Αγώνας - Εφημερίδα Αγωνιζομένων Χριστιανών Λαρίσης α.φ.193
ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (180 ΧΡΟΝΙΑ
1833-2013)
Έχουν γίνει
πολλές άδικες δίκες στην πορεία της Ελληνικής Ιστορίας. Η μεγαλύτερη απ’ αυτές
υπήρξε αυτή του «Γέρου του Μοριά». Ο αρχιστράτηγος της Ελληνικής
Επανάστασης Θ. Κολοκοτρώνης (1770-1843) ήταν ο νικητής των μαχών στο Βαλτέτσι,
στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια…. Ήταν αυτός που ύψωσε το ανάστημά του στην
Τρουρκοαλβανική λαίλαπα, εμψύχωσε τους Έλληνες και βοήθησε στην
αναγέννηση του ελληνικού έθνους ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς.
Τυχάρπαστοι
δυτικοί τυχοδιώκτες, αποτυχημένοι, πολιτικά, στις χώρες τους, μέλη της
επιβληθείσης Αντιβασιλείας (Άρμανσμπερκ, Μάουερ, Χέιντεκ κ.α.) υποβοηθούμενοι
από γραικύλους αυλοκόλακες κατηγόρησαν τον Κολοκοτρώνη ως προδότη, και τον
καταδίκασαν σε θάνατο.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΚΗ
Η σύλληψη του
Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα και άλλων είκοσι οπλαρχηγών έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου
1933 και αφού τους έδεσαν με αλυσίδες τους περιέφεραν στην πόλη του Ναυπλίου
για να τους διαπομπεύσουν. Και τον μεν Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα τους έκλεισαν
στο Ιτς Καλέ, τους δε άλλους τους φυλάκισαν στο Μπούρτζι.
Στην διάρκεια
της προανάκρισης προσπάθησαν με διάφορα τεχνάσματα να κατασκευάσουν ανύπαρκτες
κατηγορίες. Όλες όμως ήταν έωλες, αόριστες και χωρίς αποδείξεις, μη δυνάμενες
να θεμελιώσουν κατηγορία για την παραπομπή τους.
Ο Εδουάρδος
Μάσον επίτροπος (εισαγγελέας) αναγκάστηκε να πάει στο Ιτς Καλέ όπου ήταν
φυλακισμένος ο Γέρος του Μοριά και να τον ανακρίνει, πιέζοντάς τον για ώρες
ώστε να ομολογήσει ότι: «είχε προκατασκευάσει αποστασία εναντίον της
Κυβερνήσεως». Ο Κολοκοτρώνης με πολύ πικρή θυμοσοφία τον αποστόμωσε,
αναφέροντας την ιστορία του λύκου με την προβατίνα. Ο λύκος – του λέει – για να
βρει δικαιολογία να φάει την προβατίνα άρχισε να φωνάζει: «Μου θόλωσες το νερό
της πηγής και δεν μπορώ να πιω». Αυτό κάνεις κι εσύ.
Η ΔΙΚΗ
Η ακροαματική
διαδικασία άρχισε στις 30 Απριλίου 1839 και διήρκεσε ως τις 26 Μαΐου, στο τζαμί
του Ναυπλίου.
Στην αρχική
σύνθεση του δικαστηρίου μετείχαν οι: Πολυζωίδης – Πρόεδρος και Πάικος,
Λουκόπουλος, Σούτσος, Τερτσέτης ως Δικασταί. Την εισαγγελική έδρα την είχε ο
Εδουάρδος Μάσον, που έκανε και την προανάκριση (εμπαθής πολέμιος του
Κολοκοτρώνη και υπηρέτης της αγγλικής πολιτικής). Στην θέση του Γραμματέα ήταν
ο Ζώτος. Όμως ο Λουκόπουλος και ο Πάικος αντικαταστάθηκαν από κάποιον Βούλγαρη
και Φραγκούλη διότι ο Αντιβασιλέας Μάουερ διέγνωσε την απροθυμία τους «να
συνεργαστούν» για την καταδικαστική ετυμηγορία του Κολοκοτρώνη. Ο ένας εκ των
δικαστών, ο Σούτσος, ήταν γαμπρός από αδελφή του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Σχινά.
Οι
κατηγορούμενοι στρατηγοί οδηγούνται στην αίθουσα του δικαστηρίου συνοδευόμενοι
από όργανα της τάξης, και φέροντας απλή στολή καπετάνιου, χωρίς παράσημα –
γιατί τους τα είχαν αφαιρέσει – κάθισαν στον πάγκο. Η αγέρωχη εμφάνιση του
Κολοκοτρώνη στο ειδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο:
ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ
ΔΙΚΗΣ
Ο Πρόεδρος:
Άρχεται η συνεδρίαση. Παρακαλώ το ακροατήριο να κρατήσει σιγή και ακέραιη την
ψυχραιμία του…
Ο Γραμματέας:
(διαβάζει το κατηγορητήριο)
Μετά μιας
μικρής παύσης, δυο χωροφύλακες οδηγούν έξω τον Πλαπούτα. Φέρνουν το Ευαγγέλιο.
Ο Κολοκοτρώνης σηκώνεται από τον πάγκο και προχωρά να ορκισθεί. Τα βλέμματα
όλων είναι καρφωμένα πάνω του, γιατί μπροστά τους, στέκεται ορθό ολόκληρο «το
Εικοσιένα».
Ο Πρόεδρος
σηκώνεται όρθιος. Τον μιμούνται όλοι. Ο Κολοκοτρώνης απλώνει το χέρι του.
Πρόεδρος: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και
μόνο την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
- Ορκίζομαι.
(Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
Πρόεδρος: Πώς ονομάζεσαι;
- Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης.
Πρόεδρος: Από πού κατάγεσαι;
- Από το
Λιμποβίσι της Καρύταινας.
Πρόεδρος: Πόσων ετών είσαι;
- Εξήντα
τεσσάρων
Πρόεδρος: Τι επάγγελμα κάνεις;
-
Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και
πολεμούσα νύχτα και μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια
ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν τ’ αδέλφια να τυραννιούνται και τα
παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε
βάλει την υπογραφή του για την λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
Πρόεδρος: Τι απολογείσαι για την κατηγορία
που σου αποδίδεται;
- … Εμείς
τόχουμε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δε μηχανευόμαστε βρωμοδουλειές όπως η
αφεντιά εκείνων που μας κατηγορούν γι’ αναρχικούς. Ό,τι έχουμε να τα πούμε τα
λέμε ντρέτα και σταράτα (υπονοώντας τον Εισαγγελέα). Κύριοι δικαστές, είμαστε
αθώοι. Άλλοι είναι εχθροί και προδότες της Πατρίδας.
Ενώ στην
αίθουσα είχε απλωθεί βαθιά σιωπή, οι παρευρισκόμενοι συμπολεμιστές του
πνίγονταν από τους λυγμούς.
Για είκοσι
(20) ημέρες παρέλασαν από το δικαστήριο 44 μάρτυρες κατηγορίες και 115 μάρτυρες
υπεράσπισης που εξεταζόμενοι διέψευσαν τα σημεία της κατηγορίας.
Η αγόρευση
του Εισαγγελέα Εδ. Μάσον κράτησε πεντέμιση ώρες. Στην ουσία ήταν μία επανάληψη
του κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας.
Καταλήγοντας είπε: «Επιμένω εις την κατηγορίαν και με τα δόντια και με τα νύχια
θα την υπερασπίζω. Διακηρύττω (θεωρώ) λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους, και
απαιτώ τον θάνατόν τους».
Οι συνήγοροι
υπεράσπισης π. Βαλσάμης (του Κολοκοτρώνη) και ο Χ. Κλωνάρης (του Πλαπούτα) έπεισαν
με τις αγορεύσεις τους όλους για την αθωότητα των κατηγορουμένων.
Τις νύχτες
δούλευε το παρασκήνιο. Γίνονταν διαβούλια με στόχο την ζωή ή το θάνατο των
στρατηγών. Οι υπουργοί ήταν διχασμένοι. Στο τέλος όμως επιβλήθηκαν, κατά
κράτος, οι «καταδικαστικοί».
Στην αίθουσα
της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν σκηνές συγκλονιστικές. Οι
δικαστές Πολυζωίδης και Τερτσέτης προσπαθούσαν να πείσουν με επιχειρήματα τους
τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές. Ο Τερτσέτης είπε – ομολόγησε αργότερα – «Έκλαυσα
ενώπιον των τριών, θέλοντας να βοηθήσω τα δικαιώματα δύο υπηκόων της Βασιλείας.
Μου έκαιε την καρδίαν… η καταδίκη των τριών Πελοποννησίων (στρατηγών). Ναι!
Σχεδόν εγονάτισα, φιλώντας τα χέρια των Τριών!».
Τα αντρικά
δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους «μιλημένους» δικαστές. Και τότε από
αγανάκτηση τους φώναξε: «Με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν
καταδικάζονται σε θάνατον!».
Ο Πρόεδρος
Πολυζωίδης διέκοψε τη συνεδρίαση και πήγε με τον Τερτσέτη στο σπίτι του
τελευταίου. Οι άλλοι τρεις δικαστές πήγαν στον υπουργό Δικαιοσύνης Σχινά για να
του αναφέρουν τί έγινε… Ο υπουργός διατάζει τους τρεις να επιστρέψουν στο
δικαστήριο. Ο ίδιος φοράει την επίσημη στολή του, παίρνει μαζί του και τον
Γερμανό σύμβουλό του Γκράινερ, τους γραμματείς (και αυτοί με τις επίσημες
στολές τους) και με μια κουστωδία χωροφυλάκων πηγαίνει στο δικαστήριο. Στέλνει
παράλληλα τους κλητήρες να φέρουν πίσω, έστω και δια της βίας αν χρειαστεί, τον
Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη. Όταν εκείνοι γύρισαν, το δικαστήριο ήταν γεμάτο από
χωροφύλακες.
Ο υπουργός
Σχινάς τους ζήτησε να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση που είχαν αποφασίσει
οι υποτακτικοί του Μάουερ λέγοντας: «Ως Γραμματεύς της Επικρατείας και άμεσος
προϊστάμενός σας, σας ανακαλώ στα χρέη σας» και συνεχίζει φωνάζοντας; «Εν
ονόματι του Βασιλέως, σας προσκαλώ να υπογράψετε την απόφασιν». Ο Πολυζωίδης
αντιφωνάζει: «Εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν την υπογράφω».
Ο Σχινάς
οργισμένος πήγε στον Αντιβασιλέα Μάουερ για νέες οδηγίες, διατάζοντας τους
χωροφύλακες να μην επιτρέψουν σε κανέναν δικαστή να απομακρυνθεί.
Επιστρέφοντας, σε έντονο ύφος καλεί και πάλι τον Πολυζωίδη να υπογράψει την
απόφαση. Εκείνος αρνείται και ακολούθησε ο διασωζόμενος διάλογος:
- Σας
διατάσσω να την υπογράψετε.
- Προτιμώ να
μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω!
- Εσείς
τουλάχιστον, Τερτσέτη, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
- Όχι! Δεν θα
με έχετε συνεργόν στον φόνον δύο ανθρώπων.
- Σας
διατάσσω όμως, εν ονόματι του νόμου, να αναλάβετε τας έδρας σας και να
απαγγελθεί αμέσως η απόφαση.Οι τρεις δικαστές τρέχουν να συμμορφωθούν. Ο Μάσον
κάθισε στην εισαγγελική του θέση. Οι άλλοι δύο παρέμειναν αδιάφοροι. Τότε ο
υπουργός οργισμένος και με αυταρχικό ύφος φωνάζει: «Ε, και η υπομονή έχει τα
όρια της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες
ορμούν, αρπάζουν τον Πρόεδρο. Εκείνος αμύνεται, κρατιέται από το τραπέζι, από
τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «Σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία».
Οι χωροφύλακες τον χτυπούν, τον σπρώχνουν, τον βρίζουν, του σχίζουν τα ρούχα
και δια της βίας τον φέρνουν στο κάθισμα της Προεδρίας.
Τον Τερτσέτη
τον άρπαξαν τέσσερις χωροφύλακες, και σηκωτό τον έφεραν στην έδρα. Τότε εκείνος
φώναξε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε, την συνείδησή μου όμως
δεν μπορείτε να την παραβιάσετε».
Η σκηνή ήταν
εφιαλτική και τα διαδραματισθέντα ασύλληπτα.
ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ - ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΦΥΛΛΟ