Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΣ ΕΤΟΛΜΗΣΕ ΝΑ ΖΗΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΝ ΤΑΣ «ΝΕΑΣ ΧΩΡΑΣ»!




Ὁ «Ὀρθόδοξος Τύπος» ἀπό τοῦ ἔτους  2001 ἔχει ἐπισημάνει τήν ἀντικανονικότητα  τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος τῶν «Νέων Χωρῶν» καί τόν ἐξ αὐτῆς  μέγιστον Ἐκκλησιαστικόν καί  Ἐθνικόν κίνδυνον



Μετά τούς δημοσιογραφικούς λιθοβολισμούς ἐτῶν δικαιώνεται ὁ Ἀγών τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου».

   Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πόσων Ἐθνῶν εἶναι Πρῶτος;

 Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν & Πάσης Ἑλλάδος σιωπᾶ μέ διάκρισιν καί ποιμαντικήν σύνεσιν,  δέν ὁμιλεῖ, δέν ἀποκαλύπτει τά συμβάντα.

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη
    Ἐγκυρότατες πληροφορίες πού περιῆλθαν εἰς γνῶσιν μου ἀπό κορυφαίους παράγοντες τῆς Πατρίδος μας  ἀποκαλύπτουν ὅτι ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαῖος προέβη εις πρωτοφανῆ, ἀποτρόπαιον, ἀντιεκκλησιαστική και ἀντεθνική ενέργεια. Ἐκορύφωσε τίς ἐπιδιώξεις του διά ἐπικυριαρχίαν του ἐπί τῶν «Νέων Χωρῶν» (κακῶς, βεβαίως,  ἀποκαλουμένων τοιουτοτρόπως, ἐφ’ ὅσον πρόκειται περί τῶν Μητροπόλεων τῆς ἑνιαίας Πατρίδος μας, τῆς Ἠπείρου καί τῆς Βορείου Ἑλλάδος), ζητῶντας ἀπό τήν Κυβέρνηση τήν ἐπανυπαγωγή τῶν «Νέων Χωρῶν» εἰς τήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως!

Ἡ ἐγκυροτάτη καί ἐξακριβωμένη αὐτή πληροφορία ἑρμηνεύει καί τήν πρό τῆς συγκλήσεως τῆς προσφάτου Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δημοσιευθεῖσα εἴδηση ὅτι ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος παρέδωσε πρός φύλαξιν εἰς τήν Κρύπτην τῆς Ι. Συνόδου ὀγκώδη ἀπόρρητον Φάκελλον, προφανῶς μέ ἔγγραφα, τά ὁποῖα σχετίζονται μέ αὐτήν τήν ὑπόθεση.

 Ἡ ἐκκλησιαστική καί πνευματική στάση τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπι-σκόπου μας νά παραδώση τόν ἀπόρρητο Φάκελλον , τηρώντας ἀπόλυτη σιωπή, μή θέλοντας –προφανώς– νά ἐκθέση τό Πατριαρχεῖο, τόν τιμᾶ ἰδιαιτέρως ἀλλά καί μᾶς δημιουργεῖ ἐπιπρόσθετες εὐθύνες, διότι πρέπει νά ἀντιδράσουμε ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί νά ἀντιταχθοῦμε σέ μιά ἐντελῶς ἀντικανονική ἀπαίτηση τοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία ἀπαίτηση, ὄχι μόνο θά ἐκκοσμικεύση τίς Ἑλληνικές Μητροπόλεις μέ ἐκλογές Μητροπολιτῶν, ὅπως αὐτῶν πού ἔχει ἐκλέξει μέχρι σήμερα στήν Εὐρώπη καί ἀλλοῦ, μέ τά γνωστά οἰκτρά πνευματικά ἀποτελέσματα, ἀλλά κατακερματίζει καί ΣΥΡΡΙΚΝΏΝΕΙ τήν Πατρίδα μας, στά τμήματα πού ὅριζαν ἐδῶ καί χρόνια οἱ Τουρκικοί Χάρτες τῆς Ἑλλάδος, πού διδάσκονται στά Σχολεῖα τῆς Κωνσταντινουπόλεως! 

Ἡ ἐξέλιξη αὐτή ἦταν ἀναμενομένη καί προφανής, ὡστόσο μέχρι χθές ἐλοιδωρούμεθα οἱ γράφοντες,  ὁσάκις ἐπισημαίναμε τούς ἐκκλησιαστικούς καί ἐθνικούς κινδύνους πού ἐγκυμονοῦσαν  οἱ Πατριαρχικές κινήσεις πού προετοίμαζαν τήν ὑλοποίηση τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ Φαναρίου.

Γράφω αὐτά σήμερα μέ ἰδιαίτερο πόνο γιατί τό θέμα αὐτό  τό ἐπεσήμανα πρῶτος καί μόνος, γράφοντας ἐπ’ αὐτοῦ ἀπό τό 2001!

Συγκεκριμένα, στίς 27-7-2001, στό ἄρθρο μου στόν «Ο.Τ.» μέ τίτλο «Ὁρατός ὁ κίνδυνος Βατικανοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας» ἔγραφα:

«Οἱ «κάποιες» περυσινές ἀμφισβητήσεις γιγαντώθηκαν κατά τό φετινό χρόνο, μέ ἀποτέλεσμα τόν διχασμό τῆς Ἱεραρχίας μας καί τή δημιουργία δύο στρατοπέδων: τῶν φιλοπατριαρχικῶν καί τῶν φιλοαρχιεπισκοπικῶν. Τό ἐκπληκτικό εἶναι, πῶς χωρίς νά τό καταλάβουν μερικοί Ἱεράρχες μας, στήν προσπάθειά τους νά ἀντιστρατευθοῦν τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, ὁδηγοῦνται μέ μαθηματική ἀκρίβεια στήν ἀπεμπόλησι τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπ’ ὠφελεία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἄλλοτε μέ τίς μομφές τούς ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν (ὄχι γιά τίς θεολογικές ἤ τίς ποιμαντικές του ἐπιλογές ἀλλά ἀμφισβητώντας τίς ἁρμοδιότητές του ὡς Ἀρχιεπισκόπου Πάσης Ἑλλάδος), ἄλλοτε μέ τίς μομφές τούς ἐναντίον τοῦ Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκεφάλου καί ἄλλοτε μέ ἔμμεσες ἀπειλές γιά ἐπανυπαγωγή τῶν «Νέων Χωρῶν» (δηλαδή Ἑλληνικῶν Μητροπόλεων) στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, στήν περίπτωσι ποῦ θά ἄλλαζε τό ὑφιστάμενο σήμερα καθεστώς, ποῦ ἀπορρέει ἀπό τή Συνοδική Πράξι τοῦ 1928. Ἕνα καθεστώς ἐπικίνδυνο, τό ὁποῖο μπορεῖ ἀνά πάσα στιγμή νά ἐκμεταλλευθῆ ὁ οἱοσδήποτε Πατριάρχης, γιά νά διχάση ἤ νά ἐπηρεάζη τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

Τό ἔτος 2003, ἐξ ἀφορμῆς τῆς διενέξεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου καί τοῦ Πατριάρχου Βαρθολολομαίου, ἔγραψα ἕνα τευχίδιο μέ τίτλο «Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΦΩΣ (ΧΩΡΙΣ) ΦΑΝΑΡΙ» (18-10-2003) καί  σέ μιά ἀπό τίς ἑνότητες τοῦ κειμένου μου αὐτοῦ ἐπεσήμανα ὅτι ὁ «Συνοδικός Τόμος» ἀχρηστεύει τήν «Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928», πού κατακερματίζει τήν Πατρίδα μας καί βεβηλώνει τό Κανονικό Δίκαιο.

Ἔγραφα: «Οἱ συζητηταί τοῦ θέματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως παρασύρονται ὡς ἐπί τό πλεῖστον σέ μιά μονοδιάστατη ἀξιολόγηση τῆς ἀκανθώδους γιά τίς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928. Βεβαίως καί μέ τή μονοδιάστατη ἀξιολόγηση τῆς περί οὗ ὁ λόγος Πράξεως ἔχουν διατυπωθεῖ πολλά καί ἀξιόλογα ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα ἀποδυναμώνουν τίς ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου. Ὅμως, ἕνας συσχε-τισμός τῆς Πράξεως αὐτῆς μέ αὐτόν καθ’ ἐαυτόν τόν Συνοδικό Τόμο τοῦ 1850, ὁ ὁποῖος προηγήθηκε καί ὁ ὁποῖος ἐκφράζει μέ κάθε λεπτομέρεια τίς διαθέσεις καί τό φρόνημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κυριολεκτικά ἀχρηστεύει τήν Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928 καί ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι αὐτή ἡ Πράξη δέν θά εἶχε ποτέ ἐκδοθεῖ ἄν ἐπρυτάνευε ἡ λογική καί ἡ θεολογική ὀξυδέρκεια στούς τότε ἐκκλησιαστικῶς ὑπευθύνους.  Ἀρκεῖ ἡ παράθεση μιᾶς καί μόνης παραγράφου τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου γιά νά καταπέση ἡ ἰσχύς τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως. Τήν ἀντιγράφουμε: «...ὡρίσαμεν τή δυνάμει τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικού Πνεύματος διά τοῦ παρόντος Συνοδικοῦ Τόμου, ἴνα ἡ ἐν τῷ Βασιλείω τῆς Ἑλλάδος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀρχηγόν ἔχουσα καί κεφαλήν, ὡς καί πάσα ἡ Καθολική καί Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τόν Κύριον καί Θεόν καί Σωτήρα ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχη τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος ...ἐπιγινώσκομεν αὐτήν καί ἀνακηρύσσομεν πνευματικήν ἠμῶν ἀδελφήν ...καί ὡς τοιαύτην τοῦ λοιποῦ ἀναγνωρίζεσθαι καί μνημονεύεσθαι τῷ ὀνόματι «Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» δαψιλεύομεν δέ αὐτή καί πάσας τάς προνομίας καί πάντα τα κυριαρχικά δικαιώματα, τά τή ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική ἀρχή παρομαρτοῦντα...»!

Μετά ἀπό αὐτό τό κείμενό μου ὁ μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης μου εἶπε: «Δυστυχῶς θά μείνης μόνος»! Καί ἔτσι πράγματι ἔγινε. Οὔτε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἐπέμεινε στις ἀπόψεις του καί τό θέμα ἔμεινε σέ ἐκκρεμότητα.

Τό  ἔτος 2015, σέ ἄρθρο μου στόν Ο.Τ., ἀναιρετικό της κατηγορίας δημοσιογράφου ὅτι μάχομαι τόν Πατριαρχικό θεσμό ἔγραψα:  « Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928 περί τῆς ὁμηρίας Μητροπόλεων τῆς Ἑλλάδος δέν εἶναι προσβολή τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πατριαρχείου ἀλλά ἀποδοκιμασία μιᾶς Πατριαρχικῆς Πράξεως–Κερκοπορτας γιά τήν διεκδίκηση ἐδαφῶν τῆς Πατρίδος μας ἀπό ἀλλοεθνεῖς. Ἐπίσης, ἐτόνισα στό ἄρθρο μου ὅτι ἡ Πράξη αὐτή ἀντίκειται καί στόν Συνοδικό Τόμο ἀλλά καί στήν πάγια τακτική της Ἐκκλησίας νά «συμμεταβάλλονται τά ἐκκλησιαστικά πράγματα μέ τίς πολιτειακές ἐξελίξεις».  Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς Πράξεως τοῦ 1928 ἐκ μέρους μου εἶναι ἀμφισβήτηση παρανόμου καί Ἀντικανονικῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως καί ὄχι προσβολή τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πατριαρχείου. Ἡ ἀνατρεπτική ἄποψη τοῦ Πατριάρχου μᾶς «περί τῆς ἀναγκαιότητος καταργήσεως Ἱερῶν Κανόνων ἀκόμη καί Κανόνων Οἰκουμενικῶν Συνόδων»(!), ποῦ ὑποστηρίζει στήν διδακτορική του διατριβή εἶναι ἐκείνη ποῦ προσβάλλει «ὅλον τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» καί ὄχι ἡ δική μου ἀμφισβήτηση» ( Τίτλος το ρθρου:«Ποιός μάχεται τον Πατριαρχικόν Θεσμόν;  5-6-2015 ).

Τό ἀποκορύφωμα τῶν φόβων μου γιά τίς ὀλέθριες ἐπιπτώσεις τῶν Πατριαρχικῶν διεκδικήσεων διετυπώθη στίς 26 Φεβρουαρίου 2016 μέ ἄρθρο μου στόν «Ο.Τ.» (φ. 2106), μέ τίτλο «Κωνσταντινούπολις: Φανάρι ἤ Λυχνία;», γιά τό ὁποῖο εἶχα δεχθεῖ νέον καταιγισμόν. Ἔγραφα ἐπί λέξει: «Ἔτσι, δέν ἀποκλείεται νά ἐπιφυλλάσσουν καί μία ‘’ἔκπληξη’’ στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί, κατά συνέπεια, στήν Πατρίδα μας: Νά θέσουν ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά οἱ Πατριαρχικοί, ἐκεῖ στή Σύνοδο, θέμα ἐπανυπαγωγῆς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», δηλαδή ὁλοκλήρου της Βορείου Ἑλλάδος στήν Ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως(!), ὀλοκληρώνοντας τά σχέδια Ἀμερικῆς καί Τουρκίας γιά τόν κατακερματισμό τῆς Πατρίδος μας! Οἱ μέχρι σήμερα Πατριαρχικές Περιοδεῖες, οἱ κινήσεις, τά γραπτά καί τά προφορικά του Πατριαρχείου περί τοῦ θέματος αὐτοῦ δέν μᾶς ἀφήνουν περιθώρια νά θεωροῦμε τή σκέψη μᾶς αὐτή ὡς καχυποψία!».  Τώρα πλέον ἀπεδείχθη περίτρανα ὅτι δέν πρόκειται περί καχυποψίας  ἀλλά περί τῆς ὠμῆς πραγματικότητος!

Τό θέμα εἶναι πολύ σοβαρό, ἐκκλησιαστικό καί ἐθνικό, καί γι’ αὐτό  ἀπαιτεῖ λεπτεπιλέπτους χειρισμούς. Θά χρειασθῆ νά ἐπανέλθουμε, ὅπως πρέπει νά ἐπανέλθουμε καί στό ζήτημα τοῦ ποιός εἶναι Πρῶτος τς κάθε Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Τό Πατριαρχεῖο ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Πατριάρχης εἶναι Πρῶτος καί τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας γιατί εἶναι ὁ Πρῶτος του Γένους. Ἡ δική μας ἀπάντηση στόν ἰσχυρισμό αὐτόν εἶναι ἁπλή, μέ τή μορφή ἐρωτήματος, παρακάμπτοντας τά Θεολογικά καί Κανονολογικά συνεπόμενα: Πόσων Γενῶν εἶναι ὁ Πατριάρχης μας Πρῶτος; Τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων, τοῦ Γένους τῶν Ἀμερικανῶν, τοῦ Γένους τῶν Αὐστραλῶν, τοῦ Γένους τῶν Κορεατῶν, τοῦ Γένους τῶν Νεοζηλανδῶν, τοῦ Γένους τῶν Κινέζων, τοῦ Γένους κάθε Εὐρωπαϊκῆς χώρας καί ὅπου ἀλλοῦ; Μήπως ὅλες αὐτές οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ὑφηλίου εἶναι ἙλληνικέςἬ μήπως πρέπει νὰ γίνουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ λαοὶ Ἕλληνες, προκειμένου νὰ γίνουν Ὀρθόδοξοι;  Ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης ἔχει πολλές φορές μιλήσει κατά τοῦ Ἐθνικισμοῦ. Τί συμβαίνει; Μήπως στὶς ἀνωτέρω Ἐκκλησίες δὲν εἶναι ὁ Πρῶτος ἀλλὰ ὁ Δεύτερος;  Τελικά, πῶς θά μπορέσουμε νά συνεννοηθοῦμε Θεολογικά, ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά διαλεχθοῦμε οὔτε μέ στοιχειώδη λογική;

Πρέπει νά ἐπανέλθουμε καί στό θέμα τῆς Τουρκικῆς Ὑπηκοότητος, τήν ὁποία –ὅπως πληροφορήθηκα– ἔχουν ἤδη λάβει ὅλοι οἱ Μητροπολίτες τῆς Κρήτης καί τῆς Δωδεκανήσου(!), χωρίς  νά ὑπάρξη ὁποιαδήποτε ἐκκλησια-στική ἤ κρατική ἀντίδραση.



Θεωρῶ ἀπαραίτητο νά συνδέσω τό ἄρθρο μου αὐτό μέ τήν δεοντολογία καί τό ἦθος πού πρέπει κατά τήν ἐκτίμησή μου νά ἔχη ὁ ἀντιοικουμενιστικός ἀγώνας, διότι μερικοί προσπαθοῦν νά τόν ἀποπροσανατολίσουν, κατηγορώντας ἐμένα γι’ αὐτό πού κάνουν κατά τό σοφό γνωμικό: «τό δικό μου ὄνομα, πάρ’ το σύ γειτόνισσα»! Συνδέεται ὅμως αὐτή ἡ δεοντολογία ἄμεσα καί μέ τό θέμα τῶν «Νέων Χωρῶν».

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι σέ ἕνα ἀγώνα, καί, μάλιστα, πνευματικό, εἶναι, νομίζω,  προαπαιτούμενο ἡ ἀναγνώριση τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, ἡ ἐπισήμανση τῶν πραγματικῶν γεγονότων –θετικῶν καί ἀρνητικών– ἡ τοποθέτησή μας ἔναντι αὐτῶν τῶν γεγονότων, ἡ ἀξιολόγησή τους, ὅπως καί ἡ ἀξιολόγηση τῶν προσώπων πού πρωταγωνίσθησαν στά γεγονότα αὐτά, καί, βάσει αὐτῆς τῆς ἀξιολογήσεως, νά γίνεται ἡ χάραξη τῆς στρατηγικῆς γιά τήν εὐόδωση τοῦ ἀγῶνος.

Αὐτή τήν ἀρχή ἀκολούθησα πάντοτε καί, μέχρι σήμερα, δέν ἔχω διαψευσθεῖ στίς ἐκτιμήσεις μου, παρά τόν πόλεμο πού κατά καιρούς ἔχω δεχθεῖ ἀπό ἀνθρώπους πού στεροῦνται τῆς δυνατότητος νά βλέπουν τήν πραγματικότητα ἀλλά ἐπηρεάζονται ἀπό τήν συναισθηματική τους νοημοσύνη, ἕως ὅτου –βεβαίως– τά γεγονότα καταστήσουν τό πράγμα σαφές καί ὀφθαλμό-φανές στούς πάντες.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἔχω διαφοροποιηθεῖ καί στήν θεώρηση τοῦ Ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος, διότι βλέπω πώς ἀπό τόν ἀγώνα αὐτόν ἀπουσιάζουν τά προαπαιτούμενα καί λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν –καί μάλιστα προβαλλόμενες μετά κρότου– ἀποσπασματικές τοποθετήσεις ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μέχρι χθές ἤσαν παντελῶς ἀπόντες ἀπό τόν ἀντιοικουμενιστικόν ἀγώνα, εἴτε ἀπό ἀδιαφορία, εἴτε λόγω ἐπιδιώξεως ἄλλων σκοπιμοτήτων, εἴτε λόγω τῆς νεαρᾶς τους ἡλικίας φυσικῶ τῷ λόγω δέν ἐγνώρισαν ἐν ζωή τούς πρωτα-γωνιστάς τοῦ Ὀρθοδόξου ἀγῶνος.

Ὅλοι αὐτοί, ἀνεξαρτήτως τοῦ λόγου πού κατά τό παρελθόν ἀπουσίαζαν –δικαιολογημένα ἤ μή– γράφουν καί ὁμιλοῦν σήμερα σάν νά ἄρχισε ἀπό αὐτούς ὁ Ἀντιοικουμενιστικός ἀγώνας, σάν νά ἀνακάλυψαν αὐτοί ὅλα τά προβλήματα τῆς Ὀρθοδοξίας, χρησιμοποιοῦν δέ θέσεις, αἰτιάσεις καί ἐπιχειρήματα πού πρωτοδημοσιεύονται στόν «Ὀρθόδοξον Τύπον» ἀπό πεντηκονταετίας μέχρι καί σήμερα, χωρίς νά αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά ἀναφέρουν τήν Πηγή πού ἀντλοῦν τίς ἐπισημάνσεις καί τοποθετήσεις τους.

Ἐπιπρόσθετη ἐπαλήθευση τούτου εἶναι τό πρόσφατο Συνέδριο, πού ἔγινε στόν Πειραιά, ὅπου δέν ἀναφέρθηκε οὔτε μιά φορά ὁ «Ὀρθόδοξος Τύπος»  –ὁ προσφυῶς ἀποκληθείς  ἀπό τόν π. Θεόδωρον Ζήσην «ναυαρχίδα τοῦ Ἀντιοι-κουμενιστικοῦ ἀγῶνος» – οὔτε ὁ π. Μάρκος Μανώλης,  οὔτε ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, παρεκτός τῆς ἀναγνώσεως ὑπό δύο ἀγωνιστῶν  Μητροπο-λιτῶν τοῦ κειμένου του γιά τό προτιμητέον τοῦ  καταποντισμοῦ τοῦ Πατρι-αρχείου στά βάθη τοῦ Βοσπόρου ἀπό τοῦ νά προδοθῆ ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας, τό ὁποῖο εἶχα ἀνασύρει ἀπό τήν πληθύν τῶν γραπτῶν του καί τό προέβαλα  στό δημοσιευθέν   στόν «Ο.Τ.» (Φ. 2080, 31-7-2015) ἄρθρο μου «ΜΗΠΩΣ ΘΑ ΚΑΤΗ-ΓΟΡΗΘΗ ΚΑΙ Ὁ π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ  ΟΤΙ ΕΜΑΧΕΤΟ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΘΕΣΜΟΝ;», γιά τό ὁποῖο, μάλιστα, τότε εἶχα δεχθεῖ πυρά, ἐνῶ τώρα χαιρετίσθηκε μέ πολύν ἐνθουσιασμόν!

Τό ἴδιο ἐπανελήφθη μέ τήν ἀποστροφή τοῦ ἀγωνιστοῦ Καθηγητοῦ κ. Τσελεγγίδη περί τοῦ φόβου του μήπως ὁ Πατριάρχης φέρει αἰφνιδιαστικά στή Μεγάλη Σύνοδο τό ζήτημα τῶν «Νέων Χωρῶν». Παρουσιάσθηκε ὡς πρωτοφανής ἰδέα καί προεβλήθη ἰδιαιτέρως ἀπό ἐκείνους πού μέ συκοφαντοῦν ὡς ὑπονομευτήν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ὅταν τό εἶχα πρωτογράψει στό ἄρθρο μου στόν «Ο.Τ.» (φ. 2106, 26 Φεβρουαρίου 2016)  μέ τίτλο «Κωνσταντινούπολις: Φανάρι ἤ Λυχνία;», ὅπως ἤδη προέγραψα, παραθέτοντας ἀνωτέρω και το σχετικό ἀπόσπασμα, εἶχα καί τότε δεχθεῖ καταιγισμόν.

«Γέγονα ἄφρων» γράφοντας αὐτά, ἀλλά μέ ἀναγκάζει ἡ Ἀλήθεια καί ἡ τιμιότητα νά λέγω τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους καί νά μήν ἐνδιαφέρομαι γιά τίς φιλίες καί τίς ἀναγνωρίσεις τοῦ κόσμου. Τό ὀφείλω καί ὡς συνέπεια τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλίας πού μου ἔδειξαν οἱ προαναφερθέντες ἅγιοι ἄνθρωποι, πού ἀξιώθηκα νά τούς συναναστραφῶ, ἐνῶ δέν ἤμουν ἀντάξιός τους στό παραμικρό ἀλλά ἐκεῖνοι μέ περιέβαλαν μέ τήν ἀγάπη τους, τήν πνευματική τους Σοφία καί τήν ἄκρα ταπείνωσή τους, ὡς νά ἤμουν ἴσος μέ ἐκείνους! Αὐτοί εἶχαν καθαρή προέλευση, καθαρό πνευματικό παρελθόν, μακρόχρονη μαθητεία στίς Πηγές τῆς Ἀσκήσεως καί τῆς Νήψεως, ἀγωνίσθηκαν μέ αὐτοθυσία καί ἀπόλυτη αὐτάπαρνηση, διηκόνησαν καί ἐνσάρκωσαν τήν Ἀλήθεια καί γι’ αὐτό θεωρῶ προδοσία το νά μήν ἀντισταθῶ στήν προσπάθεια πού γίνεται στίς μέρες μας ἀπό  θεωρουμένους ὡς Παραδοσιακούς ἀνθρώπους, νά χαράξουν μιά δική τους ἀγωνιστική στρατηγική, αὐτόνομη καί ἀδιάδοχη, ἡ ὁποία ἀξιολογεῖ τά ἐπιχειρήματα καί τήν Θεολογική σκέψη ἀναλόγως τῶν τίτλων καί τῶν ἀξιωμάτων πού ἔχουν οἱ ἀρθρογράφοι ἤ τῆς φιλίας καί τῆς ἐξαρτήσεως πού ἔχουν μεταξύ τους ἤ τῶν ἀπωτέρων σκοπιμοτήτων τους.

Ἡ ἀντίστασή μου δέν ἔχει κανένα ἰδιοτελῆ ἤ προσωπικό χαρακτήρα, ἀφοῦ πάντοτε παρέμεινα ἕνας ἁπλοῦς ἔγγαμος πρεσβύτερος, γράφων, ὅμως, ἐκ νεότητός μου  καί ἐναντίον ἰσχυρῶν ἐκκλησιαστικῶς κρατούντων, ἀπό τούς ὁποίους καί εἶχα ἐκκλησιαστική ἐξάρτηση.΄Ἔγραφα τότε πού κάποιοι Ἀρχιμανδρίται ἐφοβοῦντο νά γράψουν καί ἐν τῷ κρυπτῶ μέ συνέχαιραν καί μέ προέτρεπαν νά συνεχίσω νά γράφω γιατί αὐτοί δέν ἤθελαν νά ἐκτεθοῦν, ἀποβλέποντες στήν μελλοντική τους ἐξέλιξη καί γι’ αὐτό ἔγιναν καί ἐπίσκοποι.

 Ἡ ἀντίστασή μου, λοιπόν,  γίνεται, διότι πέραν τοῦ   πνευματικοῦ χρέους μου ἔναντί των Πατέρων μας, αἰσθάνομαι ὅτι μέ τά γραπτά μου, ὡς ὁ τελευταῖος ἐπιζῶν ἀρθρογράφος στενὸς συνεργάτης τοῦ π. Μάρκου,  ἔχω χρέος νά ὑπενθυμίζω τό παλαιόν του «Ὀρθοδόξου Τύπου» πνεῦμα, πού εἶναι καί τό γνήσιο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἄνευ σκοπιμοτήτων ἀγωνιστῶν Της, σαλπίζοντας πρός πάσαν κατεύθυνσιν πώς «ὅ,τι λάμπει, δέν εἶναι χρυσός» καί, συνεπῶς, πρέπει οἱ πιστοί μας νά μήν γίνονται ἀκόλουθοι ἀνθρώπων πού ἔχουν μόνο προσωρινή ἀντιοικουμενιστική πέννα, ἀλλά νά ἐλέγχουν τήν προϊστορία τους, τίς σχέσεις καί φιλίες πού ἔχουν μέ τούς «περί τήν πίστιν ναυαγήσαντας» καί τόν σεβασμό καί τήν τιμή πού δείχνουν πρός τούς κεκοιμημένους πρωταγωνιστάς τοῦ Ἀγῶνος.  Σεβασμὸς ποὺ εἶναι ἀπαραίτητος ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες προτάσσουν πάντοτε τὴν φράση: «Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι»!


Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης