του Γιώργου Καλλινίκου
Ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους. Τι ομοθυμία. Τι ενότητα. Τι μεγαλείο. Οδεύει τραγουδώντας στις κάλπες. Πρόσωπα λαμπερά. Το φως της ελπίδας διαχέεται σε όλους. Οι κάλπες καταγράφουν το κοινό όραμα. Το ομόψυχον. Το αποτέλεσμα βροντερό. 95,71%!!! Το αμαρτωλό παλάτι των αποικιοκρατών ταράσσεται συθέμελα. Αγνοεί, όμως, τελικά την ψυχή των κατοίκων του μικρού νησιού. Ήταν ένα γλυκό όνειρο. Η τελευταία φορά, που βρέθηκαν τόσο ενωμένοι οι ηγέτες. Μαζί και ο λαός. Τι και αν ήταν παγερός Γενάρης. Το μεθυστικό άρωμα των λεμονανθών της Λαπήθου έφτανε μέχρι το ακρωτήρι του Απόστολου Ανδρέα. Και αυτών του Καραβά μέχρι το ακρωτήρι του Αρναούτη στην Πάφο.
Το άρωμα χάθηκε μερικά χρόνια μετά όταν άρχισαν οι εκρήξεις. Οι καπνοί κάλυψαν τον βασανισμένο τούτο τόπο. Ο πιο γλυκός, ο πιο όμορφος, ο πιο μεγαλειώδης αγώνας είχε αρχίσει. Αμούστακα παλληκάρια, λεβέντες νέοι, ώριμοι άντρες. Με το τραγούδι στα χείλη, με σπινθηροβόλα καρδιά, με ανυπέρβλητη γενναιότητα ανέβαιναν τα σκαλιά της αγχόνης. Καίγονταν ζωντανοί, αρνούμενοι να παραδοθούν. Συναντούσαν τον Χάρο. Σάστιζε από τέτοιο ηρωισμό. Η μυρωδιά από το μοσχολίβανο, αν και από τις κηδείες των ηρώων, ξαπλωνόταν σε όλο το νησί. Ήταν κι αυτή τόσο μεθυστική…
Το όνειρο, όμως, έσβησε. Δυο συμφωνίες. Δυο υπογραφές. Δυο καταστροφές. Ξένοι λύκοι περικύκλωσαν το χρυσοπράσινο φύλλο. Απείλησαν, εκβίασαν, εξαπάτησαν. Δυο υπογραφές η αρχή του ολέθρου. Εκείνοι γνώριζαν. Εμείς δεν τολμήσαμε. Τόσο γρήγορα ξέχασαν κάποιοι την ανδρεία του Αυξεντίου. Το θάρρος του Ευαγόρα. Υποκύψαμε στους εμπόρους των εθνών. Λες και οι ήρωες δεν είναι με δαύτους που τα έβαζαν. Με το πιστόλι στον κρόταφο. Με το σχοινί στο λαιμό.
Μαύρα σύννεφα κάλυψαν το νησί. Οι ξένοι λύκοι έβλεπαν τα μοχθηρά τους σχέδια να εξελίσσονται. Οι βάρβαροι άρχισαν να δείχνουν τα νύχια τους απειλητικά. Κι εμείς; Τραγικά ανίκανοι. Βοηθούσαμε τα υποχθόνια σχέδιά τους. «Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος να μας κεντρίσουν, να μας ξυπνήσουν, να μας φέρουν ένα μήνυμα. Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα χωρίς τίποτα να νιώσουμε». Η ενότητα δολοφονήθηκε πισώπλατα. Το ομόψυχον του ’50 διαδέχθηκε ο τραγικός διχασμός.
Η θάλασσα της Κερύνειας μαύρισε. Η ράχη του Πενταδάκτυλου γέμισε αίματα. Οι βάρβαροι ξεχύθηκαν. Παντού θάνατος. Και η απεχθής οσμή του. Προδοσία. Νοράτλας. Ζαφειρίου. Η Κύπρος μακριά… Και νέοι ήρωες. Τάσος Μάρκου, Γεώργιος Κατσάνης, Στυλιανός Καλμπουρτζής… Μαυροφορεμένες μάνες, χήρες, ορφανά… Ο Τύμβος με τις ερινύες… «Αυτό το νησί που ήταν όνειρο χτες και θυμάρι κι αμίαντο και σήμερα ποτάμι οδύνης», γράφει ο Πασιαρδής. «Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι, που κρεμάστηκε στο παράθυρο του γκρεμισμένου σπιτιού, ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει, σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;», προσθέτει ο Μόντης. Σκιαγραφούν τον όλεθρο.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα αντίσκηνα χάθηκαν. Μαζί και τα όνειρα. Το «Δεν ξεχνώ» ξεθώριασε. Μαζί και τα όνειρα. Οι πρόσφυγες φεύγουν. Μαζί και τα όνειρα. Οι ταγοί έχασαν την πορεία. Λοξοδρόμησαν. Ξεστράτησαν από τη λεωφόρο της ελευθερίας. Πήραν το σκοτεινό μονοπάτι της μερικής επιστροφής πατρίδων. Δεν κατάλαβαν ποτέ ότι εκεί βρίσκονται οι ψυχές μας. Άφησαν την λεωφόρο της δικαίωσης. Ακολούθησαν το λασπωμένο μονοπάτι της μερικής επιστροφής περιουσιών. Δεν κατάλαβαν ποτέ ότι εκεί μέσα βρίσκονται οι ζωές μας. Εγκατέλειψαν τη λεωφόρο της επιστροφής. Πήραν το δύσβατο μονοπάτι της μερικής επιστροφής ανθρώπων. Δεν κατάλαβαν ποτέ ότι εκεί είναι η πατρίδα μας. Η Μάντολες ξεχάστηκε. Ακόμη και οι πιο σύγχρονοι ήρωες ξεχάστηκαν. Σολωμού, Ισαάκ… Ακόμη και τα μνημεία τους τα καταχωνιάζουν… Απογοητεύτηκαν και οι ποιητές. «Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας, και την κουρελιασμένη μας ψυχή, την ψυχή μας, την ψυχή μας…», φωνάζει ματαίως ο Κύπρος Χρυσάνθης. «Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους Πενταδάκτυλέ μου, ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους», προσθέτει ο Μόντης. Φωνάζει στο παλληκαρόβουνο. Έχασε πια τις ελπίδες του στους ανθρώπους.
Τα χρόνια πέρασαν. Οι ταγοί διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλον. Το όνειρο έσβησε. Το έσβησαν. Το «Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο» του Ρίτσου άφησαν να βρεθεί στα χέρια ευτελών. Λαμόγια, μιζαδόροι, τιποτένιοι, εξουσιομανείς, άπληστοι, διαπλεκόμενοι, διεφθαρμένοι, απατεώνες… Αυτό κατάντησε το σύγχρονο «όνειρο» πολλών κουστουμαρισμένων. Κυνηγοί του παράνομου πλούτου. Την ξεφτίλισαν, την πλήγωσαν, την διέσυραν, την αποτελείωσαν την μικρή αλλά τόσο λατρεμένη πατρίδα…
Τι ειρωνεία. Το 1950 οι κάλπες κατέγραψαν το κοινό όραμα. Το ομόψυχον. Το αποτέλεσμα βροντερό. 95,71%!!! Το 2020 η καθημερινότητα καταγράφει τον εφιάλτη. Το αποτέλεσμα εκκωφαντικό. Τραγικά εκκωφαντικό. Τι ειρωνεία. Το 1960 γιόρταζαν την αρχή του ολέθρου. Τι ειρωνεία. Την 1η Οκτωβρίου του 2020 γιορτάζουμε την συνέχιση του ολέθρου. Εξήντα χρόνια ολέθρου. Εξήντα χρόνια μιας κολοβής ανεξαρτησίας. Εξήντα χρόνια διχόνοιας. Εξήντα χρόνια θλιβερής πορείας. Εξήντα χρόνια δολοφονίας αρχών, αξιών και ιδανικών. Σε 60 χρόνια μίκρυναν όλα. Μίκρυνε η πατρίδα, μίκρυναν οι πολιτικοί, μίκρυναν οι αξίες, μίκρυναν οι ιδέες, μίκρυναν τα όνειρα, μίκρυναν οι ελπίδες…
Σήμερα στην παρέλαση πολιτικοί νάνοι, να πάτε με τις μάσκες σας. Φρόντισε για σας ο ιός. Να κρύψετε τα πρόσωπά σας. Να κρύψετε την υποκρισία σας. Να κρύψετε την υποταγή σας. Να κρύψετε τη διχόνοια σας. Όταν θα εξάρετε την ανεξαρτησία μας να μονολογείτε τους στίχους του εθνικού μας ποιητή: «Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά». Και να κλάψετε. Αν σας έχουν απομείνει ψήγματα καρδιάς… Όπως συνεχίζει να κλαίει η μαυροφορεμένη πατρίδα μας…
ΠΗΓΗ: Φιλελεύθερος