Δυστυχώς.
Δὲν γνωρίζω γιατὶ, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ χρησιμοποιοῦν αὐτὲς τὶς ἄσχημες εὐχές.
Στὴν ἀγορά, στοὺς δρόμους, στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στα θεάματα.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς συνιστοῦνε:«Μὴ πιείς νερό, προτοῦ κάνεις τὸν Σταυρό σου καὶ μὴν ἐξέρχεσαι τοῦ σπιτιοῦ σου χωρὶς νὰ σταυροσημειοῦσαι».
Καὶ τὸ ἅγιο Γεροντικὸ λέγει ὅτι μοναχὴ μπῆκε στὸν κῆπο καὶ χωρὶς νὰ κάνει τὸν Σταυρό της ἔκοψε μαρούλι κι ἔφαγε καὶ δαιμονίσθηκε.
Κι ὅταν ὁ καλὸς παπᾶς τὴν διάβαζε, ὁ πειρασμὸς εἶπε:«Δὲν φταίω.
Θυμᾶμαι στὸ χωριό μου τὰ φαράγγια νὰ ἀντιλαλοῦν αὐτὴν τὴν βλαστημιά.
Εἶδα ζῶα ποὺ τρελάθηκαν.
Εἶδα ἀνθρώπους ποὺ πῆγαν καὶ δὲν ξαναῆρθαν.
Δυστυχῶς σήμερα οἱ περισσότεροι εἶναι γιὰ κεῖ.
Καὶ ἡ μάνα ποὺ τοὺς γέννησε δὲν φείδεται τῆς κακῆς αὐτῆς εὐχῆς.
Δὲν ξέρω γιατὶ ἡ κακὴ αὐτὴ εὐχὴ βάζει τὸν κάθε κατεργάρη στὴν θέση του.
Φαίνεται ὅτι εἶναι πόθος τοῦ διαβόλου νὰ δέχεται τὰ παιδιά του μὲ δυνατὴ φόρα νὰ προσκολλοῦνται στὴν ἀγκαλιά του.
Ρωτᾶς τὴν μάνα:Ποῦ εἶναι ὁ γιός σου;
Στοῦ διαόλου τὴν μάννα.
Ναὶ εἶναι, ἀλλὰ ἐσὺ μὴ τὸ ἐπικροτῆς.
Δεῖξε τὴν ἀνησυχία σου, κλάψε τὸν χαμὸ τοῦ παιδιοῦ σου.
Οἱ μάγοι καὶ οἱ φαρμακοὶ τῆς Αἰγύπτου ἔρριξαν τὶς ράβδους κάτω κι ἔγιναν φίδια, ἀλλὰ ὅταν τοὺς εἶπε ὁ φαραὼ νὰ τὰ ἐπαναφέρουν, ὅπως ἔκανε ὁ Μωυσῆς, δὲν μπόρεσαν.
Ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ στέλνει στὸν διάβολο.
Ἄντε νὰ πᾶς νὰ τονε γυρίσεις.
Πήγαινε.
Ἔχεις τὴν δύναμη νὰ ἀπαντήξης τὸν διάβολο;
Ἂν ὄχι, τότε γιατί τὸν χρησιμοποιεῖς;
Πηγαινοέφερναν στὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα μια δεκαεξάχρονη κόρη, ποὺ ἔβγαζε τὴν γλῶσσα της μέσα σὲ πολλὰ σάλια καὶ ἔγλειφε τὸ λαρύγγι της!
Θέαμα ἀποκρουστικὸ καὶ σιχαμερό..
Πῶς φθάσαμε σὲ τέτοια συμφορά;
Αχ πατέρα μου, μιὰ μέρα, φυτεύοντας τὰ καπνά, ὑπῆρχε διένεξη μεταξὺ πατέρα καὶ κόρης.
Ὁπότε κάποια κακὴ ὥρα τὴν ἔστειλε στὸν ἔξω ἀπὸ ᾿δῶ καὶ ἀμέσως, λὲς καὶ εἶχε ἀνοιχτὸ τὸ αὐτί του ὁ διάβολος, ἔγινε αὐτὸ ποὺ βλέπετε.
Ποιός εἶχε δίκιο, ὁ πατέρας ἢ ἡ κόρη;
Δὲν ξέρω.
Ὅταν ὅμως ἔγινε παίγνιο τοῦ διαβόλου, τότε μετανιωμένος ὁ πατέρας μοῦ ἔλεγε:
Ναὶ μὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ στείλω τὸ παιδί μου, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐπαναφέρω δὲν τὴν ἔχω· γι᾽ αὐτό, εὔχου, καλόγερε.
Δὲν εἶναι μόνον αὐτὴ ἡ κακὴ εὐχὴ ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα.
Στὰ γήπεδα γίνεται ὁ χαμός, στὶς βοσκὲς τῶν ζώων ἀκόμα χειρότερα, στὶς βάρκες καὶ στὰ πλεούμενα καθένα ψάρι φέρει καὶ τὴν εὐχή,γι᾽ αὐτὸ, προτοῦ τὰ ἑτοιμάσεις γιὰ φαγητό, σταύρωσέ τα.
Ὁ γερο-Φιλόθεος, στὰ χρόνια ποὺ γιὰ πολλοὺς λόγους ἦταν δύσκολο νὰ γράφει κανεὶς καὶ νὰ ἐκδίδει βιβλία,τόλμησε καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλιαράκι:«Ἱερὸς πόλεμος κατὰ τῆς βλασφημίας» καὶ τὸ μοίραζε στοὺς ἐξομολογουμένους του.
Μὲ τρομακτικὸ τρόπο ἐπενέβαινε σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἐξωμολογοῦντο ὅτι βλασφημοῦν.
Μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ἕνας ταξιτζής:
Σ᾽ ἕνα ταξίδι πῆγα κι ἐγὼ νὰ ἐξομολογηθῶ κι ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι βλασφημῶ,μὲ ἅρπαξε αἰφνιδίως ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ μὲ συνετάραξε:«Τί λές, ἄνθρωπέ μου;
Τὸν Θεὸν βλασφημεῖς;»
Φόβος καὶ τρόμος κατέλαβε τὴν ψυχή μου καὶ τοῦ εἶπα:«Ὄχι, ὄχι, Γέροντα, δὲν θὰ τὸ ξανακάνω».
Ἔκτοτε, ούτε ἀπὸ τὸν νοῦ μου δὲν ἐπέρασε βλασφημία.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἄκουσε μοναχὴ νὰ χαρακτηρίζει τὴν συμμονάστριά της διάβολο καὶ ἀμέσως τῆς ἔβγαλε τὰ ράσα καὶ τὴν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, λέγοντας:«Δὲν μπορῶ νὰ ἔχω στὴν ἀδελφότητα δύο πειρασμούς· ἕνα νοητὸ καὶ ἕνα αἰσθητό».
Ἕνας παλιὸς τσοπάνος πῆγε στὸν Γέροντα τῆς Λογγοβάρδας.
Τοῦ λέει:Μὲ προκαλοῦν τὰ ζῶα καὶ διαολοστέλνω ὅλη τὴν ἡμέρα.
Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:Ἀντὶ γιὰ αὐτὸ, φώναζε «Κύριε, ἐλέησον».
Τὸ κράτησε ὁ ἀγαθὸς βοσκὸς καὶ μέχρι τὰ τέλη του αὐτὸ ἔλεγε.
Καὶ τό ᾽λεγε μὲ τόσο στόμφο καὶ μεγαλεῖο ψυχῆς, ποὺ ὄχι μόνον ὁ διάβολος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι σέβονταν τὴν ἐπίκληση αὐτήν, ποὺ ἔγινε παροιμιώδης στὸ χωριό.
Εἶχαν τὸν τρόπο τους οἱ ἅγιοι νὰ ἐξορκίζουν τὰ κακὰ πνεύματα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Γύρισε ὅλη τὴν πιάτσα.
Τσουβάλι θὰ μαζέψεις ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοπριὰ τῆς βλασφημίας.
Τὰ ἅρματα καὶ τὰ κοντάρια τοῦ διαβόλου ἔχουν ὑψώσει κέρας.
Καὶ στὴν βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἀκοῦς αὐτὴν τὴν εὐχή.
Καὶ στὴν κοινωνία τῶν ἡλικιωμένων γυναικῶν παιανίζει, γιὰ νὰ βάλη τέρμα –λένε– στὴν κάθε κακοτοπιά.
Διὰ νόμου ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀπαγορευθῆ στὰ σχολεῖα, στὶς ἀστυνομίες, στὸν στρατό, στὰ δικαστήρια, στοὺς ἄλλους χώρους ποὺ ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του.
Ἡ κοιλάδα τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, στὴν ὁποία ἔχουμε εἰσέλθει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια καὶ δύσκολα θὰ βροῦμε τὴν ἔξοδο,ἂς μὴ βρει κανένα μέσα,γιατὶ ὅποιος μείνει σ᾽ αὐτήν, ἀληθινὰ παραφρονεῖ.
Ὅλοι στὸν παράδεισο.
Κανεὶς στὴν κοιλάδα τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, γιατὶ εἶναι ὁ τόπος τῆς παραφροσύνης."
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης+