Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

ΔΟΜΕΝΙΚΟ Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΦΑΓΗ (16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1943) ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ



Εφημερίδα Αγωνιζομένων Χριστιανών Λαρίσης  Α. Φ. 177


Το Δομένικο Ελασσόνας είναι ένα από τα χωριά της πατρίδας μας, που μαρτύρησε την εποχή της γερμανικής και ιταλικής κατοχής, και το οποίο, ενώ ξεχωρίζει για την μακραίωνα ιστορία του (6800 π.Χ. ως σήμερα), εν τούτοις παραμένει άγνωστο στους πολλούς Έλληνες – τους μακράν και τους εγγύς. Και θα παρέμεινε έτσι, αν δεν το έβγαζε στην επιφάνεια η εθνική υπερηφάνεια και ο ηρωισμός των κατοίκων του, προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση στην επέλαση του Άξονα (1943) και υποκείμενο σε αιματηρές θυσίες.
Ανέκαθεν υπήρξε, γεωργοκτηνοτροφικό χωριό στο ενδιάμεσο της απόστασης Λάρισας – Ελασσόνας, κατάσπαρτο με αρχαιολογικούς θησαυρούς, που μαρτυρούν την ελληνικότητά του αλλά και τη σπουδαία γεωγραφική, θρησκευτική και στρατηγική θέση. Βρίσκεται κτισμένο πάνω στην αρχαία πόλη Χυρετείες, σε υψόμετρο 280 μ., στην κοιλάδα του Μ. Τιταρήσιου, μαζί με τις υπόλοιπες Περραιβικές πόλεις: Ερινίκιο, Μανδέα, Μάλλοια και Μύλαι.
Γνώρισε μεγάλη ακμή, ιδιαίτερα κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Αποτέλεσε την πρώτη έδρα Επισκοπής-Δομένικου και Ελασσόνας. Πρώτη δε αναφορά σ’ αυτή γίνεται τον 11ο αιώνα από την Άννα την Κομνηνή.
Ο επισκέπτης, φθάνοντας στο κέντρο του χωριού, αντικρύζει το Βυζαντινό – Αρχαιολογικό Μουσείο σε ένα παραδοσιακό κτίσμα, καθώς και πολλές σημαντικές εκκλησίες όπως τον άγιο Γεώργιο (τρίκλητη βασιλική του 1611) – κοντά του σώζεται πέτρινο τοξωτό γεφύρι με μεγάλη παραδοσιακή βρύση –, τον άγιο Βησσαρίωνα (17ος αι.), τον άγιο Δημήτριο (17ος αι.), τον άγιο Νικόλαο (1719), τον άγιο Αθανάσιο (18ος αι.) και την Παναγία Βρυζόστι (1607).
Εκεί, στη θέση Βρυζόστι, η περιήγηση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού μέσα σε έκταση 10 στρεμμάτων υπάρχουν διασκορπισμένα υπολείμματα δεκατριών (13) νερόμυλων, καθώς και αρχαίων τειχών. Ο ναός της Παναγίας, είναι χτισμένος με αρχαία υλικά, πιθανότητα πάνω στο ιερό αρχαίου ναού.
Υπέροχη είναι η διαδρομή για τους φυσιολάτρες. Πορευόμενοι προς το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία (400 ετών) περνούν μέσα από ένα κατάφυτο δάσος που καταλήγει σε πανοραμική θέα με φόντο τον κάμπο της Ποταμιάς και τα Αντιχάσια. Γραφικός επίσης είναι ο δρόμος που οδηγεί στις πηγές Βρυζόστι και Λουτρό, οι οποίες τροφοδοτούν με νερό την μεγάλη βρύση, τη βρύση του Παπαθεοφάνη και τη βρύση στο Λούκι.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΦΑΓΗΣ
Ήταν Φεβρουάριος του 1943 όταν έφθασε η πληροφορία στο αρχηγείο των ανταρτών του ΕΛΑΣ – που είχαν έδρα την ΟΞΙΑ – ότι οι Ιταλοί κατακτητές, ορμώμενοι από Λάρισα και Ελασσόνα, θα έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Όλυμπο. Έτσι οι αντάρτες αποφάσισαν να τοποθετήσουν στο δημόσιο δρόμο (Λάρισας-Ελασσόνας) ενέδρα και να τους χτυπήσουν.
Τρία τμήματα ανταρτών συγκεντρώθηκαν στη θέση ΜΑΥΡΙΤΣΑ (μεταξύ Δομένικου και Μυλόγουστας). Στις 10 το πρωί κάνει την εμφάνισή της η ιταλική φάλαγγα 6 αυτοκινήτων, με 130 Ιταλούς στρατιώτες περίπου και δύο προπορευόμενους μοτοσικλετιστές, κινούμενη προς Ελασσόνα. Η μάχη άρχισε και με τα πρώτα πυρά ο ένας μοτοσικλετιστής σκοτώθηκε επιτόπου ενώ ο άλλος κατόρθωσε να διαφύγει προς τον Τύρναβο όπου και ειδοποίησε για ενισχύσεις. Σε λίγο εμφανίστηκαν ιταλικά αεροπλάνα, που είχαν απογειωθεί από το αεροδρόμιο της Λάρισας, και πετώντας χαμηλά βομβάρδιζαν θέσεις των ανταρτών, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν προς τα ορεινά. Οι απώλειες των Ιταλών ανήλθαν στους 9 νεκρούς – μεταξύ των οποίων ένας αξιωματικός που υπέκυψε στα τραύματά του στη Λάρισα – ενώ των αναρτών μόνο στους 2 τραυματίες. Ορισμένοι κάτοικοι του Δομένικου έφυγαν αλλά οι περισσότεροι έμειναν.
Όπως ήταν φυσικό, το χωριό κυκλώθηκε από πολλές ιταλικές φάλαγγες, που κατέφθασαν με 40 αυτοκίνητα ειδοποιημένες από τον διασωθέντα μοτοσικλετιστή, και άρχισαν να εκτελούν αδιακρίτως οποιονδήποτε έβρισκαν μπροστά τους. Η Κωνσταντινίδου Βαρβάρα και η Μπαράκου Κατερίνα μη μπορώντας να διαφύγουν, λόγω ασθένειας, εκτελέσθηκαν μέσα στα σπίτια τους.
Ο διοικητής της Μεραρχίας ΠΙΝΟΡΕΛΟ (που στάθμευε στη Λάρισα) αντιστράτηγος Μπενέλι, αφού λήστευσε κυριολεκτικά τις αποθήκες τροφίμων, διέταξε να βάλουν φωτιά σε όλη τη κατοικημένη περιοχή.
Στην πλατεία του χωριού συγκεντρώθηκαν οι Δομενικιώτες και με την απειλή των πολυβόλων οδηγήθηκαν στο τόπο της συμπλοκής, στη θέση ΜΑΥΡΙΤΣΑ. Εκεί άρχισαν να ξεχωρίζουν τους άνδρες (14 ετών και άνω) από τα γυναικόπαιδα και τους πολύ ηλικιωμένους. Στην συνέχεια διέταξαν τα γυναικόπαιδα να βαδίσουν προς το διπλανό χωριό ΑΜΟΥΡΙ για διανυκτέρευση. Αμέσως μετά, με ονομαστική κατάσταση που τους είχε παραδώσει ο διορισμένος Πρόεδρος του χωριού Νικόλαος Χώτος, έβγαλαν από τη γραμμή τους αδελφούς Ζάγκα και εκτέλεσαν πρώτα τον Γεώργιο με στιλέτο, κόβοντάς του την καρωτίδα. Ο δεύτερος – ο Βαγγέλης – πιάνοντας το χέρι του Ιταλού, ζήτησε και εκτελέστηκε με τουφέκι. Στη συνέχεια, αφού θανάτωσαν άλλους 20 περίπου, τους υπόλοιπους, με το πρόσχημα πως τους πάνε για ανάκριση στα κεντρικά της Λάρισας, τους φόρτωσαν σαν ζώα στα στρατιωτικά καμιόνια. Καθ’ οδόν πετούσαν κάτω 2-3 αιχμαλώτους, τους οποίους πυροβολούσαν εκείνοι που ακολουθούσαν.
Σταμάτησαν στη Μυλόγουστα (σημερινό Μεσοχώρι), έκαψαν εκεί περίπου 80 σπίτια και σκότωσαν ανύποπτους περαστικούς ή εργαζόμενους στα κτήματά τους. Ευτυχώς που οι περισσότεροι κάτοικοί του ενημερώθηκαν εγκαίρως και εγκαταλείποντας τα σπίτια τους γλίτωσαν.
Πλησίαζε το σούρουπο όταν οι «αιχμάλωτοι» του Δομένικου κατάκοποι από την αγωνία, την ταλαιπωρία και τη θλίψη, πορεύονταν προς το άγνωστο, ώσπου, στις 10.30 το βράδυ, έφθασαν στη θέση ΚΑΥΚΑΚΙ, εκεί που σήμερα βρίσκεται το μνημείο με τον μεγαλόπρεπο λευκό σταυρό.
Τότε ήρθε η διαταγή από τον εγκληματία πολέμου και αιμοβόρο φασίστα ΜΠΕΝΕΛΙ για την εκτέλεσή τους. Και χωρίς χρονοτριβή, στις 12 τα μεσάνυχτα, οι εντολές άρχισαν να πραγματοποιούνται. Ανά επτά (7) άτομα οδηγήθηκαν σε παρακείμενο ανάχωμα και δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ χωρίς να ξεχάσει ο επικεφαλής να δώσει τη χαριστική βολή.
Η εκτέλεση διήρκησε αρκετές ώρες και το αίμα πότισε το χώμα για να βλαστήσει σε λίγο καιρό το δέντρο της λευτεριάς. Από τη θηριωδία αυτή γλύτωσαν έξι (6) άτομα. Ο Πέτρος Κιάτος έσπρωξε τον Ιταλό σκοπό και πηδώντας ανάμεσα στα πουρνάρια κατευθύνθηκε προς το ποτάμι χωρίς να τον βρουν οι σφαίρες που τον ακολουθούσαν. Οι υπόλοιποι 5 γλύτωσαν προσποιούμενοι τους νεκρούς και παραμένοντας σκεπασμένοι από τα νεκρά σώματα των συγχωριανών τους, ζώντας τη φρίκη και την αγωνία σ’ όλη της την τραγική μορφή.
Τραγικότερη φιγούρα του χωριού υπήρξε ο παπα-Δημήτρης που επέμενε και πάσχιζε να αποδείξει την αθωότητα του ποιμνίου του με σκοπό να το ελευθερώσει. Κάποιος Ιταλός, «γενναίος άντρας», προσπάθησε να του ξεριζώσει τα γένια και στη συνέχεια του τα έβαλε φωτιά, κρατώντας τον μάλιστα από τα χέρια για να νιώσει περισσότερο πόνο. Φωνάζοντάς τον δε «Ρήγκα Φεραίο – Ρήγκα Φεραίο» τον πέταξε κάτω αδειάζοντας το πολυβόλο του πάνω στο μισοπεθαμένο ιερέα.
Λίγο πριν τα χαράματα και μετά την ολοκλήρωση του απάνθρωπου έργου του, οι Ιταλοί, κατευθυνόμενοι προς τον Τύρναβο, εκτελούσαν αδιακρίτως όποιον συναντούσαν. Έτσι μετά τους 117 εκτελεσθέντες Δομενικιώτες προστέθηκαν άλλοι 50 περίπου. Πολλά πτώματα των θυμάτων παρέμειναν άταφα για 3-4 ημέρες.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στους αδιακρίτως φύλου και ηλικίας εκτελεσθέντες Δομενικιώτες την 16 Φεβρουαρίου 1943 από τις Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις, θα μπορούσε να ισχυρισθεί ο κατακτητής ότι αμύνονταν στις επιθέσεις των ανταρτών και δικαιολογημένα προέβαινε σε αντίποινα.
Απαντούμε, ότι ο ισχυρισμός τους είναι ανυπόστατος, καθότι, σύμφωνα με τους νόμους του διεθνούς δικαίου, όφειλαν να διώξουν τους αντάρτες και όχι να προβούν σε εκτελέσεις άοπλου και άμαχου πληθυσμού, που δεν πρόβαλλε καμία αντίσταση. Τα αντίποινα σε βάρος άμαχου πληθυσμού αποτελούν έγκλημα, που χαρακτηρίζει τους διαπράττοντας βάρβαρους, απολίτιστους και ένοχους, υποχρεούμενους να δικαστούν από τα διεθνή δικαστήρια και όχι να εμφανίζονται ως αθώοι και αναμάρτητοι.
Ας αποτελέσουν τα γραφόμενά μας στεφάνι τιμής στη θυσία τους, την οποία μας θύμισε η 16 Φεβρουαρίου, ημέρα εκτέλεσής τους.