Β΄ Κυριακή των Νηστειών - Γρηγορίου του Παλαμά
Φωτός λαμπρόν κήρυκα νυν όντως μέγαν,
Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος.
Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος.
Ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν δεινός θεολόγος και διαπρεπέστατος
ρήτορας και φιλόσοφος. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο και τον τόπο της γέννησής
του. (Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, στο αγιολόγιο του, αναφέρει ότι ο Άγιος
Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από τον
Κωνσταντίνο τον Συγκλητικό και την ευσεβέστατη Καλλονή). Ξέρουμε όμως,
ότι κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα μ.Χ. ήταν στην αυτοκρατορική αυλή
της Κωνσταντινούπολης, απ' οπού και αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος χάρη
ησυχότερης ζωής, και αφιερώθηκε στην ηθική του τελειοποίηση και σε
διάφορες μελέτες.
Το 1335 μ.Χ. με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνόδους. Στην τελευταία, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ., ήταν και ο ίδιος ο Παλαμάς. Αλλά ο Γρηγόριος έγραψε πολλά και διάφορα θεολογικά έργα, περίπου 60.
Αργότερα ο Πατριάρχης Ισίδωρος, τον εξέλεξε αρχικά επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο. Αλλά κατόπιν ανέλαβε τα καθήκοντα του. Πέθανε το 1360 μ.Χ. και τιμήθηκε αμέσως σαν Άγιος. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1376 μ.Χ. εγκωμιαστικό λόγο στο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και ακολουθία και όρισε την εκκλησιαστική μνήμη του στη Β' Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γη να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία - κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας - ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν, ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε· τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης· ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη, λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον. Ἀλλ’ ὡς νοῦς νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος, Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον, Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Θεσσαλονίκη ἡ περίβλεπτος πόλις, τὴν σὴν ἁγίαν ἑορτάζουσα μνήμην, πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται ἅπαντας· ταύτης ποιμενάρχης γάρ, θεοφόρος ἐδείχθης, καὶ σοφὸς διδάσκαλος, Ἐκκλησίας ἁπάσης· χαριστηρίους ὅθεν σοι ᾠδάς, ᾄδομεν πάντες, Γρηγόριε μέγιστε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας λαμπρὸς φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης θεοειδής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς ὄργανον θεῖον, καὶ θεολόγων στόμα, Πάτερ Γρηγόριε.
Οἱ Ἅγιοι Ἀββάδες Μαῦροι οἱ ἐν τῇ μονῇ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντεςΤο 1335 μ.Χ. με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνόδους. Στην τελευταία, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ., ήταν και ο ίδιος ο Παλαμάς. Αλλά ο Γρηγόριος έγραψε πολλά και διάφορα θεολογικά έργα, περίπου 60.
Αργότερα ο Πατριάρχης Ισίδωρος, τον εξέλεξε αρχικά επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο. Αλλά κατόπιν ανέλαβε τα καθήκοντα του. Πέθανε το 1360 μ.Χ. και τιμήθηκε αμέσως σαν Άγιος. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1376 μ.Χ. εγκωμιαστικό λόγο στο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και ακολουθία και όρισε την εκκλησιαστική μνήμη του στη Β' Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γη να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία - κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας - ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν, ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε· τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης· ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη, λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον. Ἀλλ’ ὡς νοῦς νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος, Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον, Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Θεσσαλονίκη ἡ περίβλεπτος πόλις, τὴν σὴν ἁγίαν ἑορτάζουσα μνήμην, πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται ἅπαντας· ταύτης ποιμενάρχης γάρ, θεοφόρος ἐδείχθης, καὶ σοφὸς διδάσκαλος, Ἐκκλησίας ἁπάσης· χαριστηρίους ὅθεν σοι ᾠδάς, ᾄδομεν πάντες, Γρηγόριε μέγιστε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας λαμπρὸς φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης θεοειδής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς ὄργανον θεῖον, καὶ θεολόγων στόμα, Πάτερ Γρηγόριε.
Διπλοῦς στεφάνους χειρὸς ἐκ τοῦ Κυρίου,
Πόνων χάριν δέχεσθε καὶ τῶν αἱμάτων.
Εἰκάδι Ἀββάδες ἐκ χθονὸς οὐρανὸν ἤλυθον εὐρύν.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἀσκήτευαν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, στὴν περιοχὴ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ διάφορα μέρη. Ὅμως Ἄραβες λῃστὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς καὶ συνέλαβαν τοὺς Πατέρες αὐτῆς, ποὺ δὲν μπόρεσαν ἢ δὲν θέλησαν νὰ φύγουν. Καὶ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν μὲ διάφορους τρόπους, γιὰ νὰ ὑποδείξουν στοὺς λῃστὲς τοὺς κρυμμένους θησαυροὺς τῆς μονῆς, τοὺς θανάτωσαν.
Ἄλλους τούς ἀποκεφάλισαν, ἄλλους τοὺς τεμάχισαν καὶ ἄλλους τοὺς κατατρύπησαν μὲ τὰ ξίφη τους. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ καὶ προσευχόμενοι, παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι τὶς μακάριες ψυχές τους στὸν Κύριο, ἀπολαμβάνοντας τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γιὰ τὴν ὁποία ὑπέμειναν πρόθυμα τοὺς μακροὺς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως καὶ τὸ μαρτύριο τῆς ἐπίπονης ἀθλήσεως.
Τὴν φρικτὴ ἐκείνη σφαγὴ περιέγραψαν, ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Σαββαΐτης († 13 Ἰουλίου), ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος ὁ Πάνδεκτος († 24 Δεκεμβρίου).
Μεταξὺ τῶν ἁγίων Ἀββάδων ἀναφέρεται καὶ ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τοῦ Σωτῆρος ἁγιόλεκτοι ἄρνες, ἐξωρμημένοι ἐκ χωρῶν διαφόρων, τῇ Ποίμνῃ συνεδράμετε Σάββα τοῦ σοφοῦ· ὅθεν θανατούμενοι, ἀπηνείᾳ βαρβάρων, χαίροντες ἀνήλθετε, πρὸς οὐράνιον μάνδραν, καθάπερ Ὅσιοι καὶ Ἀθληταί, ἐκδυσωποῦντες, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὴν τῶν Ὁσίων θεόληπτον συνοδείαν, ταῖς τῶν Μαρτύρων διαλάμπουσαν ἀκτῖσι, πάντες τοῖς ᾄσμασι στεφανώσωμεν, τοὺς τῷ Χριστῷ τυθέντας, οἷάπερ θεῖα σφάγια· αὐτοὺς γὰρ ὁ Λόγος προσεδέξατο.
Μεγαλυνάριον.
Αἵμασιν οἰκείοις μαρτυρικῶς, τοὺς σαυτῶν χιτῶνας, πορφυρώσαντες ἱερῶς, πρὸς ὑπερκοσμίους, ἀνήλθετε ἐπαύλεις, φαιδρῶς κεκοσμημένοι, Πατέρες Ὅσιοι.
Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο Κρήτης
Mύρον νοητόν ωράθης εξ αγχόνης,
Mύρων αθλητά δόξα Kρήτης και κλέος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μύρων καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης, τὸ σημερινὸ Ἡράκλειο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Δημήτριος καὶ ἦταν δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ὁ Ἅγιος ἦταν σεμνὸς καὶ σώφρων καὶ ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὴν παρθενία καὶ τὴν ἄσκηση. Ἐργαζόμενος ὡς ράπτης στὸ Ἡράκλειο συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τὸν φθονοῦσαν, ὅτι δῆθεν ἀποπλάνησε μία Τουρκοπούλα. Στὸ δικαστήριο ὁ Ἅγιος ἀπέρριψε ἀπολογούμενος τὴ συκοφαντία, ἀλλὰ ἐτέθη σὲ αὐτὸν δίλημμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἢ τοῦ θανάτου. Ὁ Μάρτυρας Μύρων ἀποκρίθηκε μὲ παρρησία ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὴν πίστη του, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποστεῖ κάθε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καθ’ ὅσον γεννήθηκε Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλει νὰ πεθάνει.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὅταν τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ αὐτή, τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὅπου ὁ Ἅγιος ἐπαναλάμβανε συνεχῶς ὅτι θέλει νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανός. Ἔτσι καταδικάσθηκε στὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο. Λίγο πρὶν τὸ μαρτύριο, ὁ Μάρτυρας Μύρων ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τοὺς δημίους καὶ πλησίασε τὸν πατέρα του. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φίλησε τὸ χέρι. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐχή του προσῆλθε πρὸ τῶν δημίων καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ ἔτος 1793.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος πλ. α'.
Ηρακλείου το άνθος το ευωδέστατον, ως ευσεβείας σε μύρον ύμνοις γεραίρομεν, νεομάρτυς του Χριστού Μύρων μακάριε. Συ γαρ νεότητος ακμήν υπερείδες ανδρικώς και ήθλησας στεροψ’υχως. Και νυν απαύστως δυσώπει, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
Yπέρ τύπου σου δεινά Nικήτας φέρων,
Nυν σον πρόσωπον Xριστέ εν πόλω βλέπει.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἦταν ἄνδρας εὐσεβὴς καὶ πρόμαχος τῆς ὀρθῆς πίστεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία του καὶ ἔγινε περιάκουστος στὰ εὐαγγελικὰ ἔργα καὶ λόγια.
Ἐπὶ τῆς εἰκονομαχίας, ἴσως ἐπὶ βασιλείας Λέοντος Ε’ τοῦ Ἰσαύρου (813 – 820 μ.Χ.) πιέσθηκε νὰ προχωρήσει στὴν αἵρεση τῶν εἰκονοκλαστῶν, ἀλλὰ μὲ παρρησία ἀρνήθηκε καὶ διεκήρυξε τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀψηφώντας τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ μαρτύρια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορίστηκε καί, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Εὐφημία, Εὐφρασία, Ἰουλιανή, Θεοδοσία, Κλαυδία καὶ Ματρώνη οἱ Μάρτυρες ἐν Ἀμινσῷ
Δηλοῖ γυναικῶν τῶν πεπυρπολημένων,
Ἀριθμὸς ἑπτὰ παρθένος τῶν Παρθένων.
Οἱ Ἁγίες ἑπτὰ Μάρτυρες ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) στὴν πόλη Ἀμινσό, ὅταν ξεσηκώθηκε μεγάλος διωγμὸς κατὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό.
Οἱ Ἁγίες συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀμινσοῦ, ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρης. Καὶ ὅταν στάθηκαν ἐνώπιόν του, ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανὲς καὶ τὸν ἔλεγξαν μὲ παρρησία, ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσαν σκληρὸ καὶ ἄδικο καὶ ἐχθρὸ τῆς ἀλήθειας. Ὁ ἄρχοντας ἐξοργίσθηκε. Τότε ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὶς τοποθέτησαν σὲ δημόσιο μέρος γιὰ θέαμα, ὅπου ἄρχισαν νὰ τὶς χτυποῦν μὲ ραβδιά. Στὴν συνέχεια ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς αὐτῶν μὲ ξίφη καί, ἀφοῦ τὶς κρέμασαν, τὶς ἔγδαραν τόσο πολύ, ὥστε φάνηκαν τὰ ἔντερά τους. Τέλος, τὶς ἔριξαν σὲ μεγάλο καμίνι φωτιᾶς καί, ἐνῷ ἔψαλλαν καὶ προσεύχονταν στὸν Θεό, παρέδωσαν τὶς ψυχές τους.
Τὸ μαρτύριό τους ἔγινε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 303 – 305 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ροδιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ῥοδιανός, ὡς ἐρυθρὸν σοι ῥόδον,
Χριστὲ προσήχθη, τὸ σῶμα βεβαμμένος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ροδιανὸς τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ὁ Μάρτυρας ὁ Ἔπαρχος
Ἄμωμον ἱερεῖον ὤφθης Ἀκύλα,
Τμηθεὶς ἀμώμῳ Δεσπότῃ διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκύλας τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Λολλίων ἕστηκε τὰς πυγμὰς φέρων,
Καὶ μὴ στεναγμόν, μηδὲ μυγμὸν ἐκφέρων.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων τελειώθηκε μὲ χτυπήματα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἐμμανουὴλ ὁ Μάρτυρας
Ξίφει χεθήτω, κἂν κοτύλη φησὶ μοι,
Ἐμμανουὴλ πέφυκεν αἵματος μία.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐμμανουὴλ τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἐκ Βρετανίας
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος γεννήθηκε στὸ Λάντερντέϊλ τὸ ἔτος 634 μ.Χ. καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός. Μία βραδιὰ τοῦ 651 μ.Χ., καθὼς βρισκόταν στοὺς λόφους κοντὰ στὴ μονὴ Λίντισφεϊρν, εἶδε ἕνα ὅραμα. Εἶδε τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μέσα σὲ ὑπερκόσμιο φῶς. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες πληροφορήθηκε γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ, κτήτορα τῆς μονῆς καὶ κατάλαβε ποιὸν ἀφοροῦσε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε. Ὁ δεκαεπτάχρονος Κουθβέρτος μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Γι’ αὐτὸ κατέφυγε στὴ μονὴ Μέλροουζ καὶ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Ἅγιο Ἰάτα († 640, τιμᾶται26 Ὀκτωβρίου).
Ἀπὸ πολὺ νωρὶς διαφάνηκε ἡ ἱεραποστολικὴ διάθεση τοῦ νέου μοναχοῦ, ποὺ τὸν ὠθοῦσε σὲ διάφορες ἱεραποστολικὲς ἐξορμήσεις, εἴτε μόνο του εἴτε ὡς συνοδὸ τοῦ Γέροντά του. Ἔδειξε μάλιστα ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς πιὸ ἀπομακρυσμένες καὶ δυσπρόσιτες περιοχές.
Τὸ ἔτος 661 μ.Χ. ὁ βασιλέας Ἄλκριφθ προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Ἰάτα, γιὰ νὰ ἱδρύσει μία μονή. Ὁ Ἅγιος ὄντως πῆγε καὶ ἵδρυσε μονὴ στὸ Ράϊπον, συνοδευόμενος ἀπὸ κάποιους ὑποτακτικούς του, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Κουθβέρτος. Καθὼς ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας συγκλονιζόταν ἀπὸ τὴν διαμάχη γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, οἱ Ἅγιοι Ἰάτα καὶ Κουθβέρτος ἐπέστρεψαν στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς τους, στὸ Μέλροουζ, ὅπου ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔγινε ἡγούμενος.
Μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Γουΐντμπι καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ρωμαϊκῆς παραδόσεως, ὁ Ἅγιος Κολμάνος τῆς Λίντισφεϊρν († 8 Αὐγούστου), σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιὰ τὴν περιφρόνηση τῆς Κελτικῆς παραδόσεως σχετικὰ μὲ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπική του ἕδρα καὶ ἀποσύρεται στὴν Ἰρλανδία. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως ἦταν νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Λίντισφεϊρν ὁ Ἅγιος Ἰάτα, ἐνῷ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Λίντισφεϊρν ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος.
Ἡ ἡγουμενία του διήρκησε δώδεκα χρόνια. Τὰ πράγματα δὲν ἦταν εὔκολα. Τὰ πνεύματα ἦταν ὀξυμένα. Ὁ νέος ἡγούμενος ἔπρεπε νὰ συμφιλιώσει τὶς δύο ἀντιτιθέμενες παρατάξεις μέσα στὸ μοναστήρι καὶ νὰ συνεχίσει τὴ ἱεραποστολική του δράση. Ὁ παροιμιώδης πραότητά του, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ διάκρισή του κατόρθωσαν νὰ διασφαλίσουν τὴν ἑνότητα τῆς μονῆς. Αὐτὴ τὴν τόσο δύσκολη περίοδο, ὁ Ὅσιος ποὺ ἦταν ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς, ἀναζητοῦσε καταφύγιο σὲ μία βραχονησίδα κοντὰ στὸ μοναστήρι. Μέχρι σήμερα σώζονται σὲ αὐτὸ τὸ νησάκι τὰ ἴχνη τοῦ κελιοῦ του, στὴν θέση τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἕνας ξύλινος σταυρός.
Καθὼς τὰ χρόνια περνοῦσαν, ὁ Ὅσιος λαχταροῦσε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Αὐτὴ ἡ δίψα τὸν ἔκανε νὰ ἀποσυρθεῖ βαθύτερα στὴ νησιωτικὴ ἔρημο τῶν νησιῶν Φέϊρν. Διάλεξε τὸ νησὶ Ἴννερ Φέϊρν, ἑπτὰ μίλια νοτιότερα τῆς Λίντισφεϊρν. Ἐκεῖ παλαιότερα περνοῦσε ἡσυχαστικὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός.
Στὴν ἔρημο τῆς ἐσώτερης Φέϊρν, ὁ Ὅσιος εἶχε μοναδικὴ συντροφιὰ τὰ θαλασσοπούλια καὶ κυρίως μία ράτσα ἀγριόπαπιας ποὺ ζεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ φρόντιζε. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε θεωρεῖται καὶ ὁ πρῶτος ποὺ καθιέρωσε στὴν Βρετανία κανόνες οἰκολογικῆς εὐαισθησίας. Τὸ σεβάσμιο παρουσιαστικό του, τὰ ἄφθονα δάκρυά του κατὰ τὴν προσευχή, ἡ αὐστηρή του νηστεία, ποὺ θύμιζε τοὺς Ἀββάδες τῆς Αἰγυπτιακῆς Θηβαΐδος, τὸ προφητικό του χάρισμα, ἔκαναν τὸ ἀπόμακρο ἐρημικὸ νησί, τόπο εὐλογίας γιὰ τοὺς πιστούς, ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο γιὰ νὰ διδαχθοῦν ἢ νὰ θεραπευθοῦν σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ὅσο αὐτὸς κρυβόταν στὴν ἔρημο, ἀποφεύγοντας ἀξιώματα καὶ διακρίσεις, τόσο ὁ λαὸς λαχταροῦσε νὰ τὸν συναντήσει καὶ νὰ βρεθεῖ κοντά του.
Τὸ ἔτος 684 μ.Χ., στὴν Σύνοδο τοῦ Τάϊφορντ, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Ἕξαμ. Στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ μία ὁμάδα ἀπὸ Ἐπισκόπους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐπικεφαλῆς της ἦταν ὁ βασιλέας Ἴγκφριντ. Τοῦ ἀνακοίνωσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ὁ ἐρημίτης τῆς Φέϊρν ἀρνήθηκε νὰ ἀποχωριστεῖ τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου του. Ὁ βασιλέας καὶ ἡ συνοδεία του τὸν πίεσαν. Μέσα του πάλευαν ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ὑπακοή.
Νίκησε ἡ δεύτερη. Ἔτσι, τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 685 μ.Χ., χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο, Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας τὸν ἐκ Ταρσοῦ († 19 Σεπτεμβρίου). Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Λίντισφρεϊν, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἰάτα ἀναλαμβάνει τὴν δική του.
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔζησε ὡς Ἐπίσκοπος δύο χρόνια. Κατὰ τὴν ἀρχιερατεία του στήριξε, παρηγόρησε, δίδαξε, προφήτευσε καὶ θαυματούργησε. Ταξίδεψε στὰ πιὸ ἀπόμακρα σημεῖα τῆς ἐπαρχίας του, γιὰ νὰ στηρίξει τὸ ποίμνιό του ποὺ τὸ θέριζε ἡ ἐπιδημία τῆς πανούκλας. Ποτὲ ὅμως δὲν ξέχασε τὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Δύο μῆνες πρὶν τὴν κοίμησή του προεῖδε τὸν θάνατό του καὶ ἐπέστρεψε στὴν ὑδάτινη ἔρημό του. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Λίντισφρεϊν γιὰ τὸ ἐρημικό του νησί, ἕνας μοναχὸς τὸν ρώτησε πότε θὰ ἐπιστρέψει καὶ ὁ Ὅσιος προφητικὰ τοῦ ἀπάντησε: «Ὅταν θὰ ξαναφέρετε τὸ σῶμα μου ἐδῶ». Ὁ Ἅγιος Βεδέας († 27 Μαΐου) διασώζει τὰ τελευταία του λόγια: «Νὰ ἔχετε μεταξύ σας εἰρήνη καὶ θεῖο ἔλεος».
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 687 μ.Χ., σὲ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν. Τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Λίντισφρεϊν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Μετὰ ἀπὸ ἕνδεκα χρόνια τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο. Μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Βίκινγκς, τὸ ἔτος 875 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τῆς Λίντισφρεϊν, παίρνοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀϊδανοῦ καὶ Ὀσβάλδου († 9 Αὐγούστου) καὶ τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Κουθβέρτου, κατέληξαν στὸ Ντάραμ, ὅπου τὰ τοποθέτησαν στὸν ἀνεγερθέντα καθεδρικὸ ναό.
Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἱερομάρτυρας Εὐφρόσυνος (Σινοζέρσκϊυ), κατὰ κόσμο Ἐφραίμ, γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Καρελίας, κοντὰ στὴν λίμνη Λάντοζσκοε, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀρχικὰ μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας, ἔπειτα στὴν περιοχὴ Ντολὸκ τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν συνέχεια κοντὰ στὴν λίμνη Σινίτσε. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στὴ μονὴ Οὐσπένσκι τῆς πόλεως Τιχβὶν καὶ τὸ ἔτος 1600 ἄρχισε τὴν ἐρημικὴ ζωὴ στοὺς ἄγριους βάλτους τῆς λίμνης Σινίτσε. Ὁ Ὅσιος ἔσκαψε ἕνα σπήλαιο, τοποθέτησε ἕνα Σταυρὸ καὶ ἔζησε ἐκεῖ δύο χρόνια. Τρεφόταν μόνο μὲ ἄγρια χόρτα. Ὅταν οἱ χωρικοὶ ἀντιλήφθηκαν τὴν παρουσία του, ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται καὶ νὰ τὸν συμβουλεύονται γιὰ πνευματικὰ θέματα.
Τὸ ἔτος 1612 τὰ Πολωνικὰ στρατεύματα λεηλατοῦσαν τὴν Ρωσία. Πολὺς κόσμος βρῆκε καταφύγιο στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου, ὁ ὁποῖος προέβλεψε τὴν ἐπίθεση τῶν Πολωνῶν στὴ μονή του καὶ προέτρεψε τοὺς ἀνθρώπους νὰ φύγουν. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν: «Ἐσύ, γιατί δὲν φεύγεις;» ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ νὰ πεθάνω γιὰ τὸν Χριστό». Αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὴν συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου σώθηκαν. Ὅσοι παρέμειναν βρῆκαν τρομερὸ θάνατο.
Κοντὰ στὸν Ὅσιο Εὐφρόσυνο ζοῦσε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰωνᾶς. Τρομαγμένος ἀπὸ τὴν προφητεία τοῦ Ὁσίου θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ φύγει. Ὅμως ὁ Ὅσιος τὸν σταμάτησε λέγοντας: «Ἀδελφὲ Ἰωνᾶ, ὅταν θὰ ἀρχίσει ἡ μάχη, πρέπει νὰ δείξουμε τὴν ἀνδρεία μας. Ἐμεῖς δώσαμε ὑπόσχεση νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πεθάνουμε ὡς ἐρημῖτες. Ὀφείλουμε νὰ κρατήσουμε τὴν ὑπόσχεση τὴν ὁποία δώσαμε στὸν Θεό. Μόνο ὁ θάνατος φέρνει τὴν ἠρεμία. Ἄλλη περίπτωση οἱ λαϊκοί. Αὐτοὶ δὲν δεσμεύτηκαν μὲ μοναχικὲς ὑποσχέσεις καὶ πρέπει νὰ προστατεύσουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά τους».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Ὅσιος φόρεσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὅλη τὴ νύχτα προσευχόταν. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, 20 Μαρτίου, οἱ Πολωνοὶ ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος φορώντας τὸ μοναχικὸ σχῆμα βγῆκε ἔξω καὶ στάθηκε δίπλα στὸν Σταυρό, ποὺ εἶχε τοποθετήσει ὅταν πρωτοπῆγε στὴν περιοχὴ αὐτή. Οἱ ἐχθροὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο τὴν περιουσία τῆς μονῆς. «Ὅλη ἡ περιουσία τῆς μονῆς καὶ ἡ δική μου, ἐπίσης, βρίσκεται στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», εἶπε ὁ Ἅγιος, ἐννοώντας τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό, τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ κανένας νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ. Οἱ κατακτητὲς δὲν κατάλαβαν τὰ λόγια του καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χτύπησε μὲ τὸ ξίφος στὸν λαιμό. Ὁ Ὅσιος ἔπεσε νεκρός. Ὅταν οἱ Πολωνοί, ὀργισμένοι ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν βρῆκαν τίποτε, γύρισαν, ὁ δήμιος τοῦ Ὁσίου, σὰν νὰ μὴν ἦταν ἀρκετὸ τὸ πρῶτο θανατηφόρο χτύπημα, ἄνοιξε τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ὁσίου μὲ τσεκούρι.
Στὴ μονὴ βρισκόταν, ἐπίσης καὶ ἕνας χωρικὸς ποὺ ὀνομαζόταν Ἰωάννης Σουμά. Ὅταν οἱ ἐχθροὶ εἰσέβαλαν στὴ μονή, αὐτὸς βρισκόταν στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου. Παρ’ ὅλα τὰ βαριὰ τραύματα ἔμεινε ζωντανὸς καὶ διηγήθηκε ἀργότερα στὸν υἱό του αὐτὰ ποὺ συνέβησαν.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια στὶς 28 Μαρτίου καὶ στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ του, μετὰ ἀπὸ τριάντα τέσσερα χρόνια, κτίσθηκε ναὸς πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη Νόβγκοροντ Μακαρίου, στὶς 25 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1655, τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Εὐφροσύνου μετεκομίσθησαν κάτω ἀπὸ τὸ κωδωνοστάσιο τοῦ ναοῦ.
Άγιος Σεϊμβλάς
Η μνήμη του αναφέρεται επιγραμματικά στο «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» έκδοση «Αποστολικής Διακονίας» 1959 μ.Χ., χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη του.
Ὁ Ἅγιος Λουαρσάβος βασιλέας τῆς Γεωργίας
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 21η Ἰουνίου. Ἄγνωστο γιατί ἐπαναλαμβάνεται αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
Άγιοι Οκτώ εν Φθιώτιδι
«Τη Κυριακή, προ του Ευαγγελισμού, την σύναξιν των οκταρίθμων εν Φθιώτιδι Αγίων εορτάζομεν». Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο των Αγίων.
Άγιος Γρηγόριος ο ιερομάρτυς
Στον «Ανέκδοτο Κώδικα της Μητροπόλεως Νέων Πατρών» αναφέρονται επί λέξει για τον ιερομάρτυρα Γρηγόριο τα εξής:
«Ὕστερα ἀπό αὐτόν (τόν Ἰωάσαφ) ἐχειροτονήθει (ἐπίσκοπος) ὁ Θηβαῖος κύρ Γρηγόριος, σπουδαῖος, ἐφημέριος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖον μέσα εἰς τήν Μητρόπολιν τόν ἐφόνευσαν εἰς τήν ἁγίαν Τράπεζαν οἰ κατοικοῦντες ἀλλόφυλοι τήν παραμονήν τοῦ Ἀκαθίστου, βαστώντας τό ποτήριον εἰς τό χέρι, καί ἦτον παρόντες πλλοί χριστιανοί τῶν χωρίων ὁποῦ ἐφιλεύοντο˙ ἐφονεύθη τό ᾳψια’ (1711) ἔτει».
Το δι’ολίγων περιγραφόμενο μαρτύριο του λειτουργούντος ιεράρχου, βαστώντας το άγιο δισκοπότηρο, ενώπιον του πολυπληθούς ποιμνίου του και της αγίας Τραπέζης, αποτελεί πράγματι συγκλονιστικό γεγονός, φανερώνοντας, για μία ακόμη φορά, τη θηριωδία των αλλοφύλων. Η τιμή του ιερομάρτυρος είναι άγνωστη τους συναξαριστές. Συντιμάται μετά των άλλων Φθιωτών Αγίων και οι εικόνες του είναι νεώτερες.
Σύναξις των Φθιωτών Αγίων
Η Κυριακή προ του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου είναι αφιερωμένη στους εν Φθιώτιδα διαλάμψαντας Αγίους και εορτάζεται με ξεχωριστή λαμπρότητα. Στον χορό των Αγίων ανήκουν οι:
1) Άγιος Απόστολος Ηρωδίωνας (βλέπε 28 Μαρτίου, 10 Νοεμβρίου).
2) Αγία μάρτυς Ιερουσαλήμ (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου).
3) Όσιοι Νικήτας (βλέπε 23 Ιουνίου).
4) Όσιος Αγάθων (βλέπε 7 Αυγούστου).
5) Όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης (βλέπε 20 Απριλίου).
6) Όσιος Δαβίδ ο Γέρων (βλέπε 1 Νοεμβρίου).
7) Όσιος Σεραφείμ ο Δομβοΐτης (βλέπε 6 Μαΐου).
8) Άγιος Γρηγόριος ο ιερομάρτυρας (βλέπε ίδια ημέρα, εδώ)
9) Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (βλέπε 9 Νοεμβρίου).
Σύναξη των εν τη Λακωνία διαλαμψάντων Αγίων
Την ημέρα των εγκαινίων του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Σπάρτης, που έγιναν την 19ην Ιουνίου 1983 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευστάθιος, καθιέρωσε τον κοινό εορτασμό των εν τῃ Λακωνία διαλαμψάντων Αγίων, ορίσας εορτάσιμον
ημέρα, την Β’ Κυριακή των Νηστειών.
ημέρα, την Β’ Κυριακή των Νηστειών.
Την Ιερά Εικόνα των Λακώνων Αγίων, φιλοξενεί το βόρειο κλίτος του Ναού, το οποίο είναι αφιερωμένο στους Λάκωνες Αγίους.
Στην χορεία των Λακώνων Αγίων, ανήκουν οι:
- Όσιος Νίκων ὁ «Μετανοείτε»
- Άγιος Θεόκλητος Λακεδαιμονίας
- Άγιος Λεόντιος ο εκ Μονεμβασίας
- Άγιος Μάξιμος ο Γραικός
- Άγιος Γεώργιος ο εν Μαλεώ ασκήσας
- Άγιος Γρηγόριος ο εκ Μυστρά
- Αγία Υπομονή
- Άγιος Θωμάς ο εν Μαλεώ ασκήσας
- Άγιος Ηλίας ο Νέος
- Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης
Στην χορεία των Λακώνων Αγίων, προστέθηκαν αργότερα και οι εξής:
- Όσιος Σεραπίων ο Σινδόνιος
- Άγιος Πέτρος, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Θεοφάνης, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Οσία Μάρθα Μονεμβασίας
- Άγιος Παύλος, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Θεόδωρος Κυθήρων
- Άγιος Ρωμανός επί την σκλέπαν (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Ισίδωρος Βουχειράς, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Φώτιος Μονεμβασίας, επίσκοπος Κιέβου
- Άγιος Ρωμανός ο νεομάρτυς εκ Δημηνίτσης
- Άγιος Γαλακτίων εξ Αναβρυτής (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Νεόφυτος ο νεομάρτυς, Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Μήτρος ή Δημήτριος ο Πελοποννήσιος
- Άγιος Ιωάννης ο νεομάρτυς εκ Τουρκολέκα
Ἀπολυτίκιον
Ἤχος πλ. α΄. Τὀν Συνάναρχον Λόγον.
Μαργαρίτας τους θείους ἀνευφημήσωμεν, χαριτόπλοκον στέφος τους ἀπαρτίζοντας, ἁγιότητος τῇ αἴγλῃ λαμπρυνόμενον, ᾧ στεφθεῖσα ἡ κλεινή, Λακωνία νῦν βοᾷ τό κάλλος μου και ἡ δόξα∙ ὑμεῖς ἐστε οἱ τῷ φέγγει, τῷ τοῦ Χριστοῦ με καταυγάσαντες.
- Άγιος Θεόκλητος Λακεδαιμονίας
- Άγιος Λεόντιος ο εκ Μονεμβασίας
- Άγιος Μάξιμος ο Γραικός
- Άγιος Γεώργιος ο εν Μαλεώ ασκήσας
- Άγιος Γρηγόριος ο εκ Μυστρά
- Αγία Υπομονή
- Άγιος Θωμάς ο εν Μαλεώ ασκήσας
- Άγιος Ηλίας ο Νέος
- Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης
Στην χορεία των Λακώνων Αγίων, προστέθηκαν αργότερα και οι εξής:
- Όσιος Σεραπίων ο Σινδόνιος
- Άγιος Πέτρος, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Θεοφάνης, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Οσία Μάρθα Μονεμβασίας
- Άγιος Παύλος, επίσκοπος Μονεμβασίας (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Θεόδωρος Κυθήρων
- Άγιος Ρωμανός επί την σκλέπαν (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Ισίδωρος Βουχειράς, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Φώτιος Μονεμβασίας, επίσκοπος Κιέβου
- Άγιος Ρωμανός ο νεομάρτυς εκ Δημηνίτσης
- Άγιος Γαλακτίων εξ Αναβρυτής (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Νεόφυτος ο νεομάρτυς, Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας (Β' Κυρ. Νηστειών)
- Άγιος Μήτρος ή Δημήτριος ο Πελοποννήσιος
- Άγιος Ιωάννης ο νεομάρτυς εκ Τουρκολέκα
Ἀπολυτίκιον
Ἤχος πλ. α΄. Τὀν Συνάναρχον Λόγον.
Μαργαρίτας τους θείους ἀνευφημήσωμεν, χαριτόπλοκον στέφος τους ἀπαρτίζοντας, ἁγιότητος τῇ αἴγλῃ λαμπρυνόμενον, ᾧ στεφθεῖσα ἡ κλεινή, Λακωνία νῦν βοᾷ τό κάλλος μου και ἡ δόξα∙ ὑμεῖς ἐστε οἱ τῷ φέγγει, τῷ τοῦ Χριστοῦ με καταυγάσαντες.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἤχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Λακώνων Ἁγίων ἀνυμνοῦμεν την φάλαγγα, δι’ὧν δωρεῶν ἀνεκφράστων, ἐνεπλήσθημεν ἅπαντες, τον Νίκωνα, Ἠλίαν, Γεώργιον, Θωμᾶν, Θεόκλητον, Γρηγόριον, Μάξιμον, Λεόντιον σοφούς, Ἰωάννην νεομάρτυρα τον κλεινόν, συμφώνως ἀνακράζοντες. Δόξα τῶ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῶ στεφανώσαντι, δόξα τῶ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Ἤχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Λακώνων Ἁγίων ἀνυμνοῦμεν την φάλαγγα, δι’ὧν δωρεῶν ἀνεκφράστων, ἐνεπλήσθημεν ἅπαντες, τον Νίκωνα, Ἠλίαν, Γεώργιον, Θωμᾶν, Θεόκλητον, Γρηγόριον, Μάξιμον, Λεόντιον σοφούς, Ἰωάννην νεομάρτυρα τον κλεινόν, συμφώνως ἀνακράζοντες. Δόξα τῶ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῶ στεφανώσαντι, δόξα τῶ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τον Συνάναρχον Λόγον
Πεπλησμένοι τοῦ θείου φωτός μακάριοι, τῆς Λακωνίας προστάται καί ὑποφῆται σοφοί, τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ λαμπρῶς ἐδείχθητε, Ἀρχιερέων ἡ ὁμάς, καί ὁσίων ἡ πληθύς, καί μάρτυρες ἀθλοφόροι, τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων, ἀδιαλείπτως προστατεύοντες.
Ἦχος πλ. α’. Τον Συνάναρχον Λόγον
Πεπλησμένοι τοῦ θείου φωτός μακάριοι, τῆς Λακωνίας προστάται καί ὑποφῆται σοφοί, τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ λαμπρῶς ἐδείχθητε, Ἀρχιερέων ἡ ὁμάς, καί ὁσίων ἡ πληθύς, καί μάρτυρες ἀθλοφόροι, τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων, ἀδιαλείπτως προστατεύοντες.
Πηγὲς:http://www.saint.gr/03/20/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/3/d/20/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»