Β΄Κυριακὴ Νηστειῶν
Καμένη καλύβα
«Ἀποστέγασαν τὴν στέγη
ὅπου ἦν...».
Καθηλωμένος στὸ
κρεββάτι του, ζωντανὸς νεκρός, ὁ σημερινὸς παραλυτικὸς τῆς Καπερναούμ, ἐπερίμενε
πλέον τὸν θάνατον ὡς ἀπαλλαγὴν ἀπ’ τὶς πικρίες καὶ τὴν ταλαιπωρίαν τοῦ βίου
του. Μέσα ὅμως στὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας του λάμπει αἴφνης τὸ φῶς τῆς ἐλπίδος.
Πόσο γλυκειὰ εἶναι, ἀλήθεια, στὶς ὧρες αὐτὲς ἡ ἐλπίδα!
Πληροφορεῖται, ὅτι ἦλθε
στὴν Καπερναούμ ὁ Κύριος. Θὰ εἶχεν ἀκούσει
ἀσφαλῶς διὰ τὰ θαύματά Του. Μοναδική, λοιπόν εὐκαρία νὰ ἀποκτήσῃ κι’ αὐτὸς τὴν ὑγείαν
του. Νὰ γελάσουν τὰ χείλη του, ποὺ
χρόνια τώρα πολλὰ εἶναι κλειστὰ καὶ πικραμένα.
Παρακαλεῖ γι’ αὐτὸ μὲ
δάκρυα τέσσαρες γνωστούς του νὰ τὸν
πάρουν στὸ φορεῖο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μέρος, ὅπου ἦταν ὁ Κύριος. Καὶ νὰ, οἱ
ἀχθοφόροι αὐτοὶ τῆς ἀγάπης, μὲ τὸν παραλυτικὸν ξαπλωμένον στὸ φορεῖο, φθάνουν ἔξω
ἀπὸ τὸ σπίτι, ὅπου ὁ Κύριος ἐδίδασκε.
Τί κρῖμα ὅμως! Τὸ ἐμπόδιον εἶναι σοβαρόν. Συνεκεντρώθη ἐκεῖ τόσος κόσμος, ὥστε ἦταν
τελείως ἀδύνατον νὰ περάσουν. Ἔσπρωξαν.
Παρεκάλεσαν. Κανένας δὲν ἤθελε νὰ
μετακινηθῆ. Ὅλοι ἦσαν ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Κυριολεκτικὰ
μαγεμένοι.
Ἄλλοι στὴ θέσι των θὰ ἀπεγοητεύοντο. Θὰ ἔφευγαν. Αὐτοὶ ὅμως δὲν τὰ χάνουν. Καὶ τὶ
σοφίζονται! Ἀνεβαίνουν στὴ στέγη, γιὰ νὰ
χωρέσῃ τὸ κρεββάτι, καὶ ἀπ’ ἐκεῖ μὲ σχοινιὰ κατεβάζουν τὸν παραλυτικὸν μπροστὰ
στὰ πόδια τοῦ Κυρίου.
Ὁ Χριστὸς συνεκινήθη. Ἐθαύμασε
τὴν πίστιν αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.... Καὶ τὴν ἐπιμονὴν των. Καὶ τοὺς ἀμείβει.
Θεραπεύει ἀμέσως τὸν ἄρρωστον. Διπλᾶ μάλιστα. Ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ὁ κόσμος,
καταλαβαίνετε, ἔμεινε κατάπληκτος.
Γιὰ κοίταξε, ἀγαπητὲ
μου ἀναγνῶστα. Δὲν κάνει καὶ σὲ σένα ἐντύπωσι ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἡ πίστις τῶν ἀνθρώπων
αὐτῶν; Δὲν ἀπογοητεύθησαν μὲ τὴν πρώτη δυσκολία. Μὲ ἀποφασιστικότητα ἐπροχώρησαν. Καὶ ἐπέτυχαν στὸ σκοπό τους.
Τὸ παράδειγμα αὐτῶν τῶν
ἀνθρώπων μᾶς δίδει ἀφορμὴ νὰ διατυπώσωμεν ἕνα σοβαρώτατο δίδαγμα:
Ὅτι πρέπει μὲ θάρρος καὶ αἰσιοδοξία νὰ ἀντιμετωπίζωμεν τὶς δυσκολίες καὶ
τὰ ἀπρόοπτα τῆς ζωῆς.
Καὶ ἰδοῦ οἱ λόγοι:
1.Ἡ ἀπελπισία
θολώνει τήν μυαλό.
Ἔτσι εἶναι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
εὑρίσκεται κάτω ἀπό τὸ βάρος τῆς ἀπελπισίας καὶ ἀγωνίας δὲν ἔχει ἠρεμίαν. Ὅλα
τοῦ φαίνονται τότε μαῦρα. Παραλύει ἡ λογική. Σκοτίζεται ὁ νοῦς. Καὶ στὴν
κατάσταση αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκεφθῇ κανεὶς συνετά, γιὰ νὰ βρεθῆ ἡ λύσις.
Καὶ ἐκείνη, ποὺ θεωρεῖται ὡς καλύτερη, συνήθως, ἀποδεικνύεται ἡ χειρότερη. Καὶ
εἶναι φυσικόν. Ἀφοῦ ὅλος ὁ ψυχικός κόσμος εἶναι ταραγμένος, πῶς ὁ ἄνθρωπος νὰ
σκεφθῇ μὲ ἠρεμίαν καὶ προσοχήν;
Θὰ μοῦ πῆτε ἴσως; Μὰ εἶμαι
ἄνθρωπος καὶ πονῶ. Ἔχασα ἀγαπημένο μου πρόσωπο. Ἔπαθα οἰκονομικό ναυάγιο.
Χτυπήθηκα ἄσχημα στὴ ζωή. Πῶς νὰ μείνω ἀτάραχος; Ἀγαπητέ μου, δὲν ὑποστηρίζω αὐτό. Θὰ πονέσωμε.
Δὲν εἴμεθα ἀπὸ γρανίτη. Ἀλλ’ αὐτὸς ὁ πόνος δὲν πρέπει νὰ μᾶς συντρίψῃ. Μετὰ τὶς πρῶτες ὁδυνηρὲς ἐντυπώσεις, ἄς
κοιτάξουμε τὶ πρέπει νὰ κάνωμε. Μὲ
θάρρος καὶ αἰσιοδοξίαν.
Καλὰ ἦταν νὰ μὴ γίνῃ τὸ
κακό. Τώρα ὅμως ἔγινε. Θάρρος. Θὰ
κοιτάξω πῶς μπορῶ νὰ προλάβω τὰ χειρότερα, νὰ λιγοστέψω τὴν καταστροφή. Ἕνα
λεμόνι, λέγει κάποιος συγγραφεύς, μοῦ ἔδωσεν ὁ Θεός. Μ’ αὐτὸ θὰ ἀγωνισθῶ νὰ κάμω λεμονάδα. Δὲν ἔχω
ἄλλο. Μὴ πῶ, πάει, ἐχάθηκα. Αὐτὸ εἶναι ἰδέα καταστρεπτική. Ἡ ἐλπίδα στὶς ὧρες αὐτὲς
εἶναι, ὅ,τι γιὰ τὸν παγωμένο στὰ χιόνα ἔνα θερμαντικό.
Ζωογονεῖ καὶ καθαρίζει
τὴ σκέψι, τὴ θέλησι.
2. Ἡ
στενοχώρια κλονίζει τὴν ὑγεία.
Ὅλοι μας ξέρομεν, ὅτι τὰ
δάκρυα καὶ οἱ στεναγμοὶ δημιουργοῦν στὸν ὀργανισμὸν ἀνωμαλίες, τοξίνες. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα
εἶναι νὰ παθαίνῃ ἡ καρδιά, τὸ στομάχι ἔλκος καὶ νευρώσεις, τὸ σηκώτι, τὰ
πνευμόνια, τὰ μάτια, τὰ νεφρά κλπ. Τὸ
σάκχαρον, ποὺ σήμερα εἶναι τόσο διαδεδομένον, ὀφείλεται κυρίως σὲ
στενοχώρια. Θὰ σπάσῃ, λοιπόν ἡ ὑγεία. Καὶ
ὅταν ἔχωμεν οἰκογένειαν καὶ παιδιὰ, ποὺ περιμένουν προστασίαν ἀπὸ μᾶς, μὲ ποιὸ
δικαίωμα θὰ ἀχρηστεύσωμε τὸν ἑαυτόν μας;
Ἀφοῦ ξέρομεν ὅτι ὁ βίος
ἔχει πολλὲς πικρίες, ἄς προετοιμαζώμεθα. Μὰ θάνατος ἦλθε, μὰ πτώχευσι, μὰ
συκοφαντίες καὶ κατατρεγμοί... ὅ,τι καὶ νἆναι. Θὰ προσπαθήσωμε νὰ μὴ λυγίσωμε.
Δὲν θὰ πετάξωμε στὰ σκουπίδια τὶς σωματικὲς μας δυνάμεις. Ἡ φθορὰ ἔρχεται σιγὰ-σιγά.
Ὁμοιάζει μὲ τὸ σαράκι. Τρώγει ἀργὰ-ἀργὰ τὸ ξύλο. Ἀλλὰ τὸ τρώγει. Καὶ μία μέρα θὰ τὸ ρίξῃ κάτω...
Ἔτσι καὶ τὴν ὑγεία. Ἡ
στενοχώρια τὴν συντρίβει. Καὶ εἶναι κρῖμα
νὰ γίνῃ κανεὶς ἐρείπιο, ἐνῷ μποροῦσε νὰ μένῃ γιὰ χρόνια ἀνθηρὸς καὶ χρήσιμος.
3.Ἡ
στενοχώρια πικραίνει καὶ τοὺς γύρω μας.
Ὅπως μᾶς βλέπουν οἱ ἄλλοι,
οἱ ἰδικοί μας, οἱ γνωστοί μας, πικραμένους, μὲ θλιμμένο χαμόγελο, μὲ δακρυσμένα
μάτια, πονοῦν κι’ αὐτοί. Ἄν μάλιστα εἶναι ἡ μητέρα ἔτσι ἀποκαρδιωμένη, τότε ὅλο
τὸ σπίτι εἶναι βωβὸ καὶ μαραμένο.
Λείπει τὸ γέλιο. Καὶ ἡ
χαρὰ τῶν παιδιῶν σβήνει κι’ αὐτή. Θὰ
σπάσουν μετὰ καὶ τὰ νεῦρα μας. Θὰ εἴμεθα νευρικοί. Ὅλα θὰ μᾶς φταῖνε. Θὰ ὑποφέρουν
οἱ ἰδικοί μας ἀπὸ τὶς παραξενιές μας. Θὰ
ταλαιπωροῦνται καὶ οἱ ὑφιστάμενοι, ἄν τύχη νὰ εἶσαι προϊστάμενος, κάπου, ἀπὸ τοὺς
θυμοὺς καὶ τὶς ἀδικαιολόγητες φωνές. Καὶ
τὶ φταῖνε οἱ ἄλλοι νὰ στενοχωροῦνται ἐξ αἰτίας μου; Νὰ ζοῦνε σὲ μιὰ διαρκῆ
κόλασι;
Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι
πολὺ σημαντικὸ καὶ πρέπει νᾶ τὸ προσέξωμεν.
4.Εἶναι
ὁ Θεὸς μαζὺ μας.
Ἄφησα τελευταίαν τὴν
παράγραφον αὐτήν, διὰ νὰ μᾶς ἐντυπωθῇ περισσότερον. Καλά, πονᾶς. Τὸ βλέπω. Ποῦ
εἶναι ὅμως ἡ πίστη σου; Ἡ ἀγωνία σου αὐτὴ δὲν εἶναι ὁλιγοπιστία; Ἀφοῦ εἶναι
κοντά μας ὁ Χριστός, γιατὶ νὰ ἀνησυχοῦμε τόσο; Δὲν εἶπεν ὁ Θεὸς ἀπὸ παλαιά· «Οὐ
μὴ σε ἀνῶ, οὐδ’ οὐ μὴ σε ἐγκαταλίπω;» Δηλ. δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω! Καὶ τώρα, μὲ τὸ ἀτύχημα αὐτὸ θὰ τὰ
λησμονήσωμεν ὅλα; Ἀκριβῶς τὶς ὧρες αὐτὲς ἡ πίστις ἡ βαθειὰ μᾶς βοηθάει νὰ
μείνωμεν ὀρθοί, νὰ δημιουργήσωμε μιὰ ὄασι γαλήνης μέσα στὴν ἅμμο τῆς ζωῆς, ποὺ
τὴν παίρνει ὁ ἄνεμος.
«Μὴ φοβοῦ· θάρσει»,
λέγει ὁ Χριστός. Ἀκούω τὴ θεία Του φωνή, γυρίζω καὶ βλέπω τὸ σωτήριο Σταυρό
Του.
Παίρνω κουράγιο καὶ
δύναμη. Καὶ προχωρῶ θαρρετά. Ἀλλοίμονον ἄν ἔλειπεν αὐτὴ ἡ πίστις ἀπὸ τὴ ζωή
μας! «Κύριος φωτισμὸς μου καὶ Σωτήρ μου,
τίνα φοβηθήσομαι;» λέγει ὁ Δαβίδ. Ἀδελφέ μου, ἀλήθεια, ἀπὸ ποιὸν καὶ ἀπὸ τὶ θὰ
φοβηθῶμεν, ὅταν εἶναι ὁ Θεὸς μαζύ μας;
Ἀγαπητοί μου!
Κάποτε συνέβη ἕνα
τρομερό ναυάγιο. Τὸ πλοῖο ἔπεσε σὲ κυκλῶνα καὶ βυθίστηκε, χωρὶς νὰ προφθάσῃ νὰ
σωθῇ ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πλοίαρχον. Γυμνὸς καὶ κατεστραμμένος ἐβγῆκεν, ἔπειτα ἀπὸ
περιπέτεια, στὴν ξηρά. Ἐρημιά. Δὲν εἶχεν
οὔτε ροῦχα, οὔτε τροφή. Σκέφθηκε τί ἔπρεπε
νὰ κάνῃ. Δυὸ πράγματα τοῦ ἦταν ἀπαραίτητα. Μιὰ καλύβα γιὰ νὰ μένῃ μέσα τὸ βράδυ
καὶ ὕστερα τροφή.
Τρεῖς ἡμέρες ἀγωνίστηκε
νὰ μαζέψῃ ξύλα ἀπὸ μακρυά, νὰ τὰ τακτοποιήσῃ. Οὔτε τσεκούρι εἶχε οὔτε πριόνι.
Μάτωσε, ξεσχίστηκε. Ἐπί τέλους τὴν ἔκαμε. Κατάκοπος ἐξάπλωσε τὸ βράδυ καί, ὅπως
ἦταν , κοιμήθηκε. Εὐτυχῶς ἦταν ὁ καιρὸς πολὺ ζεστός. Τὴν ἄλλη μέρα βγῆκε πρὸς ἀναζήτησιν
τροφῆς. Κάτι θὰ εὕρισκε. Ἤλπιζε νὰ περάσῃ
ἀργότερα κανένα πλοῖο καὶ νὰ σωθῇ. Ὁ ἥλιος ἔκαιε τρομερά. Καμίνι ἀληθινό.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἐμάζευε ρίζες καὶ χόρτα καὶ ἄλλους καρπούς, βλέπει ἀπὸ μακρυά, ποὺ
ἦτο, πρὸς τὸ μέρος τῆς καλύβας, φλόγες καὶ καπνό. Ἡ καλύβα του ἐκαίετο.
Συμβαίνει αὐτὸ συχνὰ στὰ θερμὰ κλίματα. Ἔτρεξε. Ὅταν ἔφθασε, οἱ φλόγες καὶ ὁ
καπνὸς ἀνέβαιναν στὸν οὐρανό. Ὁ δυστυχής. Ἐκάθησε τότε σὲ μιὰ πέτρα καὶ εἶπε:
«Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο κακό, πού μποροῦσα ἐδῶ νὰ πάθω».
Αἴφνης στὸ βάθος
φαίνεται ἕνα πλοῖο. «Θεέ μου, εἶπε, νὰ μὲ ἔβλεπαν! Ἀλλὰ πῶς; Ποῦ νὰ φανταστοῦν ὅτι εἶμαι ἐδῶ;» Τὸ
πλοῖο ὅμως τὸ βλέπει νὰ κατευθύνεται στὸ μέρος του. Νά, σὲ λίγο σταμάτησε καὶ
μιὰ βάρκα ἔπεσε στὴ θάλασσα. Ἔρχονται γι’ αὐτόν. Ἡ βάρκα ἔφαθασε στὴν παραλία.
Ρίχνεται στὴ θάλασσα καὶ κολυμπῶντας τοὺς πλησιάζει. Καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀγκάλιαζε
τοὺς ναῦτες.
«Καλά, πῶς καταλάβατε ὅτι
εἶμαι ἐδῶ»; Ρώτησε με ἀπορία. «Εἴδαμε τὸν καπνὸ ἀπὸ μακρυὰ καὶ ὑποθέσαμε ὅτι
κάποιος ἄνθρωπος θὰ εἶναι. Καὶ ἤλθαμε».
Ὁ ναυαγὸς τότε ἐγονάτισε
καὶ εἶπε: «Θεέ μου, ἐκεῖνο ποὺ ἐγῶ ἐνόμισα γιὰ δυστυχία, αὐτὸ ἦταν ἡ εὐτυχία
μου. Ἄν δὲν καιόταν ἡ καλύβα μου ,δὲν θὰ εἶχα σωθῆ».
Ἀδελφέ μου!
Ὅταν ἔρχωνται πικρίες
καὶ ἀτυχήματα καὶ δράματα ἀναπάντεχα στὴ ζωή σου, ποιός ξέρει, ἴσως εἶναι διὰ τὸ
καλό σου. Ξέρει ὁ Θεός. Μὴ κλαῖς. Μὴ
ταράσσεσαι. Τὴν ὥρα ἐκείνην μὴ ξεχνᾶς τὸν ναυαγὸ καὶ τὴν ἱστορία του. Νὰ θυμᾶσαι
καλὰ ὅτι ἐσώθηκε χάρις στὴν καμένη καλύβα.