Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΕΤΑΡΤΗ 1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

Οἱ Ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ Ἀνάργυροι καὶ Θαυματουργοί

 
Εἰ καὶ παρῆκαν γῆν Ἀνάργυροι δύω,
Πληροῦσιν, ὡς πρίν, καΙ πάλιν γῆν θαυμάτων.
Πρώτῃ Ἀκέστορε φῶτε Νοεμβρίου ἔκπτατον ἐκ γῆς

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀσία. Οἱ γονεῖς τους ἦταν ἄριστο πρότυπο χριστιανῶν συζύγων. Ὅταν ἡ μητέρα τους Θεοδότη ἔμεινε χήρα, ἀφιέρωσε κάθε προσπάθειά της στὴν χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν δύο παιδιῶν της, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ.

Τοὺς δύο ἀδελφοὺς διέκρινε μεγάλη εὐφυΐα καὶ ἐπιμέλεια, γι’ αὐτὸ καὶ σπούδασαν πολλὲς ἐπιστῆμες. Ἰδιαίτερα ὅμως, ἐπιδόθηκαν στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία ἐξασκοῦσαν σὰν διακονία φιλανθρωπίας πρὸς τὸν πλησίον.

Θεράπευαν τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν φτωχῶν, χωρὶς νὰ παίρνουν χρήματα, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκαν Ἀνάργυροι. Πολλοὶ ἀσθενεῖς ποὺ θεραπεύθηκαν ἤθελαν νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν. Ἀλλὰ αὐτοί, δὲν δέχονταν τὶς εὐχαριστίες καὶ ἀπαντοῦσαν μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς:

«Ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμης καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Δηλαδή, ὅλος ὁ ὕμνος καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἰσχύς, ἀνήκει στὸ Θεό μας, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἔτσι ταπεινὰ ἀφοῦ διακόνησαν σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ τὸν πλησίον, πέθαναν εἰρηνικὰ καὶ ἐτάφησαν στὴν τοποθεσία Φερεμά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ χειρουργίᾳ, θεραπεύετε, παντοίας νόσους, σὺν Κοσμᾷ Δαμιανὲ οἱ Ἀνάργυροι· ὁ γὰρ Σωτὴρ ἰατροὺς ὑμᾶς ἔδειξεν, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ ἴασιν· ὅθεν ῥύσασθε, παθῶν δυσαλθῶν καὶ θλίψεων, τοὺς ποθῷ τῷ ναῷ ὑμῶν προστρέχοντας.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐκ τῆς Ἀσίας ὥσπερ δύο ἀστέρες, ἐξανατείλαντες Ἀνάργυροι θεῖοι, τῇ οἰκουμένῃ λάμπετε θαυμάτων ταῖς αὐγαῖς, νόσους μὲν ἰώμενοι, καὶ δεινὰς καχεξίας, χάριν δὲ παρέχοντες, τοῖς πιστοῖς εὐρωστίας, Δαμιανὲ θεόφρον καὶ Κοσμᾶ, χειμαζομένων, λιμένες πανεύδιοι.

Μεγαλυνάριον.
Οἷά περ θεράποντες ἰατροί, ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀσθενείας ὀδυνηράς, ἰάσασθε τάχος, ἀρρήτῳ ἐπισκέψει, ἡμῶν θαυματοβρύται, σοφοὶ Ἀνάργυροι. 

Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ ὁ ἐν Εὐβοίᾳ


Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γαρδινίτζα, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Ταλάντιο, τόπος παραθαλάσσιος ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Εὔβοια.

Ἔζησε ὅταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἱερεμίας, περὶ τὸ 1519. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Χριστόδουλο καὶ ἦταν ἱερέας, τὴν δὲ μητέρα του Θεοδώρα. Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ εἶχε ἄλλον ἕναν ἀδελφὸ καὶ δυὸ ἀδελφές.

Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ὅσιος ἔδειξε ἐξαίσια μορφὴ καὶ ἔμαθε ἄριστα τὰ ἱερὰ γράμματα. Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν ἅγιο γέροντα, τὸν Ἀκάκιο, ποὺ τὸν ἐκπαίδευσε στὶς ἀρετὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ὅσιος Δαβὶδ κάνει μία φοβερή, σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο του, πνευματικὴ πορεία, διδάσκοντας τὴν ἔμπρακτη ἀρετὴ καὶ κάνοντας διάφορα θαύματα. Προεῖδε τὸν θάνατό του καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ μὲ μεγάλη ἁγιότητα τὴν 1η Νοεμβρίου.

Βιογραφία του συνέγραψε ὁ μαθητής του Χριστόφορος μοναχὸς καὶ Ἀκολουθία του ὁ Ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Μονὴ τοῦ Ὅσιου Δαβὶδ ὑπάρχει στὴν Εὔβοια.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγα εὕρατο, Εὔβοια κλέος, τὸν πανένδοξον, Δαβὶδ τὸν θεῖον, ὡς ἱερᾶς ἀρετῆς καταγώγιον, καὶ τοῦ Χριστοῦ ὀπαδὸν ἀληθέστατον, καὶ τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλον. Διὸ Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ λαμπρότατος ὤφθης ἐν κόσμῳ, καταυγάζων ἅπαντας τοὺς προσιόντας σοι πιστῶς, Δαβὶδ Πατέρων τὸ καύχημα, τῶν ἰαμάτων τοῖς θείοις χαρίσμασι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Λοκρίδος θεῖος βλαστός· χαίροις τῆς Εὐβοίας, ὁ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὰ ῥεῖθρα, Δαβὶδ θαυματοφόρε, τοῖς σοὶ προστρέχουσι.
 

Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Παρθενομάρτυς ἐκ Σινώπης


Η Αγία Ελένη μαρτύρησε τον 18ο αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την ωραία πόλη του Πόντου Σινώπη και ήταν κόρη της ευσεβούς οικογενείας Μπεκιάρη. Ήταν 15 ετών ωραιότατη στο σώμα, η δε αγνότητα της έδινε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπο της. Διακρινόταν για την υπακοή στους γονείς της και τον θερμό έρωτα της ψυχής της προς τον νυμφίο Χριστό. Στην ανατροφή της επέδρασε ιδιαίτερα ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, ο οποίος δίδασκε τότε σε Ελληνικό κρυφό Σχολεόο της Σινώπης.

Μια μέρα λοιπόν, η μητέρα της την έστειλε ν' αγοράσει νήματα για το κέντημα, από το κατάστημα του Κρύωνα. Στο δρόμο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά, διοικητού της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη, ο πασάς την είδε απ' το παράθυρο. Η ωραιότητα της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του και σκέφθηκε να τη μολύνει. Διέταξε τότε και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε πολλές φορές να τη βιάσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Διότι ένα αόρατο τείχος προστάτευε την Ελένη, που συνεχώς προσευχόταν.

Ο πασάς, αντί να δει το θαύμα, σκλήρυνε περισσότερο η ψυχή του και επειδή δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τον σκοπό του, τη βασάνισε σκληρά και τελικά την αποκεφάλισε. Το Ιερό της λείψανο το έβαλαν σε ένα σάκο και το έριξαν στη θάλασσα,. Αντί όμως να βυθιστεί, το λείψανο της Αγίας επέλπλεε και ένα ουράνιο φως το φώτιζε. Το σεπτό Λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει, όπου λόγω του μεγάλου βάθους της θάλασσας τα νερά είναι μαύρα. Εκεί πλέον βυθίστηκε.

Μετά από αρκετές ημέρες, ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε στην τοποθεσία Γάει. Ένα βράδυ, ο φύλακας του πλοίου παρατήρησε ότι από το πυθμένα της θάλασσας έβγαινε ένα φως και νόμισε ότι εκεί θα υπήρχε ένα μεγάλος θησαυρός από χρυσό. Αμέσως ειδοποίησε τον καπετάνιο και δύτες ανείλκυσαν το σάκκο που όμως αντί χρυσού υπήρχε το τίμιο λείψανο της Αγίας. Ο καπετάνιος του πλοίου μετέφερε κρυφά την τιμία Κάρα της Αγίας στον ιερό Ναό της Παναγίας στην Σινώπη, το δε σεπτό σκήνωμα της το έβαλε σε ένα άλλο πλοίο, το οποίο έφευγε με Έλληνες για την Ρωσία. Στο σημείο της θάλασσας που βυθίστηκε το Ιερό Λείψανο, άρχισε να βγαίνει γλυκό νερό και από τότε η περιοχή αυτή ονομάστηκε «Αγιάσματα».

Διά της τιμίας Κάρας της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης γίνονταν πολλά θαύματα στην Σινώπη. Ιδιαίτερα, όσοι υπέφεραν από πονοκεφάλους, καλούσαν τον Ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία Κάρα, έψαλλε την Παράκληση, έκαμνε Αγιασμό και θεραπεύονταν ο πόνος.

Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών πριν από το 1924 μ.Χ., ο τότε πρόεδρος της Σινώπης Χρήστος Καφαρόπουλος, έφερε την Κάρα της Αγίας Ελένης στον Ιερό Ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης, όπου φυλάσσεται σήμερα ευωδιάζουσα και θαυματουργούσα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς ἁγνείας τὸ ἄνθος τὸ εὐωδέστατον, καὶ Σινώπης τὸ κλέος καὶ θεῖον βλάστημα, Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ ῾Ελένη πάνσεμνε, ἡ ἀθλήσασα στερρῶς, καὶ καθελοῦσα τὸν ἐχθρόν, τῆς πίστεως τῇ δυνάμει, διὰ παντὸς ἐκδυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ως παρθένος ἄμωμος ἐν τῇ δυνάμει, τοῦ Χριστοῦ κατέβαλες, τὸν πολυμήχανον ἐχθρόν, καὶ μαρτυρίῳ κεκόσμησαι, Παρθενομάρτυς ῾Ελένη πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Σινώπης ἄνθος τερπνόν, καὶ τῆς παρθενίας, τὸ ἀλάβαστρον τὸ σεπτόν· χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος ῾Ελένη, οἷα Παρθενομάρτυς, Χριστοῦ ἀήττητος.
 

Οἱ Ἁγίες Κυριαίνα καὶ Ἰουλιανὴ οἱ Μάρτυρες

 
Eις την Kυρίαιναν.
Καὶ Κυρίαινα πρὸς τὸ πῦρ ἀποπνέει,
Πάσης πνοῆς τιμῶσα Κύριον μέγαν.

Eις την Iουλιανήν.
Τῷ πρὸς σὲ φίλτρῳ, Σῶτερ, ἐκκεκαυμένη,
Ἰουλιανὴ καῦσιν ἐκ πυρὸς φέρει.
 

Οἱ Ἁγίες Κυριαίνα καὶ Ἰουλιανὴ ἔζησαν τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ.

Ἡ Κυριαίνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, ἡ δὲ Ἰουλιανὴ ἀπὸ τὴν πόλη Ρῶσο. Καὶ οἱ δυὸ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα χριστιανικῆς φιλαδελφίας. Φρόντιζαν ὀρφανά, παρεῖχαν τὴν βοήθειά τους ἀφιλοκερδῶς σὲ ὅποιον εἶχε τὴν ἀνάγκη τους. Παρότι δὲν ἦταν πολὺ μορφωμένες πάντα ἔβρισκαν τρόπο νὰ στηρίξουν τὴν πίστη αὐτῶν ποὺ χρειαζόντουσαν. Εἶχαν δὲ καταφέρει νὰ φέρουν στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, πολλοὺς εἰδωλολάτρες.

Τὶς δύο Ἁγίες τὶς συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Μαρκιανὸς καὶ τὶς πίεζε νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνες ὅμως δὲν ὑποχώρησαν στὶς πιέσεις καὶ ἔμειναν ἀμετακίνητες στὴν πίστη τους.
Γι’ αὐτήν τους τὴν ὁμολογία οἱ Ἁγίες ρίχτηκαν στὴν πυρά, καὶ παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους στὸν Κύριο.
 

Άγιοι Καισάριος, Δάσιος, και άλλοι πέντε Μάρτυρες, Σάββας, Σαβινιανός, Αγρίππας, Αδριανός και Θωμάς το νήπιο

Σὺν ἓξ συνάθλοις, τῆς ἀληθείας φίλοις,
Τέμνουσι Καισάριον οἱ ψεύδους φίλοι.
 

Συνελήφθησαν στὴ Δαμασκὸ καὶ τιμωρήθηκαν μὲ διάφορα βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀρνήθηκαν τὴν χριστιανική τους πίστη, ὅλοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Ἰάκωβος οἱ Ἱερομάρτυρες

 
Σὺν Ἰακώβῳ τῷ θύτῃ Χριστοῦ, ξίφος
Ἰωάννης ἤνεγκεν ὁ Χριστοῦ θύτης. 
 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Πρεσβύτερος.

Οἱ Ἱερομάρτυρες αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ τῶν Περσῶν Σαβωρίου (332) καὶ δίδασκαν στοὺς εὐσεβεῖς τὸν λόγο τῆς ἀληθινῆς πίστης καὶ πολλοὺς κατόρθωναν νὰ προσελκύουν σ’ αὐτήν.
Ὁπότε συνελήφθηκαν ἀπὸ τὸν Σαβώριο καὶ ἀφοῦ πρῶτα ὑποβλήθηκαν σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

  Ὁ Ἅγιος Ἐρμινίγγελδος ὁ Μάρτυρας

Ἑρμηνίγγελδος ἐκπλυθεὶς βαφὴν πλάνης,
Σφαγὴν ὑποστάς, βάπτεται λύθρου κόχλῳ.

Ὁ Ἅγιος Ἐρμινίγγελδος ἦταν γιὸς τοῦ βασιλιὰ τῶν Βησιγότθων Λιουβιγγέλδου. Ὁ Βασιλιὰς αὐτὸς καὶ ὅλο τὸ ἔθνος του, εἶχαν προσχωρήσει στὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἐρμινίγγελδος ὅμως, διδάχτηκε τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Λέανδρο, σὲ ἕνα ταξίδι του.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του, ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶχε ἀπαρνηθεῖ τὸν Ἀρειανισμὸ καὶ εἶχε γίνει χριστιανός. Αὐτὸ στεναχώρησε τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει μὲ παρακάλια καὶ ἀπειλές. Ὅταν δὲν κατόρθωσε τίποτα, τὸν κατήγγειλε ὁ ἴδιος ὡς Χριστιανό. Καὶ ἔτσι τὸν φυλάκισαν.
Ὁ Ἐρμινίγγελδος παρότι βασανίστηκε πολύ, παρέμεινε πιστὸς στὸν Κύριο. Ἔτσι διατάχθηκε ὁ θάνατός του. Στρατιῶτες μπῆκαν στὸ κελί του καὶ τὸν θανάτωσαν γονατιστὸ ὅπως προσευχόταν. 

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ δύο μαθητές του Ἰάκωβος ὁ Διάκονος καὶ Διονύσιος ὁ Μοναχὸς

 
Τοὺς τρεῖς Ὁσίους θανατοῦσιν ἀγχόνῃ,
ἐχθροῖ κάκιστοι τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ὁ Ἰάκωβος γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Καστοριᾶς (Κορησός), ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, τὸν Μαρτῖνο καὶ τὴν Παρασκευή. Ἔγινε βοσκὸς προβάτων καὶ ἀπόκτησε ἀρκετὸ πλοῦτο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν φθονήσει ὁ ἀδελφός του, ποὺ τὸν διέβαλε στὸν κριτή, ὅτι δῆθεν βρῆκε θησαυρό. Γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸν φθόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ὁ Ἰάκωβος, ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόμενος σὰν ἔμπορος προβάτων ἔγινε καὶ πάλι πλούσιος.

Κάποια ἡμέρα ὅμως, πῆγε στὸν Πατριάρχη, ἐξομολογήθηκε καὶ διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχούς, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Δοχειαρίου. Κατόπιν πῆγε στὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου (ποὺ ἦταν σκήτη τῆς Ι. Μονῆς Ἰβήρων), ὅπου ἡσύχαζε ὑποτασσόμενος σὲ κάποιον γέροντα Ἰγνάτιο. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετὰ στὶς ἀρετές, ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε στὰ ἐνδότερα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ ἕξι μαθητές του, καὶ διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ἀρετῆς στὴ μοναχικὴ πολιτεία.

Ἀργότερα ἀναχώρησε μὲ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὸ Κάστρο Πέτρα καὶ ἀπὸ κεῖ στὰ Μετέωρα, ὅπου δίδαξε στοὺς ἐκεῖ Μοναχούς. Ἔπειτα πῆγε στὸ Μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου τῆς Δεβέρκιστας, κοντὰ στὴ Ναύπακτο, ὅπου ζοῦσε μὲ προσευχὴ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖ λοιπόν, συκοφαντήθηκε ἀπ’ τοὺς Τούρκους, ὅτι ἐξεγείρει τοὺς χριστιανοὺς κατὰ τῆς ἐξουσίας. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ δύο μαθητές του στὸν Μπέη Τρικάλων, ποὺ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ 40 ἡμέρες. Ἀπὸ τὴν φυλακὴ αὐτή, ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, Ἰάκωβο διάκονο καὶ Διονύσιο μοναχό, στὸ Διδυμότειχο τῆς Θράκης, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος Σελήμ.

Ἐκεῖ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν φρικτά, τοὺς ἔστειλαν στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ἦλθε καὶ ὁ Σουλτάνος, ὁ ὁποῖος τοὺς πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, μὲ μιὰ φωνὴ ἀπάντησαν: «μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶμεν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν, κὰν μύρια βάσανα μᾶς παιδεύσετε».

Τότε μὲ διαταγὴ τοῦ Σουλτάνου, οἱ βασανιστὲς ἔξυναν μὲ σιδερένια νύχια τὶς σάρκες τους, γρονθοκοποῦσαν τὰ σαγόνια τοῦ γέροντα Ἰακώβου καὶ ἔβγαζαν λουρίδες τὸ δέρμα του ἀπὸ τὸ στῆθος, καὶ στὶς πληγές του ἔριχναν ἁλάτι καὶ ξίδι.

Τοὺς δυὸ μαθητές του, τοὺς μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ οἱ τρεῖς ἦταν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους, τοὺς ἀπαγχόνισαν τὴν 1η Νοεμβρίου 1520.

Τὰ λείψανα τοῦ Ὁσιομάρτυρα Ἰακώβου καὶ τῶν συμμαρτύρων του, βρίσκονται στὴ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Βίο καὶ Ἀκολουθία τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ρήτωρ Θεοφάνης ὁ Θεσσαλονικεύς, ποὺ ὑπῆρξε σύγχρονός του.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται τὴν 28η Ἰανουαρίου καὶ τὴν 2α Νοεμβρίου).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀγγελικῶς ἐπὶ τῆς γῆς διαπρέψας, τῶν Ἀποστόλων ἀνεδέξω τὴν χάριν, καὶ μετανοίας κήρυξ καὶ διδάσκαλος πεμφθείς, ἔδειξας τοῖς θέλουσι, σωτηρίας τὴν τρίβον, ὅθεν καὶ πρὸς ἄθλησιν, παρετάξω γενναίως, σὺν τοῖς στεῤῥοῖς συνάθλοις σου σοφέ, Ὁσιομάρτυς Ἰάκωβε μέγιστε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς μετανοίας τὴν λαμπρὰν καὶ θείαν σάλπιγγα, φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ τὸν νέον Κήρυκα, ἀνυμνήσωμεν Ἰάκωβον ἐπαξίως. Τοῦ Κυρίου, τὸν βαστάσαντα τὰ στίγματα, καὶ πληρώσαντα Ἁγίων τὸ ὑστέρημα. Ὅθεν εἴπωμεν· Χαίροις, Πάτερ Ἰάκωβε.

Μεγαλυνάριον
Δεῦτε τὴν τριάδα τὴν θαυμαστήν, τῶν Νεομαρτύρων καὶ Ὁσίων τὴν καλλονήν, ἐν ἐτησίοις ὕμνοις, προσπίπτοντες ὑμνοῦμεν, τοὺς τρώσαντας γενναίως, τὸν πολυμήχανον. 

Άγιος Δαβίδ ο Μέγας Κομνηνός ο νεομάρτυρας και η συνοδεία του Βασίλειος, Γεώργιος, Μανουήλ οι υιοί του και Αλέξιος ο ανεψιός του


Στις 15 Αυγούστου 1461 μ.Χ., ο Μωάμεθ ο πορθητής μετά από σκληρή πολιορκία καταλαμβάνει την πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών, την Τραπεζούντα. Η ύστατη ισχυρή έπαλξη της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στην Ανατολή έπαψε να φωτίζει. Η αυτοκρατορία εσβέσθη και η κληρονομία ημών μετεστράφη αλλοτρίοις. Ο Ελληνισμός του Πόντου έζησε δύσκολες και κρίσιμες στιγμές. Πολλές φορές αισθάνθηκε την ανάσα του θανάτου. Και αυτός όμως ο θάνατος στο προπύργιο αυτό του ελληνισμού, που ονομάζεται Πόντος, δεν αντίκρυσε τίποτε άλλο παρά ψυχές όρθιες και ακατάβλητη απόφαση.

Ο τελευταίος αυτοκράτορας Δαβίδ, ο Μέγας Κομνηνός, όμηρος στα χέρια του πορθητή μαζί με τα τρία του παιδιά και τον ανεψιό του και διάδοχο Αλέξιο τον Ε ἐκτοπίζεται στην Αδριανούπολη. Η σωτηρία της Τραπεζούντας είναι ασφαλώς αδύνατη.

Είναι βέβαιο ότι η αγριότητα της άλωσης υπήρξε μικρότερη λόγω της συνθηκολογήσεως. Συνήθεια υπάρχει για κάθε καταστροφή να ρίχνονται οι ευθύνες μόνο στους ηγήτορες. Τα πραγματικά όμως αίτια ενυπάρχουν σε σύνθετες καταστάσεις και η νηφάλια διάγνωση παραθεωρείται. Αυτός που έχει την ατυχία να κυβερνά τις τελευταίες αυτές ώρες και να υφίσταται τους κλονισμούς της καταστροφής, αυτός είναι και ο εκ του προχείρου υπεύθυνος, ο άνανδρος, ο προδότης. Τέτοιο διπλό θύμα υπήρξε και ο αυτοκράτορας Δαβίδ.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πάρα πολλοί ήσαν εκείνοι που θεωρούσαν την αντίσταση μάταιη και επίεζαν για τη λύση της συνθηκολογήσεως ελπίζοντας ότι θα εμετριάζετο το κακό και η οργή του πορθητού. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει το τέλος του αυτοκράτορα.

Το ανώνυμο συναξάριο του γένους με λιτές γραμμές αναφέρεται στο μαρτυρικό του τέλος.

«Κατά τήν 26ην τοῦ μηνός Μαρτίου τῆς ΙΑ΄ Ἰνδικτιῶνος τοῦ 1463 ἔτους, ἡμέρα Σαββάτω, πικροτάτη, ὥρα γ΄ ἐκρατήθη ὁ Ἅγιος ἡμῶν Αὐθέντης καί Βασιλεύς Τραπεζοῦντος κύριος Δαβίδ ὁ Μέγας Κομνηνός ἐν Ἀνδριανουπόλει καθειρχθείς σύν ἁλύσεσι ἐν τῷ Πύργῳ». (Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου, «Η εκκλησία Τραπεζοῦντος», Αθήναι 1933, σ. 521).

«Ἐν δέ τῇ πρώτῃ Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή καί ὥρα τετάρτη τῆς νυκτός ἐτελειώθη τῷ ξίφει ὁ αὐτός σύν ἅμα τοῖς τρισίν αὐτοῦ υἱοῖς καί τῷ ἀνεψιῷ, τῷ 1463 ἰνδικτιῶνος ΙΒ΄ ἐν Κωνσταντινουπόλει», Αθήναι 1933, σ. 522 (Σκευοφυλάκειο Οικουμενικού Πατριαρχείου, ἀριθμ. 8, φυλ. 294α) ].

Οι παραπάνω συναξαριακές σημειώσεις βρίσκονται σε μεμβράνινο χειρόγραφο ευαγγελιστάριο της Μονής της Θεοτόκου στη νήσο Χάλκη. Τώρα το χειρόγραφο με τις ενθυμίσεις βρίσκεται στο σκευοφυλάκειο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Όταν ο Δαβίδ παρουσιάσθηκε στον Μωάμεθ αυτός του πρότεινε ένα από τα δυό, η να μείνει ζωντανός εφόσον απαρνηθεί την πίστη του η να θανατωθούν αυτός και όλη η οικογένειά του. Από την τρομερή αυτή πρόταση ο Δαβίδ διάλεξε τη δεύτερη λύση λέγοντας με παρρησία στον Μωάμεθ ότι: «Κανένα μαρτύριο δεν πρόκειται να με φέρει στο σημείο ν’ απαρνηθώ την πίστη των πατέρων μου». (WEISZ WELTGESCHICTE – GRAZ LEIPZIG 1892 VII 117). Έτσι πέρασε ο Δαβίδ στην αιωνιότητα ανταλλάσσοντας τη βασιλική αλουργίδα με το φωτοστέφανο του μάρτυρα.

Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το τραγικό τέλος της Τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας κατατάσσουν τον Δαβίδ στη χορεία των μαρτύρων, εκφράζοντας την κοινή συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος.

Ο Σάββας Ιωαννίδης στο έργο του «Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος» γράφει: «Και ο Ελληνισμός, προς τιμή του, έχει να επιδείξει δυό αυτοκράτορες, έναν να πεθαίνει με γενναιότητα πολεμώντας για την πατρίδα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, και έναν να μαρτυρεί για την πίστη του. Δηλαδή τον τελευταίο αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαβίδ, τον Μεγάλο Κομνηνό.

Και έτσι καθώς δυό είναι τα στοιχεία της εθνικής ύπαρξης του όλου Ελληνισμού, δηλαδή η πίστη στην πατρίδα και η θρησκεία, η Θεία πρόνοια συνεισφέρει σ’ αυτόν με τον Κωνσταντίνο ως έφορο και ήρωα του Ελληνισμού και με τον Δαβίδ ως έφορο και ήρωα του χριστιανισμού». (Σάββα Ιωαννίδη,«Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 95 (Α ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870) ).

«Αλλά και μάρτυρες της πίστης έγιναν πολλοί σε πολλά μέρη, ακόμα και σήμερα ανάμεσα στα απρόσιτα χριστιανικά χωριά και έχουν υποστεί μαρτυρικές διώξεις. Και πρώτος απ’ όλους είναι δίκαιο να μνημονευθεί ο τελευταίος από τους Μεγάλους Κομνηνούς, ο Δαβίδ, μαζί με τα παιδιά και τους συγγενείς του, που προτίμησε το μαρτυρικό θάνατο αντί να ζήσει και να απολαύσει τιμές, όπως έκαναν άλλοι που είδαμε, οι οποίοι επιθύμησαν τα πρόσκαιρα αντί για τα αιώνια και την εφήμερη εκτίμηση αντί γι’ αυτήν που προέρχεται από τον Θεό και τους ανθρώπους». (Σάββα Ιωαννίδη,«Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 124 (Α ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870) ).

Ο λόγιος αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ηγούμενος της ιστορικής μονής του Τιμίου Προδρόμου Βαζελώνος στο περισπούδαστο έργο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», σχολιάζει ως εξής το μαρτυρικό τέλος του αυτοκράτορα: « .... καί μετά τινας μῆνας τίθεται ὠμῶς ἀντιμέτωπος τοῦ διλήμματος, ἤ νά ἐξομόση, ἤ νά σφαγῆ μετά τῶν τέκνων του. Προείλετο τό δεύτερον καί εἶδε σφαζομένους τούς υἱούς του καί τόν ἀνεψιόν του Ἀλέξιον καί μετ’ αὐτούς ἐσφάγη καί αὐτός ἐπί λόφου καλουμένου «Πέγιογλου» ὑπό τῶν Τούρκων, καί κειμένου ἀντίπεραν τοῦ λόφου ἐφ’ οὗ μαχόμενος ἔπεσε πρό δέκα ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Καί οὕτω συνεπληρώθη τό μαρτύριον τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τῶν δυό αὐτοκρατόρων αὐτοῦ, τοῦ μέν πεσόντος ἐν μάχῃ ἀμύνης ὑπέρ ἐλευθερίας, τοῦ δέ σφαγέντος ἐν μαρτυρίᾳ ὑπέρ τῆς ἀληθείας». (Αρχιμ. Παναρέτου Τοπαλίδου, «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», Δράμα 1929, σ. 63-64.).

Ο εκλεκτός Πόντιος επιστήμονας Οδυσσέας Λαμψίδης σχολιάζει: «Τραγικός ἥρως ὁ Δαβίδ, διά τοῦ θανάτου σφραγίζει τήν ἱστορίαν τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν. Ἡ μοῖρα δέν ἠθέλησε νά χορηγήση εἰς αὐτόν τόν θάνατον ἑνός πολεμιστοῦ, ἀλλά ὥρισεν εἰς αὐτόν τό τέλος ἑνός μάρτυρος «ξίφει τελειοῦται» ». (Ἀρχεῖον Πόντου, Αθήναι 1961, τόμος 24, σ. 28).

Από τις παραπάνω μαρτυρίες και απόψεις, αβίαστα συμπεραίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν μάρτυρα στεφανωμένο και δικαιωμένο από τον δικαιοκρίτη Θεό, αδικημένο όμως από ολόκληρο τον ελληνισμό, αφού δεν προβάλλεται η θυσία του και δεν τιμάται το μαρτύριό του. Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν τιμήθηκε πρεπόντως ο μάρτυς Βασιλεύς. Ήρθε όμως η ώρα εμείς οι απόγονοι και κληρονόμοι της Τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας να αναδείξουμε την κοινή συνείδηση περί του μαρτυρίου του υπέρ του Χριστού, να αποδώσουμε προς αυτόν τα οφειλόμενα ως υιοί φιλοπάτορες και να επαληθεύσουμε την χρυσοστομικήν ρήσιν που λέγει: «ὥσπερ γάρ τόν ἥλιον ἀμήχανον σβεσθῆναι, οὕτω καί τήν μνήμην τῶν μαρτύρων». (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εις τον Άγιον Ιερομάρτυρα Φωκά, MIGNE, P.G. 50,699).

Ο αείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Ευστρατιάδης στο επιστημονικό του έργο: «Αγιολόγιο της Ορθοδόξου εκκλησίας» γράφει τα εξής για το χρέος μας έναντι των μαρτύρων που βρίσκονται στην αφάνεια χωρίς να αποδίδονται σ’ αυτούς οι νενομισμένες τιμές: «Διά τοῦτο ἔχομεν καθῆκον ἱερόν νά ἀναστήσωμεν τούς νεκρούς ἐπί τῆς γῆς καί ζῶντας ἐν τοῖς οὐρανοῖς, νά ἀποδώσωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τήν δόξαν αὐτῆς καί τό κάλλος, τάς μορφάς καί τά ὀνόματα τῶν ἡρώων τῆς πίστεως, οἵτινες διά τοῦ αἵματος αὐτῶν, καί διά τοῦ βίου αὐτῶν ἐστερέωσαν τά θεμέλια αὐτῆς καί εἶναι μέρος τοῦ ἀκηράτου στεφάνου αὐτῆς, ἀδάμαντες ἐκπεσόντες ἐκ τοῦ πολυτίμου στέμματος, θησαυρός ἱερός τῆς ἡμετέρας πίστεως. Ἔχομεν ἱερόν καθῆκον νά ἀναζητήσωμεν καί εὕρωμεν τούς κρυπτομένους ἀπό τά νέφη ἀστέρας καί τοποθετήσωμεν εἰς τό ἡρῶον τῆς πίστεως. Αἱ κατά ἀνατολάς Ἐκκλησίαι διά τάς περιπετείας αὐτῶν ἀπώλεσαν τόν ἴδιον αὐτῶν κώδικα καί τά δίπτυχα καί τάς περγαμηνάς αὐτῶν˙ διεσκορπίσθησαν εἰς τούς τέσσαρας ἀνέμους ὑπό τῆς λύσσης τῶν ἐχθρῶν καί ἠφανίσθησαν πολλά πολύτιμα τῆς κληρονομίας ἡμῶν μνημεῖα καί πειστήρια˙ ἐναπέμειναν ὅθεν γεραρά λείψανα καί ταῦτα ἀπόκεινται εἰς ἡμᾶς νά περισυλλέξωμεν μετ’ εὐλαβείας». (Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου εκκλησίας», Αθήναι 1995, σ. ιε).

Σύμφωνα με την παράδοση της Ορθοδόξου Ανατολικής εκκλησίας τον πρώτο λόγο στην αναγνώριση ενός αγίου έχει το πλήρωμα της τοπικής εκκλησίας. Η αυθόρμητη αναγνώριση από την συνείδηση των πιστών είναι καθοριστικός παράγων. Ειδικά για την τιμή στους μάρτυρας ο πολυγραφώτατος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παρατηρεί: «τῶν μαρτύρων τά λείψανα προσκυνοῦνται ὡς ἅγια καί χωρίς θαυμάτων καί εὐωδίας, μέ τό νά γίνεται φανερόν εἰς ὅλους διά τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου, ἡ εἰς Θεόν τελεία πίστις καί τελεία ἀγάπη αὐτῶν». (Ἁγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Νέον Μαρτυρολόγιον», Ἀθῆναι 1961, σ. 24).

Και ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος παρατηρεί τα εξής: « .... ἤ πού ἠκούσθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οἱ Θεῖοι Μάρτυρες νά καρτεροῦν τήν ἐπίγειον κρίσιν νά κυρώση τό μαρτύριόν τους, καί νά βεβαιώση ἐκείνους, ὅπου ἤδη ἐσφράγισαν τό τέλος τους μέ τήν ὁμολογίαν τῆς θείας πίστεως, καί τούς ὁποίους εὐθύς ἐν τῷ ἅμα ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός ἄνωθεν ἐστεφάνωσεν ; Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἑορτή, παρά μακαρισμός καί δόξα καί τιμή, καί νά προβάλλωμεν εἰς τόν Θεόν πρέσβυν καί μεσίτην τόν ἑορταζόμενον, διά νά λαμβάνωμεν δι’ αὐτοῦ παρά Θεοῦ τῶν ψυχικῶν μας παθῶν τήν ἴασιν ; Εἶναι ἄλλο τίποτας ἡ ἑορτή παρά ταῦτα ; Ἔπειτα .... δέν ἤκουσαν ποτέ τους, πώς εὐθύς ὁπού πέση εἰς τήν γῆν ἡ κεφαλή τοῦ Μάρτυρος, οἱ παρόντες Χριστιανοί ἀπό ψυχῆς καί καρδίας χαίροντες, καί τόν Θεόν δοξάζουσι καί τόν Μάρτυρα μακαρίζουσι». (Π.Β.Πάσχου, «Εν ασκήσει και μαρτυρίω», Αθήναι 1996, (Αθανασίου Παρίου περί νεομαρτύρων), σ. 81-82.).

Ο Βασιλεύς Δαβίδ θυσίασε πρόθυμα τα πάντα, Πατρίδα, γένος, ύπαρξη, οικογένεια, για την αγάπη του επουρανίου βασιλέως Χριστού. Είναι η καλή απαρχή των Νεομαρτύρων του Ποντιακού Ελληνισμού. Γι’ αυτό δεν πρέπει η λήθη να καλύψει με το σιωπηλό της πέπλο το μαρτυρικό θάνατο του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντος Δαβίδ για πολλούς σοβαρούς λόγους, που έχουν σχέση με την εθνική μας, την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας και το μέλλον μας στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Πρέπει να τιμούμε την ημέρα του μαρτυρίου του αποδεικνύοντας σε όλους εκείνους, που ίσως συνέφερε να παραδοθεί στην αφάνεια το πρόσωπο αυτό και το μαρτυρικό του τέλος, ότι τα παιδιά των ξεριζωμένων, όσο περνούν τα χρόνια, όχι μόνο δεν ξεχνούν˙ αλλά περισσότερο με ιερό δέος εγκύπτουν στην προγονική ιστορία, τη σπουδάζουν και αντλούν διδάγματα, αξίες και δύναμη και προχωρούν και διαπλέουν σ’ όλον τον κόσμο με την «ΑἈργώ» που δεν σταμάτησε το ταξίδι της. Τα παιδιά των ποντίων δεν ξεχνούν, διότι ηχεί μέσα τους η φωνή των Πατέρων τους, όπως την διασάλπισε ο αείμνηστος Λεωνίδας Ιασωνίδης: «Ξηρανθήτω ἡμῖν ὁ λάρυγξ, ἐάν ἐπιλαθόμεθά σου ὦ πάτριος ποντία γῆ».
 


Ἡ Ἁγία Θεολήπτη
 
Ἐντελῶς ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ γίνεται λόγος στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 2α, ὅπου ὑπάρχει καὶ Στιχηρὸ τροπάριό της. Ἀπ’ αὐτὸ συμπεραίνουμε ὅτι, βασανίστηκε ἀπὸ τὸν τύραννο, ρίχτηκε στὴν φυλακὴ καὶ κατὰ πάσα πιθανότητα πέθανε μαρτυρικά. 

Οἱ Ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουλιανὴ οἱ Μάρτυρες

Iουλιανήν καρτερούσαν πυρ βλέπειν,
Συγκαρτερών ην Kυπριανός γεννάδας
 

Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
(Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὶς Ἁγίες τῆς αὐτῆς ἡμέρας Κυριαίνης καὶ Ἰουλιανῆς καὶ ἡ Κυριαίνα, ἀπὸ λάθος ἀντιγραφή, ἔγινε Κυπριανός).

Άγιος Κοσμάς του Βερχοτούρε

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Αγίου. 

«Πᾶνος»