Μεσοπεντηκοστή
Ἑστὼς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ,
Χριστὸς Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον.
Την
Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μας μία
μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Τα βυζαντινά
χρόνια, η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης
Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο
ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου
Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να δει το επίσημο
τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους
903 μ.Χ. στον ναό του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδή
την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’
του Σοφού (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του
λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει
με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωί της
εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του
ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μωκίου,
όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί
κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως
στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές
βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα,
στο οποίο έπαιρνε μέρος και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις
επευφημίες του πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει
τήν βασιλείαν ὑμῶν» και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο
ιερό παλάτι.
Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο
Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας.
Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια
και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του
Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδραση
της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του
εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του
εκκλησιαστικού έτους.
Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου
αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το
θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της
Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής
ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων
ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο
τροπάριο του εσπερινού της εορτής:
«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».
Χωρίς
δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του
Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και
«προφαίνει» την δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορτασθεί μετά από
15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο
νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσσίας». Μεσσίας στα
ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και
στα τροπάρια και στο συναξάρι της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται
αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας - μεσίτης Θεού και
ανθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός».
«Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί
Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν»,
σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάρι. Σ’ αυτό βοήθησε και η
ευαγγελική περικοπή, που εξελέγη για την ημέρα αυτή (Ιω. 7, 14-30).
Μεσούσης της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και
διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρά
αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο
Ιησούς η δεν είναι; Είναι η διδασκαλία του Ιησού εκ Θεού ή δεν είναι;
Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι διδάσκαλος. Αυτός που ενώ
δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία
του Θεού η κατασκευάσασα τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο
εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει
στον ναό, στο μέσον των διδασκάλων του Ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της
εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που
αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού
Σοφία. Εκλέγομε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια, το δοξαστικό των
αποστίχων του εσπερινού του πλ. δ’ ήχου:
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».
Λίγες
σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που
περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «Τῆς ἑορτῆς
μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έλαβε χώρα μεταξύ
Χριστού και των Ιουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή
κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία μεγαλήγορο φράση του Κυρίου.«
Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν
ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7,
37-38). Και σχολιάζει ο Ευαγγελιστής.« Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος,
οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ιω. 7, 39). Δεν έχει
σημασία ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την
Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο
στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξ’
άλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο
παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του
Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν
ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός
είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που
ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των
ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές.« Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας
αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή
ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα» (Ιω. 4, 14).
Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών
δένδρων φυτεμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το
γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και
στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους. Διαλέγομε
τρεις, τους πιο χαρακτηριστικούς: Το κάθισμα του πλ. δ’ ήχου προς το
«Τήν Σοφίαν καί Λόγον», που ψάλλεται μετά την γ’ ωδή του κανόνος στην
ακολουθία του όρθρου:
«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».
Το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής, το πρώτο του πλ. δ’ και το δεύτερο του δ’ ήχου:
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Και τέλος το απαράμιλλο εξαποστειλάριο της εορτής:
«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».
Αυτή
με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού
υποβάθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την
έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν
βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές
προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην
πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του
Θεού, της πηγής του ακενώτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με
εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί
να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του
οποίου ανεγέρθησαν, κατήντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν
στην εορτή της Πεντηκοστής η του αγίου Πνεύματος η της αγίας Τριάδος η
των Εισοδίων η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου η και αυτής της μάρτυρος
Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης
τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι,
Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς,
Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς
ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός
τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι
ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Μεσούσης
ἐπέστης τῆς ἑορτῆς, Οἰκτίρμων διδάσκων, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Ἱεροῦ, δεῦτε οἱ
διψῶντες, προσέλθετε καὶ ὕδωρ, ἐκ τῆς πηγῆς τῶν ὅλων, πάντες ἀρύσασθε.
Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἀπόστολος ὁ Ζηλωτής
Ἔοικε Χριστὲ τοῦτό σοι Σίμων λέγειν.
Ζηλῶν πάθος σόν, καρτερῶ Σταυροῦ πάθος.
Ἐν ξύλῳ ἀμφετάθη Σίμων δεκάτῃ μεγάθυμος.
Ὁ Ἀπόστολος Σίμων, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα τοῦ Λεββαίου, εἶχε τὴν ἐπωνυμία Καναναῖος ἢ Κανανίτης. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ δὲν φανερώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Σίμωνος ἀπὸ τὴ Χαναὰν ἢ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας. Ἡ λέξη «Καναναῖος» εἶναι Χαλδαϊκὴ καὶ σημαίνει «Ζηλωτής». Πράγματι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν προσονομάζει ὡς «Ζηλωτή».
Οἱ ζηλωτὲς ἀποτελοῦσαν μία ξεχωριστὴ κοινωνικὴ τάξη στὴν Ἰουδαϊκὴ κοινωνία κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λαϊκοὺς ἀγωνιστές, οἱ ὁποῖοι μάχονταν ἐναντίον τῶν Ρωμαίων κατακτητῶν, συνεχίζοντας τὴν παράδοση τῶν Μακκαβαίων ἐπαναστατῶν. Ὅμως συχνά, πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ἐκμεταλλεύονταν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα καὶ καταντοῦσαν τύραννοι τοῦ ἰδίου τοῦ λαοῦ τους. Προέβαιναν σὲ παράνομες πράξεις βίας καὶ ληστειῶν γιὰ ἴδιο ὄφελος καὶ γι’ αὐτὸ τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. εἶχε ἀναπτυχθεῖ λαϊκὴ δυσαρέσκεια κατὰ τοῦ κινήματος τῶν ζηλωτῶν. Οἱ συσταυρούμενοι μὲ τὸν Κύριο ληστὲς ἦταν ζηλωτές.
Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ Σίμων ἀνῆκε στὴν μερίδα τῶν ζηλωτῶν ἢ προερχόταν ἀπὸ αὐτή. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ προερχόταν ἀπὸ τοὺς ζηλωτές. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀνῆκε ταυτόχρονα καὶ στοὺς ζηλωτές, διότι τὸ ζηλωτικὸ κίνημα ἦταν ἀντίθετο μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει βέβαια καὶ μία ἄλλη ὑπόθεση γιὰ τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα. Εἶναι πιθανὸ νὰ μὴν εἶχε καμία σχέση μὲ τοὺς ζηλωτὲς καὶ τὸ προσωνύμιο «Ζηλωτής» νὰ σήμαινε τὸν ἔνθεο ζῆλο του.
Κάποιοι ταυτίζουν τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα μὲ τὸ νυμφίο τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ, ὅπου ὁ Κύριος ἔκανε τὸ πρῶτο θαῦμα Του, μεταβάλλοντας τὸ νερὸ σὲ κρασί. Ὅμως ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἔχει κανένα ἱστορικὸ ἔρεισμα καὶ πρόκειται γιὰ αὐθαίρετη ὑπόθεση.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Σίμων μετὰ τὴν Πεντηκοστή, μετέβη καὶ κήρυξε τὸν θεῖο Λόγο στὴν Αἴγυπτο, Ἀφρικὴ καὶ Λιβύη. Ἀργότερα, μετέβη μὲ τὸν Ἰούδα τὸν Θαδδαῖο στὴ Μεσοποταμία καὶ Περσία, συνελήφθη καὶ ὑπέστη τὸν διὰ σταυροῦ μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλος ἔνθεος, καταλαβών σε, τοῦ γνωσθέντος σοι, σαρκὸς ἐν εἴδει, ζηλωτὴν ἐν Ἀποστόλοις ἀνέδειξε· καὶ τοῦ Δεσπότου ζηλώσας τὸν θάνατον, διὰ Σταυροῦ πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησας· Σίμων ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀσφαλῶς, τὰ τῆς σοφίας δόγματα, ἐν ταῖς ψυχαῖς, τῶν εὐσεβούντων θέμενον, ἐν αἰνέσει μακαρίσωμεν, τὸν θεηγόρον πάντες Σίμωνα· τῷ θρόνῳ γὰρ τῆς δόξης νῦν παρίσταται, καὶ σὺν Ἀσωμάτοις ἐπαγάλλεται, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ζηλῶν διαπύρως ὦ Ζηλωτά, τῷ σὲ θεηγόρον, ἀναδείξαντι Μαθητήν, ζηλωτὴς ἐν πᾶσι, καὶ μιμητὴς ὡράθης, ὦ Σίμων Χριστοκῆρυξ, τοῦ σὲ δοξάσαντος.
Οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Κυπρίνος καὶ Φιλάδελφος οἱ Μάρτυρες οἱ Αὐτάδελφοι
Eις τον Aλφειόν.
Aλφειός ει και γλώτταν εξαφηρέθη,
Tη ψυχική γλώττη σε δοξάζει Λόγε.
Eις τον Φιλάδελφον.
O Φιλάδελφος ή φιλόχριστος φάναι,
Xριστού φιλών ήθλησεν εις πυρ εσχάρας.
Eις τον Kυπρίνον.
Oπτού φαγών πριν Σώτερ ιχθύος μέρος,
Eκ τηγάνου Kυπρίνον ηδέως δέχου.
Ὁ Φιλάδελφος φιλαδέλφως τῷ ξίφει,
Σὺν τοῖς ἀδελφοῖς θεῖον εὕρατο στέφος.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλφειός, Κυπρίνος καὶ Φιλάδελφος ἦταν ἀδελφοί, υἱοὶ τοῦ ἄρχοντα Πρεφεκτῶν Βιταλίου καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Βασκάνων τῆς Νότιας Ἰταλίας. Ἀφοῦ διδάχθηκαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ κάποιον Ὅσιο ἄνδρα ποὺ ὀνομαζόταν Ὀνήσιμος, κήρυτταν τὸν Χριστό. Καταγγέλθηκαν γιὰ τὴν θεοφιλὴ δράση τους, συνελήφθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀνηγγελίωνα ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ ἀπεστάλησαν δέσμιοι στὴ Ρώμη. Ἀπὸ ἐκεῖ, μετὰ τὴν πρώτη ἀνάκριση, μεταφέρθηκαν στοὺς Ποτιόλους πρὸς τὸν ἡγεμόνα Διομήδη, αὐτὸς δὲ τοὺς παρέπεμψε στὸν ἄρχοντα τῆς Σικελίας Τέρτυλλο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς μεταπείσει, τοὺς καταδίκασε σὲ θάνατο. Τὸν μὲν Ἀλφειὸ ἀποκεφάλισαν, ἀφοῦ τοῦ ἀπέκοψαν τὴ γλῶσσα, τὸν δὲ Φιλάδελφο κατέκαψαν πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, ἐνῷ τὸν Κυπρίνο τηγάνισαν μέσα σὲ τεράστιο τηγάνι.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος
Συναλλαγή τις προς Θεόν Λαυρεντίω,
Πόνοις Eδέμ λαβόντι την πόρρω πόνων.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐπειδὴ ὅμως στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ κυρίως στὴ Λαύρα, ἐπικράτησε ἡ αἵρεση τῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔφθασε στὴν περιοχὴ τοῦ Βόλου, στὸ χωριὸ Ἅγιος Λαυρέντιος, ὅπου ἄρχισε νὰ κτίζει μοναστήρι. Τότε βασίλευε ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνός, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλε στὸν Ὅσιο χρυσόβουλλο καθὼς καὶ τὸν ἀπαιτούμενο χρυσὸ καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ ναοῦ. Ὁ ναὸς ἀποπερατώθηκε τὸ 1378. Στὴν συνέχεια ὁ Ὅσιος ἵδρυσε σκήτη ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἡ ὁποία γρήγορα ἀπέκτησε μεγάλη φήμη καὶ ἔγινε πόλος ἕλξεως πολλῶν νέων καὶ μορφωμένων μοναχῶν.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος διῆλθε τὸ βίο του μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Μέγαν εὔρατο, ἡ κώμη κλέος. τόν Λαυρέντιον βροτῶν τόν θείον, ὡς ἀσκητήν ἐν ἀσκηταῖς δοκιμότατον, καί ἰατρόν ἀσθενοῦντων πανθαύμαστον. πάτερ ὅσιε Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Ὁμολογητής
Τὸν βίον Ἡσύχιος ἄγων ἡσύχως,
Ἐν ἡσυχίᾳ πρὸς Θεὸν διαβαίνει.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἡσυχίου τοῦ Ὁμολογητοῦ τιμᾶται τὴν 6η Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Ἄγνωστο γιατί επαναλαμβάνεται καὶ σήμερα.
Οἱ Ἅγιοι Ἔρασμος καὶ Ὀνήσιμος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς δεκατέσσερις μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἔρασμος καὶ Ὀνήσιμος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους δεκατέσσερις Μάρτυρες, ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τοὺς Ἅγιους Μάρτυρες Ἀλφειό, Κυπρίνο καὶ Φιλάδελφο που τιμούνται σήμερα.
Οἱ Ὅσιοι Πασσαρίων, Ἀγάπιος καὶ Φιλήμων
Ο Οσιος Πασσαρίων ήταν από τους πιο φημισμένους ασκητές της Παλαιστίνης. Ήταν σύγχρονος του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιου (420 - 458 μ.Χ.) και χρημάτισε διδάσκαλος
του Μεγάλου Ευθυμίου (βλέπε 20 Ιανουαρίου). Έγινε ιδρυτής γηροκομείου στα Ιεροσόλυμα, στο οποίο υπήρχε και ευκτήριος οίκος αφιερωμένος στο όνομά του και στον οποίο κατά τις
21 Νοεμβρίου ετελείτο η μνήμη του.
Οι μετ' αυτού φερόμενοι Όσιοι Αγάπιος και Φιλήμων ήταν μαθητές του Οσίου Πασσαρίωνος και συνασκητές.
Η μνήμη και των τριών αναφέρεται στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο (σελ. 90, εκδ. Αρχιμανδρίτη Κάλλιστου).
Ο Όσιος Πασσαρίων ίσως είναι ο ίδιος με αυτόν που εορτάζει στις 11 Αυγούστου.
Ὁ Ἅγιος Σίμων Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας
Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας, ἦταν ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Πατερικὸν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου» καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.
Τὸ 1206 ἀνεδείχθη ἡγούμενος τῆς μονῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμὶρ καὶ τὸ 1214, μὲ ἐπιθυμία τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου Βσεβολοντόβιτς († τὸ 1238 μ.Χ.), ἔγινε ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας. Στὸ ἀρχιερατικό του κατάλυμα ἀγωνιζόταν πνευματικά, ὅπως καὶ στὸ μοναστήρι. Κάποτε μάλιστα, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ σὲ ὅραμα τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία συνοδευόταν ἀπὸ πλῆθος ἀκτινοβόλων Ἁγίων, ἐνῷ στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά της στέκονταν οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος.
Ὁ Ἅγιος Σίμων, τὴν παραμονὴ τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1226, ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀρχικὰ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη τοῦ Βλαδιμίρ, ἀλλὰ ἀργότερα, σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία ἐπιθυμία του, τὸ τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος (Comgall)
Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Οὔλστερ τὸ 517 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς στρατιώτη. Σπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Ἁγίου Φινιανοῦ καὶ ἵδρυσε τὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μπένγκορ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πολυπληθέστερη καὶ ἐνδοξότερη τῆς Ἰρλανδίας. Λέγεται ὅτι ἐπὶ ἡμερῶν του ἐγκαταβιοῦσαν στὴ μονὴ γύρω στοὺς τρεῖς χιλιάδες μοναχούς. Ἐφάρμοσε τοὺς μοναχικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ εἶχε ὡς πρότυπο τὸν Ἀνατολικὸ μοναχισμό.
Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 602 μ.Χ.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῶν ἀδελφῶν του Κιέβου» ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ὀνομάζεται ἔτσι ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου καὶ τὴν μονὴ στὴν ὁποία φυλασσόταν. Ἀρχικὰ βρισκόταν στὸ Βίσγκο – Ρὸντ καὶ ἀργότερα μετακομίσθηκε στὸ Κίεβο.
Τὸ 1662, ὅταν οἱ Τάταροι εἰσέβαλαν στὴν πόλη τοῦ Βίσγκο – Ρόντ, κατέστρεψαν τὸ ναὸ στὸν ὁποῖο ἐτιμᾶτο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἔριξαν στὸ ποτάμι τὴν εἰκόνα. Αὐτή, ἐπιπλέοντας ἐπάνω στὸ νερό, ἔφθασε μέχρι τὸ μοναστήρι Μπράτσκϊυ (=τῶν Ἀδελφῶν). Οἱ Πατέρες τῆς μονῆς μὲ πνευματικὴ χαρὰ βρῆκαν τὴν εἰκόνα καὶ μὲ εὐλάβεια τὴν μετέφεραν στὸ μοναστήρι τους.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 2 Ἰουνίου καὶ 6 Σεπτεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ μωρός
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Μακαρίου. Μετέβη μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴ Ρώμη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε μὲ τὴν Ὁσία Μελανία γιὰ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου.
Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιὰ τὴν πραότητά του καί, ἐκτὸς τοῦ δώρου τῶν δακρύων, γιὰ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία περιέπιπτε σὲ ἔκσταση, ἐνῷ ἔτρωγε. Μὲ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου Μακάριο καὶ Παμβὼ ἔπληττε τὸν μὴ ἀκτήμονα μοναχό: «Τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν».
Ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ἤθελε νὰ τὸν κάνει Ἐπίσκοπο καὶ κατόπιν τὸν ἀπέλασε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευε. Ὁ Ὅσιος, μὲ τοὺς μοναχοὺς μαθητές του, ζήτησε τότε τὴν προστασία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 404 μ.Χ.
Άγιος Συνέσιος του Ιρκούτσκ
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Αγίου.
Σύναξη της Παναγίας της Εικοσπενταρούσας στην Σαμοθράκη
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/10/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»