Γράφει ὁ Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Ἀθηνῶν
Ἡ ἀδιαφορία βρίσκει πάντα μιὰ δικαιολογία, ἡ ἀγάπη ἀναζητᾷ πάντα ἕνα τρόπo.
Ἡ «ἀόρατη καρδιά» («the invisible heart») εἶναι ὁ τίτλος ἑνὸς ξένου ντοκιμαντὲρ μὲ τὸ ὁποῖο προπαγανδίζεται ἡ ἀξία τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἐπιχειρηματικοῦ κεφαλαίου στὴν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων τὰ ὁποῖα συνδέονται μὲ τὴν φτώχεια, τὴν ἀνεργία καὶ τὴν ἤπια ἐγκληματικότητα.
Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, στὸ ντοκιμαντὲρ καταγράφεται (γιὰ τὸν ἔμπειρο καὶ προσεκτικὸ τηλεθεατὴ) ἡ ἀδυναμία τῶν κυβερνήσεων, τόσο σὲ ἐθνικὸ ὅσο καὶ σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο νὰ χρηματοδοτήσουν τὸ σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας ποὺ προκαλεῖ ὡς συνέπεια τὴν διείσδυση τοῦ ἁρπακτικοῦ καὶ ἐπιθετικοῦ ἐπενδυτικοῦ κεφαλαίου στὸν εὐαίσθητο τομέα τῆς παροχῆς κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν.
Τὸ 2000 τὸ Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν τῆς Ἀγγλίας ἀποφάσισε τὴν συγκρότηση μιᾶς ὁμάδας ἐργασίας (Task Force) γιὰ τὴν ἐξέταση τῶν κοινωνικῶν ζητημάτων ποὺ συνδέονται μὲ τὴν φτώχεια, τὴν ἀνεργία καὶ τὴν κοινωνικὴ περιθωριοποίηση τῶν οἰκονομικὰ ἀσθενέστερων πολιτῶν.
Ὡς ἐπικεφαλῆς τῆς ὁμάδας ἐργασίας καὶ καταλληλότερο πρόσωπο γιὰ τὴν χάραξη πολιτικῶν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν καὶ κοινωνικῶν ἀνισοτήτων ποὺ μαστίζουν τὴν σύγχρονη δυτικὴ κοινωνία, κρίθηκε ὁ Σὲρ Ρόναλντ Κοέν, «πατέρας» τοῦ βρετανικοῦ κεφαλαίου ἐπιχειρηματικοῦ κινδύνου, ἱδρυτὴς τοῦ μεγαλύτερου Εὐρωπαϊκοῦ Ἐπενδυτικοῦ Κεφαλαίου καὶ μέλος τῆς Ὁμάδας Κοινωνικῶν Ἐπενδύσεων τῆς G8. (Ἐπίσης τὸ 2005 εἶχε διατελέσει καὶ διαχειριστὴς τοῦ Βρετανικοῦ Μουσείου).
Οἱ Τράπεζες, οἱ ἑταιρεῖες καθὼς καὶ ἰδιῶτες ἐπενδυτὲς παρατηρῶντας τὴν ἐντεινόμενη ἀδυναμία τῶν κυβερνήσεων νὰ διαχειριστοῦν τὰ πολλαπλὰ κοινωνικοοικονομικὰ προβλήματα (φτώχεια, ἀνεργία, ἔλλειψη στέγης, τροφῆς, ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψης, ἀδυναμία πρόσβασης τῶν παιδιῶν σὲ πρωτοβάθμιες ἐκπαιδευτικὲς δομὲς) διέγνωσαν ἀμέσως ὅτι τὸ ὑφιστάμενο κενὸ στὸ δίχτυ κοινωνικῆς προστασίας προσφέρει μιὰ πρώτης τάξεως εὐκαιρία γιὰ τὴν μεγιστοποίηση τῶν ἐπενδυτικῶν τους κερδῶν (ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καὶ φιλανθρωπίας) καὶ ἔσπευσαν νὰ τὴν ἐκμεταλλευτοῦν, δημιουργῶντας τὸ «Ὁμόλογο Κοινωνικοῦ Ἀντικτύπου» (Ο.Κ.Α.).
Τὰ ὁμόλογα κοινωνικοῦ ἀντικτύπου εἶναι ἐπιχειρηματικὰ συμβόλαια ποὺ συνάπτονται μεταξὺ τῶν ἑταιρειῶν καὶ τῶν ἐκπροσώπων τοῦ δημοσίου τομέα ἢ κυβερνητικοῦ ὀργανισμοῦ μὲ τὰ ὁποῖα συμφωνεῖται ἡ χρηματοδότηση κοινωνικῶν προγραμμάτων μὲ ἀντάλλαγμα τὴν παροχὴ ἀξιοζήλευτων οἰκονομικῶν ἀποδόσεων στοὺς ἐπενδυτές.
Ἀπὸ μιὰ σημαντικὴ μερίδα ἐπιχειρηματιῶν τὸ ὁμόλογο κοινωνικοῦ ἀντικτύπου παρουσιάζεται ὡς ἕνα νέο φιλόδοξο ἐπενδυτικὸ προϊὸν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ὀξυμμένων κοινωνικῶν προκλήσεων ποὺ συνδυάζει τὴν συγκέντρωση ἰδιωτικῶν κεφαλαίων μὲ τὴν παροχὴ κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν.
Τὸ ὁμόλογο κοινωνικοῦ ἀντικτύπου προβάλλεται ἀπὸ τοὺς ἐμπνευστές του, ὡς ἡ μεγαλύτερη κοινωνικὴ καινοτομία τοῦ 21ου αἰῶνα ποὺ θὰ ἐπιφέρει ριζικὴ μεταβολὴ στὴν ἄσκηση κοινωνικῆς πολιτικῆς τῶν κυβερνήσεων, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη χρηματοοικονομικὸ ἐργαλεῖο αὔξησης κερδῶν γιὰ τοὺς ἐπενδυτὲς τὸ ὁποῖο ὅμως ἐμφανίζεται μὲ τὸ περιτύλιγμα τῆς φιλανθρωπικῆς κοινωνικῆς δράσης.
Παράλληλα τὸ Ο.Κ.Α. ἔχοντας συγκεντρώσει τὴν μαζικὴ ὑποστήριξη φιλανθρωπικῶν ὀργανώσεων (ὅπως εἶναι τὸ ἵδρυμα «Rockefeller Foundation») καὶ μὲ τὴν συμμετοχὴ τῆς μεγαλύτερης ἐπενδυτικῆς τράπεζας τοῦ κόσμου «Goldman Sachs» κυκλοφορεῖ ἤδη σὲ 24 χῶρες.
Ἐγείρεται ὅμως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα:
Εἶναι τὸ ὁμόλογο κοινωνικοῦ ἀντικτύπου ἀπαραίτητο γιὰ τὴν στήριξη τοῦ συστήματος κοινωνικῆς πρόνοιας;
Μέχρι καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, ὅλοι γνωρίζαμε ὅτι στὶς βασικότερες καὶ κυριότερες ὑποχρεώσεις ποὺ ἀναλάμβανε τὸ κράτος ἔναντι τῶν φορολογουμένων πολιτῶν του, συμπεριλαμβανόταν ἡ ἐξασφάλιση δωρεὰν ἐκπαίδευσης, ἡ παροχὴ ποιοτικῆς ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψης καθὼς καὶ ἡ ἵδρυση ἀξιόπιστων ὑπηρεσιῶν κοινωνικῆς φροντίδας καὶ πρόνοιας γιὰ τοὺς οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ εὐάλωτους πολῖτες.
Τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια ὅμως, ἐνῶ παρατηρεῖται θεαματικὴ αὔξηση τοῦ παγκόσμιου πλούτου, ταυτόχρονα σημειώνεται σημαντικὴ ὑστέρηση τῶν κρατικῶν πόρων ποὺ προορίζονται γιὰ τὴν χρηματοδότηση τῶν κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ὑποστελεχωμένες, νὰ ὑπολειτουργοῦν καὶ νὰ ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν ἀποτελεσματικὰ στὰ αἰτήματα βοήθειας ποὺ λαμβάνουν.
Συνεπῶς, οἱ κυβερνήσεις στὸ πλαίσιο τῆς ἄσκησης κοινωνικῆς πολιτικῆς ὀφείλουν νὰ καταβάλλουν φιλότιμες καὶ εἰλικρινεῖς προσπάθειες γιὰ τὴν ἐξεύρεση τῶν ἀπαιτούμενων πόρων -περιορίζοντας τὴν κατασπατάληση καὶ τὴν κακοδιαχείριση τῶν δημόσιων οἰκονομικῶν-, προκειμένου νὰ στηρίξουν σὲ ἱκανοποιητικὸ βαθμὸ τὴν χρηματοδότηση τοῦ συστήματος κοινωνικῆς πρόνοιας.
Δυστυχῶς, ὅμως, καταφεύγουν στὴν εὔκολη λύση τοῦ δανεισμοῦ καὶ ἀπευθύνονται σὲ ἰδιῶτες ἐπενδυτὲς οἱ ὁποῖοι ἀναλαμβάνουν τὴν χρηματοδότηση συγκεκριμένων κοινωνικῶν προγραμμάτων (π.χ. τὴν ἔνταξη στὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία παιδιῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ κοινωνικὰ εὐάλωτες ὁμάδες) καί, ἀντιστοίχως, οἱ κυβερνήσεις (δηλ. οἱ φορολογούμενοι πολῖτες) ἀναλαμβάνουν τὴν ὑποχρέωση νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς ἰδιῶτες τὰ χρήματα τῆς ἐπένδυσης μαζὶ μὲ τὸ ποσοστὸ τοῦ κέρδους.
Αὐτὴ εἶναι ἡ κεντρικὴ ἰδέα καὶ ἡ λειτουργία τῶν ὁμολόγων κοινωνικοῦ ἀντικτύπου.
Ὁ Ρόναλντ Κοὲν εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ὁμολόγου κοινωνικοῦ ἀντικτύπου σὲ νευραλγικοὺς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς μέριμνας, ὅπως εἶναι ἡ ἔλλειψη στέγης, ἡ νεανικὴ ἀνεργία καθὼς καὶ ἡ ἀδυναμία πρόσβασης σὲ ἐκπαιδευτικὲς δομὲς παιδιῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ κοινωνικὰ ἀποκλεισμένες οἰκογένειες, μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει σημαντικὰ κέρδη στοὺς ἐπενδυτές.
Ἑπομένως, οἱ ἐπικριτὲς τοῦ ὁμολόγου κοινωνικοῦ ἀντικτύπου θὰ μποροῦσαν εὔλογα νὰ τὸ χαρακτηρίσουν ὡς «χιμαιρικὸ ὑβρίδιο φιλανθρωπίας» ποὺ συνδυάζει τὸ ἀκραῖο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ἐπενδυτικῆς δράσης μὲ τὴν κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη.
Τὸ κεντρικὸ ἀφήγημα τοῦ ντοκιμαντὲρ «ἡ ἀόρατη καρδιὰ» εἶναι ἡ ἄμβλυνση τῶν κοινωνικῶν ἀντιθέσεων καὶ ἀνισοτήτων μέσῳ τῆς ἐπενδυτικῆς δράσης, ἡ ὁποία φιλοδοξεῖ νὰ ἀνακουφίσει τὴν φτώχεια καὶ τὴν δυστυχία τῶν ἀνθρώπων.
Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, τὰ ἐπιχειρηματικὰ συμφέροντα ἐπιφέρουν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ ἐργαλειοποιοῦν τὴν ἀνθρώπινη δυστυχία μὲ σκοπὸ τὸ ὑπερκέρδος ποὺ ἐπιτυγχάνεται ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς φιλανθρωπίας, ἐνισχύοντας παράλληλα τὸ κοινωνικὸ προφὶλ τῶν ἐπενδυτῶν.
Στὴν τρίτη δεκαετία τοῦ 21ου αἰῶνα, ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ἀνθρώπινου πόνου ἔχει φθάσει νὰ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπιχειρηματικοῦ σχεδιασμοῦ καὶ ἄσκηση ἐπικερδοῦς οἰκονομικῆς δραστηριότητας μὲ σκοπὸ τὴν μέγιστη δυνατὴ ἀπόδοση τῆς ἐπένδυσης ποὺ τελικὰ ὑπονομεύει τὰ θεμέλια τοῦ κράτους πρόνοιας καὶ συντηρεῖ τὰ κοινωνικὰ αἴτια, τὰ ὁποῖα ὑποθάλπουν τὴν φτώχεια, τὴν ἀνεργία, τὸν κοινωνικὸ ἀποκλεισμὸ καὶ τὴν ἐξαθλίωση τῶν οἰκονομικὰ ἀσθενέστερων πολιτῶν.
Ἑπομένως, ἡ προσπάθεια τῶν παγκοσμιοποιητῶν νὰ ἐμφανίσουν τὸ ὁμόλογο κοινωνικοῦ ἀντικτύπου ὡς τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἐπανάσταση μέσῳ τῆς γέννησης μιᾶς νέας ἀγορᾶς ποὺ θὰ συμβάλλει στὴν ἐπίλυση τῶν πολυσύνθετων κοινωνικῶν προβλημάτων καὶ στὴν ἀποτροπὴ τῆς κοινωνικῆς ἔκρηξης, σύντομα θὰ ἀποδειχθεῖ μιὰ ἄλλη κοινωνικὴ οὐτοπία καὶ αὐταπάτη ἡ ὁποία θὰ ὁδηγήσει στὴν ἀδυναμία διαχείρισης τῶν κοινωνικῶν προκλήσεων καὶ θὰ προκαλέσει τὴν κατάρρευση τῶν κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν.
Πίσω ἀπὸ τὰ παχιὰ καὶ ὡραῖα λόγια ἐλλοχεύει ἡ ἀκόρεστη ἐπιθυμία τοῦ πλέον ἁρπακτικοῦ ἐπενδυτικοῦ κεφαλαίου τὸ ὁποῖο ὀρέγεται νὰ μεγιστοποιήσει τὰ ἄνομα κέρδη του ἐπεκτείνοντας τὴν δράση του καὶ στὸ πεδίο τῶν κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, βυσσοδομῶντας ἐπαίσχυντα στὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ δυστυχία.
Ἡ ἱστορία θὰ καταδείξει ὅτι ἡ εἰσβολὴ τῶν ἰδιωτῶν ἐπενδυτῶν στὸν εὐαίσθητο τομέα τῆς κοινωνικῆς μέριμνας θὰ σηματοδοτήσει τὴν γέννηση μιᾶς νέας δικτατορίας, ἡ ὁποία θὰ κληθεῖ ὡς ἡ «δικτατορία τῆς κοινωνικῆς ἀναλγησίας», ἀφοῦ ὁ «ἀόρατος ἐχθρὸς» θὰ στρέψει τοὺς ἀνθρώπους στὸν ἀγῶνα τῆς προσωπικῆς ἐπιβίωσης σκληραίνοντας τίς ψυχές τους καὶ κάνοντας «ἀόρατη» κάθε τρυφερὴ ἐκδήλωση ἀγάπης, συμπόνιας καὶ ἀλληλεγγύης ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἁπτὴ ἀπόδειξη τῆς ἐγκάρδιας συμπεριφορᾶς τους.
Μόλις ποὺ χρειάζεται νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι γιὰ τοὺς ἀνεμβολίαστους ὑγειονομικούς -οἱ ὁποῖοι μὲ συνέπεια καὶ γενναιότητα δίνουν τοὺς τελευταίους ὀκτὼ μῆνες τὸν ἱερὸ ἀγῶνα τῆς ὑπεράσπισης τῆς Ἀνθρώπινης Ἀξίας ἡ ὁποία πλήττεται μὲ τὴν θέσπιση τοῦ ὑποχρεωτικοῦ ἐμβολιασμοῦ ποὺ ἀκυρώνει τὸν πυρῆνα τοῦ δικαιώματος αὐτοκαθορισμοῦ-, δὲν σχεδιάζεται ἡ ἀνάληψη ὀργανωμένης φιλανθρωπικῆς δράσης ἢ συγκεκριμένης κοινωνικῆς πρωτοβουλίας μὲ σκοπὸ νὰ ἁπαλύνει τὴν φτώχεια καὶ τὴν οἰκονομική τους ἀνέχεια.
Ἡ φιλάνθρωπη διάθεση τῶν ἐπενδυτῶν, κοινωνικῶν φορέων, τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων δὲν ἐπεκτείνεται στοὺς πολῖτες ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸ κυβερνητικὸ ἀφήγημα τῆς πανδημίας καὶ ταράζουν τὰ «λιμνάζοντα ὕδατα» τοῦ κοινωνικοῦ ἐφησυχασμοῦ καὶ ἀδιαφορίας μὲ τὸ ἀντιστασιακὸ καὶ ἐλεύθερο φρόνημά τους.
Στὰ φιλανθρωπικὰ προγράμματα θὰ ἐντάσσονται μόνο οἱ ἐμβολιαστικὰ ἀναβαθμισμένοι πολῖτες καθὼς μόνο ἡ δική τους δυστυχία θὰ προκαλεῖ συγκίνηση καὶ ἐνδιαφέρον!
Γιατί ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας στὸ πλαίσιο τῆς παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας ἀπαιτεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δεδηλωμένη ἀδυναμία ἀντιμετώπισης τῶν ζωτικῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, καὶ τὴν πλήρη συμμόρφωση καὶ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς ἐλεύθερης βούλησης τοῦ οἰκονομικὰ ἐξαντλημένου πολίτη.
Τὰ χρηματοδοτούμενα προγράμματα κοινωνικῆς ἔνταξης θὰ ἀπευθύνονται ἀποκλειστικὰ μόνο σὲ ἐκείνους τοὺς πολῖτες, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄβουλα καὶ πειθήνια ὄντα θὰ ἐκτελοῦν ὑπάκουα τίς ἐντολὲς τῆς κυρίαρχης ἐλὶτ χωρὶς νὰ ἀμφισβητοῦν τὸ ἑκάστοτε ἀφήγημά της.
Μὲ τὴν χρηματοδότηση τῶν κοινωνικῶν προγραμμάτων δὲν θὰ ἐξαλείφεται ὁ ἀνθρώπινος πόνος ἀπὸ τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ θὰ ἐξαφανίζεται ἡ δημόσια εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας (π.χ. μὲ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν ἀστέγων ἀπὸ τοὺς δρόμους ποὺ θὰ ἐντάσσονται σὲ κοινωνικὲς δομές), ὥστε νὰ μὴν ἐμπίπτει στὸ ὀπτικὸ πεδίο τῶν βολεμένων καὶ ἐφησυχασμένων πολιτῶν ἡ εἰκόνα τῶν κοινωνικὰ ἀναξιοπαθούντων συνανθρώπων τους ἡ ὁποία διαταράσσει τὸν ὕπνο καὶ τὴν αἰσθητική τους καὶ ἀμαυρώνει τὴν φυσιογνωμία μιᾶς δῆθεν ἄψογα δομημένης κοινωνίας.
Στὸ παγωμένο βλέμμα τῶν φιλάνθρωπων ἐπενδυτῶν ποὺ ἀναλαμβάνουν κοινωνικὲς δράσεις μὲ σκοπὸ τὸ κέρδος, ὀφείλουμε νὰ ἀντιπαραθέσουμε τὴν ζεστή μας καρδιὰ καὶ μὲ ἀνιδιοτέλεια, ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἀληθινὴ συμπόνια νὰ ἀγκαλιάσουμε τὸν πάσχοντα καὶ ἀναξιοπαθούντα ἀδελφό μας, γλυκαίνοντας καὶ παρηγορῶντας τὸν πόνο, τὴν μοναξιὰ καὶ τὴν δυστυχία του.
Ἡ νέα δυστοπικὴ καὶ ἀδηφάγος κοινωνία ποὺ διαμορφώνεται στὴν σύγχρονη ἐποχὴ ἐπιβάλλει ὡς τρόπο ἔκφρασης τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης τὴν «ἀποστειρωμένη» φιλανθρωπία, ἐνῶ ὁ παλαιὸς κόσμος τῆς γειτονιᾶς ποὺ γκρεμίζεται ἀποζητᾷ τὸ «χάδι» τῆς συμπόνιας.
Ἡ φιλανθρωπία συμβολίζει τὴν ἐξωτερικὴ ψυχρὴ ἐπίδειξη μιᾶς καλῆς πράξης ποὺ ὑλοποιεῖται «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων» μὲ σκοπὸ τὸν ἔπαινο, τὴν κοινωνικὴ ἀναγνώριση ἢ ἀκόμη καὶ τὸ κέρδος, ἐνῶ ἡ συμπόνια ἀπαιτεῖ μιὰ βαθύτερη καὶ οὐσιαστικότερη σχέση: Νὰ ἀφουγκράζεσαι τὸν πόνο καὶ τὸν στεναγμὸ τοῦ ἄλλου, ὁ πόνος τοῦ ἄλλου νὰ γίνεται δικός σου.
Στὸν ζοφερὸ ἀνάποδο κόσμο, τὸ ντοκιμαντὲρ «ἡ ἀόρατη καρδιὰ» δὲν προσφέρει καμιὰ βάσιμη ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας, ἀλλὰ ὑπογραμμίζει τὴν ὁρατὴ σκληροκαρδία καὶ τὴν παγερὴ ἀδιαφορία τῶν πολιτῶν μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο, ἡ ὁποία ἔχει φθάσει σὲ ἐξοργιστικὰ ὑψηλὸ σημεῖο, τόσο ποὺ δὲν χαρίζουν οὔτε ἕνα βλέμμα συμπάθειας καὶ συμπόνιας στὸν ἄστεγο τοῦ δρόμου ποὺ ἐκλιπαρεῖ γιὰ μιὰ μικρὴ χρηματικὴ βοήθεια, μὲ ἀποτέλεσμα κάποτε ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ἀγανακτῶντας, νὰ τοποθετήσει ἐπὶ τοῦ ὁδοστρώματος μιὰ χάρτινη ἐπιγραφὴ ποὺ ἔλεγε:
«Σταμάτα ἄνθρωπε, μήπως εἶμαι ἀόρατος γιὰ ἐσένα;».