Κυριακή του Παραλύτου
Τὸ ῥῆμα Χριστοῦ σφίγμα τῷ παρειμένῳ,
Οὕτως ἴαμα τοῦτο ῥῆμα καὶ μόνον.
Ἡ Κυριακή του Παραλύτου ἀντλεῖ τὸ θέμα της ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπῆ, ποὺ ἀναγινώσκεται στὴν θεία λειτουργία. Αὐτὴ περιλαμβάνει τὴν διήγηση τῆς ἰάσεως τοῦ παραλυτικοῦ στὴν Προβατικὴ κολυμβήθρα, τὴν Βηθεσδά, στὰ Ἱεροσόλυμα (Ἰω. 5, 1-15). Τὸ δράμα τοῦ ἐπὶ 38 ἔτη παραλύτου συγκινεῖ τὸν Κύριο καὶ τὸν θεραπεύει. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται σὰν ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Τὸν παράλυτο δὲν τὸν θεραπεύει ἡ κολυμβήθρα, ἀλλὰ ὁ πανσθενουργὸς λόγος τοῦ Κυρίου.
Κατὰ Ἰωάννην Ε’, 1 – 15
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θεραπεύει τὸν ἀσθενῆ τῆς δεξαμενῆς Βηθεσδά
1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα.
2 Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα.
3 Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν.
4 Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.
5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.
6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;
7 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.
8 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.
9 Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.
10 Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον.
11 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.
12 Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;
13 Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.
14 Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.
15 Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνική
1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἦτο ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
2 Ὑπάρχει δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κοντὰ εἰς τὴν πύλην τῶν Προβάτων μία δεξαμενή, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἑβραϊστὶ Βηθεσδὰ καὶ ἡ ὁποία ἔχει πέντε στοές.
3 [Σ’ αὐτὲς ἤτανε ξαπλωμένος μεγάλος ἀριθμὸς ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν, παραλυτικῶν, οἱ ὁποῖοι περίμεναν νὰ κινηθῇ τὸ νερό.
4 Διότι ἕνας ἄγγελος κατέβαινε πότε – πότε εἰς τὴν δεξαμενὴν καὶ ἐτάρασσε τὸ νερό. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔμπαινε πρῶτος, μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ νεροῦ, ἐθεραπεύετο ἀπὸ οἱονδήποτε νόσημα
καὶ ἂν ὑπέφερε.]
5 Ὑπῆρχε ἐκεῖ ἕνας, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἤτανε ἄρρωστος.
6 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε κατάκοιτον καὶ κατάλαβε ὅτι εἶχε ἤδη πολὺν χρόνον ἐκεῖ, τοῦ λέγει, «Θέλεις νὰ γίνῃς ὑγιής;».
7 Ἐπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ ἀσθενής, «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπον νὰ μὲ βάλῃ εἰς τὴν δεξαμενήν. Ὅταν τὸ νερὸ ταραχθῇ, καὶ ἐνῶ ἔρχομαι κατεβαίνει ἄλλος πρὶν ἀπὸ ἐμέ».
8 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Σήκω ἐπάνω, σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε».
9 Καὶ ἀμέσως ἔγινε ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐσήκωσε τὸ κρεββάτι του καὶ περπατοῦσε. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἦτο Σάββατον.
10 Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν θεραπευθέντα, «Εἶναι Σάββατον, δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώσῃς τὸ κρεββάτι σου».
11 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Εκεῖνος ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, «Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε».
12 Τότε τὸν ρώτησαν, «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε, «Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε;»
13 Αλλ’ ὁ θεραπευθεὶς δὲν ἤξερε ποιός εἶναι, διότι ὑπῆρχε πολὺς κόσμος εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐξέφυγε.
14 Ὕστερα τὸν εὑρῆκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ναὸν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἰδές, ἔγινες ὑγιής, μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον, διὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ κάτι χειρότερον».
15 Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπε εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν ἔκανε ὑγιῆ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος ἐν βραχιόνι αὐτοῦ ὁ Κύριος· ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον· πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο, ἐκ κοιλίας ᾍδου
ἐρρύσατο ἡμᾶς, καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίας, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον, τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥσπερ, καὶ τὸν παράλυτον ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω
σεσωσμένος· Οἰκτίρμον δόξα, Χριστὲ τῷ κράτει σου.
Μεγαλυνάριον.
Λόγῳ σου Σωτήρ μου ζωοποιῷ, ἤγειρας ἐκ κλίνης, τὸν Παράλυτον ὡς Θεός, κείμενον χρονίως παρὰ τὴν κολυμβήθραν, τοῦ Σιλωὰμ ὃς ἄρας, τὴν κλίνην ᾤχετο.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Μέγας
Ὁ Παχώμιος, λεπτύνων σαρκὸς πάχος,
Ψυχῇ συνῆγε πρὶν μεταστῆναι στέαρ
Πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ Παχώμιον ἔνθεν ἄειραν.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος γεννήθηκε τὸ 292 μ.Χ. στὴν Κάτω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Στὸ στρατό, στὸν ὁποῖο κατετάγη, γνωρίσθηκε μὲ Χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ὅταν δὲ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφοῦ μετέβη στὴν Ἄνω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.
Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση, κατέφυγε στὴν ἔρημο καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ περίφημου ἡσυχαστοῦ Παλάμονος († 12 Αὐγούστου), τοῦ ὁποίου ἔγινε τέλειος μιμητής.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, περὶ τὸ 320 μ.Χ., κατέφυγε σὲ ἔρημο νησίδα τοῦ Νείλου, στὴ νῆσο Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, ὅπου βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀσπασθέντα τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀδελφό του Ἰωάννη, ἵδρυσε μικρὴ μονή.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς συνέσεώς του, εἵλκυσε πολλοὺς μοναχούς, ἐξαιτίας δὲ τούτου ὁλοένα καὶ μεγάλωνε τὴ μονή του, ὥστε σὲ διάστημα ὀλίγων ἐτῶν αὐτὴ νὰ ἀριθμεῖ περισσότερους ἀπὸ 14.000 μοναχούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους οἰκιστὲς καὶ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος θεωρεῖται θεμελιωτὴς τῆς κοινοβιακῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ Παλλάδιος περὶ τὸ 420 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τοῦ Παχωμίου, ποὺ ὀνομάζονταν Ταβεννησιῶτες, ζοῦσαν ἀνὰ τρεῖς σὲ μικρὰ οἰκήματα. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐπέβαλε στοὺς μοναχοὺς κοινὴ προσευχὴ κάθε πρωὶ καὶ βράδυ (συνολικὰ βέβαια οἱ μοναχοὶ προσεύχονταν, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, δώδεκα φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ δώδεκα τὴ νύχτα), κοινὴ ἐργασία, κοινὰ ἔσοδα, κοινὲς δαπάνες, κοινὰ γεύματα καὶ ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία. Τὰ γεύματά τους ἀποτελοῦνταν ἀπὸ φυτικὲς τροφὲς καὶ τυρί.
Κατ’ αὐτὰ οἱ μοναχοὶ δὲν μιλοῦσαν μεταξύ τους καί, γι’ αὐτό, συνεννοοῦνταν μὲ νεύματα. Κάλυπταν δὲ τὰ πρόσωπά τους κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν μόνο τὴν τράπεζα. Ἡ ὁμοιόμορφη στολή τους ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ ἑξῆς ἐνδύματα: λινὸ χιτώνα («λεβιτωνάριο»), ποὺ ἔφθανε λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ ζωνόταν μὲ ζώνη, λευκὸ μαλλοφόρο ἔνδυμα αἰγὸς ἢ προβάτου («μηλωτή»), ἐπίσης ζωσμένο, ποὺ ἔφθανε ὡς τὰ γόνατα καὶ εἶχε τὴ μαλλοφόρο ὄψη πρὸς τὰ ἔξω, κωνοειδὲς κουκούλιο, ποὺ στὸ πίσω μέρος ἔφθανε ὡς τοὺς ὤμους, καὶ μικρὸ λινὸ ὠμοφόριο («μαφόριον» ἢ «μαφόριον»), ποὺ κάλυπτε συνήθως τὸν αὐχένα καὶ τοὺς ὤμους. Ὑποδήματα σπανίως χρησιμοποιοῦσαν.
Οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοὶ κοιμοῦνταν καθήμενοι καὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή. Διαιροῦνταν σὲ εἴκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία χαρακτηρίζονταν μὲ ἕνα γράμμα τῆς ἀλφαβήτου, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση καὶ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς ἐκείνων ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν.
Πνεῦμα ὀργανωτικὸ καὶ ἀπαράμιλλος στὴν καθοδήγηση καὶ διακυβέρνηση προσώπων καὶ πραγμάτων, κατόρθωσε νὰ διατηρήσει μεταξὺ τοῦ πλήθους τῆς περὶ αὐτὸν ἀδελφότητας πειθαρχία καὶ ἀγάπη, φροντίζοντας ὡς φιλόστοργος πατέρας γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ὑλικές τους ἀνάγκες, διὰ δὲ τῶν σοφῶν συμβουλῶν του καὶ τοῦ παραδείγματός του νὰ τοὺς ἐνθερρύνει στὸν ἀγῶνα πρὸς τὴν ἁγιότητα. Λόγω τῆς θεοσεβείας καὶ τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του ὁ Ὅσιος Παχώμιος προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐπιτέλεσε πλεῖστα ὅσα θαύματα.
Τὸ 348 μ.Χ. περιποιούμενος ὁ ἴδιος τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀσθένησαν ἀπὸ πανώλη, ἀρρώστησε καὶ ὁ ἴδιος καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸν Ὅσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Ἡγιασμένος († 16 Μαΐου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποίμενος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταῖς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθείς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας· νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλῃ, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναῖς.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὴν τῶν Ἀγγέλων ἐν σώματι πολιτείαν, ἐπιδειξάμενος Παχώμιε θεοφόρε, τούτων καὶ τῆς εὐκλείας ἠξίωσαι, τῷ τοῦ Δεσπότου θρόνῳ, σὺν αὐτοῖς παριστάμενος, καὶ πᾶσι πρεσβεύων θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Πάχος ἀπορρίψας τὸ γεηρόν, πρὸς γνόφον εἰσέδυς, τῶν ἀΰλων θεωριῶν· ὅθεν ἐκομίσω, τὰς θεογράφους πλάκας, Παχώμιε παμμάκαρ, ζωῆς τῆς κρείττονος.
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος Ἐπίσκοπος Λαρίσης
Λαλεῖ Λάρισσα σὰς ἀριστείας ξένας,
Μνήμην ἔχουσα καὶ θανόντος σου Πάτερ.
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.).
Ἀφοῦ ἔτυχε εὐσεβοῦς παιδείας, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴ συνέχεια τὴ Ρώμη, ὅπου τὰ λείψανα καὶ οἱ τάφοι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου προσείλκυαν τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς. Ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐπιδόθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, περιεχόμενος τὶς διάφορες χῶρες καὶ ἀψηφώντας τὶς ταλαιπωρίες καὶ τοὺς κινδύνους. Ἡ θεοφιλὴς δράση του καὶ τὰ πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν στολισμένος, τὸν ἀνέδειξαν Ἐπίσκοπος Λαρίσης.
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴ Λάρισα, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ ποιμνίου του, μὲ τὴν ὑποστήριξη δὲ τοῦ αὐτοκράτορος κατόρθωσε νὰ καταστρέψει τοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἱδρύσει στὴ θέση τους Χριστιανικούς.
Ἔτσι θεοφιλῶς ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος καὶ ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λαρίσης σὲ πρόεδρον, καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν ὡς Ἱεράρχην σοφόν, παμμάκαρ Ἀχίλλιε, σὺ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος, ὁμοούσιον κράτος, θαύμασι τε καὶ λόγοις, κατετράνωσας κόσμω. Ἣν πάτερ ἐξευμενίζου, τοὶς σὲ γεραίρουσι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, ἡ Θεσσαλία, σὲ ἀκοίμητον, φρουρῶν προστάτην, καὶ τῆς Λαρίσης ἡ πόλις ἀδάμαντα, ἡ Ἐκκλησία τὴν εὔηχον σάλπιγγα, τὸ τοῦ Υἱοῦ ὁμοούσιον κηρύξασαν, Πάτερ Ἅγιε Ἱεράρχα Ἀχίλλιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Θεσσαλίας τὸν ἀστέρα τὸν ὑπέρλαμπρον, τῶν Λαρισαίων τὸν Ποιμένα τὸν ἀνύστακτον, κατὰ χρέος εὐφημήσωμεν ἐκβοῶντες· Παῤῥησίαν κεκτημένος πρὸς τὸν Κύριον, ἐκ παντὸς ἡμᾶς κινδύνου ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζωμεν Χαίροις Πάτερ Ἀχίλλιε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς οἰκουμένης τὸν ἀστέρα τὸν ἀνέσπερον Καὶ Λαρισαίων τὸν ποιμένα τὸν ἀκοίμητον Τὸν ἀχίλλιον ὑμνήσωμεν ἐκβοῶντες· Παρρησίαν κεκτημένος πρὸς τὸν Κύριον Ἐκ παντοίας τρικυμίας ἡμᾶς λύτρωσαι Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἀχίλλιε.
Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἡ Λάρισα τὰ σά, μεγαλεῖα κηρύττει, θαυμάζει δὲ τὴν σήν, διδαχὴν Θεσσαλία, σεμνύνεται χαίρουσα, τῶν Πατέρων ἡ Σύνοδος, κόσμον ἔχει δέ, ἢ Ἐκκλησία σὲ Πάτερ, ἡμεῖς δ’ ἅπαντες, θερμὸν προστάτην καὶ ῥύστην, οἱ πόθῳ τιμῶντες σέ.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἡ θεία σου σορός, , ὧ Ἀχίλλιε Πάτερ, ὡς ἄλλη Σιλωὰμ κολυμβήθρα ἐδείχθη, πηγὴν ἁγιάσματος παραδόξως ἐκβλύζουσα· οὗ μετέχοντες οἱ προσιόντες ἐν πίατει χάριν ἄφθονον, καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ἐκ τῶν τρόπων Ἱεράρχα ἐφάνης, καὶ τάγμασι τοῖς τούτων ἐγνώσθης, καὶ σὺν τοῖς Ἀσωμάτων χοροῖς λειτουργῶν τῷ θρόνῳ τοῦ Χριστοῦ Ἅγιε, ἀκούεις παρ’ ἡμῶν τῶν σῶν δούλων ταύτα: Χαῖρε τῆς Τριάδος ἡ σάλπιγξ ἡ εὔηχος· Χαῖρε τῆς Μονάδος ἡδύφωνον ὄργανον· Χαῖρε ὕψος δυσκατάληκτον τῶν δογμάτων τῶν σεπτῶν· χαῖρε βάθος δυσερμήνευοτν νοερῶν ἐργασιῶν· Χαῖρε ὅτι Ἀρείου τᾶς ἐπάρσεις καθεῖλες· Χαῖρε ὅτι τᾶς τούτου μυθουργίας παρεῖδες· Χαῖρε ἀστὴρ Ἑλλάδος ὑπέρλαμπρος· Χαῖρε Ποιμὴν Λαρίσης ὁ ἄκακος· Χαῖρ επροστάτης ὁ ἀκοίμητος ταύτης· Χαῖρε δι’ οὗ τῷ Θεῷ οἰκειοῦται· Χαίροις Πάτερ Ἀχίλλιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἑῴας ἀστὴρ λαμπρός, καὶ τῶν Λαρισαίων, λαμπαδοῦχος καὶ ὁδηγός, χαίροις εὐσεβείας, λειμὼν ὁ ἀνθηφόρος, Ἀχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Λαρίσης ὁ θησαυρός, καύχημα Πατέρων, τῆς Νικαίας ὁ τηλαυγής, φάρος ἑξαστράπτων, τρανώσας θείαν φύσιν, Χριστοῦ ἐν τῇ Συνόδῳ, σοφὲ Ἀχίλλιε.
Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλύτης
Βάρβαρον οὐχί, εὐγενῆ δὲ δεικνύει,
Ἡ μυρόβλυσις ἐκ τάφου τοῦ σοῦ, Πάτερ.
Ἦν Βάρβαρος μὲν δοῦλος ἐν γῇ σὺν πόνοις,
Ἐλεύθερος νῦν δ᾿ οὐρανῷ χαίρων πέλει.
Εἴκαδε ἠδὲ Τρίτη γε πέπαυται Βάρβαρος ἄθλων.
Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ἀνῆκε, σύμφωνα μὲ τὸν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντίνο Ἀκροπολίτη καὶ τὸ Συναξάρι, σὲ ληστρικὴ ὁμάδα Ἀράβων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στὴ νότια Ἤπειρο καὶ τὴν Αἰτωλία ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.). Σὲ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του φονεύθηκαν καὶ ἀπὸ τότε ὁ Βάρβαρος περιφερόταν μόνος «λήσταρχος γενόμενος, καὶ ποιῶν ἀβάτους τὰς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καὶ ἁλσώδεσι τόποις». Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σὲ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Νήσα, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεὺς τὸν εἶδε καὶ προσευχήθηκε μετὰ φόβου στὸν Θεό.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ληστοῦ, ποὺ εἶδε τοὺς Ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν μὲ τὸν ἱερέα. Ὅταν ὁ ἱερεὺς τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβαρος τὸν ρώτησε: «Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἦταν μαζί σου;». Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὰ ἀνθρώπινα μάτια, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μετάνοια. Ὁ Βάρβαρος ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λησταρχικὰ ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τὴν ἄσκηση καὶ βαπτίσθηκε. Ὁ ἀσκητικὸς ἀγῶνας στὴν περιοχὴ Τρύφου τοῦ Ξηρομέρου (ἢ Ξηρομένων) Αἰτωλοακαρνανίας ἔγινε μεγαλύτερος. Ἐπὶ τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευματικὰ καὶ «πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καὶ ἐσθίων χοῦν καὶ βοτάνας τὰς φυομένας, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μία νύχτα, ἕνας γεωργὸς ποὺ ἔτρωγε σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος, τὸν φόνευσε κατὰ λάθος, νομίζοντας ὅτι εἶναι θηρίο.
Ὁ τάφος του ἀνέδιδε μύρο καὶ ὁ Ὅσιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη του στὶς 15 Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας καὶ Κέρκυρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 23 Ἰουνίου.
Μέχρι σήμερα στὴν Αἰτωλοακαρνανία μιλοῦν γιὰ τὸ σπήλαιο, ὅπου ὁ Ἅγιος Βάρβαρος πέρασε τὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια τῆς ἀσκήσεώς του καὶ τὸ ἁγίασμά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τὸ 1571 μ.Χ. ἕνας Βενετὸς στρατιωτικός, ὀνόματι Σκλαβοῦνος, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἀσθένησε ξαφνικὰ ἀπὸ θανατηφόρα ἀσθένεια. Ὁ ἀσθενὴς βλέπει τὸν Ὅσιο σὲ ὅραμα, ὁ ὁποῖος τὸν καλεῖ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Πράγματι, ὅταν ἔφθασε στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, προσκύνησε μὲ εὐλάβεια καὶ ἔγινε καλά. Θέλοντας νὰ τιμήσει τὸν Ὅσιο Βάρβαρο ἔκανε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του μὲ σκοπὸ νὰ τὰ μεταφέρει στὴ Βενετία. Περνώντας ἀπὸ τὴν Κέρκυρα γιὰ ἀνεφοδιασμό, σταμάτησε στὸ χωριὸ Ποταμός, ὅπου θεραπεύθηκε ἕνας παράλυτος νέος. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ὅσιο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´.
Μαρτυρικὸν ἀγῶνα γενναίως ἠγώνισαι, ἀσκητικῷ δὲ πόνῳ τὸν βίον διήνυσας ὅσιε Βάρβαρε· διὸ τὴν χάριν ἐδέξω διπλῆν, διὰ μὲν τοῦ λειψάνου ἀσθενείας διώκων, τῇ ψυχῇ δὲ συγχαίρων τῷ Χριστῷ, ὃν δυσώπει, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν αἰσίως τιμώντων σε.
Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸ σῶμα τὸ σὸν τῇ γῇ ὑποτίθεται, τὴν σὴν δὲ ψυχὴν ὁ κτίστης κομίζεται, καὶ τὸ μὲν ἀσθενέσιν ὑγείαν πᾶσι χαρίζεται, ἡ δὲ Χριστὸν ἱκετεύει λυτρώσασθαι, πυρὸς αἰωνίου τοὺς τιμῶντάς σε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς ἀγάπης καὶ πόθου ὃν εἰς Χριστόν, κατὰ Παῦλον τρισμάκαρ ἔσχες στεῤῥῶς, οὐδέν σε ἀπεχώρισεν, οὐ τυράννων τὰ φόβητρα, οὐ τῶν βασάνων ὄχλος, ἐρήμου τὸ ἄγριον, κλυδωνισμὸς χειμώνων, καὶ θέρους τὸ κάταυχμον, ἀλλὰ τῆς ἀγάπης, τοῦ Χριστοῦ τίς ἰσχύσει, χωρίσαι με ἔλεγες· ὅθεν ταύτης ἀχώριστος, οὐρανῷ τ᾿ ἀνιπτάμενος, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τῶν οὐρανίων, καὶ ἀϊδίων ἐφιέμενος Βάρβαρε, κατεφρόνησας τὰ ῥέοντα· καὶ σῶμα θνητόν, ψυχὴν δ᾿ ἀθάνατον γιγνώσκων, οὐκ ἐφείσω τοῦ πηλοῦ πάσχοντος ὅλως· τὴν ψυχὴν δὲ ἐκήδου τηρῆσαι ἀλώβητον· ὅθεν καὶ τῆς μακαρίας καὶ ἀϊδίου ἠξίωσαι ζωῆς· ἧς καὶ ἡμεῖς ταῖς πρεσβείαις σου παμμακάριστε ἀξιωθείημεν οἱ τιμῶντές σε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις αἰχμαλώτων ὁ λυτρωτής· χαίροις ἀσθενούντων, ὁ ταχύδρομος ἰατρός· χαίροις ὁ στεφάνοις ἀθλητικοῖς, παμμάκαρ, στεφθεὶς παρὰ Κυρίου, Ὅσιε Βάρβαρε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τίς ἰσχύει χάριν σου ἐξειπεῖν; μύρων μυροῤῥόα, καὶ θαυμάτων τὴν πληθύν; ποίαν γὰρ τῶν νόσων, οὐ λύει τὸ σὸν μύρον;τί δὲ τῶν λυπηρῶν τε σὴ χάρις Βάρβαρε;
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡ ὁμὰς τῶν Μυροβλυτῶν, Βάρβαρε καὶ Σίμων, τῆς Σερβίας ὁ Συμεών· Νεῖλε, Θεοδώρα, Φιλίππου Ἑρμιόνη, Δημήτριε, Λεόντιε καὶ Θεόφιλε.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ὁ Θαυματουργός
Ψυχὴν Ὄπισθεν τοῦ Θεοῦ κολλῶν πάτερ
ἔμπροσθεν αὐτοῦ νῦν παρίστασαι χαίρων.
Πατρίδα λιπών, σὺν συνεύνῳ καὶ τέκνοις,
ἔρημον οἰκεῖς ὡς ἃλλος δὴ Ἠλίας.
Πέμπτη καὶ δεκάτη Ἀνδρέαν ἔνθεν ἀειραν.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Μιχαὴλ Β’ τοῦ Κομνηνοῦ (1237 – 1271) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μονοδένδρι Ζαγορίου Ἰωαννίνων.
Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, ἐπειδὴ ζήλωσε τὸν ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἦλθε καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο, στὸ ὄρος Καλάνα τῆς ἐπαρχίας Βάλτου, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μεταξὺ Αἰτωλοακαρνανίας καὶ Εὐρυτανίας.
Ὁ Κύριος, κατὰ τὸν βιογράφο του, ἔδωσε θαυμαστὸ σημεῖο, κατὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ τὸν δοξάσει: «Οὐράνιο φῶς καὶ ἀναμμένες λαμπάδες κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν τὸ τίμιο λείψανό του». Μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ἡ βασίλισσα τῆς Ἄρτας, Ἁγία Θεοδώρα, συγκέντρωσε τὴν σύγκλητο καὶ μετέβησαν στὸ μέρος ποὺ βρισκόταν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια. Ἔδωσε δὲ ἐντολὴ νὰ κτίσουν ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Καλάνης οἰκήτωρ καὶ ἐν σώματι Ἄγγελος, καὶ Χαλκιοπούλου τὸ κλέος, δόξα Βάλτου καὶ καύχημα, ὑπάρχεις ὡς Ἀνδρέα ἀληθῶς, διὸ καὶ εὐφημοῦμεν σὲ πιστῶς· θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ πειρασμῶν λυτρούσαι τοὺς βοῶντας σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σε θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σου πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ο ἔνσαρκος ἄγγελος
Ἀνδρείῳ φρονήματι ὑπεραθλήσας, λαμπρῶς ἀνδρείως ἐμόχθησας ὑπὲρ Χριστοῦ ἀληθῶς, ᾿Ανδρέα μακάριε· σὺ γὰρ καὶ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ἐρήμῳ παλαίσας, ἤθλησας ἐν Καλάνᾳ, τῷ θεῷ εὐαρέστως· δι' ὃ ἐν παῤῥησίᾳ, σεπτέ, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
᾿Εν τῷ κόσμῳ σωφρόνως θητεύσας καὶ τοῦ κόσμου ἀποταγείς, τὰ ἄνω προελόμενος καὶ ὑπὲρ τούτων θεοφιλῶς ἀσκησάμενος, ἐν Καλάνᾳ τέλος καταλεχθείς, πρέσβευε, πάτερ, καὶ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀνυμνούντων σε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ πολύφωτος, τοῖς Χριστοφόροις σου τέκνοις, ἡ σεπτὴ ἀνέτειλε, τοῦ σοῦ θανάτου ἡμέρα, ἅπασαν διασκεδάζουσα ἀθυμίαν, ἀπαντᾷς ἡμᾶς καλοῦσα τοῦ ἐκβοᾶν σοι. Χαίροις πάνσοφε Ἀνδρέα, πατέρων δόξα καὶ κλέος καὶ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος ἅ΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Σκιρτὰ νῦν σὺν ἡμῖν, Χαλκιόπουλος πᾶσα καὶ ᾄδει ἐκτενῶς, τοὺς καλοὺς σοῦ ἀγῶνας Ἀνδρέα τρισόλβιε, οὓς ἀνδρείως ὑπήνεγκας. Ὅθεν αἴτησαι, τοὺς ἐτησίως τελοῦντος, τὰ μνημόσυνα, τῆς ἐκδημίας σου, πάντων, κακῶν ἁπαλλάτεσθαι.
Ὁ Οἶκος
Τὴν φωνὴν τὴν τοῦ εὐαγγελίου πάτερ ἀκούσας, σοὺς οἰκείους καὶ τὰ πάντα καὶ τοῦ Μονοδένδρου τόπον ἐγκαταλείψας, καὶ τὸν σταυρόν σου ἐπ’ ὠμῶν ἀράμενος, τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου ἀνεπιστρόφως διήνυσας. Καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ Καλάνης Ὅρος, ταῖς μὲν προσευχαῖς καὶ νηστείαις καὶ χαυμευνείαις τὸν Θεὸν εὐαρεστήσας, τοῖς δὲ σοῖς δάκρυσι τὴν ἔρημον πᾶσαν κατήρδευσας. Ὅθεν καὶ παρὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος πηγὴν χαρισμάτων εἴληφας, τοῦ ποιεῖν τὰ θαύματα, καὶ πηγάζειν ἰάματα, τοῖς ἐν πίστει προσιοῦσι σοι. Ἐν , δὲ τῇ τελευτῇ σοῦ, ὑπὸ τοῦ Κυρίου δοξαζόμενος, ὡς ἥλιος ἐν τῷ σπηλαίῳ ἐλαμψας, καὶ πυρσοὺς εἰς οὐρανὸν ἀναβαίνοντας, ἄνωθεν τοῦ σπηλαίου ἔδειξας. Καὶ ἰδοῦσα τὸ σημεῖον ἡ τῆς Ἄρτης ἁγία βασίλισσα, μετ’ εὐλαβείας σπεύσασα, τὴν ταφήν σου ἐποιήσατο, καὶ οἶκον ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου μέγαν ἀνήγειρεν. Σὺν αὕτη σὺν καὶ ἡμεῖς πάτερ ἀοίδιμε, ἐν κατανύξει βοῶμεν σοι. Χαίροις πάνσοφε Ἀνδρέα πατέρων δόξα καὶ κλέος καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Τοῖς Ἀνδρέα μάκαρ τῷ σῷ ναῷ, τῷ ἐν τῷ σπηλαίῳ, ἐρχομένοις καὶ τὴν σεπτήν, μνήμην σου τελοῦσι, πιστοῖς εἰρήνην δίδου, ὑγείαν καὶ τοῖς πᾶσι, πάτερ τὴν ἄφεσιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σωφρόνως ἐν κόσμῳ διαβιῶν, ἀγγελικὸν βίον ἐπεπόθησας ἀγαθέ. ῞Οθεν Χριστὸς ἠξίωσέν σε σύσκηνον τῶν ὁσίων καί τῶν ἁγίων πάντων, Ἀνδρέα ὅσιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
᾿Εν Καλάνᾳ, πάτερ, δοκιμασθείς, εὐχῇ καὶ ἀσκήσει καὶ ἀγῶσι πνευματικοῖς, χάριτι ἠξιώθης στεφάνων θείας δόξης καὶ βασιλέων δάφνας, Ἀνδρέα ὅσιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δῆμοι τῶν Ἀγράφων εὐλαβεῖς καί τῆς Αἰτωλίας οἱ φιλόθεοι εὐσεβεῖς ἀθρόως προσκυνοῦσιν Ἀνδρέου τὴν παλαίστραν, τὸ σκάμμα τῆς Καλάνας τὸ θεοτίμητον
Ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας γεννήθηκε στὴ γῆ τοῦ Κιέβου ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, ποὺ τοῦ ἔδωσαν χριστιανικὴ ἀγωγή. Ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια ἀγάπησε τὸν Χριστό, περιφρόνησε ὅλες τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἦλθε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, γιὰ νὰ γίνει μοναχός. Ἡγούμενος ἦταν τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ποὺ διεῖδε μὲ τὴν χαρισματική του διάνοια τὴν μελλοντικὴ ἐξέλιξη τοῦ νέου καὶ τὸν ἔνδυσε μὲ τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα. Ἀπὸ τότε ὁ Ἡσαΐας ἀφιερώθηκε «ψυχή τε καὶ σώματι» στὸν Νυμφίο Χριστὸ καὶ ἄρχισε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή.
Ἦταν ἁπλός, ταπεινός, ὑπάκουος, ἀφιλάργυρος, φιλάνθρωπος, γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Καὶ ἐπειδὴ «οὐ δύναται πόλις κρυβήναι ἐπάνω ὄρους κειμένη», ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητός του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴ χώρα καὶ ἔφθασε μέχρι τὰ αὐτιὰ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Ἰζιασλάβου Παροσλάβιτς.
Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ ἐπίμονα τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο νὰ δώσει τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ὁ Ἡσαΐας ἡγούμενος στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, μία καὶ ὁ μακάριος Βαρλαὰμ εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ.
Ὁ θεοφώτιστος Θεοδόσιος πληροφορήθηκε ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀναλάβει ὁ ὑποτακτικός του τὴ διακονία τοῦ ἡγουμένου. Ἔτσι ἔδωσε τὴν συγκατάθεση καὶ τὴν εὐλογία νὰ γίνει ὁ Ἡσαΐας ἡγούμενος. Καὶ ἐκεῖνος, μὴ θέλοντας νὰ παρακούσει, σήκωσε μὲ πόνο τὸ βαρὺ φορτίο καὶ ἔγινε ὁ ποιμένας ὁ καλὸς τῶν μοναχῶν τῆς νέας μονῆς του.
Οὔτε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του ἄλλαξε, οὔτε τὸ ταπεινὸ φρόνημά του ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ ἀνέλαβε. Ὁ νοῦς του ἦταν πάντοτε προσκολλημένος στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θανάτου, τῆς κρίσεως καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ συνέχιζε, μὲ περισσότερο τώρα ζῆλο, τὶς ἀσκήσεις καὶ τοὺς ἀγῶνες του καὶ γινόταν ζωντανὸ παράδειγμα ἀγγελικῆς βιοτῆς γιὰ τοὺς ὑποτακτικούς του, καλώντας τους στὶς κορυφὲς τῶν ἀρετῶν καὶ ἐκπληρώνοντας πάντοτε πρῶτος ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος χαιρόταν καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο, ποὺ ἔστειλαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου αὐτὸν τὸν ἔμψυχο ἀδάμαντα. Ἀλλὰ περισσότερο ὁ Κύριος δόξασε τὸν πιστὸ δοῦλο του, τιμώντας τον μὲ τὸ ὑψηλὸ καὶ θεῖο ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Μετὰ τὴν μακαρία κοίμηση τοῦ θεοφιλοῦς Λεοντίου, ἐπισκόπου τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας, μὲ κοινὴ βουλὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος σὲ ἐκείνη τὴν ἐπαρχία.
Ὅταν ἦλθε στὴ θεόσωστη γῆ τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος ποιμενάρχης βρῆκε πολλοὺς Χριστιανούς, πρόσφατα βαπτισμένους ἀλλὰ ἀστερέωτους στὴν πίστη. Εἶχαν κρατήσει πολλὲς παλαιὲς εἰδωλολατρικὲς συνήθειες καὶ διέπρατταν, ἀπὸ ἄγνοια, σοβαρὰ ἁμαρτήματα. Ἄρχισε τότε ὁ Ἅγιος ἕνα δύσκολο καὶ κοπιαστικὸ ποιμαντικὸ ἀγώνα, γιὰ τὴ διαφώτιση καὶ τὴν στήριξη τοῦ ποιμνίου του στὴν πίστη καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Περιόδευε ἀκατάπαυστα στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Ροστὼβ καὶ τῆς Σουζδαλίας.
Κατηχοῦσε, κήρυττε, νουθετοῦσε, δίδασκε, διέλυε τὶς πλάνες, κατέλυε τὰ προπύργια τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ. Ὅπου ἔβλεπε νὰ ὑπάρχουν ἀκόμα εἴδωλα ἢ εἰδωλολατρικοὶ ναοί, ἔδινε ἐντολὴ νὰ κατεδαφισθοῦν ἢ νὰ παραδοθοῦν στὴ φωτιὰ καὶ ἔπειτα δίδασκε στοὺς κατοίκους τὴν Ὀρθόδοξη πίστη στὴν Ἁγία καὶ Ὁμοούσιο καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀβάπτιστους Ρώσους πίστευαν, βαπτίζονταν ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἱεράρχη στὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅσοι δὲν πίστευαν μὲ τὴν κατήχηση καὶ τὸ κήρυγμα, πείθονταν μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα καὶ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὶς πιὸ σκληρὲς καρδιὲς τὶς λύγιζε ἡ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀκακία καὶ ἡ μακροθυμία τοῦ Ἁγίου. Ἦταν παρηγορητὴς τῶν θλιβομένων, τροφὸς τῶν πεινασμένων, προστάτης τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθὸς τῶν φτωχῶν, ὑπερασπιστὴς τῶν ἀδικουμένων.
Ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1090.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Θαυματουργός ὁ πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ἰβάνοβιτς) γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ 1581. Ἦταν υἱὸς τοῦ τσάρου Ἰβὰν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ ἀπὸ τὸν ἕβδομο γάμο του, ἀποδόθηκε σὲ αὐτὸν ὁ τίτλος τοῦ «τσάρεβιτς», δηλαδὴ τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου, καθ’ ὅσον ὑπῆρχε φόβος μὴν πεθάνει ἄτεκνος ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς αὐτοῦ, Θεόδωρος. Αὐτός, ἀφοῦ ἀνῆλθε στὸν θρόνο, ἄφησε ὅλη τὴν ἐξουσία στὸ γυναικαδελφό του Βορὶς Γκουτουνώφ, ὁ ὁποῖος, φιλοδοξώντας τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου, ἀποφάσισε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν Δημήτριο. Περιόρισε, λοιπόν, τὸ νεαρὸ τσάρο στὸ Οὔγκλιχ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Μαρία Θεοδώροβνα.
Ὁ νεαρὸς Δημήτριος εἶχε ἐμπνεύσει στοὺς Ρώσους μεγάλες ἐλπίδες, οἱ ὁποῖες χάθηκαν ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατό του. Ὁ θάνατός του, τὸ 1591, παρέμεινε μυστηριώδης, μεταξὺ δὲ τῶν ἱστορικῶν ὑπάρχουν διαφωνίες, ἐὰν ἐπῆλθε τυχαία ἢ κατόπιν ἐγκλήματος. Ἡ ἱστορία ὅμως στιγμάτισε ὡς ἠθικὸ αὐτουργὸ τῆς δολοφονίας του, τὸν Γκουτουνώφ.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὶς 3 Ἰουνίου.
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἔζησε κατὰ τὸν 10ο καὶ 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1115.
Μνήμη ἐν τῷ περιτειχίσματι καὶ ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοῖς
Ἡ μνήμη τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀναγράφεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα. Ἡ διήγηση περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν εἰδωλολάτρισσα καὶ μετέπειτα Χριστιανὴ Ἀκυλίνα , μέσα σὲ ἕνα κιβώτιο ἀποδόθηκε στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀλλὰ εἶναι ψευδεπίγραφη.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου
Φεύγοντας οἱ Ἑνετοὶ ἀπὸ τὴν Κρήτη μετὰ τὴν ἅλωση τῆς νήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1669, μετέφεραν μαζί τους καὶ τὴ σωζόμενη τιμία κάρα τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, ἡ ὁποία κατατέθηκε στὴν λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ἀποδόθηκε δὲ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τὸ 1966, ἀρχιερατεύοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κρήτης κυροῦ Εὐγενίου (Ψαλλιδάκη) καὶ κατατέθηκε στὸ σεβάσμιο φερώνυμο ναὸ τοῦ Ἀποστόλου, στὸ Ἡράκλειο Κρήτης.
Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ὁ ἐκ Κύπρου
Ο βίος του Οσίου Πανηγύριου δεν διασώζεται και ούτε έχει συναξάρι. Τα όσα θ' αναφερθούν παρακάτω είναι κάποια στοιχεία από την Ακολουθία του και από την περιγραφή της εικόνας του.
Καταγόταν κατά πάσα πιθανότητα από το χωριό Μαλούντα της Λευκωσίας και ασκήτευσε σε ασκητήριο δίπλα από το χωριό αυτό.
Ο Όσιος Πανηγύριος φαίνεται να ακολούθησε τον ασκητικό βίο από νεαρή ηλικία. Φαίνεται να ήταν ιερομόναχος ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα, να έγινε μοναχός και μετά ιερέας σε κάποιο κοντινό μοναστήρι. Στην εικόνα του παρουσιάζεται ενδεδυμένος με φελόνιον ως ιερέας και με το δεξί του χέρι ευλογεί και με το αριστερό του κρατεί Σταυρό. Η εικόνα του Αγίου ζωγραφίστηκε το έτος 1708 μ.Χ. και επισκευάσθηκε ξανά το έτος 1841 μ.Χ. Στα δεξιά της εικόνας αναγράφεται: «1708. Έγινεν η παρούσα εικών, Μνήσθητι Άγιε του δούλου σου Χριστοδούλου Ιερέως μετά πάντος του οίκου».
Και στα αριστερά αναγράφεται: «Ανεκαινίσθη η παρούσα απί της Επιτροπής Χαραλάμπους προσκυνητού 1841 από Χριστού». Η εικόνα του που είναι μεγάλη, σε μέγεθος θέσεως τέμπλου, βρισκόταν στη παλαιά εκκλησία της Χρυσοπαντάνασας Μαλούντας, μεταφέρθηκε όμως μαζί με άλλες εικόνες, στη νέα εκκλησία του χωριού που επίσης είναι αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσοπαντάνασσα.
Ο χρόνος που έζησε ο Όσιος είναι άγνωστος, αλλά από την Ακολουθία του φαίνεται ότι έζησε κατά τη περίοδο των αραβικών επιδρομών όπου διάφορα μέρη της Κύπρου είχαν έρθει κατά διαστήματα στην εξουσία των Αράβων. Γι’ αυτό δίδασκε τους χριστιανούς το χριστιανικό δρόμο και τους απότρεπε από τον εξισλαμισμό λέγοντας τους ότι αυτή η θρησκεία ήταν μια πλάνη «την μυθουργίαν των Αγαρηνών». Ζώντας με άσκηση και έχοντας πάντοτε κατά νου την δόξα της επόμενης ζωής, ο Όσιος Πανηγύριος απέκτησε θεία κατάνυξη και έζησε βίο ακηλίδωτο.
Και αφού απέκτησε αυτές τις αρετές, αξιώθηκε από τον Θεό να γίνει θαυματουργός. Έδιωξε τις καταστροφικές ακρίδες και θεράπευσε ασθενείς που έπασχαν από διάφορες ασθένειες.
Ο Όσιος Πανηγύριος κοιμήθηκε με ειρήνη.
Σύμφωνα με τοπική παράδοση του χωριού Μαλούντας, πριν μερικά χρόνια, σωζόντουσαν ίχνη και ερείπια νοτιοανατολικά της κοινότητας, κάποιου ασκητηρίου που πίστευαν οι κάτοικοι του χωριού τότε, ότι ήταν το ασκητήριο του Οσίου Πανηγυρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Θείας πίστεως.
Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Μαλουντίων τὸ καύχημα καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἠμῶν Πανηγύριε, ἱερωσύνης ἐνεδύσω τὴν στολὴν καὶ θαυμάτων τὲ πηγὴ ἀνεδείχθης, τοὶς προστρέχουσιν ἐν πίστει ἐν τῷ πανσέπτῳ καὶ θείω τεμένει σου. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῶ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σὲ ἠμὶν πρέσβυν ἀκοίμητον.
Οσία Καλή
Καλῆς τὶ καλῶν πρωτίστως ἐπαινέσω;
Καλὰ γὰρ ἐν αὐτὴ πολλὰ συνέδραμον.
Κάλλος εἰκάδι δεύτερη καλῶν Καλῆς θέμις ὑμνέειν.
Εἰς τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Καλῆς,
ὑπὸ Μανουὴλ Φιλῆ.
Ὁ πῆχυς οὗτος τῆς Καλῆς τῆς ὀλβίας,
ᾯ τοὺς μίτους ἔνηθε τῆς εὐποιΐας.
Η Οσία Καλή έζησε πριν το 15ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από την Ανατολή, δηλαδή τη Μικρά Ασία.
Η ακροστιχίδα του Κανόνος της Αγίας μάς πληροφορεί ότι αυτός αποτελεί ποιήμα «τού Κρήτης», δηλαδή κάποιου Αρχιεπισκόπου της Κρήτης. και στα δύο χειρόγραφα που διασώζουν την Ακολουθία της Οσίας δεν αναγράφεται το ορθόν «Τού», αλλά η ερμηνεία του, δηλαδή το όνομα του συγκεκριμένου υμνογράφου «Ανδρέου Κρήτης». Άρα, σύμφωνα με τα χειρόγραφα, ποιητής είναι ο διάσημος για τον Μέγα Κανόνα του, Άγιος Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Αν ο υμνογράφος της Ακολουθίας είναι όντως ο Ανδρέας Κρήτης, τότε και η Οσία πρέπει να έζησε τουλάχιστον πριν την κοίμηση του Αγίου, δηλαδή πριν το 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω από την φράση «Τού Κρήτης» μπορεί να κρύβεται κάποιος άλλος Αρχιερεύς της Κρήτης. Γι' αυτό έχει προταθεί ως υμνογράφος της Ακολουθίας της Οσίας ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης και «κατ' επίδοσιν» Μηθύμνης και Πρόεδρος Λακεδαιμονίας.
Αυτός έζησε πλησιέστερα στο χρόνο συντάξεως των χειρογράφων (15ος - 16ος αιώνας), δηλαδή το 13ο αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 14ου αιώνος μ.Χ. (Το 1285 μ.Χ. είναι ήδη Μητροπολίτης Κρήτης, ενώ τα τελευταία ίχνη του αναφαίνονται κατά τον Οκτώβριο του 1322 μ.Χ.) και είχε σχέσεις τόσο με τη Λέσβο όσο και με το Σινά. Σ' αυτή την περίπτωση η Οσία θα πρέπει να έζησε το αργότερο μέχρι το πρώτο ήμισυ του 14ου αιώνος μ.Χ.
Η οικογένεια της Οσίας ήταν πλούσια και η περιουσία της διατέθηκε από την Αγία σε έργα φιλανθρωπίας και ευποιίας. Δεν πρέπει να ήταν μοναχή, διότι αυτό δεν αναφέρεται πουθενά στην Ακολουθία και φιλοξενούσε τους άστεγους και ενδεείς στον οίκο της, αφού ήταν αφιερωμένη στη διακονία των ελαχίστων και πασχόντων αδελφών της.
Η Καλή έζησε με σωφροσύνη, παρθενία, άσκηση, νηστείες και αδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του βίου της είναι η φιλανθρωπία. Κίνητρό της ήταν ο πόθος της να τηρεί τις εντολές του Χριστού, να μιμείται τη θεϊκή ευσπλαχνία και φιλανθρωπία και να εκφράζει με κάθε τρόπο την αγάπη της προς τους συνανθρώπους της.
Στην Ακολουθία της αναφέρονται και θαύματα της Αγίας. Κάποια φορά που ζύμωσε ψωμί, για να το μοιράσει στους φτωχούς, ο Θεός έκανε ώστε να μην λιγοστεύει το ψωμί που της απόμενε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη δεν ελαττωνόταν το αλεύρι της χήρα στο Σαρεπτά, παρ' όλο που τρεφόταν με αυτό ο Προφήτης Ηλίας, η χήρα και τα παιδιά της.
Αλλά και μετά την κοίμησή της η Αγία συνέχισε αδιάκοπα να ευεργετεί τους ανθρώπους, χαρίζοντας την θεραπεία πιο ασθενείς με τις ικεσίες της προς τον Κύριο. Είναι τόσα πολλά τα θαύματα των ιάσεων, ώστε ο υμνογράφος κάνει λόγο για «πέλαγος θαυμάτων» και την αποκαλεί «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχών και σωμάτων, αλλά κυρίως ασθένειες επώδυνες, χρόνιες και δυσίατες, ρευματισμούς και αρθρίτιδες, παραλύσεις των αρθρώσεων και παραμορφώσεις των μελών του σώματος.
Η μνήμη της Οσίας Καλής αναφέρεται, επίσης, στις 22 Μαΐου και το Σάββατο της Διακαινησίμου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Ὡς τῆς παρθενίας κάλλος θαυμαστὸν καὶ τῶν πεινώντων διατροφή, θεραπεία ἀσθενῶν, τῶν Ὁσίων ἀγλάϊσμα, τῆς εὐποιΐας κανὼν, Καλὴ θαυματόβρυτε, πρέσβευε Χριστῷ τὰ καλὰ δοθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπὶ γῆς ἐβίωσας, νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις, προσευχαῖς σχολάζουσα, μελέταις θείων λογίων, πράξεσι καὶ εὐποιΐαις ἀκοπιάστως· νυν δὲ ζῇς ἐν οὐρανίοις, ἔνθα σχολάζεις θεωρίαις καὶ πρεσβείαις πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.
Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου, Σωτήρ.
Ὡς ἥλιος ἡμῖν, ἡ ἁγία σου μνήμη, ἀνέτειλε σαφῶς, τὰς ἡμῶν διανοίας φωτίζουσα, πανεύφημε, τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, τῶν τιμώντων σοῦ ἀξιόχρεῳς, παρθένε, τὸ μνημόσυνον τὸ ἱερὸν θείοις ὕμνοις, Καλὴ παμμακάριστε.
Ὁ Οἶκος
Θυγάτηρ μὲν ὤφθης τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Τῷ Δευτέρῳ δὲ συνήφθης ἐκ πράξεως, τὰς ἀρετάς, ὥσπερ προῖκα, τούτῳ φέρουσα δαψιλῶς, ἀξιέραστε. Σὺ γὰρ πέφυκας τρανῶς τῶν Παρθένων καύχημα, τῶν ἐλεημόνων τε ἡ ἀρχέτυπος στήλη, ἐν ἐλέει τὸν ἐλεήμονα Νυμφίον σου θεραπεύσασα. Διὰ τοῦτο μεγάλως σὲ ἐδόξασε, διαυγεστάτην πηγὴν ἀναδείξας σε, κρουνοὺς θαυμάτων βρύουσαν καὶ χειμάῤῥους ἰαμάτων ἀενάως ἐκβλύζουσαν. Ἀλλὰ πρέσβευε νῦν πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, τῶν Παρθένων ἡ καλλονή, ἐνδεῶν, ἀπόρων ὁ ἀκένωτος θησαυρός, τῶν δεινῶς πασχόντων ἰάτραινα ἀρίστη, Καλὴ Ὁσιωτάτη, λάμπουσα θαύμασι.
Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ὁ Ταβεννησιώτης
Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, κοντὰ στὸν Ὅσιο Παχώμιο τὸν Μέγα. Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιὰ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, τὸ προφητικὸ δῶρο καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος, κατὰ κόσμον Ἐλεάζαρ, γεννήθηκε περὶ τὸ 1386 στὸ χωριὸ Βιντελεμπιέ, κοντὰ στὸ Πσκώφ. Ἀπὸ τὸ ἴδιο χωριὸ καταγόταν ὁ Ὅσιος Νίκανδρος τοῦ Πσκὼφ († 24 Σεπτεμβρίου).
Οἱ γονεῖς του Ἐλεάζαρ ἤθελαν νὰ νυμφεύσουν τὸν υἱό τους, ἀλλὰ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Σνετνογκόρσκϊυ, ὅπου ἔγινε μοναχός.
Περὶ τὸ 1425, ἐπιθυμώντας ὁ Ὅσιος νὰ ζήσει σὲ ἀπομόνωση, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς ἐγκαθίσταται σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελλὶ στὸν ποταμὸ Τόλβα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ Πσκώφ. Ἐδῶ εἶδε σὲ ὅραμα τοὺς τρεῖς Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, οἱ ὁποῖοι τοῦ ὑπέδειξαν τὸν τόπο ὅπου θὰ οἰκοδομοῦσε μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη σὲ αὐτούς. Ἀμέσως μετά, τὸν πλησίασε ἕνας εὐσεβὴς μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφεὶμ καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο Εὐφρόσυνο ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται καὶ ἄλλοι ἀσκητὲς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ζήσουν μαζί του τὸν ἀναχωρητικὸ βίο.
Τὸ 1477 ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κατασκεύασε στὴν τοποθεσία ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στοὺς τρεῖς Ἱεράρχες καὶ τὸν Ὅσιο Ὀνούφριο καὶ κελλιὰ γιὰ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἄρχισε νὰ δέχεται ὅσους εἶχαν ἀνάγκη πνευματικὴ καθοδήγηση. Σὲ ὅσους μοναχοὺς τὸν ἐπισκέπτονταν ὁ Ὅσιος ἔλεγε νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὸν μοναχικὸ κανόνα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε φτιάξει. Αὐτὸς ὁ κανόνας στὴν πραγματικότητα ἦταν μία διδασκαλία γιὰ τὴν ἀληθινὴ εὐαγγελικὴ ζωὴ ποὺ πρέπει νὰ ζεῖ ἕνας μοναχός.
Ἀπὸ ταπείνωση καὶ διάθεση νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν προσευχή, ὁ Ὅσιος δὲν ἀνέλαβε ποτὲ τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου, ἀλλὰ συνέχισε νὰ ζεῖ ὡς ἐρημίτης λίγο μακριά, στὶς ὄχθες τῆς λίμνης τοῦ Πσκώφ.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κοιμήθηκε σὲ ἡλικία ἐνενήντα πέντε ἐτῶν, τὸ 1481. Στὸν τάφο του τοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα του, εἰκονογραφημένη ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἰγνάτιο, ὅταν ἀκόμα ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἦταν στὴ ζωὴ καὶ ἡ διαθήκη ποὺ ὁ ἴδιος ἄφησε στὴν ἀδελφότητα καὶ ἔγραψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια σὲ περγαμηνὴ καὶ ἐπικύρωσε μὲ μολυβένια σφραγίδα ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ, Θεόφιλος.
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων τοῦ Πσκώφ
Δεν έχουμε πληροφορίες για τον βίο του Αγίου. Η μνήμη του επαναλαμβάνετε και στις 7 Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Ἀναχωρητής
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος, τῆς Νερέκτα, κατὰ κόσμον Ἰάκωβος, γεννήθηκε ἀπὸ μία ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ Βλαντιμὶρ τοῦ Κλιάζμα. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ ἱερεὺς Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος διακονοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ οἰκογένειά του τὸν ἔστειλε στὸ σχολεῖο καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ὁ Ὅσιος εἶχε μάθει πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή.
Ποθώντας τὸν μοναχικὸ βίο κατέφυγε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ ἔγινε μοναχός.
Γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ πῆγε στὰ περίχωρα τῆς Νερέκτα. Ἐδῶ, στὸν ποταμὸ Γκριντένκα, βρῆκε ἕνα κατάλληλο μέρος γιὰ μοναστήρι, ἕνα ὑπερυψωμένο τοπίο, σὰ νησί, μέσα στὸ πυκνὸ δάσος. Ὁ Ὅσιος ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κτίσουν ἕνα μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Σιπάνοβο, στὰ σύνορα μὲ τὴν πόλη Κοστρόμα. Οἱ κάτοικοι τῆς Νερέκτα μὲ χαρὰ συναίνεσαν καὶ βοήθησαν στὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἁγιογράφησε μία εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀφοῦ ἔψαλλε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, τὴν μετέφερε στὸ μέρος ὅπου θὰ ἔκτιζε τὸ ναό, ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅταν ἡ κατασκευὴ ὁλοκληρώθηκε, ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὀργάνωσε τὸ νέο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο σύντομα ἄρχισε νὰ προσελκύει μοναχούς.
Στὸ νέο μοναστήρι οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε ἀπὸ μόνοι τους νὰ καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ νὰ τρέφουν τοὺς ἑαυτοὺς τους μὲ τὸν μόχθο τῶν χεριῶν τους. Ὁ Ὅσιος ἔδιδε πρῶτος τὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὴν ἐργασία του.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας τὸ 1384, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν ὁποῖο καὶ ἔκτισε.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Παχωμίου στὶς 23 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Κένο
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Κένο ἔζησε τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως κοντὰ στὴν περιοχὴ τῆς λίμνης Κένο, στὴν ἐπαρχία τῆς Καργκοπόλ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Τύχωνος Ἐπισκόπου Ζαντόνκ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Τύχωνος, Ἐπισκόπου τοῦ Ζαντὸνκ στὶς 13 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος ἔγινε τὸ 1846 κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ νέου καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ζαντόνκ.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος (Κεδρώφ) ἦταν πρεσβύτερος στὴν πόλη Γιαράνκ, κοντὰ στὴν ἐπαρχία Βυάτκα τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ τὸν γάμο του μὲ τὴν πρεσβυτέρα Ἐλισάβετ ἀπέκτησε τρεῖς υἱούς, τοὺς Ἱερομάρτυρες Παχώμιο καὶ Ἀβέρκιο, τὸν Μιχαὴλ Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Βρασλάβα τῆς Πολωνίας καὶ μία θυγατέρα, τὴν Βέρα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε τὸ 1936.
Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀβέρκιος, κατὰ κόσμον Πολύκαρπος Κεδρώφ, γεννήθηκε στὶς 2 Μαρτίου 1879 στὴν πόλη Γιαρὰνκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἱερομάρτυρα Νικόλαο καὶ τὴν Ἐλισάβετ. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Βυάτκα καὶ στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὶς 2 Ἰουλίου 1910 ἔγινε μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Φιλανδίας Σέργιο Στραγκορόντσκυ, ὀνομάσθηκε Ἀβέρκιος καὶ στὶς 5 τοῦ ἰδίου ἔτους εἰσῆλθε στὴν ἱερωσύνη. Ἀνέλαβε καθήκοντα διευθυντοῦ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τοῦ Ζχιτομὶρ καὶ στὶς 27 Ἰουνίου 1915 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος συνελήφθη γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸ σοβιετικὸ καθεστὼς τὸ 1922 καὶ ἐξορίσθηκε στὸ Οὐζμπεκιστάν. Κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη ἀγωνίσθηκε κατὰ τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Τὸ 1925 ζοῦσε στὴ Μόσχα καὶ παρευρέθηκε στὴν κηδεία τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Συνελήφθη ἐκ νέου τὸ 1926 καὶ φυλακίσθηκε στὸ Ζχιτομίρ. Κατόπιν μεταφέρθηκε στὴ φυλακὴ Μπουτύρκι στὴ Μόσχα.
Ὁ σθεναρὸς Ἀβέρκιος, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀρχιεπίσκοπο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «κρατικῆς θρησκείας», τὴν ὁποία τὸ ἄθεο καθεστὼς προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλει.
Τὸ 1929 φυλακίσθηκε στὸ Μπουτύρκι καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1930 ἐξορίσθηκε στὴν πόλη τοῦ Ἀρχαγγέλσκ. Ἀπὸ τὸ 1933 μέχρι τὸ 1934 ἦταν ἐξόριστος στὴν πόλη Βὶρκ στὴν Μπασκιρία, ὅπου συνελήφθη καὶ καταδικάσθηκε, τὸ 1937, στὸν διὰ τυφεκισμοῦ θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Παχώμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παχώμιος, κατὰ κόσμον Πέτρος Κεδρώφ, γεννήθηκε στὶς 30 Ἰουλίου 1876 στὴν πόλη Γιαρὰνκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα καὶ ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀβερκίου. Ἀπὸ τὴν φύση του ὁ Πέτρος ἦταν ταπεινὸς καὶ πρᾶος καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Ἐκκλησία. Μετὰ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν, ὅταν διευθυντὴς ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντώνιος (Χαροποβίτσκϊυ).
Ὁ Πέτρος εἶχε τόση ἁπλότητα, ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἐκπληρώσει κυριολεκτικὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ λέγει: «Καὶ ἂν κάτι τόσο σπουδαῖο σὰν τὸ δεξί σου μάτι σὲ σκανδαλίζει, βγάλε το καὶ πέταξε το. Γιατί σὲ συμφέρει νὰ χάσεις ἕνα μέλος σου, παρὰ νὰ ριφθεῖ ὅλο τὸ σῶμα σου στὴν κόλαση». Γι’ αὐτὸ μία νύχτα ἀποπειράθηκε νὰ κάψει τὸ ἕνα του μάτι μὲ ἕνα κερί. Τὸ ἔγκαυμα ἦταν τόσο σοβαρὸ ποὺ ἀπαίτησε χειρουργικὴ ἐπέμβαση.
Τὸ 1899 εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τὸ 1916 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σταροντοὺμπ τῆς ἐπαρχίας Τσέρνιγκωφ, γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ τὸ ἑπόμενο ἔτος.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος οἱ ἀρχὲς προσπάθησαν νὰ τὸν συλλάβουν μία ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν τοὺς ἐμπόδισε. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος εἶχε τὴν συνήθεια νὰ παραμένει ἐπὶ πολὺ ὥρα στὸ ἱερὸ βῆμα, ὅταν τελείωνε τὶς Ἀκολουθίες. Ἐκεῖ τὸν συνέλαβαν γιὰ πρώτη φορά. Ἡ ἱστορία ἐπανελήφθη πολλὲς φορές. Αὐτὸς ἦταν ὁ συνεχὴς ἐφιάλτης ποὺ ἄρχισε νὰ ὑπονομεύει τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.
Ἀθεϊστικὴ ἐπιτροπὴ ἐπιστημόνων ἔπρεπε νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ἁγιότητα τῶν ἱερῶν λειψάνων, τὰ ὁποία πολλὲς φορὲς πετοῦσαν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος ἔζησε τὴν σκηνὴ τῆς ἔρευνας γιὰ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Τσέρνιγκωφ. Μόνο ποὺ ὅταν τὰ ἄνοιξαν, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανέναν νὰ πλησιάσει. Οἱ ἀρχὲς πῆραν τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ τοποθέτησαν στὸ μουσεῖο.
Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ Χριστιανοὶ τὰ μετέφεραν κρυφά. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος συνελήφθη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του τὸ 1923, βρῆκε καταφύγιο στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, στὴ Μόσχα. Ἐδῶ συνελήφθη καὶ μετὰ τὸν ἐγκλεισμό του στὴν φυλακὴ Μπουτύρκι τῆς Μόσχας καταδικάσθηκε σὲ τριετὴ ἐξορία σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν ἀντιφρονούντων.
Τὸ 1927, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἐπίσκοπο Ἀβέρκιο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «κρατικῆς θρησκείας» καὶ τῆς προσπάθειας τῶν κρατούντων νὰ ἀποϊεροποιήσουν τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος καὶ πάλι συνελήφθη καὶ ἐξορίσθηκε στὴν Κουζέμα. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος, γιὰ νὰ συλληφθεῖ ἐκ νέου τὸ 1930, μὲ τὶς κατηγορίες τῆς ἐπαναστατικῆς δραστηριότητας, τῆς ὑποκινήσεως τῶν ἱερῶν σὲ ἀντίσταση, τῆς ἐκκλησιαστικῆς δραστηριότητας.
Τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Παχωμίου συνέβη τὸ 1937.
Άγιος Αρέθας των Αλταΐων
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Αγίου.
Άγιοι Dymphna και Gerebernus
Η Αγία Ντύμφα (Dymphna ή Dympna ή Dimpna) ήταν κόρη του τοπικού βασιλιά κάποιας περιοχής της Ιρλανδίας τον 7ο αι. μ.Χ. Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης, αλλά η μητέρα της χριστιανή κι έτσι η κοπέλα αγάπησε το χριστιανισμό και βαφτίστηκε κρυφά απ' τον πατέρα της. Η ζωή της ήταν πολύ πνευματική και αφοσιωμένη στο Χριστό, έδωσε μάλιστα υπόσχεση αγνότητας.
Μετά το θάνατο της μητέρας της, ο βασιλιάς πένθησε τρομερά, όμως με τον καιρό θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Ανάθεσε λοιπόν στους ανθρώπους του να του βρουν μια όμορφη και καλή σύζυγο. Εκείνοι όμως, αφού ερεύνησαν, του είπαν πως δεν υπάρχει πιο όμορφη και συνετή γυναίκα στο βασίλειό του από την κόρη του! Τότε ο βασιλιάς αποφάσισε να παντρευτεί την κόρη του!
Η Ντύμφα, μπροστά σ' αυτό τον τρομαχτικό πειρασμό, το 'σκασε με τη βοήθεια του πνευματικού της, του Αγίου Gerebernus (ή Gerebran). Ο βασιλιάς όμως τους καταδίωξε, τους ανακάλυψε σ' ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Cheel (ή Geel), κοντά στη σημερινή Αμβέρσα, και τους σκότωσε και τους δυο. Ήταν 15 Μαΐου, κάπου μεταξύ 620 & 640 μ.Χ., και η αγία ήταν 15 χρονών.
Σύντομα άρχισαν να σημειώνονται θαύματα στον τάφο της Αγίας, που σχετίζονταν κυρίως με θεραπείες ψυχοπαθών. Έτσι πολλοί άρχισαν να επισκέπτονται το Geel και να προσκυνούν στον τάφο της αγίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην κοινότητα μια παράδοση φιλανθρωπίας, φιλοξενίας και φροντίδας ανθρώπων με ψυχικό νόσημα, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η βιογραφία της συντάχθηκε το 13ο μ.Χ. αιώνα, αλλά υπάρχουν και πολλά καταγεγραμμένα θαύματά της. Η αγία Ντύμφα είναι μια αγία του ορθόδοξου παρελθόντος της Δύσης και, παρόλο που τιμάται ιδιαίτερα από τη Δυτική Εκκλησία, είναι μια ορθόδοξη αγία. Ας έχουμε την ευχή της, ιδιαίτερα οι αδελφοί μας που χρειάζονται τη βοήθειά της.
Ανακομιδή Ιερών λειψάνων του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη και Ομολογητή
Ο αρχαιότερος γνωστός Ερημίτης Άγιος της Κρήτης είναι ο Άγιος Κοσμάς ο Ομολογητής (βλέπε 2 Σεπτεμβρίου),
ο οποίος κοιμήθηκε το έτος 658 μ.Χ. Η βιογραφία του μας είναι γνωστή
από την παλαίτυπη σειρά «Acta Sanctorum», καθώς και από άλλες πηγές.
Όπως αναφέρει η παραπάνω πηγή, ο Κρητικός Νότος δεν ήταν τόσο φημισμένος τα χρόνια εκείνα για τον πλούτο, όσο για το πλήθος των ανδρών που ασκούνταν στην πίστη του Χριστού.
Ο Άγιος Κοσμάς ανήκει στην κατηγορία των ασκητών που αφιερώθηκαν στον Θεό με βαθιά άσκηση και τέλεια αποταγή εκ του κόσμου, μέσα σε σπήλαιο που βρισκόταν στα νότια παράλια της Κρήτης. Οι πνευματικοί του αγώνες έγιναν πολύ γνωστοί. Όπως συνάγεται από τον βίο του έζησε με θεϊκή φλόγα και ασκήθηκε με μεγάλο πόθο ψυχής, αντιμαχόμενος το κοσμικό φρόνημα.
Ο εν λόγω Άγιος στο σπήλαιο όπου αθλήθηκε πνευματικά αποκτώντας μεγάλες αρετές, στο ίδιο σπήλαιο ενταφιάσθηκε με αφάνεια. Οι γειτονικοί κάτοικοι της ερημιάς μέσα στην οποία έζησε δημιούργησαν λατρεία για αυτόν και επειδή ήταν δύσκολη η πρόσβαση στον Τόπο του σπηλαίου του, μετέφεραν το σκήνωμά του σε πόλη, στολίζοντάς το με ιδιαίτερο τρόπο.
Παρατήρησαν όμως ότι όσο χρονικό διάστημα, περίπου για τρία χρόνια και έξι μήνες, το σώμα του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, βρισκόταν στην πόλη αυτή, μακριά από τον τόπο της άσκησής του, επικράτησαν ξηρασίες, χάθηκαν τεράστιες σοδειές σιτηρών και σταμάτησε ο ουρανός να δίδει βροχή. Την κατάσταση αυτή οι άνθρωποι την αιτιολόγησαν εξ αιτίας της μεταφοράς του λειψάνου του ερημίτη στον κόσμο, γι’ αυτό και αποφάσισαν να επιστρέψουν το λείψανό του στο σπήλαιο της άσκησής του. Τότε σταμάτησε η ξηρασία, έπεσε άφθονη βροχή και η γη χόρτασε από νερό. Στο σπήλαιο αυτό το σώμα του Αγίου έμεινε μέσα σε ταφικό μνημείο, τιμώμενο από όλους με περισσή ευλάβεια.
Το έτος 1058 μ.Χ., Βενετσιάνοι έμποροι ήλθαν με πλοίο στα νότια παράλια της Κρήτης, πέρασαν τα δύσβατα μέρη που οδηγούσαν στον τόπο της σπηλιάς που ήταν θαμμένος ο Άγιος το 658 μ.Χ., έκλεψαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Βενετία, στο γνωστό Νησί του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος. Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στο βιβλίο «DELLE INSCRIZIONI VENEZIANE». Το άφθαρτο σκήνωμα του Αγίου παρέμενε στη Βενετία, στον παραπάνω αναφερόμενο Ναό, μέσα σε μια λάρνακα.
Περί το 2000 μ.Χ., το Μοναστήρι της Παναγίας του Κουδουμά, της Ιεράς Μητρόπολεως Γορτύνης και Αρκαδίας, άρχισε να μελετά και να ασχολείται με τον Άγιο Κοσμά τον Ερημίτη. Το Μοναστήρι αυτό σε ένδειξη σεβασμού προς τον Άγιο Κοσμά, ανακαίνισε ένα από τα σπήλαια της Ιεράς Μονής, αφιέρωσε Ιερό Ναό στο όνομά του, και κάθε χρόνο γιορτάζει τη μνήμη του, που είναι στις 2 Σεπτεμβρίου, στο συγκεκριμένο σπήλαιο.
Στο διάβα του χρόνου, η Ιερά Μονή Κουδουμά ήρθε, κατά την εκκλησιαστική τάξη, σε επαφή με το παραπάνω Μοναστήρι στη Βενετία, παρακαλώντας να δοθεί τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου.
Μετά από επισκέψεις των πατέρων της Ιεράς Μονής Κουδουμά μαζί με ειδικούς ερευνητές και μετά από μια μακρά ιστορία συνεννοήσεων, στην τελευταία επίσκεψη της Αντιπροσωπίας της Ιεράς Μονής του Κουδουμά στη Βενετία, αφού προηγήθηκαν μελέτες, εγκρίσεις των Ιταλικών αρχαιολογικών υπηρεσιών, με άδεια του Ρωμαιοκαθολικού Πατριαρχείου Βενετίας, στις 16 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ., έγινε η τελευταία φάση της αποσφράγισης του ιερού λειψάνου του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη.
Τελικά, δόθηκε στη Ιερά Μονή Κουδουμά από τους Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς της Μονής Αγίου Γεωργίου του Μείζονος της Βενετίας και το Ρωμαιοκαθολικό Πατριαρχείο Βενετίας, ικανό μέρος από τα ιερά λείψανα του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, μέρος από το ύφασμα που κάλυπτε τον Άγιο, τέσσερα μεγάλα τμήματα από τη ζωγραφική επιφάνεια της εικονομαχικής λάρνακας του 8ου αιώνα μ.Χ. που κάλυπτε τον Άγιο καθώς και οι αρχαίες κλειδαριές της, για να φιλοξενηθούν για πάντα στο Μοναστήρι του Κουδουμά. Η λάρνακα ξανακλείσθηκε και σφραγίσθηκε με βουλοκέρι.
Στις 17 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. η αποστολή της Ιεράς Μονής Κουδουμά αναχώρησε με πλοίο από τη Βενετία, τα εν λόγω ιερά λείψανα έφθασαν στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας, στις 20 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. και από εκεί κατέφθασαν στο Μοναστήρι του Κουδουμά όπου έγινε η υποδοχή τους και ακολούθησε ιερά αγρυπνία.
Η Εκκλησία Κρήτης χαιρετίζει με βαθιά πνευματική αγαλλίαση, την έλευση του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη στον τόπο της άσκησής του, τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Η επανακομιδή τμήματος του ιερού λειψάνου Του στην Κρήτη αποτελεί, από πλευράς αρχαιότητας, το δεύτερο σπουδαιότερο γεγονός επιστροφής τιμίου λειψάνου, στη Μεγαλόνησο Κρήτη, μετά την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αγίου Αποστόλου Τίτου, Πρώτου Επισκόπου της Αποστολικής Εκκλησίας Κρήτης.
Όπως αναφέρει η παραπάνω πηγή, ο Κρητικός Νότος δεν ήταν τόσο φημισμένος τα χρόνια εκείνα για τον πλούτο, όσο για το πλήθος των ανδρών που ασκούνταν στην πίστη του Χριστού.
Ο Άγιος Κοσμάς ανήκει στην κατηγορία των ασκητών που αφιερώθηκαν στον Θεό με βαθιά άσκηση και τέλεια αποταγή εκ του κόσμου, μέσα σε σπήλαιο που βρισκόταν στα νότια παράλια της Κρήτης. Οι πνευματικοί του αγώνες έγιναν πολύ γνωστοί. Όπως συνάγεται από τον βίο του έζησε με θεϊκή φλόγα και ασκήθηκε με μεγάλο πόθο ψυχής, αντιμαχόμενος το κοσμικό φρόνημα.
Ο εν λόγω Άγιος στο σπήλαιο όπου αθλήθηκε πνευματικά αποκτώντας μεγάλες αρετές, στο ίδιο σπήλαιο ενταφιάσθηκε με αφάνεια. Οι γειτονικοί κάτοικοι της ερημιάς μέσα στην οποία έζησε δημιούργησαν λατρεία για αυτόν και επειδή ήταν δύσκολη η πρόσβαση στον Τόπο του σπηλαίου του, μετέφεραν το σκήνωμά του σε πόλη, στολίζοντάς το με ιδιαίτερο τρόπο.
Παρατήρησαν όμως ότι όσο χρονικό διάστημα, περίπου για τρία χρόνια και έξι μήνες, το σώμα του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, βρισκόταν στην πόλη αυτή, μακριά από τον τόπο της άσκησής του, επικράτησαν ξηρασίες, χάθηκαν τεράστιες σοδειές σιτηρών και σταμάτησε ο ουρανός να δίδει βροχή. Την κατάσταση αυτή οι άνθρωποι την αιτιολόγησαν εξ αιτίας της μεταφοράς του λειψάνου του ερημίτη στον κόσμο, γι’ αυτό και αποφάσισαν να επιστρέψουν το λείψανό του στο σπήλαιο της άσκησής του. Τότε σταμάτησε η ξηρασία, έπεσε άφθονη βροχή και η γη χόρτασε από νερό. Στο σπήλαιο αυτό το σώμα του Αγίου έμεινε μέσα σε ταφικό μνημείο, τιμώμενο από όλους με περισσή ευλάβεια.
Το έτος 1058 μ.Χ., Βενετσιάνοι έμποροι ήλθαν με πλοίο στα νότια παράλια της Κρήτης, πέρασαν τα δύσβατα μέρη που οδηγούσαν στον τόπο της σπηλιάς που ήταν θαμμένος ο Άγιος το 658 μ.Χ., έκλεψαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Βενετία, στο γνωστό Νησί του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος. Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στο βιβλίο «DELLE INSCRIZIONI VENEZIANE». Το άφθαρτο σκήνωμα του Αγίου παρέμενε στη Βενετία, στον παραπάνω αναφερόμενο Ναό, μέσα σε μια λάρνακα.
Περί το 2000 μ.Χ., το Μοναστήρι της Παναγίας του Κουδουμά, της Ιεράς Μητρόπολεως Γορτύνης και Αρκαδίας, άρχισε να μελετά και να ασχολείται με τον Άγιο Κοσμά τον Ερημίτη. Το Μοναστήρι αυτό σε ένδειξη σεβασμού προς τον Άγιο Κοσμά, ανακαίνισε ένα από τα σπήλαια της Ιεράς Μονής, αφιέρωσε Ιερό Ναό στο όνομά του, και κάθε χρόνο γιορτάζει τη μνήμη του, που είναι στις 2 Σεπτεμβρίου, στο συγκεκριμένο σπήλαιο.
Στο διάβα του χρόνου, η Ιερά Μονή Κουδουμά ήρθε, κατά την εκκλησιαστική τάξη, σε επαφή με το παραπάνω Μοναστήρι στη Βενετία, παρακαλώντας να δοθεί τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου.
Μετά από επισκέψεις των πατέρων της Ιεράς Μονής Κουδουμά μαζί με ειδικούς ερευνητές και μετά από μια μακρά ιστορία συνεννοήσεων, στην τελευταία επίσκεψη της Αντιπροσωπίας της Ιεράς Μονής του Κουδουμά στη Βενετία, αφού προηγήθηκαν μελέτες, εγκρίσεις των Ιταλικών αρχαιολογικών υπηρεσιών, με άδεια του Ρωμαιοκαθολικού Πατριαρχείου Βενετίας, στις 16 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ., έγινε η τελευταία φάση της αποσφράγισης του ιερού λειψάνου του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη.
Τελικά, δόθηκε στη Ιερά Μονή Κουδουμά από τους Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς της Μονής Αγίου Γεωργίου του Μείζονος της Βενετίας και το Ρωμαιοκαθολικό Πατριαρχείο Βενετίας, ικανό μέρος από τα ιερά λείψανα του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, μέρος από το ύφασμα που κάλυπτε τον Άγιο, τέσσερα μεγάλα τμήματα από τη ζωγραφική επιφάνεια της εικονομαχικής λάρνακας του 8ου αιώνα μ.Χ. που κάλυπτε τον Άγιο καθώς και οι αρχαίες κλειδαριές της, για να φιλοξενηθούν για πάντα στο Μοναστήρι του Κουδουμά. Η λάρνακα ξανακλείσθηκε και σφραγίσθηκε με βουλοκέρι.
Στις 17 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. η αποστολή της Ιεράς Μονής Κουδουμά αναχώρησε με πλοίο από τη Βενετία, τα εν λόγω ιερά λείψανα έφθασαν στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας, στις 20 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. και από εκεί κατέφθασαν στο Μοναστήρι του Κουδουμά όπου έγινε η υποδοχή τους και ακολούθησε ιερά αγρυπνία.
Η Εκκλησία Κρήτης χαιρετίζει με βαθιά πνευματική αγαλλίαση, την έλευση του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη στον τόπο της άσκησής του, τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Η επανακομιδή τμήματος του ιερού λειψάνου Του στην Κρήτη αποτελεί, από πλευράς αρχαιότητας, το δεύτερο σπουδαιότερο γεγονός επιστροφής τιμίου λειψάνου, στη Μεγαλόνησο Κρήτη, μετά την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αγίου Αποστόλου Τίτου, Πρώτου Επισκόπου της Αποστολικής Εκκλησίας Κρήτης.
Ανάμνηση Θαύματος Αγίας Βαρβάρας στην Λευκάδα
Στην Λευκάδα, εκτός από την 4η Δεκεμβρίου (οπότε τιμάται η μνήμη της Αγίας Βαρβάρας), μεγάλη πανήγυρη γίνεται και την Γ' Κυριακή του Μαΐου. Τότε, οι Λευκαδίτες ευχαριστούν την Αγία Βαρβάρα για τη διάσωση του νησιού από την φοβερή μάστιγα της ευλογιάς στα 1922 μ.Χ. Τελείται μάλιστα και λιτανεία, που ξεκινάει από τον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής και περιέρχεται τους δρόμους της πόλης.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε τῆς Λευκάδος οἱ οἰκισταί, μέλψωμεν ἐν ὕμνοις , τήν Βαρβάραν τήν θαυμαστήν, τήν ἡμῶν προστάτιν, παρέχουσαν ἰάσεις, τοῖς πόθῳ τῷ τεμένει αὐτῆς προστρέχουσιν.
Σύναξη πάντων των Ευβοέων Αγίων
Η Εορτή των Ευβοέων Αγίων καθιερώθηκε το 1971 μ.Χ. από τον μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο (Σελέντη) να εορτάζεται την Κυριακή του Παραλύτου. Οι Άγιοι που συνδέθηκαν με την Εύβοια, αλλά και τα Νησιά των Βορείων Σποράδων και συγκαταλέγονται στους Ευβοείς Αγίους είναι:
1) Απόστολος Παύλος, ο οποίος κατά την 2η Αποστολική Περιοδεία διήλθε από τον Πορθμό του Ευρίπου (βλέπε 29 Ιουνίου).
2) Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου, ο οποίος μαρτύρησε το έτος 311 μ.Χ. στη Χαλκίδα (βλέπε 20 Ιουνίου).
3) Άγιος Ρηγίνος, Επίσκοπος Σκοπέλου, ο οποίος μαρτύρησε κατά τον 4ον αι. μ.Χ (βλέπε 25 Φεβρουαρίου).
4) Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε» (βλέπε 26 Νοεμβρίου).
5) Όσιος Χριστόδουλος της Πάτμου, ο οποίος έζησε κατά τον 11ο αι. μ.Χ. (βλέπε 16 Μαρτίου).
6) Όσιος Νικόλαος ο Σικελιώτης (βλέπε 23 Αυγούστου).
7) Όσιος Γρηγόριος ο εν Στρογγύλη των Λιχάδων, ο οποίος έζησε κατά τον 11ο αι. μ.Χ.
8) Όσιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ο Χαλκιδεύς, ο οποίος έζησε κατά τον 11ο αι. μ.Χ. (βλέπε 31 Δεκεμβρίου).
9) Όσιος Ευθύμιος ο ασκητής, ο οποίος έζησε κατά τον 12ο αι. μ.Χ.
10) Όσιος Δανιήλ ο «Στυλίτης», ο οποίος έζησε κατά τον 12ο αι. μ.Χ.
11) Άγιος Άνθιμος Αθηνών και Ευρίπου και Πρόεδρος Κρήτης ο Ομολογητής, ο οποίος κοιμήθηκε κατά το έτος 1371 μ.Χ.
12) Όσιος Γεράσιμος Σιναΐτης ο Ευβοεύς, ο οποίος έζησε κατά τον 14ο αι. μ.Χ. (βλέπε 7 Δεκεμβρίου).
13) Όσιος Ιωσήφ ο Ευβοεύς, ο οποίος έζησε κατά τον 14ο αι. μ.Χ.
14) Όσιος Σάββας ο νέος ο εν τω Άθω, του οποίου η μνήμη τελείται στο Άγιο Όρος, την Β΄ Κυριακή του Ματθαίου.
15) Τιμόθεος Μητροπολίτης Ευρίπου, ο ιδρυτής της Μονής Πεντέλης, ο οποίος έζησε κατά τον 16ο αι. μ.Χ. (βλέπε 16 Αυγούστου).
16) Οσιομάρτυς Θεοφάνης, ο οποίος μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1588 μ.Χ. (βλέπε 8 Ιουνίου).
17) Όσιος Συμεών ο ανυπόδητος και μονοχίτων, ο οποίος κοιμήθηκε κατά το έτος 1594 μ.Χ. (βλέπε 19 Απριλίου).
18) Όσιος Δαβίδ ο εν Ευβοία, ο οποίος έζησε κατά τον 16ο αι. μ.Χ. (βλέπε 1 Νοεμβρίου).
19) Οσιομάρτυς Γεράσιμος ο Μεγαλοχωρίτης, ο οποίος έζησε κατά τον 18ο αι. μ.Χ. (βλέπε 3 Ιουλίου).
20) Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος, ο οποίος κοιμήθηκε κατά το 1730 μ.Χ. (βλέπε 27 Μαΐου).
21) Όσιος Ιερόθεος ο εκ Καλαμών, ο οποίος κοιμήθηκε κατά το έτος 1745 μ.Χ. (βλέπε 13 Σεπτεμβρίου).
22) Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος κοιμήθηκε κατά το έτος 1809 μ.Χ. (βλέπε 14 Ιουλίου).
23) Όσιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Διδάσκαλος του Γένους και Εθνοϊερομάρτυς, ο οποίος κήρυξε το θείο λόγο και στη νήσο Σκόπελο (βλέπε 24 Αυγούστου).
24) Όσιος Νήφων, ο νέος Κοινοβιάρχης, ιδρυτής της Ι.Μ. Ευαγγελιστρίας Σκιάθου, ο οποίος εκοιμήθη το 1809 μ.Χ. (βλέπε 28 Δεκεμβρίου).
25) Άγιος Νεκτάριος ο Πενταπόλεως, ο οποίος υπηρέτησε σαν Ιεροκήρυκας στην Εύβοια (1891 - 1893 μ.Χ.) (βλέπε 9 Νοεμβρίου).
26) Όσιος Νεόφυτος ο Προσμονάριος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, ο οποίος ασκήθηκε στη Λίμνη (βλέπε 21 Ιανουαρίου).
Ανάμνηση Θαύματος Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου
Το 1832 μ.Χ. μάστιζε φοβερή θανατηφόρος αρρώστια, η πανώλης, τον πληθυσμό της Μυτιλήνης. Οι θάνατοι κάθε μέρα γινότανε και περισσότεροι. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να σκορπιστούν στους γύρω λόφους ελπίζοντας ότι έτσι θα αποφύγουν τη μετάδοση της αρρώστιας. Και οι αρχές της πόλεως αφήκαν τα γραφεία τους στην πόλη και κατέφυγαν και αυτές στα βουνά. Όλα τα μέτρα όμως που έπαιρναν, ήταν ανίσχυρα να σταματήσουν την αρρώστια και το θάνατο. Η κυβέρνηση έστειλε συνεργεία γιατρών από την Κωνσταντινούπολη και φάρμακα, που πάλι δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Αλλά ό,τι δεν κατόρθωσαν οι ανθρώπινες προσπάθειες, το έκαμε η χάρη του Θεού με τις προσευχές του Αγίου Θεοδώρου.
Σ’ αυτές τις κρίσιμες μέρες και μάλιστα τη νύχτα της Παρασκευής της α΄ εβδομάδας των Νηστειών, φανερώθηκε ο Άγιος στον τότε Πρωτοσύγκελλο Καλλίνικο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μυτιλήνης και αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και του παρήγγελε να ειπεί στο Μητροπολίτη να μαζέψει τους χριστιανούς από τις εξοχές, όπου είχαν καταφύγει, να κάνουν αγρυπνία στο Μητροπολιτικό ναό και να βγάλουν και το λείψανο του από την κρύπτη του ναού.
Ο Πρωτοσύγκελλος δεν έδωσε σημασία στο όνειρο, αλλά μετά από μια εβδομάδα, και πάλι νύκτα της Παρασκευής, βλέπει το ίδιο όνειρο ζωηρότερα, και αυστηρότερον τον Άγιο. Αμέσως αυτή τη φορά έτρεξε και ανακοίνωσε στο Μητροπολίτη την εντολή του αγίου. Ο Μητροπολίτης αμέσως συνάντησε τον Τούρκο Διοικητή και του ζήτησε την αδεία να επιτρέψει να ειδοποιήσει με κάθε μέσο τους χριστιανούς, να έλθουν στο ναό και να παρακαλέσουν όλοι τον Θεό να σωθούν απ’ την αρρώστια. Οι Τούρκοι γιατροί, που ήρθαν απ’ την Κωνσταντινούπολη, αντέδρασαν. Δεν ήθελαν να γίνει συγκέντρωση από φόβο να μη μεταδοθεί η αρρώστια περισσότερο.
Όμως ο Διοικητής βλέποντας ότι ο κόσμος πέθαινε, παρ’ όλα τα μέτρα που είχαν πάρει οι γιατροί, έστω και αν είχαν απομακρυνθεί από τα σπίτια τους οι κάτοικοι, έδωκε την άδεια για συγκέντρωση και αγρυπνία.
Όλοι οι χριστιανοί με πίστη και ελπίδα έτρεξαν στο ναό, που γέμισε μέσα, έξω και τους γύρω δρόμους. Έκλαψαν, παρακάλεσαν το Θεό, και ζήτησαν και τη βοήθεια του Αγίου, που έμαθαν ότι φανερώθηκε με όνειρο στον Πρωτοσύγκελλο. Ξημέρωσε και προσευχότανε. Τις πρωινές ώρες ο Μητροπολίτης και ο Πρωτοσύγκελλος κατέβηκαν στην κρύπτη του ναού, έβγαλαν με ευλάβεια το λείψανο του Αγίου Θεοδώρου και έκαμαν μια σύντομη λιτανεία γύρω στο ναό.
Από εκείνη την ώρα δεν πέθανε κανείς Χριστιανός ή Τούρκος από την πανώλη. Η πόλη ονόμασε τον Άγιο Θεόδωρο «Πολιούχο», δηλαδή προστάτη της πόλεως και του νησιού της Λέσβου.
Τούρκοι και Έλληνες με κάθε τρόπο ομολογούσαν το θαύμα και φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό και τον προστάτη Άγιο.
Από τότε το σεπτό λείψανο του αγίου δεν το ξανάβαλαν στην κρύπτη του ναού, αλλά το τοποθέτησαν φανερά και για τους Τούρκους στη θέση του Μητροπολιτικού ναού, που βρίσκεται σήμερα και αποτελεί, όπως λέγει και το απολυτίκιο του αγίου, «θησαυρόν τιμαλφή» για την Λέσβο.
Σαν πολιούχος ο Άγιος Θεόδωρος προστάτεψε την Λέσβο και κατά τον τελευταίο πόλεμο του 1940 μ.Χ., που ενώ οι Ιταλοί βομβάρδιζαν διαφόρους στόχους, όπως τον ασύρματο της πόλεως, που ήταν στη Νεάπολη, τα εργοστάσια Σουρλάγκα στον κόλπο της Γέρας, στο λιμάνι το πλοίο «Αρντένα», καμιά βόμβα δεν πέτυχε το στόχο της και πολλές απ’ αυτές βυθίστηκαν στο έδαφος χωρίς να εκραγούν.
Σε ανάμνηση του θαύματος της διασώσεως του πληθυσμού της πόλεως από την πανώλη, από το έτος 1936 μ.Χ., με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, καθιερώθηκε νέα γιορτή στη Μυτιλήνη την Δ' Κυριακή από το Πάσχα, κατά την οποία γίνεται με μεγάλη λαμπρότητα και με συμμετοχή χιλιάδων λαού η λιτάνευση του σεπτού λειψάνου του Αγίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ πάντιμον Λείψανον τοῦ Θεοδώρου πιστοί, ἐνδόξως τιμήσωμεν ὡς θησαυρὸν τιμαλφῆ, καὶ πάντες βοήσωμεν· Σῶσον ἐκ τῶν κινδύνων τοὺς πιστῶς σε ὑμνοῦντας, ὡς πότε σὺ ἐῤῥύσω ἐκ πανώλους τὴν πόλιν, καὶ πάντας περιφρούρησον ταῖς ἱκεσίαις σου.
Πηγές:http://www.saint.gr/05/15/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/15/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»