Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κλιμακώνει τον πόλεμο που έχει αρχίσει με την Πολιτεία, χωρίς όμως σχέδιο! Ακτιβιστής στα γεράματα και κατόπιν εορτής δεν γίνεσαι
Από την πρώτη στιγμή που μας έφτασαν πληροφορίες ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θα αξιοποιήσει την Κυριακή της Ορθοδοξίας αλλά και τις δοξολογίες της 25ης Μαρτίου προκειμένου να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά και στην Πολιτεία γενικότερα για τη στάση της απέναντι στον γάμο τον ομόφυλων ζευγαριών εκφράσαμε ισχυρότατες επιφυλάξεις για το είδος της ετεροχρονισμένης, κατόπιν εορτής, αντίδρασής του.
Η Εκκλησία είναι θεσμός. Δεν πολιτεύεται με το γινάτι και με τα προσωπικά. Επιδεικνύει χριστιανική ανωτερότητα. Και πάντως δεν θέτει σε διακινδύνευση ιστορικές τελετές και επετείους που αναδεικνύουν τη μακραίωνη πορεία, συμμετοχή και συμβολή της στην Παλιγγενεσία του Εθνους μας.
Η Εκκλησία μας είναι συνιδρυτής του νεότερου ελληνικού κράτους. Αυτό το παράσημο, που είναι καταγεγραμμένο στο λάβαρο της Αγίας Λαύρας, δεν πρέπει να το απεμπολήσει για κανέναν γάμο και για κανέναν ομοφυλόφιλο. Δεν εισακουστήκαμε, εκ πρώτης όψεως. Η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε διαφορετικά. Για την ακρίβεια. Φαίνεται ότι αποφάσισε διαφορετικά. Το αποτέλεσμα ήταν άλλο.
Ο Ιερώνυμος έχασε την ψηφοφορία. Οπως μαθαίνουμε, στην πραγματικότητα η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου για τη μη πρόσκληση της Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά και η αποχή από το καθιερωμένο γεύμα στην Προεδρία την Κυριακή της Ορθοδοξίας έλαβε πέντε ψήφους, ενώ η αντίθετη άποψη, η οποία υποστηρίχθηκε από νέους μητροπολίτες, μεταξύ των οποίων οι σεβασμιότατοι Μαρωνείας και Αιτωλίας, υποστηρίχθηκε από εφτά Ιεράρχες! Στη δήλωσή του στα ΜΜΕ ως εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Συνόδου, μάλιστα, μετά το πέρας της ψηφοφορίας, ο Παντελεήμων Μαρωνείας αποσυνέδεσε την αποχή της Εκκλησίας από το γεύμα της Προεδρίας με τη στάση της προέδρου στο θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο κύριος Ιερώνυμος έχασε την ψηφοφορία, αλλά οι νεότεροι, για να μην εκπεμφθεί μήνυμα διάσπασης της Συνόδου και ήττας του, συναίνεσαν στο να ανακοινωθεί το αντίθετο: 7-5 υπέρ του. Και το μόνο που τους ρώτησε ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας είναι αν φοβούνται. Για κάποιον που έπειτα από 16 χρόνια στην ηγεσία της Εκκλησίας ελέγχει παραπάνω από το 50% της Ιεραρχίας με δικούς του μητροπολίτες δεν ήταν μια καλή στιγμή αυτό το αποτέλεσμα.
Το πραγματικό ερώτημα που θα πρέπει να θέσει στον εαυτό του ο μακαριότατος είναι: Επιλέγοντας αυτή την αναδρομική σύγκρουση με την κυβέρνηση που δεν έκανε όσο καιρό συζητείτο το νομοσχέδιο για τον γάμο τον ομόφυλων ζευγαριών (κατά βάση συνέπραξε, δεν υπάρχει ούτε μία προσωπική δήλωσή του κατά του γάμου), τι φοβάται εκείνος και κλιμακώνει τώρα; Διότι όσοι παρακολουθούν προσεκτικά τα εσωτερικά της Εκκλησίας μας διαπιστώνουν μία τεράστια αλλαγή στο περιβάλλον του, την οποία καλείται η κυβέρνηση να μελετήσει με προσοχή και όχι με άφατη ικανοποίηση. Το αρχιεπισκοπικό περιβάλλον έχει στην πραγματικότητα καταρρεύσει. Ιεράρχες που στέκονταν δίπλα στον Αρχιεπίσκοπο, όπως ο Ιωνίας Γαβριήλ, ο Φθιώτιδας Συμεών, ο Φιλόθεος Θεσσαλονίκης (εκείνος απομακρύνθηκε χιλιομετρικά μόνον για την ώρα), έχουν αρχίσει και παίρνουν τις αποστάσεις τους απ’ όλα όσα δραματικά συμβαίνουν στην Αθήνα. Ψυχικές αποστάσεις. Μια ολόκληρη εποχή που άρχισε το 2008 δείχνει να καταρρέει σταδιακά.
Το γεγονός ότι βρίσκεται σε αποδρομή ακόμα και ο αρχιδιάκονος της Αρχιεπισκοπής μετά τον αρχιερατικό επίτροπο πατέρα Ιάκωβο που αναχώρησε για το Μεξικό, καθώς και ότι απομακρύνθηκε ο επί 30 χρόνια οδηγός του Ιερωνύμου αποδεικνύει ότι ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών επιταχύνει στην πραγματικότητα τις εκκλησιαστικές εξελίξεις. Γεγονότα που θα συνέβαιναν έπειτα από πέντε χρόνια συμβαίνουν τώρα. Η κατάρρευση αυτή όμως έχει το εξής αποτέλεσμα: Οι εναπομείναντες στο περιβάλλον του Αρχιεπισκόπου, όπως μερικοί μητροπολίτες, ο νομικός του σύμβουλος που είχε εμμονή με τα ησυχαστήρια (ευχόμαστε το Συμβούλιο Επικρατείας να καταλάβει πλέον πόσο ασεβές θα είναι να καταπατηθούν οι διαθήκες των αγίων) και με τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας και μερικοί άλλοι φαίνεται ότι εισηγούνται στον κύριο Ιερώνυμο… φυγή προς τα εμπρός εν όψει της έναρξης αναθεωρήσεως του Συντάγματος τον Νοέμβριο του 2024 : να ανοίξει πρώτος αυτός επιθετικά το ζήτημα του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας.
Με την απόδοση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τη δέσμευση της Πολιτείας ότι θα καταβάλλει τους μισθούς των ιερέων με ετήσια κρατική επιδότηση. Στο βιβλίο του για την εκκλησιαστική περιουσία που εξέδωσε το 2020 ο Αρχιεπίσκοπος και είχε την καλοσύνη να μου το αποστείλει με μία ευγενική αφιέρωση καταγράφει ήδη 261 ακίνητα της εκκλησιαστικής περιουσίας που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα και δεν της έχουν αποδοθεί, μεταξύ αυτών το γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, οι σχολές προπαίδευσης του Πολεμικού Ναυτικού «Παλάσκα» στον Σκαραμαγκά, κτίρια στου Γουδή και άλλα. Ενώ θεωρεί κεκτημένο τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα το 2018 ότι «το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939, οπότε και εκδόθηκε ο νόμος 173, απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας του».
Επίσης ότι «το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε και τη μισθοδοσία του κλήρου ως αντάλλαγμα για την Εκκλησία την περιουσία που απέκτησε». Ψάχνει λοιπόν τη σύγκρουση με τη λογική ότι, αφού η κυβέρνηση θα ανοίξει το θέμα του διαχωρισμού, καλό είναι η Εκκλησία να αντεπιτεθεί και να θέσει το ζήτημα πρώτη. Με απειλή προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στη βάση αυτής της διπλής παραδοχής Τσίπρα του 2018. Αυτοί όμως είναι κοσμικοί σχεδιασμοί. Και η Εκκλησία δεν ξέρει καλά από κοσμικούς σχεδιασμούς.
Αφήστε που τέτοιες μάχες δεν δίνονται στα 85 σου με την Εκκλησία να έχει ποσοστό αποδοχής μόλις 26% στην ελληνική κοινωνία. Το πιθανότερο που θα συμβεί, εάν ανοίξει σύγκρουση τέτοιου είδους, είναι ότι θα βγουν ζημιωμένοι από μία τέτοια αντιπαράθεση και η Πολιτεία (που μπορεί να επιχαίρει σήμερα για τις εξελίξεις που επιταχύνουν τη διαδοχή του Ιερωνύμου) και η ίδια η Εκκλησία.
Το σίγουρο είναι ότι, αν ο Αρχιεπίσκοπος κλιμακώσει τον πόλεμο που έχει αρχίσει με την Πολιτεία, χωρίς σχέδιο για την επόμενη μέρα, όπως φαίνεται, το πιθανότερο είναι ότι μέχρι το τέλος του 2024 στις αρχές του 2025 θα πέσει από το αξίωμά του. Και όλες οι τακτικές κινήσεις που κάνει σήμερα στο παρασκήνιο για να θορυβήσει την κυβέρνηση θα αποδειχθούν μια τρύπα στο νερό. Η πιθανότητα ότι το άνοιγμα της συζητήσεως περί εκκλησιαστικής περιουσίας να αποτελεί τον λάκκο στον οποίο θα πέσουν μέσα η Εκκλησία και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος είναι πλέον πάρα πολύ ισχυρή.
Οπως προειδοποιήσαμε στο πρόσφατο σημείωμά μας με το οποίο εκφράσαμε ριζικές επιφυλάξεις για τη διαφαινόμενη πρόθεση να συγκρουστεί κατόπιν εορτής με την Πολιτεία με αφορμή τον γάμο των ομοφύλων και να ανοίξει συζήτηση για τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, ποτέ δεν ανοίγεις ένα μέτωπο αν δεν έχεις αποφασίσει το επόμενο βήμα. Αν, φυσικά, έχεις ολοκληρωμένο επόμενο βήμα. Διότι το πιθανότερο που θα συμβεί, εάν ανοίξουν αυτά τα μέτωπα χωρίς σχέδιο, είναι να αρχίσουν να τρίβουν τα χέρια τους οι γνωστοί δικαιωματιστές που θα θέσουν με ένταση πλέον ζήτημα κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, ξηλώματος των εικόνων και του σταυρού από τα δημόσια κτίρια, αλλαγής του άρθρου 3 του Συντάγματος που αναφέρεται στην Αγία και ομοούσιο και αδιαίρετη Τριάδα.
Θα αδράξουν έτσι την ευκαιρία να τα κερδίσουν με τελειωτικό κτύπημα. Ολα. Μόνο που χαμένοι σε αυτή την περίπτωση δεν θα βγουν μόνο ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και η Εκκλησία, αλλά ολόκληρο το έθνος. Διότι βλέπουμε καθαρά σήμερα πώς πληρώνει η Γαλλία με την έξαρση του ριζοσπαστικού Ισλάμ την ουδετεροθρησκεία. Τη λεγόμενη θρησκευτική ουδετερότητα. Πρέπει να το πούμε όσο πιο καθαρά γίνεται για να γίνει κατανοητό: Ο φιλελευθερισμός αυτής της Δύσης δοξάζει το άτομο. Ο χριστιανισμός αυτής της πίστης δοξάζει τον άνθρωπο.
Η θρησκεία είναι εμπόδιο στην απληστία αυτού του οικονομικού συστήματος. Οι θεσμοί που εκφράζουν τη θρησκεία είναι γι’ αυτό στο στόχαστρο με διάφορους τρόπους ξεκινούν από τα μυστήρια (βάπτιση, γάμος, κηδεία) και φτάνουν σε αυτή την ίδια την ύπαρξή τους. Το ερώτημα είναι αν η Εκκλησία μας θα συνεχίσει αυτόν τον χωρίς στρατηγική αγώνα ή αν έπειτα από ώριμη σκέψη θα τραβήξει σε νέους δρόμους, στους δρόμους της ανανέωσης. Οι παλινωδίες την τελευταίων ημερών σε αυτό το συμπέρασμα μας οδηγούν! Είναι η ώρα της ανανέωσης για την Εκκλησία μας. Πλησιάζει. Οσο πιο νωρίς το καταλάβει και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, και την Εκκλησία θα προστατεύσει, και την υστεροφημία του. Δεν ηγήθηκε, όπως του ζητήσαμε, όταν έπρεπε, και τώρα που ηγείται, το κάνει άκαιρα και πιθανόν να προκαλέσει ζημιά. Η μόνη επιλογή που θα έχει σε λίγους μήνες είναι προσευχή και γενναιότης. Ακτιβιστής στα γεράματα και κατόπιν εορτής, η δήλη μέρα δυστυχώς πέρασε, δεν μπορεί να είναι. Εκκλησία σημαίνει σοβαρότης και στιβαρότης. Μην το ξεχνάμε ποτέ.