Ὑπὸ τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ & Καθηγητοῦ Δρ. Ἀλεξίου Παναγοπούλου,
(Phd Δρ. Νομικῶν & Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν, Phd Δρ. Βιοηθικῆς, Phd Δρ. Θεολογίας, Post Doc Δικαίου, Habil.,-Διπλωματούχου Ὑφηγητοῦ, Καθηγητοῦ Νομικῆς Δ.Δικαίου Fpsp, & Ἀκαδημαϊκοῦ MCA)
1ον
Ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες μου εἰς τὸν Ο.Τ., ὅπως ἔχω ἀναφέρει, ὁ ἴδιος σπούδασα στὴ Σερβία, ὅπου καὶ ἀξιώθηκα νὰ τιμήσω τὴ Χώρα μας στὸ ἐξωτερικὸ, τόσο ὡς διδάκτωρ τριῶν διαφορετικῶν ἐπιστημῶν, ὅσο καὶ ὡς πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος, ἀλλὰ καὶ ὡς τακτικὸ μέλος ὡς Ἕλλην, τῆς σλαβικῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν Βελιγραδίου καὶ Μόσχας καὶ ὡς Ἕλλην μέλος τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου συγγραφέων καὶ λογοτεχνῶν Σερβίας. Ἔλεγε λοιπὸν ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς πατρολογίας ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς ὅτι σίγουρα καλὰ λέμε, ἐπικρίνοντας τὴν Ἑσπερία καὶ τὸν Πάπα, γιὰ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία ποὺ ἀπέκτησε, ἀλλὰ καὶ σὲ μᾶς στὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή, ρωτοῦσε, μήπως ὁ κάθε Ἐπίσκοπος ἔχει γίνει ἕνας μικρὸς Πάπας, μὲ τὴ δεσποτοκρατία πού ἐπικρατεῖ; Ἢ ὅπως ἕνας ἁγιορείτης μεταφορικά μᾶς ἔλεγε: δὲς-πότης, δηλ. ὁ πότης τῆς μάταιας δόξας.
Ὁ ἴδιος ὁ καθηγητὴς μακαριστός ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς βαθιὰ συνειδητοποιημένος δὲν φοροῦσε αὐτὴ τὴ μεταλλικὴ μίτρα ποὺ φοροῦν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι κατὰ τοὺς τελευταίους 4-5 αἰῶνες, ἀλλὰ αὐτὸς φοροῦσε ἕνα χρωματιστὸ ὑφασμάτινο μὲ στράπλες ἀντ’ αὐτῆς τῆς μεταλλικῆς. Ἀκόμα καὶ οἱ ἡγούμενοι τελευταῖα ἀπέκτησαν ἀντὶ ξύλινης μεταλλικῆς ράβδου, καὶ μανδύες καὶ κάποιοι καὶ μίτρες μεταλλικὲς μὲ τὶς μεταλλικὲς ράβδους κυρίως στὴ Ρωσία, κι ἀλλοῦ. Ὁ σάκος, ἡ μεταλλικὴ μίτρα, ἡ μεταλλικὴ ράβδος κι ὁ μανδύας, εἶναι Αὐτοκρατορικὰ Σύμβολα, τὰ ὁποῖα ἔφερε ὡς «ἐπίσκοπος τῶν ἐκτὸς» ὁ ἑκάστοτε Αὐτοκράτορας.
Αὐτὰ τὰ ἱερὰ σύμβολα τοῦ Γένους, κατὰ τὴ γνώμη μου, θάπρεπε νὰ φέρει μόνο ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὡς Ἐθνάρχης τοῦ Γένους. Ἀφοῦ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου – Δράγας (υἱοῦ τῆς Σερβίδας Ἕλενας Δράγας, κατόπιν ἁγίας Ὑπομονῆς, τῆς ὁποίας ἡ τιμία κάρα βρίσκεται εἰς Ὅσιο Πατάπιο Λουτρακίου), δὲν ἔχουμε Αὐτοκράτορα. Μὲ τὴ πτώση τῆς Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης καὶ ἀπὸ ἐπὶ Γενναδίου Σχολαρίου ὁ Ἐθναρχικὸς ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἦταν γιὰ τὸ Γένος Σύμβολο Ἑνότητας. Ἀλλὰ ἀργότερα δυστυχῶς ἀπὸ ματαιοδοξία ἐπεκτάθηκε ἡ συνήθεια αὐτή, ὥστε νὰ φέρει τὰ ἱερὰ Αὐτοκρατορικὰ Σύμβολα κι ὁ ἑκάστοτε Ἐπίσκοπος ἢ βοηθὸς ἐπίσκοπος. Δίχως δυστυχῶς τὸ θέμα αὐτὸ νὰ ἔχει συζητηθεῖ σὲ μία Πανορθόδοξο Σύνοδο, ὅτι τὰ ἱερὰ αὐτοκρατορικὰ σύμβολα, κατ’ ἐπέκταση νὰ δικαιοῦνται νὰ τὰ φέρουν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, ἢ συγκεκριμένα μόνο ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, καθὼς καὶ οἱ Πατριάρχες τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὡς κι αὐτοὶ Ἐθνάρχες τοῦ λαοῦ τους.
Ἕνας ἅγιος Πατριάρχης τῶν τελευταίων ἐτῶν ἦταν κι ὁ μακαριστὸς Παῦλος Σερβίας. Τὸν ἔζησα ἀπὸ κοντά, τὸν συνόδευα ταπεινὰ σὲ ἀκολουθίες καὶ ἑσπερινοὺς στὴν πόλη τοῦ Βελιγραδίου, μὲ τὰ πόδια ἢ μὲ τὸ τρόλεϊ ἢ καὶ τὸ τράμ, μοῦ προλόγισε δύο βιβλία μου, ἕνα γιὰ τὸν ἐπίσκοπο νεομάρτυρα Πλάτωνα Μπανιαλούκας κι ἕνα γιὰ τὸν ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἅγιος Πατριάρχης, ὅταν μία φορὰ εἶδε τὰ λοὺξ αὐτοκίνητα παρκαρισμένα ἔξω ἀπ’ τὸ Πατριαρχεῖο του, ρώτησε, μήπως ἔχουν οἱ διπλανὲς πρεσβεῖες τῆς Αὐστρίας καὶ Γαλλίας κάποια ὑψηλὴ συνάντηση καὶ τότε τοῦ εἶπε ὁ πορτάρης παρουσίᾳ μου (ἦταν μήνας Μάϊος, ὅπου ἔχει Σύνοδο ἡ Ἱεραρχία του), ὄχι Ἁγιώτατε, αὐτὰ εἶναι τὰ αὐτοκίνητα τῶν Ἱεραρχῶν Ἐπισκόπων τῆς Συνόδου Σας! Τότε εἶπε μὲ τὴν ἁπλότητά του, ἆραγε τί θὰ γινόταν ἐὰν οἱ Ἐπίσκοποί μας, δὲν εἶχαν δώσει τὴν μοναχικὴ ἱερὴ ὑπόσχεση τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῆς ὑπὲρ τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ἀδυνάτων; Ὑπονοώντας σὲ μᾶς τότε παρόντες, ὅτι πιθανὸν νὰ ἐρχόντουσαν καὶ μὲ ἑλικόπτερα!
Πρὸ τριμήνου πῆγα στὸ πάλαι ποτὲ ἑλληνικὸ Ντουμπρόβνικ μὲ τὸ μέχρι σήμερα διασωζόμενο μικρὸ τμῆμα τοῦ κοιμητηρίου μὲ ἑλληνικὰ ὀνόματα, καὶ σὲ μισή ὥρα πάνω ὁδικῶς στὴ Μονὴ Τβρντός, ὅπου ἐφησύχαζε ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς. Στὸ μνῆμα του διαβάσαμε τρισάγιο, ἐκεῖ δὲν θὰ δεῖς «μίτρα» πουθενά, ὅπως μοῦ ἐπιβεβαίωσε σὲ ἄριστα ἑλληνικὰ ὁ π.Ἰάκωβος, μάλιστα μᾶς εἶπε ὅτι συχνά, τοὺς ἔλεγε: Δεῖτε τὶς ἁγιογραφίες τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, κανείς τους δὲν φορᾶ οὔτε μίτρα, οὔτε σάκο, οὔτε ἄλλα μεταλλικὰ ἀντικείμενα. Πόσο ἀπομακρυνθήκαμε ἀπ’ τὴν ταπεινὴ ὀρθόδοξη παράδοσή μας καὶ πήραμε τὰ ξένα διακριτικά τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῶν ὀφφικιούχων του τῶν δεσποτάδων δηλ. τῶν τοπικῶν ἡγεμόνων. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος ἐνῷ εἶχε τὴ θέση του μέσα στὸ Ἱερὸ πίσω ἀπ’ τὴν Ἁγία Τράπεζα βλέποντας πρὸς τὸ λαό, μὲ τὴν πτώση τῆς Βασιλεύουσας ἔλαβε καὶ τὸ θρόνο τοῦ Αὐτοκράτορα ἔξω ἀπ’ τὸ Ἱερό. Σήμερα, ἐνῷ κάνουμε λόγο χριστιανικῆς θεωρίας, ἀπέχουμε πολύ της ταπεινῆς ἔμπρακτης ἁγιολογικῆς πράξης!
Τώρα θὰ μποῦμε στὸ εἰδικότερο θέμα μας. Τὴν Ἱερωσύνη χορηγεῖ ὁ τρίτος βαθμὸς τῆς Ἱερωσύνης ποὺ εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπίσκοπος ἔχει γίνει πρῶτα πρῶτα μοναχός, κι ἔχει δώσει τὶς μοναχικὲς ὑποσχέσεις, σύμφωνα μὲ τὸ μοναχικὸ δίκαιο, κατόπιν γίνεται ἱεροδιάκονος καὶ πρεσβύτερος. Πρωτοχριστιανικὰ ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι μποροῦσαν νὰ εἶναι ὑποψήφιοι καὶ γιὰ ἐπίσκοποι. Κατόπιν ἐπικράτησε οἱ ὑποψήφιοι γιὰ ἐπίσκοποι, κυρίως νὰ εἶναι οἱ ἄγαμοι πρεσβύτεροι. Τὸν ἐπίσκοπο παλιότερα ἐξέλεγε κλῆρος καὶ λαὸς καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες τὸν χειροτονοῦν τουλάχιστον τρεῖς ἐπίσκοποι. Ἐπίσκοπος ποὺ χειροτονεῖται ὑπὸ ἑνὸς ἐπισκόπου θεωρεῖται ἄκυρη ἡ χειροτονία του, μὴ ἔγκυρη καὶ ἀντικανονική.
Ἡ ἱερωσύνη τοῦ δεύτερου βαθμοῦ, δηλαδὴ τοῦ πρεσβυτέρου, ὅταν αὐτὴ ἀποκτᾶται, συναποτελεῖ ἀνεξάρτητο βαθμὸ καὶ εἶναι αὐτοδύναμος εἰς τὴν ἐνέργειά του. Ἡ Ἱερωσύνη χορηγεῖται ἅπαξ καὶ διαπαντὸς μέσῳ τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς Ἱερωσύνης. Ὁ ἑκάστοτε νομοκανονικὸς ἐπίσκοπος ἐνῷ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς Ἱερωσύνης, δὲν εἶναι ἡ πηγὴ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Ἡ Πηγὴ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων εἶναι μόνο ἡ Ἱερωσύνη, ποὺ ἔχει ἐκ τοῦ Κυρίου Χριστοῦ χορηγηθεῖ στὸν ἄνθρωπο.
Τὸ ἕνα καὶ κυρίως Ἱερὸ Μυστήριο, δηλαδὴ ἡ Ἱερωσύνη, ποὺ εἶναι ἡ Πηγὴ Ὅλων τῶν ἄλλων Μυστηρίων, τὸ κατέχει ὁ ἐπίσκοπος, ἀπ’ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ τὸ μεταδίδει στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Μόνο ὁ ἐπίσκοπος χειροτονεῖ! Ὁ πρεσβύτερος ἐνῷ λαμβάνει τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης καὶ κατέχει τὴ Πηγὴ Ὅλων τῶν Θείων Μυστηρίων, δὲν κατέχει τὸ δικαίωμα ἑνὸς Μυστηρίου, δηλ. τὴ μετάδοση τῆς Ἱερωσύνης.
Ὡς κάτοχος τῆς Πηγῆς ὁ πρεσβύτερος μπορεῖ καὶ ἐνεργεῖ αὐτοδύναμα καὶ γιὰ Ὅλα τὰ ἄλλα Θεῖα Μυστήρια. Ὁ ἐπίσκοπος ἐνῷ χορηγεῖ καὶ δίδει τὴν Ἱερωσύνη διὰ τοῦ Χριστοῦ, ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, ἐντούτοις, δὲν ἔχει ἔκτοτε τὴ δύναμη οὔτε τὴν ἐξουσία, νὰ τὴν ἀφαιρέσει. Μπορεῖ μόνο νὰ ἐπιβάλει κάποια ποινὴ, ὅπως τὴν ἀργία ἕως ἑνὸς μηνὸς ἢ τὴν ἀναστολὴ τῶν ἱερατικῶν πράξεων, γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα. Καθότι γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς μεγαλύτερης ποινῆς ἢ τῆς τιμωρίας χρειάζεται ὡς βοηθοὺς καὶ συνδικαστές του, τοὺς πρεσβυτέρους. Δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος χρειάζεται τὴν ἀπόφαση τοῦ ἐπισκοπικοῦ δικαστηρίου, γιὰ νὰ τιμωρήσει γιὰ ἕνα περισσότερο διάστημα καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐπιβάλει ποινὴ ἕως καὶ ἕξι μῆνες. Κατόπιν ἐὰν καὶ ἐφόσον συντρέχουν νομοκανονικοὶ λόγοι γιὰ τὴν καθαίρεση τοῦ πρεσβυτέρου, δὲν μπορεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ μόνος του νὰ ἀποφασίσει τὴν καθαίρεση, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ διαβιβάσει αἰτιολογημένα τὴν εἰσήγησή του στὴν Ἱερὰ Σύνοδο.
Στὴν περίπτωση ποὺ γιὰ νομοκανονικοὺς λόγους ἀποφασισθεῖ ἡ Καθαίρεση τοῦ πρεσβυτέρου, δὲν γίνεται λόγος, οὔτε λογίζεται νὰ γίνει ἀφαίρεση τῆς Ἱερωσύνης, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ἡ ποινὴ τῆς ἰσόβιας ἀναστολῆς τῆς τέλεσης τῶν ἱερατικῶν πράξεων. Δηλαδὴ οὐχὶ ἀφαίρεση τῆς Ἱερωσύνης, ἀλλὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τέλεσης τῶν ἀπορρεόντων ἐξ αὐτῆς Μυστηρίων. Ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς κατάστασης ὅτι ἡ Ἱερωσύνη ποτὲ δὲν παύει, εἶναι ὅτι ἐφόσον ἀναθεωρηθοῦν οἱ λόγοι τῆς Καθαίρεσης, ὁ πρεσβύτερος ἐπιστρέφει στὰ καθήκοντά του, δίχως καὶ πάλι χειροτονία ἢ ἀναχειροτονία.
Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε περισσότερο ὡς πραγματικότητα καθότι ἡ Ἱερωσύνη εἶναι Ἱερὸ Μυστήριο, τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, μὲ εἰδικὴ ἱερὴ ἀκολουθία καὶ εἰδικὲς εὐχὲς – προσευχές. Ἐνῷ ἡ Καθαίρεση εἶναι μία διοικητικὴ πράξη καὶ ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἀπόφαση μπορεῖ νὰ ἀνακληθεῖ μὲ κάποια ἄλλη ἀπόφαση, ὅταν πλέον δὲν θὰ συντρέχουν οἱ λόγοι τῆς ἐπιβολῆς τῆς ἀρχικῆς ποινῆς. Ἔτσι, ὁ κληρικὸς ἐπανέρχεται στὰ πρὶν ἱερατικὰ καθήκοντά του καὶ στὴν θέση του. Ὅπως εἶναι γνωστὸ Ὅλα τὰ Μυστήρια ἔχουν ἀνεξάλειπτο χαρακτῆρα, κατανοοῦμε ἀκόμα περισσότερο πόσον ξεχωριστὸ εἶναι τὸ ἱερὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, δηλ. τῆς Ἱερωσύνης.
Ἀνεξάλειπτο χαρακτῆρα ἔχουν ὅλα τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τόσο μὲ τὴν τέλεση τῆς Ἀκολουθίας τους ὅσο κι αὐτὸ τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανικοῦ Γάμου, καθὼς καὶ μὲ τὴν τέλεση τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μοναχικῆς Κουρᾶς. Γιὰ νὰ γίνει κι αὐτὸ κατανοητὸ περισσότερο σημειώνουμε ὅτι ἐὰν ὁ Ὀρθόδοξος Γάμος διαλυθεῖ κανονικὰ μὲ ἀπόφαση ἐπισκόπου, οἱ πρώην διαζευγμένοι σύζυγοι μποροῦν καὶ πάλι νὰ ξαναενωθοῦν δίχως τὴν ἐπανάληψη τοῦ Θείου Μυστηρίου τοῦ Γάμου. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Εὐχὴ ποὺ ἔχει ἐμφανισθεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια γιὰ τὴν ἐκ νέου ἕνωση τῶν συζύγων εἶναι παρείσακτος, ποὺ πιθανὸν εἰσήχθη γιὰ λόγους εὐσεβείας. Ἐδῶ ὅμως θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι εἶναι ἡ διαφορὰ αὐτή, ποὺ στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία οἱ δύο σύζυγοι ἐπιθυμοῦν νὰ ξαναενωθοῦν, δὲν θὰ πρέπει, οὔτε ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν, νὰ ἔχει τελέσει δεύτερο Γάμο.
Ἐὰν μετὰ τὴ νομοκανονικὴ διάλυση τοῦ Γάμου ἔστω κι ἐὰν ὁ ἕνας ἐκ τῶν πρώην συζύγων προέβη σὲ τέλεση δευτέρου Γάμου καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸν τὸν δεύτερο Γάμο θελήσει νὰ ἐπανασυνενωθεῖ μὲ τὸν ἢ τὴν πρώην σύζυγο, αὐτὸ καθίσταται πλέον ἀδύνατο νὰ γίνει, γιατί μεσολάβησε ὁ δεύτερος Γάμος, ποὺ αὐτομάτως κατήργησε τὸν πρῶτο Γάμο καὶ γιὰ τοὺς δύο. Στὴν περίπτωση ἐκείνη ποὺ οἱ πρώην σύζυγοι παρότι ποὺ τελέστηκε δεύτερος Γάμος καὶ ἐφόσον αὐτὸς λύθηκε, συνεχίζουν νὰ ἐπιθυμοῦν νὰ ξαναενωθοῦν, θὰ πρέπει νὰ τελέσουν Τρίτο Γάμο.
Τὸ ἴδιο περίπου συμβαίνει καὶ στὸ Μοναχικὸ Δίκαιο, ὅταν ὁ μοναχὸς ἢ ἡ μοναχὴ ποὺ πλέον ἀπεσχηματίσθηκε ἢ θέλησε κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ νυμφεύθηκε, ὅμως ἐὰν καὶ μετὰ τὴ διάλυση τοῦ Γάμου τους, γιὰ τὸν ὁποιοδήποτε δικό τους λόγο, λόγῳ θανάτου τοῦ ἑνὸς ἢ λόγῳ διαφωνίας μεταξύ τους, ἐπιστρέφει ὁ μοναχὸς ἢ ἡ μοναχὴ στὸ Μοναστήρι καὶ στὴ μοναχικὴ ζωή, δίχως νὰ γίνει νέα κουρά!
Εἶναι σημαντικὸ νὰ διερευνήσουμε τὶς πανάρχαιες εὐχὲς γιὰ τὴ χειροτονία πρεσβυτέρου, κυρίως ἀπ’ τοὺς μεταποστολικοὺς χρόνους. Ἤδη ἀπ’ τὸν δεύτερο αἰῶνα μ.Χ., ἡ «Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων», καθὼς καὶ οἱ «Ἀποστολικὲς Διαταγὲς» ἀπ’ τὸν τρίτο αἰῶνα, κάνουν ξεκάθαρο λόγο γιὰ τὴν ἁρμοδιότητα καὶ ἐξουσία ποὺ λαμβάνει ὁ πρεσβύτερος, ἀπ’ τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς χειροτονίας του, νὰ τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία, μὲ τὴ δύναμη τῆς Ἱερωσύνης ποὺ ἔλαβε μέσῳ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐπ’ οὐδενὶ δὲν γίνεται λόγος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἐπισκόπου.
Σύμφωνα καὶ μὲ τὸ ἑξῆς συγκεκριμένο τμῆμα ἀπ’ τὴν εὐχὴ χειροτονίας πρεσβυτέρου: «καὶ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ σου Ἱερουργίας ἀμώμους ἐκτελεῖ διὰ τοῦ Χριστοῦ σου» (Ἀποστολικὲς Διαταγές, τόμ. 2ος, σελ. 160). Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν εἶναι Μόνο ὑπόθεση τοῦ ἐπισκόπου, ποὺ τὴν ἐκχωρεῖ κάθε φορά στὸν πρεσβύτερο, ὅπως τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχε γίνει μία τέτοια προσπάθεια νὰ υἱοθετηθεῖ αὐτὴ ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη.
Σημειωτέον εἶναι ὅτι στὶς πανάρχαιες εὐχὲς γιὰ τὴ χειροτονία πρεσβυτέρου, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων βαθμῶν, τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐποχῆς, ἡ Ἐκκλησία μας στήριξε καὶ τὸν σημερινὸ τύπο τῶν χειροτονιῶν. Τὸ λεγόμενο «Λατινικὸ κείμενο» ἢ ἀλλιῶς ὡς δῆθεν «Ἀποστολικὴ παράδοση» δὲν ἔχει βρεῖ σπουδαῖα ἐπιστημονικὰ ἐρείσματα, γι’ αὐτὸ καὶ ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ λάβουμε σοβαρὰ ὑπόψη.
Πάνω σὲ αὐτὰ τὰ κείμενα βασίζονται κάποιοι καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ πρεσβύτερος ἀπ’ τὴν ἀρχὴ δὲν εἶχε αὐτόνομο δικαίωμα νὰ τελεῖ τὴν Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν ἀποκλειστικὴ δικαιοδοσία τοῦ ἐπισκόπου. Γιὰ τὸν πρεσβύτερο ἰσχυρίζονται ὅτι εἶχε κάποιες ἄλλες διακονίες καὶ χειροτονεῖτο γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ βάπτισμα. Ἐξαιτίας τῆς αὔξησης τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πιστῶν καὶ τῆς παράλληλης αὔξησης τῶν ἐνοριῶν καὶ τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὁ ἐπίσκοπος ἀναγκάσθηκε μὲ ἄκρα συγκατάβαση νὰ ἐκχωρήσει τὴ Θεία Λειτουργία στὸν πρεσβύτερο. Καὶ συμπεραίνουν ὅτι τὸ κατ’ ἀνάγκη δοθὲν ἀπ’ τὸν ἐπίσκοπο, γιὰ κάποιους, μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι ὅποτε θέλει ὁ ἐπίσκοπος νὰ τὸ παίρνει πίσω! Ἀλλά, μπορεῖ νομοκανονικὰ νὰ τό πάρει πίσω; Ἔστω κι ἐὰν δεχθοῦμε ὅτι ἀπὸ συγκατάβαση λόγῳ τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν του ἐκχώρησε ἁρμοδιότητες τέλεσης ἀκολουθιῶν;
Ὁ ἐπίσκοπος μπορεῖ νὰ ἐκχωρεῖ στὸν πρεσβύτερο, ἀλλὰ τί; Ἐκχωρεῖ τὸ κήρυγμα, καθὼς καὶ τὰ λεγόμενα ὀφφίκια, ὅπως τοῦ ἀρχιμανδρίτου καὶ τοῦ οἰκονόμου, κ.ἄ., καθὼς καὶ τὴ χειροθεσία τῶν ἀναγνωστῶν, τοῦ ὑποδιακόνου, ἐπίσης τὴν πνευματικὴ πατρότητα τοῦ ἐξομολόγου, τὴν κουρὰ τῶν μοναχῶν, καὶ γιὰ τὰ τῶν ἐγκαινίων τῶν ναῶν, τῶν ἀντιμηνσίων, κτλ. Τὰ ὀφφίκια αὐτά, ἐνῷ τὰ ἐκχωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος στὸν πρεσβύτερο, δὲν μπορεῖ, ἀδυνατεῖ, νὰ τοῦ τὰ πάρει πίσω, ἢ νὰ τὰ ἀφαιρέσει ἐξ ὁλοκλήρου, μπορεῖ μόνο νὰ ἀναστείλει τὴ χρήση τους, γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα, μετὰ ἀπὸ ἰσχυροὺς λόγους αἰτιολογίας καὶ οὐχὶ αὐθαίρετα (πρβλ. Ἅπαντα, Συμεὼν Θεσσαλονίκης).
Μία ἄλλη ἐσφαλμένη καὶ ἀνυπόστατη θεωρία εἶναι αὐτὴ ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι τὸ Ἀντιμήνσιο εἰκονίζει καὶ συμβολίζει τὸν ἐπίσκοπο, τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ ἔχει ἐνώπιόν του ὁ πρεσβύτερος κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὡσὰν παρουσία ἐπισκόπου. Εἶναι μία ἀνιστόρητη ἄποψη καὶ ψευδὴς θεωρία, ποὺ σὲ κάποιους ἔχει προχωρήσει ἀνεπανόρθωτα, ἀφοῦ ἰσχυρίζονται ὅτι μόνο ἔτσι εἶναι ἔγκυρη ἡ Θεία Λειτουργία, ὥστε νὰ κατέλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἰς τὰ θεῖα δῶρα, ἀλλιῶς δὲν κατέρχεται καὶ εἶναι ἄκυρα.
Φοβερὲς κι ἀνήκουστες παράνοιες! Ὅπως, πολὺ ἐσφαλμένα ἔχει εἰσέλθει στὴν νοοτροπία κάποιων νὰ πιστεύουν ὅτι τὴν Κυριακὴ δὲν γονατίζουμε! Πράγματι τὴν Κυριακὴ δὲν γονατίζουμε, γιατί εἶναι Ἀναστάσιμη ἡμέρα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Ὅμως, ἂς προσέξουμε πολύ, ἄλλο τὸ δὲν γονατίζουμε τὴν Κυριακή, γιὰ τὴ γονατιστὴ κατὰ μόνας ἰδιωτικὴ προσευχή, κι ἄλλο εἶναι ἐκείνη ἡ Ἱερὴ Στιγμὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας: «τὰ σά ἐκ τῶν σῶν», ὅπου ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος βρίσκεται παρὼν καὶ Θυσιαζόμενος καὶ τὸν προσκυνοῦν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, Ταξιαρχίες καὶ Οὐράνιες Δυνάμεις, καὶ συμβαίνει κάποιος φθαρτὸς ἄνθρωπος νὰ φιλοσοφεῖ, νὰ σκέφτεται, ἆραγε νὰ γονατίσω τώρα, ἢ ὄχι, ἐνώπιον τοῦ Φοβεροῦ Κριτοῦ τῶν Αἰώνων!! Κι ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀλαζονεία κάποιοι, ἐνῷ μποροῦν ἀπὸ λόγους ὑγείας, δὲν γονατίζουν κατ’ αὐτὴ τὴν ἱερὴ στιγμή: «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» εἰς τὴν ἀόρατη παρουσία τοῦ Φοβεροῦ Κριτοῦ τῆς Οἰκουμένης.
Ἀλλὰ νὰ κι ἔτσι, πολλὰ διαστρεβλώθηκαν, μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορικὴ πορεία καὶ διέστρεψαν ἀκόμα καὶ τὴ σημασία τοῦ Ἀντιμηνσίου, καθότι ἀπὸ μόνο του, μᾶς φανερώνει τὸ τί μᾶς συμβολίζει. Ἀντιμήνσιο εἶναι λατινικὴ λέξη ποὺ ἑρμηνεύεται ὡς ἀντὶ – Ἁγίας Τραπέζης. Τὰ Ἀντιμήνσια ἐπινοήθηκαν προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθοῦν σὲ Θεία Λειτουργία στὴν ὕπαιθρο, κυρίως σὲ περιπτώσεις διωγμῶν, γιὰ τὶς ἀνάγκες στὸν ἑλληνικὸ καὶ βυζαντινὸ στρατὸ καὶ σὲ ναοὺς ποὺ ἀκόμα δὲν εἶχαν ἐγκαινιασθεῖ. Συμβολίζουν καὶ ἀναπληρώνουν τὴν μὴ ἐγκαινιασμένη Ἁγία Τράπεζα. Τὰ ἀντιμήνσια εἶναι ἐγκαινιασμένα καὶ συνήθως στὰ ἄκρα τους φέρουν τὰ τίμια Ἅγια Λείψανα γιὰ τὴ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας.
Τὸ Ἀντιμήνσιο δὲν συμβολίζει οὐδόλως τὸν ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ἀντικαθιστᾶ τὴν Ἁγία Τράπεζα, καὶ ἐπινοήθηκε ἡ χρήση τους γιὰ τοὺς ἀναγκαίους πρακτικοὺς λόγους καὶ σκοπούς. Σὲ ἐγκαινιασμένους ναοὺς δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἱερουργεῖ ὁ πρεσβύτερος μὲ ἀντιμήνσιο, μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ μὲ τὸ λεγόμενο εἰλητὸν ἢ μὲ ἕνα καθαρὸ ὕφασμα. Εἶναι ἰσχυρὴ ἡ ἄποψη τοῦ Ἁγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἐπισκόπου, ὁ πρεσβύτερος μπορεῖ ἀκόμα καὶ νὰ τελέσει καὶ τὰ ἐγκαίνια σὲ ναὸ καὶ νὰ ἐγκαινιάσει ἀντιμήνσια μὲ τὴν ὑπογραφή του.
Δημιουργοῦνται ἀρκετὰ ἐρωτήματα γιὰ τὸν ἐπισκοποκεντρισμὸ καὶ τὴ θεωρία ποὺ λέγει ὅτι ἐὰν μόνο ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τὴ χάρη νὰ ἱερουργεῖ κι ἐὰν αὐτὴ τὴν ἐκχωρεῖ ἁπλὰ τὴ χάρη στὸν πρεσβύτερο, γιὰ νὰ τοῦ ἐλαφρώσει τὶς ὑποχρεώσεις του. Τότε, γιατί δὲν ἐκχωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος τὴ χάρη του αὐτὴ καὶ εἰς τὸν ἱεροδιάκονο, ἢ ἐπίσης καὶ στὸν ἁπλὸ λαϊκό; Μάλιστα, ὁ Τερτυλλιανὸς μᾶς μνημονεύει ὅτι εἰς τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους συλλειτούργησε ἀκόμα καὶ λαϊκός, μὲ τὴ συγκατάθεση ἄδεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἐπισκόπου του! Ἆραγε, ποιὸς νὰ ἦταν αὐτὸς ὁ λαϊκός, σίγουρα θὰ ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἱεροκήρυξ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ γνώριζε τὴν ἱερατικὴ καὶ τὴ τελετουργικὴ τάξη. Ἀλλοῦ μᾶς διασῴζουν ὅτι ἔγινε βάπτιση ἀπὸ παιδιά, κι ὅτι καὶ ἀναγνωρίσθηκε αὐτὴ ἡ βάπτιση.
Κάποιοι ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη ὅτι ἐὰν δὲν μνημονευθεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπ’ τὸν πρεσβύτερο εἶναι ἄκυρα τὰ Ἱερὰ Μυστήρια ποὺ τελεῖ ὁ πρεσβύτερος! Κι αὐτὸ εἶναι νομοκανονικὸ λάθος μέγιστον! Ἡ μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἀπαραίτητη, ὄχι γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς τέλεσης τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, ἀλλὰ γιατί ὁ πρεσβύτερος ὀφείλει νὰ ἔχει ἐνώπιόν του τὴ συμβολικὴ εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ διασῴζεται στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου του. Ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου δηλώνει τὴν ἀπαραίτητη ἑνότητα ποὺ ὀφείλουν νὰ ἔχουν καὶ οἱ δύο, τοῦ ἐπισκόπου μὲ τὸν πρεσβύτερο καὶ τοῦ πρεσβύτερου μὲ τὸν ἐπίσκοπο, μὲ τὸν διάκονο καὶ τὸ πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν γιὰ κάποιο λόγο παύσει ἡ μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου ἀπ’ τὸν πρεσβύτερο, συνιστᾶ ἀντικανονικὴ στάση καὶ ὁ πρεσβύτερος καθαιρεῖται, μετὰ ἀπὸ σχετικὸ δικαστήριο μὲ σχετικὴ αἰτιολογία. Μόνο τότε καὶ αἰτιολογημένα καθαιρεῖται ὁ πρεσβύτερος, ἐπειδὴ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς διακοπῆς τῆς ἑνότητας καὶ διέσπασε τὴν κανονικὴ τάξη μὲ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὰ Ἱερὰ Μυστήρια ποὺ τέλεσε ὁ ἕως τότε πρεσβύτερος εἶναι ὅλα ἔγκυρα.
Ὁ ἐπίσκοπος ὁμολογουμένως εἶναι ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πηγὴ τῆς Ἱερωσύνης, μετὰ ἀπ’ τὸ Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ. Διά τοῦ ἐπισκόπου καὶ μέσῳ τοῦ Χριστοῦ ἀπορρέουν ὅλα τὰ σωστικὰ καὶ ἁγιαστικὰ Θεῖα Μυστήρια καὶ τὰ χαρίσματα μέσῳ τῆς Ἱερωσύνης, τὰ ὁποῖα δίδει ὁ ἐπίσκοπος στὸν πρεσβύτερο.
Ὁ ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ βρίσκεται ὡς ἄγρυπνος φρουρὸς πάνω στὴ σκοπιά, νὰ ἐπισκοπεύει καὶ νὰ παρακολουθεῖ καὶ νὰ κατευθύνει καὶ νὰ καθοδηγεῖ ὅλην τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία σύμφωνα μὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Στὴ περίπτωση ποὺ ὁ ἐπίσκοπος δὲν ἔχει ποίμνιο, ὅπως ἔχει διαμορφωθεῖ ἡ σύγχρονη κατάσταση σὲ ἀλησμόνητες χαμένες ἐπαρχίες στὸ ἐξωτερικό, τότε ὁ ἐπίσκοπος χρησιμοποιεῖται ἀπ’ τὸν Πατριάρχη γιὰ ἐκπροσωπήσεις ἢ ἀποστολὲς καὶ ἱερουργίες ἀντ’ αὐτοῦ. Ὁ Κάθε Πατριάρχης εἶναι Ἐπίσκοπος, εἶναι ὁ Πρῶτος μεταξὺ Ἴσων. Γιὰ λόγους διοικητικῆς φύσεως καὶ καλῆς εὐρρυθμίας ὁ κάθε Πατριάρχης εἶναι αὐτὸς ποὺ προΐσταται τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Λαοῦ ποὺ ἐκπροσωπεῖ. Μόνο μία Πανορθόδοξος Σύνοδος εἶναι τὸ ἀνώτατο θεσμικὸ ὄργανο, αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴν πλήρη καὶ ἀπόλυτη νομοκανονικὴ δυνατότητα νὰ διευθετεῖ τὴ διασαλευθεῖσα τάξη στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ θεωρίες ποὺ προσπαθοῦν νὰ μειώσουν, ὑποσκελίσουν καὶ ταπεινώσουν τὸν πρεσβύτερο εἶναι ἀνοησίες ἕως καὶ βλασφημίες. Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ὁ πρεσβύτερος σύμφωνα μὲ τὰ ἀρχαῖα κείμενα, μπορεῖ νὰ εἶναι εἴτε ἔγγαμος εἴτε ἄγαμος. Ἐσφαλμένα ἔχει ἐπικρατήσει στὴν σύγχρονη σημασιολογία τῆς λέξης ὁ πρεσβύτερος νὰ θεωρεῖται μόνο ὁ ἔγγαμος. Κάποιοι παρουσιάζουν μία οὐρανομήκη διαφορὰ μεταξὺ ἐπισκόπου καὶ πρεσβυτέρου καὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἐκχώρηση τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλὰ ξεχνοῦν ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εἰδώς ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα εἶδε, καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ. Σαφῶς τὰ περὶ ἐπισκοποκεντρισμοῦ εἶναι θεωρίες νεωτερισμῶν, ἀπὸ κάποιες βλάσφημες ματαιοδοξίες, ποὺ εἰσῆλθαν μετὰ τὴν πτώση κυρίως τῆς Βασιλεύουσας, καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ ἀπὸ ἀφέλεια, μὴ μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση δηλ. πού ὁ πρεσβύτερος ξέχασε νὰ τὸν μνημονεύσει, ὅτι δὲν κατέρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κι ὅτι εἶναι ἄκυρο τὸ Ἱερὸ Μυστήριο. Ἰδοὺ βάθος βλάσφημης ἀνοησίας!
Ἡ θεωρία τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκοπελιανῶν ἔχει ἐμφανισθεῖ τοὺς τελευταίους αἰῶνες. Εἶναι οἱ ἀκόλουθοι- ὀπαδοὶ τῆς ἀντικανονικῆς θεωρίας ὅτι «δίχως τὴ μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου ἀπ’ τὸν πρεσβύτερο δὲν κατέρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα», κι αὐτοὶ ὡς ὀρθόδοξοι ἐπισκοπελιανοὶ χρησιμοποιοῦν ὡς δῆθεν πηγὴ τῆς θεωρίας τους, τὸν Ἅγ. Ἰγνάτιο Θεοφόρο. Ἡ ἐπίκληση αὐτῆς τῆς θέσης ἀπ’ τὸν Ἅγ.Ἰγνάτιο ἀποτελεῖ τὸ ἰσχυρὸ ἐπιχείρημα αἰτιολογίας τους γιὰ τὴν ἀπολυτότητα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, ἀπ’ ὅλα τὰ πρωτοχριστιανικὰ κείμενα τῆς πρωτοχριστιανικῆς γραμματολογίας. Ἐὰν δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ ἐπισκοποκεντρικὴ θέση τοῦ Ἁγ.Ἰγνατίου, θὰ κινδύνευε νὰ σταθεῖ οὔτε καὶ πρὸς συζήτηση, ἀφοῦ θὰ δημιουργοῦσε βασικὲς ἀμφιμβολίες εὐθύτητας ἢ γνησιότητας, καθότι στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ἔχουμε καμία ξεκάθαρη πληροφορία γιὰ τὰ περὶ τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου. Ὀφείλουμε νὰ τὸ ἐπαναλάβουμε κι ἐδῶ ὅτι στὰ καινοδιαθηκικὰ κείμενα ἐναλλάσσεται ἡ σημασιολογικὴ ἔννοια τοῦ ἐπισκόπου μὲ τὸν πρεσβύτερο καὶ τοῦ πρεσβυτέρου μὲ τὸν ἐπίσκοπο.
Παρότι ἔχουμε τὴν πληροφορία γιὰ τὶς χειροτονίες ἐπισκόπων ποὺ ἀναφέρονται στὸν Τίτο καὶ στὸν Τιμόθεο, σὲ ἄλλο σημεῖο ξεκάθαρα τονίζει ὅτι «μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι, μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» (Τιμ. 4, 14), ὅπου δηλώνεται ξεκάθαρα ὅτι περισσότεροι τοῦ ἑνὸς ἐπίσκοποι καὶ μάλιστα μαζί τους καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὡς γηραιὸν πρεσβυτέριον ἔθεταν τὰ χέρια τους πρὸς τὴ χειροτονία τοῦ ἐπισκόπου, μαζὶ μὲ ἐπισκόπους! Τὸ ἐρώτημα τώρα ποὺ δημιουργεῖται εἶναι, τὸ ποιοὶ ἦταν αὐτοί, τί ἐξουσία εἶχαν καὶ ποιὰ ἰδιότητα εἶχαν; Τὸ ὅτι οἱ ἀκόλουθοι τῆς ἐπισκοπελιανῆς θεωρίας χρησιμοποιοῦν μόνο τὴν ἄποψη ἢ θέση τοῦ Ἁγ.Ἰγνατίου, σίγουρα κάνουν λάθος, παραβλέποντας ἢ ἀγνοώντας πολλὰ ἄλλα ἱστορικὰ στοιχεῖα.
Γιὰ νὰ διευκρινίσουμε ὅσον ἀφορᾶ τὸν παραλήπτη τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγ.Ἰγνατίου, αὐτὸς εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὴν πόλη τῆς Σμύρνης, τῆς Ἐφέσου, κτλ., καὶ κυρίως παραλῆπτες εἶναι τὰ λαϊκὰ μέλης τῆς ἐκεῖ χριστιανικῆς κοινότητας. Τοὺς ὁποίους πιστοὺς αὐτῶν τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων τοὺς προτρέπει ἀρχικὰ σὲ ὑπακοή, σὲ ὑποταγὴ στὸν ἐπίσκοπό τους, ἀλλ’ ὄχι στοὺς πρεσβυτέρους! Ἀλλὰ στὴ συνέχεια τῶν προτροπῶν του συνιστᾶ ἐξ ἴσου τὴν ὑπακοὴ καὶ στὸν βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ἀλλὰ καὶ τοῦ διακόνου. Γραφεῖ σχετικά: «ὑποτασσόμενοι τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τῷ πρεσβυτέρῳ» (Ἐφεσίους, σελ. 264, ΒΕΠΕΣ).
Παρότι γράφει καὶ μνημονεύει ξεχωριστὰ «τῷ ἐπισκόπῳ», στὰ περισσότερα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του μνημονεύει ἀναφέροντας ἐξίσου «τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τῷ πρεσβυτέρῳ καὶ τοῖς διακόνοις». Οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἐπισκοπελιανῆς θεωρίας διαστρέφουν τὰ λόγια τοῦ Ἁγ.Ἰγνατίου, ὅταν λέγουν ὅτι ὁ «ἐπίσκοπος ἐστιν ἡ κιθάρα καὶ ὁ πρεσβύτερος αἱ χορδαί». Καὶ βέβαια νομοκανονικά, ἔτσι εἶναι! Ἀλλὰ οἱ ἀκόλουθοι τῆς ἐπισκοπελιανῆς θεωρίας σκοπίμως παραβλέπουν ὅτι ἡ «κιθάρα», δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος, δίχως τὶς «χορδὲς» ἄχρηστος, δηλ. νεκρὴ- ἄχρηστη ἡ «κιθάρα». Ὅπως καὶ τὸ ἀντίθετο, χωρὶς κιθάρα εἶναι ἄχρηστες οἱ χορδὲς (ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 286). Ἂς διευκρινίσουμε ὅτι ὁ Ἅγ.Ἰγνάτιος ἀπευθύνει τὶς ἐπιστολές του στὰ λαϊκὰ μέλη τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων προτρέποντας τοὺς πιστοὺς νὰ συμμετέχουν στὶς Εὐχαριστιακὲς Συνάξεις, δίχως νὰ μᾶς ἀναφέρει ποιοὶ θὰ τὶς ἐκτελοῦν, δηλαδὴ οἱ ἐπίσκοποι ἢ οἱ πρεσβύτεροι;
Οἱ ἀκόλουθοι τῆς ὡς ἄνω θεωρίας ὑπὲρ τῶν ἐπισκοποκεντρικῶν ἐπισκόπων χρησιμοποιοῦν ὡς ἐπιχείρημα καὶ τὸ χωρίο τοῦ Ἁγ.Ἰγνατίου: «μηδεὶς χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου τί πράσσων, ἐκείνη βεβαία Εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα ἢ ᾧ αὐτὸς ἐπιτρέψει». Τώρα τὸ ἐρώτημα πού δημιουργεῖται εἶναι: Σὲ ποιὸν θὰ ἐπιτρέψει, ὁ ἐπίσκοπος; Ἆραγε, σὲ ὅποιον θὰ θελήσει ὁ ἴδιος νὰ ἐπιτρέψει, δηλ. ἀκόμα καὶ σὲ ἕνα λαϊκὸ ἱεροκήρυκα ἢ διδάσκαλο, ὅπως στὴν περίπτωση πού παραπάνω ἀναφέρει ὁ Τερτυλλιανός; (κι ἔτσι κι ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἀσάφεια).
Ἐπίσκοπος καὶ Πρεσβύτερος καὶ Μοναχικὸν Δίκαιον! - Ορθόδοξος Τύπος (orthodoxostypos.gr)