Ε΄ ΚΥΡΙΑΚH ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΟΣΩΤΗΡΙΑ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ
Ὑπάρχουν μερικὰ θαλάσσια μέρη ποὺ τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Ὅσοι λοιπὸν πλέουν σὲ αὐτὰ τὰ μέρη κρεμοῦν κώδωνες στὰ πλευρὰ τῶν πλοίων, ὥστε τὰ θηρία τρομαγμένα ἀπὸ τὸν ἦχο τους νὰ φεύγουν. Καὶ τοῦ δικοῦ μας βίου ἡ θάλασσα τρέφει πολλὰ καὶ φοβερότερα θηρία, τὰ πονηρὰ πάθη δηλαδὴ καὶ τοὺς ἐφόρους τῶν παθῶν, τοὺς δαίμονες, ποὺ εἶναι πονηρότεροι. Ἐπιπλέει σὲ αὐτὴ τὴ θάλασσα σὰν πλοῖο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀντὶ γιὰ κώδωνες ἔχει τοὺς πνευματικοὺς διδασκάλους, ὥστε μὲ τὸν ἱερὸ ἦχο τῆς διδασκαλίας τοὺς νʼ ἀπομακρύνει τὰ νοητὰ θηρία. Αὐτὸ προφανῶς προτυπώνοντας ἡ στολὴ τοῦ Ἀαρῶν, εἶχε εὔηχους κώδωνες ραμμένους στὰ ἄκρα της καὶ σύμφωνα μὲ ὅσα εἶχαν θεσμοθετηθεῖ, ἔπρεπε νὰ ἀκούγεται ὁ ἦχος τους, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Ἀαρῶν.
Καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὴν ἄλλη, μεταφέροντας καλὰ τοὺς τύπους στὴν πνευματική τους διάσταση, ἂς ἠχήσουμε τώρα σὲ σᾶς πνευματικά, καὶ μάλιστα κατὰ τὸν καιρὸ τῆς νηστείας, ὁπότε ἐπιτίθενται ἀγρίως φανερὰ καὶ ἀφανῆ θηρία· φανερὰ μὲν ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καὶ τὰ παρόμοια, ἐνῶ ἄλλα ποὺ ἐνεδρεύουν ἀφανῶς, ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ ὑποκρισία. Ὁ ἴδιος λοιπὸν ἦχος εἶναι καὶ φυγαδευτήριο τῶν θηρίων τέτοιου εἴδους καὶ φυλακτήριο τῶν ὅσων ἀσκοῦν τὴ νηστεία.
Εἶναι λοιπὸν ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀκρασία ἀντίθετα μεταξύ τους, ὅπως ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἡ νηστεία εἶναι ἐντολὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι συνομήλικη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀφοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Ἀδὰμ κατὰ τὴν ἀρχὴ στὸν παράδεισο, γιὰ διαφύλαξη τῆς ζωῆς καὶ τῆς θείας χάριτος ποὺ εἶχε δοθεῖ σʼ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ δὲ ἀκρασία εἶναι συμβουλὴ γιὰ τὸν θάνατο σώματος καὶ ψυχῆς, ποὺ δόθηκε δολίως ἀπὸ τὸν Διάβολο στὸν Ἀδὰμ διὰ τῆς Εὔας γιὰ ἔκπτωση τῆς ζωῆς καὶ ἀπομάκρυνσή της ἀπὸ τὸν Θεὸ θείας χάριτος· διότι ὁ Θεὸς θάνατο δὲν δημιούργησε, οὔτε εὐχαριστεῖται μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ζώντων. Ποιός ἄνθρωπος λοιπὸν θέλει νὰ βρεῖ ζωὴ καὶ χάρη στὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν Θεό; Ἄς ἀποφύγει τὴν θανατηφόρο ἀκρασία καὶ ἂς προστρέξει στὴ θεοποιὸ νηστεία καὶ ἐγκράτεια, γιὰ νὰ ἐπανέλθει χαρούμενος στὸν παράδεισο.
Ὁ Μωυσῆς, νηστεύοντας ἐπάνω στὸ ὄρος σαράντα ἡμέρες, πέταξε σὲ ὕψος θεοπτίας καὶ δέχθηκε πλάκες θεοσέβειας· ὁ δὲ λαὸς τῶν Ἑβραίων κάτω μεθῶντας, ἐξέπεσαν σὲ ἀσέβεια καὶ κατασκεύασαν εἴδωλο μόσχου σὲ ὁμοίωμα τοῦ αἰγυπτίου θεοῦ Ἄπιδος, καὶ ἂν δὲν στεκόταν μεσίτης πρὸς τὸν Θεό, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀνηλεῆ ἐξόντωση τῶν ὁμογενῶν του ποὺ προηγήθηκε, τὸν ἐξιλέωσε, δὲν θὰ τοὺς λυπόταν καθόλου ὁ Θεός[Ἔξ.32,1 κ.ε.].
Ἄν λοιπὸν χρειαζόμαστε κι ἐμεῖς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ μεθοῦμε μὲ οἶνο, οὔτε νὰ βαρυνόμαστε ἀπὸ ὑπερκορεσμό, πράγματα στὰ ὁποῖα ὑπάρχει ἡ ἀσωτία καὶ ἡ ἀσέβεια[Ἐφ.5,18: «Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι (:Καὶ μὴ μεθᾶτε μὲ κρασί. Στὴ μέθη ὑπάρχει διαφθορὰ καὶ ἀσωτία. Ἀλλὰ νὰ γεμίζετε μέσα σας μὲ Ἅγιο Πνεῦμα)»]. · θεόπτης ἦταν καὶ ὁ Ἠλίας, ἀλλὰ ἀφοῦ καὶ αὐτὸς καθαρίστηκε προηγουμένως μὲ νηστεία[ βλ. Γ΄ Βασ. 19,8-13 κ.ε: «Καὶ ἀνέστη καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε· καὶ ἐπορεύθη ἐν ἰσχύϊ τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἕως ὄρους Χωρήβ. καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ εἰς τὸ σπήλαιον καὶ κατέλυσεν ἐκεῖ· καὶ ἰδοὺ ρῆμα Κυρίου πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα, Ἠλιού; καὶ εἶπεν Ἠλιού· ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπόν σὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν. καὶ εἶπεν· ἐξελεύσῃ αὔριον καὶ στήσῃ ἐνώπιον Κυρίου ἐν τῷ ὄρει· ἰδοὺ παρελεύσεται Κύριος, καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· καὶ μετὰ τὸν συσσειμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος. καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἠλιού, καὶ ἐπεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τῇ μηλωτῇ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε καὶ ἔστη ὑπὸ σπήλαιον· καὶ ἰδοὺ πρὸς αὐτὸν φωνὴ καὶ εἶπε· τί σὺ ἐνταῦθα Ἠλιού;(: Ὁ Ἠλίας σηκώθηκε καὶ ἤπιε. Καὶ μὲ τὴ δύναμη τῆς τροφῆς ἐκείνης βάδισε σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύχτες μέχρις ὅτου ἔφτασε στὸ ὄρος Χωρήβ. Στὸ Χωρὴβ μπῆκε σὲ ἕνα σπήλαιο καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ. Καὶ νά: ξαφνικὰ λόγος Κυρίου κατέφτασε σὲ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: ''Τί κάνεις ἐδῶ; Γιατί βρίσκεσαι ἐδῶ, Ἠλία;''. Ὁ Ἠλίας τότε ἀπάντησε: ''Ζῆλος ἱερὸς καὶ φλογερός, ἀγανάκτηση ἱερὴ καὶ μεγάλη ἔχει κυριεύσει τὴν ψυχή μου γιὰ Ἐσένα, τὸν παντοκράτορα Κύριο. Πονῶ καὶ ἀγανακτῶ πολύ, διότι οἱ Ἰσραηλῖτες ἀθέτησαν τὴ διαθήκη Σου καὶ Σὲ ἐγκατέλειψαν· τὰ θυσιαστήριά Σου τὰ κατέστρεψαν καὶ τοὺς προφῆτες Σου τοὺς φόνευσαν μὲ ξίφος· καὶ ἐγώ, μόνο ἐγώ, ἔχω μείνει ὁλομόναχος. Καὶ ζητοῦν νὰ ἀφαιρέσουν καὶ τὴ δική μου ζωή''. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶπε πρὸς τὸν Ἠλία:'' Νὰ βγεῖς αὔριο ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ νὰ σταθεῖς μπροστὰ στὸν Κύριο στὸ ὄρος. Καὶ νά· θὰ περάσει ἀπὸ μπροστά σου ὁ Κύριος. Αὐτὸ θὰ γίνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο: Θὰ φυσήξει ξαφνικὰ θύελλα μεγάλη καὶ ἰσχυρή, ποὺ διαλύει ὄρη καὶ κατακομματιάζει πέτρες ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν θὰ εἶναι στὴ φοβερὴ ἐκείνη θύελλα. Μετὰ τὴ θύελλα θὰ ἀκολουθήσει σεισμός· ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν θὰ εἶναι οὔτε στὸν σεισμό. Μετὰ τὸν σεισμὸ θὰ ἀκολουθήσει φωτιά· ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι οὔτε στὴ φωτιὰ ὁ Κύριος. Μετὰ τὴ φωτιὰ θὰ ἀκολουθήσει ὁ ἁπαλὸς ψίθυρος λεπτῆς, δροσερῆς καὶ σιγαλῆς αὔρας· ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ Κύριος''. Καὶ συνέβῃ τότε τὸ ἑξῆς: Ὅταν ὁ Ἠλίας ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, σκέπασε ἀπὸ φόβο καὶ βαθὺ σεβασμὸ τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν μανδύα ποὺ εἶχε κατασκευαστεῖ ἀπὸ δέρμα προβάτου, τὸν ὁποῖο φοροῦσε, καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ στάθηκε στὴν εἴσοδό του. Καὶ νά· ξαφνικὰ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ τὸν ρώτησε καὶ πάλι: ''Τί κάνεις ἐδῶ; Γιατί βρίσκεσαι ἐδῶ, Ἠλία;'')» κ.ε.].
Ἐπέτυχε καὶ ὁ Δανιὴλ θεοπτία καὶ ὀπτασία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀρχαγγέλους, ὁ ὁποῖος τοῦ παρεῖχε γνώση τῶν μελλόντων, ἀλλὰ ἀφοῦ προηγουμένως ἔμεινε ἄσιτος ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρες ἡμέρες[Δαν.10,2-14: «Ἐν ἔτει τρίτῳ Κύρου βασιλέως Περσῶν λόγος ἀπεκαλύφθη τῷ Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα ἐπεκλήθη Βαλτάσαρ, καὶ ἀληθινὸς ὁ λόγος, καὶ δύναμις μεγάλη καὶ σύνεσις ἐδόθη αὐτῷ ἐν τῇ ὀπτασίᾳ. ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐγὼ Δανιὴλ ἤμην πενθῶν τρεῖς ἑβδομάδας ἡμερῶν· ἄρτον ἐπιθυμιῶν οὐκ ἔφαγον, καὶ κρέας καὶ οἶνος οὐκ εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου, καὶ ἄλειμμα οὐκ ἠλειψάμην ἕως πληρώσεως τριῶν ἑβδομάδων ἡμερῶν. ἐν ἡμέρᾳ εἰκοστῇ τετάρτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου, καὶ ἐγὼ ἤμην ἐχόμενα τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, αὐτός ἐστι Τίγρις, Ἐδδεκέλ, καὶ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ εἷς ἐνδεδυμένος βαδδίν, καὶ ἡ ὀσφὺς αὐτοῦ περιεζωσμένη ἐν χρυσίῳ Ὠφάζ, καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ὡσεὶ θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός, καὶ οἱ βραχίονες αὐτοῦ καὶ τὰ σκέλη ὡς ὅρασις χαλκοῦ στίλβοντος καὶ ἡ φωνὴ τῶν λόγων αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὄχλου. καὶ εἶδον ἐγὼ Δανιὴλ μόνος τὴν ὀπτασίαν, καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ ἐμοῦ οὐκ εἶδον τὴν ὀπτασίαν, ἀλλ᾿ ἢ ἔκστασις μεγάλη ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἔφυγον ἐν φόβῳ. καὶ ἐγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ εἶδον τὴν ὀπτασίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθοράν, καὶ οὐκ ἐκράτησα ἰσχύος. καὶ ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ἀκοῦσαι με αὐτοῦ ἤμην κατανενυγμένος, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἰδοὺ χεὶρ ἁπτομένη μου καὶ ἤγειρέ με ἐπὶ τὰ γόνατά μου. καὶ εἶπε πρός με· Δανιὴλ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, σύνες ἐν τοῖς λόγοις, οἷς ἐγὼ λαλῶ πρός σε, καὶ στῆθι ἐπὶ τῇ στάσει σου, ὅτι νῦν ἀπεστάλην πρός σε. καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν πρός με τὸν λόγον τοῦτον ἀνέστην ἔντρομος. καὶ εἶπε πρός με· μὴ φοβοῦ, Δανιήλ, ὅτι ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας, ἧς ἔδωκας τὴν καρδίαν σου τοῦ συνεῖναι καὶ κακωθῆναι ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἠκούσθησαν οἱ λόγοι σου, καὶ ἐγὼ ἦλθον ἐν τοῖς λόγοις σου. καὶ ὁ ἄρχων βασιλείας Περσῶν εἱστήκει ἐξ ἐναντίας μου εἴκοσι καὶ μίαν ἡμέραν, καὶ ἰδοὺ Μιχαὴλ εἷς τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων ἦλθε βοηθῆσαί μοι, καὶ αὐτὸν κατέλιπον ἐκεῖ μετὰ τοῦ ἄρχοντος βασιλείας Περσῶν, καὶ ἦλθον συνετίσαι σὲ ὅσα ἀπαντήσεται τῷ λαῷ σου ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ὅτι ἔτι ἡ ὅρασις εἰς ἡμέρας (:Κατὰ τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἐγώ, ὁ Δανιήλ, πενθοῦσα καὶ ἔκλαιγα γιὰ τρεῖς ὁλόκληρες ἑβδομάδες. Δὲν ἔφαγα κανένα ἀπολαυστικὸ φαγητό, κρέας καὶ κρασὶ δὲν ἔβαλα στὸ στόμα μου, οὔτε ἄλειψα μὲ ἀρώματα τὸ σῶμα μου, μέχρι ποὺ συμπληρώθηκε ἡ περίοδος τῶν τριῶν αὐτῶν ἑβδομάδων τοῦ πένθους. Κατὰ τὴν εἰκοστὴ τέταρτη ἡμέρα τοῦ πρώτου μῆνα τοῦ ἰουδαϊκοῦ θρησκευτικοῦ ἔτους, δηλαδὴ τοῦ Νισάν- ἀντιστοιχεῖ στὸν δικό μας Μάρτιο- Ἀπρίλιο- ἐγώ, ὁ Δανιήλ, βρισκόμουνα κοντὰ στὸν μεγάλο ποταμό- ὁ ποταμὸς αὐτὸς εἶναι ὁ Τίγρης, ὁ ὁποῖος στὰ ἑβραϊκὰ ὀνομάζεται Ἐδδεκέλ- καὶ σήκωσα τὰ μάτια μου καὶ ξαφνικά, ἰδού, εἶδα ἕναν ἄντρα, ὁ ὁποῖος ἦταν ντυμένος μὲ μεγαλοπρεπὲς ἔνδυμα λινὸ λευκό, καὶ ἡ μέση του ἦταν ζωσμένη μὲ ζώνη κοσμημένη μὲ χρυσάφι Ωφάζ, δηλαδὴ χρυσάφι λαμπρότατο καὶ καθαρότατο· τὸ δὲ σῶμα του φαινόταν σὰν τὸν πολύτιμο λαμπερὸ λίθο Θαρσίς, ἐνῶ τὸ πρόσωπό του εἶχε τὴ λάμψῃ καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἀστραπῆς· τὰ μάτια του ἦσαν λαμπερὰ καὶ ἀστραφτερὰ σὰν πύρινες λαμπάδες· οἱ βραχίονες καὶ τὰ σκέλη του εἶχαν τὴν ὄψη λαμπεροῦ ἀκτινοβόλου χαλκοῦ, ἐνῶ ὁ ἦχος τῆς φωνῆς του ἦταν σὰν τὸ βουητὸ πλήθους πολλοῦ λαοῦ. Τὴν ὀπτασία αὐτὴν εἶδα ἐγὼ μόνος, ὁ Δανιήλ, ἐνῶ οἱ ἄντρες ποὺ ἦταν μαζί μου δὲν εἶδαν τὴν ὀπτασία, ἀλλὰ τοὺς κυρίευσε κατάπληξη, φόβος μεγάλος καὶ ἔφυγαν κατατρομαγμένοι. Ἐγὼ λοιπὸν ἀπέμεινα μόνος καὶ εἶδα αὐτὴ τὴ μεγάλη ὀπτασία καὶ ἐξαιτίας τοῦ συγκλονιστικοῦ αὐτοῦ ὁράματος δὲν μοῦ ἀπέμεινε δύναμη· ὅλη ὅμως ἡ ἐμφάνιση τοῦ προσώπου μου ἄλλαξε καὶ παραμορφώθηκε, ἐνῶ ἡ δύναμή μου μὲ ἐγκατέλειψε καὶ δὲν μποροῦσα νὰ σταθῶ ὄρθιος. Ἄκουσα τὴ φωνὴ τῶν λόγων του καὶ ἐνῶ τὴν ἄκουγα, κυριεύτηκα ἀπὸ βαθύτατη συγκίνηση, θαυμασμὸ καὶ φόβο, καὶ μὴν μπορῶντας νὰ ἀντικρύζω τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο θέαμα, ἔπεσα μπρούμυτα μὲ τὸ πρόσωπό μου κατὰ γῆς. Καὶ ἰδού! Ἐγὼ βρισκόμουνα σὲ αὐτὴ τὴ στάση, ἕνα χέρι μὲ ἄγγιξε καὶ μὲ σήκωσε στὰ γόνατά μου καὶ μοῦ εἶπε: ''Δανιήλ, ἄνθρωπε ἰδιαιτέρως ἀγαπητὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχεις εὐγενεῖς πόθους καὶ ἐπιθυμίες· ἄκου μὲ προσοχὴ καὶ προσπάθησε νὰ κατανοήσεις μὲ σύνεση τὰ λόγια ποὺ θὰ σοῦ πῶ· διῶξε τὸν φόβο καὶ στάσου ὄρθιος, διότι τώρα ἔχω ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς ἐσένα''. Μόλις λοιπόν μου εἶπε αὐτὸν τὸν λόγο, σηκώθηκα ὄρθιος, ἀλλὰ καὶ γεμᾶτος φόβο. Καὶ ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος εἶπε πρὸς ἐμένα: «Μὴ φοβᾶσαι, Δανιήλ, διότι ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔλαβες σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ ἐννοήσεις βαθύτερα τὴν ἀλήθεια, νὰ κακοπαθήσεις ἑκούσια καὶ νὰ ταλαιπωρηθεῖς μὲ νηστεία καὶ πένθος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου του Θεοῦ σου, ἀκούστηκαν τὰ λόγια σου ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ἡ παρουσία μου, τὸ ὅτι ἦρθα ἐγὼ νὰ δώσω ἀπάντηση στὰ αἰτήματα τῆς δεήσεώς σου. Ἐγὼ ἀποστάλθηκα πρὸς ἐσένα ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς προσευχῆς σου, ὅμως ὁ ἄρχων ἄγγελος ποὺ ὑπερασπίζεται τὰ συμφέροντα τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν στεκόταν μπροστά μου καὶ μὲ ἐμπόδιζε γιὰ εἴκοσι μία μέρες· ὅμως ἰδού! Ὁ Μιχαήλ, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἄρχοντες τοῦ οὐρανοῦ, ἦλθε γιὰ νά μὲ βοηθήσει. Αὐτὸν λοιπὸν ἄφησα ἐκεῖ νὰ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἄρχοντα ἄγγελο τῶν Περσῶν. Καὶ ἦλθα νὰ σὲ διαφωτίσω καὶ νὰ σὲ πληροφορήσω ποιά γεγονότα πρόκειται νὰ συμβοῦν στὸν λαὸ σου κατὰ τὸ πολὺ ἀπομακρυσμένο μέλλον, μέχρι τῆς περιόδου ποὺ θὰ ἔλθει ὁ Μεσσίας· διότι τὸ ὅραμα αὐτὸ δὲν θὰ πραγματοποιηθεῖ τώρα· ἐκτείνεται πολὺ μακριά, ἀναφέρεται στὸ ἀπώτατο μέλλον)» κ.ε.].
Ἄλλος, πάλι, προφήτης φονεύθηκε ἀπὸ λιοντάρι, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔφαγε, παρὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζετε ἐπίσης ὅλοι τὸν Ἠσαῦ, τὸν υἱὸ τοῦ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος λόγῳ γαστριμαργίας ἐξέπεσε καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα πρωτοτόκια καὶ ἀπὸ τὴν πατρικὴ εὐλογία[Γέν. 25, 29-34: «Ἣψησε δὲ ᾿Ιακὼβ ἕψημα· ἦλθε δὲ ῾Ησαῦ ἐκ τοῦ πεδίου ἐκλείπων, καὶ εἶπεν ῾Ησαῦ τῷ Ἰακώβ· γεῦσόν με ἀπὸ τοῦ ἑψήματος τοῦ πυρροῦ τούτου, ὅτι ἐκλείπω. διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐδώμ. Εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ τῷ Ἠσαῦ· ἀπόδου μοι σήμερον τὰ πρωτοτόκιά σου ἐμοί. καὶ εἶπεν ῾Ησαῦ· ἰδοὺ ἐγὼ πορεύομαι τελευτᾶν, καὶ ἵνα τί μοὶ ταῦτα τὰ πρωτοτόκια; Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰακώβ· ὄμοσόν μοι σήμερον. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ· ἀπέδοτο δὲ ῾Ησαῦ τὰ πρωτοτόκια τῷ Ἰακώβ. ᾿Ιακὼβ δὲ ἔδωκε τῷ ῾Ησαῦ ἄρτον καὶ ἕψημα φακοῦ, καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ ἀναστὰς ᾤχετο· καὶ ἐφαύλισεν ῾Ησαῦ τὰ πρωτοτόκια(: Ὁ Ἰακὼβ μαγείρευε κάποτε φαγητὸ καὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐπέστρεψε ὁ Ἠσαῦ ἀπὸ τὴν πεδιάδα κατακουρασμένος καὶ ἐξαντλημένος καὶ εἶπε στὸν Ἰακώβ: '' Δῶσε μου νὰ γευθῶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ κόκκινο φαγητὸ ποὺ μαγειρεύεις, διότι εἶμαι ἐξαντλημένος καὶ πεθαίνω ἀπὸ τὴν πεῖνα''. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Ἠσαῦ ὀνομάστηκε Ἐδώμ, ποὺ σημαίνει κόκκινος. Ὁ Ἰακὼβ τότε ἀπάντησε στὸν Ἠσαῦ: '' Δῶσε μου, πούλησέ μου σήμερα τὰ προνόμια καὶ τὰ δικαιώματα ποὺ ἔχεις διότι γεννήθηκες πρῶτος ἀπὸ ἐμένα καὶ κατόπιν θὰ σοῦ δώσω φαγητό''. Ὁ Ἠσαῦ, ποὺ δὲν εἶχε ποτὲ ἐκτιμήσει τὰ πρωτοτόκια, ἀπάντησε: '' Τί μὲ ὠφελοῦν τὰ προνόμια ποὺ ἔχω, διότι γεννήθηκα πρῶτος, ὅταν ἐγὼ κοντεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν πείνα, ἐὰν δὲν φάω; Πᾶρε τα λοιπόν''. Καὶ ὁ Ἰακὼβ πρόσθεσε: '' Ὁρκίσου μου σήμερα ὅτι μοῦ τὰ ἔδωσες· ὅτι παραιτεῖσαι ὁριστικὰ ἀπὸ τὰ δικαιώματα αὐτά. Πράγματι ὁ Ἠσαῦ ὁρκίστηκε, ὅτι τοῦ τὰ παραχωρεῖ. Ἔτσι ὁ Ἠσαῦ πούλησε στὸν Ἰακὼβ τὰ δικαιώματα ποὺ εἶχε ὡς πρωτότοκος. Καὶ τότε ὁ Ἰακὼβ ἔδωσε στὸν πεινασμένο Ἠσαῦ ψωμὶ καὶ φαγητὸ ἀπὸ τίς φακὲς ποὺ μαγείρευε· καὶ ὁ Ἠσαῦ ἔφαγε καὶ ἤπιε καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ φαγητὸ ἔφυγε. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Ἠσαῦ περιφρόνησε τὰ δικαιώματα ποὺ εἶχε ὡς πρωτότοκος· τὰ ἐξευτέλισε, τὰ ὕβρισε καὶ δὲν τὰ τίμησε καθόλου. Φάνηκε ἀγνώμονας γιὰ τὸ τιμητικὸ ἀξίωμα ποὺ τοῦ δόθηκε καὶ ἔχασε τὰ μεγάλα αὐτὰ δῶρα γιὰ ἕνα πιάτο μὲ φακές)»]. Ἄς φοβηθοῦμε λοιπὸν μήπως καὶ ἐμεῖς, προσέχοντας σὲ αὐτὴν τὴν γαστριμαργία, ἐκπέσουμε ἀπὸ τὴν ὑπεσχημένη ἐκείνη εὐλογία καὶ κληροδοσία τοῦ ἀνωτάτου Πατρός. Δὲν ἀγνοεῖτε ἐπίσης τοὺς Τρεῖς Παῖδες, οἱ ὁποῖοι, παραδεδομένοι στὴ νηστεία, καταπάτησαν μὲ ἄφλεκτα πόδια καὶ σώματα τὴν κάμινο στὴ Βαβυλῶνα ποὺ εἶχε ἀναφτεῖ ἐναντίον τους ἐπταπλασίως.
Ἐὰν ἐπιδοθοῦμε κι ἐμεῖς σὲ ἀληθινὴ νηστεία, καὶ τὴν ἐδῶ πύρωση τῆς σαρκὸς θὰ καταπατήσουμε καὶ θὰ σβήσουμε, καὶ τὴ μελλοντικὴ κάμινο θὰ περάσουμε ἄθικτοι, ὅταν τοῦ καθενὸς τὸ ἔργο θὰ δοκιμάσει τὸ πῦρ. Τί χρειάζεται νὰ ἀναφέρουμε τὸν Κύριο τῶν προφητῶν; Αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα καὶ ἔγινε γιά μᾶς ἄνθρωπος, ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει τὸν τρόπο τῆς νίκης κατὰ τοῦ Διαβόλου, νηστεύοντας σὲ ὅλα, νίκησε τὸν πειρασμὸ ποὺ κίνησε τὰ πάντα ἐναντίον Του, καὶ πρὸς τοὺς μαθητές Του ἔλεγε περὶ τοῦ ἄλαλου καὶ κωφοῦ δαιμονίου: «Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ(:Αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν δαιμόνων δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ αὐτό, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ ποὺ συνοδεύεται καὶ μὲ νηστεία, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ διάνοια ὅσο δυνατὸν ἐλαφρότερη καὶ περισσότερο προσηλωμένη στὸν Θεό)»[Ματθ.17,21].
Ἀλλὰ ἐμπρός, ἀδελφοί, ἂς δείξουμε τί εἶναι ἡ θεάρεστη κι ἀληθινὴ νηστεία. Νὰ γνωρίζετε τοῦτο, ὅτι δὲν ἐπαινοῦμε αὐτὴ καθʼ ἑαυτὴν τὴ σωματικὴ νηστεία, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐνέργειά της πρὸς ἄλλα ψυχωφελέστερα· διότι γιὰ τὴ σωματικὴ ἄσκηση, λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι ὀλίγο ὠφελεῖ[Α΄τιμ.4,8: «Ἡ γὰρ σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος, ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης(:Καὶ σοῦ συνιστῶ τὴν ἄσκηση αὐτή, διότι ἡ σωματικὴ ἐξάσκηση καὶ ἐκγύμναση εἶναι ὠφέλιμη σὲ μικρὸ βαθμό, ἐπειδὴ ἀποβλέπει μόνο στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο εἶναι φθαρτό˙ ἡ εὐσέβεια ὅμως εἶναι ὠφέλιμη σὲ ὅλα, καὶ στὸ σῶμα δηλαδὴ καὶ στὴν ψυχή, διότι ὑπόσχεται ἀγαθὰ καὶ ἀνταμοιβὲς καὶ γιὰ τὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ γιὰ τὴ μελλοντική)»]. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ θεοφόροι πατέρες ποὺ ὁμιλοῦν ἀπὸ πεῖρα, δὲν δέχονται τίς πολυήμερες νηστεῖες, ἀλλὰ κρίνουν δοκιμότερο νὰ τρῶμε καθημερινῶς μιὰ φορὰ καὶ νὰ μὴ χορταίνουμε· καὶ τοῦτο λέγουν σύμμετρη καὶ συνετὴ νηστεία, πρᾶγμα ποὺ λέγει καὶ ἡ Γραφή, τὸ νὰ μὴν παρασύρεται κανεὶς ἀπὸ τὴ χορτασιὰ τῆς κοιλίας καὶ τὴν ἡδονὴ τοῦ λαιμοῦ, ἀλλὰ νὰ ἀφήνει τὸ φαγητὸ ἐνῶ ἔχει ἀκόμη ὄρεξη, ἡ δὲ ποιότητα καὶ ποσότητά της νὰ εἶναι κατάλληλη πρὸς τὴ δύναμη καὶ διάθεση τοῦ τρεφομένου σώματος, ὥστε νὰ συντηρεῖται κατὰ τὸ δυνατὸ καὶ ἡ ὑγεία του. Πραγματικά τὸ νὰ τρώει ὁ ἀσθενὴς ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα τρόφιμα καταλλήλως πρὸς τὴν ἀσθένεια καὶ συμμέτρως, χωρὶς νὰ προσθέτει στὰ ἀναγκαῖα τὰ πολὺ περιττὰ καὶ συμφέροντα, καὶ τὸ νὰ ζητεῖ κανεὶς τὴν τροφὴ ἀλλὰ ὄχι τὴν τρυφή, καὶ τὴν πόση ἀλλὰ ὄχι τὴ μέθη, καὶ τὴ σύμμετρη χρήση, ἀλλὰ ὄχι τὴν ἀμετρία καὶ τὴν ἀκρασία καὶ τὴν κατάχρηση, δὲν ἀφαιρεῖ τὴν ἁγιότητά του.
Τέτοια λοιπὸν εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς καὶ θεάρεστης νηστείας, ὁ δὲ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο θεσμοθετήθηκε καὶ τιμήθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς. Διότι ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια, ἂν ἀπέχουμε τῆς σωματικῆς τροφῆς, ἀλλὰ κυριαρχούμαστε ἀπὸ σαρκικὰ φρονήματα καὶ πάθη; Ποιό εἶναι τὸ ὄφελος ἂν ἀπέχουμε οἴνου καὶ πιεζόμαστε ἀπὸ δίψα, νὰ μεθοῦμε δὲ ὄχι ἀπὸ οἶνο, σύμφωνα μὲ τὸν λέγοντα, «ἀλίμονο στοὺς μεθύοντας ὄχι ἀπὸ οἶνο», καὶ νὰ ταρασσόμαστε ψυχικὰ ἀπὸ θυμὸ καὶ βασκανία; Ποιό εἶναι τὸ ὄφελος, ἂν ἀπέχουμε ἀπὸ τρυφηλὴ τράπεζα, ἀλλὰ ἔχουμε ἀταπείνωτη τὴν ψυχή, καὶ ἂν ἔχουμε ἀλλοιωμένη τὴ σάρκα γιὰ ἔλαιο, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε ταπεινωμένη τὴν ψυχὴ κατὰ τὴ νηστεία; Ποιό εἶναι τὸ ὄφελος, ἂν ἀπαλλαχτήκαμε μὲν ἀπὸ τὴν ὁμίχλη ποὺ ἀναθυμιάται ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά, ἀλλὰ ἀχρειώνεται ὁ νοῦς μας μὲ φροντίδες καὶ ματαίους λογισμοὺς καὶ ἀχρειώνονται μαζί του οἱ προσευχὲς πρὸς τὸν Θεό;
Γιʼ αὐτὸ καλὴ νηστεία εἶναι αὐτὴ ποὺ τελεῖται γιὰ τὸν μαρασμὸ τῆς ἐπιθυμίας, γιὰ τὴν ταπείνωση τῆς ψυχῆς, γιὰ τὴ μεταποίηση τοῦ μίσους, γιὰ τὸ σβήσιμο τοῦ θυμοῦ, γιὰ τὴν ἀπάλειψη τῆς μνησικακίας, γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς διανοίας καὶ τὴν ἐπιτέλεση τῆς προσευχῆς. Ἐὰν δὲ εἶσαι εὔπορος, τὸ περίσσευμα τῆς τροφῆς σου νὰ προσφέρεται γιὰ τὴν παρηγοριὰ τῶν ἀπόρων. Ἐὰν νηστεύεις ἔτσι, ὄχι μόνο θὰ συμπάσχεις καὶ θὰ συννεκρώνεσαι, ἀλλὰ καὶ θὰ συνανίστασαι καὶ θὰ συμβασιλεύεις μὲ τὸν Χριστὸ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες· διότι, ἀφοῦ γίνεις διὰ τῆς νηστείας αὐτοῦ τοῦ εἴδους σύμφυτος μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου Του, θὰ γίνεις καὶ κοινωνὸς τῆς ἀναστάσεως καὶ κληρονόμος τῆς ζωῆς σʼ Αὐτόν.
Αὐτὸς ποὺ νηστεύει, ἐὰν μὲν πειράζεται, νικᾷ τὸν πειράζοντα· ἐὰν δὲ δὲν πειράζεται, συντηρεῖ τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ταλαιπωρῶντας καὶ δουλαγωγῶντας τὸ σῶμα κατὰ τὸν Παῦλο[Α΄κορ.9,27: «Ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι(:Ἀλλὰ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλο, γιὰ νὰ μὴν ἀποδοκιμασθῶ καὶ ἀποδειχθῶ ἀνάξιος τοῦ βραβείου ἐγὼ ὁ ἴδιος ποὺ κήρυξα σὲ ἄλλους καὶ μὲ τὴ δική μου προτροπὴ καὶ διδασκαλία αὐτοὶ πῆραν τὸ βραβεῖο)»], ποὺ δείλιαζε μήπως φανεῖ ἀδόκιμος· ἐὰν δὲ ὁ Παῦλος δειλιάζει, πόσο μᾶλλον πρέπει νὰ δειλιάζουμε ἐμεῖς; Αὐτὸς ποὺ νηστεύει λοιπόν, δουλαγωγεῖ τὸ σῶμα καὶ καθιστὰ δόκιμη τὴν ψυχή· ἐνῶ αὐτὸς ποὺ παχαίνει τὴ σάρκα ποὺ ἔπειτα ἀπὸ λίγο θὰ φθαρεῖ, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ δὲν τρώγει γιὰ νὰ ζήσει, ἀλλὰ μᾶλλον ζεῖ γιὰ νὰ τρώει, ὅπως τὰ ζῶα ποὺ προετοιμάζονται ἀπὸ μᾶς γιὰ σφαγὴ καὶ στὰ ἀναγκαῖα προσθέτει τὰ περιττὰ γιὰ νὰ λιπαίνει τὸ σῶμα ἢ νὰ τὸ διεγείρει σὲ κακὲς ἐπιθυμίες ἢ ἁπλῶς ἔτσι γιὰ φιληδονία σωματική, πάντως δὲν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ ἑτοιμάζει πλουσιότερη τροφὴ στοὺς σκώληκες. Ἑπομένως καλῶς ψάλλει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν;(:Λυπήσου με, Κύριε, καὶ μὴν παρατείνεις τὴν ὀργὴ Σου ἐναντίον μου. Σὲ τί θὰ ὠφελήσει, ἐὰν χυθεῖ τὸ αἷμα μου καὶ κατεβῶ στὸν τάφο, γιὰ νὰ ὑποστῶ τὴ φθορὰ καὶ τὴ διάλυση τοῦ θανάτου;)»[Ψαλμ.29,10].
Ὅταν λοιπὸν νηστεύεις καὶ τρέφεσαι μὲ ἐγκράτεια, νὰ μὴν ἀποθηκεύεις γιὰ αὔριο τὰ περισσεύματα, ἀλλὰ ὅπως ὁ Κύριος πτωχεύοντας, μᾶς πλούτισε, ἔτσι καὶ ἐσὺ πεινῶντας ἑκουσίως, χόρτασε τὸν ἀκουσίως πεινασμένο, τότε ἡ νηστεία σου θὰ εἶναι σὰν περιστερὰ ποὺ φέρει κάρφος ἐλαίας κι εὐαγγελίζεται στὴν ψυχή σου τὴ σωτηρία ἀπὸ τὸν κατακλυσμό. «Ἐὰν ἀφέλῃς ἀπὸ σοῦ σύνδεσμον καὶ χειροτονίαν καὶ ῥῆμα γογγυσμοῦ(:Ἐὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ σένα καὶ σταματήσεις κάθε ἄδικη καταπίεση, κάθε ἐμπαικτικὴ καὶ ἀπειλητικὴ χειρονομία, κάθε λόγο γογγυσμοῦ)», λέγει ὁ μέγας Ἠσαΐας, «καὶ δῷς πεινῶντι τὸν ἄρτον ἐκ ψυχῆς σου καὶ ψυχὴν τεταπεινωμένην ἐμπλήσῃς, τότε ἀνατελεῖ ἐν τῷ σκότει τὸ φῶς σου, καὶ τὸ σκότος σου ὡς μεσημβρία(: καὶ δώσεις μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ ψωμὶ στὸν πεινασμένο, ἐὰν χορτάσεις μιὰ ψυχή, ἡ ὁποία βρίσκεται σὲ κατάσταση ταπεινώσεως καὶ πόνου, τότε μέσα στὸ σκοτάδι τῆς θλίψεώς σου θὰ ἀνατείλει τὸ φῶς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης σου. Καὶ τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀθλιότητάς σου, θὰ μεταβληθεῖ καὶ θὰ λάμψει σὰν τὸ φῶς τοῦ μεσημεριοῦ)»[Ἠσ.58,9].
Ἐὰν πάλι δὲν θέλεις νὰ δώσεις τὰ δικά σου, τοὐλάχιστον νʼ ἀπέχεις ἀπὸ τὰ ξένα καὶ νὰ μὴ κάμεις κατοχὴ στὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶναι δικά σου, ἁρπάζοντας καὶ θησαυρίζοντας καὶ ἀπὸ τοὺς πτωχότερους μερικὲς φορὲς ἀδίκως, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσεις ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν προφήτη δικαίως τοῦτο: «Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ νηστεία ποὺ προτιμῶ ἐγώ», λέγει ὁ Κύριος: «Οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην καὶ ἡμέραν ταπεινοῦν ἄνθρωπον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· οὐδ᾿ ἂν κάμψῃς ὡς κρίκον τὸν τράχηλόν σου καὶ σάκκον καὶ σποδὸν ὑποστρώσῃ, οὐδ᾿ οὕτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν. οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐγὼ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλὰ λῦε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας, διάλυε στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων, ἀπόστελλε τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει καὶ πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διάσπα· διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει. τότε ῥαγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου, καὶ τὰ ἰάματά σου ταχὺ ἀνατελεῖ, καὶ προπορεύσεται ἔμπροσθὲν σου ἡ δικαιοσύνη σου, καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ περιστελεῖ σε(: Ἐγὼ δὲν ἐπέλεξα καὶ δὲν ἐνέκρινα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴ νηστεία. Δὲν μοῦ εἶναι εὐάρεστη ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μὲ μία τέτοια νηστεία ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του. Οὔτε ἐὰν ἀπὸ τὴν πολλὴ νηστεία κάμψεις τὸν τράχηλό σου, σὰν τὸν κρίκο, καὶ στρώσεις νὰ κοιμηθεῖς ἐπάνω στὴ στάχτη, οὔτε αὐτὴ τὴν κακουχία σας δὲν μπορεῖτε νὰ τὴν χαρακτηρίσετε ὡς νηστεία δεκτὴ ἀπὸ ἐμένα. Δὲν ἐξέλεξα καὶ δὲν ὅρισα Ἐγὼ τέτοια νηστεία, ἀλλὰ λῦε κάθε δεσμὸ καὶ σύνδεσμο μὲ τὴν ἀδικία. Ἀκύρωσε καὶ σκίσε τίς διεστραμμένες συμφωνίες, τίς ὁποῖες ἐσὺ διὰ βίας καὶ ἐξαναγκασμοῦ ἔχεις συνάψει μὲ τοὺς ἄλλους. Στεῖλε ἐλεύθερους τοὺς συντετριμμένους ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ συμφορά, καὶ κάθε συμβόλαιο ἄδικης συναλλαγῆς, σκίσε το. Κόβε τὸ ψωμί σου καὶ μοίρασέ το μὲ τὸν φτωχό. Βάλε ἀστέγους στὸ σπίτι σου, ἐὰν δεῖς γυμνό, ντῦσε τον. Καὶ ἀπέναντι στοὺς οἰκείους σου, μὴ δείξεις ἀδιαφορία καὶ καταφρόνηση. Ἐὰν τηρήσεις αὐτά, τότε θὰ ἀναλάμψει σὰν τῆς αὐγῆς χαρούμενο τὸ φῶς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς χαρᾶς σου. Γρήγορα θὰ ἀνατείλει ἡ θεραπεία τῶν πληγῶν σου καὶ θὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία σου. Μπροστά σου θὰ προπορεύεται ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δικαιοσύνη σου, ἐνῶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ περιβάλλει πάντοτε)»[Ἠσ.58,5-8].
Ἐὰν λοιπὸν δὲν δίνεις στὸν πτωχὸ ἀπὸ τὰ δικά σου, καὶ μάλιστα τὰ περισσεύματα, τοὐλάχιστον νὰ μὴν τὰ ἀποκτᾷς σὲ βάρος τοῦ πτωχοῦ· ἂν καὶ ὁ δεσπότης τῶν ὅλων Χριστὸς ἀποπέμποντας τοὺς τῆς ἀριστερᾶς μερίδας στὸ πῦρ καὶ καταρώμενος αὐτούς, δὲν τοὺς καταδικάζει σὰν ἅρπαγες, ἀλλὰ ὡς μὴ μεταδίδοντες στοὺς ἐνδεεῖς. Ἑπομένως οἱ ἅρπαγες καὶ οἱ ἄδικοι οὔτε θʼ ἀναστηθοῦν γιὰ παρουσίαση καὶ κρίση, ἀλλὰ ἀμέσως γιὰ μεγαλύτερη καταδίκη καὶ κατάκριση, ἀφοῦ κι ἐδῶ, ὅπως φαίνεται, αὐτοὶ ποτὲ δὲν παρουσιάσθηκαν στὸν Θεὸ ἐντελῶς ἀπὸ ψυχή· διότι, λέγει: «Οἱ ἐσθίοντες τὸν λαὸν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο(:Αὐτοὶ ποὺ κατασπαράσσουν τὸν λαό μου μὲ τόση εὐχαρίστηση καὶ ἀσυνειδησία, σὰν νὰ ἔτρωγαν ψωμί, δὲν ἐπικαλέστηκαν ποτὲ τὸν Κύριο, καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ἄγνωστη σὲ αὐτούς)»[Ψαλμ.13,4].
Ὁ πλούσιος τοῦ ὁποίου οἱ ἀγροὶ καρποφόρησαν ἄφθονα[Λουκ.12,16-17: «Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρποὺς μου;(:κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου τὰ ἐκτεταμένα του χωράφια ἀπέδωσαν ἄφθονη σοδειὰ καὶ μεγάλη παραγωγή. Ἀντὶ ὅμως νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ εὐχαριστηθεῖ κι ὁ ἴδιος γιὰ τὴν εὐφορία αὐτή, συλλογιζόταν μέσα του, ἀγωνιοῦσε κι ἀναστατωνόταν λέγοντας: "Τί νὰ κάνω, διότι δὲν ἔχω ποῦ νὰ μαζέψω τοὺς καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου ποὺ μοῦ περισσεύουν; Θέλω νὰ γίνουν ὅλοι δικοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος μου")»] καὶ ὁ ἐνδεδυμένος μὲ πορφύρα καὶ βύσσο[Λουκ.16,19: «Ἄνθρωπος δὲ τίς ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος κάθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς (: Ὑπῆρχε κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φοροῦσε βασιλικὰ ἐνδύματα. Ἀπ᾿ ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλλινο κόκκινο καὶ πανάκριβο ροῦχο, κι ἀπὸ μέσα φοροῦσε λευκὸ χιτῶνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτὸ αἰγυπτιακὸ λινάρι. Καὶ διασκέδαζε σὲ πλούσια συμπόσια κάθε μέρα μὲ μεγαλοπρέπεια)»] δικαίως καταδικάζονται, ὄχι διότι ἀδίκησαν κάποιον, ἀλλὰ διότι δὲν μετέδωσαν ἀπὸ ὅσα δικαίως ἀπέκτησαν αὐτοί· διότι τὰ θησαυρίσματα εἶναι κοινὰ ἀπὸ τὰ κοινὰ ταμεῖα τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι πλεονέκτης αὐτὸς ποὺ οἰκειοποιεῖται τὰ κοινά, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνον ποὺ σφετερίζεται φανερὰ τὰ ξένα; Ἑπομένως ὁ μὲν πρῶτος θὰ ὑποστεῖ, ἀλίμονο, τὴν φρικτὴ διχοτόμηση ὡς κακὸς δοῦλος, ὁ δὲ ἄλλος θὰ ὑποστεῖ τὰ δεινότερα καὶ φρικωδέστερα, καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὰ διαφύγει, ἂν δὲν δεξιωθεῖ τοὺς πτωχούς, ὥστε ὁ ἕνας νὰ διαχειριστεῖ καλῶς τὰ ἐμπιστευμένα σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ δὲ ἄλλος νὰ σκορπίσει καλῶς τα κακῶς συναχθέντα.
Ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, τοὺς προγόνους σας βέβαια, περὶ φιλαδελφίας, λέγει: «Περὶ δὲ τῆς φιλαδελφίας οὐ χρείαν ἔχετε γράφειν ὑμῖν· αὐτοὶ γὰρ ὑμεῖς θεοδίδακτοί ἐστε εἰς τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους(:Γιὰ τὴν ἀγάπη τώρα πρὸς τοὺς ἀδελφούς σας Χριστιανοὺς δὲν ἔχετε ἀνάγκη νὰ σᾶς γράψουμε, διότι ἐσεῖς μόνοι σας ἔχετε διδαχθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο)» [Α΄Θεσ.4,9].
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος εἶπε πρὸς μερικούς: «Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε(:Ἐὰν ἤσασταν παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, θὰ τοῦ μοιάζατε καὶ στὴν ἀρετὴ καὶ θὰ κάνατε τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ)»[Ἰω.8,39], ἂς φοβηθοῦμε κι ἐμεῖς τὸν λόγο τοῦτον, ποὺ δὲν λέγεται μὲν πρὸς ἐμᾶς ἐδῶ, ἀλλὰ θὰ λεχθεῖ -εἴθε νὰ μὴ συμβεῖ αὐτό- κατὰ τὴ φρικτὴ ἡμέρα, ὅταν ἡ συγγένεια κρίνεται μᾶλλον ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα τῶν πεπραγμένων· ὅταν ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀγαπήσει τὴν ἐν Χριστῷ πτωχεία ἤ, ἂν ὄχι, τοὐλάχιστον τοὺς πτωχούς, οἱ καταφρονητὲς τῆς δόξας, οἱ ἐραστὲς τῆς ἐγκράτειας, οἱ ὄχι μόνο ἀκροατές, ἀλλὰ καὶ ἐκτελεστὲς τῶν εὐαγγελικῶν θεσπισμάτων, κατὰ τὴν εὐχὴ τοῦ κοινοῦ κατὰ χάριν Πατρός, θὰ εἶναι ὑπερφυῶς ἕνα: «Δῶσε», λέγει, «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας (:Σὲ παρακαλῶ γιὰ ὅλους αὐτούς, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὁμοφροσύνη ποὺ θὰ κυριαρχεῖ μεταξύ τους. Ὅπως ἐσύ, Πάτερ, εἶσαι ἑνωμένος μὲ Ἐμένα κι ἐγὼ ἑνωμένος μὲ Ἐσένα, ἐπειδὴ ἔχουμε καὶ οἱ δύο τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύση, ἔτσι σὲ παρακαλῶ νὰ εἶναι κι αὐτοὶ ἕνα ἔχοντας κοινωνία καὶ ἕνωση μέ μας, γιὰ νὰ πιστέψει ὁ κόσμος ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες)»[Ἰω.17,22].
Ὅταν φανερὰ ἡ κριτικωτάτη μάχαιρα τοῦ Πνεύματος θὰ διχάσει τὸν ἄνθρωπο κατὰ τοῦ πατρὸς καὶ τὴ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς καὶ θὰ καταστήσει ξένους μεταξύ τους ὅσους εἶναι ἀνόμοιοι στοὺς τρόπους· διότι ἂν τοὺς ξεχωρίζει ἐδῶ, πόσο περισσότερο ἐκεῖ, ὅπου ὁ Παντογνώστης ἀποφαίνεται πρὸς τοὺς μὴ ὁμοιωμένους πρὸς Αὐτόν: «Δὲν σᾶς γνωρίζω»; Διότι δὲν ἔχουν, ὅπως ἔπρεπε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐπουρανίου, δὲν ἔγιναν οἰκτίρμονες ὅπως ὁ κοινὸς Πατήρ, δὲν ἔκαμαν τὰ ὑπάρχοντα κοινὰ μὲ τοὺς ἐνδεεῖς, ὅπως Ἐκεῖνος μετέδωσε δωρεὰν ἀπὸ τὰ ἀγαθά Του σὲ ὅλους, δὲν ἔγιναν εὐμενεῖς πρὸς τοὺς πλησίον, δὲν ἔκαμαν πλησίον τοὺς μακρινοὺς μὲ τὴν εὐεργεσία· ἐξαιτίας ἄρα τῆς ἀνομοιότητας αὐτῆς οὔτε γνωρίζει, οὔτε δέχεται στὸν οἶκο τέτοιου εἴδους ἀνοικτίρμονες ἀνθρώπους ὁ Ἀγαθός. Καὶ ἐὰν Αὐτὸς πεῖ ἔτσι, τὰ ἴδια περίπου θὰ ποῦν καὶ ὅσοι ἔζησαν κατὰ τὸ παράδειγμά Του ἐδῶ καὶ θὰ συμβασιλεύσουν ἐκεῖ μαζὶ Του πρὸς τοὺς ἐξ αἵματος συγγενεῖς τους ποὺ δὲν εἶναι παραπλήσιοι στὴν ἀρετὴ μὲ αὐτούς.
Καὶ ἂν πεῖ κάποιος: «Ἐγὼ εἶμαι παιδί σου, ἐγὼ ἤμουν πατέρας σου, ἐγὼ ἀδελφὸς σου»· τότε ὁ μὲν τελευταῖος θʼ ἀκούσει ὅτι «κανεὶς δὲν εἶναι πατέρας πλὴν ἑνός, τοῦ Θεοῦ», ὁ δὲ πρῶτος θʼ ἀκούσει: «Ἄν ἤσουν δικό μου τέκνο, θὰ ἤσουν μιμητής μου, τώρα δὲ εἶσαι ἐκείνου τοῦ πατρὸς τέκνο, τοῦ ὁποίου καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν ἤσουν ἐργάτης· φύγε γιὰ νὰ μείνεις αἰωνίως μὲ αὐτόν, διότι ἐγὼ δὲν σὲ γνωρίζω· διότι ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ Θεοῦ εἶναι δικά μου, ἐσὺ ὅμως δὲν εἶσαι τοῦ Θεοῦ. Τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου ἔχει ἐκδιωχτεῖ τώρα πλέον, ἀφοῦ ἐμεῖς τὸ μισήσαμε καὶ στὸν ἐκλείψαντα ἐκεῖνον βίο· γι' αὐτὸ καὶ γίναμε κληρονόμοι τῆς βασιλείας αὐτῆς)». Ὅπου ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ κατὰ τοὺς θείους πατέρες ψυχρὸς λόγος: «τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου», ἀπουσίαζε ὁ δεσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ ὁ Χριστὸς εἶχε ἐκδιωχθεῖ· σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τοὺς κυριαρχοῦσε τότε τὸ πάθος τοῦτο, προξενοῦσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία καὶ κάθε εἶδος κακίας· τὸ ἴδιο πάθος τους καταισχύνει καὶ τώρα.
Ἄς φοβηθοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, αὐτὰ τὰ πράγματα, παρακαλῶ· διότι πραγματικὰ εἶναι φρικτά. Ἄς ρυθμίσουμε τὴ διαγωγή μας, ὅπως ἀρέσει στὸν Θεό· ἂς ἀφήσουμε γιὰ νὰ ἀφεθοῦμε, ἂς ἐλεήσουμε γιὰ νὰ ἐλεηθοῦμε πολλαπλασίως· διότι Αὐτὸς γιὰ χάρη μας πτώχευσε τελευταῖα, ἀναδεχόμενος στὸν ἑαυτό Του τὴν ἐλεημοσύνη, ἀπὸ μεγαλοδωρία πολλαπλασιάζει τὴν ἀμοιβή· πρέπει λοιπὸν κανεὶς ἢ νὰ εἶναι κατὰ τὸ παράδειγμά Του πτωχός, καὶ θὰ ζήσει μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον, ἢ νὰ ἔχει τὰ ἀγαθὰ κοινὰ μὲ τοὺς γιὰ Ἐκεῖνον πτωχούς, καὶ δι᾿ αὐτῶν θὰ σωθεῖ. Ἄς ἀποκτήσουμε εὐσπλαγχνία· ἂς δώσουμε αὐτοβούλως δεῖγμα τῆς πρὸς τὸν ἀδελφὸ ἀγάπης καὶ τῆς πρὸς τὸν κοινὸ Πατέρα καὶ δεσπότη ἀφοσιώσεως. Καταλληλότερο δὲ γιʼ αὐτὰ καιρὸ δὲν θὰ βρεῖ κανεὶς ἀπὸ τίς ἡμέρες αὐτὲς τῆς νηστείας· διότι, ἂν συνάψει μὲ τὴ νηστεία τὴ συμπάθεια, θὰ ἀπαλείψει κάθε ἁμάρτημα, θὰ προσκυνήσει μὲ παρρησία τὰ σωτήρια πάθη, θὰ συνευφρανθεῖ μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἐπιτύχει τὴν αἰώνια ἀπολύτρωση.
Αὐτὴν εἴθε ὅλοι ἐμεῖς νὰ ἐπιτύχουμε ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο καὶ Ἀγαθὸ καὶ Ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
• Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὁμιλίες Α΄- Κ΄, ὁμιλία ΙΓ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, τόμος 9, σελίδες 352-371.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm