ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 14, 16-24]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Ο ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΟΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 16-12-2001]
(Β 449) Ἔκδοσις Β΄
Κάποτε ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, ἐκλήθῃ σὲ ἕνα δεῖπνο ἀπὸ κάποιον Φαρισαῖον. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ δείπνου, ὁ Κύριος εἶπε στὸν οἰκοδεσπότη νὰ μὴν καλεῖ φίλους καὶ συγγενεῖς στὸ τραπέζι του, ἀλλὰ ἀναγκεμένους ἀνθρώπους, ποὺ δὲν θὰ εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ τοῦ ἀνταποδώσουν τὴν εὐεργεσία. Μάλιστα προσέθεσε ὁ Κύριος: «Ἀνταποδοθήσεται γὰρ σοὶ ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων». Δηλαδὴ «Θὰ ἔχεις τὴν ἀμοιβὴ σου κατὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Τώρα μὴν περιμένεις ἀμοιβή, γιατί τὸ κάλεσμα συγγενῶν καὶ φίλων δὲν θὰ εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ γεμᾶτο ἐπαίνους: ''Ἦταν ὡραῖο τὸ φαγητό. Σὲ εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς κάλεσες''» καὶ ἄλλα τέτοια. Κάποιος ἀνακείμενος ἐνθουσιάστηκε καὶ εἶπε εἰς τὸν Κύριον: «Μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδὴ εἶναι εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ καθίσει στὸ τραπέζι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ὁ Κύριος, σὰν ἀπάντηση καὶ εἰς ἐπήκοον, μάλιστα, πάντων, εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου, ποὺ σήμερα ἀκούσαμε σὰν εὐαγγελικὴ περικοπή.
Λέγει: «Ἄνθρωπὸς τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα...». Βέβαια δὲν θὰ ἐπαναλάβουμε τὴν περικοπή, γιατί θὰ μᾶς καταναλώσει χρόνον. Πιστεύω τὴν προσέξατε τὴν παραβολήν.
Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐποίησεν, ἔκανε δεῖπνον μέγα, μεγάλο δεῖπνο; Ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς, ἀγαπητοί μου, εἶναι ὁ Θεός· ποὺ στρώνει τὸ μεγάλο δεῖπνο στὴ γῆ καὶ ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία Του. Εἴδατε, λέμε «Ἁγία Τράπεζα», «Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ», «τὰ παρατιθέμενα ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης». Πραγματικὰ εἶναι ἕνα δεῖπνον.
Καὶ ὁ «παρατιθέμενος μόσχος» ποὺ λέγει, ποιός εἶναι; Ἢ ὁ ἀμνός; Εἶναι ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, ποὺ μὲ αὐτὴν βέβαια στρώνεται τὸ τραπέζι. Εἶναι τὸ δεῖπνον μέγα, γιατί μεγάλος εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ τὸ παραθέτει. Εἴπαμε, ὁ Θεός. Μεγάλα δὲ καὶ τὰ παρατιθέμενα. Ὅπως εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα· ἡ Θεία Χάρις, ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ υἱοθεσία, τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅλα ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν τράπεζα, ὅλα εἶναι μεγάλα καὶ φοβερά.
Ἀλλὰ εἶναι μεγάλο τὸ δεῖπνο ἀκόμη γιατί εἶναι καὶ οἰκουμενικό, εἶναι καὶ παγκόσμιον. Μὴν τὸ ξεχνοῦμε αὐτό. «Ἀεὶ παρατιθέμενον»· τὸ ὁποῖον παρατίθεται πάντοτε. Βλέπετε; Ἕως ὅτου ἔλθει ὁ Κύριος ξανὰ εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, τὸ δεῖπνο αὐτὸ θὰ παρατίθεται. Καὶ πάντα θὰ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χορταίνει καὶ εὐφραίνει καὶ αἰωνίζει ὅποιον σὲ αὐτὸ τὸ τραπέζι ὄντως καθίσει.
«Καὶ τὸ δεῖπνον ἑτοιμάστηκε», ὅπως μᾶς λέγει ἡ παραβολή. Καὶ ἐδῶ ἀρχίζει τώρα τὸ δεύτερο μέρος. Αὐτά, τὸ πρῶτο μέρος, ὅσον ἀφορᾷ τὸν οἰκοδεσπότη· τώρα ἐδῶ, στὸ κάλεσμα τῶν συνδαιτυμόνων. Ἐδῶ ἔχομε μία περίεργη, ἀγαπητοί μου, συμπεριφορά, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ θὰ ἐκπλαγοῦμε πραγματικά.
«Ἢρξαντο», λέγει ἡ παραβολή, «ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». «Ἀπ᾿ τὴν πρώτη στιγμή, οἱ καλεσμένοι ἄρχισαν νὰ παραιτοῦνται». Δηλαδὴ νὰ ζητοῦν νὰ μὴ μετέχουν εἰς τὸ τραπέζι αὐτό. Ἡ αἰτία; Λέγει ὁ πρῶτος καλεσμένος: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον». Λέγει: «Ἀγόρασα ἕνα χωράφι καὶ ἔχω ἀνάγκη νὰ βγῶ νὰ πάω νὰ τὸ δῶ τὸ χωράφι αὐτό. Γι᾿ αὐτό, σὲ παρακαλῶ, ἄφησέ με. Δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἔλθω εἰς τὸ δεῖπνον ποὺ μὲ καλεῖς». Ὁ δεύτερος ἀπήντησε εἰς τὸν δοῦλον ἐκεῖνον ποὺ ἔστειλε ὁ οἰκοδεσπότης βέβαια γιὰ τὸ κάλεσμα. Καὶ ἐκεῖνος μὲ ἀνάλογο τρόπο ἀπήντησε ὅτι εἶχε νὰ κάνει κάτι ἀγορὲς ζώων. Ἤθελε μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ πάει νὰ τὰ δοκιμάσει τὰ βόδια του, ἂς τὸ ποῦμε, ἂν εἶναι καλά, γερὰ τὸ ὄργωμα κ.λπ. Καὶ ὁ τρίτος; Καὶ ὁ τρίτος, ὁ ταλαίπωρος ὁ τρίτος, ἔκανε καινούρια οἰκογένεια καὶ τώρα εἶχε πολλὲς βιοτικὲς ἀνάγκες τίς ὁποῖες ἔπρεπε νὰ καλύπτει καὶ φυσικὰ δὲν εἶχε καιρό, δὲν εἶχε δυνατότητα νὰ ἀνταποκριθεῖ εἰς τὸ μεγάλο αὐτὸ δεῖπνο...
Πάντως, ἔτσι, δειγματοληπτικά, ἀναφερομένη ἡ παραβολή, ὅλοι δὲν ἀνταποκρίθηκαν εἰς αὐτὴν τὴν πρόσκλησιν. Ἄς προσέξομε τὴ διατύπωση, γιατί πάνω στὴν διατύπωση μιᾶς προτασούλας θὰ μείνομε καὶ θὰ ἀναλύσομε τὸ θέμα μας σήμερα, ἀγαπητοί μου.
«Ἒχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν»· ποὺ θὰ πεῖ: «Ἔχω ἀνάγκη νὰ βγῶ». Ὁ πρῶτος. «Νὰ πάω νὰ δῶ τὸ χωράφι ποὺ θὰ ἀγοράσω». Ὁ δεύτερος: «Νὰ πάω νὰ δῶ τὰ ζῶα». Ὁ τρίτος: «Νὰ πάω νὰ δουλέψω, γιατί πῶς θὰ ζήσω τὴν καινούρια μου οἰκογένεια;». «Ἀνάγκη ἐξελθεῖν». Αὐτὸ τὸ «ἔχω ἀνάγκη» μᾶς θυμίζει ἕναν ἐξαναγκασμὸ ἀκούσιον· ποὺ μᾶς ὠθεῖ νὰ πραγματοποιήσομε κάτι. Καὶ αὐτὸ εἶναι κάθε μέρα, ὅλη τὴ μέρα. Εἶναι κάθε μέρα ὅλη τὴ μέρα. Ἕνας ἐξαναγκασμὸς μέσα εἰς τὴν καθημερινότητα, ποὺ κάπου μᾶς θυμίζει τὴν καταναγκαστικὴ ψύχωση. Ἔχετε ἀκούσει περὶ καταναγκαστικῆς ψυχώσεως;
Ἡ καταναγκαστικὴ ψύχωσις εἶναι μία ψυχικὴ ἀρρώστια πολὺ βασανιστική. Αὐτὸς ποὺ πάσχει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια αὐτή, δὲν εἶναι σίγουρος γιὰ τίς ἐνέργειές του καὶ διαρκῶς ἐπιθεωρεῖ τίς ἐνέργειές του κατὰ ἕναν βασανιστικὸ τρόπο. Αὐτὸ εἶναι ἡ καταναγκαστικὴ ψύχωσις. Π.χ. «Ἔκλεισα τὸ πετρογκάζ;». Πᾶμε νὰ κοιμηθοῦμε. «Ἔκλεισα τὸ πετρογκάζ; Μπὰς καὶ τὸ ἄφησα ἀνοιχτό; Καὶ τότε κάπου καμία διαρροὴ καὶ πεθάνομε;». «Κλείδωσα τὴν πόρτα; Μὴ καμιὰ φορὰ ξεχάσομε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας ἀνοιχτή καὶ μπεῖ κάποιος κλέφτης;»· κ.ὅ.κ. Ὅλα αὐτὰ μᾶς βασανίζουν. Αὐτὸ λέγεται «καταναγκαστικὴ ψύχωσις». Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος τῆς πολλῆς μερίμνης, σὰν νὰ πάσχει ἀπὸ καταναγκαστικὴ ψύχωση, κινεῖται ὅλη τὴν ἡμέρα στὶς βιοτικές του μέριμνες, κατὰ ἕναν βασανιστικὸ τρόπο. Βέβαια, ἡ ἐργασία εἶναι νόμος πνευματικὸς καὶ βιολογικός, ἂν τὸ θέλετε. Καὶ ἐδόθῃ στὸν ἄνθρωπο μέσα εἰς τὸν Παράδεισον. Αὐτὸ τὸ «ἐδόθη» εἶναι σύμφωνο βέβαια μὲ τὴ δομὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐργάζεται.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα ἀλλά. Εἶπε μὲν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Παράδεισον εἰς τοὺς πρωτοπλάστους: «Ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν τὸν Παράδεισον». Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ὁ Πατὴρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγὼ ἐργάζομαι». Ὅμως δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἐργασία καθ᾿ ἑαυτήν. Ἀλλὰ γιὰ ἕναν ἀνόητο καὶ ἐπικίνδυνο καταναγκασμὸ στὴν ἐργασία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι μετὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου, ἡ ἐργασία ἔγινε δουλεία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ λέμε στὴ νεοελληνική μας γλῶσσα· λέμε: «Ἔχω δουλειά». Δηλαδὴ εἶμαι δοῦλος σὲ μία ὑπόθεση. Αὐτὸ θὰ πεῖ δουλειά. Εἶμαι στὴ δουλεία. Πάω στὸ χωράφι, πάω στὸ κατάστημα, πάω ὁπουδήποτε, ἀπὸ ἕναν ἐξαναγκασμόν. Αὐτὴ ἡ δουλεία στὴν ἐργασία, γίνεται στὸν ἄνθρωπο μία τρόπον τινὰ καὶ πρέπει νὰ τὸ ποῦμε, καταναγκαστικὴ ψύχωση. Ὄχι ὅτι θὰ εἴχαμε τόση προθυμία νὰ δουλέψομε, ἀλλὰ γιατί κάτι μᾶς σπρώχνει. Σημαίνει ὅτι ὁ κύριος τῆς ἐργασίας δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἀντίστροφα. Ἡ ἐργασία εἶναι ἡ ἀφεντικίνα καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος· ποὺ θὰ πάει τώρα σὲ αὐτὴ τὴ δουλεία, σὲ αὐτὴ τὴ δουλειά. Πῶς ἀλλιώτικα θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ συμπεριφορὰ καὶ τῶν τριῶν καλεσμένων στὸν δεῖπνο ποὺ ἔβαλαν πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ σπουδαῖο δεῖπνο, τὴν ἐργασία ποὺ ὁ καθένας εἶχε; Πῶς ἀλλιώτικα μπορεῖ αὐτὸ νὰ ἐξηγηθεῖ; Σὰν ἕνας νόμος νὰ ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπο νὰ μένει μόνον στὴ μέριμνα τοῦ βίου καὶ νὰ μὴν ἀτενίζει στὸν οὐρανό, νὰ μὴ βλέπει τὴν σωτηρία Του.
Καὶ αὐτὸς ὁ παράσιτος νόμος εἶναι ἡ πλεονεξία στὸν πλουτισμό. Εἴδατε τί ἀκούσαμε σήμερα στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, Κολοσσαείς, ὅτι ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία. Καὶ δὲν μπορεῖς, ὅταν εἶσαι πλεονέκτης καὶ φυσικὰ ἀποδεικνύεσαι ὅτι εἶσαι εἰδωλολάτρης, νὰ μπορεῖς νὰ ἐκτιμήσεις τὰ πνευματικὰ ἀγαθά. Δὲν εἶναι δυνατόν.
Εἶναι ἀκόμη καὶ ἡ προσκόλληση στὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων. Ὅπως λέμε «Πάω νὰ δῶ, νὰ δοκιμάσω τὰ βόδια μου». Οἱ Πατέρες ἑρμηνεύουν ὅτι εἶναι ἡ ὑπηρεσία ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος στὶς πέντε του αἰσθήσεις. Νὰ ἱκανοποιεῖ τίς πέντε του αἰσθήσεις. Ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλοποίηση τῆς οἰκογενείας. «Ἄ, οἰκογένεια» σοῦ λέει. «Ἱερὸν πρᾶγμα». Ἱερὸ πρᾶγμα κάνουν καὶ τὴν ἐργασία, ὅλα ἱερὰ σὰν δικαιολογία, νὰ μὴν κοιτάξουν, νὰ μὴν ἀτενίσουν τίποτε ἀπ᾿ ὅ,τι ἀνήκει εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν σωτηρία.
Ἡ ἐργασία, ἀγαπητοί μου, εἶναι νόμιμος. Ἀρκεῖ νὰ μένει στὰ ὅριά της. Ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ μένει. Στοὺς ὅρους της, χωρὶς νὰ γίνεται σκοπὸς τῆς ζωῆς. Τὸ καταλάβαμε; Δὲν εἶναι σκοπὸς τῆς ζωῆς ἡ ἐργασία. Ἡ ἐργασία εἶναι ἕνα μέσον γιὰ νὰ ὑπάρχομε. Εἴτε βιολογικά, εἴτε ἀκόμη καὶ πνευματικά. Καὶ ὅταν ἐπιτελεῖται ἡ ἐργασία, θὰ γίνεται βεβαίως πάντοτε μὲ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Λέμε: «Μπορεῖς νὰ ἐργάζεσαι ὁτιδήποτε. Διανοητικὴ ἢ χειρονακτικὴ ἐργασία καὶ νὰ λὲς τὴν μονολόγιστη εὐχή: ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με''»; Ἢ νὰ ἔχεις τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ διαρκῶς. Ὅταν μάλιστα μᾶς λένε οἱ Πατέρες λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι «πιὸ συχνότερο πρέπει νὰ εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀναπνοή!».Τότε βεβαίως δὲν παραδοθήκαμε στὴν ἐργασία.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δὲν ὁμιλεῖ ἐδῶ ἡ παραβολὴ περὶ γεύματος. Προσέξτε κάτι. Μιὰ λεπτομέρεια εἶναι. Ἀλλὰ περὶ δείπνου. Γεῦμα στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα λέμε τὸ τραπέζι ποὺ στρώνεται γιὰ τὸ μεσημέρι. Δεῖπνο λέμε τὸ τραπέζι ποὺ στρώνεται γιὰ τὸ βραδυνὸ φαγητό. Ἐδῶ λέει ὅτι ἔκανε δεῖπνο μέγα. Ἄρα λοιπὸν ἡ τράπεζα ἐδῶ εἶναι βραδυνὴ. Προσέξτε, εἶναι βραδυνὴ. Ὅταν ἐσὺ λές: «Πάω νὰ δῶ τὸ χωράφι μου, πάω νὰ δῶ τὰ βόδια μου», ἄνθρωπε, τὸ βράδυ θὰ πᾶς γι᾿ αὐτά; Τὸ βράδυ θὰ πᾶς γι᾿ αὐτά; Ἀφοῦ ὑποτίθεται ὅτι ἔχει τελειώσει ἡ ἐργασία ἡ ἠμερινή, γιὰ νὰ βρεθεῖς σὲ ἕνα δεῖπνο. Αὐτὸ σημαίνει μᾶς ἔχει πάρει ὁ στρόβιλος τῆς μερίμνης καὶ ἔχομε παραθεωρήσει τὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος μᾶς παρήγγειλε: «Προσέχετε ἑαυτοῖς (:Προσέχετε τοὺς ἑαυτούς σας) μήποτε (:μήπως) βαρυνθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐκ κραιπάλει καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῖς». «Προσέξτε», λέει, «μὴ βαρύνουν οἱ καρδιές σας μὲ τὴν κραιπάλη καὶ τὴ μέθη». Πράγματι γίνεται μία μέθη ἡ βιοτικὴ φροντίδα καὶ μέριμνα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ξεκολλήσει.
Πρέπει ἀκόμη νὰ ἀναφέρομε καὶ μερικὲς περιπτώσεις ποὺ μᾶς ἐξαναγκάζουν ἢ ἂν θέλετε, καταναγκάζουν, ὥστε νὰ μὴν ἔχομε οὔτε καιρὸ οὔτε διάθεση γιὰ πνευματικὴ ζωή. Καὶ πρῶτα εἶναι ὁ βιοπορισμὸς αὐτὸς καθ᾿ ἑαυτόν. Ἔχομε τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν μᾶς φθάνουν τὰ χρήματα τοῦ μισθοῦ καὶ πρέπει νὰ κάνομε καὶ μία δεύτερη δουλειά. Ἀκόμη... ὦ, πῶ, πῶ, νὰ βγεῖ καὶ ἡ γυναῖκα ἔξω νὰ δουλέψει. Καὶ ναὶ μὲν ἡ γυναῖκα βγῆκε στὸ χωράφι μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα της γιὰ νὰ βοηθήσει. Τώρα ἡ γυναῖκα δὲν εἶναι πιὰ στὸ χωράφι μὲ τὸν σύζυγον. Ἢ στὸ κατάστημα νὰ βοηθήσει. Ἀλλὰ εἶναι σὲ ξεχωριστὴ δουλειά, μὲ ξεχωριστὴ σύνταξη. Νά, αὐτὲς τίς μέρες λογαριαζόταν... ἄν, λέει, ὁ ἄνδρας παίρνει σύνταξη, ἡ γυναῖκα θὰ πρέπει νὰ παίρνει κι αὐτή; Καὶ τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας εἶπε: «Βεβαίως». Καὶ πολὺ σωστά. Διότι εἶναι ξεχωριστὸν πρόσωπον καὶ πρέπει νὰ πάρει ξεχωριστὴ σύνταξη. Βλέπετε λοιπὸν τί γίνεται ἐδῶ; Ὁ βιοπορισμός. Κι ὅμως ἂν ἤξεραν, τὸ ζεῦγος, νὰ ὀργανώνουν τὴ ζωή τους ἀπὸ πλευρᾶς οἰκονομικῆς, δὲν θὰ χρειαζόταν ἡ γυναῖκα νὰ βγεῖ ἔξω νὰ δουλέψει. Πάντως, τὸ ὅτι βγαίνει καὶ ἡ γυναῖκα ἔξω, ἐδῶ ὑπάρχει μία δικαιολογία ἀποφυγῆς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. «Δὲν ἔχω καιρό», σοῦ λέει. «Νὰ πάω στὴν ἐκκλησία δὲν ἔχω καιρό. Νὰ ἀκούσω λόγο Θεοῦ δὲν ἔχω καιρό». Κ.λπ. κλπ.
Μετὰ εἶναι ἡ μόρφωσίς μας καὶ ἡ μόρφωση τῶν παιδιῶν μας. Ἐκεῖ δὰ ὑπάρχει ἕνας κυριολεκτικὰ πυρετός. Φροντιστήρια, μουσικές.. «Τὸ παιδὶ νὰ μὴν πάρει καὶ μουσικὴν κατάρτισιν, νὰ μὴν πάει στὸ Ὠδεῖον;». Μετά, γυμναστικὲς ἐπιδόσεις, ξένες γλῶσσες καὶ βάλε καὶ βάλε καὶ βάλε. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀφήνουν χρόνον οὔτε γιά μας οὔτε γιὰ τὰ παιδιά μας. Κι αὐτά, δὲν νομίζετε ὅτι ἀποτελοῦν μία καταναγκαστικὴν ψύχωσιν, ἕνα φαῦλο κύκλο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν μποροῦμε νὰ ξεφύγομε γιὰ κάτι τὸ πνευματικόν; Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ κάνει ἐντύπωση πολλὲς φορές, παίρνει τηλέφωνο, ἂς ποῦμε, κάποιος, πατέρας ἢ μητέρα, γιὰ νά ᾿ρθεῖ τὸ παιδὶ γιὰ ἐξομολόγηση, νὰ τὸ δοῦμε ἐμεῖς ἰδιαιτέρως...· γιατί τὸ παιδὶ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔχομε ἐξομολόγηση ἔχει φροντιστήριο, ἔχει ξένες γλῶσσες, ἔχει νὰ πάει στὸ Γυμναστήριο. Ἄ, δηλαδὴ ἐγώ, ποὺ εἶμαι πνευματικός, νὰ ὑποβληθῶ εἰς τὸν κόπον νὰ δεχθῶ τὸ παιδί σου μία ἄλλη μέρα καὶ μία ἄλλη ὥρα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν χάσει τὸ ...φροντιστήριό του. Βλέπετε παρακαλῶ; Κι ἂν πῶ ἐγώ -εἶναι πολὺ φυσικό- «Δὲν μπορῶ ἄλλη μέρα», τότε τὸ παιδὶ θὰ μείνει χωρὶς ἐξομολόγηση. Φταίω ἐγὼ ποὺ εἶπα: «Δὲν μπορῶ;». Ἢ φταῖς ἐσὺ ποὺ δὲν θυσιάζεις τὸ φροντιστήριο τοῦ παιδιοῦ σου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν τὸ χάσει;
Μετά, οἱ κοσμικὲς ἐνασχολήσεις. Ἐκεῖ δά, τελειωμὸ δὲν ὑπάρχουν. Καὶ οἱ ψυχαγωγίες. Ἔχομε νὰ πᾶμε ἐδῶ, ἔχομε νὰ πᾶμε ἐκεῖ, ταξίδια, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε κἂν γιὰ θέματα πνευματικῆς ζωῆς καὶ σωτηρίας.
Μετά, ἡ ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων. «Πολὺ ὡραῖο ἔργο προβάλλει ὁ κινηματογράφος, πρέπει νὰ τὸ δοῦμε, νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε». Κι ἐκεῖνο, κι ἐκεῖνο. «Ἡ τηλεόραση προβάλλει τοῦτο, πρέπει κι ἐκεῖ νὰ τὸ δοῦμε». Καὶ δὲν ἔχομε χρόνο νὰ κοιτάξομε τὴν πνευματική μας ζωή.
Βέβαια ἡ ἄρνηση τῶν καλεσμένων δὲν σημαίνει καὶ ματαίωσις τοῦ δείπνου. Δὲν σημαίνει ἐπειδὴ κάποιοι ἀρνοῦνται καί τον δεῖπνο τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ αὐτὸ νὰ ματαιωθεῖ. Ἄν εἶναι δυνατὸν αὐτὸ ποτέ. Γιατί; Ἁπλούστατα ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι περιμένουν τὴν κλῆσιν. Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ὁποῖοι θὰ ποῦν τὸ «ὄχι». Μὲ μύριες δικαιολογίες «ὄχι». Ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν καὶ ἀνταποκρίνονται. Καὶ αὐτὸ εἶναι βέβαια ἕνα εὐτυχὲς γεγονός. Εἶναι οἱ ἀποδεχόμενοι λοιπὸν τὸ δεῖπνον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ παρακάθηνται εἰς αὐτὸ τὸ δεῖπνο. Εἶναι ἡ μυστηριακὴ ζωή. Εἶναι ὁ ἐκκλησιασμός. Εἶναι ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἄσκησις. Κι αὐτοὶ δουλεύουνε. Δὲν εἶναι τεμπέληδες. Κι αὐτοὶ ἔχουν οἰκογένεια. Κι αὐτοὶ ἔχουν ἐπάγγελμα. Ἀλλὰ σοῦ λέει: «Ἄλλο αὐτό, ἄλλο ἐκεῖνο· ὅλα μὲ τὴ σειρά τους. Θὰ πάω καὶ στὸ μαγαζί, θὰ πάω καὶ στὸ χωράφι, ἀλλὰ θὰ πάω καὶ στὴν Ἐκκλησία».
Μάλιστα τὸ θέμα τῆς ἀργίας εἶναι πάρα πολὺ σημαντικό. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀρκετὲς ἀργίες μέσα εἰς τὸ ἔτος. Τὸ κάνει αὐτό, γιὰ νὰ σοῦ δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ ἀφήσεις τίς ἐνασχολήσεις σου τίς βιοτικὲς καὶ νὰ πᾶς στὴν Ἐκκλησία. Καὶ νὰ ἀκούσεις τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Θυμοῦμαι, στὴ Λάρισα, εἶχα πεῖ κάποτε στὰ παιδιὰ τοῦ Κατηχητικοῦ σχολείου.. ἕνα παιδὶ τὸ ἐφήρμοσε, ἕνα παιδί· ἦταν στὸ Λύκειο. Τί ἔκανε; Σὲ μία ἀργία... σχολεῖο βέβαια εἶχαν, γιατί καὶ οἱ ἀργίες ἔχουν δυστυχῶς καταργηθεῖ. Στὴν ἐποχή μου εἴχαμε πολλὲς ἀργίες. Ἁγίου Δημητρίου, νὰ εἶναι τὸ σχολεῖο ἀνοιχτό; Ἁγίου Ἀντωνίου; Μπᾶ! Εἴχαμε ἀργία. Τί λοιπόν; Τὸ παιδί, ὅπως τοῦ εἶχα πεῖ... -εἶχα πεῖ σὲ ὅλα τὰ παιδιά, ἕνα τὸ ἐφήρμοσε- τί ἔκανε τὸ παιδὶ αὐτό; Ἔπαιρνε τὴ σάκα του, ἔτρωγε πρωινό, ἐρχότανε στὴν Ἐκκλησία, ὅταν ἔχομε μία ἀργία, καὶ δὲν εἶναι ἀργία ποὺ νά ᾿ναι κλειστὰ ὅλα, δυστυχῶς ἐκεῖ βλέπετε, δὲν πανηγυρίζει ὁ ναός, ἐκεῖ τελειώνομε καὶ γρήγορα, 9 ἡ ὥρα ἔχει τελειώσει ἡ Ἐκκλησία. Ἔ, τότε, τί; Ἐρχότανε μὲ τὴ σάκα του τὸ πρωί, ἐκκλησιαζόταν τὸ παιδί, εὐθὺς μετὰ ἔφευγε καὶ πήγαινε στὸ σχολεῖο. Ἔχανε μόνο μία ὥρα. Τὸ πρωί. Μόνο μία ὥρα. Ἐλᾶτε νὰ μοῦ πεῖτε τώρα, ποὺ καταργήσαμε τίς ἀργίες...-γιατί ξέρετε τί λένε οἱ ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ; Εἶναι στὸ Ψαλτήρι γραμμένο. «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς». «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς»! Δὲν μοῦ λέτε, πόσες ὧρες τὰ παιδιὰ σήμερα εἶναι ἐκτὸς σχολείου; Πάρα πολλές... Δεκάδες ὧρες χάνουν. Γιατί; Γιατί θυσιάζουν αὐτὲς τίς πέντε ὧρες νὰ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἔτσι, ἀπὸ ἄλλο μέρος πληρώνομε τὰ σπασμένα. Ἀγαπητοί μου, ἔτσι εἶναι. Καταργεῖς ἐκεῖνο ποὺ θεσμοθετεῖ ὁ Θεός; Ἀλίμονό σου...
Ἀγαπητοί, σὲ λίγες ἡμέρες θὰ γιορτάσομε τὸ μεγάλο γεγονός, τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς ποὺ εἶναι ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα, τώρα θὰ γίνει ἄνθρωπος. Καὶ θὰ ᾿ρθεῖ ἀνάμεσά μας. Ἡ παρουσία Του στὴ γῆ εἶναι τὸ δεῖπνον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁρατὸν σημεῖον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἐπάνω εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Καὶ μάλιστα ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πόσοι ὅμως ἀπὸ μᾶς γνωρίζουμε τὸ νόημα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου; Πόσοι ἀπὸ μᾶς ἔχομε δημιουργήσει προϋποθέσεις ὑποδοχῆς, ὅπως εἶναι μία Τεσσαρακοστή, ὅπως τώρα ποὺ διερχόμεθα; Πόσοι ἀπὸ μᾶς ἑτοιμάσαμε τὴν ὁδὸν Κυρίου καὶ κάναμε «εὐθείας τὰς τρίβους αὐτοῦ», ὅπως εἰδοποιεῖ ὁ Βαπτιστής, ὁ Πρόδρομος; Μὴ νομίσομε ὅτι Χριστούγεννα σημαίνει φαγοπότι καὶ εὐκαιρίες ταξιδίων καὶ δώρων καὶ ψυχαγωγίας. Χριστούγεννα σημαίνει ὅτι κατανοήσαμε Ποιός ἦλθε ἀνάμεσά μας. Αὐτὸ θὰ πεῖ Χριστούγεννα. Καὶ βέβαια καὶ Τὸν δεχθήκαμε. Νὰ μὴ μείνομε λοιπὸν σὲ ἐκεῖνο τὸ μελαγχολικὸ καὶ ἀπογοητευτικό, ποὺ καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, στὸ Α΄ του κεφάλαιο: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». «Ἦλθε ἀνάμεσά μας, ἦλθε στὸ σπίτι μας, ἦλθε στὴ γῆ μας καὶ ἐμεῖς δὲν Τὸν παραλάβαμε. Τοῦ γυρίσαμε τὴν πλάτη».
Ἀδελφοί, Χριστούγεννα, καὶ τὸ τραπέζι τῆς Βασιλείας στρώθηκε. Μὴ χάνομε καιρό. Οἱ βιοτικὲς μέριμνες ποτὲ δὲν τελειώνουν· γιατί εἶναι ἕνας φαῦλος κύκλος. Ἡ ζωή μας εἶναι μία εὐθεῖα. Ἀπό τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Ὅλες οἱ συστροφὲς εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Καὶ τώρα μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία. Ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔστρωσε Μέγα Δεῖπνον καὶ ἐκάλεσε πολλούς. Ἀνάμεσα στοὺς πολλούς, νὰ σπεύσομε καὶ ἐμεῖς. Ἴσως αὔριο, κατόπιν μιᾶς ἀναβολῆς, νὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Ἴσως τελεσίδικα ἀργά... Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 904.mp3