τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα
«Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῷ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς καὶ τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. Τὸ βάπτισμα Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; Οἱ δὲ διελογίζοντο παρ᾿ ἑαυτοῖς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. Καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· οὐκ οἴδαμεν…» (Ματθ. κα΄ 23-27)
Ἔ λοιπόν, δὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ σκεπτόμενος τὰ πασιφανῆ διλήμματα τῶν σημερινῶν μας ἀρχιερέων ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἑορτασμό της μεθεπόμενης Κυριακῆς, μοῦ ἦρθε ἀσυναίσθητα στὸ μυαλὸ ἡ παραπάνω εὐαγγελικὴ περικοπή. Ἴσως γιατί καὶ πάλι μπροστὰ στὸ ἐρώτημα ποὺ σίγουρα ἐτέθη πρὸ ἡμερῶν ἀνάμεσά τους («καὶ τώρα τί γίνεται, τί κάνουμε τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας»), αὐτοὶ προφανῶς μπερδεύτηκαν. Ἵδρωσαν καὶ ζορίστηκαν. Καὶ ἴσως καὶ αὐτοὶ «διελογίζοντο παρ᾿ ἑαυτοῖς λέγοντες»: ἂν τὴν γιορτάσουμε κανονικὰ στὴ Μητρόπολη, παρέα μὲ ὅλο τὸ κακὸ συναπάντημα ποὺ ψήφισε/στήριξε/πανηγύρισε τὸν διαβόητο νόμο, «φοβούμεθα τὸν ὄχλον» (δεδομένων ὅσων ἀκούσαμε ἐπιστολικὼς καὶ διαδικτυακῶς ἐδῶ καὶ ἑβδομάδες) καὶ τὸ κράξιμο ποὺ θὰ πέσει πάλι καὶ μάλιστα πιὸ ἄγριο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Οὔτε λόγος ὅμως καὶ νὰ τὴ γιορτάσουμε μόνοι μας στὴ Μητρόπολη, κηρύττοντάς τους ἀνεπιθύμητα πρόσωπα, γιατί τότε…φοβούμεθα τὶς συνέπειες μιᾶς ἐντελῶς ἀνεπιθύμητης ρήξης μὲ ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους εἴμαστε πολλαπλῶς σφιχταγκαλιασμένοι (βάλε χορηγίες, βάλε ΕΣΠΑ, βάλε στοές, βάλε καὶ κάτι ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι τώρα τῆς στιγμῆς).
Καὶ ἔτσι εἶπαν: θὰ πᾶμε νὰ κρυφτοῦμε στὸ ὑπόγειο, νὰ γιορτάσουμε μόνοι μας. Ὁπότε καὶ τὸ κράξιμο ἀπὸ τὸν κόσμο θὰ γλιτώσουμε καὶ τὴ ρήξη μὲ τοὺς πολιτικοὺς θὰ ἀποφύγουμε, ταυτόχρονα μάλιστα θὰ τοὺς στείλουμε καὶ ἕνα μήνυμα δυσαρέσκειας (ἀκριβῶς σὰν τὰ πεντάχρονα, ποὺ κάνουνε «μουτράκια»). Ἡ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ ἄλλα λόγια: καταλαβαίνεις ὅτι πρέπει νὰ ἀποφύγεις κάποιους στὴν γιορτή σου, γιὰ νὰ μὴ σὲ προγκήξουν οἱ ἄλλοι καλεσμένοι σου, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τολμᾶς οὔτε καὶ νὰ τοὺς πεῖς νὰ μὴν ἔρθουν (γιατί τοὺς ἔχεις ἀνάγκη), ἀνακοινώνεις τελικὰ ὅτι φέτος τὴ γιορτή σου δὲν θὰ τὴν κάνεις μέσα στὸ σπίτι σου, ἀλλὰ στὸ ὑπόγειο. Ἐκεῖ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν πρόκειται νὰ σὲ ἐπισκεφτεῖ κανείς, ὁπότε (θεωρεῖς ὅτι) «καθάρισες».
Ὅμως ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ τακτικὴ (οὔτε παπᾶς, οὔτε ζευγᾶς, ἀλλὰ παρέα καὶ μὲ τὸν χωροφύλαξ καὶ τὸν ἀστυφύλαξ) – καὶ μάλιστα ἐν μέσῳ πανικοῦ – δὲν εἶναι πολὺ σοφὴ καὶ συνήθως καταλήγει σὲ παταγώδη ἀποκαλυπτήρια, στὸ τέλος ἁπλὰ αὐτογελοιοποιεῖσαι. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς αὐτογελοιοποιεῖσαι κάνοντας – ἐν πλήρει ὑποκρισίᾳ – «μουτράκια» (τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ρίχνεις ἀφορισμοὺς καὶ ἀναθέματα), ἀλλὰ συνάμα μὴ τολμῶντας οὔτε καὶ νὰ συνεχίσεις αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ θέλει ἡ καρδιά σου: νὰ συνεχίσεις δηλαδὴ νὰ συναγελάζεσαι μὲ τοὺς ἀντίχριστους. Καὶ ἐννοῶ τοὐλάχιστον στὸ συγκεκριμένο χρονικὸ σημεῖο καὶ γιὰ ἕναν τόσο ἐμβληματικὸ ἑορτασμό, ὅπως ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας – γιατί βεβαίως τὶς ἄλλες ἀγκαλίτσες σὲ κοπὲς πίτας, συνέδρια καὶ λοιπὲς ἐκδηλώσεις οὐσιαστικὰ δὲν τὶς ἔκοψαν ποτὲ οἱ ποιμένες μας (ὅπως ἐπίσης ὤφειλαν).
Δὲν γίνεται ὅμως νὰ πατᾶς ἐπ’ ἄπειρον σὲ πολλὲς βάρκες ταυτόχρονα. Στὸ τέλος εἶναι νομοτελειακὰ βέβαιο ὅτι θὰ πέσεις μέσα στὸ νερό. Ὅσο καὶ ἂν κάνεις ὅ.τι μπορεῖς γιά νὰ παραμείνεις κρυμμένος στὸ ὑπόγειο…