Ξέρω παππού. Δεν κλαις για σένα . Κλαις για όλους εκείνους παππού, για τους οποίους έδωσες τη ζωή σου.
ΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ
(ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Π. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ)
Παππού είχα τόσα πολλά να σου πω .
Μα βιάζομαι, δεν προλαβαίνω. Το ραντεβού με την ιστορία είναι κοντά.
Πες μου κάτι αγαπημένε μου παππού. Μη με κοιτάς με τέτοια μάτια.
Υγρά, κόκκινα, κλαμένα .
Ξέρω παππού. Δεν κλαις για σένα . Κλαις για όλους εκείνους παππού, για τους οποίους έδωσες τη ζωή σου. Και είχες κάθε δικαιολογία να τη γλυτώσεις.
Δεν ήσουν Μακεδόνας. Γεννηθείς στη Μασσαλία, γιός εύπορου εμπόρου, μπορούσες να μεγαλουργήσεις στη Γαλλία παππού.
Μετέπειτα γαμπρός τραπεζίτη και πρωτοκλασάτου πολιτικού, μπορούσες να σταδιοδρομήσεις και στην ελεύθερη τότε Ελλάδα ως αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Και με λίγη ώθηση απ’ το περιβάλλον σου θα είχες σίγουρα λαμπρή καριέρα. Και θα βοηθούσες και τα παιδιά σου στη ζωή τους.
Θα μπορούσες να αναλωθείς σε κηρύγματα και λόγους πατριωτικούς, μέσα απ’ τη θαλπωρή της οικογενείας σου και κάτω απ’ την σιγουριά της ελευθερίας σου , ησυχάζοντας έτσι και ξεγελώντας τη συνείδησή σου.
Ακόμα – ακόμα θα μπορούσες να εφησυχάσεις τις ανησυχίες σου και να εξαλείψεις τις τύψεις , ως δραστήριο μέλος της ´ Εθνικής Εταιρείας´ μιας νέας ´Φιλικής Εταιρείας´ που σκοπό είχε την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων .
Μα δεν καταδέχτηκες τέτοια φτιασιδώματα παππού. Και τέτοια υποκρισία.
Δεν σου ‘φτασε η απλή συμπαράσταση και λίγος τυπικός αγώνας μέσα στην βολεμένη καθημερινότητά σου.
Άφησες παιδιά , γυναίκα , οικογένεια , φίλους , ζωή κι έτρεξες χαρούμενος προς το θάνατο .
Με τους λοχαγούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας ανεβαίνεις μυστικά στη Μακεδονία.
Σκαρφίστηκες πολλά ψέματα κι αιτήθηκες πολλές άδειες απ’ τη σχολή
Ευελπίδων. Με νέο ψευδώνυμο το ´Πέτρος Δέδες´ και πλαστή ιδιότητα ως ζωέμπορας ξανανέβηκες στη Μακεδονία.
Πάλι κι άλλες άδειες παππού . Όχι για διακοπές ή για καλοπέραση . Μα για τη θυσία. Για την φλόγα που σιγόκαιε μέσα σου παππού . για τη λεφτεριά.
Πίσω σου ασκέρι από τους απανταχού Έλληνες . Θεσσαλοί , Μακεδόνες , Κρητικοί , Ηπειρώτες . Εσύ αρχηγός . Αυτοί αδέλφια σου αφοσιωμένα .
Εκεί στην πατρίδα σου , γιατί τελικά απέδειξες άξια ότι ήσουν Μακεδόνας, άφησες την τελευταία σου πνοή.
Κι εμείς σε τραγουδήσαμε , σου ψάλαμε , σε λιβανίσαμε. Σε διδαχθήκαμε και σε διδάξαμε παππού.
Το ευχαριστώ είναι λίγο .
Ξέρω δεν το καταδέχεσαι . Μίλησες για χρέος.
Γι’ αυτό με κοιτάς σήμερα έτσι . Με θολό βλέμμα και υγρά μάτια.
Σου ζητάω συγνώμη παππού γιατί κάποιες φορές πτώχευσα την πατρίδα.
Κάποιες φορές μπορεί να σκέφτηκα να μην ταλαιπωρηθώ σε κάποια μακρινή διαδρομή προς ένα συλλαλητήριο . Κάποιες άλλες να μην αντιδράσω , που το όνομά σου βγαίνει απ’ τα σχολικά βιβλία, που η πατρίδα υποθηκεύεται , που η ιστορία παραχαράσσεται, που η Μακεδονία μας παππού λαβώθηκε.
Είπα μέσα μου παππού κάποιες φορές βυθισμένος στις καθημερινές μέριμνες , χωρίς να το συνειδητοποιώ καλά καλά , ας ασχοληθούν άλλοι. Ευτυχώς παππού που ερχόσουν στον ύπνο μου και με συνέφερες .
Ήμουν παρών παντού.
Ξέρω , η ρίζα του δένδρου της ελευθερίας , ίσως κάποτε ξεραθεί .
Ποτίστηκε με πολύ αίμα .
(Μα ήδη οι καλοθελητές ρίχνουν πολύ δηλητήριο)
Ελπίζω τότε να βρεθούν νέα κορμιά για λίπασμα και για πότισμα , ούτως ώστε , πάντα οι καρποί του να είναι μερύλιτοι και φρέσκοι.
Ξέρω παππού ότι δεν πεθύμησες ποτέ δόξα και τιμή .
Μα εγώ ξέρω ποιος ήσουν και από πού ήρθες .
Παύλο Μελά . Αρχιστράτηγε και οδηγέ μας.
Αριστείδης Π. Δασκαλάκης