Η ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΟΣ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
---- . ----
«Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω.8,32)
«Ἕως
τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περί τῆς ἀληθείας,
καί Κύριος ὁ Θεός πολεμήσει ὑπέρ σοῦ» (Σ.Σειρ.4,28)
«Εἰ
δέ που τήν ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ παραβλαπτομένην
ἤ τούς ἀσθενεῖς ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΟΥΣ θεάσαιο,
μή προτίμα τήν εἰρήνην τῆς ἀληθείας,
ἀλλ’ ἵστασο γενναίως, ἕως αἵματος πρός τήν ἁμαρτίαν
ἀνταγωνιζόμενος» (Ἅγ. Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης)
***
Ἄνθρωπε, πού ὁ Δημιουργός σου Θεός σέ ἐποίησε «βραχύ
τι παρ’ ἀγγέλους, δόξῃ καί τιμῇ στεφανώσας σε, πάντα ὑποτάξας ὑπό κάτω τῶν
ποδῶν σου» (Ἑβρ.2,7-8), καί σοῦ ἀφῆκε μία Διαθήκη. Μήπως αὐτήν, πρέπει νά ἔχῃς
τήν δυνατότητα νά τήν ἀναγνώσῃς, νά τήν μελετήσῃς ἐμβριθῶς καί σέ κάθε λεπτομέρεια,
ὥστε ν’ ἀπολάβῃς πάντων τῶν εὐεργετημάτων, γινόμενος μέτοχος, κάτοχος καί
κύριος ὅσων -μετά θάνατον- ὁ τόσο Ὕψιστος, Μοναδικός καί Ἀσύγκριτος Διαθέτης,
σοῦ ἔχει δώσει ὅλο τό δικαίωμα πρός
τοῦτο;
Πῶς ὅμως θά ἐπισυμβῇ τοῦτο, θά ἐκτελεσθῇ ἡ παράξενη καί ἰδιόρρυθμος, ἡ ἰδιόμορφος καί ἐξαιρετέα αὐτή Διαθήκη, θά ἀπολαύσῃς ἐσύ καί θά χαρῇ καί ὁ Διαθέτης, ἄν ἐσύ γράμματα νά τήν μελετήσῃς καί νά καταλάβῃς τό κείμενο καί τά νοήματα τοῦ περιεχομένου δέν γνωρίζῃς, δηλαδή δέν κατέχεις τήν γλῶσσα σάν ἐργαλεῖο ἐξυπηρετήσεως στήν προκειμένη περίπτωση; Σέ πολλά σημεῖα ἄλλα διαβάζεις, σέ ἄλλα ἀναφέρεται τό κείμενο, κι’ ἐσύ ἄλλα καταλαβαίνεις; Ἄλλα περιμένεις κι’ ἄλλα σοῦ ’ρχονται, ἀλλοῦ πατᾶς κι’ ἀλλοῦ βρίσκεσαι;
Ναί “skripta
manent,
verba volant”,
«τά γραπτά μένουν, τά λόγια πετοῦν». Ἀλλά κι’ ἄν πετάξουν καί
σκορπίσουν σάν πούπουλα, δέν χάνονται. «Διά πᾶν ρῆμα (λόγον) ἀργόν πού θά ἐκπορευθῇ ἐκ τοῦ
στόματος ἡμῶν, θά ἀποδόσωμεν λόγον» (Ματθ.12,36) Πόσο πρέπει νά προσέχωμε,
νά μή ἐξέρχεται παραπανήσια κουβέντα;!
Τό «μνήσθητι» (Λουκ.16,25) τοῦ Πατρός Ἀβραάμ πρός
τόν Πλούσιον τῆς Παραβολῆς, ὄντος αὐτοῦ καί βασανιζομένου ἐν τῷ ἅδῃ, ἀναδεικνύει
τό πόσο ζωντανή καί εἰς ἀρίστην-τελείαν κατάστασιν θά εὑρίσκεται
ἡ μνήμη του-τό μνημονικό του, τό ὁποῖο θά ἐνθυμῆται μέ κάθε-καί στήν
κάθε λεπτομέρεια, πῶς ἀπελάμβανε ἐκεῖνος τά ἀγαθά ἐν τῇ ζωῇ του, ὅπως παράλληλα
καί ὁ πτωχός Λάζαρος ὑπέμενε τά κακά. Τόν ἔγραφες στίς σελίδες τοῦ βιβλίου τῆς ἀδιαφορίας
καί ἀγνωσίας σου. Κατά τήν ὠμήν καί -ἁπλῶς εἰπεῖν- κοινοτάτην καί
κατά κόρον ἐπαναλαμβανομένην ὑπό τοῦ λαοῦ ἔκφρασιν, «σέ γράφω» κανονικά!
(Θυμοσοφικόν)
Πάντως, ὅσοι δέν εἶστε σίγουροι καί εἰς τό βάθος ἀμφιβάλλετε,
πάψτε νά δηλώνετε τόπο καταγωγῆς «Μανιάτες», βαστώντάς το «Μανιάτικο»,
σκεπτόμενοι νά τραβήξετε καί κανα «μανίκι» καί κανα «κοντόξυλο» σέ κανέναν, σεῖς
οἱ ἀψεῖς οἱ ἄντρες! Οἱ πολλά
βαρεῖς ! Πού δέν δέχεστε, οὔτε προφορική διά ζώσης, οὔτε γραπτήν σέ ἰστοσελίδα κουβέντα. Πᾶτε ἀποκτῆστε
τήν ἰδίαν ἕκαστος ἑλληνικήν σας πρῶτον ἰθανένειαν μαζί μέ τήν ὑπηκοότητα·
μάθετε τήν ἑλληνικήν γλῶσσα· καί νά εἶστε βέβαιοι, ὅτι θά ἐντάξετε τά γραπτά
μου κείμενα μεταξύ τῶν πλέον ἀντικειμενικῶν, καί πλεονεκτικωτέρων (πάντως) τῶν
τῆς γλώσσης τοῦ Παύλου καί τοῦ Κυρίου, γιατί ὄχι καί τῶν Προφητῶν. Ὤχριοῦν τά
δικά μου, μπροστά στά δικά τους! Ἔχετε μελετήσει Γραφή; Εἶστε σοβαροί;
Συγκρίνεται ἡ πένα μου μέ τήν τοῦ Κυρίου, τοῦ Παύλου καί τῶν Προφητῶν; Ὅλως ἄμοιροι,
ἀδαεῖς καί «ἀδιάβαστοι», πᾶτε νά βρῆτε Παπά νά σᾶς «διαβάσῃ»!
Φαίνεται, γι’ αὐτό καί ἀποφεύγετε νά τήν μελετᾶτε,
γιατί τά ἐκλαμβάνετε σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καί νομίζετε ὅτι «τά ψέλνει ἐσᾶς-ὑμῶν
τῶν ἰδίων», καί μετά πᾶτε νά διαφύγητε, ρίχνοντας τό «ἀνάθεμα» στά γραπτά
καί στή γλῶσσα μου. Δέ σφάξανε. Εὐχαριστῶ, δέν θά πάρω. Ἀλλοῦ
αὐτά νά τά πουλᾶτε.
Χρῶμαι ἐκ τῆς Γραφῆς καί μόνον ἐκ τῆς Γραφῆς Χριστολογικῶς,
ἐν μέτρῳ μετασκευάζων καί μεταποιῶν τόν λόγον, ἐπεξεργαζόμενος τεχνολογικῶς μέ
σύγχρονον τρόπον, ἵνα ἐξυπηρετήσω -κατά περίπτωσιν- τοπικήν διάλεκτον, ἐπίπεδον
κοινωνικόν καί ἄλλες εἰδοποιές ἰδιομορφίες καί ἀναγκαίες ἀπαιτήσεις,
μέ ἔκφραση παραστατική καί -ὅσῃ μοι δύναμις- ζωντανή, καταληπτή
πάντως ὑπό τοῦ πλέον ἀγραμμάτου καί παρηγοροῦσα αὐτόν· συναρπάζουσα
-εἰ δυνατόν- καί τόν εἰς βυθόν τῆς ἁμαρτίας χαροπαλαίοντα, ἵνα ἐξ αὐτῆς (τῆς Γραφῆς) λαλήσω λόγον Θεοῦ,
ὄχι κοσμικήν σοφίαν, καί αὐτόν διδάξω, «εὐκαίρως ἀκαίρως» (Β΄Τιμ.4,2). Ὅπως
ἐπιτύχω ἐξάραι-ἀνασύραι-ἀναδύσαι ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν καί τῆς ἀπωλείας
ψυχάς, καί φέρω-ὁδηγήσω αὐτάς εἰς ἀναψυχήν καί σωτηρίαν, ἀγκίστρῳ τῷ τοῦ λόγου
κηρύγματι ἀγρεύων ἕνα ἕκαστον, τό κατάλληλον δόλωμα ἐν γνώσει μου θέτων
τῇ τοῦ ἀγκίστρου ἀκίδι, μή φειδόμενος τῆς τοῦ δελέατος (δέλεαρ) δαπάνης τῷ εἴδει
καί τῇ καταλληλότητῃ (ὡς πρός τό εἶδος καί τήν καταλληλότητα πού
θά χρησιμοποιήσω), ἀρκεῖ νά ἐπιτύχω-ἐπιφέρω τό ἐπιδιωκόμενον, θεοφιλές,
ποθούμενον καί προσδοκόμενον ἀποτέλεσμα.
Θόρυβος ἐγένετο, διότι συμπεριέλαβα καί «Γρίφόν» τινα ἐν
τῷ τελευταίῳ ἄρθρῳ μου.
Δέν δύναται νά παραβληθῇ ὡς ἕνα εἶδος Γρίφου τό κάθε
τί εἰς πολλά σημεῖα τῆς Γραφῆς, ὅταν ὁ Κύριος βάζει σπαζοκεφαλιά, τήν ὁποίαν ἀφήνει
ἀναπάντητη καί ἀφήνει νά ἐπιλύσῃ τίς, εἰς τό μέλλον δίδων περί αὐτῆς
τήν ὀρθήν ἀπάντησιν; Καί δέν εἶναι, τοὐλάχιστον, μειωτικό
δι’αὐτούς -κατά τήν ἐκείνων τῶν λεπτεπιλέπτων ἀντίληψιν-, ν’ ἀποκαλῇ τήν Κορωνίδα,
τόν Βασιλέα πάσης τῆς Κτίσεως καί τῆς Δημιουργίας Του, τόν ἄνθρωπον, αὐτός ὁ ἴδιος
ὁ Θεός «ράκος ἀποκαθημένης» (= σερβιέττα)! (Ἡσαΐ.64,6), καί «ἀχρεῖον»;!
(Λουκ.17.10). Ὁ Παῦλος τόν ἑαυτόν του «σκύβαλο» (= κοπρόλιθο, λευκό
περίττωμα, σκατό)! (Φιλιπ.3,8). Ὁ Τίμιος Πρόδρομος «ἀτιμώτερα», καί οἱ
Πνευματέμφοροι Προφῆται «τρίσχειρότερα» πάντοτε, ὅπως θά τά ἐξελάμβανον οἱ μέ «τάκτ»,
«ἀνθρώπινες πεπιεσμένες τυπικοῦρες, ψευτοευγένειες, καί μηδέποτε (δῆθεν)
βομολοχοῦντες, ἐνῶ πᾶς ἄνθρωπος
ψεύστης (Ρωμ.3,4), μή δυνάμενος
(μετά πάντων ἀνθρώπων) χαλιναγωγῆσαι τήν γλῶσσαν, ἄρα καί τό σῶμα εἰς τό
ἀποδειχθῆναι-εἶναι αὐτόν τέλειον ἐν μηδενί λειπόμενον (Ίακ.3,8 / 3,2)»· πού
οὔτε λίγο οὔτε πολύ, θά συμβούλευαν καί τό Χριστό νά μήν ἔκανε παρέα μέ Τελῶνες
καί μέ Πόρνες (Ματ.11,19 / Λουκ.7,34), ἀφοῦ «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι
κακαί (=συναναστροφές κακές)» (Α΄Κορ.15,33), τί ἀλλοπρόσαλλα πράγματα ὅλο ἔκανε;!
Νά μή συμμάζευε
κοντά του γιά μαθητή του ἕνα «Μαχαιροβγάλτη- θά λέγαμε σήμερα»
Πέτρο, πού ἔκοβε αὐτιά, μέ προτίμηση τό δεξί(!) (Λουκ,22,50)· τί
παράξενη ἰδιομορφία καί ἰδιαιτερότης τό «ἐπί τό δεξιόν μέρος τοῦ πλοίου»
(Ἰωάν.21,6) καί κόντρα δεξί καί δεξί; Ἀφοῦ δέν εἶχε ἀναφανῆ ἀκόμη
ὁ περίφημος «ἱστορικός ὑλισμός» (Κομμουνισμός) νά μᾶς ἔλεγε ἄν θά ἔκλινε
καί πρός τά ἀριστερά, ἤ θά ἦταν τῆς προτιμήσεώς του. Γιατί ὁ ἕνας κόβει δεξιά
αὐτιά, κι’ ὁ ἄλλος ἐπαναπαύεται ὅλο ἐπί τοῖς δεξιοῖς; Τί παράξενα καί
μπερδεμένα πράγματα;
Μετά,
ἀνάμεσα στούς πιό ἔμπιστους πῆγε κι’ ἔβαλε ἕνα Κλεφτη-Προδότη τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη
(Ἰωάν.12,6), κάτι υἱούς Ζεβεδαίου (Ματ.20,21) πού ξερογλειφόντουσαν
καί ἐποφθαλμιοῦσαν-κρυφοζηλεύανε τή «θέση Του», δέν τούς πῆρε χαμπάρι καί
ξαφνιάστηκε σἄν τόν «πλεύρισε» ἡ προκόφτρα ἡ Μάνα τους, πού οἱ ἄλλοι
δέκα «οἱ ἀθῶοι» βλέπεις, εἶχαν καλλιεργηθῆ τόσο (!!) πού «(δέν) ἠγανάκτησαν» (Ματθ.20,24), καί εἶπαν ὁλόθυμα, «ἄς παρεδρεύουν ἔνθεν καί ἔνθεν
μόλις γίνῃ Βασιλιᾶς ὁ Διδάσκαλός μας»!,
κι’ ἐμεῖς ἄς ξεροσταλιάζουμε κι’ ἄς βαρᾶμε μῦγες, πεταλώνοντας τζιτζήκια!!!
Μέ τόση μεγαθυμία, ἔτσι δέν εἶπαν; Ἔ ρέ, φάρες Ἑβρέϊκες, πού θ’ ἀλλάξουν
ποτέ αὐτές! Καί σοῦ πετᾶνε κάπου ἀλλοῦ «ἀποσπόντα», πάλι τά Ἑβρεάκια
ὅτι, «πᾶς Ἰσραήλ σωθήσεται» (Ρωμ.11,26) Ἄκου ’κεῖς πράματα! Τρελένεσαι ἤ δέν τρελένεσαι;;!
Η Μάρθα
μετά, ἡ ἀδελφή τοῦ φίλου του Λάζαρου, πού ὅλο ἀλλοῦ πετοῦσαν τά μυαλά της.
Πού δῆθεν «περί πολλῶν ἐτύρβαζεν» (Λουκ.10,41), ἀλλά αὐτηνῆς κάθε μέρα «τῆς
ἔβγαινε τό λάδι» στήν ἑτοιμασία τῆς Κουζίνας γιά νά καλοφᾶνε, καί ἡ ἔξυπνη
ἡ Μαρία ἡ ὁποία «ἐξελέξατο τήν ἀγαθήν μερίδα» (Λουκ.10,42) (καί τοῦ καλοῦ
καί ἕτοιμου φαγητοῦ βεβαίως βεβαίως), «τήν ἔβγαζε καθαρή» ἀκοπίαστα. / Ἀφοῦ τό
ξεστόμισε στά ἴσα, «εἰπέ αὐτῇ ἵνα μοί συναντιλάβηται, νά ρθῇ νά
μέ βοηθήσῃ» (Λουκ.10,40), «μόνην με κατέλιπε διακονεῖν, μέ
παράτησε μόνη νά τά βγάλω πέρα καί νά τά ἑτοιμάσω ὅλα» (Λουκ.10,40).
«Ἀγαθή
μερίδα πνευματική» (Λουκ.10,42), ἀκροομένη τον Κύριον· «ἀγαθήν μερίδα»
στό τραπέζι ἀκοπίαστα. Ποιός τή χάρη της, τῆς Μαρίας! Καί εἶχε διδάξει ὁ
Κύριος «νά μή μεταβαίνουν ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν» ( Λουκ.10,7). Καί εἶχεν ἀκόμα
ὡρίσει, «ὅπου ἐάν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε ἕως ἄν ἐξέλθετε ἐκεῖθεν»
(Μάρκ.6,10). «Ἄξιος γάρ ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς» (Ματθ.10,19) καί «ἄξιος
ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ» (Λουκ.10,7). Πρός ἄρσιν πάσης ἀμφισβητήσεως, ἀπόρριψιν
δέ καί ἀπομάκρυνσιν πάσης μικροψυχίας καί στενοκαρδίας, «οὕτω καί ὁ Κύριος
διέταξε τοῖς τό εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου ζῆν» (Α΄Κορ.9,14),
καί «βοῦν ἀλοῶντα οὐ φιμώσῃς» (Α΄Τιμ.5,18).
Θά μποροῦσα δέ,
νά γράψω ἕνα νέο ἀκόμη εὐαγγέλιο, ἀνασύροντας καί παραλληλίζοντας πρόσωπα καί
πράγματα, προκαλώντας εἰς ὑπέρτατον βαθμόν κάθε κακόβουλο καί κακοήθη «ἐξυπνάκια»,
νά πεταχτῇ μέ μεγαλύτερο θράσος καί νά «ξεμπροστιαστῇ» μέ τό
Χριστό, κάνοντάς του τό συμβουλάτορα καί τό δάσκαλο, ὅτι ἔπρεπε νά φορέσῃ
ἄλλο λεξιλόγιο, καθώς ἐπίσης καί με τόν
Παῦλο καί μέ τούς ἄλλους πού προανέφερα, καί μετά ν’ ἄνοιγαν τά στόματά
τους, καί νά μιλοῦσαν πιό «κομψά»!!!
Δέν κοιτᾶνε τήν τυφλαμάρα καί τήν ἀγραμματοσύνη τους, τό
διορθωτή τοῦ λεξιλογίου τοῦ εὐαγγελίου καί τό Δάσκαλο καί τό Σύμβουλο τοῦ
Χριστοῦ τολμοῦν νά σκεφθοῦν νά κάνουν! Πού βλέπουν μιά «καρκινική ἐπιγραφή»
καί μένουν μ’ ὀρθάνοιχτο τό στόμα σάν χανόψαρα! Δέν γνωρίζουν ὅμως, ὅτι
αὐτό τό γράψιμο καί ἡ μελάνη ἐπάνω σέ μεμβράνη ἀπό ζῶο (Β΄Τιμ.4,13), μποροῦσε νά
διατηρηθῇ 150 μέ 200 χρόνια, ἐνῶ ἐπάνω σέ παπύρους, πού ἀνάλογα μέ τή χρήση
τους ἐπειδή τριβόντουσαν καί καταστρεφόντουσαν, κρατοῦσε τό πολύ 10 χρόνια τό
γράψιμο καί ὁ πάπυρος, καί ἔπρεπε καί τά μέν καί τά δέ (μεμβράνες στά 200
χρόνια, πάπυροι στά 10) νά ἀντικατασταθοῦν δι’ ἀντιγραφῆς καί μεταγραφῆς τῶν
κειμένων σέ νεώτερα, διότι τριβόμενοι κατεστρέφοντο τελείως; Σκεφθῆτε ἀνά τούς
αἰῶνες τί καί πόσα λάθη καί ἀλλοιώσεις κάθε φορά ἐγίνοντο καί προσετίθεντο, στίς
καινούργιες μεμβράνες καί τούς παπύρους.
Ἔτσι, ἔχουμε ἀνά τόν κόσμον ἐγκατεσπαρμένους καί
«φιλοξενουμένους» τούς ἀναριθμήτους πολυτιμωτάτους, διαφόρους ἠριθμημένους
γνωστούς Κώδικες αὐτῶν, σέ Βιβλιοθῆκες καί Μουσεῖα, τούς ὁποίους
παραλληλίζουμε καί συγκρίνουμε, προκρίνοντες καί βασιζόμενοι στούς ἀρχαιοτέρους,
οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς χρονικῶς δέν εἶχαν προλάβει νά δεχθοῦν τίς τόσες ἀλλοιώσεις,
τίς ὁποῖες εἶχαν ὑποστῆ οἱ μετά ἀπό αὐτούς, ὡς ἦτο φυσικόν. Ποῦ γνωρίζουν αὐτοί
γιά βουστρουφηδόν, ἤ γιά παλίνψηστον γραφήν;
Πότε μπόρεσαν νά ἐννοήσουν, πῶς τίκτεται «ἐκ τοῦ ὁρᾶν τό ἐρᾶν»; (ἀπό τά μάτια ὁ ἔρωτας).
Ἡ ἀρχή γίνεται διά τῆς τῶν ὀφθαλμῶν ἕλξεως, ἤ τῆς ἁφῆς,
θωπείας (χαδιοῦ). Ἡ «ἁφή», κατά τούς Πατέρας, εἶναι ἡ πλέον
βασανιστική αἴσθησις, ἐκ τῆς ὁποίας πρέπει νά καταβάλῃ πολύν κόπον ὁ ἄνθρωπος
διά ν’ ἀπαλλαγῇ.
Ἡ τοῦ νοός, ἡ τοῦ πνεύματος προσβολή ὑπό
τοῦ πονηροῦ (= τοῦ προκαλοῦντος πόνον) μισοκάλου, ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι τοῦ
Διαβόλου, εἰς τό νά ἁμαρτήσῃ οὗτος,
γίνεται νοερά.
Ἡ τοῦ σώματος προσβολή, γίνεται
διαφοροτρόπως καί ποικιλοτρόπως, λές καί κάποια μύγα «οἶστρος» καλουμένη
ὑπό τῶν Πατέρων, ὅπως ἐκείνη ἐρεθίζει-τσιμπᾶ κάτωθεν τῆς οὐρᾶς τά ὀπίσθια τῶν
ζώων, ἐκεῖνα οἰστριλατούμενα ἀφηνιάζουν, ἔτσι καί στόν ἄνθρωπο, τόν τσιμπᾶ οὗτος
ὁ οἶστρος εἰς τά μαλακά μόρια τοῦ σώματός του, τόν οἰστριλατεῖ, τόν ἀφηνιάζει
καί τόν παρατᾶ μετά ἕρμαιο τῶν ἐπιθυμιῶν του.
Ὅτι, «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τό
στόμα» (Ματ.12,34), τυγχάνει γνωστό ἐπίσης.
«Ἡ γλῶσσα γίνεται στά μέλη μας ἐκείνη πού λερώνει ὅλο
τό σῶμα καί φλογίζει σά λεπίδα τόν ἀκονιστικό τροχό τῆς ἰδιοσυγκρασίας, ἐνῶ ἡ ἴδια
ἀναφλέγεται ἀπό τή Γέεναν» (Ἰακ.3,6)
Θά ἀπαιτοῦσα τήν δέουσαν προσοχήν ὅμως, νά
συγκεκριμενοποιήσουμε ἐπί τέλους τή σημασία, ἀλλά καί νά ξεχωρίσουμε τήν ἔννοια
πού κλείνει μέσα της κάθε ἁμαρτία ἀπό τίς πάρα κάτω. Διότι, ἐνῶ ὅλες μαζί, συλλήβδην, τίς ὀνομάζουμε
ναί, ἁμαρτίες, ἤτοι κατά κυριολεξίαν ἀστοχίες· διαφοροποιοῦνται πολύ μεταξύ
των, ὅπως θά διαπιστώσουμε, διότι δέν ἔχουν ὅλες σχέσιν μέ τό σῶμα ἤ ὅλες
σχέσιν μέ τήν ψυχήν, ἀφορᾶ ἡ κάθε μία κάπου, σέ ἄλλο χῶρο ἡ μία, σέ ἄλλο ἡ ἄλλη.
Δέν μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν ὅλες μέ μιά κοινή λέξη «ἁμαρτίες», πάει καί
τέλειωσε; Καί ἄρχομαι:
Ὑπό τήν «ἁμαρτία», ἀποτυχία, σφάλμα, ἠθικό
σφάλμα, ἁμαρτία κλείνουμε μέσα τήν ἔννοιαν τῆς ἀστοχίας τοῦ νά εὕρῃ,
νά ἐπιτύχῃ κάποιος τό στόχο στό Κέντρο τῶν ὁμοκέντρων κύκλων αὐτοῦ, ἤ πιό ἔξω, ἤ
νά ἀποτύχῃ τελείως νά εὕρῃ τόν στόχον, ὁπότε ὁ ἐπιβλέπων ἀναφωνεῖ «ἥμαρτε τοῦ
στόχου». Ποιός; Ὁ καταβαλλών τήν προσπάθειαν νά ἀνεύρῃ-νά διακρίνῃ, νά ἐπιτύχῃ
τόν στόχον, ρίψας τό βέλος, καί ἡμαρτηκώς αὐτοῦ ἀποβάς. Ἁμαρτία τινός,
σφάλμα πραχθέν ὑπό τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1198, ἁμαρτία δόξης, σφάλμα κρίσεως Θουκ. 1. 32. (Ρωμ.5,12)
«Ἀρρωστία», ἡ. Στερητικόν α καί ρώμη, (α + ρώμη),
ἀφορᾶ εἰς τήν σωματικήν σφαῖραν τοῦ ἀνθρώπου, ἔλλειψις σωματικῆς
ρώμης, σφρίγους, ἀλκῆς. (Α΄Κορ.11,30)
«Ἀσθένεια», ἡ. Στερητικόν α καί σθένος, (α + σθένος),
ἀφορᾶ εἰς τήν ψυχικήν σφαῖραν τοῦ ἀνθρώπου, ἔλλειψις ψυχικῆς εὐρωστίας,
ἀκμῆς (Α΄Κορ.11,30).
«Νόσος», ἡ. Γενική λέξις διά τῆς ὁποίας
δηλοῦται ὅτι ἡ κατάστασις εἶναι νοσηρά. Ὑποδηλοῦμε καί τήν ἀσθένειαν
καί τήν ἀρρωστίαν δι’αὐτῆς. Ὁ Ὅμηρος παριστάνει ἀείποτε τήν νόσον ὡς
θείαν τιμωρίαν προερχομένην ἐκ θεοῦ τινος παρωργισμένου, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τόν αἰφνίδιον καί εὔκολον θάνατον ἀποδιδόμενον
εἰς τόν Ἀπόλλωνα καί τήν Ἄρτεμιν, ὡς καί πρός τόν βίαιον θάνατον. Ἀκόμα, νόσος ἦτο
ἕν ἐκ τῶν δώρων τῆς Πανδώρας πρός τούς ἀνθρώπους,
διότι δι’ αὐτῆς θ’ ἀπελευθεροῦτο ἡ ψυχή, τοῦ δεσμωτηρίου τοῦ σώματος. Δι’ αὐτῆς
ἐκφράζονται ἐπίσης καθόλου, θλῖψις, ἀθλιότης,
δυστυχία, λύπη, καθώς νόσος τοῦ νοῦ, ἰδίως μεγαλομανίας
ἤ παραφροσύνης, ὀργῆς, ἐγκλημάτων, κλπ. νόσος φρενῶν, θεία
νόσος, ὅ ἐστι παραφροσύνη (Σοφ. Αἰσχ.186), νόσον λυσσώδη (αὐτόθι
452) ἐπί ἔρωτος, ὁ αὐτός ἐν Τρωάδαις 445, 491, ἀκόλαστον εἶχε γλῶσσαν,
αἰσχίστην νόσον, ὁ αὐτός ἐν Ὀρ.10, τῆς μεγίστης νόσου, ἀνοίας
Πλάτ. Νόμ. 691G,
ἐπίσης πληγή, ὄλεθρος, βλάβη π.χ. ὁ ἀνεμοστρόβιλος καλεῖται θεία
νόσος, Σοφ. Ἀντιγόνη 421, ἡ «ἐπιληψία» καλεῖται νόσος μεγάλη
(Ἡσύχιος).
«Μαλακία», ἡ, (μαλακός) μαλακότης, καί ἐπί ἀνθρώπων,
λεπτότης, ἐκθήλυνσις, Ἡρόδοτος 6. 11, Θουκυδίδης 1. 122, Λυσίας
117. 10 κλπ., τῇ σαυτοῦ ζυγομάχει μαλακίᾳ, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχων» 1. 5. α)=κιναιδεία, Φίλων ΙΙ, 306,22, Ὠριγένους
IV, 620G, κλ.π., β)=τῷ ἀναφλᾶν, μαλάσσειν διά χειρός τό
αἰδοῖον, κοινῶς «μαλακία», Μακάριος 448 Α, κλπ., 2) ἐν Ἀριστ.
Ἠθ. Ν. 7. 7,4, «χειροτριβεῖν αἰδοῖον· οἱ δέ στύειν, ἤ μαλάττειν» Ἡσύχιος,
- «αἴ κ’ εἶδον ἀμέ τὤνδρες ἀναπεφλασμένως»
Ἀριστ. Λυσ. 1099, Λατ. masturbare,
ἀντίθ. τῷ καρτερία, ἔλλειψις ὑπομονῆς, ἀσθένεια,
ἀδυναμία· ἐν τῷ πληθυντικῷ, παράγων ἄνδρα θεραπείαις καί μαλακίαις
Ἠσαΐου 73,8 3) ἀσθένεια, ἀδυναμία,
τό ἐπίνοσον, Βίος Ὁμήρου 36. – Καθ’ Ἡσύχιον: μαλακία· «νόσος,
βλακία». II.
γαλήνη τῆς θαλάσσης, malacia
παρά Caesar.
Β. G.
3. 15.
Ἰδιαιτέρα προσοχή:
Ἡ ἐν τῶ λήμματι τούτω ἐξεταζομένη λέξις, οὐδεμίαν σχέσιν καί συνάφειαν ἔχει
πρός τήν λέξιν ἡ ὁποία ὑποδηλοῖ τόν «αὐνανισμόν»,
Αὐνάν (Γέν.38,8-9). Ἡ συσχέτισις τῶν δύο ἐννοιῶν, ὅλως ἀστόχως ἐγένετο τό
πρῶτον ἐν τῇ Εὐχῇ τῇ συμπεριλαμβανομένῃ καί ἀναγινωσκομένῃ μετά τό ἕκτο εὐαγγέλιο
τοῦ Μυστηρίου τοῦ Ἱεροῦ Εὐχελαίου, εἰσαχθείσῃ ἀπό τοῦ 1000 μ.Χ., ἔνθα ὁ ποιήσας
τήν Εὐχήν, ταυτίζει τό πρόσωπο μέ τήν διάπραξιν τοῦ «αὐνανισμοῦ» διά τῆς
φράσεως «ἤ ὄσφρησιν ἐξεθήλυνεν ἤ ἀφῇ κατεμαλακίσθη ἤ γεύσει
κατεπόρνευσεν ἤ ἐν οἱαδήποτε κινήσει σαρκός καί πνεύματος τοῦ σοῦ ἀπηλλοτριώθη
θελήματος καί τῆς σῆς ἁγιότητος· εἴ τι ἥμαρτεν αὐτός τε καί ἡμεῖς, ὡς ἀγαθός καί
ἀμνησίκακος Θεός καί φιλάνθρωπος, συγχώρησον, μή ἐῶν αὐτόν καί ἡμᾶς εἰς τόν ρερυπωμένος
βίον καταπεσεῖν, μηδέ εἰς τάς ὀλεθρίους ὁδούς ἀποτρέχειν».
«Ἀκαθαρσία», ἡ, ρυπαρότης, ἀκαθαρσία ἀποστήματος
ἤ ἕλκους, Πλάτ. Τιμ. 72C, 2) ἠθική ἀκαθαρσία, κακοήθεια, διαφθορά αἰσχρότης,
Δημοσθένης 553.13.
«Ἀσέλγεια», ἡ, ἀκολασία, ἡ μετά
θρασύτητος βία, μετά τοῦ «ὕβρις», Δημ.514.12· II. λαγνεία, ἀκολασία, αἰσχρότης,
ἀσέλγεια περί τάς σωματικάς ἐπιθυμίας Πολύβιος 37. 2, 4 κλπ., λαγνότης,
μαχλότης (=λαγνεία, ἀσέλγεια) ἰδίως ἐπί γυναικῶν, κατά Ἰώσηπον Ἰουδ. Πολ.
1. 22. (Ἡ λέξις ἴσως παράγεται ἐκ τοῦ θέλγω (ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», θωπεύω ἤ καταψῶ (= χαϊδεύω
διά τῆς χειρός-θωπεύω, Ἡρόδοτος 6. 61) διά μαγικῆς δυνάμεως καί ἑπομένως μαγεύω,
«δένω», ἰδίως πρός ὄλεθρόν τινος) κατά μετατροπήν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τήν
λέξιν πρός τό σαλάκων, (κονος) (= ματαιόφρων, μεγαλαύχων,
«ξηπασμένος», Ἀριστοτέλους Ρητορ. 2. 16. 2, καί σαλακωνία, σαλακωνίζω,
σαλακωνίζομαι καί σαλακωνεύομαι (= ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι,
«μεγαλοπιάνομαι»), Ἀριστοφάνους «Σφίκες» 1169.
«Ἀκολασία», ἡ, τό ἀχαλίνωτον, ἡ ἀκράτεια,
ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, Θουκυδ. 3. 37, Ἀριστοτ. Ἠθ. Ν. 2. 7. 3, 2) ἀχαλίνωτος ἐν ταῖς σαρκικαῖς ἡδοναῖς,
ἀσελγής, ἀκρατής, ἀντίθ. τῷ σώφρων, Πλάτ. Γοργ. 507G, καθ’ ὑπερβολήν ἀκρατῆ ὡς
πρός τι Ξενοφ. Ἀπομν. 21,1.
«Φθορά», ἡ, (ἐκ τοῦ ρ. φθείρω) καταστροφή,
ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἡρόδ. 2. 161., 7. 18, καί ἐπί ἀνθρώπων, θάνατος,
μάλιστα ἔκ τινος ἐπιδημικῆς νόσου οἷον ἐκ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 47,
(προέλευσις ἴσως=φθίσις φθορά, μαρασμός, ἀδυνάτισμα, ἀδυναμία,
ἀτροφία, II.
ἡ νόσος φυματίασις) 2) παρά
φιλοσοφοῦσι συγγραφεῦσιν, ἡ φθορά τῆς ὕλης, περί γενέσεως καί φθορᾶς
ὁ Ἀριστοτέλης κατέλειπεν ἰδιαιτέραν πραγματείαν, 3) ἡ διαφθορά παρθένου, διακόρευσις, ἀποπλάνησις
Νομική, Πλούταρχος 2. 712C, 4) ἡ ἀνάμιξις τῶν καθαρῶν χρωμάτων
μετ’ ἄλλων ἐν τῇ ζωγραφικῇ, Πλούτ. 2. 346Α
Ἐνταῦθα πρέπει ἐπισταμένως καί ἰδιαίτατα νά προσεχθῇ
ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς δύο σημεῖα καί περιπτώσεις πού ἀφοροῦν εἰς τό
Πανύψιστο Πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί τῆς Πανυπερευλογημένης Μητρός Αὐτοῦ
Θεοτόκου Μαρίας, τῆς « μακαριζομένης» (Λουκ.1,48) ἐκ πασῶν καί ἐν πάσαις ταῖς γενεαῖς.
Τοῦ μέν Κυρίου καί Θεοῦ, καθυποτάξαντος καί ὑπερβάντος
τούς νόμους τῆς φύσεως, μή ἰσχυσάντων καί ἐπ’ Αὐτοῦ· καί Τούτου τό ἄχραντον,
πανακήρατον, καί ἀδιάφθορον Σῶμα, «οὐκ ἔγνω τάφου διαφθοράν, λυτρωτής
ἐκ τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου Αὐτός οὗτος, ἡμῶν, τῷ πράγματι καί
τῇ οὐσίᾳ ὤν» (Ὑμνολογία), ἐξουσιαστής καί δημιουργός τῶν πάντων, ἐκτός τῆς
ἁμαρτίας τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἅτινα, «φθόνῳ τοῦ διαβόλου εἰσήχθησαν-εἰσῆλθον
εἰς τόν κόσμον» (Ρωμ.5,12 / Α΄Ἰωάν.3,8 / Α΄Πετρ.5,8). Ὁ Θεός, κακόν,
φθοράν καί θάνατον οὐκ ἐποίησεν, διά τοῦτο, καί «τελευταῖος ἐχθρός
τοῦ ἀνθρώπου καταργηθήσεται ὁ θάνατος» (Α΄Κορ.15,26).
Τῆς δέ Κυρίας Θεοτόκου, τῆς Παναχράντου Μητρός αὐτοῦ
καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, «τάς κλεῖς τῆς Παρθενίας οὐκ ἐλυμήνατο ἐν τῷ τόκῳ Του,
σῶας τάς σφραγίδας φυλάξαντος» (Ἱερά Ὑμνολογία), ὅπως «ἐσφραγισμένου
τοῦ μνήματος ἡ ζωή ἐξῆλθεν τοῦ
τάφου» (Ἱερά Ὑμολογία), καί «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν τοῖς Μαθηταῖς
ἐπέστη, ἡ πάντων Ἀνάστασις» (Ἰωάν.20,1926), «ἐνώπιον τοῦ Ὁποίου νικᾶται
φύσεως τάξις, ποιεῖ δέ ὅσα βούλεται» (Ἱερά Ὑμνολογία).
Και τώρα, ἡ λεπτοτάτη πτυχή τῶν «ὀφειλημάτων»
(Ματθ.6,12)
Ἐλθών ὁ Κύριος τοῦ «πληρῶσαι τόν νόμον ἤ τούς Προφήτας»
(Ματ.5,17), καί ὁλοκληρώσας τό «ὅ μισεῖς μηδενί ποιήσῃς» (Τωβίτ 4,15) μέ τό
«καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω ποιεῖτε καί ὑμεῖς
αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ.6,31)· προχωρᾶ τώρα, καί στήν Κυριακή του Προσευχή,
διδάσκων ἡμᾶς πῶς νά προσευχώμεθα. Ἀναφέρει ν’ ἀποτεινώμεθα στόν Θεό Πατέρα καί
νά τόν παρακαλοῦμε, νά μᾶς ἀφήσῃ τά πρός Ἐκεῖνον ὀφειλήματά μας, ὅπως κι’ ἐμεῖς
ἀφήνουμε τά ἐκείνων πρός ἡμᾶς ὀφειλήματα των, ὅποια καί ὅσα κι’ ἄν εἶναι αὐτά,
μικρά ἤ μεγάλα. Ναί. Πολλά ὀφειλήματα, πολλά χρεωστοῦμε, πολλά ὀφείλουμε πρός τόν
Θεόν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπό ἀχαριστίες, παραλήψεις, ἀμαρτήματα, βλασφημίες, ἀγνωμοσύνες·
μέχρι χρεωστούμενες ἀπαραίτητες -ἄν θέλωμε να λογιζώμεθα ἄνω θρώσκοντες-ἄνθρωποι,
δημιουργήματά Του, πλάσματά Του, Παιδιά Του, Θεοί κι’ ἐμεῖς κατά χάριν- εὐχαριστίες,
δοξολογίες, τιμή, προσκύνηση καί ἔκφραση εὐγνωμοσύνης, γιά
ὅσα ἡ εὔνοιά του καί ἡ Πρόνοιά Του ἡ Πατρική καί Θεϊκή μᾶς παρέχει καί μᾶς
χορηγεῖ καθημερινά, ἄσχετα τοῦ πῶς διακείμεθα, πῶς στεκόμαστε καί
συμπεριφερόμεθα ἐμεῖς πρός Αὐτόν· «βρέχων ἐπί δικαίους καί ἀδίκους,
καί ἀνατέλων τόν ἥλιον ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς» (Ματ.5,45), μή ἐξαιρῶν, ἀποκλείων
καί ἀποστερῶν τούτων οὐδένα, ἀλλ’ εὐεργετῶν
ἀδιακρίτως πάντας.
Ἔτσι θέλει καί ἀπαιτεῖ
νά συμπεριφερώμεθα κι’ ἐμεῖς πρός τόν ὁποιονδήποτε πλησίον, κι’ ἐκεῖνος ὁμοίως
πρός ἐμᾶς, ὡς ὀφειλέτες ἀμφότεροι, μέ ὀφειλήματα θετικά καί εὐεργετικά, πού θ’ ἀπαλείφουν
καί θ’ ἀποφορτίζουν αὐτοῦ τούς ὤμους, ἀπό τά παρ’ ἡμῶν πρός αὐτόν ἀστόχως, ἤ καί
ἐμπαθῶς, ἐν γνώσει καί θεληματικά, ἐπιρριφθέντα καί ἐπιφορτίσαντα μακροχρονίως ἐκεῖνον.
Κοντά στά δύο αὐτά, μή μᾶς διαφεύγῃ ὅμως κι’ ἐκείνη ἡ
σημαντικοτάτη λεπτομέρεια, τό «εἰδότι καλόν ποιεῖν καί μή ποιοῦντι, ἁμαρτία
αὐτῷ ἐστι» (Ἰακ.4,17). Αὐτός πού γνωρίζει νά πράττῃ τό καλό, ἀλλά δέν
πράττει, αὐτός ἁμαρτάνει. Ναί. Δέν θά κριθοῦμε τόσο γιά τίς ἁμαρτίες μας, ὅσο
γιά τίς παραλείψεις μας. Γιά ὅσα μπορούσαμε νά κάνουμε καί δέν τά
κάναμε. Τί τραγικό! Ποτέ μά ποτέ μήν
ποῦμε, «κλεῖσ’ τήν πόρτα καί πᾶμε μέσα, ἄστους νά κόψουν τό λαιμό
τους». Ἡ ἀδιαφορία καί ἡ ἀναβολή σημαίνουν ματαίωσιν, ἡ δέ ματαίωσις
καταστροφήν! Ψάχνε γιά διόρθωση μετά.
Χαιρέτα
μας τόν πλάτανο
καί τίς ψηλές ραχοῦλες,
πού βόσκουνε ἄσπρα ἀρνιά
καί μαῦρες κατσικοῦλες.
Τσιγκέλι,
ὅπως καί αὐτά
καθένα περιμένει.
Ἀλλά γιά νά δικαιωθῇ,
ἄς μή τό περιμένῃ.
Δικαιοκρίτης
ὁ Θεός!
Ἔκλεισες σύ τήν πόρτα;
Τώρα, «φάτη» κατάμουτρα·
καί τό Τσιγκέλι … ρῶτα!
Λοιπόν, τό ἐργαλεῖον τῆς γλώσσης, καί μάλιστα τῆς εὐλογημένης
αὐτῆς τῆς ἑλληνικῆς μας, τῆς οὐ τυχαίας, τῆς θεοσδότου καί ἐμπλουτισθείσης καί ἐξαιρέτως
ἐκλεχθείσης καί εὐλογηθείσης -ὡς ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπεδείχθη-, ὑπέρ τήν
τοῦ περιουσίου λαοῦ του, τοῦ Ἰσραήλ, ἀναδειχθεῖσαν ταύτην διά
μέσου τῶν αἰώνων, ὡς πάντες ὁμολογοῦσιν· ἄς μεταχειρίζεται ὁ καθένας μας μέ
θρησκευτικήν εὐλάβειαν ταύτην, εἰς ἕν ἀποβλέπων καί
κατατείνων. Τό πῶς χρώμενος καί χειριζόμενος αὐτήν, θά κηρύττῃ καί θά
εὐαγγελιζεται μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, «Ἰησοῦν τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον»
(Μάρκ.16,6), «γενόμενος πιστός ἕως θανάτου» (Ἀποκ.2,10) ὁμολογῶν
αὐτόν, ἔχων ὡς παράδειγμα τόν Χρυσορρήμονα Ἰωάννην, ἐνηχουμένων τῶν
ὤτων αὐτοῦ ἐκ τῶν λόγων τοῦ Ἱεροῦ Πατρός, ὅστις, ἔχων καί ἐκεῖνος τόν ἴδιον
«πειρασμόν» ἐκ τῆς αὐστηρᾶς κριτικῆς τήν ὁποίαν ἐδέχετο διά τήν ποιότητα τοῦ
λόγου του ὡς πρός τήν χρῆσιν λέξεων, αἵτινες δέν ἥρμοζε -κατά τήν γνώμη των- νά ἐκστομίζωνται, μάλιστα μετά τοσαύτης σφοδρότητος
πρός ἔλεγχον, ἀκόμα καί ἀνωτάτων Πολιτικῶν, ἀλλά καί ἀδελφῶν του Θρησκευτικῶν Προσώπων·
συχνά ἐπανελάμβανε, «οὐ βούλομαι διά σεμνῶν λόγων ἀρεστός γίγνεσθαι, ἀλλά διά
τῶν λόγων σεμνούς ποιεῖν τούς ἀκούοντας».
Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος
ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ
13.2.2022
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
Χρόνια Πολλά
Ἀξίως νά καυχώμεθα
Ἐν ἀκραδάντῳ Πίστει
Ἐν ταπεινώσει
Ἐν Μετανοίᾳ
Ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως νεκρῶν
καί κληρονομίας τῆς οὐρανίου
Βασιλείας!