Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ [:Ματθ. 6, 14-21] Πνευματικά θησαυρίσματα ἀπό ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΕΧΘΡΑ ΩΣ ΕΜΠΟΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΑΜΑΡΤΙΩΝ


 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ 
[:Ματθ. 6, 14-21]

Πνευματικὰ θησαυρίσματα ἀπὸ ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΕΧΘΡΑ ΩΣ ΕΜΠΟΔΙΑ

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΑΜΑΡΤΙΩΝ
 
Ἄν κανεὶς ἔχει ἀδικηθεῖ ἀπὸ τὸν πλησίον του, ἂς φέρει στὸ νοῦ του τὸν Δαβίδ. Μόλις θυμηθεῖ τὸν πρᾶο καὶ ἀνεξίκακο προφητάνακτα, θὰ σβήσει τὴν ὀργή, ποὺ σὰν φωτιὰ κατακαίει τὴν ψυχή του.

Γιὰ ποιόν λόγο, πές μου, εἶναι ἐχθρός σου ὁ ἀδελφός σου; Μήπως σὲ ἔβρισε; Μήπως σὲ ἔκλεψε; Μήπως σὲ ἀδίκησε; Ὅ,τι κι ἂν σοῦ ἔκανε, μὴν ἀναβάλλεις νὰ κόψεις τὰ σκοινιά, ποὺ σὲ κρατοῦν δεμένο μὲ τὴν ἔχθρα. Ἄν δὲν τὸ κάνεις σήμερα, αὔριο θὰ εἶναι δυσκολότερο. Μεθαύριο ἀκόμα πιὸ δύσκολο. Μέρα μὲ τὴ μέρα ἡ ντροπή σου θὰ μεγαλώνει καὶ ἡ ἔχθρα θὰ ριζώνει βαθύτερα στὴν καρδιά σου.


Δῶσε μου, σὲ παρακαλῶ, τὴ χαρὰ νὰ ἀκούσω ὅτι πῆγες καὶ βρῆκες τὸν ἐχθρό σου, τὸν ἀγκάλιασες καὶ μὲ τὰ δυό σου χέρια, τὸν ἔσφιξες μὲ ἀγάπη, τὸν ἀσπάστηκες μὲ δάκρυα. Καὶ θηρίο ἂν εἶναι, θὰ συγκινηθεῖ ἀπὸ τὴ συμπεριφορά σου καὶ θὰ ἡμερώσει. Ἔτσι, καὶ τὸν ἑαυτό σου θὰ ἀπαλλάξεις ἀπὸ κάθε κατηγόρια καὶ ἐκεῖνον θὰ κερδίσεις, κάνοντάς τον νὰ μεταβάλει τὴν ἐχθρική του διάθεση σὲ φιλία καὶ ἀγάπη.

Μὴ μοῦ πεῖς: «Ἔχω ἐχθρὸ δύστροπο, κακόβουλο καὶ ἀδιόρθωτο, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ μπορέσω ποτὲ νὰ τὸν κάνω φίλο». Ὅ,τι κι ἂν εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ ξεπερνάει σὲ κακότητα τὸν Σαούλ, ποὺ μολονότι μιὰ καὶ δύο καὶ πολλὲς φορὲς σώθηκε ἀπὸ τὸν Δαβίδ, αὐτὸς χίλιες φορὲς σκέφτηκε κακὸ ἐναντίον του. Καὶ μολονότι, παρὰ τὴ διαγωγή του αὐτή, πάλι εὐεργετήθηκε ἀπὸ τὸν ἀμνησίκακο Δαβίδ, ἐξακολούθησε νὰ τὸν ἐπιβουλεύεται καὶ νὰ ζητάει τὴ θανάτωσή του.

Τί μπορεῖς νὰ πεῖς γιὰ τὸν ἐχθρό σου; Ὅτι καταπάτησε τα χωράφι σου; Ὅτι ἅρπαξε τὰ ζῶα σου; Ὅτι σὲ χλεύασε; Ὅτι σὲ ἀπάτησε; Δὲν προσπάθησε, πάντως, νὰ σοῦ ἀφαιρέσει καὶ τὴ ζωή, ὅπως ἐπανειλημμένα ἀποπειράθηκε νὰ κάνει ὁ Σαοὺλ σὲ βάρος τοῦ Δαβίδ. Ἀλλὰ κι αὐτὸ ἂν ἔγινε, πάλι ὁ Δαβὶδ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐσένα. Γιατί, μολονότι ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού, ὄντας ἀτελής, δίδασκε τό: «Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος (:Μάτι ἀντὶ γιὰ μάτι, δόντι ἀντὶ γιὰ δόντι)» [Ἔξ. 21,24], ἐν τούτοις ἔφτασε στὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς ποὺ διδάσκει ὁ τέλειος νόμος τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς (:Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, εὐεργετεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς μισοῦν)» [Λουκ. 6,27]. Καὶ ἐνῶ ἐσὺ πολλὲς φορὲς φουντώνεις ἀπὸ τὴ μνησικακία, ὀργισμένος καθὼς εἶσαι μὲ ὅσα σοῦ ἔκανε ὁ ἐχθρός σου στὸ παρελθόν, ὁ Δαβίδ, ἀδιαφορῶντας γιὰ ὅσα θὰ πάθαινε στὸ μέλλον ἀπὸ τὸν Σαούλ, δὲν ἔπαυε νὰ τὸν προστατεύει καὶ νὰ τὸν σώζει ἀπὸ κάθε κίνδυνο. Νὰ σώζει ποιόν; Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητοῦσε εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸν σκοτώσει!

Πές μου, λοιπόν, τί εἶναι ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο κατηγορεῖς τὸν ἐχθρό σου; Τί σοῦ ἔκανε, καὶ δὲ θέλεις νὰ συμφιλιωθεῖς μαζί του; Σοῦ ἅρπαξε χρήματα; Ἀλλά, ὑπομένοντας τὴν ἁρπαγὴ μὲ μακροθυμία, θὰ ἀμειφθεῖς τόσο ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο ἂν τὰ μοίραζες στοὺς φτωχούς. Γιατί, εἴτε ἐλεεῖς τοὺς φτωχούς, εἴτε ὑπομένεις ἀγόγγυστα τὴν ἀδικία, τὴν ἴδια καλὴ πράξη κάνεις. Μήπως ἀποπειράθηκε νὰ σὲ σκοτώσει; Ἀλλὰ θὰ θεωρηθεῖς ἀπὸ τὸν Θεὸ μάρτυρας, ἂν τὸν ἄνθρωπο ποὺ θέλησε νὰ σοῦ πάρει τὴ ζωή, τὸν λογαριάζεις σὰν εὐεργέτη σου καὶ προσεύχεσαι γιὰ τὴ συγχώρησή του καὶ τὴ σωτηρία του.

Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Δαβίδ, ὅπως καὶ στὴ δική σου, ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε νὰ θανατωθεῖ ὁ ἐκλεκτός Του ἀπὸ τὸν Σαούλ. Διπλὸ καὶ τριπλὸ καὶ τετραπλὸ μαρτυρικὸ στεφάνι φόρεσε, ὡστόσο, στὸ κεφάλι του ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ βασιλιᾶ ἐναντίον του, ἀφοῦ, ὑπακούοντας στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἔσωσε, ὅταν εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ ἐξοντώσει, ποιόν; Ἐκεῖνον πού, ὅσο ἔμενε ζωντανός, θὰ συνέχιζε ἀμείλικτα καὶ ἀναίτια νὰ τὸν κατατρέχει. Εἶναι ὁλοφάνερο, λοιπόν, ὅτι χίλιες φορὲς θανατώθηκε ὁ Δαβὶδ ὡς πρὸς τὴν προαίρεση. Καὶ ἀφοῦ χίλιες φορὲς θανατώθηκε γιὰ τὸν Θεό, χίλια μαρτυρικὰ στεφάνια τοῦ ἀξίζουν. Θὰ μποροῦσε καὶ αὐτὸς νὰ πεῖ ὅ,τι ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Καθ᾿ ἡμέραν ἀποθνήσκω (:Καθημερινὰ ἀντικρύζω τὸν θάνατο)» [Α΄ Κορ. 15,31]. Γιατί, μολονότι δόθηκαν στὸν Δαυὶδ ἀρκετὲς εὐκαιρίες νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἐπιβουλευόταν τὴ ζωή του, δὲ θέλησε νὰ βάψει τὰ χέρια του μὲ αἷμα. Προτίμησε νὰ ἀντιμετωπίζει κάθε μέρα τὸν κίνδυνο τοῦ θανάτου, παρὰ νὰ κάνει μιὰ πράξη ἀντίθετη στὸ θεῖο θέλημα. Ποιό εἶναι, λοιπόν, τὸ συμπέρασμα καὶ τὸ δίδαγμά μας ἀπὸ αὐτὴν τὴ στάση τοῦ Δαβίδ; Ὅτι ἂν δὲν πρέπει νὰ μισοῦμε καὶ νὰ ἐκδικούμαστε ἀκόμα κι αὐτὸν ποὺ ἐπιβουλεύεται τὴ ζωή μας, πολὺ περισσότερο αὐτὸν ποὺ μᾶς βλάπτει σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο.

Ἐπειδή, ὅμως, νομίζεις ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀλλάξει διάθεση ἀπέναντί σου ἕνας ἐχθρὸς δύστροπος καὶ ἀδιόρθωτος, θὰ σοῦ πῶ τοῦτο μόνο: Ὑπάρχει ζῶο πιὸ ἄγριο ἀπὸ τὸ λιοντάρι; Ὡστόσο, κι αὐτὸ ἀκόμα τὸ ἡμερεύουν οἱ ἄνθρωποι. Μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο, κατορθώνουν νὰ μεταβάλουν τὴν ἴδια τὴ φύση του καὶ νὰ τὸ κάνουν πιὸ ἥσυχο κι ἀπὸ τὸ πρόβατο. Ἔ, λοιπόν, δὲν θὰ μπορέσεις ἐσὺ μὲ τὰ πανίσχυρα ὅπλα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης νὰ ἡμερέψεις ἕναν ἄνθρωπο, πού, ὅσο κακὸς κι ἂν εἶναι, ἔχει ψυχὴ λογική, πλασμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα Του;

Ποιὰν ἀπολογία θὰ δώσουμε, ἀλήθεια, καὶ ποιά συγχώρηση θὰ βροῦμε, ὅταν τὰ θηρία τὰ ἡμερεύουμε, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους ὄχι, μολονότι ἡ ἡμερότητα εἶναι ἀντίθετη στὴ φύση τοῦ θηρίου, ἐνῶ ἡ ἀγριότητα ἀντίθετη στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου; Ἀφοῦ κατορθώνουμε νὰ μεταβάλλουμε τὴ φύση, πῶς λέμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ διορθώσουμε τὴν προαίρεση; Ὅσο πιὸ σκληροτράχηλος, μάλιστα, εἶναι ὁ ἐχθρός σου, τόσο μεγαλύτερη θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβὴ σου ἀπὸ τὸν Θεό, ἂν μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ὑπομονή σου τὸν θεραπεύσεις ἀπὸ τὴν κακία του.

«Μὰ εἶπε τόσα σὲ βάρος μου», παραπονιέσαι. Καὶ τί μὲ αὐτό; Ἄν ἔχει δίκιο, νὰ διορθωθεῖς.  Ἄν πάλι ἔχει ἄδικο, νὰ γελάσεις καὶ νὰ τὸν περιφρονήσεις. Ἢ καλύτερα, νὰ μὴ γελάσεις καὶ νὰ μὴν τὸν περιφρονήσεις, ἀλλὰ νὰ χαρεῖς καὶ νὰ σκιρτήσεις, φέρνοντας στὸ νοῦ σου τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου,  χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ (:Μακάριοι εἶστε ὅταν σᾶς μισήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν σᾶς ἀφορίσουν καὶ διακόψουν κάθε θρησκευτικὴ καὶ κοινωνικὴ σχέση μαζί σας καὶ ὅταν σᾶς βρίσουν καὶ ὅταν σᾶς δυσφημήσουν καὶ σᾶς βγάλουν κακὸ ὄνομα καὶ σᾶς διαπομπεύσουν˙ καὶ σᾶς τὰ κάνουν ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ εἶστε μαθητὲς καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Χαρεῖτε τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ σκιρτῆστε ἀπὸ τὴ μεγάλη σας χαρά· διότι, ἰδού, ὁ μισθός σας καὶ ἡ ἀνταμοιβή σας θὰ εἶναι μεγάλη καὶ ἀνεκτίμητη στὸν οὐρανό· ἀφοῦ μάλιστα καὶ οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν διωκτῶν σας τὰ ἴδια ἔκαναν στοὺς προφῆτες, ποὺ τίμησε καὶ βράβευσε ὁ Θεός)» [Λουκ. 6,22-23]. Μήπως ὅμως ὁ ἀντίδικός σου λέει τὴν ἀλήθεια; Ἔ, τότε θὰ πάρεις τὴν ἴδια ἀνταμοιβή, ἂν μὲ ταπεινοφροσύνη ὑπομείνεις τὰ λόγια του, ἂν δὲν τὸν βρίσεις καὶ δὲν τὸν προσβάλεις, ἀλλὰ στενάξεις πικρὰ καὶ μετανοήσεις εἰλικρινὰ γιὰ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ διέπραξες. Γιατί, πολλὲς φορές, ὅσο καλὸ δὲν μᾶς κάνουν οἱ φίλοι μὲ τοὺς ἐπαίνους καὶ τίς καλωσύνες τους, ἂς τὸ κάνουν οἱ ἐχθροὶ μὲ τὰ πικρόλογά τους. Οἱ φίλοι, βλέπεις, εἴτε ἀπὸ ἀγάπη, εἴτε ἀπὸ διάθεση κολακείας, δὲ μᾶς λένε τὴν ἀλήθεια, κι ἔτσι κάνουν τὰ ἐλαττώματά μας νὰ μεγαλώνουν. Οἱ ἐχθροί, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, μολονότι παρακινοῦνται ἀπὸ τὴν κακία τους, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν γιὰ τὰ σφάλματά μας, μᾶς ἀναγκάζουν νὰ διορθωθοῦμε -ἄν, βέβαια, εἴμαστε καλοπροαίρετοι-, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἔχθρα τους γίνεται γιά μᾶς ἀφορμὴ μεγάλης ὠφέλειας.

Ἄς μὴ λέμε, λοιπόν, ὅτι «Ἐτοῦτος μὲ ἐκνεύρισε πάρα πολὺ» ἢ «Ἐκεῖνος μὲ ἔκανε νὰ ξεστομίσω βαριὰ λόγια». Σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις ἐμεῖς εἴμαστε ἔνοχοι γι᾿ αὐτὰ τὰ παραπτώματα. Γιατί, ἂν θελήσουμε νὰ ἐξετάσουμε τὰ πράγματα μὲ περίσκεψη καὶ εἰλικρίνεια, θὰ παραδεχθοῦμε πὼς ὄχι μόνο ὁποιοσδήποτε ἐχθρός, μὰ οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲ θὰ μπορέσει νὰ μᾶς ἐξοργίσει. Εἶναι κι αὐτὸ φανερὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Δαβίδ:

Ὁ Σαοὺλ τὸν καταδίωκε μὲ τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες γιὰ νὰ τὸν σκοτώσει. Στὴν περιοχὴ Σαδεέμ, κοντὰ στὰ μαντριὰ τῶν προβάτων, ὁ βασιλιᾶς μπῆκε μόνος σὲ μιὰ μεγάλη σπηλιὰ γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἐκεῖ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς, ὅμως, ἔτυχε νὰ βρίσκεται ὁ Δαβὶδ μὲ τοὺς συντρόφους του. Θὰ μποροῦσε τότε νὰ θανατώσει εὔκολα τὸν κοιμισμένο Σαούλ. Ὡστόσο, παρὰ τίς προτροπὲς τῶν ἀνδρῶν του, δὲ θέλησε νὰ κάνει κακὸ στὸν ἄσπονδο ἐχθρό του. Τὸν πλησίασε μόνο ἀθόρυβα κι ἔκοψε μιὰν ἄκρη ἀπό το μανδύα του, χωρὶς ἐκεῖνος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ. Σὲ λίγο ὁ Σαοὺλ σηκώθηκε κι ἔφυγε. Ὁ Δαβὶδ βγῆκε ἀπὸ τὴ σπηλιὰ καὶ φώναξε πίσω του: «Κύριέ μου, βασιλιᾶ!». Ὁ Σαοὺλ γύρισε τὸ κεφάλι του. Ὁ Δαβὶδ γονάτισε, τὸν προσκύνησε ἀπὸ μακριὰ καὶ συνέχισε: «Γιατί ἀκοῦς αὐτοὺς ποὺ σοῦ λένε πὼς ὁ Δαβὶδ ζητάει τὴ ζωή σου; Σήμερα εἶδες μὲ τὰ μάτια σου ὅτι ὁ Κύριος σὲ εἶχε παραδώσει στὰ χέρια μου μέσα στὴ σπηλιά! Δὲν θέλησα, ὅμως, νὰ σὲ σκοτώσω. Σὲ λυπήθηκα. ''Δὲν θὰ ἁπλώσω χέρι στὸν κύριό μου'', σκέφτηκα, ''γιατί αὐτὸς ἔχει χρισθεῖ βασιλιᾶς ἀπὸ τὸν Θεό''. Κοίτα τὴν ἄκρη τοῦ μανδύα σου, ποὺ τὴν κρατάω στὰ χέρια μου. Ἐγὼ τὴν ἔκοψα...».... Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια εἶπε, ὅπως ξέρετε, ὁ Δαβὶδ στὸν Σαούλ. Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἡ φωνή σου εἶναι αὐτή, παιδὶ μου Δαβίδ;»Καὶ ξέσπασε σὲ δυνατὸ κλάμα (Α΄ Βασ. 24,1-17).

Τί μεταβολὴ ἔγινε στὴν ψυχὴ τοῦ ἐξαγριωμένου βασιλιᾶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ, λόγια γεμᾶτα ἀκακία, ταπείνωση, σεβασμὸ καὶ καλωσύνη! Ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ πρωτύτερα δὲν ἀνεχόταν οὔτε τὸ ὄνομα τοῦ Δαβὶδ νὰ ἀκούει, τώρα ἔνιωσε γι᾿ αὐτὸν πατρικὴ ἀγάπη καὶ τὸν ἀποκάλεσε «παιδί του». Ἡ ἔχθρα ἔφυγε ἀπὸ τὴν καρδιά του, γιὰ νὰ δώσει ἀναπάντεχα τὴ θέση της στὴ συμπάθεια καὶ τὴν εὐμένεια. Ἀληθινὰ μεγάλος εἶναι ὁ Δαβίδ! Τὸν φονιᾶ τὸν ἔκανε στοργικὸ πατέρα, τὸν λύκο τὸν μεταμόρφωσε σὲ πρόβατο, τὸ καμίνι τῆς ὀργῆς τὸ ἔσβησε μὲ τὴ δροσιὰ τῆς ἀγάπης.

Ἄς προσέχουμε, λοιπόν, ὄχι μόνο νὰ μὴν πάθουμε κανένα κακὸ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν προξενήσουμε κι ἐμεῖς κακὸ σὲ αὐτούς. Τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς εὐλογεῖ καὶ θὰ μᾶς προστατεύει, ὅπως προστάτευσε τὸν Δαβὶδ ὅταν κινδύνευε ἡ ζωή του, Τότε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας θὰ εἴμαστε ἀνώτεροι καὶ σοφότεροι, σεμνότεροι καὶ τιμιότεροι. Τότε σὲ ὅλους, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸν Θεό, θὰ εἴμαστε ἀγαπητοί. Μήπως ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ποὺ τόσα τράβηξε ἀπὸ τὸν μοχθηρὸ Σαούλ, ζημιώθηκε ἀπὸ τὴν ἀνεξικακία του; Ὄχι, βέβαια! Ἀπεναντίας, μέχρι σήμερα ἐπαινεῖται, θαυμάζεται καὶ δοξάζεται, τόσο στὴ γῆ ὅσο καὶ στὸν οὐρανό, ὅπου ἀπολαμβάνει τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ὁ ταλαίπωρος Σαούλ, πάλι, τί κέρδισε ἀπὸ τὴν κακία του; Τίποτα. Καὶ οἰκτρὸ θάνατο βρῆκε καὶ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχασε καὶ ἀπὸ ὅλους μέχρι σήμερα κατηγορεῖται.

Νὰ γιατί, ὅταν ἀντικρύζεις ἢ ὅταν θυμᾶσαι τὸν ἐχθρό σου, δὲν πρέπει νὰ λές: «Αὐτὰ κι αὐτὰ μοῦ ἔκανε» ἢ «Τὸ καὶ τὸ εἶπε σὲ  βάρος μου». Γιατί ἔτσι θὰ ἀνάψεις τὸν θυμό σου καὶ θὰ φουντώσεις ἀκόμα περισσότερο τὴ φλόγα τῆς ὀργῆς σου. Ξέχνα ὅλα τὰ λυπηρὰ ποὺ ἔπαθες ἢ ἄκουσες ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ ὅταν ἀθέλητα ἔρχονται στὸν νοῦ σου, νὰ τὰ καταλογίζεις στὸ διάβολο, ὄχι στὸν συνάνθρωπό σου. Νὰ θυμᾶσαι μόνο ὅ,τι καλό σοῦ ἔκανε ἢ σοῦ εἶπε ποτέ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, γρήγορα θὰ διαλύσεις τὴν ἔχθρα ποὺ σᾶς χωρίζει. Καὶ ἂν χρειαστεῖ νὰ τὸν καλέσεις γιὰ συζήτηση καὶ παροχὴ ἐξηγήσεων, διῶξε πρῶτα ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὴν ὀργή, καὶ ὕστερα ἄρχισε νὰ τοῦ μιλᾷς. Γιατί, ἂν εἶσαι θυμωμένος, οὔτε νὰ πεῖς, οὔτε νὰ ἀκούσεις κάτι σωστὸ θὰ μπορέσεις. Ἄν, ἀντίθετα, εἶσαι ἤρεμος, οὔτε ἐσὺ θὰ ξεστομίσεις κακὸ λόγο, οὔτε τοὺς ἄλλους θὰ ἀκούσεις νὰ σοῦ ἀπαντοῦν μὲ βρισιές. Συνήθως, βλέπεις, δὲν μᾶς ἐξαγριώνουν τόσο τὰ λόγια αὐτὰ καθ᾿ ἑαυτά, ὅσο ἡ προκατάληψή μας ἀπὸ τὴν ἔχθρα ποὺ νιώθουμε γιὰ τὸν ἄλλο. Ὅπως, δηλαδή, τὴ νύχτα δὲν ἀναγνωρίζουμε ἕνα φίλο μας, ἔστω κι ἂν βρίσκεται κοντά μας, ἐνῶ τὴν ἡμέρα, καὶ ἀπὸ μακριὰ νὰ τὸν δοῦμε, τὸν ἀναγνωρίζουμε, ἔτσι καὶ ὅταν εἴμαστε χολωμένοι μὲ κάποιον, τὸν ἀντικρύζουμε καὶ τὸν ἀκοῦμε μὲ κακὴ διάθεση· ὅταν ὅμως διώξουμε τὴν ὀργὴ ἀπὸ μέσα μας, τότε καὶ ἡ ὄψη του μᾶς φαίνεται φιλικὴ καὶ τὰ λόγια του εὐχάριστα.

Ἄς ἐξετάσουμε τώρα τὴν περίπτωση -γιατί εἶναι ἡ πιὸ συνηθισμένη- ποὺ ὁ ἐχθρὸς σου σὲ προσβάλλει γιὰ ἐλάττωμά σου πραγματικὸ ἢ γιὰ ἁμάρτημα ποὺ πραγματικὰ διέπραξες. Ἄν, ἀκούγοντάς τον, δὲν θυμώσεις, δὲν τὸν βρίσεις, δὲν τὸν προσβάλεις κι ἐσύ, ἀλλὰ ἀναστενάξεις πικρὰ κι παρακαλέσεις τὸν Θεὸ νά σὲ συγχωρήσει, ἀμέσως ἀπαλλάσσεσαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σου. Καὶ θά σου τὸ ἀποδείξω μὲ ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή:

Δύο ἄνθρωποι, ὁ ἕνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης, ἀνέβηκαν μιὰ μέρα στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικὰ στὴ μέση τοῦ ναοῦ καὶ ἔλεγε: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης (:Θεέ μου, σὲ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώνη)» [Λουκ. 18,11]. Ὁ τελώνης, ποὺ στεκόταν ταπεινὰ πολὺ πίσω, ἀκούγοντας τὰ περιφρονητικὰ λόγια τοῦ Φαρισαίου δὲ διαμαρτυρήθηκε, δὲν τὸν ἔβρισε, δὲν τὸν πρόσβαλε. Ἀλλὰ τί ἔκανε; Μὲ κατεβασμένα μάτια, χτύπησε τὸ στῆθος του καὶ εἶπε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ (:Θεέ μου, σπλαχνίσου μὲ τὸν ἁμαρτωλό)» [Λουκ. 18,13]. Αὐτὸς βγῆκε ἀπὸ τὸν ναὸ ἀθωωμένος καὶ δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Βλέπεις πόσο γρήγορα συγχωρήθηκε; Δέχτηκε μιὰ προσβολὴ καὶ ξέπλυνε τὴν προσβολή. Ἀναγνώρισε τὰ ἁμαρτήματά του καὶ λυτρώθηκε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά του. Ἡ κατηγορία γιὰ τὴν ἁμαρτία ἔγινε ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ ὁ ἐχθρός τους, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, ἔγινε εὐεργέτης του. Ὑπάρχει, πές μου, εὐκολότερος τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τίς ἁμαρτίες; Γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τους ὁ τελώνης, πόσους κόπους καὶ ἀγῶνες, νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες, ἀσκήσεις καὶ ἐλεημοσύνες δὲν ἔπρεπε νὰ κάνει; Ἐνῶ τώρα μὲ ἕναν ἁπλὸ λόγο ἔδιωξε μακριά του ὅλη τὴν κακία. Οἱ προσβολὲς καὶ οἱ κακολογίες τοῦ Φαρισαίου, ποὺ νόμισε ὅτι τὸν ἐξουθένωσε, τοῦ χάρισαν τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης ἄκοπα καὶ ἄμεσα.

Γι' αὐτὸ ὁ Θεός μᾶς λέει: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς,  εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς (:Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ εὐεργετεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν,νὰ εὐλογεῖτε ὅσους σᾶς καταριοῦνται, νὰ προσεύχεσθε στὸν  Θεὸ γιὰ ἐκείνους ποὺ σᾶς δυσφημοῦν καὶ σᾶς προσβάλλουν καὶ σᾶς βλάπτουν)» [Λουκ. 6,27-28]. Δὲν φτάνει, μὲ ἄλλα λόγια, νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας γιὰ ὅ,τι μᾶς ἔχουν φταίξει, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς βλέπουμε σὰν φίλους. Ἄν λοιπόν, δὲν ἀδικεῖς τὸν ἐχθρό σου, τὸν ἀντικρύζεις ὅμως μὲ ἐχθρότητα καὶ διατηρεῖς στὴν καρδιά σου ἄσβεστη τὴ φλόγα τοῦ μίσους ἐναντίον του, δὲν ἐκπλήρωσες ἀκόμα τὴν ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός. Καὶ πῶς θέλεις νὰ σὲ σπλαγχνιστεῖ ὁ Θεός, ἀφοῦ δὲν ἀποδεικνύεις ἔμπρακτα ὅτι συγχωρεῖς καὶ ἀγαπᾷς ὅσους ἔσφαλαν ἀπέναντί σου;

«Μὰ ὁ ἐχθρός μου», ἴσως θὰ μοῦ πεῖς, «εἶναι τόσο κακόβουλος, ποὺ ἂν τοῦ δείξω καλωσύνη καὶ ἀγάπη, ὄχι μόνο δὲν θὰ διορθωθεῖ, ἀλλὰ καὶ θὰ πάρει περισσότερο ἀέρα». Τήρησε ἐσὺ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, καὶ Ἐκεῖνος, ὡς πάνσοφος, ἂν πρόκειται νὰ γίνει χειρότερος ὁ ἐχθρὸς σου λόγῳ τῆς δικῆς σου ἀνεξικακίας, δὲν θὰ τὸν συγχωρήσει. Θὰ σοῦ διηγηθῶ μιὰ σχετικὴ ἱστορία ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη:

Κάποτε ἡ προφήτισσα Μαριὰμ κακολόγησε τὸν ἀδελφό της, τὸν θεόπτη Μωυσῆ. Ὁ πρᾶος καὶ ἄκακος Μωυσῆς δὲν θύμωσε γιὰ ὅσα εἶπε ἐναντίον του ἡ Μαριάμ. Ὁ Θεός, ὅμως, τί ἔκανε γιὰ νὰ τὴ συνετίσει; Τῆς ἔστειλε τὴν ἀρρώστια τῆς λέπρας. Καὶ ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἀδικημένος ἀδελφός της παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὴ θεραπεύσει, Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἄν εἶχε πατέρα καὶ τὴν εἶχε διώξει ἀπὸ μπροστά του γιὰ κάποιο παράπτωμά της, δὲ θὰ ἀνεχόταν τὴν ἐπίπληξη;  Ἐσένα σὲ ἐπιδοκιμάζω γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν ἀνεξικακία σου. Τὴ Μαριάμ, ὡστόσο, δὲ θὰ τὴν ἀπαλλάξω ἀμέσως ἀπὸ τὴν τιμωρία της. Ἑφτὰ μέρες θὰ παραμείνει λεπρή, ἔξω ἀπὸ τὸν καταυλισμό σας, γιὰ νὰ μετανοήσει. Ὕστερα θὰ γίνει καλά» [πρβλ. Ἀριθ. 12,1-15].

Προσωρινὴ ἦταν ἡ σωφρονιστικὴ τιμωρία τῆς Μαριάμ. Αἰώνια, ὅμως, θὰ εἶναι -ἀλίμονο!- ἡ τιμωρία τῶν ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν. Φοβερὴ ἡ λέπρα. Ἀσύγκριτα φοβερότερη ὅμως, ἡ ἀτελεύτητη κόλαση, ὅπου θὰ βρεθοῦν ὅσοι πέθαναν μέσα στὸ μῖσος, τὴν ἔχθρα καὶ τὴ μνησικακία.

Συλλογίσου τὴ φρικτὴ μελλοντικὴ Κρίση. Τότε θὰ κριθεῖς ἀπὸ τὸν μεγάλο καὶ δίκαιο  Κριτή. Ἄν λοιπόν, συγχωρήσεις κι ἐσὺ ὅσους σὲ πίκραναν ἢ σὲ ἔβλαψαν, θὰ συγχωρηθοῦν καὶ τὰ δικά σου ἁμαρτήματα ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ἐτούτην ἐδῶ τὴ ζωή. Ἔτσι θὰ φύγεις γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, χωρὶς νὰ τὰ σέρνεις μαζί σου. Ἔτσι δὲν θὰ σοῦ τὰ καταλογίσει ὁ Κύριος, ὅταν θὰ σὲ κρίνει.

Ὅπως καταλαβαίνεις, συγχωρῶντας τὸν ἐχθρό σου, παίρνεις πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα δίνεις. Γιατί πολλὲς φορὲς ἔκανε ἁμαρτίες ποὺ κανένας ἄλλος δὲν εἶδε. Ὅταν ὅμως σκεφθεὶς ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη θὰ ἀποκαλυφθοῦν κι  ἀκόμα μπροστὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, δὲν θὰ πονέσεις περισσότερο γιὰ τὴν αἰώνια καταδίκη σου, καθὼς μάλιστα θὰ σὲ πνίγει ἡ συνείδησή σου μὲ τὸν βασανιστικὸ ἔλεγχό της; Ἀλλὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ ντροπὴ καὶ τὴν ἀπερίγραπτη αὐτὴ ὀδύνη μπορεῖς νὰ τίς ἀποφύγεις μὲ τὴ συγχώρηση τοῦ πλησίον. Τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν (:Ἄν συγχωρήσετε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὰ παραπτώματά τους, θὰ σᾶς συγχωρήσει κι ἐσᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας σας. Ἄν ὅμως δὲν συγχωρήσετε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, οὔτε κι ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρήσει τὰ δικά σας παραπτώματα)» [ Ματθ. 6,14-15].

Γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖς τὴ δύναμη ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας, φτάνει νὰ μάθεις τί εἶπε ὁ Θεὸς στὸν μεγάλο προφήτη Ἰερεμία, ὅταν ἐκεῖνος Τὸν παρακάλεσε νὰ λυπηθεῖ τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό. «Ἐὰν στῇ Μωσῆς καὶ Σαμουὴλ πρὸ προσώπου μου, οὐκ ἔστιν ἡ ψυχὴ μου πρὸς αὐτούς (:Ἀκόμα κι ἂν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Σαμουὴλ μὲ ἱκέτευαν γι᾿ αὐτὸν τὸν λαό, δὲ θὰ τὸν ἐλεοῦσα)» [Ἰερ. 15,1]. Ἀκοῦς; Οἱ προσευχὲς ἑνὸς Μωυσῆ καὶ ἑνὸς Σαμουὴλ δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ ἑλκύσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ! Καὶ μπορεῖ ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἀνεξικακία, ἡ μακροθυμία! Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος, μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ζαχαρία, ἔλεγε στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ λέει καί σὲ μᾶς: «Κακίαν ἕκαστος τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ μὴ μνησικακείτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν (:Μὴν κρατᾶτε μέσα στὶς καρδιές σας μνησικακία ἐναντίον ἀδελφοῦ σας ποὺ σᾶς ἀδίκησε)» [Ζαχ. 7,10]. Καί: «Καὶ ἕκαστος τὴν κακίαν τοῦ πλησίον αὐτοῦ μὴ λογίζεσθε  ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν (:Νὰ μὴ συλλογίζεστε, ὁ καθένας στὴν καρδιά του, τὴν κακία καὶ ἀδυναμία τοῦ πλησίον)» [Ζαχ. 8,17].

Τί νὰ πῶ, πάλι, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μισοῦν, ποὺ ἀντιπαθοῦν, ποὺ ἀποστέργουν ἕνα συνάνθρωπό τους, χωρὶς αὐτὸς νὰ τοὺς ἔχει βλάψει; «Τὸν τάδε δὲν τὸν χωνεύω», σοῦ λένε. «Ὁ δεῖνα μοῦ κάθεται στὸ στομάχι». Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις τὸ γιατί, μασᾶνε τὰ λόγια τους. Ποῦ θὰ σταθοῦν τέτοιοι ἄνθρωποι; Πῶς θὰ ἀντικρύσουν τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου στὴ Δευτέρα παρουσία Του; Καὶ πῶς θὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση, ὅταν εἶναι χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες; Οἱ εἰδωλολάτρες, βλέπεις, μολονότι δὲν εἶχαν νὰ περιμένουν κάποια ἀνταμοιβή, πολλὲς φορὲς δίδαξαν τὴν ἀγάπη, τὴν καλωσύνη, τὴν ἀνεξικακία. Κι ἐμεῖς, οἱ Χριστιανοί, μισοῦμε ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος σταυρώθηκε, ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη καὶ ἐλπίδα, ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα, τὸ θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία.

Γι᾿ αὐτὸ γινόμαστε ὅλοι καὶ πιὸ ἀδύνατοι, ἐνῶ ὁ μοναδικὸς ἐχθρός μας, ὁ διάβολος, ὅλο καὶ πιὸ ἰσχυρός, ἐπειδὴ δὲ συνεργαζόμαστε μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση, γιὰ νὰ πολεμήσουμε ἑνωμένοι ἐναντίον του, ἀλλὰ συμμαχοῦμε μαζί του καὶ πολεμᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Εὔχομαι, ὅμως, μέ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν ἐγκαταλείψουμε ὅλοι, νὰ διώξουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὸ σατανικὸ μῖσος καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν εὐλογημένη ἀγάπη. «Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν.   ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν (:Ἀγαπητοί, ἂς ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι ἡ ἀγάπη προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγάπη. Καὶ καθένας ποὺ ἀγαπᾷ μὲ εἰλικρίνεια τοὺς ἄλλους, ἔχει ἀναγεννηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ζεῖ ἐν τῷ Θεῶ καὶ ὡς ἐκ τούτου γνωρίζει τὸν Θεό. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν ἔχει αὐτὴν τὴν ἀγάπη, δὲν γνώρισε ποτὲ τὸν Θεό, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης)» [Α' Ἰω. 4,7-8].

  ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:
•   Θέματα ζωῆς (ἀπὸ τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, θέμα: Μῖσος καὶ ἔχθρα, Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ωρωπὸς Ἀττικῆς 2010, σελ. 73-84.
•   Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•   Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•   Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

______________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
 «Πᾶνος»