Ήταν νύχτα της 15ης Oκτωβρίου 1943 όταν ένας ενισχυμένος γερμανικός λόχος από επίλεκτους πολεμιστές της Βέρμαχτ, από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας και με οδηγό κάποιον σύγχρονο Εφιάλτη, κατορθώνει περνώντας από δύσβατα μονοπάτια, να βαδίζει εναντίον του χωριού Πύλη Δερβενοχωρίων.
Ώσπου να φτάσουν στο απειλούμενο χωριό, αναλαμβάνουν την άμυνα της Πύλης οι χωρικοί.
Με ό,τι όπλο έχει ο καθένας και φυσικό ηγέτη τον τσοπάνο Στέφανο Μαλιάτση, 43 χρόνων, λοχία της
μικρασιατικής εκστρατείας, ταμπουρώνονται μπροστά από τα πρώτα σπίτια του χωριού.
Προς το ξημέρωμα διακρίνουν τους Γερμανούς να ανηφορίζουν, αλλά βλέπουν και κάτι που κάνει το αίμα τους να παγώσει.
Μπροστά τους, βαδίζουν με δεμένα τα χέρια, 2 μικρά τσοπανόπουλα που είχαν πιαστεί νωρίτερα αιχμάλωτα.
Είναι ο γιος και ο ανηψιός του Στέφανου Μαλιάτση.
Ο Γιώργος και ο Σωτήρης.
Οι Γερμανοί υπολογίζουν οτι θα περάσουν έτσι και πως οι χωρικοί δεν θα διακινδυνεύσουν την ζωή του γιού του αρχηγού τους.
Μια σύγχρονη τραγωδία διαγράφεται σε ένα μικρό χωριό με θαραλλέους ανθρώπους. Μια τραγωδία, μια θυσία όμοια της Ιφιγένειας εν Αυλίδι, που το ηθικό της όμως υπόβαθρο δεν είναι μια εκστρατεία για κατάκτηση εδαφών αλλά η σωτηρία της πατρίδας.
Κανένας Πυλιώτης δεν διανοείται να κάνει την αρχή.
Όλοι περιμένουν την απόφαση του πατέρα.
Oι Γερμανοί όλο και πλησιάζουν.
Και ο παλαίμαχος Στέφας δεν αργεί να την πάρει.
Φωνάζει ΠΥΡ και η μάχη έχει μόλις αρχίσει.
Τα τουφέκια πήραν φωτιά γύρω του. Μαζί με τους πρώτους Γερμανούς έπεσαν και τα παιδιά.
Η μάχη συνεχίζεται με λύσσα ως τις 4 το απόγευμα οπότε οι 42 Γερμανοί που είχαν απομείνει από τη μάχη παραδίνονται. Οι νεκροί φτάνουν τους 100.
Εκείνο που έκανε εντύπωση ότι ανάμεσα στους Γερμανούς αιχμάλωτους δεν υπήρχε αξιωματικός η υπαξιωματικός διότι μόνο όταν σκοτώθηκε και ο τελευταίος βαθμοφόρος τόλμησαν οι στρατιώτες να παραδοθούν.
Ο Στέφανος Μαλιάτσης ψάχνοντας ανάμεσα στα πτώματα βρίσκει τον Γιώργη του.
Τον κρατάει στην αγκαλιά του νεκρό πια, απομακρύνεται από τους συντρόφους του που πανηγυρίζουν, τον κλαίει και μονολογεί: «Αγόρι μου, δική μου ήταν η σφαίρα που σε βρήκε ή των Γερμανών;»
Ένας χωρικός τον ζυγώνει και δείχνοντας τους αιχμαλώτους του λέει: «Καπετάνιε, πάρε το αίμα σου πίσω», προσφέροντάς του το περίστροφό του.
Ο Στέφας όμως, βλέποντας τους αιχμάλωτους Γερμανούς που είναι
δεν είναι 20 ετών, δεν τους σκοτώνει.
Πετάει το περίστροφο λέγοντας: « Εγώ σήμερα κλαίω το γιό μου. Κι αυτοί έχουν πατέρα και δε θέλω άλλος πατέρας να νιώσει τον πόνο μου».
Ο Στέφανος Μαλιάτσης απεβίωσε τον Απρίλιο του 1980.
[Το ιστορικό της Μάχης της Πύλης στα Δερβενοχώρια]
|
Ι Θ. |