προικιό προς τέρψιν των πολλών ενδιαφερομένων νεανίδων οι οποίες σχεδίαζαν την πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου της ζωής τους, τον Γάμο τους!
Και η πραγματοποίηση του ονείρου έχει απαιτήσεις. Και μέσα στις απαιτήσεις αυτές είναι και τα προικιά που άλλα με μεράκι θα φτιαχτούν από τα παρθενικά χέρια, άλλα θα αγοραστούν από τον πραματευτή που ευκαίρως - ακαίρως  θα χαρίσει με το πέρασμα του, αυτήν την μικροχαρά στις νεάνιδες που με χαμόγελα θα τον υποδεχθούν ώστε με την σειρά τους να απαλλάξουν λίγο από το φορτίο του, το υπομονετικό γαϊδουράκι που δεν μπορεί να καταλάβει την χαρά τους, όπως και εκείνες δεν μπορούν να καταλάβουν την δική του, να το απαλλάξουν σταδιακά από το φορτίο του...
 
Έτσι και εκείνο το γλυκό καλοκαιριάτικο πρωινό του 19... κίνησε ο έμπορος με τον αχώριστο τετράποδο σύντροφο και συνεργάτη του, να γυρίσουν στα γύρω χωριά και να ξεπουλήσουν την πλουμιστή πραμάτεια τους. Και με τα χρήματα, ο μεν να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογενείας του, ο δε, την τροφή που μακαρίως θα απολαύσει στον αχυρώνα του...  Όμως, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πως θα τον βρει η ανατολή του ήλιου ή το δειλινό του... 
Η κοπιαστική μέρα κυλούσε. Το φορτίο ,προς τέρψιν του συμπαθούς τετραπόδου ,ελάφρυνε σταδιακά. Ακόμα μεγαλύτερη η χαρά του εμπόρου που μέσα από τις φωνές και τα γέλια των νεανίδων που τον τριγύριζαν , έβλεπε τον μόχθο και τον κόπο του να αποφέρει το ψωμί των παιδιών του. Γύρισε δυο, τρία χωριά. Και κοίταζε τον ήλιο να δει πότε θα ρθει η ώρα να επιστρέψει. Γευμάτισε φτωχικά εκεί, πάνω στην εργασία του και κοιτώντας τον ήλιο του είπε: '' άντε αφέντη μου, φτάσε να ξεκουραστείς , να επιστρέψω και εγώ στο σπιτικό μου....''. Και ο ήλιος, σαν να τον άκουσε και ήρθε και έδυσε...
Κίνησε τον δρόμο της επιστροφής... Το φως του ήλιου, έδινε σιγά- σιγά την θέση του, στο απαλό σκοτάδι της νύχτας. Και τα δειλινά του καλοκαιριού δεν αφήνουν το σκοτάδι να απλωθεί ολοκληρωτικά. Ίσως, οι μοναδικοί μάρτυρες ενός εγκλήματος να ήταν τα νυχτοπούλια και τα τριζόνια. Και αυτά όμως, θα σιωπούσαν μπρος στο αίμα που θα πότιζε την γη. Αίμα, που το σκοτάδι δεν θα στεκόταν ικανό να καλύψει...
Ο έμπορος επέστρεφε στο σπίτι του. Όμως, θανατερό συναπάντημα περίμενε τον ανυποψίαστο μεροκαματιάρη. Ένας δόλιος άνθρωπος, συγχωριανός του, απεφάσισε να βάψει τα χέρια του με αίμα! Θέλοντας να κλέψει τον έμπορο και να του αρπάξει ότι είχε καταφέρει να μαζέψει, μέσα στο θόλωμα του νου, στο σκοτάδι της δικής του παραφροσύνης, δεν σκέφθηκε ο δυστυχής, πως όπου χυθεί αίμα, η γη βοά! Και το αίμα του φονευμένου, στοιχειώνει και ακολουθεί σιωπηλό, τον φονιά του για πάντα!
Έστησε καρτέρι και περίμενε... Περίμενε πάνω στο δρόμο που ήξερε πως θα ακολουθήσει ο εμποράκος ώστε να καταφέρει να εφαρμόσει το δαιμονικό σχέδιο του! Αθέατος σχεδόν, τυλιγμένος μέσα στο απλωμένο σκοτάδι περίμενε. Φτάνοντας κοντά του το θύμα, εκείνος με μια κίνηση του κατάφερε θανάσιμο κτύπημα. Τα χέρια του τρέμανε, αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό να τα εμποδίσει να κλέψουν το άψυχο σώμα του φονευθέντος. Πήρε τα χρήματα, τα ματωμένα χρήματα ,στα ματωμένα του τα χέρια, τον κόπο του φτωχού και μεροκαματιάρη  και ούτε γύρισε να δει το σώμα, έτρεξε να φύγει, να μην τον δει κανείς, γλίστρησε στο σκοτάδι και χάθηκε αφήνοντας τον νεκρό να τον σαβανώσει η νύχτα να τον μοιρολογήσουν  τα νυχτοπούλια . 
Μόνος μάρτυρας του άδικου φόνου ο συμπαθής τετράποδος αχθοφόρος που σαν να κατάλαβε τι συνέβη στο δύστυχο αφεντικό του , έτρεξε να φύγει, να μην βλέπει το άψυχο σώμα του ανθρώπου που με στοργή το έθρεφε να μην δει το σκοτεινό πρόσωπο εκείνου που μαυροφόρεσε μέσα σε λίγα λεπτά το απιτικό των απορφανισμένων παιδιών που μάταια θα περίμεναν τον πρόσχαρο πατέρα... 
Το γαϊδουράκι συνέχισε μόνο του το μονοπάτι που έβγαζε στον δρόμο για να φτάσει στο σπίτι. Μόνο! Δίχως πραμάτεια και δίχως αφέντη! Η πραμάτεια είχε γίνει χρήμα και το χρήμα είχε γίνει αιτία του άδικου φονικού... Στο σπίτι, η γυναίκα και τα παιδιά περίμεναν τον σύζυγο και πατέρα. Η ώρα είχε περάσει. όμως, πολλές φορές αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι του ο νοικοκύρης. Τίποτε δεν προμήνυε τον θρήνο που θα έφτανε μέχρι την άκρη του χωριού σε λίγες ώρες. Το γαϊδουράκι έφθασε στο σπίτι και με το κεφάλι του χτυπούσε την πόρτα! Δεν είχε τρόπο να μιλήσει, να πει τι είδε να πει ποιος το έκανε. Εκτελώντας το τελευταίο καθήκον προς το αφεντικό του κτυπούσε με το κεφάλι του την ξύλινη πόρτα της αυλής, με κτυπήματα αργά, πένθιμα σαν την καμπάνα που αναγγέλλει το θλιβερό του θανάτου μαντάτο...  
Άκουσε η γυναίκα τους χτύπους στην πόρτα! Ο φόβος, της έσφιξε την καρδιά! Έτρεξε να ανοίξει και αντίκρισε μόνο του το γαιδουράκι... Και κείνο, τρομαγμένο μόλις την είδε σαν να θελε να της πει που είν΄το άψυχο σώμα του νοικοκύρη, αλλά δεν είχε φωνή να μιλήσει! Η γυναίκα χλόμιασε στην θέα του ζωντανού που είχε μόνο του επιστρέψει στο σπίτι και κτυπούσε με το κεφάλι του την πόρτα να ανοίξουν. Να τρέξουν να βρουν το σώμα του δυστυχούς , εμπόρου, του πτωχού και μεροκαματιάρη... 
Αμέσως, η γυναίκα έτρεξε να ειδοποιήσει τους γειτόνους. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας εκείνης, έβλεπες φανάρια αναμμένα να φωτίζουν το μονοπάτι που πριν λίγες ώρες είχε βαδίσει ο φονιάς! Και τελικά βρήκαν το άψυχο σώμα του ανθρώπου. Και τα ίδια φανάρια, προηγήθηκαν της νεκρικής πομπής που επέστρεφε τον φονευθέντα στο σπιτικό του, να τον κλάψουν , να τον σαβανώσουν ,να τον νεκροφιλήσουν... Και τα παιδιά που περίμεναν τον πατέρα, βρέθηκαν ξάφνου μαυροφορεμένα να τον θρηνούν, εκείνον που με νυφικά έντυσε τις νύφες τόσα χρόνια, να μην δει τα δικά του παιδιά στην μεγάλη χαρά της ζωής τους, στους γάμους τους.... 
Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς.... Όλο το χωριό ξεπροβόδισε στο ξόδι του τον καλό νοικοκύρη... Και όταν έβγαζαν από το σπίτι τον νεκρό, μέσα στις φωνές και στα κλάματα, ακούστηκε σιγανά ο ογκηθμός του τετράποδου αχωρίστου συντρόφου του φονευθέντος να τον αποχαιρετά με την δική του φωνή, εκείνην που δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να καταλάβουν.... Το χώμα της γης, που δέχτηκε το αίμα του σκοτωμένου, δέχτηκε και το λαβωμένο σώμα του, να ξαποστάσει ,να ξεκουραστεί ο άτυχος, πτωχός και μεροκαματιάρης που χωρίς λόγο, χέρια φονικά του στέρησαν την χαρά της ζωής.... 
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε... Ένα έγκλημα, χωρίς τιμωρία! Η ιστορία, έγινε θρύλος στα στόματα μεγάλων και μικρών. Όλοι γνώριζαν το σπίτι του αδικοσκοτωμένου που πλέον μοναχικό έμενε να θυμίζει την φρικτή ιστορία μιας και οι ιδιοκτήτες του με τα χρόνια το είχαν εγκαταλείψει... Η χήρα γυναίκα στάθηκε μάνα και πατέρας για τα ορφανά της. Τα είδε να μεγαλώνουν και να παντρεύονται. Και κάποια μέρα την βρήκαν να κοιμάται στο κρεβάτι της που έμεινε για πάντα άδειο από την πλευρά του νοικοκύρη. Και όταν πήγαν να την ξυπνήσουν κατάλαβαν! Η γυναίκα είχε πάει να συναντήσει για πάντα τον άνδρα της εκεί που κανένα χέρι ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να την χωρίσει ξανά από εκείνον. Τα παιδιά, έφυγαν για την πόλη. Και έρχονταν πια όλο και πιο σπάνια στο τόπο που μεγάλωσαν. Ορφανά, δίχως πατέρα. 
Στα χρόνια που πέρασαν όμως, έφυγαν και άλλοι άνθρωποι για τον ουρανό. Και μαζί τους και ο ευλαβής Ιερεύς, που βάπτισε, πάντρεψε και κήδευσε τόσους ανθρώπους όπως και τον δυστυχή εμποράκο. Και ήρθε η ώρα, νέος Ιερεύς να διαδεχθεί τον προηγούμενο στην Εκκλησία. Μέσα στις πολλές ιστορίες που έμαθε για το χωριό που εποίμενε ήταν και αυτή, του εγκλήματος που παρά τις απέλπιδες προσπάθειες των αρχών της εποχής εκείνης, ουδέποτε εξιχνιάσθηκε. Και ο Ιερεύς, έμαθε το όνομα του ανθρώπου που είχε φονευθεί για λίγα χρήματα, τα χρήματα του κόπου του και τον μνημόνευε στην Αγία Προσκομιδή, εκεί που συναντούνται οι δύο κόσμοι, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Τρισαγίου Θεού, του κόσμου των ζωντανών και του κόσμου των κεκοιμημένων..... 
Κάποια μέρα, κλήθηκε ο Ιερεύς να επσκεφθεί το σπίτι ενός ετοιμοθάνατου. Αμέσως πήρε το πετραχήλι του, ώστε να εκτελέσει το καθήκον του, σε εκείνον που τον αναζητούσε.... Επρόκειτο περί ενός ανθρώπου σε βαθύ γήρας. Μέρες τον περίμεναν να ξεψυχήσει , αλλά η ψυχή δεν έβγαινε από το σώμα. Κάποια στιγμή ο γέρος, άνοιξε τα μάτια. Ζήτησε τον Ιερέα να εξομολογηθεί. Και οι συγγενείς του έτρεξαν να τον ειδοποιήσουν. Έφθασε ο Ιερεύς και ζήτησε να μείνουν μόνοι με τον ετοιμοθάνατο άνθρωπο. Ο Ιερεύς, φόρεσε το πετραχήλι του και στάθηκε κοντά στην επιθανάτια κλίνη του εξομολογουμένου... Εκείνος μισάνοιξε  τα μάτια. Είδε τον Ιερέα μπροστά του με φορεμένο το πετραχήλι του. 
-Πάτερ, έπρεπε να χω πεθάνει προ πολλού.... Κάτι με κρατά στην ζωή και με βασανίζει... Ζήτησα να ρθεις να σου μιλήσω. Να σου πω αυτό που δεν αφήνει να βγει η ψυχή μου...
Ο Εξομολόγος, έσκυψε κοντά του. Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
- Πριν από εξήντα χρόνια, έγινε στο χωριό μας, ένα μεγάλο φονικό.... Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε άδικα... το γνωρίζεις αυτό; 
-Το γνωρίζω, του απάντησε ο Ιερεύς, το έχω μάθει....
-Εγώ είμαι ο φονιάς! Είπε ο γέρος με ένα βογκητό... Τόσα χρόνια δεν ησύχασα.... Τόσα χρόνια το αίμα του δεν έφυγε από τα χέρια μου.... Δεν είχα το κουράγιο να το ομολογήσω...Όμως τώρα, είναι αργά! Ξέφυγα από το ανθρώπινο δικαστήριο, όμως δεν πρόκειται να ξεφύγω από το δικαστήριο του Θεού... Πως θα κοιτάξω το Θεό;  
Ο Ιερεύς, έκλεισε με τα χέρια του τα μάτια του... Είχε μπροστά του το φονιά, τον πρωταγωνιστή του φονικού που ποτέ δεν ξεχάστηκε.... Έναν φονιά ετοιμοθάνατο που δεν έβγαινε η ψυχή του από το βάρος που τόσα χρόνια κουβαλούσε... Που στα χέρια του υπήρχε για πάντα, ανεξίτηλη σφραγίδα του ανομολόγητου εγκλήματος, το αίμα του αδικοσκοτωμένου...Χριστέ μου! Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος....
Σήκωσε το κεφάλι του ο Ιερεύς και κοίταξε στα μάτια το γέρο.... Το παγωμένο βλέμμα του φονιά, με αποτυπωμένο τον τρόμο, μαρτυρούσε πως ο φονιάς πλέον οδηγείτω εμπρός στο Ουράνιο δικαστήριο... Άπνους , στην νεκρική κλίνη, με ορθάνοιχτα τα μάτια ο φονιάς, οδηγείτω ενώπιον Εκείνου,  από την Κρίση του Οποίου ουδέποτε ξέφυγε κανείς...
     
                                                                                           
-


"Ο φονιάς…"

του π.Θωμά Ανδρέου, για το Amen.gr
26 Φεβρουαρίου 2014, 11:01
2534 αναγνώσεις
Στις αρχές του περασμένου αιώνος, ένα φοβερό έγκλημα συντάραξε την τοπική επαρχιακή κοινωνία. Άνθρωπος μεροκαματιάρης, φτωχός οικογενειάρχης που εμπορευόταν μικροπράγματα, στα γύρω χωριά της περιοχής, βρέθηκε νεκρός στο μονοπάτι που οδηγούσε στο μεγάλο χωριό. Όμως, ας ανατρέξουμε στο παρελθόν, γνωρίζοντας από κοντά αυτήν την φρικτή ιστορία θλιβερός πρωταγωνιστής της οποίας ευρέθη ο δυστυχής έμπορος, ο πτωχός και μεροκαματιάρης....
Ήταν καλοκαίρι του 19..., δεν θυμάμαι ακριβώς, μα αρκετά πίσω στον χρόνο . Εκεί, στο μικρό χωριό των ελαχίστων κατοίκων ζούσε ο οικογενειάρχης μικρεμποράκος που κάθε πρωί σχεδόν, φόρτωνε με την πραμάτεια του το μικρό γαϊδουράκι, τον αχώριστο σύντροφο των τελευταίων χρόνων και με αυτό περιόδευε στα γειτονικά χωριά πουλώντας τα χρειαζούμενα για ένα προικιό προς τέρψιν των πολλών ενδιαφερομένων νεανίδων οι οποίες σχεδίαζαν την πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου της ζωής τους, τον Γάμο τους!
Και η πραγματοποίηση του ονείρου έχει απαιτήσεις. Και μέσα στις απαιτήσεις αυτές είναι και τα προικιά που άλλα με μεράκι θα φτιαχτούν από τα παρθενικά χέρια, άλλα θα αγοραστούν από τον πραματευτή που ευκαίρως - ακαίρως  θα χαρίσει με το πέρασμα του, αυτήν την μικροχαρά στις νεάνιδες που με χαμόγελα θα τον υποδεχθούν ώστε με την σειρά τους να απαλλάξουν λίγο από το φορτίο του, το υπομονετικό γαϊδουράκι που δεν μπορεί να καταλάβει την χαρά τους, όπως και εκείνες δεν μπορούν να καταλάβουν την δική του, να το απαλλάξουν σταδιακά από το φορτίο του...
Έτσι και εκείνο το γλυκό καλοκαιριάτικο πρωινό του 19... κίνησε ο έμπορος με τον αχώριστο τετράποδο σύντροφο και συνεργάτη του, να γυρίσουν στα γύρω χωριά και να ξεπουλήσουν την πλουμιστή πραμάτεια τους. Και με τα χρήματα, ο μεν να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογενείας του, ο δε, την τροφή που μακαρίως θα απολαύσει στον αχυρώνα του...  Όμως, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πως θα τον βρει η ανατολή του ήλιου ή το δειλινό του...
Η κοπιαστική μέρα κυλούσε. Το φορτίο ,προς τέρψιν του συμπαθούς τετραπόδου ,ελάφρυνε σταδιακά. Ακόμα μεγαλύτερη η χαρά του εμπόρου που μέσα από τις φωνές και τα γέλια των νεανίδων που τον τριγύριζαν , έβλεπε τον μόχθο και τον κόπο του να αποφέρει το ψωμί των παιδιών του. Γύρισε δυο, τρία χωριά. Και κοίταζε τον ήλιο να δει πότε θα ρθει η ώρα να επιστρέψει. Γευμάτισε φτωχικά εκεί, πάνω στην εργασία του και κοιτώντας τον ήλιο του είπε: '' άντε αφέντη μου, φτάσε να ξεκουραστείς , να επιστρέψω και εγώ στο σπιτικό μου....''. Και ο ήλιος, σαν να τον άκουσε και ήρθε και έδυσε...
Κίνησε τον δρόμο της επιστροφής... Το φως του ήλιου, έδινε σιγά- σιγά την θέση του, στο απαλό σκοτάδι της νύχτας. Και τα δειλινά του καλοκαιριού δεν αφήνουν το σκοτάδι να απλωθεί ολοκληρωτικά. Ίσως, οι μοναδικοί μάρτυρες ενός εγκλήματος να ήταν τα νυχτοπούλια και τα τριζόνια. Και αυτά όμως, θα σιωπούσαν μπρος στο αίμα που θα πότιζε την γη. Αίμα, που το σκοτάδι δεν θα στεκόταν ικανό να καλύψει...
Ο έμπορος επέστρεφε στο σπίτι του. Όμως, θανατερό συναπάντημα περίμενε τον ανυποψίαστο μεροκαματιάρη. Ένας δόλιος άνθρωπος, συγχωριανός του, απεφάσισε να βάψει τα χέρια του με αίμα! Θέλοντας να κλέψει τον έμπορο και να του αρπάξει ότι είχε καταφέρει να μαζέψει, μέσα στο θόλωμα του νου, στο σκοτάδι της δικής του παραφροσύνης, δεν σκέφθηκε ο δυστυχής, πως όπου χυθεί αίμα, η γη βοά! Και το αίμα του φονευμένου, στοιχειώνει και ακολουθεί σιωπηλό, τον φονιά του για πάντα!
Έστησε καρτέρι και περίμενε... Περίμενε πάνω στο δρόμο που ήξερε πως θα ακολουθήσει ο εμποράκος ώστε να καταφέρει να εφαρμόσει το δαιμονικό σχέδιο του! Αθέατος σχεδόν, τυλιγμένος μέσα στο απλωμένο σκοτάδι περίμενε. Φτάνοντας κοντά του το θύμα, εκείνος με μια κίνηση του κατάφερε θανάσιμο κτύπημα. Τα χέρια του τρέμανε, αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό να τα εμποδίσει να κλέψουν το άψυχο σώμα του φονευθέντος. Πήρε τα χρήματα, τα ματωμένα χρήματα ,στα ματωμένα του τα χέρια, τον κόπο του φτωχού και μεροκαματιάρη  και ούτε γύρισε να δει το σώμα, έτρεξε να φύγει, να μην τον δει κανείς, γλίστρησε στο σκοτάδι και χάθηκε αφήνοντας τον νεκρό να τον σαβανώσει η νύχτα να τον μοιρολογήσουν  τα νυχτοπούλια .
Μόνος μάρτυρας του άδικου φόνου ο συμπαθής τετράποδος αχθοφόρος που σαν να κατάλαβε τι συνέβη στο δύστυχο αφεντικό του , έτρεξε να φύγει, να μην βλέπει το άψυχο σώμα του ανθρώπου που με στοργή το έθρεφε να μην δει το σκοτεινό πρόσωπο εκείνου που μαυροφόρεσε μέσα σε λίγα λεπτά το απιτικό των απορφανισμένων παιδιών που μάταια θα περίμεναν τον πρόσχαρο πατέρα...
Το γαϊδουράκι συνέχισε μόνο του το μονοπάτι που έβγαζε στον δρόμο για να φτάσει στο σπίτι. Μόνο! Δίχως πραμάτεια και δίχως αφέντη! Η πραμάτεια είχε γίνει χρήμα και το χρήμα είχε γίνει αιτία του άδικου φονικού... Στο σπίτι, η γυναίκα και τα παιδιά περίμεναν τον σύζυγο και πατέρα. Η ώρα είχε περάσει. όμως, πολλές φορές αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι του ο νοικοκύρης. Τίποτε δεν προμήνυε τον θρήνο που θα έφτανε μέχρι την άκρη του χωριού σε λίγες ώρες. Το γαϊδουράκι έφθασε στο σπίτι και με το κεφάλι του χτυπούσε την πόρτα! Δεν είχε τρόπο να μιλήσει, να πει τι είδε να πει ποιος το έκανε. Εκτελώντας το τελευταίο καθήκον προς το αφεντικό του κτυπούσε με το κεφάλι του την ξύλινη πόρτα της αυλής, με κτυπήματα αργά, πένθιμα σαν την καμπάνα που αναγγέλλει το θλιβερό του θανάτου μαντάτο...
Άκουσε η γυναίκα τους χτύπους στην πόρτα! Ο φόβος, της έσφιξε την καρδιά! Έτρεξε να ανοίξει και αντίκρισε μόνο του το γαιδουράκι... Και κείνο, τρομαγμένο μόλις την είδε σαν να θελε να της πει που είν΄το άψυχο σώμα του νοικοκύρη, αλλά δεν είχε φωνή να μιλήσει! Η γυναίκα χλόμιασε στην θέα του ζωντανού που είχε μόνο του επιστρέψει στο σπίτι και κτυπούσε με το κεφάλι του την πόρτα να ανοίξουν. Να τρέξουν να βρουν το σώμα του δυστυχούς , εμπόρου, του πτωχού και μεροκαματιάρη...
Αμέσως, η γυναίκα έτρεξε να ειδοποιήσει τους γειτόνους. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας εκείνης, έβλεπες φανάρια αναμμένα να φωτίζουν το μονοπάτι που πριν λίγες ώρες είχε βαδίσει ο φονιάς! Και τελικά βρήκαν το άψυχο σώμα του ανθρώπου. Και τα ίδια φανάρια, προηγήθηκαν της νεκρικής πομπής που επέστρεφε τον φονευθέντα στο σπιτικό του, να τον κλάψουν , να τον σαβανώσουν ,να τον νεκροφιλήσουν... Και τα παιδιά που περίμεναν τον πατέρα, βρέθηκαν ξάφνου μαυροφορεμένα να τον θρηνούν, εκείνον που με νυφικά έντυσε τις νύφες τόσα χρόνια, να μην δει τα δικά του παιδιά στην μεγάλη χαρά της ζωής τους, στους γάμους τους....
Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς.... Όλο το χωριό ξεπροβόδισε στο ξόδι του τον καλό νοικοκύρη... Και όταν έβγαζαν από το σπίτι τον νεκρό, μέσα στις φωνές και στα κλάματα, ακούστηκε σιγανά ο ογκηθμός του τετράποδου αχωρίστου συντρόφου του φονευθέντος να τον αποχαιρετά με την δική του φωνή, εκείνην που δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να καταλάβουν.... Το χώμα της γης, που δέχτηκε το αίμα του σκοτωμένου, δέχτηκε και το λαβωμένο σώμα του, να ξαποστάσει ,να ξεκουραστεί ο άτυχος, πτωχός και μεροκαματιάρης που χωρίς λόγο, χέρια φονικά του στέρησαν την χαρά της ζωής....
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε... Ένα έγκλημα, χωρίς τιμωρία! Η ιστορία, έγινε θρύλος στα στόματα μεγάλων και μικρών. Όλοι γνώριζαν το σπίτι του αδικοσκοτωμένου που πλέον μοναχικό έμενε να θυμίζει την φρικτή ιστορία μιας και οι ιδιοκτήτες του με τα χρόνια το είχαν εγκαταλείψει... Η χήρα γυναίκα στάθηκε μάνα και πατέρας για τα ορφανά της. Τα είδε να μεγαλώνουν και να παντρεύονται. Και κάποια μέρα την βρήκαν να κοιμάται στο κρεβάτι της που έμεινε για πάντα άδειο από την πλευρά του νοικοκύρη. Και όταν πήγαν να την ξυπνήσουν κατάλαβαν! Η γυναίκα είχε πάει να συναντήσει για πάντα τον άνδρα της εκεί που κανένα χέρι ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να την χωρίσει ξανά από εκείνον. Τα παιδιά, έφυγαν για την πόλη. Και έρχονταν πια όλο και πιο σπάνια στο τόπο που μεγάλωσαν. Ορφανά, δίχως πατέρα.
Στα χρόνια που πέρασαν όμως, έφυγαν και άλλοι άνθρωποι για τον ουρανό. Και μαζί τους και ο ευλαβής Ιερεύς, που βάπτισε, πάντρεψε και κήδευσε τόσους ανθρώπους όπως και τον δυστυχή εμποράκο. Και ήρθε η ώρα, νέος Ιερεύς να διαδεχθεί τον προηγούμενο στην Εκκλησία. Μέσα στις πολλές ιστορίες που έμαθε για το χωριό που εποίμενε ήταν και αυτή, του εγκλήματος που παρά τις απέλπιδες προσπάθειες των αρχών της εποχής εκείνης, ουδέποτε εξιχνιάσθηκε. Και ο Ιερεύς, έμαθε το όνομα του ανθρώπου που είχε φονευθεί για λίγα χρήματα, τα χρήματα του κόπου του και τον μνημόνευε στην Αγία Προσκομιδή, εκεί που συναντούνται οι δύο κόσμοι, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Τρισαγίου Θεού, του κόσμου των ζωντανών και του κόσμου των κεκοιμημένων.....
Κάποια μέρα, κλήθηκε ο Ιερεύς να επσκεφθεί το σπίτι ενός ετοιμοθάνατου. Αμέσως πήρε το πετραχήλι του, ώστε να εκτελέσει το καθήκον του, σε εκείνον που τον αναζητούσε.... Επρόκειτο περί ενός ανθρώπου σε βαθύ γήρας. Μέρες τον περίμεναν να ξεψυχήσει , αλλά η ψυχή δεν έβγαινε από το σώμα. Κάποια στιγμή ο γέρος, άνοιξε τα μάτια. Ζήτησε τον Ιερέα να εξομολογηθεί. Και οι συγγενείς του έτρεξαν να τον ειδοποιήσουν. Έφθασε ο Ιερεύς και ζήτησε να μείνουν μόνοι με τον ετοιμοθάνατο άνθρωπο. Ο Ιερεύς, φόρεσε το πετραχήλι του και στάθηκε κοντά στην επιθανάτια κλίνη του εξομολογουμένου... Εκείνος μισάνοιξε  τα μάτια. Είδε τον Ιερέα μπροστά του με φορεμένο το πετραχήλι του.
-Πάτερ, έπρεπε να χω πεθάνει προ πολλού.... Κάτι με κρατά στην ζωή και με βασανίζει... Ζήτησα να ρθεις να σου μιλήσω. Να σου πω αυτό που δεν αφήνει να βγει η ψυχή μου...
Ο Εξομολόγος, έσκυψε κοντά του. Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
- Πριν από εξήντα χρόνια, έγινε στο χωριό μας, ένα μεγάλο φονικό.... Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε άδικα... το γνωρίζεις αυτό;
-Το γνωρίζω, του απάντησε ο Ιερεύς, το έχω μάθει....
-Εγώ είμαι ο φονιάς! Είπε ο γέρος με ένα βογκητό... Τόσα χρόνια δεν ησύχασα.... Τόσα χρόνια το αίμα του δεν έφυγε από τα χέρια μου.... Δεν είχα το κουράγιο να το ομολογήσω...Όμως τώρα, είναι αργά! Ξέφυγα από το ανθρώπινο δικαστήριο, όμως δεν πρόκειται να ξεφύγω από το δικαστήριο του Θεού... Πως θα κοιτάξω το Θεό;
Ο Ιερεύς, έκλεισε με τα χέρια του τα μάτια του... Είχε μπροστά του το φονιά, τον πρωταγωνιστή του φονικού που ποτέ δεν ξεχάστηκε.... Έναν φονιά ετοιμοθάνατο που δεν έβγαινε η ψυχή του από το βάρος που τόσα χρόνια κουβαλούσε... Που στα χέρια του υπήρχε για πάντα, ανεξίτηλη σφραγίδα του ανομολόγητου εγκλήματος, το αίμα του αδικοσκοτωμένου...Χριστέ μου! Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος....
Σήκωσε το κεφάλι του ο Ιερεύς και κοίταξε στα μάτια το γέρο.... Το παγωμένο βλέμμα του φονιά, με αποτυπωμένο τον τρόμο, μαρτυρούσε πως ο φονιάς πλέον οδηγείτω εμπρός στο Ουράνιο δικαστήριο... Άπνους , στην νεκρική κλίνη, με ορθάνοιχτα τα μάτια ο φονιάς, οδηγείτω ενώπιον Εκείνου,  από την Κρίση του Οποίου ουδέποτε ξέφυγε κανείς...
   

                                                                                           
- See more at: http://www.amen.gr/article17072#sthash.RO11Eql4.dpuf